Iωαννίδης Eυγένιος (1998) 1 ΑΑΔ 106

(1998) 1 ΑΑΔ 106

[*106]22 Ιανουαρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 27/11/97 ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 168/97 ΣΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΚΑΘΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ.

(Αίτηση Αρ. 143/97)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία ο αιτητής διατάχθηκε να καταβάλλει στη σύζυγό του διατροφή, λόγω ισχυριζόμενης έλλειψης δικαιοδοσίας,  επειδή δε φαινόταν στο δικόγραφο ότι οι διάδικοι ανήκουν στην ελληνική κοινότητα — Απορρίφθηκε σαν αβάσιμη.

Λέξεις και Φράσεις — “Δικαστήριο” στο Άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91).

Δικαιοδοσία Δικαστηρίου — Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο τα δικόγραφα να περιέχουν εξαντλητικά όλα τα σχετικά δεδομένα που δημιουργούν τη δικαιοδοτική βάση, δεδομένου ότι δεν αποκλείεται η πλήρης διαλεύκανση σε κατοπινό στάδιο.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα, Άρθρο 2.7(α) — Εφαρμόζεται στις περιπτώσεις γυναικών που ήδη είναι πολίτες της Δημοκρατίας — Η ύπανδρος γυναίκα ανήκει στην κοινότητα του συζύγου της.

Η σύζυγος του αιτητή στην παρούσα αίτηση, αξίωσε με μονομερή αίτηση, την καταβολή διατροφής από τον αιτητή ο οποίος, όπως η ίδια ισχυρίστηκε, εγκατέλειψε από το Δεκέμβριο του 1987 τη συζυγική εστία.

[*107]Ο αιτητής ήγειρε προδικαστική ένσταση και ισχυρίστηκε ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης για διατροφή καθότι το δικόγραφο δεν αναφέρει ότι οι διάδικοι ανήκουν στην ελληνική κοινότητα. Η ένσταση απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση. Ο αιτητής διατάχθηκε να καταβάλλει μηνιαίο ποσό Λ.Κ.50 μέχρι την εκδίκαση της σχετικής αίτησης για διατροφή.

Η διαδικασία για άδεια αφορά την έκδοση certiorari για παραμερισμό της πιο πάνω απόφασης.

Αποφασίστηκε ότι:

Η διαπίστωση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ότι η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν προκύπτει κατάδηλα, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του αιτητή, από το φάκελο της διαδικασίας, είναι ορθή. Αντίθετα, η ανάλυση της απόφασης φανερώνει δικαιοδοτικά ερείσματα για το όλο φάσμα των προϋποθέσεων ανάληψης δικαιοδοσίας. Γι’ αυτό η παράλειψη ρητής αναφοράς στην ελληνική καταγωγή των διαδίκων, δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκη έλλειψη δικαιοδοσίας στο βαθμό που θα δικαιολογούσε τη δραστική παρέμβαση με certiorari.

Εφόσον το θέμα της δικαιοδοσίας, παραμένει ανοικτό δε θα αναφερθεί οτιδήποτε, πλην της πιο πάνω διαπίστωσης, που θα μπορούσε να προδικάσει το αποτέλεσμα ή να προκαταλάβει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Μούρτζινος v. Global Cruises S.A. (1992) 1 A.A.Δ. 1160,

Georghiou v. Republic (No.2) (1968) 3 C.L.R. 411,

Δημητρίου v. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153,

Cyprus Potato Marketing Board v. Primlaks (Pacific Violet) BV κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 219.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία επιδιώκεται η παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σεργίδης, Δ.) που δόθηκε στις 27/11/97 (Αίτηση Αρ. 168/97) [*108]με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση που ήγειρε ο αιτητής, αμφισβητώντας τη δικαιοδοσία του Oικογενειακού Δικαστηρίου.

Επ. Κορακίδης, για τον Αιτητή.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Η κρινόμενη αίτηση για χορήγηση άδειας σχετίζεται άμεσα με την αξίωση της συζύγου του αιτητή να της καταβάλλει διατροφή. Η ίδια ισχυρίζεται πως ο αιτητής εγκατέλειψε, από το Δεκέμβριο του 1987, τη συζυγική εστία, χωρίς να ενδιαφερθεί για το θέμα αυτό και χωρίς ποτέ να προβεί σε οποιαδήποτε διευθέτηση. Ο γιος της, που τη συντηρούσε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1996, παντρεύτηκε και λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, δεν είναι πια σε θέση να τη βοηθά.

Με τη γραπτή του υπεράσπιση στην παραπάνω αίτηση, ο αιτητής έχει εγείρει αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Μια από αυτές αφορά τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιληφθεί της αίτησης της συζύγου του.  Το ζήτημα δικάστηκε ως προκαταρκτικό. Για τους λόγους που εκτίθενται στην ενδιάμεση απόφαση του, ημερ. 27/11/97, το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση του αιτητή. Είναι συνημμένη στην ένορκη δήλωση, που συνοδεύει την παρούσα. Επισυνάπτονται επίσης ως τεκμήρια η αίτηση αρ. 168/97 και η υπεράσπιση του αιτητή σε αυτή.

Η διαδικασία για άδεια αφορά την έκδοση certiorari για παραμερισμό της παραπάνω απόφασης. Στο μεταξύ, όπως προκύπτει από αντίγραφο διατάγματος του ίδιου δικαστηρίου ημερ. 16/7/97, που επίσης προσκομίστηκε, ο αιτητής διατάχθηκε να καταβάλλει μηνιαίο ποσό £50 στη σύζυγο του μέχρι 25/9/97, που ορίστηκε η σχετική μονομερής αίτηση της συζύγου για  να πάρει θέση ο αιτητής. Δεν παρέχεται άλλο στοιχείο για την τύχη του διατάγματος.

Αφετηριακό σημείο του δικογράφου της αίτησης αποτελεί ο ισχυρισμός ότι οι διάδικοι είναι Κύπριοι πολίτες και χριστιανοί ορθόδοξοι. Ο αιτητής παραδέχεται πως έχει και τις δύο ιδιότητες, αλλά, όπως λέγει στην παράγραφο 5 της υπεράσπισης, αγνοεί αν το ίδιο συμβαίνει και με τη σύζυγό του. Ο δικηγόρος του αιτητή εισηγείται - όπως ακριβώς έκαμε και στο Οικογενειακό Δικαστήριο - πως η παραπάνω δήλωση της αιτητρίας δεν αρκεί για να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου στο οποίο αποτάθηκε για θεραπεία. Ελλείπει από το δικόγραφο το [*109]πιο θεμελιώδες συστατικό του, που εμπεδώνει τη δικαιοδοτική βάση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, πως οι διάδικοι ανήκουν στην ελληνική κοινότητα.

Η τοποθέτηση του συνηγόρου, που στηρίχθηκε κυρίως στην απόφαση Μιχαήλ Μούρτζινος v. Global Cruises S.A. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160, είναι ότι η καταγωγή είναι ουσιαστικό γεγονός, που ο διάδικος οφείλει να περιλάβει στο δικόγραφο, γιατί δε συνδέεται μόνο με την αποκάλυψη αγώγιμου δικαιώματος, αλλά και με την ύπαρξη της δικαιοδοσίας. Χωρίς τέτοιο ισχυρισμό δεν υπάρχει καν δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας για συμπλήρωση του κενού.

Ο δικαστής αντιμετώπισε διεξοδικά το τεθέν ζήτημα υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 2 του Συντάγματος, που προσδιορίζει τη σύνθεση της ελληνικής κοινότητας. Σε συνδυασμό με το νομοθετικό ορισμό του όρου “Δικαστήριο”, που απαντάται στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (N. 232/91).  Σύμφωνα με το άρθρο 2 (α):

“‘Δικαστήριο’ σημαίνει

(α)  Σε περίπτωση που και οι δύο σύζυγοι ανήκουν στην Ελληνική Κοινότητα, για θέματα διατροφής το Οικογενειακό Δικαστήριο το οποίο ιδρύθηκε για την Επαρχία μέσα στην οποία διαμένει ή διεξάγει επάγγελμα ο εναγόμενος ή ο καθ’ ου η αίτηση σύζυγος ή ο αιτητής.

(β)....................................................................................

(γ) ..................................................................................”

Το δικαστήριο, αφού επισημαίνει πως ο ισχυρισμός της αιτητρίας (παράγραφος 2 της αίτησης) ότι ο γάμος των διαδίκων τελέστηκε στο χωριό Στατός Πάφου στις 10/10/60 δεν έγινε αντικείμενο άρνησης, προσφεύγει στο άρθρο 2 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου του 1979, που καθορίζει ποια πρόσωπα ανήκουν σε αυτήν:

“Μέλη του πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου είναι πάντες οι εν Κύπρω μονίμως διαμένοντες Ορθόδοξοι Χριστιανοί και όσοι, έλκοντες την καταγωγήν αυτών εκ Κύπρου και εις την Ορθόδοξον αυτής Εκκλησίαν ενταχθέντες διά του βαπτίσματος, παροικούσι νυν εν γη αλλοτρία.”

Ακολουθεί η πρώτη σκέψη της απόφασης ότι με δεδομένα (από [*110]την παραδοχή του), ότι ο αιτητής έχει την κυπριακή ιθαγένεια και είναι μέλος της ελληνορθόδοξης εκκλησίας η σύζυγος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέλος της ελληνικής κοινότητας. Σημειωτέον ότι κατά το άρθρο 2(7)(α) του Συντάγματος “η ύπανδρος γυνή ανήκει εις την κοινότητα του συζύγου αυτής”: βλέπε Georghiou (No.2) v. Republic (1968) 3 C.L.R. 411 και Δημητρίου v. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153.

Το δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο 2(1) του Συντάγματος θέτει τις παρακάτω προϋποθέσεις για την ένταξη ενός προσώπου στην ελληνική κοινότητα:

(1)       να είναι πολίτης της Δημοκρατίας.

(2)       να έχει ελληνική καταγωγή, όπως ο όρος μπορεί να ερμηνευθεί σε συσχετισμό με διάφορες συνταγματικές πρόνοιες και το Παράρτημα Δ του Συντάγματος. και περαιτέρω

(3)       να έχει ως μητρική γλώσσα την ελληνική ή να μετέχει των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή να ανήκει στην ελληνορθόδοξη εκκλησία.

Παρά την παραπάνω διαπίστωση πως η αιτήτρια ανήκει, λόγω του γάμου της με τον αιτητή, στην τελευταία αυτή κατηγορία, το δικαστήριο προχώρησε και εντόπισε από τα δικόγραφα “άλλους ισχυρισμούς ή ενδείξεις” όπως, λ.χ., το επάγγελμα του αιτητή, που είναι δάσκαλος, ή τα ονόματα των διαδίκων και των παιδιών τους, που θα μπορούσαν να στηρίξουν και τις άλλες προϋποθέσεις  κατάταξης στην ελληνική κοινότητα.

Στη συνέχεια η απόφαση μνημονεύει αρκετά προηγούμενα, που πραγματεύονται τους γενικούς κανόνες που καθορίζουν το δικαιοδοτικό πλαίσιο των δικαστηρίων και επισημαίνει πως δεν είναι πάντοτε απαραίτητο τα δικόγραφα να περιέχουν εξαντλητικά όλα τα σχετικά δεδομένα, που δημιουργούν τη δικαιοδοτική βάση, ενόψει του ότι δεν αποκλείεται η πλήρης διαλεύκανση σε κατοπινό στάδιο. Είναι γεγονός ότι στη Μούρτζινος, ανωτέρω, υιοθετήθηκε η υπόθεση Cyprus Potato Marketing Board v. Primlaks (Pacific Violet) BV και Άλλος (1990) 1 Α.Α.Δ. 219, που το θέμα της δικαιοδοσίας, άνκαι τέθηκε ευθύς εξαρχής, αφέθηκε για τελική κρίση σε κατοπινό στάδιο.

Αυτό ακριβώς φαίνεται να ακολούθησε τελικά ο δικαστής, όπως προκύπτει από την καταληκτική παράγραφο της απόφασης του:

[*111]“Στο παρόν στάδιο δεν καλούμαι να εξετάζω το θέμα κατά πόσο οι διάδικοι είναι ή δεν είναι μέλη της Ελληνικής Κοινότητας, ούτε εγείρω από μόνος μου το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου πάνω σε αυτή τη βάση γιατί εν πάση περιπτώσει από τα δικόγραφα δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δημιουργεί προφανή αμφιβολία ότι έχω δικαιοδοσία. Συνεπώς εάν εγερθεί σε κατοπινό στάδιο θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου οι δυο πλευρές έχουν τη δυνατότητα να δώσουν μαρτυρία κατά πόσο έχουν Ελληνική καταγωγή και πληρούν τις άλλες προϋποθέσεις που απαιτούνται από το άρθρο 2(1) του Συντάγματος για να θεωρούνται μέλη της Ελληνικής Κοινότητας.”

Εφόσον, σύμφωνα με νομολογιακά παραδεκτή πρακτική, το θέμα παραμένει ανοικτό, δε θα ήταν σωστό στη διαδικασία αυτή να αναφέρω οτιδήποτε που θα μπορούσε να προδικάσει το αποτέλεσμα ή να προκαταλάβω την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Θα αρκεσθώ στη διαπίστωση ότι η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν προκύπτει κατάδηλα, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του αιτητή, από το φάκελο της διαδικασίας. Αντίθετα, η προηγηθείσα ανάλυση φανερώνει δικαιοδοτικά ερείσματα για το όλο φάσμα των προϋποθέσεων ανάληψης δικαιοδοσίας. Γιαυτό η παράλειψη ρητής αναφοράς στην ελληνική καταγωγή των διαδίκων δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκη έλλειψη δικαιοδοσίας στο βαθμό που θα δικαιολογούσε τη δραστική παρέμβαση με certiorari.

Η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

H αίτηση για άδεια απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο