Kωνσταντίνου Φρίξος ν. Mιχάλη Aντωνιάδη (1998) 1 ΑΑΔ 120

(1998) 1 ΑΑΔ 120

[*120]23 Ιανουαρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΦΡΙΞΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΜΙΧΑΛΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9787)

 

Ενοικιοστάσιο — Θέσμιος ενοικιαστής — Αίτηση για επανακαθορισμό ενοικίου — Είναι πρόωρη αν καταχωρηθεί πριν παρέλθουν δύο χρόνια από την ημέρα καθορισμού του προηγούμενου ενοικίου — Ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1983, Ν. 23/83, Άρθρο 8(2).

Λέξεις και Φράσεις — “Από της ημερομηνίας καθορισμού του δικαίου ενοικίου υπό του Δικαστηρίου” στο Άρθρο 8(2) του Ν. 23/83.

Ερμηνεία νόμων — Πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με τη φιλολογική και συνηθισμένη τους έννοια — Η απόκλιση από τις ρητές πρόνοιες νομοθετικής διάταξης δεν είναι επιτρεπτή, όταν οι πρόνοιες είναι σαφείς.

Ο εφεσείων είναι θέσμιος ενοικιαστής ενός καταστήματος σε κεντρική εμπορική περιοχή της Λευκωσίας με ενοίκιο Λ.Κ.130 μηνιαίως.

Στις 29.4.93 εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου, με την οποία το ενοίκιο αυξήθηκε από 10.6.92 σε Λ.Κ.250 μηνιαίως και από 1.6.93 σε Λ.Κ.262 μηνιαίως.

Στις 12.10.94 ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για επανακαθορισμό του ενοικίου ζητώντας αύξηση από Λ.Κ.262 σε Λ.Κ.298 από την 1.5.98.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο ουσιώδης χρόνος ήταν η 10.6.92 (η ημερομηνία που καθορίστηκε το ενοίκο σε Λ.Κ.250) και όχι η 29.4.93 (η ημερομηνία που είχε εκδοθεί η απόφαση).

[*121]Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση και ισχυρίστηκε ότι η αίτηση που καταχωρήθηκε στις 12.10.94 για τον επανακαθορισμό του ενοικίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού καταχωρήθηκε προτού παρέλθουν τα δύο χρόνια σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 8(2) του Ν. 23/83.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η διατύπωση του Άρθρου 8(3) του Ν. 23/83, το οποίο πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το Άρθρο 8(2), προσδίδει αναδρομικότητα στον καθορισμό του δικαίου ενοικίου από την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η απάντηση στο ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση εξαρτάται από την ερμηνεία των λέξεων “από της ημερομηνίας καθορισμού του δικαίου ενοικίου υπό του Δικαστηρίου”.

2.  Ένας από τους πλέον βασικούς κανόνες ερμηνείας είναι και εκείνος ο οποίος προνοεί ότι στις λέξεις που χρησιμοποιούνται, πρέπει να αποδίδεται η φιλολογική και συνηθισμένη ερμηνεία τους. Αυτό εξυπακούει ότι δεν επιτρέπεται απόκλιση από τις ρητές πρόνοιες μιας νομοθετικής διάταξης, όταν οι πρόνοιες είναι σαφείς.

3.  Οι πρόνοιες του Άρθρου 8(2) είναι αυτοτελείς και δεν επιδέχονται παρερμηνεία. Η φυσική ερμηνεία της εν λόγω πρόνοιας διαγράφει με σαφήνεια ότι η ημερομηνία καθορισμού του δικαίου ενοικίου από το Δικαστήριο είναι η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης από το Δικαστήριο.

4.  Η καταχώρηση της αίτησης προ της παρέλευσης των δύο ετών από την ημερομηνία καθορισμού του δικαίου ενοικίου, καθιστά την αίτηση πρόωρη και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Thompson v. Goold & Co. [1910] A.C. 409,

Magor & St. Mellons R.D.C. v. Newport Corp. [1950] 2 All E.R. 1226,

Stock v. Frank Jones (Tipton) Ltd [1978] 1 All E.R. 948,

[*122]Leader v. Duffey [1888] 13 App. Cas. 294.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Eλέγχου Eνοικιάσεων Λευκωσίας (Δερμοσονιάδη, Π.) που δόθηκε στις 31 Μαΐου, 1996 (Aρ. Aίτησης K 90/94) με την οποία κρίθηκε ως ουσιώδης ο χρόνος κατά τον οποίο καθορίσθηκε το ποσό του ενοικίου (10/6/92) και όχι ο χρόνος έκδοσης της απόφασης, με συνεπακόλουθο να μην κριθεί ως πρόωρη αίτηση ημερομηνίας 12/10/94, για επανακαθορισμό του δικαίου ενοικίου πριν την παρέλευση δύο χρόνων.

Ελ. Βραχίμη, για τον Εφεσείοντα.

Πελαγίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είναι ιδιοκτήτης ενός καταστήματος με μεσοπάτωμα και υπόγειο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Ηλέκτρας και Λεωφόρου Στασίνου στη Λευκωσία. Ο εφεσείων ενοικίασε αρχικά το κατάστημα το 1977 με ενοίκιο £130 μηνιαίως. Στις 29/4/93 στην υπ’ αριθμό Κ94/92 αίτηση εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση σύμφωνα με την οποία το ενοίκιο καθοριζόταν,

Από τις 10/6/92 σε £250 μηνιαίως και

Από την 1/6/93 σε £262 μηνιαίως.

Στις 12/10/94 ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση για τον επανακαθορισμό του ενοικίου, ζητώντας αύξηση από £262 σε £298 από την 1/5/98. Δεν αμφισβητείται ότι ο εφεσείων είναι σήμερα θέσμιος ενοικιαστής.

Το άρθρο 8(2) και (3) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/83, όπως έχει τροποποιηθεί, προνοεί ότι,

“2. Είναι νόμιμον διά τον θέσμιον ενοικιαστήν ή τον ιδιοκτήτην οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος, εάν θεωρή εαυτόν ηδικημένον, να αποτείνηται δι’ αιτήσεως εις το Δικαστήριον διά τον καθορισμόν του δικαίου ενοικίου του πληρωτέου εν σχέσει προς την τοιαύτην κατοικίαν ή κατάστημα:

[*123]Νοείται ότι ουδεμία αίτησις καταχωρίζεται προ της παρελεύσεως δύο ετών από της ημερομηνίας καθ’ην ο ενοικιαστής έλαβε κατοχήν του ακινήτου ή από της ημερομηνίας του καθορισμού του δικαίου ενοικίου υπό του Δικαστηρίου.”

3. Εις ην περίπτωσιν υποβάλλεται τοιαύτη αίτησις εις το Δικαστήριον, το Δικαστήριον εξετάζει ταύτην και, κατόπιν διεξαγωγής τοιαύτης ερεύνης οίαν τούτο ήθελε θεωρήσει κατάλληλον και παροχής εις ένα έκαστον των διαδίκων της ευκαιρίας να τύχη ακροάσεως, και λαμβανομένων υπ’ όψιν των εν τοις εδαφίοις (4) και (5) αναφερομένων περιορισμών και περιστάσεων, καθορίζει το δίκαιον ενοίκιον από της ημερομηνίας καταχωρήσεως της τοιαύτης αιτήσεως και το ούτω καθορισθέν ποσόν θεωρείται ως το ενοίκιον το οποίον ο ενοικιαστής υποχρεούται να καταβάλλη εις τον ιδιοκτήτην ...........”

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο ουσιώδης χρόνος ήταν η 10/6/92 (η ημερομηνία δηλαδή που το ενοίκιο καθορίστηκε σε £250) και όχι η 29/4/93 (η ημερομηνία δηλαδή που είχε εκδοθεί η απόφαση). Και τούτο γιατί σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο θα ήταν παράλογο η διετία να αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης που μπορεί να καθυστερήσει, ενώ η σωστή ερμηνεία που βασίζεται στους σκοπούς του Νομοθέτη, στη λογική και στη δικαιοσύνη θα ήταν όπως η διετία αρχίζει από το χρόνο καταβολής του ενοικίου.

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η ημερομηνία καθορισμού του ενοικίου από το Δικαστήριο είναι η ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η τελευταία απόφαση με την οποία καθορίστηκε το πληρωτέο ενοίκιο, που είναι η 29/4/93. Συνεπακόλουθα η αίτηση που καταχωρήθηκε στις 10/12/94 για τον επανακαθορισμό του ενοικίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού καταχωρήθηκε προτού παρέλθουν τα δύο χρόνια σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 8(2) του Νόμου 23/83.

Αντίθετα είναι η θέση του εφεσίβλητου ότι το άρθρο 8(2) του Νόμου 23/83 πρέπει να εξετάζεται σε συνδυασμό με το άρθρο 8(3) του πιο πάνω Νόμου που παρέχει στο Δικαστήριο ευχέρεια να καθορίζει το δίκαιο ενοίκιο από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης. Η φρασεολογία του άρθρου 8(3), σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, προσδίδει αναδρομικότητα στον καθορισμό του δίκαιου ενοικίου από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.

[*124]Το ερώτημα που καλούμεθα να απαντήσουμε σε σχέση με τα περιστατικά της υπόθεσης αναφέρεται στην ερμηνεία των λέξεων “από της ημερομηνίας καθορισμού του δικαίου ενοικίου υπό του Δικαστηρίου”.

Οι κανόνες που ισχύουν σε περιπτώσεις ερμηνείας εγγράφων είναι οι ίδιοι που ισχύουν και σε περιπτώσεις νομοθετημάτων (Ίδε ODGERS Construction of Deeds and Statutes, 5th Edition, 237). Ένας δε από τους πλέον βασικούς κανόνες ερμηνείας είναι και εκείνος ο οποίος προνοεί ότι στις λέξεις που χρησιμοποιούνται πρέπει να αποδίδεται η φιλολογική και συνηθισμένη ερμηνεία τους (words are to be taken in their literal meaning).  Τούτο εξυπακούει ότι δεν επιτρέπεται απόκλιση από τις ρητές πρόνοιες μιας νομοθετικής διάταξης όταν οι πρόνοιες είναι σαφείς. Όπως έχει λεχθεί από τον Lord Mersey, στην υπόθεση Thompson v. Goold & Co [1910] A.C. 409,

“It is a strong thing to read into an Act of Parliament words which are not there, and in the absence of clear necessity it is a wrong thing to do.”

Μερικές φορές παρατηρείται το φαινόμενο ότι οι διατάξεις μιας νομοθετικής πρόνοιας περιέχουν κενά και έτσι καθίστανται ασαφείς. Σε μια τέτοια περίπτωση υποβλήθηκε η εισήγηση από τον Lord Denning (απόφαση μειοψηφίας) ότι τα Δικαστήρια θα πρέπει να εξετάζουν την πρόθεση του νομοθετικού σώματος και να δίδουν τις κατάλληλες ερμηνείες. Όπως έθεσε το θέμα στην υπόθεση Magor & St. Mellons R.D.C. v. Newport Corp. [1950] 2 All E.R. 1226 στη σελίδα 1236,

“We do not sit here to pull the language of Parliament and of Ministers to pieces and make nonsense of it. That is an easy thing to do, and it is a thing to which lawyers are too often prone. We sit here to find out the intention of Parliament and of Ministers and carry it out and we do so the better by filling up the gaps and making sense of the enactment than by opening it up to destructive analysis.”

Οι πιο πάνω παρατηρήσεις του Lord Denning δεν έγιναν αποδεκτές από τη Βουλή των Λόρδων. Στην έφεση που ασκήθηκε  στην πιο πάνω υπόθεση ο Lord Simonds καθορίζοντας τα ερμηνευτικά καθήκοντα του Δικαστηρίου που δεν πρέπει να παίρνουν έμμεσα νομοθετικό μανδύα τόνισε ότι,

[*125]“The duty of the court is to interpret the words the legislature has used; those words may be ambiguous, but even if they are, the powers and duty of the court to travel outside them on a voyage of discovery are strictly limited.”

Αναφορικά με την εισήγηση του Lord Denning για το επεμβατικό δικαίωμα του Δικαστηρίου να συμπληρώνει τα κενά που διαπιστώνονται, ο Lord Simonds είπε,

“It appears to me to be a naked usurpation of the legislative function under the thin disguise of interpretation. And it is the less justifiable when it is guesswork with what material the legislature would, it it had discovered the gap, have filled it. If a gap is discovered, the remedy lies in an amending Act.”

Την ίδια άποψη είχε και ο Lord Merton που στην ίδια υπόθεση τόνισε ότι,

“In so far as the intention of Parliament or of Ministers is revealed in Acts of Parliament or Orders, either by the language used or by necessary implication, the courts should, of course, carry these intentions out; but it is not the function of any judge to fill in what he conceives to be the gaps in an Act of Parliament. If he does so, he is usurping the function of the legislature.”

Τα προβλήματα που εγείρονται από την ερμηνεία νομοθετικών διατάξεων που μπορεί να οδηγήσουν σε παράλογα συμπεράσματα και τα επεμβατικά δικαιώματα του Δικαστηρίου εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Stock v. Frank Jones (Tipton) Ltd. [1978] 1 All E.R. 948, όπου ο Δικαστής Dilhorne τόνισε ότι,

“It is now fashionable to talk of a purposive construction of a statute, but it has been recognised since the 17th century that it is the task of the judiciary in interpreting an Act to seek to interpret it ‘according to the intent of them that made it’. If it were the case that it appeared that an Act might have been better drafted, or that amendment to it might be less productive of anomalies, it is not open to the Court to remedy the defect.  That must be left to the legislature ......”

Η θέση που έχει προβληθεί από τον εφεσίβλητο ότι το άρθρο 8(2) πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με τις πρόνοιες του άρθρου 8(3) θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν η φρασεολογία του άρθρου 8(2) ήταν ανακριβής ή ασαφής. Όμως οι πρόνοιες του  [*126]άρθρου 8(2) είναι αυτοτελείς και δεν επιδέχονται παρερμηνείες. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Lord Halsbury στην υπόθεση Leader v. Duffey [1888] 13 App. Cas. 294,

“I agree that you must look at the whole instrument inasmuch as there may be inaccuracy and inconsistency.”

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το θέμα και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να παραβιάσουμε τη φυσική ερμηνεία της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας που στην παρούσα περίπτωση, χωρίς να επιδέχεται παρερμηνείες, διαγράφει ότι η ημερομηνία καθορισμού του δίκαιου ενοικίου από το Δικαστήριο είναι η ημερομηνία έκδοσης της απόφασης από το Δικαστήριο.

Στην κρινόμενη περίπτωση η αίτηση είχε καταχωρηθεί πριν από την παρέλευση δύο χρόνων από την ημερομηνία καθορισμού του δίκαιου ενοικίου στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ήταν επομένως πρόωρη και η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο