Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Muazzez Edhem Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 426

(1998) 1 ΑΑΔ 426

[*426]27 Φεβρουαρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜHΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

1. MUAZZEZ EDHEM BAHCHECIOGLOU,

2. ISA EDHEM,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9562)

 

Ερμηνεία νόμων — Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν.139/91), Άρθρο 5 — Προοίμιο του εν λόγω Νόμου — Πότε και σε ποιο βαθμό λαμβάνεται υπ’ όψιν το περιεχόμενο προοιμίου σε συγκεκριμένο νόμο κατά την ερμηνεία των ρητών του προνοιών.

Αποζημιώσεις — Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη περιουσία — Το μέτρο αποζημίωσης για παράνομη κατοχή ακινήτου είναι η ενοικιαστική αξία του κτήματος και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη.

Λέξεις και Φράσεις — “Τουρκοκυπριακή περιουσία” και “Τουρκοκύπριος” στο Άρθρο 5 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91).

Λέξεις και Φράσεις — “Εγκαταληφθείσας περιουσίας” στο Ν. 139/91 — Σημαίνει περιουσία Τουρκοκύπριου που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

Αντικείμενο της παρούσας αγωγής είναι η περιουσία της Τουρκοκύπριας εφεσίβλητης-ενάγουσας στα Κάτω Πολεμίδια.  Η εν λόγω εφεσίβλητη, το 1962 μετανάστευσε στην Αγγλία με το σύζυγό της, ενώ οι γονείς της παρέμειναν στην Κύπρο και διαχειρίζονταν την περιουσία της μέχρι το 1983 οπότε μετέβησαν και αυτοί στην Αγγλία. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι πληροφορήθηκε για πρώτη φο[*427]ρά ότι είχε επέμβαση στα κτήματά της το 1989.  Το 1990 όταν ήλθε στην Κύπρο μαζί με το γυιό της εφεσίβλητο - ενάγοντα, μεταβίβασε στο όνομά του τα τεμάχια 105, 103/4 (818) και 218. Η ενάγουσα ήταν επίσης ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 101, επί του οποίου η Κυπριακή Δημοκρατία ανέγειρε το 1976, 70 κατοικίες μέσα στις οποίες διαμένουν πρόσφυγες ενώ τα τεμάχια 105 και 103 παραχωρήθηκαν για καλλιέργεια και η κατοικία επί του τεμαχίου 218 για κατοίκηση σε πρόσφυγες.

Με την αγωγή τους, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες, ζητούσαν διατάγματα έξωσης, ενοίκια από την ημέρα της επέμβασης και παραδειγματικές αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για παραδειγματικές αποζημιώσεις και επιδίκασε συνήθεις αποζημιώσεις υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων. Το αίτημα για έξωση αποσύρθηκε. Η παρούσα έφεση καταχωρήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία.

Λόγοι έφεσης:

Ο πρώτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε γραπτή αίτηση του συνηγόρου του εφεσείοντα-εναγομένου για απόσυρση παραδοχής που είχε κάμει στο πλαίσιο δήλωσης παραδεκτών γεγονότων ότι ο εναγόμενος δεν έχει επιτάξει ούτε έχει απαλλοτριώσει την περιουσία των εναγόντων και ότι ανήγειρε προσφυγικό συνοικισμό επί της ιδιοκτησίας των εναγόντων χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται με την έφεση είναι κατά πόσο ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991, εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση.  Αν η απάντηση είναι καταφατική τότε η επέμβαση παύει να είναι παράνομη και με βάση τις πρόνοιες του Νόμου, η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα με αναφορά στο προοίμιο του Νόμου 139/91, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Νόμος καλύπτει μόνο εγκαταληφθείσες τουρκοκυπριακές περιουσίες και εφόσο, σύμφωνα με τα ευρήματά του, η περιουσία των εφεσιβλήτων δεν είχε ποτέ εγκαταληφθεί, δεν είχε εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης.

Το ερώτημα που γεννάται είναι σε ποιο βαθμό το περιεχόμενο προοιμίου σε συγκεκριμένο νόμο μπορεί να ληφθεί υπ’ όψιν κατά την ερμηνεία των ρητών προνοιών του νόμου αυτού. (Το προοίμιο του Νόμου 139/91 αναφέρεται ρητώς σε τουρκοκυπριακές περιουσίες στις ελεύθερες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που [*428]εγκαταλείφθηκαν).

Ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι προκύπτει σαφώς από το Άρθρο 2, στο οποίο καθορίζεται ο όρος “τουρκοκυπριακή περιουσία”, ότι περιέρχονται στον Κηδεμόνα όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες που βρίσκονται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, έστω και αν δεν έχουν εγκαταλειφθεί, ασχέτως του προοιμίου, αφού οι πρόνοιες είναι σαφείς. Ως εκ τούτου, υπέβαλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφάσιζε ότι οι επίδικες περιουσίες καλύπτονται από το Νόμο 139/91 και ακολούθως θα έπρεπε να προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο η πρόνοια αυτή ήταν συνταγματική, θέμα που είχε εγερθεί ενώπιόν του.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο πρώτος λόγος της έφεσης δεν έχει τεκμηριωθεί και απορρίπτεται. Κατά συνέπεια το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αρχική επέμβαση του εφεσείοντα-εναγομένου συνιστούσε παράνομη επέμβαση είναι ορθό και επικυρώνεται.

2. Η ερμηνεία που δίδει ο Νομοθέτης στην έννοια του όρου “εγκαταληφθείσες περιουσίες” είναι σαφής και ως εκ τούτου δεν χωρεί η χρήση του προοιμίου για ανατροπή της. Η έννοια της φράσης αυτής, καθορίστηκε ως η περιουσία Τουρκοκυπρίου που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Είναι δε φανερό από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν τη συνήθη διαμονή τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Ως εκ τούτου το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Νόμος 139/91 δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να ακυρωθεί και θα παραμείνει έτσι το θέμα εξέτασης της συνταγματικότητας των σχετικών προνοιών του νόμου.

3. Ο ορθός τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση είναι, με βάση την ενοικιαστική αξία της ακίνητης περιουσίας, σε σχέση με τη χρονική περίοδο της επέμβασης και της χρήσης της ακίνητης ιδιοκτησίας. Η αποζημίωση, με βάση τις πιο πάνω αρχές, είναι πληρωτέα, ανεξάρτητα από το αν ο ιδιοκτήτης θα μπορούσε ή όχι να χρησιμοποιήσει ο ίδιος την περιουσία του ή να την ενοικιάσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθόρισε τις αποζημιώσεις με βάση τις ορθές νομικές αρχές. Ως εκ τούτου το σχετικό εύρημα ακυρώνεται για όλα τα τεμάχια πλην του τεμαχίου επί του οποίου βρίσκεται η κατοικία, αναφορικά με το οποίο δηλώθηκε ότι οι αποζημιώσεις γίνονται δεκτές.

[*429]          Η υπόθεση παραπέμπεται για επανεκδίκαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο με άλλη σύνθεση:

(α) επί του σημείου του ύψους των αποζημιώσεων, εξαιρουμένης της κατοικίας, για την περίοδο από την ημερομηνία επέμβασης μέχρι την εφαρμογή του Νόμου 139/91,

(β) επί της συνταγματικότητας των σχετικών προνοιών του Νόμου 139/91.

    Αν η απάντηση στο ερώτημα της συνταγματικότητας είναι καταφατική, τότε η απαίτηση για την περίοδο μετά την 1.7.91 πρέπει να απορριφθεί. Αν η απάντηση είναι αρνητική, τότε θα πρέπει να καθορισθούν οι πληρωτέες αποζημιώσεις για τα ακίνητα για την περίοδο μετά την 1.7.91.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Veis a.ο. v. Republic (1979) 3 C.L.R. 390,

Attorney-General v. Prince Ernest Augustus of Hanove [1957] A.C. 436,

Δημητρίου v. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1153,

Attorney-General v. H.R.H. Prince Ernest Augustus of Hanover [1957] 1 All E.R. 49,

R. v. Bateman [1858] 27 L.J.M.C. 95,

Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 882,

Strand Electric and Engineering Co. Ltd v. Brisford Ltd [1952] 1 All E.R. 796.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Hλιάδης, Π.E.Δ. και Παμπαλλής, E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 4367/92) με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ της ενάγουσας 1 ποσό ύψους £135.090 καθώς και ενδιάμεσα οφέλη ύψους £19.900 και υπέρ του [*430]ενάγοντα 2 ποσό ύψους £9.480 και ενδιάμεσα οφέλη ύψους £300 ετησίως για την κατοχή και χρήση από την Kυπριακή Kυβέρνηση της ακίνητής τους ιδιοκτησίας.

Χρ. Iωαννίδης με Σ. Xαραλάμπους, για τον Eφεσείοντα.

Γ. Eρωτοκρίτου, για τους Eφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Τουρκοκυπρία εφεσίβλητη-ενάγουσα ήταν ιδιοκτήτρια γης στα Κάτω Πολεμίδια των πιο κάτω τεμαχίων:  Του τεμαχίου 101 (χωραφιού έκτασης 8 σκαλών), των συνεχομένων τεμαχίων 105 (χωραφιού έκτασης 8 σκαλών) και  103/4, που πήρε το νέο αριθμό 818, (έκτασης 2 σκαλών), και του τεμαχίου 218,πάνω στο οποίο υπάρχει μία κατοικία. Μέχρι το 1962 η εφεσίβλητη-ενάγουσα με το σύζυγο της κατοικούσαν και εργάζονταν ως δάσκαλοι στα Πολεμίδια. Το 1962 μετανάστευσαν στην Αγγλία ενώ οι γονείς της εφεσίβλητης-ενάγουσας παρέμειναν στην Κύπρο και διαχειρίζονταν εκ μέρους της την ακίνητη της περιουσία μέχρις ότου μετέβηκαν και αυτοί στην Αγγλία το 1983. Στην Αγγλία η εφεσίβλητη-ενάγουσα και ο σύζυγός της απέκτησαν τρία παιδιά. Σύμφωνα με την εκδοχή της, η εφεσίβλητη-ενάγουσα πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι είχε γίνει επέμβαση στα κτήματα της το 1989. Το 1990 όταν ήρθε στην Κύπρο μαζί με το γιο της, εφεσίβλητο-ενάγοντα, μεταβίβασε στο όνομά του τα τεμάχια 105, 103/4 (818) και 218.

Μετά την Τουρκική εισβολή η Κυπριακή Δημοκρατία στην προσπάθεια της να στεγάσει μεγάλο αριθμό προσφύγων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις οικογενειακές τους εστίες ανέγειρε το 1976 στο τεμάχιο 101 της εφεσίβλητης-ενάγουσας 70 κατοικίες, μέσα στις οποίες σήμερα διαμένουν πρόσφυγες, ενώ τα δύο συνεχόμενα χωράφια παραχωρήθηκαν για καλλιέργεια και η κατοικία για κατοίκηση σε πρόσφυγες. 

Με την αγωγή τους οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ζητούσαν διατάγματα έξωσης, ενοίκια από την ημέρα της επέμβασης και παραδειγματικές αποζημιώσεις.  Το αίτημα για έξωση αποσύρθηκε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για παραδειγματικές αποζημιώσεις και επιδικάστηκαν συνήθεις αποζημιώσεις υπέρ των εφεσιβλήτων-εναγόντων. Η Κυπριακή Δημοκρατία εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση.

[*431]Αμέσως μετά την έναρξη της ακρόασης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και προτού δοθεί προφορική μαρτυρία, οι συνήγοροι των διαδίκων έκαμαν δήλωση παραδεκτών γεγονότων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και τα ακόλουθα:

“(1) Ο εναγόμενος δεν έχει επιτάξει την περιουσία των εναγόντων.

(2)     Ο εναγόμενος δεν έχει απαλλοτριώσει την περιουσία των εναγόντων.

(3)     Ο εναγόμενος έχει ανεγείρει προσφυγικό συνοικισμό ή οικισμό επί της ιδιοκτησίας των εναγόντων χωρίς την συγκατάθεση των εναγόντων.”

Στο στάδιο όμως της τελικής του αγόρευσης, ο συνήγορος του εφεσείοντα-εναγόμενου ζήτησε όπως του επιτραπεί να αποσύρει την πιο πάνω παραδοχή, γιατί, όπως είπε, από τη μαρτυρία που δόθηκε φαινόταν ότι τα κτήματα ενέπιπταν σε διατάγματα επίταξης. Όπως φαίνεται, μετά από παρατηρήσεις του Δικαστηρίου επί της νομικής πτυχής του θέματος και κατόπιν δεύτερης σκέψης, ο συνήγορος του εφεσείοντα εναγόμενου απέσυρε το αίτημά του. Σε μεταγενέστερο όμως στάδιο υπέβαλε γραπτή αίτηση να του επιτραπεί η απόσυρση της πιο πάνω παραδοχής, στην οποία ενέστη η άλλη πλευρά και το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση απορρίπτοντας την. Ένας από τους λόγους έφεσης του εφεσείοντα-εναγομένου αφορά την ενδιάμεση αυτή απόφαση. Στο λόγο αυτό όμως, δεν τεκμηριώνεται γιατί το Δικαστήριο, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα έσφαλλε, απορρίπτοντας την αίτηση, ούτε δε κατά τη διαδικασία ενώπιον μας προτάθηκαν οποιαδήποτε επιχειρήματα σχετικά με αυτό το λόγο της έφεσης και ως εκ τούτου, αφού αυτός δεν έχει τεκμηριωθεί, τον απορρίπτουμε. Κατά συνέπεια το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αρχική επέμβαση του εφεσείοντα-εναγομένου συνιστούσε παράνομη επέμβαση ήταν ορθό και επικυρώνεται. 

Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται με την έφεση είναι κατά πόσο ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε, όπως συμφωνούν και οι συνήγοροι των διαδίκων, μετά την εφαρμογή του Νόμου αυτού την 1.7.91 η επέμβαση παύει να είναι παράνομη και με βάση τις πρόνοιες του Νόμου η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.

[*432]Ο Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν. 139/91)

Ήταν η θέση του συνήγορου του εφεσείοντα-εναγομένου ότι η παρούσα περίπτωση καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου 139/91 από την ημέρα που ο Νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ, με βάση τον ορισμό των όρων “Τουρκοκύπριος” και “τουρκοκυπριακή περιουσία”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε το θέμα με αναφορά στο προοίμιο του πιο πάνω Νόμου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Νόμος καλύπτει μόνο εγκαταλειφθείσες τουρκοκυπριακές περιουσίες και εφόσο, σύμφωνα με τα ευρήματά του, η περιουσία των εφεσιβλήτων-εναγόντων δεν είχε ποτέ εγκαταλειφθεί, δεν είχε εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης.

Το ερώτημα που γεννάται είναι σε ποιό βαθμό το περιεχόμενο προοιμίου σε συγκεκριμένο νόμο μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την ερμηνεία ρητών προνοιών του νόμου αυτού. Το ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Veis and Others v. Republic (1979) 3 C.L.R. 390, από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα (σελ. 409 - 411):

“Τhe use of a preamble, in construing the provisions of a particular statute, has been explained by Lord Halsbury L.C. in The Commissioners for Special Purposes of the Income Tax v. Pemsel [1891] A.C. 531 (at p. 542) as follows:

“My Lords, to quote from the language of Tindal C.J. when delivering the opinion of the Judges in the Sussex Peerage Case 11 Cl. & F. at p. 143: ‘The only rule for the construction of Acts of Parliament is, that they should be construed according to the intent of the Parliament which passed the Act. If the words of the statute are in themselves precise and unambiguous, then no more can be necessary than to expound those words in their natural and ordinary sense. The words themselves alone do in such case best declare the intention of the lawgiver. But if any doubt arises from the terms employed by the Legislature, it has always been held a safe means of collecting the intention, to call in aid the ground and cause of making the statute, and to have recourse to the preamble, which, according to Dyer C.J. (Stowel v. Lord Zouch Plow. at p. 369), is a key to open the minds of the makers of the Act, and the mischiefs which they are intended to redress’”.

Also, in Attorney-General v. Prince Ernest Augustus of [*433]Hanove [1957] A.C. 436, Viscount Simonds stressed the importance of construing a statute as a whole, by stating (at p. 460):

“My Lords, the contention of the Attorney-General was in the first place, met by the bald general proposition that where the enacting part of a statute is clear and unambiguous, it cannot be cut down by the preamble, and a large part of the time which the hearing of this case occupied was spent in discussing authorities which were said to support that proposition. I wish at the outset to express my dissent from it, if it means that I cannot obtain assistance from the preamble in ascertaining the meaning of the relevant enacting part. For words, and particularly general words, cannot be read in isolation: their colour and content are derived from their context. So it is that I conceive it to be my right and duty to examine every word of a statute in its context, and I use ‘context’ in its widest sense, which I have already indicated as including not only other enacting provisions of the same statute, but its preamble, the existing state of the law, other statutes in pari materia, and the mischief which I can, by those and other legitimate means, discern the statute was intended to remedy.”

The above dictum of Viscount Simonds was referred to with approval by Brandon J. in The Norwhale. Owners of the vessel Norwhale v. Ministry of Defence [1975] 2 All E.R. 501, 506”.

Eπίσης στην υπόθεση Δημητρίου v. Δημητρίου (1991) 1 Α.Α.Δ. σελ. 1153 λέχθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 1175-1176:

“Ο νόμος ερμηνεύεται με βάση την αλληλουχία του κειμένου, το οποίο περιλαμβάνει και το κείμενο του προοιμίου, όπου υπάρχει. Το Προοίμιο συνήθως δηλώνει τα γεγονότα ή την κατάσταση του νόμου για την οποία ο Νομοθέτης προτίθεται να θεσπίσει το νόμο που ακολουθεί. Η αυθεντική ερμηνεία των νόμων - του Συντάγματος και της Νομοθεσίας - στην έννομη τάξη της Κύπρου ανήκει εξ ολοκλήρου στη δικαστική εξουσία. (Βλ. Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 C.L.R. 581.)

Ο ερμηνευτής του νόμου μπορεί να προσφύγει στο προοίμιο για την ερμηνεία του νόμου εάν υπάρχει ασάφεια.

Στην υπόθεση Powell v. Kempton Park Racecourse Co. Ltd (1) [1899] A.C. 143 o Λόρδος Davey είπε στη σελ. 185:

[*434]“.... it is a settled rule that the preamble cannot be made use of to control the enactments themselves where they are expressed in clear and unambiguous terms.”

Στην υπόθεση Αttorney-General v. H.R.H. Prince Ernest Augustus of Hanover [1957] 1 All E.R. 49 o Λόρδος Normand είπε στις σελ. 57-58:

“When there is a preamble, it is generally in its recitals that the mischief to be remedied and the scope of the act are described. It is, therefore, clearly permissible to have recourse to it as an aid to construing the enacting provisions. The preamble is not, however, of the same weight as an aid to construction of a section of the Act as are other relevant enacting words to be found elsewhere in the Act, or even in related Acts. There may be no exact correspondence between preamble and enactment, and the enactment may go beyond, or it may fall short of, the indications that may be gathered from the preamble.

Again, the preamble cannot be of much, or any, assistance in construing provisions which embody qualifications or exceptions from the operation of the general prupose of the Act. It is only when it conveys a clear and definite meaning in comparison with relatively obscure or indefinite enacting words that the preamble may legitimately prevail.”

(Βλ. επίσης, Odgers’ Construction of Deeds and Statutes 5η Έκδοση, σελ. 305-309).”

Στο σύγγραμμα Maxwell on Interpretation of Statutes, 12η Έκδοση, στις σελ. 8 και 9  παρατίθενται περιπτώσεις όπου, παρόλον ότι μπορούσε να θεωρηθούν οι πρόνοιες του Νόμου σαφείς, εντούτοις, με αναφορά στο προοίμιο, περιορίστηκε η εφαρμογή τους γιατί αν δεν γινόταν τούτο, το αποτέλεσμα θα ήταν παράλογο και αντίθετο με την πρόθεση του νομοθέτη. Έτσι, στην υπόθεση R. v. Bateman [1858] 27 L.J.M.C. 95, όπου στο άρθρο 18 του Quarter Sessions Act 1849, υπήρχε πρόνοια ότι “οποιαδήποτε διαταγή” μπορούσε να μεταφερθεί σε άλλο Δικαστήριο για εφαρμογή, αυτή περιορίστηκε σε διαταγές που αφορούσαν υποθέσεις έφεσης, με βάση το προοίμιο που με το να αναφέρει ότι ήταν επιθυμητό ότι το δίκαιο θα έπρεπε να ήταν ομοιόμορφο σε υποθέσεις έφεσης, καταδείκνυε την περιορισμένη εφαρμογή του Νόμου του 1849.

Στην παρούσα περίπτωση το προοοίμιο του Νόμου 139/91  [*435]αναφέρει τα ακόλουθα:

“Επειδή, συνεπεία της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής και της απαγόρευσης από τις δυνάμεις αυτές της διακίνησης του πληθυσμού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαταλείφθηκαν περιουσίες που αποτελούνται από κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία,

Και επειδή για την προστασία των περιουσίων αυτών κατέστη απαραίτητη η άμεση λήψη μέτρων,

Και επειδή μεταξύ των μέτρων που λήφθηκαν περιλαμβανόταν και η διαχείριση των περιουσίων αυτών από ειδική επιτροπή που συστάθηκε με διοικητικές διευθετήσεις,

Και επειδή κατέστη αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση του θέματος των Τουρκοκυπριακών περιουσιών στη Δημοκρατία.

Για όλα αυτά η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:”

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

Το άρθρο 5 του ιδίου νόμου περιέχει τις πιο κάτω πρόνοιες:

“5. Χωρίς επηρεασμό των υφιστάμενων κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου δικαιωμάτων κατοχής προς όφελος τρίτων προσώπων δυνάμει υφιστάμενης κατά τις 20.7.74 έννομης σχέσης μεταξύ αυτών και των ιδιοκτητών, με το διορισμό του Κηδεμόνα όλες οι Τ/Κ περιουσίες περιέρχονται στον Κηδεμόνα, ο οποίος έχει εξουσία να λάβει άμεση κατοχή αυτών και να τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου”.

Ο όρος “τουρκοκυπριακή περιουσία” καθορίζεται στο άρθρο 2 όπου αναφέρεται ότι “περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.”

Στο ίδιο άρθρο αναφέρεται ότι “‘Τουρκοκύπριος’ σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχό[*436]μενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από τουρκοκύπριο, καθώς και το Εφκάφ”.

Με βάση τις τελευταίες αυτές πρόνοιες υπέβαλε ενώπιον μας ο συνήγορος του εφεσείοντα-εναγομένου ότι προκύπτει σαφώς ότι περιέρχονται στον Κηδεμόνα όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες που βρίσκονται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, έστω και αν δεν έχουν εγκαταλειφθεί, ασχέτως του προοιμίου, αφού οι πρόνοιες είναι σαφείς. Ως εκ τούτου, υπέβαλε, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφάσιζε ότι οι επίδικες περιουσίες καλύπτονταν από το Νόμο 139/91 και ακολούθως θα έπρεπε να προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσο η πρόνοια αυτή ήταν συνταγματική, θέμα που είχε εγερθεί ενώπιόν του.

Έχουμε εξετάσει με τη μεγίστη προσοχή την επιχειρηματολογία των συνηγόρων των δύο πλευρών, τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα όπως τις έχουμε παραθέσει πιο πάνω και τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Νόμος 139/91 δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, είναι εσφαλμένο. Βασιζόμενοι στον ορισμό του όρου “Τουρκοκύπριος” έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε απασχολήσει το Νομοθέτη ο καθορισμός της έννοιας της “εγκαταλειφθείσας περιουσίας” και την καθόρισε ως την περιουσία Τουρκοκυπρίου που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Η ερμηνεία που δίδει ο Νομοθέτης στην έννοια του όρου “εγκαταλειφθείσες περιουσίες” είναι σαφής και ως εκ τούτου δεν χωρεί η χρήση του προοιμίου για ανατροπή της. Είναι δε καθαρό από τα γεγονότα που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν τη συνήθη διαμονή τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Κατά συνέπεια, το εύρημα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει να ακυρωθεί και θα παραμείνει έτσι το θέμα κρίσης του κατά πόσο οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου 139/91 είναι συνταγματικές.

Οι αποζημιώσεις

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς  στις εκατέρωθεν εκτιμήσεις που έγιναν για την ενοικιαστική αξία των ακινήτων και τελικά θεώρησε και τις δύο εκτιμήσεις ανεπαρκείς ή και λανθασμένες σε πλείστα σημεία και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα προχωρούσε να καθορίσει μόνο του τις αποζημιώσεις, έχοντας υπόψη, όπως αναφέρει, “το γενικό σύνολο της [*437]μαρτυρίας που είχε προβληθεί και από τους δύο εκτιμητές”.

Αναφορικά με το τεμάχιο 101 καθορίζει ως ενοικιαστική αξία του ακινήτου στο 2% της αξίας του, ποσό που πληρώνει και η ίδια η Δημοκρατία για εκμίσθωση γης σε ιδιώτες για παρόμοιο σκοπό με βάση τη Κ.Δ.Π. 173/89 και τους Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 18 του Κεφ. 224. Η θέση του εφεσείοντα-εναγομένου είναι ότι ο τρόπος αυτός είναι λανθασμένος και το Δικαστήριο όφειλε να αποφασίσει για την ενοικιαστική αξία του ακινήτου με βάση συγκριτικά ενοίκια άλλων κτημάτων της περιοχής.

Αναφορικά με τα τεμάχια 105 και 103/4 (818) χρησιμοποιώντας άλλη μέθοδο και αποδεχόμενο μαρτυρία που δόθηκε από τον εκτιμητή των εφεσιβλήτων-εναγόντων κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης για το τι θα απέφερε η κηπευτική ανάπτυξη της γης αυτής, καθόρισε το ενοίκιο σε £300 το χρόνο κατά μέσο όρο.

Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε τις αρχές με βάση τις οποίες επιδικάζονται αποζημιώσεις σε περιπτώσεις παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία, αφού ουσιαστικά το εύρημα μας είναι ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχική επέμβαση του εφεσείοντα-εναγομένου στην ακίνητη περιουσία των εφεσιβλήτων-εναγόντων ήταν παράνομη.

Σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία, ο ορθός τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων για παράνομη επέμβαση είναι με βάση την ενοικιαστική αξία της ακίνητης περιουσίας σε σχέση με τη σχετική χρονική περίοδο της επέμβασης και της χρήσης της ακίνητης ιδιοκτησίας. Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 882, όπου λέχθηκε ότι το μέτρο αποζημίωσης για παράνομη κατοχή ακινήτου είναι η ενοικιαστική αξία του κτήματος και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη, ότι δηλαδή το κριτήριο για την αποζημίωση του ιδιοκτήτη είναι αντικειμενικό και αλληλένδετο  με την ενοικιαστική αξία του κτήματος.

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την Αγγλική νομολογία, πρόσωπο που επεμβαίνει σε ακίνητη ιδιοκτησία και τη χρησιμοποιεί για δικούς τους σκοπούς, πρέπει να καταβάλει αποζημιώσεις με βάση τις πιο πάνω αρχές, ανεξάρτητα από το αν ο ιδιοκτήτης θα μπορούσε ή όχι να χρησιμοποιήσει ο ίδιος την περιουσία του ή να την ενοικιάσει. (Δέστε μεταξύ άλλων Strand Electric and [*438]Engineering Co. Ltd v. Brisford Ltd [1952] 1 All E.R. 796).

Aναφορικά με τις αποζημιώσεις που δόθηκαν για το τεμάχιο 101 κρίνουμε ότι αυτές δόθηκαν σε εσφαλμένη βάση. Τα κριτήρια με τα οποία η Κυβέρνηση είχε αποφασίσει να χρεώνει 2% επί της αξίας για εκμισθώσεις δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην παρούσα περίπτωση όπου θα έπρεπε οι αποζημιώσεις να αντανακλούν την αγοραία ενοικιαστική αξία. Σε περιπτώσεις εκμίσθωσης από τη Δημοκρατία, παρατηρούμε ότι, στον καθορισμό του ποσοστού του 2% υπεισέρχονται προφανώς πολλά άλλα κριτήρια, άσχετα με τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε περιπτώσεις παράνομης επέμβασης.  Επιπρόσθετα, θεωρούμε ως πάσχουσα την κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου που, ενώ απορρίπτει και τις δύο εκτιμήσεις, τελικά καθορίζει το 2% με βάση τον υπολογισμό της αγοραίας αξίας του ακινήτου από τον εκτιμητή των εφεσιβλήτων-εναγόντων.

Αναφορικά με τα τεμάχια 105 και 103/4 (818), κρίνουμε και πάλιν ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι τρωτό. Χωρίς να εξετάσει οποιαδήποτε συγκριτικά ενοίκια και βασιζόμενο, όπως το ίδιο λέγει, σε δήλωση του εκτιμητή των εφεσίβλητων-εναγόντων κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης για το τι θα απέφερε η κηπευτική ανάπτυξη της γης, καταλήγει στο ποσό των £300 το χρόνο, λέγοντας ότι είχε υπόψη του “τη μαρτυρία που θα μπορούσε νομικά να γίνει αποδεκτή πάνω στο θέμα”, χωρίς να επεξηγεί ποιά είναι η μαρτυρία αυτή, ούτως ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί αιτιολογημένο το συμπέρασμά του, ενώ και πάλιν, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να βασισθεί στην εκτίμηση κανενός από τους δύο εκτιμητές, και αυτό παρά τα ερωτηματικά που εγείρονται αναφορικά με την πρόσμιξη της συγκριτικής μεθόδου με την απόδοση της κηπευτικής ανάπτυξης της γης.

Αναφορικά με το τεμάχιο στο οποίο βρίσκεται η κατοικία, είχε δηλωθεί ενώπιόν μας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της έφεσης, ότι, λόγω της μικρής διαφοράς που υπάρχει μεταξύ των θέσεων των διαδίκων οι αποζημιώσεις που καθορίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο γίνονται αποδεκτές.

Υπό το φώς των πιο πάνω, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αρχική επέμβαση ήταν παράνομη, επικυρώνεται.  Το εύρημα αναφορικά με τις αποζημιώσεις ακυρώνεται. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Νόμος 139/91 δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, ακυρώνεται. Το εύρημα αναφορικά με τις αποζημιώσεις για την κατοικία, επικυρώνεται. Η υπόθεση παρα[*439]πέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο με άλλη σύνθεση για να επανεκδικασθεί:

(α) επί του σημείου του ύψους των αποζημιώσεων εξαιρουμένης της κατοικίας για την περίοδο από την ημερομηνία επέμβασης (όπως την έχει βρει το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν έχει αμφισβητηθεί) μέχρι την εφαρμογή του Νόμου 139/91, δηλαδή την 1.7.91.

(β) επί του κατά πόσο οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου 139/91 είναι συνταγματικές.

Αν η απάντηση στο ερώτημα της συνταγματικότητας είναι καταφατική, τότε, όπως εξάλλου έχει δηλωθεί και ενώπιόν μας, η απαίτηση για την περίοδο μετά την 1.7.91 πρέπει να απορριφθεί. Αν η απάντηση είναι αρνητική τότε θα πρέπει να καθορισθούν οι πληρωτέες αποζημιώσεις για τα ακίνητα για την περίοδο μετά την 1.7.91.

Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα-εναγομένου.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς, με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο