Σκάρος Δημήτρης ν. Πάμπου Xριστοδούλου κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 291

(1998) 1 ΑΑΔ 291

[*291]19 Φεβρουαρίου, 1998

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΚΑΡΟΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

1. ΠΑΜΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

2. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΑΡΑΟΛΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων,

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9032)

 

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην — Η γενική αρχή είναι ότι, για να επιτύχει η αίτηση, ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του — Ποίοι παράγοντες λαμβάνονται υπ’ όψιν από το Δικαστήριο για την απόρριψη της αίτησης — Στην παρούσα υπόθεση, ο εφεσείων δεν απέδειξε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην — Η προσκόμιση ζωντανής μαρτυρίας δεν είναι αναγκαία — Το Δικαστήριο μπορεί να στηρίζεται στις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων — Όμως από τη στιγμή που ένα πρόσωπο προβεί σε ένορκη δήλωση και αντεξετάζεται, η μαρτυρία του δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην — Αμφισβητούμενα γεγονότα — Επιβάλλεται η απόδειξή τους από το διάδικο που φέρει το βάρος αποδείξεως, με μαρτυρία που πρέπει να είναι αποδεκτή βάσει του Δικαίου της Απόδειξης — Δ.48, θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Πολιτική Δικονομία — Παράλειψη αντεξέτασης μάρτυρα πάνω σε ένα ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του, μπορεί να εκληφθεί ως αποδοχή της μαρτυρίας του.

Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή στο Επαρχιακό [*292]Δικαστήριο, με την οποία αξίωσαν από τον εφεσείοντα - εναγόμενο το ποσό των ΛΚ1.700 για ηλεκτρολογικές εργασίες που είχαν εκτελέσει σε ξενοδοχείο προς όφελος του εφεσείοντα. Η έκθεση υπεράσπισης δεν καταχωρήθηκε στην καθορισμένη ημερομηνία, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου και κατά συνέπεια εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα.  Ο τελευταίος καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης βάσει της Δ.17, θ.10 και Δ.26, θ.14 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Προς υποστήριξη της αίτησης, ο εφεσείων καταχώρησε ένορκη δήλωση στην οποία ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν συμβληθεί μαζί του αλλά με άλλη εταιρεία, ότι δεν είχαν εκτελέσει εργασίες ύψους Λ.Κ.1.000 και ότι είχαν επιτύχει με ψευδείς παραστάσεις την έκδοση προς όφελός τους ενός διατακτικού από το μηχανικό του έργου. Ο εφεσίβλητος 1 με ένορκη δήλωσή του, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα. Ο εφεσίβλητος 1 αντεξετάστηκε αναφορικά με το περιεχόμενο της δικής του ένορκης δήλωσης, ενώ ο εφεσείων δεν αντεξετάστηκε. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση και ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση αυτή για τους εξής λόγους:

(α)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε δεχθεί τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα που συμπεριλαμβάνονται στην ένορκή του δήλωση αφού δεν αντεξετάστηκε πάνω στο περιεχόμενό της.

(β)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς δέχθηκε γεγονότα και ζωντανή μαρτυρία εκτός από τις ένορκες δηλώσεις, χωρίς να δοθεί ειδοποίηση για αντεξέταση και

(γ)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, στην προβληθείσα εναντίον του απαίτηση.

Αποφασίστηκε ότι:

(α)   Η εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος, δεν είναι ορθή. Στη σχετική απόφαση αναφέρεται ρητά ότι αφού ο εφεσείων δεν αντεξετάστηκε οι ισχυρισμοί του παρέμειναν αναντίλεκτοι. Το Δικαστήριο ακολούθως προχώρησε στην αξιολόγηση των ισχυρισμών αυτών σε σχέση με τη μαρτυρία που προέκυψε από την αντεξέταση του εφεσιβλήτου 1. Η παράλειψη αντεξέτασης δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία που δίνεται μπορεί να γίνει αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται και να οδηγήσει στην εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων χωρίς την [*293]αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς. Αντίθετα το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση των δύο εκδοχών για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.

(β)   Έχει τονιστεί στην υπόθεση Μερκή v. Yiannoukas Holiday Inns Ltd.,  ότι σε αιτήσεις παραμερισμού πρωτόδικων αποφάσεων δεν είναι ανάγκη να προσφέρεται ζωντανή μαρτυρία και τα Δικαστήρια μπορούν να στηρίζονται στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται εκ μέρους των διαδίκων. Όμως από τη στιγμή που ένα πρόσωπο έχει προβεί σε ένορκη δήλωση και αντεξετάζεται, η μαρτυρία του δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος, όπως επίσης και τη μαρτυρία που προέκυψε από την αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε ο εφεσίβλητος από το δικηγόρο του εφεσείοντος. Ο εφεσίβλητος 1 κλήθηκε να υιοθετήσει με όρκο την ένορκη δήλωση του, κάτι που μπορούσε να κάμει. Η αντεξέτασή του ήταν θέμα εκλογής της άλλης πλευράς που επέλεξε να αντεξετάσει. Το γεγονός ότι δε δόθηκε ειδοποίηση αντεξέτασης του εφεσιβλήτου 1 δεν επηρεάζει τη μαρτυρία που προέκυψε από την αντεξέταση.

(γ)   Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που προέκυψε από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος και της αντεξέτασης του εφεσιβλήτου 1. Το Δικαστήριο αφού αντιπαρέθεσε τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών που είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε πλήρης έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους του εφεσείοντος που δεν απέδειξε “εκ πρώτης όψεως υπόθεση”.

     Η αντιδιαστολή των δύο εκδοχών και η έλλειψη μαρτυρίας που θα μπορούσε να εξουδετερώσει τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, θα καθιστούσε ανασφαλή την κατάληξη σε συμπέρασμα δημιουργίας “εκ πρώτης όψεως υπόθεσης”.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Ζαχαρίου v. Ζαχαρίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 159,

Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383,

Louis Vuitton v. Dermosac Ltd. κ.ά. (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1453,

Μερκή v. Yiannoukas Holiday Inns Limited κ.ά. (1994) 1 A.A.Δ. 736,

[*294]Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646,

Kotsapas Ioannis & Sons Ltd v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317,

Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159,

Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204,

Mine and Quarry Services Ltd. v. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26,

Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ. κ.ά. v. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 28,

Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Παπαμιχαήλ, E.Δ.) που δόθηκε στις 18 Oκτωβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 3040/92) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην.

Γ. Πιττάτζης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Γερολέμου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι με αγωγή που κατεχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου αξίωσαν από τον εφεσείοντα το ποσό των £1.700 για ηλεκτρολογικές εργασίες που είχαν εκτελέσει στο ξενοδοχείο “Renovation Pernera Hotel” προς όφελος του εφεσείοντος.

Η αγωγή που καταχωρήθηκε στις 10/9/1992 είχε ορισθεί αρχικά στις 31/3/1993 και αναβλήθηκε για μνεία στις 14/4/1993 ώστε να καταχωρηθεί έκθεση υπεράσπισης και μετά ξανά στις 28/4/1993 για απόδειξη, εκτός αν μέχρι τότε κατεχωρείτο Έκθεση Υπεράσπισης. Ο εφεσείων παρέδωσε έκθεση γεγονότων στο [*295]δικηγόρο του για την ετοιμασία της Έκθεσης Υπεράσπισης στις 16/4/1993, αλλά επειδή η Έκθεση Υπεράσπισης δεν καταχωρήθηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου μέχρι τις 28/4/1993, σε εκείνη την ημερομηνία εκδόθηκε απόφαση εναντίον του.  Στις 5/5/1993 καταχωρήθηκε η αίτηση για παραμερισμό της απόφασης βάσει της Δ.17, θ.10 και Δ.26, θ.14 η οποία όμως απορρίφθηκε στις 18/10/1993. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης.

Προς υποστήριξη της αίτησης για την ακύρωση της απόφασης καταχωρήθηκε μια ένορκη δήλωση από τον εφεσείοντα και μια από τον εφεσίβλητο 1. Περιληπτικά είναι η θέση του εφεσείοντος ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν συμβληθεί μαζί του αλλά με την εταιρεία “Pernera Beach Hotel Appartments Ltd.” ή και με την εταιρεία “D. Scaros Hoteliers Ltd.”, ότι δεν είχαν εκτελέσει εργασίες ύψους £1.000 και ότι είχαν επιτύχει με ψευδείς παραστάσεις την έκδοση προς όφελος τους ενός διατακτικού από το Μηχανικό του έργου ο οποίος όταν διαπίστωσε την απάτη, ακύρωσε το διατακτικό. Αναφορικά με τα περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση της απόφασης ο εφεσείων ανέφερε ότι είχε δοθεί έκθεση γεγονότων στο δικηγόρο του στις 16/4/1993 για να ετοιμάσει την Έκθεση Υπεράσπισης. Η Έκθεση Υπεράσπισης ετοιμάστηκε αλλά παρουσιάστηκε για καταχώριση στις 29/4/1993, μια μέρα μετά την έκδοση της απόφασης. Η σχετική αίτηση για την ακύρωση της απόφασης καταχωρήθηκε στις 5/5/1993, έξι μέρες μετά την έκδοση της απόφασης. 

Εκ μέρους των εφεσίβλητων, ο εφεσίβλητος 1 με την ένορκη δήλωση του αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος τους οποίους χαρακτήρισε ως αόριστους και υποβολιμαίους προσθέτοντας ότι δεν ανταποκρίνονται προς την αλήθεια.

Ο εφεσείων δεν αντεξετάσθηκε πάνω στο περιεχόμενο της ένορκης του δήλωσης.  Αντίθετα ο εφεσίβλητος 1 αντεξετάσθηκε αναφορικά με το περιεχόμενο της δικής του ένορκης δήλωσης.  Από την αντεξέταση προέκυψαν στοιχεία τα οποία σχετίζονται άμεσα με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος που αναφέρονται στους λόγους για τους οποίους επιζητείται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσίβλητος 1 ισχυρίσθηκε ότι τη σχετική συμφωνία  την σύναψε με τον εφεσείοντα και πήρε από τον ίδιο ένα ποσό υπό τύπο προκαταβολής για το οποίο εξέδωσε σχετική απόδειξη στο όνομα του εφεσείοντος ενώ η έκδοση διατακτικού πληρωμής έγινε από το Μηχανικό του έργου στην παρουσία του εφεσείοντος. Οι εργασίες που περιορίζο[*296]νταν σε επέκταση της ηλεκτρικής εγκατάστασης διεξήγονταν κάτω από την επίβλεψη του Μηχανικού του έργου.  Ο εφεσίβλητος 1 ουδέποτε κλήθηκε να αλλάξει υλικά που δεν είχε εγκρίνει η Αρχή Ηλεκτρισμού.

Ο εφεσείων προβάλλει ως λόγους έφεσης ότι

(α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε δεχθεί τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος που συμπεριλαμβάνονται στην ένορκη του δήλωση, αφού δεν αντεξετάσθηκε πάνω στο περιεχόμενο της,

(β)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς δέχθηκε γεγονότα και ζωντανή μαρτυρία εκτός από τις ένορκες δηλώσεις, χωρίς να δοθεί ειδοποίηση για αντεξέταση και

(γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε εκ πρώτης όψεως υπόθεση στην προβληθείσα εναντίον του απαίτηση.

(α)  Αναφορικά με τον πρώτο λόγο της έφεσης ότι δηλ. το Δικαστήριο έπρεπε να είχε δεχθεί τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος αφού δεν υπήρξε αντεξέταση, ο γενικός κανόνας είναι ότι η παράλειψη αντεξέτασης ενός μάρτυρα πάνω σε ένα ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του μπορεί να εκληφθεί ως αποδοχή της μαρτυρίας του. (Ίδε Phipson on Evidence, 12η Έκδοση, παράγραφος 1593, σ. 687. Ίδε επίσης Ζαχαρίου v. Ζαχαρίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 159.) Στην υπόθεση Adidas v. Jonitexo (1987) 1 C.L.R. 383, τονίστηκε ότι η μη υποβολή της θέσης του εναγομένου στους μάρτυρες του ενάγοντος και η μη αντεξέταση των μαρτύρων του ενάγοντος δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι η εκδοχή του εναγομένου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Η αποδοχή της θέσης του εναγομένου ή όχι θα αποφασιστεί αφού ληφθεί υπ’ όψη η φύση των ισχυρισμών όπως επίσης και οι λόγοι που οδήγησαν στην μη αντεξέταση.

Στην παρούσα περίπτωση δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος. Στη σχετική απόφαση αναφέρεται ρητά ότι αφού ο εφεσείων δεν αντεξετάσθηκε οι ισχυρισμοί του παρέμειναν αναντίλεκτοι. Το Δικαστήριο ακολούθως προχώρησε στην αξιολόγηση των ισχυρισμών αυτών σε σχέση με τη μαρτυρία που προέκυψε από την αντεξέταση του εφεσίβλητου 1. Η παράλειψη αντεξέτασης δεν εξυπακούει ότι η μαρτυρία που δίνεται μπορεί [*297]να γίνει αποδεκτή στη μορφή που παρουσιάζεται και να  οδηγήσει στην εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων χωρίς την αξιολόγηση της μαρτυρίας της άλλης πλευράς. Αντίθετα το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση των δύο εκδοχών για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.

(β)  Αναφορικά με το δεύτερο λόγο έφεσης, είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την αντεξέταση του εφεσίβλητου 1 άνκαι δεν είχε κληθεί για αντεξέταση και επιπρόσθετα έλαβε υπ’ όψη του στοιχεία που προέκυψαν από την αντεξέταση που δεν περιέχονται στην ένορκη του δήλωση.

Η αίτηση για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης βασιζόταν πάνω στις πρόνοιες της Δ.48. Σύμφωνα με το Θ.4 της πιο πάνω Διαταγής σε περιπτώσεις ύπαρξης σύγκρουσης ισχυρισμών στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται, το βάρος της απόδειξης το έχει ο αιτητής. Η απόδειξη των ισχυρισμών του αιτητή γίνεται με την παράθεση προφορικής μαρτυρίας, που δεν περιορίζεται στα πρόσωπα που έχουν προβεί στις ένορκες δηλώσεις. Όμως η μαρτυρία που προσφέρεται πρέπει να συνάδει με τους κανόνες του Δικαίου της Απόδειξης. Έτσι εξ ακοής μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. (Ίδε Louis Vuitton v. Dermosac Ltd. και Άλλης (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453.)

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων-αιτητής υιοθέτησε με όρκο την ένορκη του δήλωση και δεν αντεξετάσθηκε. Ακολούθως ο εφεσίβλητος υιοθέτησε με όρκο την ένορκη του δήλωση και αντεξετάσθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντος. Ο τελευταίος δεν ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση για αντικανονική λήψη μαρτυρίας. Αντίθετα προχώρησε στην αντεξέταση του εφεσίβλητου 1 και το παράπονο του τώρα βασίζεται πάνω στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που προέκυψαν από την πιο πάνω αντεξέταση.

Έχει τονισθεί στην υπόθεση Μερκής v. Yiannoukas Holiday Inns Limited (1994) 1 Α.Α.Δ. 736 ότι σε αιτήσεις παραμερισμού πρωτοδίκων αποφάσεων δεν είναι ανάγκη να προσφέρεται ζωντανή μαρτυρία και τα δικαστήρια μπορούν να στηρίζονται στις ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται εκ μέρους των διαδίκων. Όμως από τη στιγμή που ένα πρόσωπο που έχει προβεί σε ένορκη δήλωση και αντεξετάζεται, η μαρτυρία του δεν μπορεί να παραγνωριστεί.  Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος όπως επίσης και τη μαρτυρία που προέκυψε από την αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε ο εφεσίβλητος από το [*298]δικηγόρο του εφεσείοντος. Ο εφεσίβλητος 1 κλήθηκε να υιοθετήσει με όρκο την ένορκη δήλωση του, κάτι που μπορούσε να κάμει. Η αντεξέταση του ήταν θέμα εκλογής της άλλης πλευράς, που επέλεξε να αντεξετάσει. Το γεγονός ότι δεν δόθηκε ειδοποίηση αντεξέτασης του εφεσίβλητου 1 δεν επηρεάζει τη μαρτυρία που προέκυψε από την αντεξέταση.

(γ)  Σχετικά με τον τρίτο λόγο έφεσης είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι δεν απέδειξε εκ πρώτης όψεως υπόθεση έχοντας υπ’ όψη το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης που επισυνάφθηκε στην ένορκη του δήλωση και παρέμεινε αναντίλεκτη αφού δεν υπήρξε αντεξέταση.

Οι αρχές που διέπουν τον παραμερισμό μιας απόφασης που εκδόθηκε από ένα πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν καθορισθεί στην Αγγλική απόφαση Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, και έχουν υιοθετηθεί στις Κυπριακές Αποφάσεις Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317, Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ. v. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 28 και Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941.

Η γενική αρχή του δικαίου όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι ότι για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ’ όψη από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών.  Όμως η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγους για την απόρριψη της αίτησης. (Mine and Quarry Services Ltd. v. Γεωργίου (Μαύρου) και Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης πιο πάνω.)

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που προέκυψε από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντος και της αντεξέτασης του εφεσίβλητου 1. Το Δικαστήριο αφού αντιπαράθεσε τους [*299]ισχυρισμούς των δύο πλευρών που είναι εκ διαμέτρου αντίθετες και αφού έλαβε υπ’ όψη και τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος ότι π.χ. η έκδοση του διατακτικού πληρωμής από το Μηχανικό του έργου ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και ότι οι εφεσίβλητοι κλήθηκαν να αλλάξουν υλικά μετά την έκδοση του διατακτικού από το Μηχανικό του έργου (ισχυρισμοί που αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία αφού δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από το Μηχανικό του έργου), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε πλήρης έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους του εφεσείοντος που δεν απέδειξε “εκ πρώτης όψεως υπόθεση”. Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Η αντιδιαστολή των δύο εκδοχών και η έλλειψη μαρτυρίας, που θα μπορούσε να εξουδετερώσει τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων, θα καθιστούσε ανασφαλή την κατάληξη σε συμπέρασμα δημιουργίας “εκ πρώτης όψεως υπόθεσης”.

Συνεπακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο