(1998) 1 ΑΑΔ 149
[*149]28 Ιανουαρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΚΗΣ (ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΔΕΜΑΤΩΝ ΕΞΠΡΕΣ) ΛΤΔ.
ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ ΥΠΟ ΤΗN ΕΠΩΝΥΜΙΑ AKIS EXPRESS,
Εφεσείοντες,
v.
C. KOUKKOURIS TRADING CO. LTD. ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ ΥΠΟ ΤΗN ΕΠΩΝΥΜΙΑ ARIS EXPRESS,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9789)
Αποφάσεις και Διατάγματα — Ενδιάμεσα διατάγματα — Μονομερής αίτηση για έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος δυνάμει του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) — Ποίες οι προϋποθέσεις — Προσωρινό διάταγμα που στοχεύει στην εξουδετέρωση της δίκης, δεν πρέπει να παραχωρείται.
Οι εφεσείοντες-ενάγοντες ασκούν επιχείρηση μεταφοράς δεμάτων υπό την εμπορική επωνυμία “Akis Express”. Ήγειραν αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων με την έκδοση γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, αξιώνοντας διάφορα διατάγματα που να εμποδίζουν τους εφεσιβλήτους-εναγομένους από του να αντιποιούνται την εγγεγραμμένη εμπορική επωνυμία των εναγόντων “Akis Express”, χρησιμοποιώντας τις λέξεις “Aris Express” σε σχέση με την διεξαγωγή των εργασιών των εναγομένων, με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρουσιάζονται ότι έχουν σχέση με τις υπηρεσίες των εναγόντων.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο μονομερούς αίτησης των εφεσειόντων-εναγόντων για έκδοση έξι ενδιάμεσων προσωρινών διαταγμάτων εναντίον των εφεσιβλήτων, παρόμοιων με αυτά που ζητούσαν με το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Οι λόγοι που προβάλλουν είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του εξουσία όσον αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας και επίσης ότι λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της αγωγής, χωρίς να δο[*150]θεί η ευκαιρία στους εφεσίβλητους να υπερασπισθούν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από την εξέταση της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό το φως της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου των εφεσειόντων, προκύπτει, ότι οι συνέπειες από τη μη έκδοση των διαταγμάτων θα ήταν μικρές αναφορικά με τους εφεσείοντες και επίσης ότι η σύγχυση που παρατηρείται περιορίζεται σε τηλεφωνήματα πελατών που αναζητούν τα δέματά τους από τα γραφεία τους, ενώ αυτά έχουν μεταφερθεί από τους εφεσιβλήτους.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία για τη μη έκδοση των διαταγμάτων εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας όσον αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience).
3. Σύμφωνα με την καθιερωμένη νομολογία, αιτήματα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, που είναι ταυτόσημα με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και η τυχόν έκδοσή τους, επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντός τους να συνεχίσουν με την ταχύτατη εκδίκαση της αγωγής, όπως προνοούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, σε συνάρτηση πάντοτε με το ισοζύγιο της ευχέρειας, δεν πρέπει να παραχωρούνται. Η μεγάλη καθυστέρηση των εφεσειόντων να μη προωθήσουν την αγωγή τους (η έκθεση απαιτήσεως καταχωρήθηκε 2 1/2 χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής και λίγες μόνο μέρες πριν την ακρόαση της παρούσας έφεσης) αφήνει να νοηθεί ότι η επιδιωκόμενη έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων αποτελούσε αυτοσκοπό για τους εφεσείοντες. Η τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα συνιστούσε παραβίαση της πιο πάνω νομολογιακής αρχής.
4. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις στην υπόθεση Louis Vuitton, η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας στη δίκη. Η δίκη είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και διακήρυξη των υποχρεώσεων και δικαιωμάτων των διαδίκων. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης. Επομένως βαρύνεται ο διάδικος που την επιδιώκει, να προλειάνει, το ταχύτερο, το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
[*151]Aναφερόμενη υπόθεση:
LouisVuitton v. Δερμοσάκ Λτδ. κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σταματίου, E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Aυγούστου, 1996 (Aρ. Aγωγής 7444/95) με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για την έκδοση διαταγμάτων τα οποία να απαγορεύουν την αντιποίηση της εγγεγραμμένης εμπορικής τους επωνυμίας και/ή της εταιρικής τους επωνυμίας.
Χρ. Μελίδης με Λ. Καμμίτση, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Δρυμιώτης, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Τον Αύγουστο του 1995 οι εφεσείοντες ήγειραν με την έκδοση γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων (εναγομένων) με την οποία αξίωναν διάφορα διατάγματα που να την εμποδίζουν από του να αντιποιείται την εγγεγραμμένη εμπορική επωνυμία των εναγόντων “Akis Express” και/ή την εταιρική επωνυμία τους χρησιμοποιώντας τις λέξεις “Aris Express” σε σχέση με τη διεξαγωγή των εργασιών της εναγομένης, με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να παρουσιάζονται ότι έχουν σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι εφεσείοντες. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες αξίωναν και αποζημιώσεις.
Οι εφεσείοντες με μονομερή αίτηση τους ημερομηνίας 7.8.1995 ζήτησαν την έκδοση έξι ενδιάμεσων προσωρινών διαταγμάτων εναντίον των εφεσιβλήτων, παρόμοια με αυτά που ζητούσαν και με το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της μονομερούς αίτησης, έδωσε οδηγίες όπως αυτή επιδοθεί στους εφεσίβλητους. Μετά την καταχώρηση γραπτής ένστασης εκ μέρους των εφεσιβλήτων προχώρησε στην ακροαματική διαδικασία και εξέδωσε την απόφαση του απορρίπτοντας το αίτημα των εφεσειόντων.
[*152]Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ενδελεχή εξέταση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας και μετά από εκτεταμένη ανάλυση της νομολογίας, κατέληξε ότι συνέτρεχαν και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 που συνηγορούσαν στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, όπως τις καταγράφει και το Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του είναι: (α) Σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση, (β) Πιθανότητα ότι οι ενάγοντες δικαιούνται σε θεραπεία ή ότι έχουν ορατή πιθανότητα επιτυχίας και (γ) Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του διατάγματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθως εξέτασε το θέμα κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.
Ζυγίζοντας τα ενώπιόν του στοιχεία το Δικαστήριο, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, κατέληξε ότι σε περίπτωση έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων οι εφεσίβλητοι θα αναγκαστούν να αλλάξουν την εμπορική τους επωνυμία με πολύ σοβαρά οικονομικά επακόλουθα, όπως είχαν τεθεί ενώπιόν του. Αντίθετα η μη έκδοση των διαταγμάτων, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη μαρτυρία και τον τρόπο λειτουργίας των εφεσιβλήτων, δεν θα επιφέρει στους εφεσείοντες ζημιές τέτοιας έκτασης που να δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Το Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα του ισοζυγίου της ευχέρειας (balance of convenience) κατέληξε ότι αυτό έκλινε υπέρ των εφεσιβλήτων. Στην κατάληξή του το Δικαστήριο επισήμανε ότι η έκδοση ή άρνηση έκδοσης προσωρινού διατάγματος σε τέτοιες υποθέσεις, έχει σοβαρή επίδραση στην περαιτέρω πορεία της υπόθεσης γιατί με την έκδοση του διατάγματος ο εναγόμενος θα υποχρεωθεί να προβεί σε άλλες διευθετήσεις που ίσως να καθιστούν πλέον τη διεπεραίωση της υπόθεσης καθαρά θεωρητική.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν διάφορους λόγους οι οποίοι αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας σωρευτικά. Συνοπτικά δύο είναι τα παράπονα των εφεσειόντων. Πρώτο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία όσον αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας λανθασμένα και δεύτερο ότι λανθασμένα ήχθη στο συμπέρασμα ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της αγωγής χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στους εφεσίβλητους να υπερασπισθούν.
[*153]Έχουμε διεξέλθει το περιεχόμενο του φακέλου και της μαρτυρίας που ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό το φως της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου των εφεσειόντων. Ο κύριος ισχυρισμός των εφεσειόντων εστιάστηκε στο μέρος της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων ότι το μέγιστο μέρος της εργασίας τους διεξάγεται με μεγάλους οργανισμούς και ως εκ τούτου συνάγεται, όπως ισχυρίζονται, ότι οι επιπτώσεις στις εργασίες τους, από τυχόν έκδοση των διαταγμάτων, δεν θα ήταν μεγάλες. Αντιστρέφοντας όμως το επιχείρημα, όπως έπραξε ορθά και το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατηρούμε ότι ανάλογα μικρές θα ήταν και οι επιπτώσεις στους εφεσείοντες, από τυχόν μη έκδοση των διαταγμάτων. Εξάλλου, από τη μαρτυρία των εφεσειόντων προκύπτει ότι η σύγχιση που παρατηρείται περιορίζεται σε τηλεφωνήματα πελατών που αναζητούν τα δέματά τους από τα γραφεία τους ενώ αυτά είχαν μεταφερθεί από τους εφεσίβλητους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δίδει πειστικούς λόγους και την αρμόζουσα αιτιολογία για την κατάληξη και θεωρούμε ότι ορθά άσκησε τη διακριτική του εξουσία για την μη έκδοση των διαταγμάτων εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας όσον αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience).
Όσον αφορά το δεύτερο, το πρωτόδικο Δικαστήριο συμπεραίνει ως εξής στην απόφασή του:-
“Στην υπό εξέταση υπόθεση τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα αναγκάσει την εναγόμενη να αλλάξει την εμπορική της επωνυμία και έχοντας υπόψη τη φύση των εργασιών της αυτό θα οδηγούσε στον τερματισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και θα έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση απόφασης υπέρ των εναγόντων χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στους εναγομένους να υπερασπίσουν την υπόθεση.”.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και η τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντός τους να συνεχίσουν με την ταχύτατη εκδίκαση της αγωγής, όπως προνοούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, σε συνάρτηση πάντοτε με το ισοζύγιο της ευχέρειας, δεν πρέπει να παραχωρούνται. Η θέση αυτή διαπιστώνεται, στην παρούσα υπόθεση, από τη συμπεριφορά των εφεσειόντων. Όταν εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ένα και πλέον χρόνο μετά την καταχώρηση της αγωγής, οι εφεσείοντες δεν έλαβαν κανένα μέτρο για να προ[*154]χωρήσουν την αγωγή τους προς εκδίκαση, παραλείποντας να υποβάλουν την Έκθεση Απαίτησής τους. Η έκθεση απαίτησης των εφεσειόντων καταχωρήθηκε τελικά λίγες μέρες πριν την ακρόαση της παρούσας έφεσης, 2 1/2 χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής τους. Η στάση αυτή των εφεσειόντων της μη προώθησης της αγωγής τους για τόσο μεγάλο διάστημα, αφήνει να νοηθεί ότι η επιδιωκόμενη έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων αποτελούσε αυτοσκοπό για τους εφεσείοντες. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι το επείγον του πράγματος, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας της άμεσης διαξαγωγής της δίκης. Το αντικειμενικό αυτό δεδομένο έχει εκλείψει με την παροδο τόσο μακρού διαστήματος, αφού οι εφεσείοντες για 2 1/2 χρόνια δεν προώθησαν την αγωγή τους για τη δίκη, που είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων.
Στην υπόθεση Louis Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ. και Άλλης (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, στις σελίδες 1465-1466 γίνονται οι εξής παρατηρήσεις:-
“Πριν τελειώσουμε, θέλουμε να επισύρουμε την προσοχή σε μια απαράδεκτη τακτική. Παρά την επιμονή των εφεσειόντων στην εξασφάλιση επειγόντως ενδιάμεσης θεραπείας, παρέλειψαν να προωθήσουν την εκδίκαση της υπόθεσης, παραλείποντας μέχρι και την ακρόαση της έφεσης τριάμισυ περίπου χρόνια μετά την αγωγή, να καταχωρήσουν την έκθεση με την απαίτησή τους. Θέλουμε να τονίσουμε ότι η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη. Η δίκη είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και διακήρυξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης. Επομένως βαρύνεται ο διάδικος που την επιδιώκει να προλειάνει, το ταχύτερο, το έδαφος για την εκδίκαση της υπόθεσης.”.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο