Πελέτικο Πλάστερς Λτδ. ν. Γεώργιου Mουσκάλλη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 243

(1998) 1 ΑΑΔ 243

[*243]13 Φεβρουαρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΕΛΕΤΙΚΟ ΠΛΑΣΤΕΡΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΟΥΣΚΑΛΛΗ,

2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΡ. ΜΙΧΑΗΛ,

ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9356)

 

Αμέλεια — Εργατικό ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος του εργοδότη για παροχή στον εργοδοτούμενό του ασφαλούς χώρου, τρόπου και μέσων εργασίας με αποτέλεσμα ο τελευταίος να χάσει τη ζωή του κατά τη διάρκεια της εργασίας του — Συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τον εργοδότη — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις — Εργατικό θανατηφόρο ατύχημα — Έξοδα διαχείρισης — Επιδικάζονται ως φυσική απόρροια μιας ζημιάς που προκύπτει από το θάνατο του αποβιώσαντα για τον οποίο ευθύνη έχουν οι εναγόμενοι.

Τόκος — Εργατικό θανατηφόρο ατύχημα —  Η πρακτική που ακολουθείται είναι η επιδίκαση τόκου επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από την ημέρα επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος — Το Δικαστήριο έχει εξουσία, δυνάμει του Άρθρου 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, να επιδικάζει τόκο στις αποζημιώσεις για σωματική βλάβη ή θάνατο συνεπεία αστικού αδικήματος, από την ημέρα που δημιουργείται το αγώγιμο δικαίωμα.

Ο αποβιώσας έχασε τη ζωή του σε ατύχημα κατά τη διάρκεια της εργασίας του ως υπάλληλος των εφεσειόντων, οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες εργοστασίου που κατασκευάζει οικοδομικά υλικά. Η δουλειά που έκανε ο αποβιώσας ήταν να σπάζει ή να μετακινεί τις πέ[*244]τρες που απόφρασσαν το σπαστήρα που έλειωνε τα λατομικά υλικά χρησιμοποιώντας ένα σιδερολοστό - λιβέρι. Τη μοιραία στιγμή το λιβέρι που χρησιμοποιούσε πιάστηκε στους κιλύνδρους του σπαστήρα, με αποτέλεσμα το κορμί του να σπρωχθεί προς τα κάτω και να πέσει σ’ αυτούς.

Οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα, οι εφεσίβλητοι, αξίωσαν με την αγωγή τους αποζημιώσεις για το θάνατό του, βάσει των διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε, ειδικότερα με το Ν.156/85 και των διατάξεων του περί Διαχειρίσεως των Κληρονομιών Νόμου, Κεφ. 189 όπως τροποποιήθηκε με το Ν.157/85.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως οι εφεσείοντες ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι και επιδίκασε στη σύζυγο και στο παιδί του αποβιώσαντα αποζημιώσεις με τόκο 6% από την ημερομηνία που επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα, πλέον έξοδα κηδείας και έξοδα διαχείρισης.

Οι εφεσείοντες περιόρισαν την έφεσή τους σε 3 σημεία:

(α)   Θα έπρεπε να επιμεριστεί συντρέχουσα αμέλεια στο μακαρίτη.

(β)   Ο Ν. 156/85 δεν επιτρέπει την επιδίκαση ποσού για έξοδα διαχείρισης και,

(γ)   Εσφαλμένα διέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο την πληρωμή τόκου από την ημέρα της επίδοσης της αγωγής πάνω στο ποσό των αποζημιώσεων γιατί τούτο αντιπροσωπεύει μελλοντικές απώλειες εισοδήματος του αποβιώσαντα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Ο αποβιώσας εκτελούσε τα καθήκοντά του σε πλήρη συμμόρφωση με τις οδηγίες, τα μέσα και εργαλεία που του δόθησαν από τους εφεσείοντες, οι οποίοι μάλιστα προειδοποιήθηκαν επανειλημμένα για το συγκεκριμένο κίνδυνο.  Ο αποβιώσας είχε καθήκον προς τον εργοδότη του να εκτελεί την εργασία του και ο τελευταίος να παρέχει σε αυτόν ασφαλή χώρο, τρόπο και μέσα εργασίας. Ορθά κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες ήσαν αποκλειστικά υπεύθυνοι για το θάνατο του αποβιώσαντα.

2.  Το Άρθρο 58 του Ν. 156/85 δεν κωδικοποιεί εξαντλητικά τις αποζημιώσεις που επιδικάζονται σε περίπτωση θανάτου προ[*245]σώπου συνεπεία αστικού αδικήματος. Αντίθετα στο εδάφιο 15 διατηρείται ρητά η γνωστή αρχή του Κοινοδικαίου πως σε αγωγή αστικού αδικήματος επιδικάζονται αποζημιώσεις για την αποκατάσταση της ζημιάς που απορρέει φυσικά από τη διάπραξή του. Τα έξοδα διαχείρισης πάντοτε επιδικάζονταν ως φυσική απόρροια μιας ζημιάς που προκύπτει από το θάνατο του αποβιώσαντα για τον οποίο ευθύνη έχει ο εναγόμενος.

3.  Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τόκο πάνω στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία που επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα στους εφεσείοντες. Όταν καθοριστεί το ποσό των αποζημιώσεων, τούτο είναι πληρωτέο κατά την ημέρα του θανάτου του αποβιώσαντα. Ακολουθείται η πρακτική να επιδικάζονται από την ημέρα επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος, γιατί εκείνη την ημέρα θεωρείται πως οι διαχειριστές αποκρυσταλλώνουν την αξίωσή τους, την οποία και γνωστοποιούν στον εναγόμενο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Jefford a .ο. v. Gee [1970] 1 All E.R. 120.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Φωτίου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 9 Nοεμβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 4222/90) με την οποία επιδικάσθηκαν εναντίον τους αποζημιώσεις ύψους £32.640 με τόκο 6% από την ημερομηνία έκδοσης του κλητηρίου εντάλματος, πλέον £750 έξοδα κηδείας, £500 έξοδα διαχείρισης και £3.000 για bereavement, όταν κρίθηκαν αποκλειστικοί υπεύθυνοι για το θάνατο υπαλλήλου τους συνεπεία εργατικού ατυχήματος.

Α. Δράκος, για τους Εφεσείοντες-εναγομένους.

Α. Δημητρίου, για τους Εφεσιβλήτους-ενάγοντες.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο Άριστος Αριστείδου βρήκε τραγικό θάνατο στις 10.11.89 από ατύχημα κατά τη διάρκεια της εργασίας του ως υπάλληλος των εφεσειόντων. Οι συνθήκες του δυστυχήματος δεν αμφισβητούνται, τις περιγράφουμε αμέσως σε συντομία: Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες εργοστασίου που κατασκευάζει μονωτικό [*246]σουβά, διογκωμένο περλίτη και πεντονίτη. Το λατομικό υλικό μεταφερόταν από τον τόπο εξόρυξης του και χυνόταν σ’ ένα μεγάλο σιλό, απ’ όπου εκινείτο προς τον σπαστήρα για άλεσμα. Μετά τον σπαστήρα το υλικό προχωρούσε προς τον αποπετρωτήρα, για να διαχωριστεί το χώμα από τις πέτρες και να καταλήξει στους φούρνους. Η κίνηση της γραμμής που περιγράψαμε πιο πάνω γινόταν με ηλεκτρισμό. Ο σπαστήρας αποτελείτο, κατά το κύριο μέρος του, από δυο σιδερένιους κυλίνδρους με αυλακοειδή επιφάνεια. Οι κύλινδροι γύριζαν με αντίστροφη φορά ο ένας προς τον άλλο και με διαφορετική ταχύτητα, προφανώς για καλύτερο λιώσιμο του υλικού.  Συχνά, ο σπαστήρας αποφρασσόταν από μεγάλες πέτρες και βόλους με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί κανονικά, γι’ αυτό έπρεπε να μετακινηθούν ή να σμικρυνθούν. Αυτή τη δουλειά έκανε ο μακαρίτης, ο οποίος με ένα σιδερολοστό-λιβέρι, ενώ στεκόταν στην πλατφόρμα από όπου περνούσε ο ιμάντας, έσπαζε τους βόλους ή μετακινούσε τις πέτρες ώστε να συνεχίζει τη λειτουργία του ο σπαστήρας. Τη μοιραία στιγμή το λιβέρι που χρησιμοποιούσε πιάστηκε στους κυλίνδρους του σπαστήρα, με αποτέλεσμα το κορμί του να σπρωχθεί προς τα κάτω και να πέσει σ’ αυτούς, ενώ λειτουργούσαν, βρίσκοντας έτσι τραγικό θάνατο.

Οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα, οι εφεσίβλητοι, αξίωσαν με την αγωγή τους αποζημιώσεις για το θάνατο του Αριστείδου, βάσει των διατάξεων του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148, όπως τροποποιήθηκε ειδικώτερα με τον Ν.156/85 και του περί Διαχειρίσεως των Κληρονομιών Νόμο, Κεφ.189, που τροποποιήθηκε με τον Ν.157/85. Ισχυρίστηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο θάνατος του αποβιώσαντα οφειλόταν αποκλειστικά στην αμέλεια των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης που εκθέσαμε πιο πάνω, έκρινε πως οι εφεσείοντες ήσαν πράγματι αποκλειστικά υπεύθυνοι για το θάνατο του Αριστείδου και επεδίκασε στη σύζυγο και στο μοναδικό παιδί του αποζημιώσεις με τόκο 6% από 7.9.90, ημερομηνία που επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα, πλέον £750 έξοδα κηδείας και £500 έξοδα διαχείρισης.

Οι εφεσείοντες διαφωνούν πάνω σε 3 σημεία με την πρωτόδικη απόφαση, στα οποία και περιόρισαν την έφεσή τους.

Εισηγούνται πως:

(α) θα έπρεπε να επιμεριστεί κάποια συντρέχουσα αμέλεια στον μακαρίτη,

[*247](β) δεν επιτρέπει ο Ν.156/85 την επιδίκαση ποσού για έξοδα διαχείρισης και,

(γ)  εσφαλμένα διέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο την πληρωμή τόκου από την ημέρα της επίδοσης της αγωγής πάνω στο ποσό των αποζημιώσεων γιατί τούτο αντιπροσωπεύει μελλοντικές απώλειες εισοδήματος του αποβιώσαντα.

Τα πιο πάνω ζητήματα ηγέρθησαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστήριου, που τα συζητά σε έκταση στην απόφαση του.  Συμφωνούμε με την ετυμηγορία του. Θα επιληφθούμε των θεμάτων με τη σειρά που τα παραθέτουμε πιο πάνω.

(α)  Ρωτήσαμε το συνήγορο των εφεσειόντων, με ποιά λογική θα πρέπει να επιμεριστεί οποιαδήποτε ευθύνη στον αποβιώσαντα, ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το ατύχημα.  Μας απάντησε πως, εφόσον ο κίνδυνος ήταν ορατός όφειλε και ο ίδιος ο μακαρίτης να προσέχει μήπως του συμβεί κάτι. Δε συμφωνούμε. Ο αποβιώσας εκτελούσε τα καθήκοντα του σε πλήρη συμμόρφωση με τις οδηγίες, τα μέσα και εργαλεία που του δόθησαν από τους εφεσείοντες, οι οποίοι μάλιστα προειδοποιήθηκαν επανειλημμένα για το συγκεκριμένο κίνδυνο. Συναφώς, συνάδελφος του μακαρίτη, που εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα πριν απ’ αυτόν, παραπονέθηκε στο διευθυντή των εφεσειόντων όταν συνέβη και στον ίδιο να πιαστεί το λιβέρι που κρατούσε στο σπαστήρα,  ευτυχώς όμως κατόρθωσε να το αφήσει έγκαιρα και να μην τραβηχτεί προς τους κυλίνδρους. Έγινε επίσης εισήγηση στη διεύθυνση να σταματά η κίνηση σ’ εκείνη τη γραμμή του εργοστασίου, από ξεχωριστό διακόπτη, για να μπορεί ο εργάτης να σπάζει με ασφάλεια τις πέτρες και τους βόλους, αλλά οι εφεσείοντες έκριναν πως τούτο ήταν αντιοικονομικό γιατί θα καθυστερούσε η παραγωγή. Επιπλέον, διαπιστώθηκε πως ο σπαστήρας και η πλατφόρμα δεν διέθεταν προστατευτικό κάλυμμα ή άλλη συσκευή.

Ο αποβιώσας είχε καθήκον προς τον εργοδότη του να εκτελεί την εργασία του και ο τελευταίος να παρέχει σε αυτόν ασφαλή χώρο, τρόπο και μέσα εργασίας. Φρονούμε πως ορθά κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες ήσαν αποκλειστικά υπεύθυνοι για το θάνατο του Αριστείδου.

(β) Ο συνήγορος εισηγήθηκε πως ο Ν.156/85 καθορίζει τώρα τις αποζημιώσεις που επιδικάζονται σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου συνεπεία αστικού αδικήματος και δεν γίνεται σ’ αυτόν καμιά πρόνοια για έξοδα διαχείρισης, κάτι που αν ήθελε ο νομο[*248]θέτης να κάνει θα το πρόβλεπε ειδικά, όπως π.χ. τα έξοδα κηδείας στο εδάφιο 17 του άρθρου 58.

Συμφωνούμε με τη γνώμη που εξέφρασε ο πρωτόδικος δικαστής και επ’ αυτού του ζητήματος.  Το άρθρο 58 του Ν.156/85 δεν κωδικοποιεί εξαντλητικά τις αποζημιώσεις που επιδικάζονται σε περίπτωση θανάτου προσώπου συνεπεία αστικού αδικήματος. Αντίθετα, στο εδάφιο 15 διατηρείται ρητά η γνωστή αρχή του Κοινοδικαίου πως σε αγωγή αστικού αδικήματος επιδικάζονται αποζημιώσεις για την αποκατάσταση της ζημιάς που απορρέει φυσικά από τη διάπραξη του. Παρατηρούμε δε πως στο άρθρο τούτο δεν γίνεται καμιά μνεία για τις ειδικές αποζημιώσεις, οι οποίες και βεβαίως επιδικάζονται εφόσον αποδεικτούν. Ο Ν.156/85 τροποποίησε τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, ο οποίος, καθώς η νομολογία ορίζει δεν αποτελεί εξαντλητική κωδικοποίηση των αστικών αδικημάτων, που είναι τομέας του δικαίου όπου ισχύει το Αγγλικό Κοινοδίκαιο και που εφαρμόζουν τα Δικαστήρια μας σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. Τα έξοδα διαχείρισης πάντοτε επιδικάζονταν, ως φυσική απόρροια μιας ζημιάς που προκύπτει από το θάνατο του αποβιώσαντα για τον οποίο ευθύνη έχει ο εναγόμενος.

Θα δώσουμε κάποια εξήγηση στο ερώτημα του συνήγορου, γιατί γίνεται ειδική πρόνοια για τα έξοδα κηδείας στον Νόμο και όχι της διαχείρισης. Η μοναδική και καθολικά αποδεκτή αλήθεια που γνωρίζει ο άνθρωπος είναι ο θάνατος, ανεξάρτητα από τις διάφορες δοξασίες ως προς το τι συμβαίνει μετά απ’ αυτόν. Οι διαχειριστές, ή οι συγγενείς του θανόντος αναμένεται να καταβάλουν τα έξοδα της κηδείας του, που αναπόφευκτα θα γίνει στον κάθε άνθρωπο. Ο νομοθέτης όμως θέλει να καταβάλλονται και αυτά τα έξοδα, ως μια πρόσθετη επιβάρυνση στο εναγόμενο, που κρίνεται υπεύθυνος για τον απροσδόκητο θάνατο ανθρώπου. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα έξοδα διαχείρισης γιατί όταν πεθάνει κάποιος δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πως θα γίνει διαχείριση της περιουσίας του. Τούτο όμως καθίσταται στις πλείστες περιπτώσεις απαραίτητο όταν ο θάνατος επέρχεται συνεπεία αστικού αδικήματος, και το άρθρο 58.11 ορίζει πως: «η αγωγή εγείρεται από και στο όνομα του εκτελεστή ή του διαχειριστή του αποβιώσαντος».

(γ)  Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε τόκο πάνω στο ποσό των γενικών αποζημιώσεων από την ημερομηνία που επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα στους εφεσείοντες. Το Δικαστήριο ακολούθησε ευθυγραμμισμένη νομολογία, που αρχίζει με τη γνωστή υπόθεση Jefford and another v. Gee [1970] 1 All E.R. 120, την [*249]οποία υιοθετήσαμε. Είναι εσφαλμένη η συλλογιστική του συνήγορου, σύμφωνα με την οποία οι γενικές αποζημιώσεις που επιδικάζονται αφορούν σε μελλοντική απώλεια εισοδήματος του αποβιώσαντα. Αυτές επιδικάζονται και οφείλονται κατά την ημέρα του θανάτου του αποβιώσαντα. Είναι η μέθοδος και τρόπος υπολογισμού τους που γίνεται με αναφορά στα μελλοντικά εισοδήματα του αποβιώσαντα. Γι’ αυτό και χρησιμοποιείται ο συντελεστής που αντιπροσωπεύει τα μελλοντικά έτη αγοράς, στον καθορισμό του οποίου λαμβάνονται υπόψη οι θετικές και αρνητικές πιθανότητες όπως π.χ. ασθένεια, αιφνίδιος θάνατος, αύξηση εισοδήματος, επιτυχής σταδιοδρομία κ.λπ.. Όταν καθοριστεί το ποσό των αποζημιώσεων, τούτο είναι πληρωτέο κατά την ημέρα του θανάτου του αποβιώσαντα. Ακολουθείται η πρακτική να επιδικάζονται από την ημέρα επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος γιατί εκείνη την ημέρα θεωρείται πως οι διαχειριστές αποκρυσταλλώνουν την αξίωση τους, την οποία και γνωστοποιούν στον εναγόμενο. Μεταγενέστερα της νομολογίας εισήχθη στη νομοθεσία μας και το άρθρο 58Α στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να επιδικάζει τόκο στις αποζημιώσεις για σωματική βλάβη ή θάνατο συνεπεία αστικού αδικήματος, από την ημέρα που γεννήθηκε το αγώγιμο δικαίωμα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο