Σολωμού Kαλομοίρα Σάββα ν. Eταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 300

(1998) 1 ΑΑΔ 300

[*300]19 Φεβρουαρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΑΛΟΜΟΙΡΑ ΣΑΒΒΑ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγόμενη,

v.

ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ VINEYARD VIEW TOURIST ENTERPRISES LTD,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9798)

 

Συμβάσεις — Παράβαση σύμβασης για πώληση γης μεταξύ φυσικού προσώπου και εταιρείας (αγοραστών), με μετόχους και διευθυντές δημόσιους εκπαιδευτικούς — Υπογραφή της επίδικης συμφωνίας από διευθυντή της εταιρείας μετά από εξουσιοδότηση της εταιρείας — Παράλειψη μεταβίβασης — Κρίθηκε πρωτόδικα ότι η συμφωνία δεν είχε υπογραφεί δεόντως και δεν μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρη και να εφαρμοστεί — Απόρριψη αιτήματος αγοραστών για ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και αποζημιώσεις — Διαταγή για επιστροφή στους αγοραστές του ποσού που κατέβαλαν — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης από το Εφετείο.

Συμβάσεις — Παράβαση σύμβασης για πώληση γης — Προβολή υπεράσπισης για άσκηση υπαρκτής (actual) ψυχικής πίεσης και τεκμαρτής (presumed) ψυχικής πίεσης επί της ιδιοκτήτριας της γης, η οποία παραβίασε τη σύμβαση — Ποίες οι προϋποθέσεις για επιτυχία της εν λόγω υπεράσπισης.

Έφεση — Κατά πρωτόδικης απόφασης που κήρυξε άκυρη γραπτή σύμβαση για πώληση γης — Ισχυρισμός για παρανομία — Δυνατότητα έγερσης του θέματος της παρανομίας στην έφεση, εφ’ όσον τα σχετιζόμενα με την παρανομία γεγονότα ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Δικαιοδοσία πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογεί τη μαρτυρία και να καταλήγει σε ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

[*301]Εταιρείες — Συνιστούν ανεξάρτητη νομική οντότητα ξεχωριστή από τους μετόχους τους — Η έκδοση πιστοποιητικού σύστασης της εταιρείας σηματοδοτεί τη νομική της ύπαρξη (Άρθρο 17(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113) — Σύναψη σύμβασης για αγορά γης από εταιρεία, στη διοίκηση της οποίας συμμετείχαν εκπαιδευτικοί λειτουργοί, κατά παράβαση του Άρθρου 52 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/69) — Κατά πόσο η συμμετοχή των εν λόγω λειτουργών στη διοίκηση της εταιρείας μετέτρεψε σε παράνομους τους σκοπούς της σύμβασης — Τι πρέπει να εξετάζει το Δικαστήριο όταν προβάλλεται η υπεράσπιση της παρανομίας — Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Εταιρείες — Συμμετοχή στη διοίκηση εταιρείας εκπαιδευτικών λειτουργών — Αντίκειται προς το Άρθρο 54 του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/69).

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Κατά πόσο το Άρθρο 52(1) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69), παραβιάζει τα Άρθρα 23.1, 21.2 και 26 του Συντάγματος.

Λέξεις και Φράσεις — “Έλλειψη στο διορισμό ή στα προσόντα” συμβούλου εταιρείας στο Άρθρο 174 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 — Σχετίζονται με μικρολάθη ή παρατυπίες στο διορισμό και όχι με ολική απουσία διορισμού και ακόμη λιγότερο με δόλια υφαρπαγή εξουσίας.

Δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 5.9.88, η εφεσείουσα - εναγόμενη πώλησε στην εφεσίβλητη - ενάγουσα εταιρεία, ένα κτήμα έναντι του τιμήματος των Λ.Κ.88.000. Το πωλητήριο έγγραφο κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Η εφεσίβλητη κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ.79.750 και ανέλαβε κατοχή του επίδικου κτήματος με την υπογραφή του εγγράφου. Βάσει του εγγράφου ήταν υποχρέωση της εφεσείουσας να μεταβιβάσει το επίδικο κτήμα επ’ ονόματι της εφεσίβλητης μετά την εξόφληση του τιμήματος. Η εφεσείουσα αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο Κτηματολόγιο και να μεταβιβάσει στην εφεσίβλητη το κτήμα, όπως της είχε ζητηθεί με σχετικές επιστολές της εφεσίβλητης. Η εφεσίβλητη κίνησε αγωγή με την οποία εξαιτείτο ειδική εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας δυνάμει του Κεφ. 232 με την καταβολή του υπόλοιπου τιμήματος. Διαζευκτικά, η εφεσίβλητη ζήτησε να καταδικαστεί η εφεσείουσα στην πληρωμή του ποσού των Λ.Κ.79.750, ποσό το οποίο έλαβε η εφεσείουσα και του ποσού των Λ.Κ.320.250 ως αποζημιώσεις, [*302]αφού υπολόγισε την αξία του κτήματος στις Λ.Κ.400.000.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε τη νομική ισχύ της επίδικης συμφωνίας ισχυριζόμενη ότι:

(α)   Τρεις από τους τέσσερις μετόχους και διευθυντές της εφεσίβλητης ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο δημόσιοι εκπαιδευτικοί και δεν εδικαιούντο βάσει του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν.10/69) να υπηρετούν αμέσως ή εμμέσως στη διοίκηση εταιρείας ιδιωτικής φύσης ή να κατέχουν μετοχές και δεν εδικαιούντο να αποκτήσουν οιανδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία χωρίς την εξασφάλιση άδειας του Υπουργού των Οικονομικών.  Δεν υπήρχε ειδική απόφαση της εταιρείας για την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, ούτε και απόφαση και εξουσιοδότηση για το σκοπό της υπογραφής της, με συνέπεια η υπογραφή του εγγράφου εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας από το Μ.Ε.1 (ο οποίος ήταν ένας από τους διευθυντές και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο δημόσιος εκπαιδευτικός), να καθιστά το έγγραφο άκυρο.

(β)   Η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη, επειδή, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων της εφεσείουσας, υπεγράφη από αυτή κατόπιν εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης και ανοικείου επιρροής ή δόλου του συζύγου της με σύμπραξη της εφεσίβλητης και/ή των διευθυντών της.

(γ)   Η δικαιοπραξία αυτή όπως συνετελέσθη, αποτελεί ασυνείδητο συναλλαγή εκ μέρους του διευθυντή Μ.Ε.1 ή των διευθυντών της εφεσίβλητης γενικότερα και του συζύγου της εφεσείουσας.

Επίσης, με ανταξίωση, η εφεσείουσα επεδίωξε δήλωση του Δικαστηρίου ότι το πωλητήριο έγγραφο ήταν άκυρο, ανίσχυρο, μη δεσμευτικό και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας περί υπαρκτής (actual) ψυχικής πίεσης και τεκμαρτής (presumed) ψυχικής πίεσης.  Περαιτέρω η απόρριψη της μαρτυρίας των εκτιμητών των δύο πλευρών οδήγησε στην απόρριψη της υπεράσπισης της ασυνείδητης συνδιαλλαγής, επειδή δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει τιμή πώλησης ουσιωδώς κατώτερη της πραγματικής.  Αναφορικά με την υπεράσπιση της παρανομίας και την εκπροσώπηση της εφεσίβλητης από το Μ.Ε.1, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η απαγόρευση του Άρθρου 52 του Ν.10/69 σε σχέση με τη δυνατότητα συμμετοχής εκπαιδευτικού λειτουργού στη διοί[*303]κηση εταιρείας είναι απόλυτη και δεν υπόκειται σε δυνατότητα παρέκκλισης, όπως διαφαίνεται στις λοιπές απαγορεύσεις του Άρθρου 52, του Άρθρου 53 ή του Άρθρου 54.  Συνεπώς θεώρησε ότι η επίδικη συμφωνία δεν έχει υπογραφεί δεόντως από την εφεσίβλητη και δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη και να εφαρμοστεί.  Συνεπακόλουθα το αίτημα για ειδική εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας και η απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων απορρίφθηκαν.  Εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των Λ.Κ.79.750 και περαιτέρω έγινε δεκτή η ανταξίωση και ακυρώθηκε η συμφωνία.

Και οι δύο πλευρές επεδίωξαν τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης:

Λόγοι έφεσης:

(α)     Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι κακώς και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να επιστρέψει στην εφεσίβλητη το ποσό των Λ.Κ.79.750. Ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει και να αποφασίσει ότι και η σύσταση της εταιρείας καθώς και η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη. Οι τρεις εκπαιδευτικοί λειτουργοί παρανόμως ενεργούσαν ως διευθυντές της εφεσίβλητης εταιρείας και όλες οι πράξεις τους δεν ήταν μόνο άκυρες αλλά και παράνομες και εφόσον ενεργούσαν εναντίον των ρητών διατάξεων του Νόμου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να διατάξει την πληρωμή του ποσού. Η εφεσίβλητη αντέτεινε ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το όλο θέμα επικεντρώθηκε στην καταλληλότητα της εκπροσώπησης της εφεσίβλητης εταιρείας στην υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, ενώ στην έφεση, η εφεσείουσα επιζητεί να επεκτείνει τον ισχυρισμό για παρανομία, ισχυριζόμενη παράνομη σύσταση της εφεσίβλητης εταιρείας, ενώ δε δικαιούται να εισαγάγει νέους ισχυρισμούς σ’ αυτό το στάδιο.

(β)     Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν πίστεψε την εφεσείουσα. Αυτό το εύρημα προσβάλλεται σε συνάρτηση με την απόρριψη της υπεράσπισης της ψυχικής πίεσης και της υπεράσπισης της τεκμαρτής (presumed) ψυχικής πίεσης.

(γ)     Η απόρριψη της μαρτυρίας του εκτιμητή της εφεσείουσας είναι εσφαλμένη.

Λόγοι αντέφεσης:

Προσβάλλονται ως εσφαλμένα:

[*304](α)      Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο είχε διαπιστωθεί ότι η επίδικη συμφωνία δεν είχε υπογραφεί δεόντως από την εφεσίβλητη εταιρεία και ότι κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη συμφωνία ή/και ότι ο άνθρωπος που εξουσιοδοτήθηκε για να υπογράψει τη συμφωνία δεν μπορούσε να “εκπροσωπήσει” την εταιρεία λόγω των προνοιών του Άρθρου 52(1) του Νόμου 10/69.

(β)     Το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο είχε απορριφθεί η μαρτυρία του εκτιμητή της εφεσίβλητης.

(γ)     Η δοθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμηνεία του Άρθρου 52(1) του Νόμου 10/69 αφού παραβιάζει τα Άρθρα 23.1, 21.2 και 26 του Συντάγματος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση για τους εξής λόγους:

(α)     Σύμφωνα με τη νομολογία, από τη στιγμή που τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με την παρανομία στη σύσταση της εταιρείας ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα μπορούσε να εγείρει αυτό το λόγο έφεσης.

     Υπό το φως του Άρθρου 17(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, η σύσταση της εταιρείας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη.

     Πριν από την έκδοση του πιστοποιητικού σύστασής της, η εταιρεία δεν είχε νομική ύπαρξη. Μετά από την έκδοσή του η εταιρεία έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα και αποτελεί ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα ξεχωριστή από τους μετόχους της. Μέρη της επίδικης συμφωνίας ήταν η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη εταιρεία. Κατά την εξέταση της υπεράσπισης της παρανομίας αυτό που πρέπει να εξετάζεται είναι οι σκοποί μιας σύμβασης. Πρόκειται για συμφωνία μεταξύ εταιρείας και φυσικού προσώπου για αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας. Η συμφωνία δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε παράνομο σκοπό εντός της εννοίας του Άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Η κατά παράβαση του Άρθρου 52 του Νόμου 10/69, συμμετοχή των τριών εκπαιδευτικών στη Διοίκηση της εταιρείας και οποιαδήποτε άλλη παράβαση του Νόμου, δε μετατρέπει σε παράνομους τους σκοπούς, μιας καθόλα νόμιμης συμφωνίας, την οποία έχει συνάψει η εταιρεία.

(β)     Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν κα[*305]ταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό, στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

     Για να επιτύχει η υπεράσπιση της ψυχικής πίεσης εκ μέρους τρίτου προσώπου πρέπει, είτε να φαίνεται ότι το τρίτο πρόσωπο - εδώ ο σύζυγος - ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του άλλου μέρους, ή ότι το άλλο μέρος είχε πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση (“actual or constructive notice”) της ψυχικής πίεσης.

     Μια αξίωση για ακύρωση μιας συναλλαγής κατ’ επίκληση τεκμαρτής (presumed) ψυχικής πίεσης, δεν μπορεί να πετύχει, εκτός αν ο επικαλούμενος την ακύρωση αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη συναλλαγή είναι έκδηλα μειονεκτική γι’ αυτόν (“manifestly disadvantageous”). Δεν υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία αντανακλά την ορθή νομική θέση.

(γ)     Δε διαπιστώθηκε οποιοδήποτε σφάλμα σ’ αυτό το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η αντέφεση απορρίφθηκε για τους εξής λόγους:

(α)     Η παράβαση του Άρθρου 52 του Νόμου 10/69 δεν αποτελεί “έλλειψη στο διορισμό ή προσόντα” εντός της έννοιας του Άρθρου 174 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Επομένως η πράξη της εξουσιοδότησης αποτελεί πράξη των Διευθυντών η οποία δεν εμπίπτει εντός της εμβέλειας του Άρθρου 174 του Κεφ. 113 και σαν τέτοια, στερείται εγκυρότητας. Ακολουθεί πως δεν υπάρχει έγκυρη εξουσιοδότηση της εταιρείας για την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας. Η εκπροσώπηση της εταιρείας κατά την υπογραφή της συμφωνίας δεν ήταν έγκυρη και αυτό ισοδυναμεί με απουσία υπογραφής της συμφωνίας από την εφεσίβλητη. Δεν υπάρχει επομένως έγκυρη γραπτή συμφωνία η οποία μπορεί να τύχει ειδικής εκτέλεσης δυνάμει του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία αρνήθηκε τη χορήγηση ειδικής εκτέλεσης, επικυρώνεται, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό.

[*306](β)      Ο λόγος αυτός της αντέφεσης στερείται βάσεως και απορρίπτεται.

(γ)     Η συμμετοχή στη διοίκηση μιας εταιρείας και μάλιστα εταιρείας όπως η παρούσα, της οποίας οι σκοποί καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα λειτουργιών, προϋποθέτει αφιέρωση σημαντικού χρόνου. Αυτό αντίκειται προς το Άρθρο 54 του Νόμου 10/69 το οποίο προνοεί ότι το σύνολο του χρόνου του εκπαιδευτικού λειτουργού τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας και ότι δεν επιτρέπεται στους εκπαιδευτικούς να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή επιτήδευμα ή να ασχολούνται ή να μετέχουν σε οποιαδήποτε εργασία ή επιχείρηση.  Το να παραμένουν οι εκπαιδευτικοί απερίσπαστοι στο εκπαιδευτικό τους έργο και να αφιερώνουν το σύνολο του χρόνου τους στην εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, αποτελεί θέμα ύψιστου δημοσίου συμφέροντος. Χαλάρωση, αυτής της νομοθετικής επιταγής, θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την παιδεία. Η περίπτωση είναι τέτοια που το ατομικό συμφέρον, στην προάσπιση του οποίου στοχεύουν τα Άρθρα 23.1, 21.2 και 26 του Συντάγματος, πρέπει να υποταχθεί στο δημόσιο συμφέρον. Το Άρθρο 52(1) του Νόμου 10/69 δεν παραβιάζει τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος.

     Το νομικό καθεστώς, το οποίο διέπει τη σύσταση, λειτουργία και νομική οντότητα των εταιρειών, δεν αποτελεί νόμιμη και ικανοποιητική δικαιολογία για την καταστρατήγηση των Άρθρων 52 και 54 του Νόμου 10/69. Δε δημιουργεί πρόσχημα για παραγκώνιση των παραπάνω προνοιών του Νόμου.

Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Frangos v. Limited Liability Partnership “Prasino Livadhi” (1978) 1 J.S.C. 48,

Snell v. Unity Finance Ltd [1963] 3 All E.R. 507,

Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Coudounaris Food Products Ltd κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 672,

Salomon v. Salomon Co. Ltd [1897] A.C. 22,

Farrar v. Farrars Ltd [1888] 14 Ch. D. 395,

Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,

[*307]Charalambides v. Hadjisoteriou & Son a.ο. (1975) 1 C.L.R. 269,

Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 A.A.Δ. 340,

Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,

Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,

Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396,

Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246,

Mylonas a.ο. v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77,

Sakellarides v. Papasavva a.ο. (1966) 1 C.L.R. 261,

Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207,

Barclays Bank Plc v. O’Brien [1994] 1 A.C. 180,

National Westminster Bank Plc v. Morgan [1983] 3 All E.R. 85,

Goldsworthy v. Brickell [1987] Ch. 378,

Morris v. Kanssen a.ο. [1946] A.C. 459,

Hadjikyriakou v. Republic (No. 1) (1968) 3 C.L.R. 1,

Iordanou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 696,

Board for the Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640.

Έφεση και Αντέφεση.

Έφεση και αντέφεση κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Xατζηχαμπή, Π.E.Δ. και Ψαρά-Mιλτιάδου, E.Δ.) που δόθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 636/93) με την οποία η εναγόμενη διατάχθηκε να πληρώσει στην ενάγουσα το ποσό των £79.750 ως ποσό το οποίο έλαβε η ίδια  από την ενάγουσα δυνάμει συμφωνίας για την πώλησή του κτήματός της σε αυτή και απερρίφθηκε η ανταξίωση της ενάγουσας για ειδική εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας και για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.

[*308]Ε. Κορακίδης, για την Εφεσείουσα.

Α. Εύζωνας με Π. Ιωαννίδη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, ημερ. 5.9.88, η εφεσείουσα-εναγομένη (“η εφεσείουσα”) πώλησε στην εφεσίβλητη-ενάγουσα (“η εφεσίβλητη”) το κτήμα με αρ. εγγραφής 41132, έκτασης 1 εκταρίου, 1 δεκαρίου και 372 τ.μ. Φυλ/Σχ. 45/25, Τεμ. 21/1/7 στο χωριό Πέγεια (“το κτήμα”) έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος των Λ.Κ.88,000.

Το πιο πάνω πωλητήριο έγγραφο κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου σύμφωνα με τις διάταξεις του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Η εφεσίβλητη έναντι του συνολικού τιμήματος κατέβαλε το ποσό των £79.750 και ανέλαβε κατοχή του επίδικου κτήματος με την υπογραφή του εγγράφου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του. Βάσει του εγγράφου ήταν υποχρέωση της εφεσείουσας να μεταβιβάσει το επίδικο κτήμα επ’ ονόματι της εφεσίβλητης ή άλλου προσώπου που θα υποδείκνυε η τελευταία μετά την εξόφληση του τιμήματος.

Η εφεσείουσα αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο Κτηματολόγιο και να μεταβιβάσει στην εφεσίβλητη το κτήμα αφού λάβει οποιοδήποτε υπόλοιπο - όπως της είχε ζητηθεί με σχετικές επιστολές της εφεσίβλητης ημερ. 29.1.93 και 11.2.93. Η συνέπεια της άρνησης της εφεσείουσας ήταν η έγερση αγωγής με την οποία η εφεσίβλητη εξαιτείτο ειδική εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας δυνάμει του Κεφ. 232 με την  καταβολή του υπολοίπου τιμήματος.  Αν δεν ήταν δυνατή η έκδοση διατάγματος για ειδική εκτέλεση η εφεσίβλητη, βασιζόμενη στην αξία του κτήματος κατά το χρόνο της παράβασης, η οποία σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης ήταν της τάξης των  £400.000, ζήτησε να καταδικασθεί η εφεσείουσα στην πληρωμή του ποσού αυτού, ως ακολούθως:

(α)       £79.750 ποσό το οποίο έλαβε η εφεσείουσα ως ανωτέρω, και

(β)       £320.250 ως αποζημιώσεις.

[*309]Η έκθεση υπεράσπισης και η ανταπαίτηση.

Με το πιο πάνω δικόγραφο της η εφεσείουσα αμφισβήτησε τη νομική ισχύ της επίδικης συμφωνίας. Το πραγματικό βάθρο της αμφισβήτησης αποτελείτο από τα πιο κάτω:

Η εφεσίβλητη ενεγράφη την 1.9.88 και μέτοχοι και διευθυντές αυτής είναι και ήταν ο Γεώργιος Γιάννακας, Αγάπιος Παπαγαπίου και Φώτος Γιάννακας. Όλα τα πιο πάνω πρόσωπα είναι δημόσιοι εκπαιδευτικοί και δεν δικαιούνται βάσει του Νόμου (ο σχετικός Νόμος είναι ο περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος, 1969 (Ν. 10/69) να υπηρετούν αμέσως ή εμμέσως στη διοίκηση εταιρείας ιδιωτικής φύσης ή να κατέχουν μετοχές και δεν δικαιούνται να αποκτήσουν οιανδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία χωρίς προηγουμένως άδεια του Υπουργού των Οικονομικών. Δεν υπήρχε ειδική απόφαση της εταιρείας για την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, ούτε και απόφαση και εξουσιοδότηση για το σκοπό της υπογραφής της με συνέπεια η υπογραφή του εγγράφου εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας από τον Γεώργιο Γιάννακα να καθιστά το έγγραφο άκυρο.

Οι υπόλοιπες κύριες θέσεις της υπεράσπισης της εφεσείουσας συνοψίζονται ως πιο κάτω:

(α)       Η επίδικη συμφωνία ήταν άκυρη επειδή λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών περιστάσεων της εφεσείουσας υπογράφη από αυτή κατόπιν εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης και ανοικείου επιρροής ή δόλου του συζύγου της με σύμπραξη της εφεσίβλητης και/ή των διευθυντών της.

(β)       Η δικαιοπραξία αυτή όπως συνετελέσθη αποτελεί ασυνείδητο συναλλαγή εκ μέρους του διευθυντή Γεώργιου Γιάννακα ή των διευθυντών της εφεσίβλητης γενικότερα ή του συζύγου της εφεσείουσας.

Με σχετική ανταξίωσή της η εφεσείουσα επεδίωξε, ανάμεσα σ’ άλλα, δήλωση του δικαστηρίου ότι το πωλητήριο έγγραφο, ημερ. 5.9.88, μεταξύ των διαδίκων δια την πώληση του επιδίκου κτήματος ήταν άκυρο, ανίσχυρο, μη δεσμευτικό και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.

Οι πιο κάτω ισχυρισμοί αποτέλεσαν το βάθρο της υπεράσπισης που αναφέρεται στην παράγ. (α) πιο πάνω:

[*310]Η εφεσείουσα γεννήθηκε το 1970 και ενώ ήταν στην Β τάξη του Λυκείου διέκοψε το σχολείο αφού αρραβωνιάστηκε το Σάββα Τζιωνή, τον οποίο και παντρεύτηκε στις 19.9.87. Μετά το γάμο της ο σύζυγος της την πίεζε να πωλήσει το επίδικο κτήμα της και επειδή αυτή και ο πατέρας της δεν δέχονταν οξύνθηκαν οι σχέσεις τους και ο σύζυγος της έπαυσε να έχει οποιαδήποτε σχέση με τους γονείς της. Την ίδια δε την κακομεταχειριζόταν, την κτυπούσε βάναυσα επειδή αρνιόταν να πωλήσει το κτήμα της με συνέπεια να αποβάλει και να πέσει σε κατάθλιψη γενομένη έρμαιο του συζύγου της. Κατόπιν απειλών του συζύγου της (2-3 μήνες πριν την υπογραφή του εγγράφου) ότι θα σκότωνε την ίδια και τον πατέρα της την μετέφερε σ’ ένα γραφείο, υπέγραψε μια συμφωνία η οποία αργότερα διεφάνη ότι επρόκειτο για συμφωνία που υπέγραψαν τα άτομα που θα αποτελούσαν την εφεσίβλητη εταιρεία προσωπικά, ενόψει της μη σύστασης της εταιρείας ( είναι το Τεκμήριο 12). Εν πάση περιπτώσει και πάλι με τις ίδιες συνθήκες η εφεσείουσα την 5.9.88 υπέγραψε το επίδικο έγγραφο.

Η υπαιτιότητα της εφεσίβλητης εστιάζεται, κατά την εφεσείουσα, σε δόλο, λεπτομέρειες του οποίου παρατίθενται στην έκθεση υπεράσπισης.

Η μαρτυρία.

Η υπόθεση της εφεσίβλητης βασίσθηκε κυρίως πάνω στην μαρτυρία του Γεώργιου Γιάννακα (Μ.Ε.1), διοικητικού συμβούλου και μετόχου της, και πάνω στην μαρτυρία του Ξενοφώντος Στεφάνου, εκτιμητή ακινήτων. Ο τελευταίος έχει προβεί σε εκτίμηση σχετικά με το επίδικο κτήμα για την αξία του το 1992 και τέλος του 1995. Μαρτυρία δόθηκε και από τον Άγγελο Παπαγαπίου (Μ.Ε.3) δικηγορικό υπάλληλο. Ο τελευταίος με εντολή των διαδίκων ετοίμασε τη συμφωνία και υπέγραψε σαν μάρτυρας.

Η υπόθεση της υπεράσπισης βασίσθηκε κυρίως πάνω στη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας και στη μαρτυρία του εκτιμητή ακινήτων, Γεώργιου Γεωργιάδη (Μ.Υ.3).

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκαμε αναφορά στη μαρτυρία, προχώρησε στην αξιολόγηση της. Έκαμε, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του, δεκτή τη μαρτυρία του Γιάννακα (Μ.Ε.1) και Παπαγαπίου (Μ.Ε.3). Δεν δέχθηκε το μέρος της μαρτυρίας της εφεσείουσας που σχετιζόταν με τον ισχυριζόμενο εξαναγκασμό της από το σύζυγό της να υπογράψει την [*311]επίδικη συμφωνία.

Σε σχέση με την μαρτυρία των δύο εκτιμητών το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι οι δύο εκτιμητές δεν διεξήγαγαν την έρευνα τους στα πλαίσια των αρχών που έχουν διατυπωθεί από τη νομολογία. Περαιτέρω παρατήρησε ότι και οι δύο μάρτυρες ηθελημένα επέλεξαν να συσκοτίσουν εκείνα τα σημεία τα οποία, αν αποκαλύπτονταν, δεν θα ήταν επωφελή για την πλευρά που τους κάλεσε και αυτή η σκιά της υποψίας στην μαρτυρία τους την καθιστά αναξιόπιστη.

Διαπιστώσεις και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τις πιο κάτω διαπιστώσεις:

Η εφεσείουσα γεννήθηκε το 1970 στην Πέγεια και παντρεύτηκε το Σάββα Τζιωνή.  Μετά που η εφεσείουσα και ο σύζυγος της προσέγγισαν το καλοκαίρι στο εξοχικό του στον Κόλπο των Κοραλλίων το Γεώργιο Γιάννακα (Μ.Ε.1) και του κοινοποίησαν την πρόθεση τους να πωλήσουν το επίδικο κτήμα, ο τελευταίος, Δημόσιος Εκπαιδευτικός κατά τον ουσιώδη χρόνο, αφού συνεννοήθηκε μ’ άλλα άτομα και συγκεκριμένα τον Αγάπιο Παπαγαπίου, Φώτο Γιάννακα και Μαρία Κυρίλλου, συμφώνησαν να αγοράσουν το επίδικο κτήμα. Αρχικά ο ίδιος και τα προαναφερθέντα άτομα υπέγραψαν μια συμφωνία με την εφεσείουσα στο γραφείο του Άγγελου Παπαγαπίου στην Πάφο.

Στις 5.9.88 στον ίδιο χώρο υπέγραψαν την επίδικη συμφωνία ο μεν Γιάννακας εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας και η εφεσείουσα.

Εν το μεταξύ την 1.9.88 - είχε ιδρυθεί η εφεσίβλητη εταιρεία με μετόχους τα πιο πάνω πρόσωπα (προσυπογράψαντες το ιδρυτικό έγγραφο - Τεκμήριο 11).  Τα ίδια πρόσωπα ήταν και διευθυντές της εταιρείας. Ο Γεώργιος Γιάννακας με γραπτή εξουσιοδότηση της εταιρείας (Τεκμήριο 10) υπέγραψε εκ μέρους της την επίδικη συμφωνία. Η εφεσείουσα τη μέρα της υπογραφής συνοδευόταν από το σύζυγο της και πριν να υπογραφεί ο Άγγελος Παπαγαπίου (Μ.Ε.3) ετοίμασε το έγγραφο στην παρουσία των μερών αφού τους ρωτούσε και έγραφε σχετικά. Η εφεσείουσα υπέγραψε τη συμφωνία με τη θέληση της και χωρίς οιανδήποτε εξωτερική πίεση. Δεν εδόθη εν πάση περιπτώσει νομική συμβουλή στην εφεσείουσα ούτε της προτάθη από τον Μ.Ε.1. Ο Γε[*312]ώργιος Γιάννακας δεν ζήτησε άδεια από το Υπουργείο Οικονομικών για να είναι μέτοχος και να διορισθεί διευθυντής. Στις 6.9.88 η επίδικη συμφωνία κατατέθηκε από την εφεσίβλητη στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Σταδιακά και σύμφωνα με τις πρόνοιες του εγγράφου εγένοντο οι πληρωμές εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρείας από το Γιάννακα προς την εφεσείουσα στο γραφείο και πάλι του Άγγελου Παπαγαπίου στην Πάφο. Σχετικές αποδείξεις εξεδίδοντο για το συνολικό ποσό των £79.750 και μετά το Σεπτέμβρη του 1990 που ο σύζυγος της την εγκατέλειψε η εφεσείουσα συνέχισε να εισπράττει δόσεις.

Όταν η εφεσίβλητη μέσω επιστολών των δικηγόρων της, ημερ. 4.9.1992 και 29.1.1993, ζήτησε από την εφεσείουσα να παρουσιαστεί στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου για να μεταβιβάσει το επίδικο κτήμα, η τελευταία  δεν ανταποκρίθηκε. Ακολούθησε ακόμη μια επιστολή του δικηγόρου της εφεσίβλητης, ημερ. 24.2.93. Η εφεσείουσα ανταποκρίθηκε θετικά και υπόγραψε και τις σχετικές δηλώσεις της μεταβίβασης. Όταν όμως πληροφορήθηκε το ύψος του ποσού του φόρου ο οποίος της είχε επιβληθεί ζήτησε από την εφεσίβλητη ποσό £7.000 “επιπλέον” για να μπορέσει να πληρώσει το φόρο. Η εφεσίβλητη δέχθηκε αλλά η εφεσείουσα αύξησε το ποσό στις £10.000. Η επόμενη ενέργεια της εφεσίβλητης ήταν να κινήσει την παρούσα διαδικασία.

Σαν αποτέλεσμα της απόρριψης της μαρτυρίας της εφεσείουσας και των πιο πάνω διαπιστώσεων του το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη των ισχυρισμών υπαρκτής (actual) ψυχικής πίεσης και της τεκμαρτής (presumed) ψυχικής πίεσης. Περαιτέρω η απόρριψη της μαρτυρίας των δύο εκτιμητών οδήγησε στην απόρριψη της υπεράσπισης της ασυνείδητης συναλλαγής, επειδή δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει τιμή πώλησης ουσιωδώς κατώτερη της πραγματικής.

Εξετάζοντας την υπεράσπιση της παρανομίας και την εκπροσώπηση της εφεσίβλητης από τον Γεώργιο Γιάννακα το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη τα πιο κάτω δεδομένα τα οποία αποτελούσαν και μέρος των διαπιστώσεών του:

(α)       Από αναντίλεκτη μαρτυρία οι προσυπογράφοντες το καταστατικό μέτοχοι και διευθυντές της εφεσίβλητης εταιρείας ήταν οι 1. Γεώργιος Γιάννακα, 2. Αγάπιος Παπαγαπίου, 3. Φώτος Γιάννακα, 4. Μαρία Κυρίλλου. Πλην του αριθμουμέ[*313]νου 3, Φώτου Γιάννακα, όλοι οι άλλοι ήταν δημόσιοι εκπαιδευτικοί.

(β)       Ο Μ.Ε.1 Γεώργιος Γιάννακας είναι ο μόνος διευθυντής της εφεσίβλητης εταιρείας που υπέγραψε την επίδικη συμφωνία.  Είχε δε προς τούτο σχετική εξουσιοδότηση της εταιρείας. Κατά πάντα προς την υπογραφή της συμφωνίας χρόνο ήταν δημόσιος εκπαιδευτικός.

Η πιο πάνω εξουσιοδότηση προς τον Γεώργιο Γιάννακα  δόθηκε κατά τη συνεδρίαση των συμβούλων της εφεσίβλητης εταιρείας, ημερ. 2.9.88. Παρόντες ήταν τα άτομα που κατονομάζονται στην παραγ. (α) πιο πάνω. Κατά την συνεδρίαση εκείνη αποφασίσθηκε όπως η εταιρεία αγοράσει από την Καλομοίρα Σάββα Σολωμού το επίδικο κτήμα έναντι του ποσού των £88.000. Αποφασίσθηκε “επιπρόσθετα όπως ο κος Γεώργιος Γιάννακας υπογράψει τα σχετικά συμβόλαια καθώς και άλλα έγγραφα για εξασφάλιση των νομίμων συμφερόντων της εταιρείας, καθώς επίσης και να παρουσιαστεί στο Κτηματολόγιο Πάφου για οτιδήποτε αφορά την πιο πάνω πράξη” (βλ. πρακτικό της συνεδρίασης, Τεκ. 10).

Νομική βάση της πιο πάνω υπεράσπισης ήταν τα άρθρα 52 και 53 του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, 1969 (Ν 10/69) τα οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο είχαν ως πιο κάτω:

“52(1)           Ουδείς εκπαιδευτικός λειτουργός επιτρέπεται όπως συμμετέχη αμέσως ή εμμέσως της διοικήσεως οιασδήποτε εταιρείας ή συνεταιρισμού ή άλλης επιχειρήσεως ιδιωτικής φύσεως.

(2)           Ουδείς εκπαιδευτικός λειτουργός επιτρέπεται όπως αμέσως ή εμμέσως αποκτήση ή κατέχη οιανδήποτε μετοχήν ή άλλο συμφέρον εις οιανδήποτε εταιρείαν ή συνεταιρισμόν ή άλλην επιχείρησιν ιδιωτικής φύσεως,η απόκτηση ή κατοχή των οποίων δυνατόν να είναι ασυμβίβαστος προς την εκτέλεσιν των επισήμων αυτού καθηκόντων.

........................................................................................

53.          Ουδείς εκπαιδευτικός επιτρέπεται όπως καταχρώμενος της θέσεως του αποκτήση αμέσως ή εμμέσως οιανδήποτε ακίνητον ιδιοκτησίαν.”

[*314]Σημειώνουμε ότι το άρθρο 52 έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 143(1)/96. Ωστόσο αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το άρθρο 52 όπως είχε πριν τον τροποποιητικό νόμο και συγκεκριμένα κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης συμφωνίας.

Εξετάζοντας την πιο πάνω υπεράσπιση το πρωτόδικο δικαστήριο συμφώνησε με τον συνήγορο της υπεράσπισης ότι το θέμα μπορεί και θα πρέπει να κριθεί σαν θέμα ύπαρξης εκπροσώπησης από την εφεσίβλητη εταιρεία κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας αφού αυτή είχε υπογραφεί από τον Γεώργιο Γιάννακα, ο οποίος σύμφωνα με την απαγόρευση του άρθρου 52 του Νόμου δεν επιτρέπεται όπως συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση οιασδήποτε εταιρείας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η απαγόρευση του άρθρου 52 σε σχέση με δυνατότητα συμμετοχής εκπαιδευτικού λειτουργού στη διοίκηση εταιρείας είναι απόλυτη και δεν υπόκειται σε δυνατότητα παρέκκλισης όπως διαφαίνεται στις λοιπές απαγορεύσεις του άρθρου 52, του άρθρου 53 ή του άρθρου 54. Το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση αντανακλά την προσέγγιση του. Το μεταφέρουμε αυτούσιο:

“Η απόλυτη αυτή απαγόρευση του Νόμου σηματοδοτεί αυστηρή προσέγγιση της θέσης που υιοθετεί. Ο Γεώργιος Γιάννακας δεν έχει, από το Νόμο, δυνατότητα διορισμού του ως διευθυντή εταιρείας. Μπορεί ο κατά παράβαση του Νόμου διορισμός και η συγκεκριμένη εξουσιοδότηση του από την εταιρεία να προβεί στην υπογραφή της επίδικης συμφωνίας να υπερφαλαγγίσει την ισχύ του άρθρου 52 του Ν. 10/69;

Είναι δεδομένο από το Εταιρικό Δίκαιο ότι οιονδήποτε ελάττωμα στο διορισμό διευθυντή δεν επιφέρει ακυρότητα στις πράξεις του διευθυντή. Σχετικό επί αυτού είναι το άρθρο 174 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο έχει ως ακολούθως:

‘The acts of a director or manager shall be valid notwithstanding any defect that may afterwards be discovered in his appointment or qualification.’

Δεν μπορούμε όμως να εντάξουμε την απαγόρευση συμμετοχής του Δημόσιου Εκπαιδευτικού σε εταιρεία ως ελάττωμα στο διορισμό του ως διευθυντή. Ο άνθρωπος αυτός βάσει του Νόμου δεν μπορεί να εκπροσωπεί την εταιρεία αφού δεν μπο[*315]ρεί να μετέχει στη διοίκηση της. Η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας είναι έκφανση ακριβώς αυτής της συμμετοχής που ο Νόμος αποκλείει. Η υπάρχουσα εξουσιοδότηση στο πρακτικό της εταιρείας δεν προσδίδει ισχύ στην πράξη. Σκοπός της θα ήταν να δώσει το υπόβαθρο της στον ίδιο τον διευθυντή - που έχει a priori - δυνατότητα εκπροσώπησης να το πράξει Εν προκειμένω όχι μόνο δεν υπάρχει δυνατότητα  εκπροσώπησης αλλά είναι εκ του Νόμου επιβεβλημένη ή αδυναμία τέτοιας εκπροσώπησης.

Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία του άρθρου 52 θα έδινε πεπλανημένη ευκαιρία παρέκκλισης από την απόλυτη διατύπωση του και θα ευρισκόταν σε διαφωνία με το σκοπό που ο Νόμος διαφυλάττει που συνοψίζεται θα έλεγε κανείς στο άρθρο 54 ότι δηλαδή το σύνολο του χρόνου του εκπαιδευτικού λειτουργού τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας. Για αυτό το λόγο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ορθή την εισήγηση του κ. Εύζωνα ότι πράξη αντίθετη στις πρόνοιες του Νόμου επιφέρει απλά πειθαρχικές επιπτώσεις. Σχετική είναι η υπόθεση Frangos v. Limited Liability Partnership “Prasino Livadhi” (1978) 1 J.S.C. σελ. 48.

................................................................................................

Έχοντας λοιπόν τα πιο πάνω υπόψη θεωρούμε ότι η επίδικη συμφωνία δεν έχει υπογραφεί δεόντως από την ενάγουσα και δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη και να εφαρμοσθεί.

Συνεπακόλουθα το αίτημα για ειδική εκτέλεση της επίδικης συμφωνίας θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει και για την απαίτηση για καταβολή αποζημιώσεων για παράβαση συμφωνίας. Η Ενάγουσα όμως δικαιούται σε επιστροφή των ποσών που ήδη έχει καταβάλει στην Εναγομένη, δηλαδή του συνολικού ποσού των £79.750 εφ’ όσον το ποσό αυτό έχει καταβληθή σε σχέση με συμφωνία που είναι άκυρη.

Ο κ. Κορακίδης εισηγήθηκε ότι η Ενάγουσα εταιρεία δεν δικαιούται επιστροφή του ποσού αυτού για το λόγο ότι η συμφωνία είναι παράνομη ως υπογραφείσα από πρόσωπο το οποίο απαγορεύεται από το Νόμο να μετέχει στη Διοίκηση της εταιρείας. Δεν συμφωνούμε μ’ αυτή την προσέγγιση. Εκτός του ότι δεν είναι κάθε παρανομία στη σύναψη της σύμβασης που έχει σαν συνέπεια την αδυναμία επανάκτησης καταβληθέντων ποσών, η παρούσα περίπτωση δεν αντιμετωπί[*316]ζεται σαν θέμα ακυρότητας λόγω παρανομίας για το λόγο που εκθέσαμε.

Η οιαδήποτε παρανομία στη συμμετοχή του Γιάννακα στη διοίκηση της εταιρείας αφορά μόνο τη συμμετοχή του αυτή καθ’ εαυτή και όχι τη συνομολόγηση της σύμβασης σαν παράνομης. Η παράβαση του Νόμου εν προκειμένω δεν μολύνει την ίδια τη σύμβαση αλλά της στερεί την εγκυρότητα λόγω αδυναμίας εκπροσώπησης που βασίζεται στην παράβαση του Νόμου.”

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων του το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης για ποσό £79.750. Περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτή την ανταξίωση και κήρυξε άκυρη την επίδικη συμφωνία.

Η έφεση και η αντέφεση:

Η πρωτόδικη απόφαση έχει αφήσει ανικανοποίητες και τις δύο πλευρές. Έχουν και οι δύο επιδιώξει τον παραμερισμό της. Η εναγόμενη με την έφεση και η ενάγουσα εταιρεία με την αντέφεση.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι κακώς και λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάσισε να επιστρέψει στην εφεσίβλητη το ποσό των £79.750 που επληρώθη προς την εφεσείουσα.

Αιτιολογώντας και αναπτύσσοντας τον πιο πάνω λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε: Παρόλο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο διεπίστωσε ότι η απαγόρευση του άρθρου 52 του Νόμου 10/69 ήταν απόλυτη παρέλειψε να διαπιστώσει και να αποφασίσει ότι και η σύσταση της εταιρείας καθώς και η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη. Ο Νόμος, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, δεν επιτρέπει στους τρεις εκπαιδευτικούς λειτουργούς να συστήσουν και εγγράψουν εταιρεία, ούτε τους επιτρέπει να είναι διευθυντές της εφεσίβλητης εταιρείας. Επομένως παρανόμως ενεργούσαν ως Διευθυντές της εφεσίβλητης εταιρείας και όλες οι πράξεις τους δεν ήταν μόνο άκυρες αλλά και παράνομες. Εφόσο δε οι διευθυντές της “παράνομης εφεσίβλητης εταιρείας ενεργούσαν εναντίον των ρητών διατάξεων του Νόμου το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να τους παράσχει την βοήθεια του και να διατάξει την πληρωμή του ποσού των £79.750.”

[*317]Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης αντέτεινε ότι όπως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση και την έκθεση υπεράσπισης το όλο θέμα επικεντρώθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο στην καταλληλότητα της εκπροσώπησης της εφεσίβλητης εταιρείας στην υπογραφή της επίδικης συμφωνίας. Εν τούτοις στην έφεση και το περίγραμμα αγόρευσης η εφεσείουσα επιζητεί να επεκτείνει τον ισχυρισμό για παρανομία ισχυριζόμενη παράνομη σύσταση της εφεσίβλητης εταιρείας, ενώ η εφεσείουσα δεν δικαιούται να εισαγάγει νέους ισχυρισμούς σ’ αυτό το στάδιο.

Από το ενώπιόν μας υλικό φαίνεται ότι τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης ήταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Στην Snell v. Unity Finance Ltd [1963] 3 All E.R. 507 κρίθηκε ότι όπου τα γεγονότα τα οποία καθιστούν τη συμφωνία παράνομη είχαν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου ήταν καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου να αρνηθεί να εφαρμόσει την παράνομη συμφωνία ανεξάρτητα από την έγερση του ζητήματος της παρανομίας από τους διαδίκους και το ζήτημα της παρανομίας μπορούσε να εγερθεί στην έφεση (Βλ. και Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Coudounaris Food Products Ltd κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 672, 674, και Chitty on Contract, General Principles, 27η έκδ., παραγ. 16-175, σελ. 885). Ακολουθεί πως η εφεσείουσα μπορούσε να εγείρει τον πιο πάνω λόγο έφεσης.

Αρχίζουμε με το πρώτο σκέλος του λόγου της έφεσης - ότι η σύσταση της εταιρείας ήταν παράνομη. 

Το ζήτημα που θίγει ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης απαντάται από το άρθρο 17(1) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο προβλέπει:

“17.-(1) Το πιστοποιητικό σύστασης που παραχωρείται από τον Έφορο σχετικά με οποιοδήποτε οργανισμό, αποτελεί αναμφισβήτητη μαρτυρία ότι όλες οι απαιτήσεις του Νόμου αυτού που αφορούν την εγγραφή και τα προηγούμενα με την εγγραφή συναφή θέματα έχουν τηρηθεί, και ότι ο οργανισμός είναι εταιρεία που εγκρίθηκε για να εγγραφεί και εγγράφηκε δεόντως με βάση το Νόμο αυτό.”

Το άρθρο 17(1) αποτελεί αντιγραφή του άρθρου 15(1) της Αγγλικής Companies Act 1948. Στο σύγγραμμα Palmer’s Company Law, 24η έκδ., παραγ. 16-06, σελ. 192, διαβάζουμε:

[*318]“The present effect of the conclusiveness of the certificate of incorporation leaves little room for doubt; it prevents the reopening of matters prior and contemporaneous to the registration and essential to it, and it places the existence of the company as a legal person beyond doubt.  Consequently, even if the two signatures to a memorandum were written by one person, or were forged, the certificate would be conclusive that the company was duly incorporated. So, too, if the signatories were all minors, the certificate would still be conclusive.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Η παρούσα επίδραση του αδιαμφισβήτητου του πιστοποιητικού σύστασης αφήνει λίγα περιθώρια αμφιβολίας:  απαγορεύει το επανάνοιγμα ζητημάτων που προηγούντο και ήταν ταυτόχρονα με την εγγραφή και ήταν και απαραίτητα για αυτήν, και θέτει την ύπαρξη της εταιρείας ως νομικό πρόσωπο πέρα από αμφισβήτηση.  Κατά συνέπεια, ακόμη και αν οι δύο υπογραφές πάνω στο ιδρυτικό έγγραφο είχαν τεθεί από ένα πρόσωπο ή είχαν πλαστογραφηθεί το πιστοποιητικό θα ήταν αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ότι η εταιρεία είχε δεόντως συσταθεί. Το ίδιο θα συνέβαινε εάν όλες οι υπογραφές είχαν τεθεί από ανήλικους. Το πιστοποιητικό και πάλιν θα αποτελούσε αδιαμφισβήτητη μαρτυρία.”

Υπό το φως των όσων αναφέρονται πιο πάνω η σύσταση της εταιρείας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης - ότι η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη - θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό διέπεται από το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προβλέπει:

“23.             Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν -

(α)   είναι απαγορευμένος από νόμο, ή

(β)   είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα κατα-

στρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, ή

(γ)   συνιστά απάτη, ή

(δ)   επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλ[*319]λου, ή

(ε) το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική.

Σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη.”

Το άρθρο 23 στοχεύει στο να αποτρέψει την τέλεση πράξεων που συγκρούονται με το δημόσιο δίκαιο ή την δημόσια πολιτική επειδή το συμφέρον του δημοσίου θα πληγεί σε περίπτωση που επιτραπεί σε μια σύμβαση που αντιστρατεύεται τη δημόσια πολιτική να ισχύσει. Η δημόσια πολιτική σχετίζεται με πολιτικούς, οικονομικούς ή κοινωνικούς λόγους ένστασης. Το άρθρο 23 δεν ασχολείται με τα κίνητρα. Περιορίζεται στους σκοπούς της πράξης και όχι στους λόγους ή στα κίνητρα που την υπαγόρευσαν.  Υπάρχουν δύο γενικές αρχές. Σύμφωνα με την πρώτη μια σύμβαση που συνάπτεται με σκοπό την διάπραξη παράνομης πράξης είναι ανεφάρμοστη. Σύμφωνα με τη δεύτερη το δικαστήριο δεν εφαρμόζει μια σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το Νόμο (βλ. Pollock & Mulla, 10η έκδ. σελ. 227-228).

Πριν από την έκδοση του πιο πάνω πιστοποιητικού η εταιρεία δεν είχε νομική υπάρξη. Μετά από την έκδοση του η εταιρεία έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα (βλ. Palmer’s, πιο πάνω, σελ. 200) και αποτελεί ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα ξεχωριστή από τους μετόχους της (βλ. Salomon v. Salomon Co. Ltd [1897] AC. 22, Farrar v. Farrars Ltd [1888] 14 Ch.D. 395). Μέρη της επίδικης συμφωνίας ήταν η εφεσείουσα και η εφεσίβλητη εταιρεία.

Κατά την εξέταση της υπεράσπισης της παρανομίας αυτό που πρέπει να εξετάζεται είναι οι σκοποί μιας σύμβασης. Πρόκειται για συμφωνία μεταξύ εταιρείας και φυσικού προσώπου για αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας. Η συμφωνία δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε παράνομο σκοπό εντός της έννοιας του πιο πάνω άρθρου 23 του Κεφ. 149.  Η εταιρεία αποτελεί νομική προσωπικότητα ξεχωριστή από τους μετόχους της. Η κατά παράβαση του άρθρου 52 του Νόμου 10/69 συμμετοχή των τριών εκπαιδευτικών στη Διοίκηση της εταιρείας, και οποιαδήποτε άλλη παράβαση του Νόμου δεν μετατρέπει σε παράνομους τους σκοπούς μιας καθόλα νόμιμης συμφωνίας την οποία έχει συνάψει η εταιρεία.  [*320]Η σχετική περί του αντιθέτου εισήγηση της υπεράσπισης δεν μπορεί να πετύχει. Σε τέτοια περίπτωση και ενόψει των  λόγων για τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο έχει θεωρήσει τη συμφωνία ως μη έγκυρη η εφεσίβλητη θα εδικαιούτο στην επανάκτηση του ποσού που έχει πληρώσει στην εφεσείουσα. Η επί του προκειμένου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται ως ορθή και ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο επόμενος λόγος έφεσης στρέφεται κατά του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο σχετίζεται με την αξιοπιστία της εφεσείουσας. Υποστηρίχθηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επίστεψε την εφεσείουσα. Το πιο πάνω εύρημα προσβάλλεται σε συνάρτηση με την απόρριψη της υπεράσπισης της ψυχικής πίεσης.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας ότι με βάση τα γεγονότα που σχετίζονται με την επίδικη συμφωνία και τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις της εφεσείουσας φαίνεται καθαρά ότι η τελευταία ενεργούσε κάτω από την πίεση του συζύγου της και θα έπρεπε το πρωτόδικο δικαστήριο να εύρει ότι πράγματι ασκήθηκε ψυχική πίεση στην εφεσείουσα και/ή να θεωρηθεί ότι πράγματι ασκήθηκε ψυχική πίεση στην εφεσείουσα κάτω από τις συνθήκες αυτές.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έχει δώσει τους λόγους που το οδήγησαν στην απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας. Περιλαμβάνουν, ανάμεσα σ’ άλλα,

(α)       είσπραξη μέρους του τιμήματος πώλησης - £16.500 στις 2.9.91 και μετά που την είχε εγκαταλείψει ο σύζυγος της - το 1990 - στην παρουσία του πατέρα της,

(β)       την υπογραφή των εντύπων μεταβίβασης,

(γ)        μετά το 1990 η εφεσείουσα συνοδευόταν από τον πατέρα της ο οποίος δεν έδειξε αντίθεση στην πώληση ή στη διαδικασία.  Αντίθετα συνέπραξε στα διαδραματισθέντα,

(δ)       η ίδια η εφεσείουσα δέχθηκε ότι “άλλαξε ιδέα” μετά που είχε πληροφορηθεί το ποσό του φόρου που θα κατέβαλλε.

Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρώτοδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρα[*321]κολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου v. Ρώσσου, Πολιτική Έφεση 8784/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).

Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας της εφεσείουσας και τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. Έχουμε την άποψη ότι δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία της εφεσείουσας. Αυτή η κατάληξή μας σφραγίζει και τη μοίρα της σχετικής υπεράσπισης επειδή αφαιρεί οποιοδήποτε πραγματικό βάθρο για άσκηση ψυχικής πίεσης από το σύζυγο.  Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη παρατηρούμε:

Στην κρινόμενη περίπτωση η εφεσείουσα έχει επιχειρήσει να αποφύγει τις συμβατικές της υποχρεώσεις με το να επικαλεσθεί ψυχική πίεση εκ μέρους τρίτου προσώπου - του συζύγου της - με την σύμπραξη  του άλλου μέρους της συμφωνίας.  Για να επιτύ[*322]χει μια τέτοια υπεράσπιση πρέπει είτε να φαίνεται ότι το τρίτο πρόσωπο - εδώ ο σύζυγος - ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του άλλου μέρους, ή ότι το άλλο μέρος είχε πραγματική ή εξυπακουόμενη γνώση (“actual or constructive notice”) της ψυχικής πίεσης (Βλ. Chitty on Contracts, General Principles, 27η έκδ., παραγ. 7-040, Barclays Bank Plc v. O’ Brien [1994] 1 A.C. 180).

Ανεξάρτητα λοιπόν από την απόρριψη της μαρτυρίας της εφεσείουσας σε σχέση με την εμπλοκή του συζύγου της πρέπει να πληρούνται και οι πιο πάνω προϋποθέσεις που διέπουν την εμπλοκή της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο δεν υπάρχει από την μαρτυρία, όπως την έχει δεχτεί, οτιδήποτε που να υποδηλώνει την πιο πάνω σχέση - αντιπροσώπου και εφεσίβλητης - ή σύμπραξη της εφεσίβλητης με το σύζυγο της εφεσείουσας. Ακολουθεί πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση της υπαρκτής (actual) ψυχικής πίεσης, και ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Με τον ίδιο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει και την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί η υπεράσπιση της τεκμαρτής (presumed) ψυχικής πίεσης.  Η εκκαλούμενη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε σαν κύριο στήριγμα τη θέση της νομολογίας σύμφωνα με την οποία:  “Μια αξίωση για ακύρωση μιας συναλλαγής κατ’ επίκληση τεκμαρτής (presumed) ψυχικής πίεσης δεν μπορεί να πετύχει εκτός αν ο επικαλούμενος την ακύρωση αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη συναλλαγή είναι έκδηλα μειονεκτική για αυτόν (“manifestly disadvantageous”) (Βλ. Chitty on Contract (πιο πάνω), παραγ. 7-025, National Westminster Bank Plc v. Morgan [1983] 3 All E.R. 85 και Goldsworthy v. Brickell [1987] Ch. 378, 401).

Βασιζόμενο πάνω στην πιο πάνω θέση της νομολογίας και στην απουσία οποιασδήποτε αποδεκτής μαρτυρίας που να υποδηλώνει τιμή πώλησης έκδηλα κατώτερη της πραγματικής το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της σχετικής υπεράσπισης. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία αντανακλά την ορθή νομική θέση. Ο σχετικός λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

Με ξεχωριστό λόγο έφεσης προσβάλλεται και το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με το οποίο έχει απορριφθεί η μαρτυρία του εκτιμητή της εφεσείουσας. Έχουμε εξετάσει τους λόγους της απόρριψης της σχετικής μαρτυρίας (βλ. σελ. 4, πιο πάνω). Δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην [*323]προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Η αντέφεση.

Με την αντέφεση η εφεσίβλητη έχει επιδιώξει τον παραμερισμό ολόκληρης της πρωτόδικης απόφασης και αντικατάσταση της με απόφαση σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης.

Με τον πρώτο λόγο της αντέφεσης προσβάλλεται το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο είχε διαπιστωθεί ότι η επίδικη συμφωνία δεν είχε υπογραφεί δεόντως από την εφεσίβλητη εταιρεία  και ότι “κατά συνέπειαν δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη συμφωνία ή/και ότι ο άνθρωπος που εξουσιοδοτήθηκε για να υπογράψει τη συμφωνία δεν μπορούσε να ‘εκπροσωπήσει’ την εταιρεία λόγω των προνοιών του άρθρου 52(1) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 1969 (Ν.10/69)”.

Με το δεύτερο λόγο αντέφεσης προσβάλλεται το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο είχε απορριφθεί η μαρτυρία του εκτιμητή της εφεσίβλητης.

Αναπτύσσοντας τον πρώτο λόγο της αντέφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης εταιρείας έχει προωθήσει τις πιο κάτω θέσεις:

(1)       Η εφεσίβλητη εταιρεία σαν ξεχωριστή νομική οντότητα θα μπορούσε να εξουσιοδοτήσει οποιονδήποτε να την εκπροσωπήσει στη σύναψη της σύμβασης αγοράς του επίδικου κτήματος.

(2) Ο εκπαιδευτικός δεν έχει υπηρεσιακό ή άλλο κώλυμα, με βάση τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο, να εκπροσωπήσει κάποιον στη σύναψη μιας συμφωνίας. Αλλά και κώλυμα να είχε αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της πράξης για τον αντιπροσωπευόμενο. Η συμφωνία ήταν δικαιοπραξία/συμφωνία του αντιπροσωπευόμενου (στη συγκεκριμένη περίπτωση της εφεσίβλητης εταιρείας) και όχι του αντιπροσώπου. Με βάση δε το άρθρο 144 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, σ’ ό,τι αφορά τις σχέσεις αντιπροσωπευόμενου και τρίτων οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να είναι αντιπρόσωπος.

(3)       Έστω και αν η συμφωνία δεν είχε συναφθεί έγκυρα λόγω [*324]υπογραφής της από τον Γ. Γιάννακα, έχει επικυρωθεί από την εφεσίβλητη με τις μεταγενέστερες ενέργειες της.

Μια εταιρεία όντας νομικό πρόσωπο μπορεί μόνο να ενεργεί μέσω αντιπροσώπων και οι αντιπρόσωποι της είναι το Διοικητικό Συμβούλιο σαν σύνολο. Ωστόσο η σύναψη συμφωνίας εκ μέρους της εταιρείας από όλους τους συμβούλους είναι σπάνια.  Η συνήθης πρακτική είναι η ανάθεση αυτής της λειτουργίας από το Διοικητικό Συμβούλιο σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη του ή στο γραμματέα ή άλλο αντιπρόσωπο. Επομένως εγείρονται δύο καταστάσεις αντιπροσώπευσης: πρώτον το Διοικητικό Συμβούλιο  ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρείας. Δεύτερον δίνεται εξουσιοδότηση σε κάποιο αντιπρόσωπο από το Διοικητικό Συμβούλιο να ενεργήσει εκ μέρους του και κατ’ επέκταση για την εταιρεία (Βλ. Palmer’s Company Law, 24η έκδ., παραγ. 21-04, σελ. 245-246).

Στην κρινόμενη περίπτωση η συμφωνία δεν έχει υπογραφεί από το Διοικητικό Συμβούλιο. Το τελευταίο έχει εξουσιοδοτήσει ένα από τα μέλη του να την υπογράψει. Θεωρούμε ότι όταν το Διοικητικό Συμβούλιο κατά την πιο πάνω συνεδρίαση του (βλ. σελ. 6-7) αποφάσισε να αναθέσει την υπογραφή της συμφωνίας στο Γεώργιο Γιάννακα τα τέσσερα μέλη του συμμετείχαν άμεσα στη διοίκηση της εταιρείας. Τρία από τα τέσσερα μέλη του ήταν και μέλη της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Τα τρία μέλη ενεργούσαν, επομένως, κατά παράβαση των ρητών διατάξεων του άρθρου 52 του Ν.10/69.

Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες της πιο πάνω παράβασης; Είναι η παράβαση του άρθρου 52 του Νόμου 10/69 ικανή να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο το κύρος της επίδικης συμφωνίας;  Μπορεί η πράξη να διασωθεί για τους λόγους που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης;

Η πράξη εξουσιοδότησης του Γεώργιου Γιάννακα για να υπογράψει την επίδικη συμφωνία αποτελεί πράξη των Συμβούλων, η οποία ισοδυναμεί με συμμετοχή στη διοίκηση εταιρείας. Σύμφωνα με το άρθρο 174 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 “οι πράξεις συμβούλου ή διαχειριστή είναι έγκυρες ανεξάρτητα από οποιαδήποτε έλλειψη η οποία δυνατό να αποκαλυφθεί αργότερα στο διορισμό ή προσόντα του”. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο ή κατά παράβαση του άρθρου 52 του Νόμου 10/69 ανάληψη των καθηκόντων του Συμβούλου και η συμμετοχή στη διοίκηση της εταιρείας αποτελεί απλώς “έλλειψη στο διορισμό ή στα προσόντα” των Συμβούλων εντός της έννοιας του άρθρου 174 του Κεφ. 113.

Η πράξη εξουσιοδότησης θα ήταν έγκυρη μόνο σε περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα θα ήταν καταφατική. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέα η έννοια του όρου “έλλειψη στο διορισμό ή στα προσόντα” στο άρθρο 174 του Κεφ. 113.

Στη Morris v. Kanssen and Others [1946] A.C. 459 (H.L.) η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων ερμηνεύοντας το άρθρο 143 της Αγγλικής Companies Act, 1929, το λεκτικό του οποίου είναι απόλυτα πανομοιότυπο με εκείνο του δικού μας άρθρου 174 έκρινε ότι ο “άκυρος (invalid) διορισμός κάποιου ως διευθυντή και η άκυρη παραχώρηση μετοχών σ’ αυτόν δεν μπορούσε να καταστεί έγκυρη δυνάμει του άρθρου 143 του Νόμου ή  του άρθρου 88 του Πίνακα Α, εφόσον αυτά αποτελούν μηχανισμό για αποφυγή έγερσης ζητημάτων που αφορούν εγκυρότητα πράξεων σε περιπτώσεις κάποιου μικρού λάθους στο διορισμό ενός Συμβούλου, και όχι μηχανισμό παράκαμψης  ουσιαστικών διατάξεων που σχετίζονται με ένα τέτοιο διορισμό”*.

Το ζήτημα έχει τεθεί ως πιο κάτω στη σελ. 472:

“... the language of Lord Lindley M.R. and Chitty L.J. in Dawson v. African Consolidated Land and Trading Co. [1898] 1 Ch. 6, of Farwell J. in British Asbestos Co. Ld v. Boyd [1903] 2 Ch. 439, and of Lord Cozens-Hardy M.R. and Swinfen Eady L.J. in Channel Collieries Trust, Ld. v. Dover, St. Margaret’s and Martin Mill Light Ry. Co. [1914] 2 Ch. 506, clearly indicates that in the opinion of those learned judges the section and article alike deal with slips or irregularities in appointment not with a total absence of appointment, and still less with a fraudulent usurpation of authority.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“... το λεκτικό του Λόρδου Lindley M.R. και του Λόρδου Αρχι[*326]δικαστή Chitty στην Dawson v. African Consolidated Land and Trading Co. [1898] 1 Ch. 6, του Δικαστή Farwell στην British Asbestos Co Ld v. Boyd [1903] 2 Ch. 439, του Λόρδου Cozens-Hardy, M.R. και του Λόρδου Δικαστή Swinfen Eady στην Channel Collieries Trust Ld v. Dover, St. Margaret’s and Martin Mill Light Ry. Co. [1914] 2 Ch. 506, καλώς υποδεικνύει ότι κατά τη γνώμη εκείνων των ευπαίδευτων δικαστών το άρθρο και ο κανονισμός σχετίζονται με μικρολάθη ή παρατυπίες στο διορισμό όχι με ολική απουσία διορισμού και ακόμη λιγότερο με δόλια υφαρπαγή εξουσίας.”

Ο πιο πάνω παράγοντας αναμφίβολα ισχύει και καλύπτει και την μείζονα περίπτωση κατά την οποία υπάρχει “ανάληψη καθηκόντων συμβούλου και συμμετοχή στη διοίκηση εταιρείας”, κατά παράβαση ρητής νομοθετικής διάταξης - του άρθρου 52 του Ν.10/69. Κρίνουμε, επομένως, ότι η παράβαση του άρθρου 52 δεν αποτελεί “έλλειψη στο διορισμό ή προσόντα” εντός της έννοιας του άρθρου 174 του Κεφ. 113. Επομένως η πράξη της εξουσιοδότησης αποτελεί πράξη των Διευθυντών η οποία δεν εμπίπτει εντός της εμβέλειας του άρθρου 174 του Κεφ. 113 και σαν τέτοια στερείται εγκυρότητας. Ακολουθεί πως δεν υπάρχει έγκυρη εξουσιοδότηση της εταιρείας για την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας. Η εκπροσώπηση της εταιρείας κατά την υπογραφή της συμφωνίας δεν ήταν έγκυρη και αυτό ισοδυναμεί με απουσία υπογραφής της συμφωνίας από την εφεσίβλητη. Δεν υπάρχει επομένως έγκυρη γραπτή συμφωνία  η οποία μπορεί να τύχει ειδικής εκτέλεσης δυνάμει του περί Πωλήσεως Γαιών (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία αρνήθηκε τη χορήγηση ειδικής εκτέλεσης επικυρώνεται αλλά με διαφορετικό σκεπτικό.

Σε σχέση με το λόγο της αντέφεσης που σχετίζεται με την απόρριψη της μαρτυρίας του εκτιμητή της εφεσίβλητης θεωρούμε ότι στερείται βάσεως. Όπως και στην περίπτωση της μαρτυρίας του εκτιμητή της εφεσείουσας δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ο σχετικός λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.

Δεν θα ασχοληθούμε με την επιχειρηματολογία του συνήγορου της εφεσίβλητης που σχετίζεται με την έγκριση (“ratifιcation”).  Ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν απαραίτητο εάν επρόκειτο να εξεταστεί η αξίωση της εφεσίβλητης για αποζημιώσεις.  Η αξίωση αυτή δεν μπορεί να εξεταστεί γιατί ελλείπει οποιαδήποτε μαρτυρία για τον καθορισμό των αποζημιώσεων ενόψει της απόρριψης της [*327]μαρτυρίας των εκτιμητών των δύο πλευρών.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε περαιτέρω ότι η δοθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο ερμηνεία του άρθρου 52(1) του Νόμου 10/69 παραβιάζει τα άρθρα 23(1), 21(2) και 26 του Συντάγματος.

Το άρθρο 21(2) προστατεύει το “δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι μετ’ άλλων” και το άρθρο 26 “το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως”. Το άρθρο 23(1) του Συντάγματος προστατεύει το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Το άρθρο 52(1) του Νόμου 10/69 δεν απαγορεύει την απόκτηση ιδιοκτησίας. Απαγορεύει την ενεργό ανάμειξη των μελών της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στη διοίκηση εταιρειών.  Πρέπει να αναγνωσθεί σε συνάρτηση με το άρθρο 54 του ιδίου Νόμου το οποίο προβλέπει ότι το σύνολο του χρόνου του εκπαιδευτικού λειτουργού τελεί στη διάθεση της Δημοκρατίας και ότι δεν επιτρέπεται στους εκπαιδευτικούς να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή επιτήδευμα ή να ασχολούνται ή μετέχουν σε οποιαδήποτε εργασία ή επιχείρηση.

Η συμμετοχή στη διοίκηση μιας εταιρείας και  μάλιστα εταιρείας όπως η παρούσα της οποίας οι σκοποί καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα λειτουργιών, προϋποθέτει αφιέρωση σημαντικού χρόνου. Αυτό αντίκειται προς το άρθρο 54 του Νόμου. Το να παραμένουν οι εκπαιδευτικοί απερίσπαστοι στο εκπαιδευτικό τους έργο και να αφιερώνουν το σύνολο του χρόνου τους στην εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων αποτελεί θέμα ύψιστου δημοσίου συμφέροντος. Χαλάρωση αυτής της νομοθετικής επιταγής θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την παιδεία. Η περίπτωση είναι τέτοια που το ατομικό συμφέρον, στην προάσπιση του οποίου στοχεύουν τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος, πρέπει να υποταχθεί στο δημόσιο συμφέρον (Βλ. Hadjikyriakou (No. 1) v. Republic (1968) 3 C.L.R. 1 και Iordanou v. Republic (1966) 3 C.L.R. 696). Η αποδοχή θέσης εκπαιδευτικού λειτουργού συνεπάγεται αφιέρωση του χρόνου του στο λειτούργημα του μακρυά από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω και την αρχή ότι καμιά νομοθετική διάταξη δεν κρίνεται αντισυνταγματική εκτός αν είναι τέτοια πέρα από κάθε λογική αμφιβολία, (βλ. Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Christodoulou Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640) κρίνουμε ότι το άρθρο 52(1) δεν παραβιάζει τα πιο πάνω άρθρα  του Συντάγματος.

[*328]Το νομικό καθεστώς το oποίο διέπει τη σύσταση, λειτουργία και νομική οντότητα των εταιρειών δεν αποτελεί νόμιμη και ικανοποιητική δικαιολογία για την καταστρατήγηση των άρθρων 52 και 54 του Νόμου 10/69. Δεν δημιουργεί πρόσχημα για παραγκώνιση των παραπάνω προνοιών του Νόμου.

Υπό το φως των πιο πάνω καταλήξεών μας τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.

H έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο