New Orchidea Fashion Ltd. ν. Eργοληπτικής Eταιρείας Bαρνάβας Xατζηκυπριανού Λτδ. (1998) 1 ΑΑΔ 202

(1998) 1 ΑΑΔ 202

[*202]30 Ιανουαρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

NEW ORCHIDEA FASHION LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ Χ”ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9541)

 

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση —  Ποίες οι προϋποθέσεις για έκδοσή της.

Πολιτική Δικονομία — Συνοπτική απόφαση — Εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή.

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για συνοπτική απόφαση — Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση — Τα γεγονότα που περιέχει πρέπει να είναι στην προσωπική γνώση του ομνύοντα ο οποίος θα κληθεί να δώσει τη σχετική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου — Αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων της Δ.18, θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για συνοπτική απόφαση — Η ένορκη δήλωση  να καταχωρείται με την καταχώρηση της αίτησης — Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48, θ.2.

Οι εφεσίβλητοι είναι εργοληπτική εταιρεία η οποία ανέλαβε δυνάμει γραπτής συμφωνίας εργολαβικά την οικοδόμηση του εργοστασίου των εφεσειόντων αντί του συνολικού ποσού των ΛΚ39.000.

Οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα πληρωμής, δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας, από τους εφεσείοντες, των εκάστοτε εκδιδόμενων πιστοποιητικών πληρωμής από τον επιβλέποντα μηχανικό εντός 15 ημερών από την έκδοσή τους και παρουσίασή τους στους εφεσείοντες για πληρωμή.

Οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία, ισχυριζόμενοι ότι οι [*203]εφεσείοντες παρέλειψαν να πληρώσουν τα ποσά των πιστοποιητικών 2, 3 και 4 και με αγωγή τους αξιούσαν το ποσό των ΛΚ34.059. Εξασφάλισαν συνοπτική απόφαση για το ποσό των ΛΚ21.976, που καλύπτει δύο από τα πιστοποιητικά καθώς επίσης και το ποσό των κρατήσεων, ενώ δόθηκε άδεια στους εφεσείοντες να καταχωρήσουν υπεράσπιση αναφορικά με το ποσό ενός πιστοποιητικού, το ποσό της διαφοράς που προκύπτει από την αναθεώρηση των τιμών των υλικών και εργατικών καθώς επίσης και για την αξίωση των εφεσιβλήτων για αποζημιώσεις και τόκους.

Οι εφεσείοντες, τόσο στην ένστασή τους όσο και στην έφεση, αμφισβήτησαν την ορθότητα των πιστοποιητικών και ισχυρίστηκαν ότι δεν παρέχονται σ’ αυτά οι αναγκαίες λεπτομέρειες για να μπορούν να ελέγξουν την ορθότητά τους. Επίσης ισχυρίστηκαν δόλο και συμπαιγνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και του αρχιτέκτονα τους, με σκοπό την απόσπαση μεγαλύτερων ποσών από αυτά που δικαιούντο οι εφεσίβλητοι.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να δώσει άδεια για υπεράσπιση και επί των ποσών των πιστοποιητικών για τα οποία εκδόθηκε συνοπτική απόφαση και επί του ποσού των κρατήσεων για να εξακριβωθεί η αριθμητική ορθότητα των αναφερομένων στα σχετικά πιστοποιητικά ποσών, σε αντιπαράθεση με τα συμφωνηθέντα και με τη μαρτυρία που δόθηκε. Πέραν αυτού υπήρχε και ο ισχυρισμός για δόλο και συμπαιγνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και του αρχιτέκτονα των εφεσειόντων που υποστηρίχθηκε με την εκτίμηση του άλλου αρχιτέκτονα. Επίσης η αξίωση των εφεσιβλήτων που βασίστηκε στα προσωρινά πιστοποιητικά που επισυνάφθηκαν στην ένορκή τους δήλωση, δεν αποδείχθηκε ότι ήσαν στην προσωπική γνώση του ομνύοντα, αφού ο αρχιτέκτονας που τα εξέδωσε δεν ήταν ο ομνύων και δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία, κατά παράβαση της προϋπόθεσης που θέτει η Δ.18.

2.  Οι εφεσείοντες δικαιούνται να αμφισβητήσουν με την υπεράσπισή τους την αξίωση των εφεσιβλήτων και δε δεσμεύονται για τα θέματα που προβάλλουν σαν υπεράσπιση να προβούν σε διαιτησία.

3.  Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, θα έπρεπε να καταχωρηθεί πριν από την καταχώρηση της αίτησης δεν ευσταθεί, εν όψει της Δ.48, θ.2 των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας.

[*204]Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782,

C.Y.E.M.S. Co. Ltd. v. Central Co-operative Industries Co. Ltd. (1982) 1 C.L.R. 897.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους εναντίον της συνοπτικής απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Eρωτοκρίτου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 2890/93) με την οποία επιδικάσθηκε το ποσό των £21.976 ως υπόλοιπο οφειλόμενο για εκτελεσθείσες οικοδομικές εργασίες από τους ενάγοντες.

Στ. Παύλου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Ηλιάδης και Λ. Αστραίου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Χρυσοστομής.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της συνοπτικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των £21.976, με βάση τις πρόνοιες της Δ.18 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας.

Οι εφεσίβλητοι είναι εργοληπτική εταιρεία η οποία κατόπιν γραπτής συμφωνίας ημερ. 22.5.92, ανάλαβε εργολαβικά την οικοδόμηση του εργοστασίου των εφεσειόντων αντί του συνολικού ποσού των £39.000.-.

Με βάση τον όρο 31 της έγγραφης συμφωνίας, οι εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα πληρωμής από τους εφεσείοντες των εκάστοτε εκδιδομένων πιστοποιητικών πληρωμής από τον επιβλέποντα Μηχανικό μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την έκδοση τους και παρουσίαση τους στους εφεσείοντες για πληρωμή.

Είναι ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες πα[*205]ράλειψαν να πληρώσουν τα ποσά των Πιστοποιητικών 2, 3 και 4 και σαν αποτέλεσμα, στις 5.3.93, με συστημένη επιστολή τους προς αυτούς, τερμάτισαν την έγγραφη συμφωνία τους.

Οι εφεσίβλητοι με την αγωγή τους αξιούσαν, εκτός από τόκους και αποζημιώσεις και το ποσό των £34.059,00σ. το οποίο αναλύεται ως ακολούθως:-

 

(α)       Ποσό προς πληρωμή σύμφωνα με το πιστοποιητικό

     αρ. 2 συμπεριλαμβανομένου και Φ.Π.Α.          £12.248,25

(β)       Ποσό προς πληρωμή σύμφωνα με το πιστοποιητικό

     αρ. 3           £14.289,00

(γ)        Ποσό προς πληρωμή σύμφωνα με το πιστοποιητικό

     αρ. 4           £ 2.596,00

(δ)       Διαφορά από αναθεώρηση της τιμής των υλικών και

     των εργατικών      £    418,00

(ε) Ποσό κρατήσεων £ 5.091,00

£34.642,25

Ας σημειωθεί ότι το συνολικό αυτό ποσό είναι μεγαλύτερο από το αξιούμενο στην αγωγή.

Η απόφαση που εκδόθηκε για το ποσό των £21.976.- καλύπτει, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, τα ποσά των πιστοποιητικών αρ. 3 και 4, καθώς επίσης και το ποσό των κρατήσεων, ενώ δόθηκε άδεια στους εφεσείοντες να καταχωρήσουν υπεράσπιση όσον αφορά το ποσό του πιστοποιητικού αρ. 2, το ποσό της διαφοράς που προκύπτει από την αναθεώρηση των τιμών των υλικών και εργατικών καθώς επίσης και για την αξίωση για αποζημιώσεις και τόκους.

Οι εφεσείοντες με την ένσταση τους και ενώπιόν μας, αμφισβήτησαν την ορθότητα των πιστοποιητικών και παραπονέθηκαν ότι δεν δίδονται σ’αυτά οι αναγκαίες λεπτομέρειες για να μπορούν να ελέγξουν την ορθότητα τους. Ακόμα ισχυρίσθηκαν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε σε μαθηματικό λάθος γιατί πρόσθεσε τα διάφορα ποσά που φαίνονται στα πιστοποιητικά ως εκτελεσθείσα εργασία, ενώ το Πιστοποιητικό 4 περιλάμβανε εξ ολοκλήρου όλα τα προηγούμενα.

[*206]Πέραν αυτών οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν δόλο και συμπαιγνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και του αρχιτέκτονα τους με σκοπό την  απόσπαση μεγαλυτέρων ποσών από αυτά που εδικαιούντο οι εφεσίβλητοι.  Προς τούτο επισύναψαν στην ένσταση τους ένορκη δήλωση-εκτίμηση από άλλο αρχιτέκτονα που υπολόγισε την εκτελεσθείσα εργασία σε £15.454.-, ενώ οι εφεσίβλητοι την υπολόγισαν πάνω από £40.000.-.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία των εφεσειόντων αόριστη και ασαφή για να θεμελιώσει το αναγκαίο υπόβαθρο από το οποίο θα μπορούσε να αντλήσει τα αναγκαία συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη ή όχι καλής υπεράσπισης.  Και τούτο γιατί σύμφωνα με την μεταξύ των μερών συμφωνία, τα ποσά που αναφέρονται ως οφειλόμενα στα πιστοποιητικά αυτά, μπορούσαν να αξιωθούν με αγωγή από τους εφεσίβλητους, για να εξασφαλισθεί η ροή χρημάτων προς αυτούς για περάτωση του έργου και αναφέρθηκε στο νομικό καθεστώς που τα διέπει. Ακολούθως ανάφερε ότι οι εφεσείοντες δεν τα αμφισβήτησαν, ούτε και προέβησαν σε διακανονισμό της διαφοράς σύμφωνα με το άρθρο 36.02 της μεταξύ τους συμφωνίας και σχολίασε ακόμα ότι η προαναφερθείσα εκτίμηση άλλου αρχιτέκτονα έγινε 6 μήνες μετά την έγερση της αγωγής και 10 μήνες τουλάχιστον μετά την έκδοση του τελευταίου Πιστοποιητικού.

Είναι γεγονός πως ο σκοπός έκδοσης των ενδιάμεσων Πιστοποιητικών, όπως ήταν αυτά που εκδόθηκαν, είναι η εξασφάλιση ροής χρημάτων προς τον εργολάβο, προς το σκοπό συνέχισης του έργου, αλλά τα πιστοποιητικά αυτά αφορούν κατά προσέγγιση αξία και δεν εκλαμβάνονται σαν έγκριση της επιτελεσθείσας εργασίας. Τούτο προκύπτει από τους σχετικούς όρους της μεταξύ των μερών συμφωνίας που προνοούν για την έκδοση τελικών πιστοποιητικών και από τις νομικές αρχές που τα διέπουν (Βλ. Hudson’ s Building & Engineering Contract, 11th Edition, Vol. 1, σελ. 492 και Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, 4ος τόμος, σελ. 614, παρ. 1205, Interim Certificates in General). Πέραν αυτών όμως, το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του πως η μεταξύ των μερών συμφωνία τερματίστηκε και πως υπό τις περιστάσεις, οι εφεσείοντες δικαιολογημένα ήθελαν να γνωρίζουν με σαφήνεια και με περισσότερες ίσως λεπτομέρειες το οφειλόμενο από αυτούς ποσό, για το οποίο τελικά δεν έτυχαν ικανοποιητικής εξήγησης. Προσπαθήσαμε και εμείς να ελέγξουμε την αριθμητική ορθότητα των αναφερομένων στα σχετικά πιστοποιητικά ποσών σε αντιπαράθεση με τα συμφωνηθέντα και με τη μαρτυρία που δόθηκε και δεν μπορέσαμε να την εξακριβώ[*207]σουμε. Υπό τις περιστάσεις και γι’ αυτό το λόγο και μόνο, έπρεπε να δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο άδεια για υπεράσπιση και επί των ποσών των πιστοποιητικών 3 και 4 και επί του ποσού των κρατήσεων, και τούτο γιατί ευρίσκουμε ότι υπάρχει εύλογη αιτία για έρευνα προς εξακρίβωση του οφειλομένου ποσού (βλ. αποφάσεις που αναφέρονται στις σελ. 265 και 269 του Annual Practice του 1958). Πέραν αυτού του λόγου, υπήρχε και ο ισχυρισμός για δόλο και συμπαιγνία μεταξύ των εφεσιβλήτων και του αρχιτέκτονα των εφεσειόντων που υποστηρίχθηκε με την εκτίμηση του άλλου αρχιτέκτονα. Ακόμα μπορεί να ειπωθεί πως η αξίωση των εφεσιβλήτων που βασίστηκε στα προσωρινά πιστοποιητικά που επισυνάφθηκαν στην ένορκη τους δήλωση, δεν απεδείχθη ότι ήσαν στην προσωπική γνώση του ομνύοντα, αφού ο αρχιτέκτονας που τα εξέδωσε δεν ήταν ο ομνύων και δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία. Επομένως, η προϋπόθεση αυτή που θέτει η Δ.18 δεν ικανοποιήθηκε (βλ. Δημητρίου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782.

Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ευρίσκουμε ότι υπάρχουν τα ως άνω επίδικα θέματα μεταξύ των διαδίκων τα οποία πρέπει να εκδικασθούν και έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να δώσει στους εφεσείοντες για αυτά τα θέματα το δικαίωμα να προβάλουν την υπεράσπισή τους. Δεν είναι αναμφίβολο ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν υπεράσπιση στην αγωγή για να δικαιολογείται η απόφασή του. (Βλ., μεταξύ άλλων, C.Y.E.M.S. Co. Ltd v. The Central Co-operative Co. Ltd (1982) 1 C.L.R. 897).

Ενόψει της κατάληξης αυτής, δεν κρίνουμε σκόπιμο να επεκταθούμε στους άλλους λόγους της έφεσης. Θα περιοριστούμε  μόνο να αναφέρουμε για το θέμα της διαιτησίας, πως οι εφεσείοντες δικαιούνται να αμφισβητήσουν με την υπεράσπισή τους, την αξίωση των εφεσιβλήτων μια και καταχωρήθηκε η αγωγή εναντίον τους και δεν δεσμεύονται για τα θέματα που προβάλλουν σαν υπεράσπιση να προβούν σε διαιτησία. Επίσης θα πρέπει να αναφερθεί πως η συμφωνία των διαδίκων τερματίστηκε και δεν εγείρεται θέμα συνέχισης των εργασιών έτσι που να δικαιολογείται η έναρξη διαιτησίας για λύση της διαφοράς, χωρίς να χρειασθεί η διακοπή του οικοδομικού έργου.

Τέλος όσον αφορά την εισήγηση των εφεσειόντων πως η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για συνοπτική απόφαση θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί πριν από την καταχώρηση της αίτησης, έχουμε τη γνώμη πως δεν ευσταθεί. Παρόλο που η δική μας Δ.18 είναι η ίδια με την αγγλική Δ.14, όπου στην Αγγλία καταχω[*208]ρείται πρώτα η Ένορκη Δήλωση, εντούτοις εκεί μετά την καταχώρηση της ένορκης δήλωσης εκδίδεται από το Πρωτοκολλητείο κλήση προς τον εναγόμενο, ενώ εδώ δεν προνοείται κάτι τέτοιο.  Τουναντίον, σύμφωνα με τη Δ.48, θ.2, θα πρέπει να καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης η οποία να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση. Οι πρόνοιες της Δ.48, θ.2 δεν υπάρχουν στην Αγγλία, γι’ αυτό εκεί ακολουθείται άλλη πρακτική.

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και παρέχεται άδεια χωρίς όρους στους εφεσείοντες να καταχωρήσουν την Υπεράσπισή τους και για τα ποσά των Πιστοποιητικών αρ. 3 και 4, καθώς επίσης και για το ποσό των κρατήσεων. Η υπεράσπιση να καταχωρηθεί εντός 21 ημερών.

Οι εφεσίβλητοι να πληρώσουν στους εφεσείοντες τα έξοδα της αίτησης για συνοπτική απόφαση τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο