Oρφανίδης Aνδρέας Στέλιου ν. Nίκης Aνδρέα Oρφανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 179

(1998) 1 ΑΑΔ 179

[*179]30 Iανουαρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΕΛΙΟΥ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΝΙΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΟΡΦΑΝΙΔΗ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9755)

 

Οικογενειακό Δίκαιο — Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Κατανομή περιουσιακών στοιχείων, στην απόκτηση των οποίων συνεισέφεραν και οι δύο σύζυγοι, σε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου —  Η συνεισφορά αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου — Καθιέρωση κριτηρίου ίσου προς το 1/3 της περιουσίας, εφόσον δεν αποκαλύπτεται το ύψος της συνεισφοράς με τρόπο θετικό στην αύξηση της περιουσίας — Εξαιρείται από την αύξηση το μέρος που αντανακλά τον πλουτισμό του ιδιοκτήτη συζύγου από δωρεές και τη διάθεσή τους — Εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τις πιο πάνω αρχές, κατέστησε την απόφαση τρωτή σε κάθε της σημείο — Διαταγή για επανεκδίκαση.

Οικογενειακό Δίκαιο — Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91), όπως τροποποιήθηκε από το Ν.49(Ι)/95 — Καθιδρύει αυτοτελή και περιεκτικό κώδικα για το μερισμό της αύξησης της περιουσίας εκατέρου των συζύγων, σε βαθμό που να μην αφήνει πεδίο για συμπλήρωση ή επικουρική εφαρμογή, στον τομέα αυτό, των αρχών του Αγγλικού δικαίου — Ποίες οι διαφορές μεταξύ των προνοιών του Άρθρου 14 του ισχύοντος Νόμου εν σχέσει με το Νόμο που ίσχυε προτού θεσμοθετηθούν οι αρχές του Κυπριακού δικαίου επί του θέματος αυτού.

Δίκαιο της Επιείκειας — Αρχές της επιείκειας — Συνιστούν αναπόσπαστο μέρος του Κυπριακού Δικαίου δυνάμει του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60).

Οι διάδικοι, δεν είχαν περιουσία όταν παντρεύτηκαν. Επιδόθη[*180]καν και οι δύο σε πολλές δραστηριότητες για βελτίωση των οικονομικών τους μέσων. Η κύρια ασχολία του εφεσείοντα ήταν η διδασκαλία σε σχολές μέσης παιδείας.  Παράλληλα συμμετείχε σε επιχειρήσεις μόνος ή με τη σύζυγο του ή συγγενικά του πρόσωπα. Η εφεσίβλητη εκτός από τις οικιακές ασχολίες και τη μέριμνα των παιδιών εργάστηκε, κατά καιρούς, ως καθηγήτρια δακτυλογραφίας και ως ράπτρια. Κυρίως επιδόθηκε σε επιχειρηματικές δραστηριότητες είτε με το σύζύγο είτε μόνη της με την ενίσχυσή του στην εξασφάλιση τραπεζικών διευκολύνσεων. Για μεγάλο χρονικό διάστημα μετείχε στην οργάνωση και λειτουργία φροντιστηρίου με το σύζυγό της.

Η εφεσίβλητη, όταν χώρισε από τον εφεσείοντα, διεκδίκησε με αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο το μερίδιο που της αναλογούσε από την αύξηση της περιουσίας του συζύγου της, που σημειώθηκε μετά το γάμο. Η αγωγή στηρίχθηκε στο Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 49(Ι)/95 (ο Νόμος).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε την ίση κατανομή της ιδιοκτησίας της οικογενειακής κατοικίας αξίας ΛΚ90.000 μεταξύ του ζεύγους, αφού θεώρησε το σύνολο της αξίας της κατοικίας ως αύξηση υποκείμενη σε μερισμό.  Με το ίδιο σκεπτικό, διέταξε ίση κατανομή των χρημάτων που αποτελούσαν προϊόν πώλησης δύο διαμερισμάτων. Η πρωτόδικη απόφαση, εκτός από τη γενική διαπίστωση ότι η εφεσίβλητη συνέβαλε με τη συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, δεν καθορίζει την συνεισφορά της εφεσίβλητης στην εν λόγω αύξηση.

Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με την απόδοση μεριδίου στην εφεσίβλητη, σε ακίνητη και κινητή περιουσία του εφεσείοντα, σε σχέση με τα ακόλουθα:

α) Οικογενειακή κατοικία αξίας ΛΚ90.000.

β) Ποσό ΛΚ23.000 από την πώληση δύο διαμερισμάτων τα οποία αγοράσθηκαν και πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου. Το προϊόν της πώλησης δεν αποτελούσε μέρος της κινητής περιουσίας του εφεσείοντα, κατά τον χρόνο ρήξης των σχέσεων του ζεύγους ή κατά τον χρόνο της αγωγής.

γ)  Κτήμα αξίας ΛΚ4.750.

δ) Οικόπεδο.

[*181]ε)      Έπιπλα και σκεύη αξίας ΛΚ550.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αύξηση της περιουσίας είναι σχετικό στοιχείο. Συναρτάται, αφενός, με την αξία της περιουσίας και αφετέρου, με τις οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη. Το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας, όχι αυτή τούτη η περιουσία.

2.  Το πρώτο που τυγχάνει εξακρίβωσης είναι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου ώστε να διαπιστωθεί το αντικείμενο του πιθανού διαμοιρασμού. Εξαιρείται από τη διανομή και δεν προσμετρά ως αύξηση, περιουσία η οποία δωρίζεται σε σύζυγο καθώς και το προϊόν διάθεσής της. Το δεύτερο θέμα που εξετάζεται είναι κατά πόσο ο έτερος των συζύγων συνεισέφερε στην αύξηση άμεσα ή έμμεσα και το τρίτο, ο καθορισμός της συνεισφοράς.  Αν η μαρτυρία δεν είναι καταληκτική ως προς την έκταση της συνεισφοράς, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το Άρθρο 14(2) του Νόμου.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως αύξηση υποκείμενη σε μερισμό το σύνολο της αξίας της κατοικίας που ανέρχεται στο ποσό των ΛΚ90.000. Παραγνώρισε ότι μεγάλο μέρος της αύξησης προήλθε από δωρεές προς τον εφεσείοντα από τον πατέρα του.  Οι δωρεές αυτές ήταν οικόπεδο αξίας ΛΚ24.440 επί του οποίου ανηγέρθη η οικία και το ποσό των ΛΚ22.000 το οποίο επενδύθηκε στην οικοδομή, το οποίο προέκυψε από τη διάθεση δύο άλλων οικοπέδων που επίσης είχε δωρήσει στον εφεσείοντα ο πατέρας του.  Τα ποσά αυτά έπρεπε να αφαιρεθούν από το ποσό των ΛΚ90.000 γεγονός που θα περιόριζε την “αύξηση” σε ΛΚ43.560. Επίσης έπρεπε να αφαιρεθεί και το χρέος ύψους ΛΚ30.000 το οποίο ο εφεσείων συνήψε για την ανοικοδόμηση της κατοικίας. Το υπόλοιπο θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως η αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, στην οποία η εφεσίβλητη θα εδικαιούτο σε μερίδιο, δυνάμει του Άρθρου 14 του Νόμου.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε την αρχή της επιείκειας (equality is equity). Αν η μαρτυρία ως προς το ύψος της συνεισφοράς της εφεσίβλητης κρινόταν μη συμπερασματική, θα έπρεπε να ισχύσει το τεκμήριο του Άρθρου 14(2) του Νόμου και όχι η πιο πάνω αρχή της επιείκειας.

5.  Τα ίδια σφάλματα καθιστούν τρωτή και την απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την αύξηση που σημειώθηκε στην περιουσία [*182]του εφεσείοντα, ως αποτέλεσμα της αγοραπωλησίας των δύο διαμερισμάτων και τη συνεισφορά της εφεσίβλητης.

6.  Η επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του Αγγλικού δικαίου για την επίλυση ανάλογων ζητημάτων, δεν μπορεί να είναι βοηθητική στην παρούσα υπόθεση, εν όψει των ριζικών διαφορών που υπάρχουν μεταξύ του Άρθρου 14 του Νόμου και των αρχών της επιείκειας.

7.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όχι μόνο δεν επισήμανε την αλλαγή που επέφερε το Άρθρο 14, αλλά και προσέγγισε τη λύση των επίδικων θεμάτων με βάση τις αρχές του προϋπάρχοντος νομικού καθεστώτος.  Στη διαπίστωση μάλιστα των σχετικών αρχών του Αγγλικού δικαίου, λειτούργησε κάτω από το σημαντικό σφάλμα ότι επενεργεί κανόνας εθελοντικής συνεισφοράς για ποσά τα οποία επενδύονται από τον ίδιο τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη στην απόκτηση περιουσίας, υπέρ του ετέρου των συζύγων.

     Ενόψει όσων αναφέρονται πιο πάνω, καθίσταται αναπόφευκτος ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της αγωγής ως προς το μέρος της περιουσίας η οποία αναφέρεται στην έφεση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Miltiadous v. Miltiadous (1982) 1 C.L.R. 797,

Pettit v. Pettit [1970] A.C. 777,

Gissing v. Gissing [1971] A.C. 886,

Fribance v. Fribance [1957] 1 All E.R. 357,

Grant v. Edwards [1986] 1 All E.R. 426,

Hargrave v. Newton [1971] 3 All E.R. 866,

Cummings (Deceased) [1971] 3 All E.R. 782,

Falconer v. Falconer [1970] 1 W.L.R. 1333,

Πένταυκας v. Πένταυκα (1991) 1 Α.Α.Δ. 547,

[*183]Κωνσταντίνου v. Δημοσθένους (1992) 1 Α.Α.Δ. 621,

Hammond v. Mitchell [1992] 2 All E.R. 109.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Hλιάδης, Π.E.Δ και Παμπαλλής, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 14 Ιουνίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 1420/92), αναφορικά με απόδοση στην ενάγουσα μεριδίου του σε κινητή και ακίνητη περιουσία, μετά τη λύση του γάμου τους.

Ν. Νεοκλέους, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Πουργουρίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ύστερα από πολλά χρόνια έγγαμου βίου ο Ανδρέας και η Νίκη Ορφανίδη χώρισαν. Με αγωγή της, στο Επαρχιακό Δικαστήριο, η Νίκη ζήτησε να της αποδοθεί το μερίδιο που της αναλογούσε, από την αύξηση της περιουσίας του συζύγου της, που σημειώθηκε μετά το γάμο. Στήριξε την αγωγή της στις πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 Ν.232/91, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.49(1)/95 (εφεξής ο νόμος).

Η εφεσίβλητη κατάγεται από την Ελλάδα. Γνωρίστηκε με τον εφεσείοντα στην Αθήνα, όπου είχε μεταβεί για πανεπιστημιακές σπουδές, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μετά το πέρας των σπουδών του οι διάδικοι αποφάσισαν να ενώσουν τις τύχες τους. Το 1963 πήγαν στην Αγγλία για να συνεχίσει ο Ανδρέας τις σπουδές του.  Κατά την παραμονή τους στη χώρα εκείνη συνήψαν πολιτικό γάμο, τον οποίο ακολούθησε θρησκευτικός, μετά την επάνοδό τους στην Κύπρο για να εγκατασταθούν, το 1964. Απόκτησαν τρία παιδιά, δύο αγόρια (1965, 1970) και ένα κορίτσι (1967).

Όπως φαίνεται, ούτε ο Ανδρέας ούτε η Νίκη ήταν ιδιοκτήτες περιουσίας όταν παντρεύτηκαν.  Επιδόθηκαν όμως, και οι δυό, με ζήλο σε πολλές δραστηριότητες για τη βελτίωση των οικονομικών τους μέσων. Πρωταρχική ασχολία του εφεσείοντα ήταν η διδασκαλία σε σχολεία μέσης παιδείας. Παράλληλα, συμμετείχε σε επι[*184]χειρήσεις, μόνος ή με τη σύζυγό του ή συγγενικά του πρόσωπα, τον πατέρα και τον αδελφό του. Η εφεσίβλητη, εκτός από τις οικιακές ασχολίες και τη μέριμνα των παιδιών εργάστηκε, κατά καιρούς, ως καθηγήτρια δακτυλογραφίας και ως ράπτρια. Κυρίως, όμως, επιδόθηκε σε επιχειρηματικές δραστηριότητες είτε με το σύζυγο ή μόνη της με την ενίσχυσή του στην εξασφάλιση τραπεζικών διευκολύνσεων. Εργάστηκε κατά περιόδους ως ιδιοκτήτης και διαχειρίστρια καταστήματος, ως παραγγελιαδόχος και ως εισαγωγέας.  Για μεγάλο χρονικό διάστημα μετείχε στην οργάνωση και λειτουργία φροντιστηρίου μαζί με το σύζυγό της.

Προκύπτει, από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η εφεσίβλητη συνεισέφερε τόσο άμεσα, όσο και έμμεσα, στην απόκτηση της περιουσίας του συζύγου της. Άμεσα, με τη συνεισφορά μέρους του εισοδήματός της στο οικογενειακό ταμείο και έμμεσα με την προσφορά των υπηρεσιών της στην οικογενειακή εστία και τη μέριμνα και φροντίδα των παιδιών. Το Δικαστήριο απέρριψε ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι και ο ίδιος μετείχε στις οικιακές εργασίες και φροντίδα των παιδιών.

Εκτός από τη γενική διαπίστωση ότι με τον προαναφερθέντα τρόπο η εφεσίβλητη συνέβαλε στην απόκτηση της περιουσίας του συζύγου της, δεν υπάρχει εύρημα το οποίο να καταδεικνύει το ύψος και την έκταση της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του. Ο σύζυγος όντως απέκτησε σημαντική ακίνητη ιδιοκτησία μεγάλο μέρος της οποίας προήλθε από δωρεές του πατέρα του.

Ορθά διαπιστώνεται στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η αγωγή βασίζεται στις πρόνοιες του άρθρου 14 του νόμου. Πρόκειται, για αυτοτελή νομοθετική διάταξη η οποία ρυθμίζει εξαντλητικά τα της συμμετοχής εκάτερου των συζύγων στην αύξηση, μετά το γάμο, της περιουσίας του άλλου και τις προϋποθέσεις για την απόκτηση μεριδίου σ’ αυτή.  Παρά την αυτοτέλεια του άρθρου 14 και τη σαφήνεια των προνοιών του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέβη σε εκτεταμένη αναφορά στην Αγγλική νομολογία και στις νομοθετικές διατάξεις χωρίς να εξηγούνται οι λόγοι για την ανάληψη αυτού του εγχειρήματος.  Το μόνο που αναφέρεται, εισαγωγικά, είναι το ακόλουθο:

“Επειδή από ότι γνωρίζουμε η παρούσα υπόθεση είναι από τις πρώτες του είδους της που παρουσιάζονται ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων μετά την ψήφιση του Νόμου 232/91, κρίνουμε σκόπιμο να προβούμε σε μια σύντομη αναφορά στην πρόσφατη Αγγλική νομολογία που μπορεί να απο[*185]βεί χρήσιμη στην εξέταση των επίδικων θεμάτων.”

Γιατί μπορεί να είναι βοηθητική η αναφορά στην Αγγλική νομολογία δεν εξηγείται. Απλή αντιπαραβολή του άρθρου 14 με τις αρχές της επιείκειας, που αποτέλεσαν τη βάση για την επίλυση ανάλογων ζητημάτων στο Αγγλικό δίκαιο, αποκαλύπτει ριζικές διαφορές μεταξύ των δύο.

Τα Αγγλικά Δικαστήρια αναγνώρισαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα στο σύζυγο σε μερίδιο στην οικογενειακή κατοικία η οποία ήταν εγγεγραμμένη στον έτερο των συζύγων. Εφόσον συνέτρεχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης καθίστατο εμπιστευματοδόχος, του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου συζύγου, με αντίστοιχη υποχρέωση να μεταβιβάσει, το αναλογούν σ’ αυτό μερίδιο. Το Δικαστήριο επιστράτευσε μια αρχή και ένα θεσμό του Δικαίου της Επιείκειας, για τη λύση οικογενειακών περιουσιακών διαφορών, αυτής της φύσης. Την αρχή του δικαιϊκού κωλύματος, (equitable estoppel) που έχει ως λόγο τον αποκλεισμό επονείδιστης συμπεριφοράς στις συναλλαγές, και το θεσμό των εμπιστευμάτων (καταπιστευμάτων - trusts) που παρέχει ευχέρεια για τη δέσμευση, του κατά νόμο ιδιοκτήτη περιουσίας, να αποδώσει το σύνολο ή μέρος της σε τρίτον, εφόσον δεσμεύτηκε κατά συνείδηση να το πράξει. Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν τη βάση για τη διεκδίκηση περιουσιακών δικαιωμάτων σε δύο κυρίως τομείς, στην οικογενειακή κατοικία και σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Οι ίδιες αρχές τυγχάνουν εφαρμογής και μεταξύ προσώπων τα οποία συμβιώνουν ως ανδρόγυνο.

Οι αρχές της επιείκειας αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Κυπριακού δικαίου βάσει του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60). Με βάση το ίδιο δικαιϊκό βάθρο έτυχαν εφαρμογής και στην Κύπρο οι σχετικές αρχές της επιείκειας όπως διατυπώνονται στην Αγγλική νομολογία. (Βλ. Miltiadous v. Miltiadous (1982) 1 C.L.R. 797).

Στην Pettit v. Pettit [1970] A.C. 777 και στην Gissing v. Gissing [1971] A.C. 886 τον επόμενο χρόνο, αποκρυσταλλώθηκαν οι προϋποθέσεις για την απόκτηση μεριδίου, από σύζυγο στην οικογενειακή κατοικία και άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ήσαν εγγεγραμμένα στον άλλο σύζυγο. Η πρώτη, είναι η ύπαρξη ρητής ή εξυπακουόμενης συμφωνίας, κατά το χρόνο κτήσης της, για την από κοινού ιδιοκτησία της περιουσίας. Η δεύτερη, αφορά το μερίδιο εκάστου, το οποίο εξισούται με τη συνεισφορά στην απόκτηση του [*186]ακινήτου ή του περιουσιακού στοιχείου. Ο διαμοιρασμός, ήταν πάντα ανάλογος με τη συνεισφορά με την εξής επιφύλαξη· εφόσον η συνεισφορά ήταν ουσιαστική και δεν υπήρχε ακριβής μαρτυρία, η οποία να αποκαλύπτει το ύψος της, ήταν παραδεκτή η επίκληση του αξιώματος της επιείκειας “ισότης συνιστά δικαιοσύνη” (equality is equity) για τον καθορισμό του μεριδίου. Όπως εξηγείται στις Αγγλικές αποφάσεις επίκληση του αξιώματος αυτού αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο και όχι την κατά κανόνα επιλογή του Δικαστηρίου. Μόνο εφόσο η μαρτυρία είναι θετική, ως προς το ουσιώδες της συνεισφοράς, και ατελέσφορη ως προς το μέγεθός της, μπορεί να δικαιολογηθεί η επίκληση του αξιώματος. (Βλ. Fribance v. Fribance [1957] 1 All E.R. 357, Grant v. Edwards [1986] 1 All E.R. 426, Hargave v. Newton [1971] 3 All E.R. 866, In Re Cummings (Deseased) [1971] 3 All E.R. 782, Falconer v. Falconer [1970] 1 W.L.R. 1333).

Οποτεδήποτε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις, που διαγράφονται πιο πάνω, μπορούσε να αποδοθεί μερίδιο, σε περιουσία εγγεγραμμένη στο ένα από τα δύο μέρη, στο άλλο όπως τονίστηκε εμφαντικά στην Πένταυκας v. Πένταυκα (1991) 1 Α.Α.Δ. 547. (Βλ. επίσης Κωνσταντίνου v. Δημοσθένους (1992) 1 Α.Α.Δ. 621).

Το άρθρο 14 του νόμου δεν αποτελεί κωδικοποίηση των αρχών του Δικαίου της Επιείκειας στον υπό εξέταση τομέα. Αντίθετα, οι κανόνες που θεσμοθετεί διαφέρουν ουσιωδώς από τις αντίστοιχες του Αγγλικού δικαίου και παράλληλα ρυθμίζουν εξαντλητικά την κατανομή περιουσιακών στοιχείων στην απόκτηση των οποίων συνεισέφεραν και οι δύο σύζυγοι. Το άρθρο 14 προβλέπει:

“14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αφότου τελέσθηκε ο γάμος αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

[*187](α)   Από δωρεά, κληρονομία, κληροδοσία ή άλλη χαριστική αιτία.

(β)  με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.”

Παρά τη συνάφεια μεταξύ των σκοπών που προάγουν το άρθρο 14 και οι αντίστοιχες αρχές του Αγγλικού δικαίου, το περιεχόμενό τους διαφέρει καθώς και οι παραμέτροι που οριοθετούν την εφαρμογή τους. Είναι πρόδηλο ότι το άρθρο 14 καθιδρύει αυτοτελή και περιεκτικό κώδικα, για το μερισμό της αύξησης της περιουσίας εκατέρου των συζύγων, σε βαθμό που να μην αφήνει πεδίο για συμπλήρωση ή επικουρική εφαρμογή, στον τομέα αυτό, των αρχών του Αγγλικού δικαίου.

Οι διαφορές μεταξύ των προνοιών του άρθρου 14 και του προϊσχύοντος της θεσμοθέτησης των αρχών του Κυπριακού δικαίου στο επίμαχο ζήτημα επισημαίνονται πιο κάτω:

(α)       Ενώ κατά το Δίκαιο της Επιείκειας κριτήριο για την απόκτηση μεριδίου αποτελεί η ύπαρξη συμφωνίας, ρητής ή εξυπακουόμενης, σύμφωνα με το άρθρο 14, η απόκτηση συναρτάται με τη συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας του ετέρου των συζύγων ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συμφωνία.  Το κριτήριο για την απόκτηση μεριδίου είναι αντικειμενικό, εκείνο της συνεισφοράς.

(β)       Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, όπως στο Αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ’ εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο. Επομένως, αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωσή της.

(γ)        Η συνεισφορά αποτελεί, βάσει του άρθρου 14, όπως και στο Αγγλικό δίκαιο το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη.  Αντίθετα όμως, από το Αγγλικό δίκαιο, εφόσον δεν αποκαλύπτεται με τρόπο θετικό το ύψος της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, καθιερώνεται τεκμήριο για την έκτασή της ίσο με το ένα τρίτο. Το τεκμήριο αυτό εκτοπίζει την εφαρμογή του αξιώματος της επιείκειας equality is equity.

[*188]Η άλλη σημαντική πτυχή του άρθρου 14 είναι η εξαίρεση, η οποία θεσμοθετείται από το αντικείμενο της διανομής, με τις πρόνοιες του άρθρου 14(3)(α) και (β). Εξαιρείται από την αύξηση το μέρος που αντανακλά τον πλουτισμό του ιδιοκτήτη σύζυγου από δωρεές και τη διάθεσή τους.

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν επισήμανε την αλλαγή που επέφερε το άρθρο 14 αλλά και προσέγγισε τη λύση των επίδικων θεμάτων με βάση τις αρχές του προϋπάρχοντος νομικού καθεστώτος. Στη διαπίστωση μάλιστα των σχετικών αρχών του Αγγλικού δικαίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λειτούργησε κάτω από ένα σημαντικό σφάλμα· ότι επενεργεί κανόνας εθελοντικής συνεισφοράς για ποσά τα οποία επενδύονται από τον ίδιο τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη στην απόκτηση περιουσίας υπέρ του ετέρου των συζύγων. Ο κανόνας αυτός εξάγεται, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την πρωτόδικη Αγγλική απόφαση στη Hammond v. Mitchell [1992] 2 All E.R. 109.  Τέτοια αρχή δεν προκύπτει από την Hammond ούτε θα ήταν δυνατό να συνυπάρχει με τις αρχές του Αγγλικού δικαίου, όπως αναγνωρίστηκαν από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, στην Pettit και Gissing. Η ύπαρξη τέτοιας αρχής θα αποτελούσε αντινομία στο θεμέλιο που τέθηκε, από την Αγγλική νομολογία, για την απόκτηση μεριδίου στην περιουσία του ετέρου των συζύγων. Το μερίδιο και η έκτασή του συναρτώνται άμεσα από τη συνεισφορά του μη ιδιοκτήτη συζύγου στην απόκτηση του περιουσιακού στοιχείου από τον άλλο σύζυγο.

Η εσφαλμένη καθοδήγηση, κάτω από την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το αίτημα της εφεσίβλητης, πλήττει το θεμέλιο της απόφασης και την καθιστά τρωτή σε κάθε της σημείο.

Με την έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με την απόδοση μεριδίου σε ακίνητη και κινητή περιουσία του εφεσείοντα σε σχέση με τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία:

(α)       Οικογενειακή κατοικία αξίας £90.000.

(β)       Ποσό £23.200 το οποίο απέφερε η πώληση δύο διαμερισμάτων στην πολυκατοικία Fereos Court. Τα διαμερίσματα αγοράστηκαν και πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου. Το προϊόν της πώλησης δεν αποτελούσε μέρος της κινητής περιουσίας του εφεσείοντα κατά το χρόνο που διαρρήχθηκαν οι σχέσεις του ζεύγους ή κατά το χρόνο της αγωγής.

[*189](γ)         Κτήμα (χωράφι) στο χωριό Μονή αξίας £4.750.

(δ)       Οικόπεδο στη Γερμασόγεια.

(ε) Έπιπλα και σκεύη αξίας £550.

Αίτημα της εφεσίβλητης για την απόδοση σ’ αυτή μεριδίου και σε άλλα ακίνητα του εφεσείοντα απορρίφθηκε ως ανεδαφικό. Η περιουσία είχε δωρηθεί στον εφεσείοντα. Αυτό το μέρος της απόφασης δεν αμφισβητείται και δεν ασκήθηκε αντέφεση.  Επομένως, το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας περιορίζεται στα θέματα που εγείρονται από την έφεση και συναφώς στα περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουμε προσδιορίσει.

Ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την αξίωση της εφεσίβλητης, για την απόδοση σ’ αυτή μεριδίου στην οικογενειακή κατοικία, αποκαλύπτει την έκταση του σφάλματος από το οποίο διαπνέεται η απόφαση.

Το οικόπεδο στο οποίο οικοδομήθηκε η κατοικία και η ανέγερση του κτιρίου κτήθηκαν μετά το γάμο. Επομένως, το κτίριο θα μπορούσε, εκ πρώτης, όψεως να θεωρηθεί ως αύξηση της περιουσίας του συζύγου. Η αύξηση της περιουσίας είναι στοιχείο σχετικό. Συναρτάται, αφενός, με την αξία της περιουσίας και αφετέρου, με τις οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη. Το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας, όχι αυτή τούτη η περιουσία. Βέβαια, στο βαθμό που η αύξηση συσχετίζεται με συγκεκριμένο ακίνητο, και ο έτερος των συζύγων δικαιούται μεριδίου στην αύξηση, μπορεί να διαταχθεί η εγγραφή του ως ιδιοκτήτη για το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο (ποσοστό) ιδιοκτησίας.

Το πρώτο που πρέπει να τυγχάνει εξακρίβωσης είναι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου ώστε να διαπιστωθεί το αντικείμενο του πιθανού διαμοιρασμού. Εξαιρείται από τη διανομή και δεν προσμετρά ως αύξηση περιουσία η οποία δωρίζεται σε σύζυγο καθώς και το προϊόν της διάθεσής της. Το δεύτερο θέμα που εξετάζεται είναι κατά πόσο ο έτερος των συζύγων συνεισέφερε στην αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, και το τρίτο, ο καθορισμός του ύψους της συνεισφοράς.  Εάν η μαρτυρία δεν είναι καταληκτική, ως προς την έκταση της συνεισφοράς, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του νόμου. Στην απόφαση του Δικαστηρίου τα θέματα συμπλέκονται, το ισχύον δίκαιο - άρθρο 14 του νόμου - συσκοτίζεται λόγω της συσχέτισής του με τις αρχές του Αγγλικού δικαίου και τελικά παραγνωρίζεται ως ο οδη[*190]γός για την επίλυση των περιουσιακών διαφορών που αναφύονται στο πλαίσιο του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως αύξηση υποκείμενη σε μερισμό το σύνολο της αξίας της κατοικίας, το ποσό των £90.000, και μάλιστα διέταξε την ίση κατανομή της ιδιοκτησίας μεταξύ του ζεύγους. Παραγνώρισε ότι μεγάλο μέρος της “αύξησης” προήλθε από δωρεές προς τον εφεσείοντα από τον πατέρα του συγκεκριμένα, το ισόποσο της αξίας του οικοπέδου στο οποίο οικοδομήθηκε η κατοικία - £24.440 και το ποσό των £22.000 το οποίο επενδύθηκε στην οικοδομή το οποίο προέκυψε από τη διάθεση άλλων δύο οικοπέδων τα οποία επίσης είχε δωρήσει στον εφεσείοντα ο πατέρας του. Η θέση του Δικαστηρίου, ότι η επένδυση του ποσού αυτού αποτελούσε “εθελοντική συνεισφορά” του ενός υπέρ και των δύο συζύγων, δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία ούτε ευρίσκει, όπως είχουμε αναφέρει, έρεισμα σε οποιαδήποτε αρχή δικαίου.  Και οριστικά δεν δικαιολογείται από το άρθρο 14 του νόμου.

Το μέρος της αξίας της κατοικίας που αντιπροσώπευε την αξία του οικοπέδου, κατά τον κρίσιμο χρόνο του χωρισμού και μετά, £24.440, καθώς και εκείνο που αντανακλούσε την επένδυση του ποσού των £22.000 δεν αποτελούσε αντικείμενο διαμοιρασμού. Συνιστούσε αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα η οποία προήλθε ή προέκυψε από δωρεές. Έπρεπε να αφαιρεθεί από το ποσό των £90.000, γεγονός που θα περιόριζε την “αύξηση” σε £43.560. Το ποσό αυτό και πάλι δεν θα μπορούσε, χωρίς άλλο, να θεωρηθεί ως αύξηση της περιουσίας για τους σκοπούς του άρθρου 14. Η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός, και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου. Για τη χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης της κατοικίας ο εφεσείων συνήψε από συνεργατικά ιδρύματα δύο δάνεια ύψους £30.000.  Μόνο μετά από αφαίρεση του υπολοίπου αυτού του χρέους θα μπορούσε να προσδιοριστεί η αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, στην οποία η εφεσίβλητη θα εδικαιούτο σε μερίδιο, σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου.

Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε την αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, που προέκυψε από την κτήση της κατοικίας, ούτε έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια για τον καθορισμό της συνεισφοράς της εφεσίβλητης για την απόκτησή της. Εκτός από τη γενική διαπίστωση, ότι η εφεσίβλη[*191]τη συνέβαλε με τη συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσείοντα, καμιά προσπάθεια δεν έγινε, στην απόφαση, για τον καθορισμό της συνεισφοράς της στην αύξηση. Αν η μαρτυρία κρινόταν μη συμπερασματική, ως προς το ύψος της συνεισφοράς, τότε έπρεπε να ισχύσει το τεκμήριο που θέτει το άρθρο 14(2) του νόμου και όχι η αρχή της επιείκειας equality is equity.

Τα ίδια σφάλματα καθιστούν τρωτή και την απόφαση του Δικαστηρίου σε σχέση με την αύξηση που σημειώθηκε, στην περιουσία του εφεσείοντα, ως αποτέλεσμα της αγοραπωλησίας δύο διαμερισμάτων στο Fereos Court, και τη συνεισφορά της εφεσίβλητης. Τα δύο διαμερίσματα αγοράστηκαν το 1984 (20.3.1984 και 31.8.1984) για το ποσό των £20.000 και πωλήθηκαν το ένα το 1985 και το άλλο το 1989 για το συνολικό ποσό των £23.200.  Εκ πρώτης όψεως, το ύψος της αύξησης της περιουσίας που προέκυψε εξισούται με το κέρδος που αποκομίστηκε από την αγοραπωλησία. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί η συνεισφορά των διαδίκων στην καταβολή δόσεων για την αποπληρωμή του τιμήματος από τα εισοδήματα του φροντιστηρίου. Όπως και στην περίπτωση της κατοικίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε την αρχική δαπάνη (προκαταβολή) που κατέβαλε ο εφεσείων, για την απόκτηση των διαμερισμάτων, £10.000 ως “εθελοντική συνεισφορά” του στο κοινό ταμείο.  Τα χρήματα προήλθαν από (α) £7.000 από την πώληση οικοπέδου που προφανώς είχε δωρήσει στον εφεσείοντα ο πατέρας του και (β) £3.000 δάνειο του εφεσείοντα από τον πατέρα του.  Τα ποσά αυτά έπρεπε να αφαιρεθούν από το αντικείμενο του διαμοιρασμού.

Ο εσφαλμένος προσδιορισμός του αντικειμένου της αύξησης, η απουσία ευρημάτων για τη συνεισφορά της εφεσίβλητης καθώς και η παραγνώριση του τεκμηρίου που θέτει το άρθρο 14(2) καθιστούν τρωτή την απόφαση του Δικαστηρίου και ως προς τα άλλα περιουσιακά στοιχεία του εφεσείοντα, ακίνητα και κινητά, που αποτελούν το αντικείμενο της έφεσης.

Καθίσταται αναπόφευκτος ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. Το κενό το οποίο αφήνεται δεν παρέχει περιθώριο για την επίλυση των επιδίκων θεμάτων που θέτει η αγωγή. πάντα σε σχέση με την περιουσία στην οποία αναφέρεται η έφεση.  Για την υπόλοιπη περιουσία του εφεσείοντα δεν αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτή προήλθε από δωρεές και συνεπώς δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο κατανομής βάσει του άρθρου 14.

[*192]Επομένως, η διαταγή για την επανεκδίκαση της αγωγής περιορίζεται στο μέρος που αφορά την περιουσία στην οποία έχουμε αναφερθεί πιο πάνω.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση, στο βαθμό που αναφέραμε πιο πάνω, παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση ως ανωτέρω.

Αναμένεται ότι η αγωγή θα επανεκδικαστεί το συντομότερο δυνατό.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο