Aναστασίου Aναστασία Θεοδόση ή David Guy ν. Xριστίνας Θεοδόση Mιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264

(1998) 1 ΑΑΔ 264

[*264]19 Φεβρουαρίου, 1998

[NIKHTAΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

AΝΑΣΤΑΣΙΑ ΘΕΟΔΟΣΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΄Η DAVID GUY,

Εφεσείουσα-Εναγομένη,

v.

ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΘΕΟΔΟΣΗ ΜΙΧΑΗΛΟΥΔΗ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9587)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων — Απόρριψη μαρτυρίας αναξιόπιστης και αντιφατικής.

Συμβάσεις — Υπογραφή εγγράφου — Υπεράσπιση “non est factum” — Βάρος αποδείξεως — Βρίσκεται στο διάδικο ο οποίος επικαλείται τέτοια υπεράσπιση — Ποίες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για επιτυχία της εν λόγω υπεράσπισης — Αναφορά στην εμβέλεια και το περιεχόμενο της αρχής non est factum οπόταν αναγνωρίστηκε από το κοινό δίκαιο ως υπεράσπιση και στις σύγχρονες προεκτάσεις της.

Πρακτικά — Δεν παρέχεται δικαιοδοσία στο Εφετείο να εξετάσει θέματα που δε μνημονεύονται στο πρακτικό της πρωτόδικης απόφασης — Δυνατότητα για διόρθωση του πρακτικού ενδεχομένως ενυπάρχει στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν δικαστικού διαβήματος,το οποίο λαμβάνεται για το σκοπό αυτό.

Δικηγόροι — Δεοντολογία — Ο δικηγόρος πρέπει να συμπεριφέρεται με σεβασμό και ευγένεια προς το Δικαστήριο όταν προωθεί την υπόθεση του πελάτη του — Οι περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμοί του 1966 παράγρ. 5(1).

Η εφεσίβλητη - ενάγουσα στράφηκε εναντίον της εφεσείουσας - εναγομένης για την είσπραξη ποσού ΛΚ4.000 το οποίο διεκδίκησε δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου. Η εφεσείουσα παραδέχθηκε ότι υπέγραψε το έγγραφο αυτό (Τεκμήριο 2), επικαλέστηκε όμως την αρχή non est factum. Η εκδοχή της ήταν ότι ύστερα από προσυ[*265]νεννόηση με την εφεσίβλητη, με την οποία ήταν φίλες, την εγγυήθηκε για το ποσό. Ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε το έγγραφο χωρίς να το διαβάσει, πιστεύοντας ότι υπέγραφε εγγύηση. Η εκδοχή της εφεσίβλητης ήταν ότι η εφεσίβλητη είχε απαιτήσεις κατά της εφεσείουσας και ότι η τελευταία γνώριζε πολύ καλά τη φύση του εγγράφου που υπέγραψε, το οποίο προηγουμένως και διάβασε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και κατέληξε ότι το επίδικο έγγραφο είναι απλό γραμμάτιο και/ή απλή αναγνώριση χρέους και επίσης ότι δεν αποδείχθηκε απάτη σε βάρος της εφεσείουσας, είτε από την εφεσίβλητη ή άλλο πρόσωπο που ενεργούσε για λογαριασμό της. Επίσης προέβη και σε ευρήματα, αναφορικά με τα οικονομικά δεδομένα των διαδίκων.

Η εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση για λόγους με επίκεντρο την αξιολόγηση της μαρτυρίας ή την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ισχυρίζεται σχετικά ότι:

(α)   Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με το Τεκμήριο 2 και αναφορικά με τα οικονομικά δεδομένα των διαδίκων είναι εσφαλμένα.

(β)   Ο πρωτόδικος Δικαστής καθοδηγήθηκε εσφαλμένα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των διαδίκων, καταλήγοντας σε εσφαλμένα συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένου και του ευρήματος αμέλειας και του συμπεράσματος ότι ούτως ή άλλως δεν προσφερόταν η υπεράσπιση non est factum.

(γ)   Η συμπεριφορά του πρωτόδικου Δικαστή κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ήταν ζημιογόνος προς τα συμφέροντά της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αντιμετώπιση των μαρτυριών από το Εφετείο και η εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτές δικαιολογείται εφόσον τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν έχουν ερείσματα σε μαρτυρία που κρίνεται ως αξιόπιστη.  Η εφεσείουσα δεν έπεισε για την αναγκαιότητα επέμβασης σε οποιοδήποτε από τα ευρήματα και συμπεράσματα της πρωτόδικης απόφασης.

2.  Η παράλληλη εξαντλητική έρευνα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τα οικονομικά μέσα των διαδίκων δεν ήταν αναγκαία.

3.  Κανένας από τους λόγους έφεσης που προβλήθηκαν δεν ευσταθεί. Όλοι οι λόγοι προβλήθηκαν παραγνωρίζοντας πλήρως την πε[*266]μπτουσία, όπως προκύπτει, από τη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας και από πρωτόδικα ευρήματα, που καθόλου δεν έχουν αμφισβητηθεί. Η εφεσείουσα ήταν, όπως τη χαρακτήρισε ο πρωτόδικος Δικαστής “έμπειρη επιχειρηματίας”. Γνώριζε από δική της προσωπική πείρα, τι είναι “γραμμάτιο” και τι “εγγύηση”. Η μαρτυρία αυτή ήταν καταπελτική εναντίον της ιστορίας που πρόβαλε η εφεσείουσα και ήθελε να γίνει πιστευτή. Και δικαιολογεί απόλυτα κάθε σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

4.  Η αρχή non est factum είναι η υπεράσπιση που αναγνώρισε το κοινό δίκαιο για την απάμβλυνση του αυστηρού κανόνα που ίσχυε για την εκτέλεση των συμβολαίων γνωστών ως deeds. Οι υποχρεώσεις, που τέτοιου είδους πράξεις διαλαμβάνουν, έπρεπε να εκτελεστούν ανεξάρτητα αν η εφαρμογή τους θα προκαλούσε αδικία.  Κατά τη νομική γλώσσα της εποχής το υποφέρον μέρος μπορούσε να αντικρούσει την απαίτηση ισχυριζόμενο ότι “scriptum predictum non est factum suum”. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία η αρχή έχει περιορισμένη εφαρμογή. Ο εναγόμενος ο οποίος είναι ένοχος αμέλειας κατά την εκτέλεση σύμβασης δεν μπορεί να την επικαλεσθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Per Curiam:

H κατά κανόνα λιτή περιεκτικότητα του δικογράφου της έφεσης δεν εξυπηρετεί μόνο την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά και τον ίδιο τον εφεσείοντα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Papastratis v. Economou (1970) 1 C.L.R. 11,

Παύλου κ.ά. v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ. (1990) 1 Α.Α.Δ. 483,

Foster v. Mackinnon [1869] LR 4 CP 704,

Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R. 961,

Cyprus Development Bank v. Kyriacou (1989) 1 C.L.R. 96,

Avon Finance Co. Ltd. v. Bridger a.ο. [1985] 2 All E.R. 281,

Πελεκάνου v. Πελεκάνου (1995) 1 Α.Α.Δ. 912,

Ludwig Bauer v. Διογένη Ηροδότου & Υιοί Λίμιτεδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325,

[*267]Αδελφοί Ε. Αναστασίου Λτδ v. Μυλωνά (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1280.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nικολάου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 26 Oκτωβρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 3823/92) με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ της ενάγουσας το ποσό των £4.000 ως το οφειλόμενο βάσει γραμματίου συνήθους τύπου.

Γ. Αριστείδου, για την Εφεσείουσα.

Φ. Πιτσιλλίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Το εφετήριο καλύπτει 17 πυκνοτυπωμένες σελίδες. Δεν αποτελεί υπόδειγμα δικογράφου. Πλατειάζει αφόρητα. Σε βαθμό που προκαλεί σύγχιση. Ιχνηλατούνται ωστόσο τα βασικά στοιχεία της έγκυρης έφεσης. Η κατά κανόνα λιτή περιεκτικότητα του δικογράφου της έφεσης δεν εξυπηρετεί μόνο την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά και τον ίδιο τον εφεσείοντα.

Η εφεσίβλητη στράφηκε εναντίον της εφεσείουσας για την είσπραξη ποσού £4.000, το οποίο διεκδίκησε δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου, ημερ. 26/6/91, που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η τελευταία υπέγραψε προς όφελος της εφεσίβλητης.  Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό (τεκμ. 2), το παραπάνω ποσό θα ήταν πληρωτέο με μηνιαίες δόσεις, £100 η καθεμιά, από την 1/7/91.  Με τόκο προς 9% από την υπογραφή του. Η παράλειψη πληρωμής οποιασδήποτε δόσης καθιστούσε ολόκληρο το ποσό ληξιπρόθεσμο και πληρωτέο διαμιάς.  Ωστόσο τίποτε δεν καταβλήθηκε απέναντι με αποτέλεσμα η υπόθεση να αχθεί στα δικαστήρια.

Θα μπορούσε επίσης να αναφερθεί ότι το τεκμ. 2 περιείχε και ρήτρα πως σε περίπτωση αγωγής, ο χρεοφειλέτης αναλάμβανε να πληρώσει όλα τα έξοδα.  Η συμπερίληψη τέτοιας ρήτρας αποτελεί ένα από τους συστατικούς όρους του γραμματίου “συνήθους τύπου”, που είναι δημιούργημα του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149. Διέπεται από το Μέρος Χ του νόμου και από τα άρθρα 78 έως 81. Ένας άλλος όρος, που άπτεται της εγκυρότητας του, είναι πως ο χρεώστης πρέπει να υπογράψει στην πα[*268]ρουσία δύο μαρτύρων (βλέπε νομοθετικό ορισμό του “γραμματίου συνήθους τύπου” στο άρθρ. 78).

Η εφεσείουσα παραδέχθηκε, τόσο στο δικόγραφο της υπεράσπισης όσο και στη μαρτυρία της μπροστά στο δικαστήριο, ότι υπέγραψε το τεκμ. 2. Επικαλέστηκε όμως την αρχή (που αν γινόταν δεκτή θα την απάλλασσε από κάθε ευθύνη), που είναι γνωστή με τη λατινική φράση non est factum. Συγκεκριμένα η εκδοχή της - που το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε - ήταν ότι, ύστερα από προσυνεννόηση με την αντίδικο της, με την οποία ήταν φίλες μέχρι που η υπόθεση έθεσε τέρμα στη σχέση τους, την εγγυήθηκε για ποσό £4.000. Όπως της εξήγησε προηγουμένως η εφεσίβλητη, επρόκειτο για χρέος προς κάποιο Παπανικολάου, ο οποίος την εγγυήθηκε όταν έμενε (η εφεσίβλητη) στην Ελλάδα, για αυτοκίνητο που αγόρασε εκεί. 

Είναι περαιτέρω η υπόθεση της εφεσείουσας οτι ανατέθηκε η είσπραξη του χρέους στο δικηγόρο Π. Σωτηρίου από τη Λεμεσό, αλλά η εφεσίβλητη, παρόλο που του υποσχέθηκε να το αποπληρώσει με δόσεις, δεν ανταποκρίθηκε.  Με αποτέλεσμα ο δικηγόρος να την πιέζει να εξεύρει εγγυητή του χρέους.  Γιαυτό η εφεσίβλητη της ζήτησε να τη διευκολύνει παρέχοντας την εγγύηση. Γνώριζε πως η εφεσίβλητη αντιμετώπιζε ανέκαθεν οικονομικά προβλήματα.  Επιθυμία της ήταν να βοηθήσει τη φίλη της, όπως το έκαμε και στο παρελθόν, παραχωρώντας της δωρεάν μετοχές σε δύο πετυχεμένες εμπορικές εταιρείες που είχε συστήσει και εγγράψει η ίδια.

Αποτελούσε κοινό έδαφος πως το τεκμ. 2 υπογράφτηκε στο γραφείο Σωτηρίου. Η εφεσείουσα όμως επέμεινε ότι το έπραξε ύστερα από παράκληση της εφεσίβλητης να δώσει εγγύηση για να τη βοηθήσει. Έθεσε την υπογραφή της στα γραμματόσημα του εγγράφου, όπως της υπέδειξε ο κ. Π. Σωτηρίου, χωρίς να το διαβάσει, πιστεύοντας ότι υπέγραφε εγγύηση. Κι αυτό αντιλήφθηκε απ’ ότι της είπε και ο δικηγόρος, παρότι ο τελευταίος δεν της ανέφερε ρητά πως επρόκειτο για εγγύηση. Ανακάλυψε την πραγματικότητα, ότι εξαπατήθηκε, όταν η φίλη και συνεργάτιδα της της κίνησε αγωγή.

Η αντίπαλη εκδοχή, που το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ανεπιφύλακτα, είναι ότι η εφεσίβλητη είχε απαιτήσεις κατά της εφεσείουσας, οι οποίες συζητήθηκαν διεξοδικά και τις οποίες τελικά υποβίβασε από £8.000 σε £4.000. Η εφεσείουσα γνώριζε πολύ καλά τη φύση του εγγράφου, που υπέγραψε, το οποίο προηγουμένως και διάβασε.  Το γραμμάτιο μάλιστα συντάχθηκε στο γραφείο του Σωτηρίου, ύστερα από οδηγίες του, μετά που κατέληξαν.

[*269]Παρά το ότι ο πυρήνας της διαφοράς εντοπίζεται σε ότι περιεκτικά έχουμε ήδη καταγράψει, η υπόθεση πήρε διαστάσεις.  Διερευνήθηκαν θέματα πέραν των ορίων της δικογραφίας και ιδιαίτερα της Υπεράσπισης. Η περισσότερη μαρτυρία, ιδιαίτερα από πλευράς εφεσείουσας, στράφηκε γύρω από τις οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων. Με τη διερεύνηση επιμέρους σχετικών ζητημάτων. Σε τέτοιες μαρτυρίες εντρύφησε σε μεγαλύτερο βαθμό η εφεσείουσα.

Η μαρτυρία της εφεσείουσας κατέτεινε σε τούτο: ότι ήταν πρόσωπο με ανθηρά οικονομικά, που ευεργέτησε την εφεσίβλητη επανειλημμένα και παντοιοτρόπως. Αντίθετα, η εφεσίβλητη δυσπραγούσε.  Με τα περιορισμένα της εισοδήματα δεν ήταν δυνατό να είναι σε θέση να δανείζει χρήματα την εφεσείουσα ή να τη βοηθά διαφορετικά. Δεν είχε το οικονομικό υπόβαθρο. Η πραγματικότητα ήταν πως η εφεσίβλητη δεχόταν συχνά τη βοήθεια της. Και σε αυτή την περίπτωση συμφώνησε να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση υπογράφοντας εγγυητήριο για το χρέος που η εφεσίβλητη συνήψε στην Ελλάδα. Δεν είναι αλήθεια πως αυτή εξόφλησε χρέη της εφεσείουσας ή ότι τη δάνεισε χρήματα, σύμφωνα με τις αποδείξεις-τεκμήρια που προσκόμισε η εφεσίβλητη. Οτιδήποτε πλήρωσε η τελευταία για λογαριασμό της εφεσείουσας ήταν με δικά της χρήματα.

Η οικονομική εικόνα, όπως την εμφανίζει η μαρτυρία της εφεσίβλητης, ήταν άλλη.  Είχε εισοδήματα όχι μόνο από τα φροντιστήρια στα οποία δίδασκε, αλλά και από ιδιαίτερα μαθήματα σε δικούς της μαθητές.  Άλλη πηγή ήταν οι διάφορες εμπορικές της δραστηριότητες στις οποίες αναφέρθηκε.

Είναι τώρα η κατάλληλη ώρα να εγκύψουμε στην πρωτόδικη απόφαση.  Το τεκμ. 2 έχει φαινομενικά μόνο, όπως σχολιάζει η απόφαση, τα γνωρίσματα γραμματίου συνήθους τύπου, που καθορίζει ο νόμος.  Διότι δεν τηρήθηκε μια από τις βασικές προϋποθέσεις του άρθρ. 78. Η εφεσείουσα, όπως η ίδια ομολόγησε, δεν υπέγραψε το τεκμ. 2 στην παρουσία των δύο μαρτύρων των οποίων οι υπογραφές είναι στο έγγραφο. Τονίστηκε όμως, με βάση την απόφαση Loukis Papastratis v. Takis G. Economou (1970) 1 C.L.R. 11, που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Βαρνάβας Παύλου κ.α. v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ. (1990) 1 Α.Α.Δ. 483, ότι η αυστηρή τήρηση των νομοθετικών διατάξεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρήσει ένα έγγραφο τη φυσιογνωμία και να έχει τα ευεργετήματα που παρέχει ο νόμος στο γραμμάτιο συνήθους τύπου.

[*270]Πρέπει να ειπωθεί ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αμφισβητείται από καμιά πλευρά. Οι εναντιώσεις της εφεσείουσας αφορούν την ύπαρξη αντιπαροχής για το έγγραφο. Aς σημειωθεί ότι το δικαστήριο προσδιόρισε τη φύση του εγγράφου. Βρήκε, ενόψει του ότι το αγώγιμο δικαίωμα δεν περιορίστηκε στην έκθεση απαίτησης σε μια μόνο βάση αγωγής, πως ήταν απλό γραμμάτιο ή γραπτή αναγνώριση χρέους, που ήταν δεσμευτική για τους διαδίκους. Αφού αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης κατέληξε ότι δεν αποδείχθηκε απάτη σε βάρος της εφεσείουσας, όπως ισχυρίστηκε, είτε από την εφεσίβλητη ή άλλο πρόσωπο που ενεργούσε για λογαριασμό της. Η υπεράσπιση non est factum θα μπορούσε να επιτύχει, όπως γράφει η απόφαση, μόνο “αν ο συμβαλλόμενος παραπλανήθηκε από τον άλλο συμβαλλόμενο με σκοπό τη δημιουργία εσφαλμένης εντύπωσης, αναφορικά με το περιεχόμενο και τη φύση του εγγράφου που υπέγραψε (Foster v. Mackinnon [1869] LR 4 CP 704)”.

Το δικαστήριο προχώρησε το συλλογισμό του και πάνω σε υποθετική βάση. Και να δεχόταν, όπως αναφέρει, ότι η εφεσείουσα υπέγραψε το τεκμ. 2, χωρίς να το διαβάσει, δεδομένου ότι απέρριψε τους ισχυρισμούς περί δόλου, πάλιν αυτή δεν μπορούσε να ζητήσει την εφαρμογή των αρχών που διέπουν το δόγμα non est factum,  όπως επεξηγήθηκαν στη θεμελιακή απόφαση Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R. 961 και Cyprus Development Bank v. Kyriacou (1989) 1 C.L.R. 96.  Για το λόγο ότι “αυτό από μόνο του εξυπακούει αμέλεια από πλευράς της”.

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να λεχθεί πως το δικαστήριο προέβη και σε ευρήματα, αναλύοντας τις σχετικές μαρτυρίες, αναφορικά με τα οικονομικά δεδομένα των διαδίκων. Συνοψίζονται στις παρακάτω παραγράφους:

“Είναι λοιπόν η θέση μου ότι και οι δύο διάδικοι ήταν δραστήρια επαγγελματικά πρόσωπα. Είχαν εισπράξεις και οφειλές.  Και για δε την εναγομένη οφειλή ήταν και η βοήθεια που παρέσχε η ενάγουσα προς την εναγομένη με την αποπληρωμή διαφόρων οφειλών της προς τρίτα πρόσωπα, όπως διαλαμβάνεται στη μαρτυρία της στα τεκμήρια 4, 5, 6 και 13, αλλά και στο τεκμήριο 2.”

Και η απόφαση καταλήγει:

“(8)  Είναι λοιπόν εύρημα και απόφαση μου ότι το Τεκμήριο 2 αντικατοπτρίζει τη συμβιβαστική διευθέτηση που οι διάδι[*271]κοι βρήκαν τελικά στο γραφείο του δικηγόρου Σωτηρίου στη Λεμεσό για την ικανοποίηση της ενάγουσας για τις οφειλές της εναγομένης προς αυτήν, ένεκα της από μέρους της ενάγουσας πληρωμής ή εξόφλησης διαφόρων κονδυλίων που όφειλε η εναγομένη σε τρίτα πρόσωπα.

(9)  Με βάση όλα τα πιο πάνω και δεδομένου ότι ήδη απόρριψα τους ισχυρισμούς της εναγομένης για εξαπάτηση ή για την προώθηση ψευδών παραστάσεων κατά τη στιγμή υπογραφής του Τεκμηρίου 2, κατά συνέπεια η ανταξίωση της εναγομένης θα πρέπει να απορριφθεί.”

Ας σημειωθεί πως η εφεσείουσα πρόβαλε ανταπαίτηση για διάταγμα ακύρωσης του επιδίκου εγγράφου.

Επιβάλλεται στο σημείο αυτό η σύντομη αναφορά μας στο περιεχόμενο και την εμβέλεια της αρχής non est factum.  Είναι η υπεράσπιση που αναγνώρισε το κοινό δίκαιο για την απάμβλυνση του αυστηρού κανόνα που ίσχυε για την εκτέλεση των συμβολαίων γνωστών ως deeds. Οι υποχρεώσεις που, τέτοιου είδους πράξεις διαλαμβάνουν, έπρεπε να εκτελεστούν ανεξάρτητα αν η εφαρμογή τους θα προκαλούσε αδικία.  Κατά τη νομική γλώσσα της εποχής το υποφέρον μέρος μπορούσε να αντικρούσει την απαίτηση ισχυριζόμενο ότι scriptum predictum non est factum suum.

Βασική απόφαση στη διαμόρφωση της αρχής υπήρξε η υπόθεση Foster v. Mackinnon, ανωτέρω. Η απόφαση του δικαστή Byles το 1869 καταθέτει, τρόπον τινά, το θεμέλιο λίθο του δόγματος που επέζησε, επεκτεινόμενο, μέχρι σήμερα:

“It seems plain, on principle and on authority, that, if a blind man, or a man who cannot read, or who for some reason (not implying negligence) forbears to read, has a written contract falsely read over to him, the reader misreading to such a degree that the written contract is of a nature altogether different from the contract pretended to be read from the paper which the blind or illiterate man afterwards signs; then, at least if there be no negligence, the signature so obtained is of no force.  And it is invalid not merely on the ground of fraud, where fraud exists, but on the ground that the mind of the signer did not accompany the signature; in other words, that he never intended to sign, and therefore in contemplation of law never did sign, the contract to which his name is appended.”

[*272]Στους νεώτερους χρόνους η Saunders v. Anglia Building Society, ανωτέρω,  που είναι απόφαση της Βουλής των Λόρδων, αποτελεί σταθμό γιατί έδωσε και κάποιες νέες προεκτάσεις και διεύρυνε τους ορίζοντες της αρχής. Μεταφέρουμε το σχετικό σχόλιο των Cheshire, Fifoot and Furmston’s “Law of Contract”, 13η έκδοση, (1996), σελ. 268-269:

“It will be observed that the judgment of Byles J, which was approved by the House of Lords in Saunders v. Anglia Building Society (known in the lower courts as Gallie v. Lee), expanded the scope of the plea non est factum in two respects; it extended it to unsealed contracts and to the situation where an educated man, to whom no negligence is attributable, has failed to scrutinise what he has signed. Nevertheless, the judiciary is now agreed that, if the confidence of third parties who normally rely upon the authenticity of signatures is not to be eroded, the plea must be confined within narrow limits. A heavy burden of proof lies upon the party by whom it is invoked. The main difficulty is to define the degree of difference that must exist between the signed contract and that which the mistaken party intended to sign before it can be said that the consent of the signatory was totally lacking. A definitive formula of universal application is scarcely possible. Everything depends upon the circumstances of each case. It will be recalled that the court in Foster v. Mackinnon required the written contract to be “of a nature altogether different” from that which the mistaken party believed it to be. In Saunders v. Anglia Building Society the Law Lords suggested a variety of alternative expressions, such as “radically”, “fundamentally”, “basically”, “totally” or “essentially” different in character or substance from the contract intended; but it is doubtful whether these add much to what was said by Byles J. In the comparatively few cases in which the plea has succeeded, the degree of difference between the intention and the act of the signatory has been wide enough to satisfy the most exacting of arbiters. The contract, for instance, has been held void where the signatory’s intention was directed to a power of attorney, not to a mortgage: to a guarantee, not to a bill of exchange; to a testification to the fraudulent person’s signature, not to a promissory note for £11,113; to a proposal for insurance, not to a guarantee of the fraudulent person’s overdraft.”

H Saunders v. Anglia, ανωτέρω, εφαρμόστηκε και στην Avon Finance Co. Ltd. v. Bridger and Another [1985] 2 All E.R. 281, και αφορά την πτυχή της αμέλειας. Η σύνοψη στην σελ. 281 εί[*273]ναι άκρως κατατοπιστική:

“The doctrine of non est factum had limited application and could only be relied on by a defendant if he had exercised reasonable care in the circumstances in connection with the transaction. On the facts, it was not possible to find that the defendants had exercised such reasonable care as was appropriate in the circumstances in entering into the transaction. Accordingly, the defendants could not rely on the defence of non est factum; Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R. 961 applied.”

Προσβάλλεται ως λανθασμένο τόσο το συμπέρασμα με αρ. 8, ανωτέρω, της πρωτόδικης απόφασης, που αποτελεί τη συνισταμένη των ευρημάτων που προηγήθηκαν, καθώς και ό,τι αφορά τα οικονομικά δεδομένα των διαδίκων. Είναι αντικείμενο της ενότητας λόγων έφεσης, αν ένας μπορεί να την αποκαλέσει έτσι, που σημειώνεται στο εφετήριο με Α.

Παραδείγματα των επιμέρους λόγων. Από τη μαρτυρία που κάλεσε η εφεσείουσα δεν αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη είχε οικονομική οντότητα, αλλά τα εισοδήματά της ήταν “κάτω από το όριο της φτώχειας που δεν ήσαν αρκετά για την επιβίωση της”.  Η μαρτυρία υποστηρίζει πως δεν έγινε συζήτηση και δε βρέθηκε τελικά συμβιβαστική λύση για το επίδικο έγγραφο. Η εφεσίβλητη δεν παρέσχε ολοκληρωμένη τεκμηρίωση των εισοδημάτων της και με άλλες αποδείξεις ή έγγραφα που έδειχναν τις εισπράξεις από τα ιδιαίτερα μαθήματα.  Η εμπορική της σχέση με τον Μ.Υ.8 δεν τελεσφόρησε.  Η εφεσίβλητη δεν είχε συμφέρον στο εστιατόριο. Αγνοήθηκε η βοήθεια προς αυτήν με την παροχή μετοχών στις εταιρείες της εφεσείουσας και με άλλους τρόπους. Παραπονείται επίσης η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέκλεισε τη μαρτυρία του Μ.Υ.9 Γ. Δημητρίου, γραφέα στο λογιστήριο της Αρχής Tηλεπικοινωνιών. Ο τελευταίος αυτός μάρτυρας θα αναφερόταν σε χρέος της εφεσίβλητης προς την Αρχή.  Το δικαστήριο σωστά την απέκλεισε ως άσχετη προς τα επίδικα θέματα, όπως έπρεπε να είχε γίνει και με πολλές άλλες μαρτυρίες.

Τα υπόλοιπα παράπονα έχουν ως επίκεντρο την αξιολόγηση της μαρτυρίας ή την αξιοπιστία μαρτύρων. Διακηρυγμένη αρχή είναι πως τον πρώτον και βαρύνοντα λόγο στα θέματα αυτά έχουν τα πρωτόδικα δικαστήρια. Διατηρούν το πλεονέκτημα ότι ζουν την ατμόσφαιρα της δίκης. Η ανεύρεση της αλήθειας και η ανάπλαση των γεγονότων δεν είναι βέβαια εύκολη υπόθεση.  Οι κανόνες όμως του δικαίου της απόδειξης καθώς και οι εμπειρίες των δικαστών [*274]για τα ανθρώπινα είναι τα μόνα μέσα για την αναδίφηση των περασμένων. Γιαυτό και η επέμβαση μας περιορίζεται με τον τρόπο που έχει προσδιοριστεί από την άφθονη νομολογία στο θέμα αυτό.

Η αντιμετώπιση των μαρτυριών από το Εφετείο και η εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτές δικαιολογείται εφόσον τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν έχουν ερείσματα σε μαρτυρία, που κρίνεται ως αξιόπιστη:  Π.Ε. 8896, Πελεκάνου v. Πελεκάνου, ημερ. 14/11/95.  Δυνατότητα ανατροπής αξιοπιστίας μάρτυρα υπάρχει όταν ευρήματα είναι “εξ αντικειμένου ανυπόστατα”: Ludwig Βauer v. Διογένη Hροδότου & Υιοί Λίμιτεδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325. Ό,τι περιέχει το 24σέλιδο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας, που ο δικηγόρος της υιοθέτησε αντί άλλης αγόρευσης, δεν έπεισε για την αναγκαιότητα επέμβασης σε οποιοδήποτε από τα ευρήματα και συμπεράσματα της πρωτόδικης απόφασης. Πέραν τούτου έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις αναφορικά με την τροπή της δίκης σε παράλληλη εξαντλητική έρευνα για τα οικονομικά των διαδίκων.

Υπάρχει επαλληλία, σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ της ομάδας λόγων Α με τους προηγηθέντες. Το κύριο σημείο Β(1), που ακολουθούν επί μέρους επιχειρήματα, έχει ως εξής:

“Τα ευρήματα του Πρωτόδικου δικαστού ότι το επίδικο έγγραφο είναι απλό γραμμάτιο και/ή γραπτή αναγνώριση χρέους και είναι δεσμευτικό μεταξύ των διαδίκων αποδεχόμενο προς τούτο τη μαρτυρία της ενάγουσας επί του θέματος αυτού και την αλληλουχία των γεγονότων όπως τα εξέθεσε αυτή και απορρίπτων τη μαρτυρία της εναγομένης γιατί δεν τον ικανοποίησε για την ύπαρξη δόλου ή απάτης ή ψευδών παραστάσεων από μέρους της ενάγουσας ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ενεργούσε για λογαριασμό της (σελ. 22 και 25 της απόφασης), είναι εσφαλμένα για τους ακόλουθους λόγους και αιτιολογίες.”

Είναι ορθό να λεχθεί πως βάλλονται σε αυτή την κατηγορία Β περισσότερο τα ευρήματα που αφορούν το γραμμάτιο παρά εκείνα που σχετίζονται με τις οικονομικές επιδόσεις των διαδίκων. Για παράδειγμα, επικρίνεται το πρωτόδικο δικαστήριο ότι λανθασμένα προτίμησε την εκδοχή της εφεσίβλητης. Και τούτο διότι, ενώ πρώτα είπε ότι τά της οφειλής και αποπληρωμής της συζητήθηκαν στο δικηγορικό γραφείο, στην αντεξέταση μετέβαλε στάση λέγοντας ότι είχε προσυνεννοηθεί με την εφεσείουσα προτού μεταβούν στον Π. Σωτηρίου. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Αυτό που ήθελε να πει η εφεσίβλητη - και βγαίνει και από τη σχετική μαρτυρία - είναι ότι [*275]δεν ήταν η πρώτη φορά - και είναι λογικό - που συζήτησαν τα θέματα αυτά.  Τα είπαν και προτού καταλήξουν σε δικηγόρο.  Δε διαπιστώνουμε αντίφαση ή αντιφάσεις τέτοιας μορφής που θα δημιουργούσαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία της εφεσίβλητης. Ακόμα ένα παράδειγμα λόγου έφεσης. Δε λήφθηκε υπόψη ότι, λόγω των στενών φιλικών δεσμών των δυο γυναικών, η εφεσείουσα δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει τη γνησιότητα της παράκλησης της φίλης της ότι ήθελε μόνο να την εγγυηθεί.

Μεταφέρουμε το Β(2) που έχει επίκεντρο την αξιοπιστία της μαρτυρίας:

“Ο Πρωτόδικος δικαστής στην απόφαση του έδωσε εσφαλμένη καθοδήγηση στον εαυτό του κατά την αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας των διαδίκων και στην προβολή των θέσεων που προέβαλαν οι διάδικοι εις τας εγγράφους προτάσεις των και τη μαρτυρία των και ως εκτούτου κατέληξε σε εσφαλμένα ευρήματα, συμπεριλαμβανομένων και των υπό Β ανωτέρω ευρημάτων του.”

Ισχυρίζεται, για παράδειγμα, η εφεσείουσα ότι δεν ήταν σωστό πως σύστηνε η μια την άλλη για να παίρνουν δάνεια. Αυτό το έκαμνε μόνο η εφεσείουσα για την εφεσίβλητη. Προσβάλλεται τελικά και το εύρημα αμέλειας και το παρεπόμενο συμπέρασμα ότι δεν προσφερόταν, ούτως ή άλλως, η υπεράσπιση non est factum.

Ό,τι προελέχθη σχετικά με την αξιολόγηση μαρτυρίας και τον παρεμβατικό ρόλο του Εφετείου ισχύει και για τους λόγους αυτούς. Τους εξετάσαμε ένα προς ένα. Κανένας δεν ευσταθεί. Προβλήθηκαν, παραγνωρίζοντας πλήρως την πεμπτουσία, όπως προκύπτει, από τη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας και από πρωτόδικα ευρήματα, που καθόλου δεν έχουν αμφισβητηθεί. Η εφεσείουσα ήταν, όπως τη χαρακτήρισε ο πρωτόδικος δικαστής “έμπειρη επιχειρηματίας”. Εκτός από τις επιχειρήσεις είχε εκπαιδευτεί και στα ασφαλιστικά. Γνώριζε, από δική της προσωπική πείρα, τι είναι “γραμμάτιο” και τι “εγγύηση”. Είχε υπογράψει στο παρελθόν τέτοιας φύσεως έγγραφα. Επίσης τι σημαίνουν οι όροι “γραμμάτιο”, “χρεώστης” και “εγγυητής”. Και ότι στην προκείμενη περίπτωση υπέγραψε κάτω από τη λέξη “χρεώστης”, στο τεκμ. 2, την οποία είδε. Ας σημειωθεί, όπως επεσήμανε και η πρωτόδικη απόφαση, ότι πουθενά στο έγγραφο αυτό δεν αναγράφεται η λέξη “εγγύηση” ούτε υπάρχει ρήτρα εγγυοδοσίας.

Η μαρτυρία αυτή ήταν καταπελτική εναντίον της ιστορίας που [*276]πρόβαλε η εφεσείουσα και ήθελε να γίνει πιστευτή.  Και δικαιολογεί απόλυτα κάθε σχετικό εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ψέγεται, τέλος, η συμπεριφορά του πρωτόδικου δικαστή κατά την εκδίκαση της υπόθεσης με αποτέλεσμα, κατά το δικηγόρο της εφεσείουσας, να ζημιωθούν τα συμφέροντα της. Το μέρος αυτό του εφετηρίου διατυπώνεται πρώτα γενικά ως εξής (παράγραφος Γ):

“Ο πρωτόδικος δικαστής έσφαλλε εις την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας και/ή κατεχράσθη του δικαιώματος του να αναβάλλει και/ή διακόπτει την ακροαματική διαδικασία και/ή να επεμβαίνει κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και/ή επιτρέπει και/ή να μην επιτρέπει ερωτήσεις για σχετική και/ή άσχετη μαρτυρία ώστε η δίκη να ακολουθήσει την πορεία που διαγράφουν οι κανόνες της απόδειξης και της δικονομίας για σωστή διεξαγωγή της δίκης και/ή υπερέβη τα όρια της τοιαύτης εξουσίας και/ή δικαιώματος κατά τρόπον σκανδαλώδη και απαράδεκτο και κατά τον τρόπο που έθεσε σε μειονεκτική θέση την υπεράσπιση της εναγομένης και σε πλεονεκτική και ευνοϊκή θέση την ενάγουσα.”

Στη συνέχεια εξειδικεύονται τα παράπονα. Παίρνουμε το πρώτο στη σειρά. Στις 23/11/94, κατά την αντεξέταση της εφεσίβλητης, ο δικηγόρος της εφεσείουσας, της ζήτησε να αναφέρει τις χρονικές περιόδους που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, δάνειζε χρήματα την εφεσείουσα, καθώς και τα ποσά που της έδινε κάθε φορά. Αφού προλόγισε την ερώτηση του με την παρατήρηση ότι πρόκειται για “πολύ λεπτό θέμα”.  Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια την απάντηση:

“Θα ήθελα να κάνω μια καλύτερη έρευνα γιατί μπορώ να σας αποδείξω αυτά τα οποία θέλετε”.

Στο σημείο αυτό και ύστερα από σχετική παράκληση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, το δικαστήριο διέκοψε για λίγο για να μπορέσει η μάρτυς να συγκεντρώσει τις αποδείξεις και να δώσει τις λεπτομέρειες που της ζητήθηκαν. Το επιχείρημα είναι πως το δικαστήριο θέλησε να διευκολύνει την εφεσίβλητη, που βρισκόταν υπό την πίεση της αντεξέτασης. Κάθε άλλο. Η αντεξέταση μόλις είχε αρχίσει. Ο κ. Γ. Αριστείδου ζήτησε τις παραπάνω λεπτομέρειες, που καθιστούσαν κατανοητή τη διακοπή.  Το ζήτημα ήταν απόλυτα μέσα στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, που έχει την ευθύνη διεξαγωγής της διαδικασίας και που άλλωστε θα εξυπηρετούσε βασικά την υπεράσπιση.  Ανεξάρτητα όμως, ο συνήγορος κανένα λόγο δεν [*277]έθεσε μπροστά στο δικαστήριο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ότι η σύντομη διακοπή θα είχε οποιεσδήποτε δυσμενείς επιπτώσεις στην υπόθεση του. Το παράδειγμα αυτό δείχνει και τη μεγάλη ευκολία με την οποία επιχειρείται η στοιχειοθέτηση λόγων έφεσης.

Στις 13/2/95 η αντεξέταση της εφεσίβλητης, που ας λεχθεί εν παρόδω ήταν μακρότατη, δεν περατώθηκε. και το δικαστήριο όρισε την 15η/2/95 για να συνεχισθεί, αφού είχε υποβληθεί μια ερώτηση σε σχέση με ένα τεκμήριο. Η διακοπή όμως έδωσε την ευκαιρία στην εφεσίβλητη, κατά το συνήγορο, να σκεφθεί και να διαμορφώσει τις θέσεις της. Αν όντως η αντεξέταση στο σημείο αυτό, που δεν είχε καλά καλά αρχίσει, είχε τόση μεγάλη σημασία, θα αναμενόταν από τον κ. Αριστείδου να το φέρει αμέσως, τότε, σε γνώση του δικαστηρίου. Όμως δεν το έπραξε. Αντικειμενικά δε φαίνεται να είναι η περίπτωση που η διακοπή βγάζει το μάρτυρα από τη δύσκολη θέση που τον έφερε ο αντεξεταστής του. Σαν θέμα όμως γενικής αρχής είναι ορθότερο να ολοκληρώνεται μια πτυχή της υπόθεσης προτού προχωρήσει η διερεύνηση άλλης.

Στις 5/4/95 αναβλήθηκε η ακρόαση για τις 18 του ίδιου μήνα.  Κατέθετε η εφεσίβλητη και θα συνεχιζόταν η αντεξέτασή της.  Δόθηκε ως νέα δικάσιμος η 18/4/ παρόλο που ο κ. Αριστείδου δήλωσε πως την ημερομηνία εκείνη θα ήταν απασχολημένος σε άλλη υπόθεση. Το δικαστήριο παρατήρησε πως η κρινόμενη υπόθεση ήταν συνεχιζόμενη και έπρεπε να ολοκληρωθεί.  Στις 18/4/ και παρά την ένσταση του δικηγόρου της εφεσείουσας, το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση λόγω απουσίας της εφεσίβλητης στο εξωτερικό. Ο ψόγος είναι ότι ο πρωτόδικος δικαστής δε ζήτησε από την εφεσίβλητη στις 2/6/95, που συνεχίστηκε η δίκη, να εξηγήσει καλύτερα, όπως αρχικά όταν ανέβαλλε την υπόθεση είπε, γιατί δεν έκαμε διευθετήσεις να απουσιάσει μετά το πέρας της δίκης. Ας σημειωθεί ότι μεσολάβησε άλλη αναβολή λόγω ασθένειας της εφεσίβλητης, στην οποία ο κ. Αριστείδου δεν έφερε ένσταση. Εδώ δεν προσβάλλονται οι λόγοι αναβολής, που εκτίθενται στην ενδιάμεση απόφαση του δικαστή, αλλά κακίζεται απλώς η παράλειψη του.  Δε διαπιστώνουμε όμως οποιαδήποτε παρατυπία, ουσιαστική ή δικονομική, που δημιούργησε επιπτώσεις. Και διερωτώμαστε προς τι η έγερση τέτοιου λόγου έφεσης.

Πρέπει στο σημείο αυτό να ειπωθεί ότι, πλην της περίπτωσης του Μ.Υ.9 Δημητρίου (λόγος Α), θίγεται, με το λόγο Γ, και εκείνη της εφεσίβλητης, αναφορικά με τη μη αποδοχή μαρτυρίας, κατά την αντεξέτασή της. Κατά την άποψη του δικηγόρου της εφεσείουσας, το δικαστήριο λανθασμένα δεν επέτρεψε ερωτήσεις με [*278]την αιτιολογία βασικά ότι ήταν άσχετες ή απαντήθηκαν προηγουμένως. Τις εξετάσαμε. Σωστά ενήργησε ο πρωτόδικος δικαστής. Θα οδηγούσε σε διερεύνηση ή παραπέρα διερεύνηση παράλληλων θεμάτων, που θα καθιστούσαν ατέρμονη τη διαδικασία, εκτροχιάζοντας τη συνάμα από τα σωστά πλαίσια της δίκης. Τέτοια μαρτυρία δεν είναι νομικά αποδεκτή. Ρωτήθηκε η μάρτυς γενικά και αόριστα. “Κάμετε μια περιγραφή μιας εξαγωγικής πράξης” με την ισχνή αιτιολογία ότι αποσκοπούσε στον έλεγχο της αξιοπιστίας της. Το ίδιο συνέβη και για άλλη μαρτυρία αναφορικά με την αγορά αυτοκινήτου από την εφεσίβλητη. 

Αναφέρει περαιτέρω και συναφώς το εφετήριο [(μέρος του λόγου Γ(στ)] ότι το δικαστήριο απέρριψε πάνω από 30 ερωτήσεις του συνηγόρου, που σχετίζονται άμεσα με τα θέματα της αγωγής.  Παρατηρούμε ότι πρόκειται για συλλήβδην αναφορά χωρίς συγκεκριμενοποίηση. Η κανονική εξέταση τέτοιου λόγου είναι, εξαιτίας της διατύπωσής του, αδύνατη. Ανατρέχοντας ωστόσο στις σελίδες των πρακτικών που μας παρέπεμψε ο συνήγορος (105-131), διαπιστώνουμε πως επρόκειτο για άσχετες ερωτήσεις ή ερωτήσεις σε θέμα που απαντήθηκε ή είχε εξαντληθεί.

Είναι επιθυμητό - και από συνταγματική σκοπιά επιβεβλημένο - μια υπόθεση να ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατό. Εδώ η δίκη άρχισε τον Οκτώβρη του 1994 και περατώθηκε τον Ιούλιο του 1995. Αν ληφθεί υπόψη ο αριθμός μαρτύρων που κατέθεσαν, ο χειρισμός της υπόθεσης, ιδιαίτερα από το δικηγόρο της εφεσείουσας και οι άλλες συνθήκες της δίκης δεν ευσταθεί η μομφή πως το δικαστήριο παρέτεινε την ακροαματική διαδικασία έξω από τα ανεκτά όρια για να επιβαρύνεται η υπόθεση και με έξοδα. 

Κατηγορήθηκε ο πρωτόδικος δικαστής ότι σε κάποιο στάδιο, όταν κατέθετε η εφεσείουσα, έκλεισε το μάτι στο συνήγορο της εφεσίβλητης “κατά τρόπο που εξελήφθη από την υπεράσπιση σαν διαβεβαίωση ότι η υπόθεσή του είναι σίγουρη άσχετα με το τι καταθέτει η εναγομένη” [(παράγραφος Γ(ζ)]. Παρόλο που ο συνήγορος, όπως αναφέρει το δικόγραφο της έφεσης, έφερε το θέμα σε γνώση του δικαστηρίου, δεν καταγράφηκε στο πρακτικό. Το δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το θέμα εφόσον δε μνημονεύεται στο πρακτικό και εφόσον δεν αντιμετωπίστηκε με τον τρόπο που έχουμε υποδείξει στην πρόσφατη απόφασή μας Αδελφοί Ε. Αναστασίου Λτδ. v. Προδρόμου Μυλωνά (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1280.

Ο συνήγορος τελικά υπέβαλε ότι η άρνηση του πρωτόδικου δικαστή να διακόψει την αντεξέταση της εφεσίβλητης, όταν το [*279]ζήτησε, λόγω της τεταμένης κατάστασης που δημιουργήθηκε από τη στάση του δικαστή απέναντι του, επέδρασε δυσμενώς στην εξέλιξη της υπόθεσης του

“...... διότι η κατάσταση που δημιουργήθη ήτο τέτοια που δεν επέτρεπε στο συνήγορο της υπεράσπισης να κάμει σωστά τη δουλειά του στη διεξαγωγή της υπεράσπισης της Εναγομένης.”

Από το πρακτικό προκύπτει σαφώς ότι ο κ. Αριστείδου, σε επανειλημμένες περιπτώσεις, παρά την περί του αντιθέτου απόφαση του δικαστή ύστερα από την προβολή ένστασης, επέμεινε να υποβάλλει ουσιαστικά την ίδια ερώτηση. Όντως η στάση του συνηγόρου βρισκόταν στο μεταίχμιο της καταφρόνησης, όπως τελικά ο δικαστής τον προειδοποίησε. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δικαστής είπε στο συνήγορο να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του διότι ακουγόταν μέχρι τα γραφεία των υπαλλήλων, που κατέκλυσαν την αίθουσα του δικαστηρίου για να παρακολουθήσουν.

Μεταφέρουμε τη συνέχεια του επεισοδίου από το ίδιο το πρακτικό στη σελ. 109:

κ. Αριστείδου:

Δεν ανέμενα από το Δικαστήριο να κάνει αυτή την παρατήρηση στο πρακτικό τη στιγμή που όλες οι πλευρές και συμπεριλαμβανομένου του Δικαστηρίου το οποίο φωνάζει και ακούγονται οι φωνές στο ισόγειο του Δικαστηρίου. Φωνασκεί κατ’ επανάληψη το Δικαστήριο και κτύπησε και τα φάϊλς του επί της έδρας και αποσύρθηκε στο ιδιαίτερο του κατά την ακρόαση της υπόθεσης.

Δικαστήριο:

Λυπούμαι για την συμπεριφορά σας.

κ. Αριστείδου:

Να μην λυπάστε κ. Δικαστά, αυτά που έχω να πω θα τα πω και εσείς να κάνετε την ενέργεια σας.

Δικαστήριο:

Είναι λυπηρό για συνήγορο που είναι θεσμικά λειτουργός του Δικαστηρίου να μετέρχεται τέτοιες ψευδολογίες για την [*280]προώθηση της υπόθεσής του.  Η συμπεριφορά του συνηγόρου κ. Αριστείδου ισοδυναμεί με πολιτική περιφρόνηση του Δικαστηρίου Θα επιτρέψω όμως στον κ. Αριστείδου να συνεχίσει να εμφανίζεται για την υπόθεση της πελάτιδας του για να μην θυματοποιηθεί αυτή η διάδικος δεδομένου του κρίσιμου σημείου που βρίσκεται η υπόθεσή της. Προειδοποιείται όμως ο κ. Αριστείδου να είναι προσεκτικός με τη συμπεριφορά του.”

Ο συνήγορος δε ζήτησε τη διακοπή τότε, αλλά αφού προχώρησε για λίγο την αντεξέταση και μετά την απόρριψη 2-3 άλλων ερωτήσεων του. Δικαιολογώντας το αίτημα του είπε ότι ήταν ταραγμένος από τον τρόπο που διεξαγόταν η διαδικασία.

Παρατηρούμε εν πρώτοις ότι ο συνήγορος έχει δικαίωμα, που του επιβάλλει το καθήκον προς τον πελάτη του και ο ρόλος του στην απονομή της δικαιοσύνης, να προωθεί με παρρησία την υπόθεση του πελάτη του. Όμως ο δικαιϊκός πολιτισμός μας απαιτεί να τηρείται από το συνήγορο στην επιδίωξη αυτή, στάση ευγένειας και σεβασμού προς το δικαστήριο. Άλλωστε η αρχή αυτή ενσωματώνεται στον Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων: βλ. παράγρ. 5(1) των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 1966.

Πρέπει να λεχθεί πως η όλη συμπεριφορά του κ. Αριστείδου, όπως διαφαίνεται από το παραπάνω πρακτικό, αφίσταται του επιπέδου αυτού, που αποτελεί προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της δικαιοσύνης. Παρατηρούμε, όμως, ότι, παρά τη στάση του κ. Αριστείδου, η δικαστική αρετή της αυτοσυγκράτησης έπρεπε να πρυτανεύσει απόλυτα και να αποφευχθεί η παρατήρηση του δικαστηρίου για ψευδολογίες. Παρατηρούμε τέλος, ότι η διαδικασία είχε όλα τα στοιχεία της δίκαιης δίκης, χωρίς να είχε επηρεαστεί καθόλου από το συμβάν.  Για το λόγο αυτό και συνεχίστηκε επί πολύ με τρόπο δυναμικό και διεξοδικό η αντεξέταση, που συμπληρώθηκε κατά την εν λόγω ημερομηνία (2/6/95).

Κανένας από τους προβληθέντες λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο