Eρωτοκρίτου Γιαννάκης κ.ά. ν. Mιχάλη Kαραολή (1998) 1 ΑΑΔ 445

(1998) 1 ΑΑΔ 445

[*445]9 Mαρτίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ,

2. ALOUMINEX LTD

Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΡΑΟΛΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντος.

(Πολιτικές Eφέσεις Aρ. 9333, 9342)

 

Aμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Αυτοκίνητο οδηγούμενο σε κύριο δρόμο συγκρούστηκε με άλλο αυτοκίνητο το οποίο ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και το οποίο οδηγείτο πέραν του κέντρου του δρόμου προς την πλευρά του πρώτου αυτοκινήτου — Εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι για τη σύγκρουση ευθυνόταν αποκλειστικά ο οδηγός του αυτοκινήτου που εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας — Επικυρώθηκε από το Εφετείο.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Τροχαίο ατύχημα — Εφεσείων ηλικίας 55 χρόνων, υπέστη κάταγμα τριών πλευρών, κάταγμα του άνω άκρου της δεξιάς περόνης και θλάση του γόνατος, θλάση της θωρακικής και οσφυικής σπονδυλικής στήλης, εκδορές και θλάση του δεξιού ώμου, τραύμα στο δεξιό γόνατο θλαστικό — Συνέχιση του πόνου και της ταλαιπωρίας στον ώμο και το γόνατο που μάλλον θα είναι μόνιμος λόγω επιδεινώσεως οστεοαρθριτικών βλαβών που προϋπήρχαν — Το επιδικασθέν ποσό των £10.000 κρίθηκε υπερβολικά ψηλό και μειώθηκε σε £7.500.

Αποζημιώσεις — Ειδικές αποζημιώσεις — Απώλεια εισοδήματος για την περίοδο από την έκθεση απαιτήσεως μέχρι την ημερομηνία της δίκης — Κανονικά πρέπει να γίνεται τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως — Δεν είναι όμως καθόλου ασυνήθιστο να οδηγείται η υπόθεση σε ακρόαση τέτοιας τροποποίησης και να προσάγεται μαρτυρία χωρίς ένσταση για την ακάλυπτη από την έκθεση απαιτήσεως χρονική περίοδο — Σε τέτοια περίπτωση είναι δυνατή η επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων, νοουμένου, ότι η μαρτυρία είναι αξιόπιστη και υπό [*446]τον όρο ότι θα τροποποιηθεί ανάλογα η έκθεση απαιτήσεως.

Αποζημιώσεις — Ειδικές αποζημιώσεις —  Απώλεια εισοδημάτων — Υπολογισμός ειδικών αποζημιώσεων μέχρι την ημέρα της απόφασης — Αφαίρεση από το απωλεσθέν εισόδημα, κατά την ανάρρωση, του φόρου εισοδήματος, της έκτακτης εισφοράς, της έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και της εισφοράς Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ενώ ο εφεσίβλητος - ενάγων οδηγούσε το ημιφορτηγό αυτοκίνητό του στο δρόμο Τραχωνίου - Λεμεσού, συγκρούστηκε με άλλο ημιφορτηγό όχημα το οποίο ανήκε στους εφεσείοντες - εναγόμενους 2 και οδηγείτο από τον εφεσείοντα - εναγόμενο 1 σε αντίθετη κατεύθυνση. Ο δρόμος στο σημείο του ατυχήματος είχε πλάτος 19΄6” και το σημείο συγκρούσεως ήταν 11΄΄ από την αριστερή πλευρά του δρόμου. Το πλάτος των δύο οχημάτων ήταν 7΄ τα δε ίχνη που άφησε το αυτοκίνητο των εφεσειόντων - εναγομένων ξεκινούσαν από σημείο που απέχει από την αριστερή άκρη της ασφάλτου 7΄.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση έγινε μέσα στην πλευρά του εφεσίβλητου - ενάγοντα σε απόσταση 3΄- 4΄΄ πέραν του κέντρου του δρόμου, και ως εκ τούτου αποκλειστική ευθύνη έφερε ο εφεσείων - εναγόμενος 1. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2 κρίθηκαν υπεύθυνοι εκ προστήσεως. Αναφορικά με τις αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες του εφεσιβλήτου - ενάγοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε £10,000 και ακολούθως πρόσθεσε σε αυτό το ποσό £5.000 για απώλεια απολαβών για την περίοδο από 1.7.89 μέχρι την ημέρα της δίκης, καθώς και για απώλεια μελλοντικών απολαβών για ένα χρόνο μετά την απόφαση. Επίσης επιδίκασε ως μέρος των ειδικών αποζημιώσεων (οι ζημιές στα οχήματα είχαν συμφωνηθεί σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας) ποσό £4.500 για την περίοδο για την οποία έμεινε εκτός εργασίας ο εφεσίβλητος - ενάγων και ειδικές αποζημιώσεις £3,100 που συμπεριλάμβαναν το συμφωνηθέν ποσό των £3.000 για τη ζημιά στο αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου - ενάγοντα.

Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες - εναγόμενοι προσβάλλουν (α) το εύρημα ευθύνης ,(β) το ύψος των γενικών αποζημιώσεων (γ) το ποσό των £5.000 που επιδικάσθηκε ως ανωτέρω και (δ) το ύψος του ποσού των £4.500 για την απώλεια απολαβών κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας του εφεσιβλήτου - ενάγοντα.

Αναφορικά με το θέμα της ευθύνης,οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η σύγκρουση έπρεπε να είχε θεωρηθεί ότι είχε γίνει περίπου στο κέντρο του δρόμου και επίσης ότι ο εφεσίβλητος ήταν υπεύθυνος [*447]συντρέχουσας αμέλειας παραλείποντας να οδηγήσει αριστερότερα, εφόσον υπήρχε και κράσπεδο.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Ευθύνη.

     Ο δρόμος ήταν αρκετά φαρδύς για να επιτρέπει ασφαλή διέλευση και των δύο οχημάτων και αν το αυτοκίνητο των εφεσειόντων - εναγομένων δεν οδηγείτο μερικώς στη λανθασμένη πλευρά, η σύγκρουση δε θα συνέβαινε.  Επιπρόσθετα  ο εφεσίβλητος  - ενάγων οδηγούσε μόνο 6΄΄ από την άκρη της ασφάλτου και πολύ λίγα ήταν τα περιθώριά του για να λάβει μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης καθόσον αποτελούσε και κοινό έδαφος ότι η χρήση των κρασπέδων θα ήταν επικίνδυνη λόγω του ότι προεξείχαν σε αυτό κλαδιά και δέντρα.

Β. Γενικές αποζημιώσεις.

1.  Προκύπτει σαφώς από την πρωτόδικη απόφαση, ότι το Δικαστήριο βασίστηκε στην ιατρική μαρτυρία του εφεσιβλήτου - ενάγοντα.

2.  Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επιδείνωση οστεοαρθρωτικών βλαβών που προϋπήρχαν πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν στον υπολογισμό των αποζημιώσεων, γιατί ο αδικοπραγών “παίρνει το θύμα του όπως το βρίσκει”.

3.  Aποφάσεις αφορούσες το ποσό τών αποζημιώσεων μόνο ενδεικτική σημασία μπορεί να έχουν, γιατί κάθε ειδική περίπτωση διαφέρει ανάλογα με το είδος και την έκταση του τραυματισμού, καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε υπόθεσης.

4.  Οι επιδικασθείσες αποζημιώσεις είναι υπερβολικά ψηλές λαμβανομένων υπ’ όψιν του τραύματος του εφεσιβλήτου - ενάγοντα και επίσης του πόνου και της ταλαιπωρίας που υπέστηκε και πρέπει να μειωθούν στο ποσό των £7.500.

Γ. Το ποσό των £5.000 για απώλεια απολαβών μέχρι τη δίκη και μελλοντικών απολαβών για ένα χρόνο.

     Το μέρος της απόφασης με το οποίο επιδικάσθηκε το ποσό των £5.000 ακυρώνεται λόγω μη επαρκούς μαρτυρίας που να δικαιολογεί μελλοντική απώλεια εισοδημάτων λόγω μείωσης ικανό[*448]τητας του εφεσιβλήτου - ενάγοντα ως αποτέλεσμα του τραυματισμού του. Επίσης λόγω μη κάλυψης της απαίτησης από την έκθεση απαιτήσεως.

Δ. Το ποσό των £4.500 για την απώλεια απολαβών κατά την περίοδο ανάρρωσης του εφεσίβλητου - ενάγοντα.

     Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις αρχές της νομολογίας καθώς και την ηλικία του εφεσιβλήτου - ενάγοντα, ο οποίος είχε σύζυγο και 3 παιδιά, 2 φοιτητές και ένα στο γυμνάσιο, θεωρείται λογική η αφαίρεση συνολικά από το πιο πάνω ποσό, του ποσού των £500, ως αντιπροσωπεύοντος το φόρο εισοδήματος που θα πλήρωνε.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν μερικώς χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Pourikkos v. Fevzi (1963) 2 C.L.R. 24,

Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172,

Hairettinins v. Aristidou (1969) 1 C.L.R. 283,

Constantinou v. Salachouris (1969) 1 C.L.R. 416,

Zarpeteas v. Touloupou a.ο. (1975) 1 C.L.R. 454,

Polykarpou v. D. I. Sioukiouroglou Ltd. a.ο. (1983) 1 C.L.R. 559,

Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811,

Pantelides v. Murphy (1985) 1 C.L.R. 40,

Charalambous a.ο. v. Kassapis a.ο. (1988) 1 C.L.R. 25,

Ioannou a.ο. v. Chrysostomou (1988) 1 C.L.R. 425,

Halil v. Κλεάνθους κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 739,

Στυλιανού v. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 1037,

Ορφανίδου v. Πέρναρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 253,

Χριστοφόρου v. Χαραλάμπους κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 560,

[*449]Fysko Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1017,

Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396,

Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980,

British Transport Commission v. Gourley [1955] 3 All E.R. 796,

Lazarou v. S. Ch. Ieropoulos & Co Ltd a.ο. (1982) 1 C.L.R. 99.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Φωτίου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Δεκεμβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 1712/89) με την οποία κρίθηκαν αποκλειστικά υπεύθυνοι για δυστύχημα και επιδικάστηκαν εναντίον τους γενικές αποζημιώσεις ύψους Λ.K.15.000 καθώς και Λ.K.4.500 ως απώλεια απολαβών.

Α. Χαραλάμπους για Α. Νεοκλέους, για τον Εφεσείοντα-εναγόμενο 1.

Γ. Αγαπίου για Α. Πογιατζή, για τον Εφεσείοντα-εναγόμενο 2.

Χρ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσίβλητο-ενάγοντα.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η υπόθεση αυτή αφορά τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη στις 8.12.88 στο δρόμο Τραχωνίου-Λεμεσού και στο οποίο ενέχονταν τα ημιφορτηγά οχήματα ΜΥ 231, του οποίου ιδιοκτήτης και οδηγός ήταν ο εφεσίβλητος-ενάγοντας και το QV 490, που ήταν ιδιοκτησία των εφεσειόντων-εναγομένων 2 και οδηγείτο από τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1 σε αντίθετη κατεύθυνση. Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος-ενάγων απέδιδε αποκλειστική αμέλεια ως την αιτία του ατυχήματος στον εφεσείοντα-εναγόμενο 1, καθώς και ευθύνη εκ προστήσεως στους εφεσείοντες-εναγομένους 2. Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι αρνήθηκαν αμέλεια και αντίθετα ισχυρίστηκαν ότι το ατύχημα οφειλόταν στην αμέλεια του εφεσίβλητου-ενάγοντα και ανταπαιτούσαν αποζημιώσεις τόσο για σωματικές βλάβες του εφεσείοντα-εναγομένου 1 όσο και για  ζημιές στο αυτοκίνητο των εφεσειόντων-εναγομένων 2. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων [*450]και καθορίστηκε με βάση πλήρους ευθύνης είτε του εφεσίβλητου-ενάγοντα, είτε των εφεσειόντων-εναγομένων αντίστοιχα, ότι η ζημιά για το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-ενάγοντα ήταν £3.000 και για το αυτοκίνητο των εφεσειόντων-εναγομένων 2 £3.500.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε μία εμπεριστατωμένη απόφαση, αφού ανέλυσε την ενώπιόν του μαρτυρία και κατέληξε στα ευρήματά του, παρέθεσε τη σχετική νομολογία αναφορικά με όλα τα επίδικα θέματα και κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα εκδίδοντας ανάλογη απόφαση.

Όσον αφορά το θέμα της ευθύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύγκρουση έγινε μέσα στη πλευρά του εφεσίβλητου-ενάγοντα και γι’ αυτό αποκλειστική ευθύνη έφερε ο εφεσείοντας-εναγόμενος 1. Επίσης, απεδέχθη τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου-ενάγοντα ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι 2, ιδιοκτήτες του οχήματος, ήσαν υπεύθυνοι εκ προστήσεως. Αναφορικά με τις αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες του εφεσίβλητου-ενάγοντα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε ποσό £10.000 και ακολούθως πρόσθεσε σε αυτό ποσό £5.000, που κατά την κρίση του αντιπροσώπευε απώλεια απολαβών για την περίοδο από 1.7.89 μέχρι και την ημέρα της δίκης, καθώς και για απώλεια μελλοντικών απολαβών για ένα χρόνο μετά την απόφαση. Επίσης, επεδίκασε ως μέρος των ειδικών αποζημιώσεων ποσό £4.500 για την περίοδο για την οποία έμεινε εκτός εργασίας ο εφεσίβλητος-ενάγων, δηλαδή 8.12.88 μέχρι 30.6.89 και ειδικές αποζημιώσεις £3.100 που συμπεριελάμβαναν το συμφωνηθέν ποσό των £3.000 για τη ζημιά στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Τέλος, το πρωτοδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση των εφεσειόντων-εναγομένων, χωρίς να υπολογίσει τις αποζημιώσεις.

Mε την παρούσα τους έφεση οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν (α) το εύρημα ευθύνης, (β) το ύψος των γενικών αποζημιώσεων, (γ) το ποσό των £5.000 που επιδικάστηκε ως ανωτέρω και (δ) το ύψος του ποσού των £4.500 για την απώλεια απολαβών κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας του εφεσίβλητου-ενάγοντα.

(α) Το Θέμα της Ευθύνης

Η άσφαλτος στο σημείο του ατυχήματος είχε πλάτος 19΄.6” και κατ’ ακολουθία το μέσο της ασφάλτου βρισκόταν στα 9΄.9”.  Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι μέσω των συνηγόρων τους πρόβαλαν το επιχείρημα ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου [*451]στην απόφαση του ότι το αυτοκίνητο των εφεσειόντων-εναγομένων οδηγείτο 3΄- 4΄ πέραν του κέντρου του δρόμου προς την πλευρά του εφεσίβλητου-ενάγοντα ήταν λανθασμένο και δεν υποστηριζόταν από τη μαρτυρία. Ήταν δηλαδή αντίθετο με το εύρημα ότι το σημείο συγκρούσεως ήταν 11΄ από την αριστερή πλευρά του δρόμου, γεγονός που έφερε τη δεξιά πλευρά του οχήματος  μόνο κατά 1΄. 3” εντός της λανθασμένης πλευράς του δρόμου.  Ως εκ τούτου, υπέβαλαν, η σύγκρουση θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε γίνει περίπου στο μέσο του δρόμου και εισηγήθηκαν επιπρόσθετα ότι η αποτυχία του εφεσίβλητου-ενάγοντα να δει εγκαίρως το όχημα των εφεσειόντων-εναγομένων και να προβεί σε ενέργειες προς αποφυγή της σύγκρουσης με το να οδηγήσει αριστερότερα,  εφόσον υπήρχε και κράσπεδο, τον καθιστούσε συνυπεύθυνο αμέλειας που θα έπρεπε να κυμαίνεται μεταξύ του 33% και του 50%. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής έγινε και αναφορά σε σχετική νομολογία. (Pourikkos v. Fevzi (1963) 2 C.L.R. 24, Stavrou v. Papadopoulos (1969) 1 C.L.R. 172, Hairettinins v. Aristidou (1969) 1 C.L.R. 283, Constantinou v. Salachouris (1969) 1 C.L.R. 416, Zarpeteas v. Touloupou and Others (1975) 1 C.L.R. 454, Polycarpou v. D.I. Sioukiouroglou Ltd. and Another (1983) 1 C.L.R. 559, Kythreotis v. Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811, Pantelides v. Murphy (1985) 1 C.L.R. 40, Charalambous and another v. Kassapis and Another (1988) 1 C.L.R. 25, Ioannou and Others v. Chrysostomou (1988) 1 C.L.R. 425, Halil v. Κλεάνθους και Άλλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 739, Στυλιανού v. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 1037).

Έχουμε εξετάσει την εισήγηση για το κατ΄ισχυρισμό λανθασμένο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και διαφωνούμε. Είναι δεδομένο ότι το πλάτος και των δύο οχημάτων ήταν 7΄, τα δε ίχνη που άφησε το αυτοκίνητο των εφεσειόντων-εναγομένων ξεκινούν από σημείο που απέχει από την αριστερά του άκρη της ασφάλτου 7΄. Προσθέτοντας και τα 7΄του πλάτους του οχήματος είναι φανερόν ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το όχημα των εφεσειόντων-εναγομένων βρισκόταν 3΄- 4΄εντός της λανθασμένης πλευράς, έστω και αν δεχθούμε ότι το όχημα δυνατόν να προεξείχε πέραν των τροχών που άφησαν τα ίχνη, είναι απόλυτα ορθό.  Εφόσον,  σύμφωνα με τη μαρτυρία, η σύγκρουση έγινε στην μπροστινή δεξιά γωνία κάθε οχήματος και στο πρόσωπο τους σε απόσταση 1΄.6” - 2΄από τη γωνία αυτή (καθώς και τις δεξιές τους πλευρές) είναι φανερό ότι ο προσδιορισμός ενός συγκεκριμένου σημείου σύγκρουσης, δεν είναι θεμιτός γιατί προφανώς η σύγκρουση πρέπει να έγινε σε όλο το μέρος της μπροστινής πλευράς μεταξύ της γωνίας του οχήματος των εφεσειόντων-εναγομένων και του ση[*452]μείου απόστασης 1΄. 6” - 2΄ από αυτή. Έχοντας επίσης υπόψη το ανάλογο μέρος σύγκρουσης του οχήματος του εφεσίβλητου-ενάγοντα στο δικό του όχημα, προκύπτει σαφώς ότι αυτός οδηγούσε εντός της πλευράς του και σε απόσταση περίπου 6” από την άκρη της ασφάλτου και 2΄.3” από το κέντρο του δρόμου. Με βάση τα πιο πάνω είναι έτσι καθαρό ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η σύγκρουση έγινε στο κέντρο του δρόμου και δεν υπάρχει ομοιότητα αυτής της υπόθεσης με τα περιστατικά άλλων υποθέσεων, όπου πράγματι η σύγκρουση είχε γίνει πολύ κοντά στο κέντρο του δρόμου.

Ο δρόμος ήταν αρκετά φαρδύς για να επιτρέπει την ασφαλή διέλευση και των δύο οχημάτων και αν το αυτοκίνητο των εφεσειόντων-εναγομένων δεν οδηγείτο μερικώς στη λανθασμένη πλευρά η σύγκρουση δεν θα επεσυνέβαινε. Επιπρόσθετα, ο εφεσίβλητος-ενάγων οδηγούσε μόνο 6” από την άκρη της ασφάλτου και πολύ λίγα ήταν τα περιθώρια του για να λάβει μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης, καθόσον αποτελεί και κοινό έδαφος ότι η χρήση των κρασπέδων θα ήταν επικίνδυνη λόγω του ότι προεξείχαν σε αυτό κλαδιά από δένδρα, γεγονός που προκύπτει τόσο από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα όσο και του εφεσείοντα-εναγομένου 1.

Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ευθύνη πρέπει συνεπώς να επικυρωθεί.

(β) Oι Γενικές Αποζημιώσεις

Με παράθεση αποφάσεων που αφορούν το θέμα του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, ο συνήγορος των εφεσειόντων-εναγομένων υπέβαλε ότι το ποσό των £10.000 ήταν υπερβολικό κάτω από τις συνθήκες και έχοντας υπόψη τα τραύματα και την ταλαιπωρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα. Αντίθετα, ο συνήγορος του εφεσίβλητου-ενάγοντα υποστήριξε την ορθότητα του ύψους των αποζημιώσεων με αντίστοιχη αναφορά σε αυθεντίες. Επισημαίνουμε πως αποφάσεις αφορούσες το ποσό των αποζημιώσεων μόνο ενδεικτική σημασία μπορεί να έχουν, γιατί κάθε ειδική περίπτωση διαφέρει ανάλογα με το είδος και την έκταση του τραυματισμού, καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε υπόθεσης.

Είναι γεγονός ότι στην απόφαση του Δικαστηρίου δεν αναφέρεται ρητά αν η κρίση του βασίζεται στην εκτίμηση του ιατρού του εφεσίβλητου-ενάγοντα ή εκείνη του γιατρού των εφεσειόντων-εναγομένων. Προκύπτει όμως σαφώς από την απόφαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην ιατρική μαρτυρία [*453]που δόθηκε για τον εφεσίβλητο-ενάγοντα. Αναφέρει σχετικά τα ακόλουθα το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του:

“Τα τραύματα του Ενάγοντα όπως διαπιστώθηκαν στις 8.12.88 όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λεμεσού αμέσως μετά το δυστύχημα με φοβερό πόνο και δύσπνοια (βλ. Τεκμ.2) έχουν ως εξής:

“Ο ως άνω ασθενής εισήχθη εις το Νοσοκομείο Λεμεσού την 8.12.88 μετά από δυστύχημα. Ο ασθενής ήτο σε φοβερόν πόνον και δύσπνοια κατά την άφιξη του στο νοσοκομείο.

Κατά την εξέταση ανευρέθησαν τα κάτωθι:

1. Κάταγμα της 1ης, 3ης και 6ης δεξιάς πλευράς με φοβερόν πόνον κατά την αναπνοή.

2. Εκδορές και θλάση του δεξιού ώμου με δυσκαμψία και πόνο.

3. Κάταγμα του άνω άκρου της δεξιάς περόνης και θλάση του γόνατος. Ετοποθετήθη γύψινος επίδεσμος δια 4 εβδομάδες.

4. Θλάση της θωρακικής και οσφυικής σπονδυλικής στήλης με πόνο και δυσκαμψία.

5. Παραπονείτο δια πονοκεφάλους και ζαλάδες συμπτώματα εγκεφαλικής διάσεισης. Έφερε εκδορές εις το μέτωπον και τη δεξιά ζυγωματική χώρα. Είχε αίμα εις το δεξιόν αυτί.

6. Τραύμα εις το δεξιόν γόνατο θλαστικόν. Συνερράφη με 6 ραφές.

Η κατάστασις του ασθενούς εβελτιώθη συν τω χρόνω και στις 14 του μηνός εστάλη εις το σπίτι του με θεραπεία, αντιβιωτικά, αναλγητικά και γύψινον επίδεσμον εις το πόδι.

Ο ασθενής παρηκολουθείτο στα εξωτερικά ιατρεία τακτικά δια θεραπεία από χειρούργο και ορθοπεδικόν ιατρόν.  Παρεπονείτο δια πόνους εις τον ώμον, το γόνατο, τις πλευρές και την πλάτη. Ο γύψινος επίδεσμος αφηρέθη ως ελέχθη μετά 4 εβδομάδες.

Ο ασθενής ευρίσκετο με άδεια μέχρι τις 30.6.89.

[*454]Παρούσα κατάστασις:

Ο ασθενής παραπονείται για πόνον εις το δεξιόν γόνατον και τον δεξιόν ώμον κατά την αλλαγή του καιρού και μετά από λογική χρήση των αρθρώσεων τούτων.  Ο ασθενής αναγκάζεται να παίρνει αντιφλεγμονώδη φάρμακα.

Κατά την γνώμη μου ο ασθενής αυτός υπέφερε πολύ από πόνους για περίπου δύο μήνες. Συνεχίζει να έχει πόνους εις τον ώμον και το γόνατο που μάλλον θα είναι μόνιμοι λόγω επιδεινώσεως οστεοαρθριτικών βλαβών που υπάρχουν εκεί.”

Επισημαίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επιδείνωση οστεοαθριτικών βλαβών που προϋπήρχαν πρέπει να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των αποζημιώσεων γιατί ο αδικοπραγών “παίρνει το θύμα του όπως το βρίσκει.”

Στις υποθέσεις που αναφέρθηκαν και στην απόφαση αλλά και από τους συνηγόρους των διαδίκων ενώπιόν μας, Ορφανίδου v. Πέρναρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 253 και Χριστοφόρου v. Χαραλάμπους και άλλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 560, επιδικάστηκαν αποζημιώσεις £8.000 και £12.000 για σοβαρότερα μέχρι και πολύ πιο σοβαρά τραύματα αντίστοιχα απ’ ότι η παρούσα περίπτωση. Λαμβάνοντας υπόψη τον πόνο και ταλαιπωρία που υπέστη ο εφεσίβλητος-ενάγων και τις λεπτομέρειες του τραυματισμού του, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι επιδικασθείσες από το πρωτόδικο Δικαστήριο αποζημιώσεις είναι υπερβολικά ψηλές υπό τις συνθήκες και κρίνουμε ότι πρέπει να μειωθούν στο ποσό των £7.500.

(γ) Το Ποσό των £5.000 για Απώλεια Απολαβών Μέχρι τη Δίκη και Μελλοντικών Απολαβών για Ένα Χρόνο.

Το παράπονο των εφεσειόντων-εναγομένων είναι ότι, παρά τη νομολογία που αποκλείει επιδίκαση αποζημιώσεων για απώλεια απολαβών μέχρι την ημερομηνία της δίκης όταν αυτές δεν ζητούνται στο δικόγραφο χωρίς την τροποποίηση του και παρόλον το εύρημα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε σαφής μαρτυρία για τέτοια απώλεια, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ποσό £5.000 για το σκοπό αυτό. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Fysko Constructing Co. Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 C.L.R. 1017, στη σελ. 1030:

“Στις περιπτώσεις που από την ημερομηνία καταχώρισης [*455]της έκθεσης απαιτήσεως μέχρι την ημέρα της δίκης αποκρυσταλλώνεται ζημιά ή απώλεια επιδεκτική αριθμητικού υπολογισμού, αναμένεται πως θα γίνεται κατάλληλη τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως ώστε, κατά την ακρόαση, οι γραπτές προτάσεις να αντικατοπτρίζουν τα επίδικα θέματα στο σύνολο τους και η απαίτηση να είναι ολοκληρωμένη. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο, όμως, να οδηγείται η υπόθεση σε ακρόαση χωρίς τη μεσολάβηση τέτοιας τροποποίησης. Το ίδιο συνηθισμένο είναι να αφήνεται να εισαχθεί, χωρίς ένσταση, μαρτυρία σε σχέση με τέτοια ζημιά που αναφέρεται σε χρόνο που δεν καλύπτεται από την έκθεση απαιτήσεως.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, προκειμένου να απονέμεται ουσιαστική δικαιοσύνη, η νομολογία έχει αναγνωρίσειτην ύπαρξη ευχέρειας για επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων και σε σχέση με την ακάλυπτη από την έκθεση απαιτήσεως περίοδο, νοουμένου βέβαια ότι η μαρτυρία είναι αξιόπιστη και υπό τον όρο ότι η έκθεση απαιτήσεως θα τροποποιηθεί ανάλογα ώστε να μην υπάρχει χάσμα μεταξύ της και της απόφασης (Βλέπε Halil Kemal v. Georghiou M. Kasti (1962) C.L.R. 371, Pourikkou v. Fevzi (1983) 2 C.L.R. 24, Patsalides v. Yiapani (1969) 1 C.L.R. 84, Stylianou v. Manolis (1982) 1 C.L.R. 287, Georghiou v. Kyriacou (1986) 1 C.L.R. 622.”

Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν έκρινε ορθό να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό μέχρι την ημέρα της δίκης και να δώσει  οδηγίες για τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως, γιατί δεν θεώρησε τούτο δίκαιο υπό τις συνθήκες, εν όψει, όπως αναφέρει, και του γεγονότος ότι για την περίοδο 1.7.89 και μετά “δεν υπάρχει σαφής και συγκεκριμένη μαρτυρία ποιά ήταν τα εισοδήματα του ενάγοντα για το 1990, 1991, 1992, 1993 και 1994”. Όπως επισημαίνει περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο, το μόνο που προέκυψε από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα, και αυτό από την αντεξέταση, είναι ότι, όταν αυτός έδιδε μαρτυρία, είπε ότι τα εισοδήματα του ήταν £300 το μήνα, κατά μέσο όρο. Κρίνουμε ότι τούτο δεν ήταν αρκετή μαρτυρία που να δικαιολογεί μελλοντική απώλεια εισοδημάτων λόγω μείωσης ικανότητας του εφεσίβλητου-ενάγοντα ως αποτέλεσμα του τραυματισμού του και κατά συνέπεια τούτου, όσο και του γεγονότος ότι η απαίτηση δεν εκαλύπτετο από την έκθεση απαίτησεως, δεν μπορούμε παρά να ακυρώσουμε το μέρος εκείνο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο επιδικάστηκε το ποσό των £5.000.

[*456](δ)         Το Ποσό των £4.500 για την Απώλεια Απολαβών κατά την Περίοδο Ανάρρωσης του Εφεσίβλητου-Ενάγοντα

Ενώ στο σώμα της έκθεσης απαιτήσεως του εφεσίβλητου-ενάγοντα απαιτείτο ποσό απώλειας £700 το μήνα, στις αιτούμενες θεραπείες είχε ζητηθεί ποσό £900. Ενώπιόν του το Δικαστήριο είχε μόνο τη μαρτυρία του ιδίου με βάση την οποία έκρινε ότι  ποσό £700 το μήνα εδικαιολογείτο υπό τις συνθήκες. Παρόλον ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου αμφισβητήθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγομένων κατά την ακρόαση της έφεσης, εντούτοις το βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν αφαίρεσε από το ποσό αυτό εκείνο που θα είχε υποχρέωση να πληρώσει ο εφεσίβλητος-ενάγοντας ως φόρο εισοδήματος.

Το θέμα αυτό αποτέλεσε πρόσφατα αντικείμενο στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396, όπου στις σελ. 407-408 αναφέρονται τα ακόλουθα:

“Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπεβαλε ότι το Δικαστήριο είχε την υποχρέωση να μειώσει το ποσό των £500 υπολογίζοντας τις υποχρεώσεις που θα είχε η εφεσίβλητη για πληρωμή φόρου εισοδήματος, την έκτακτη εισφορά, την εισφορά στο Ταμείο Αμυντικής Θωράκισης και τα ανάλογα τέλη Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφαρμόζοντας προς τούτο τη νομολογία επί του θέματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, χωρίς να αμφισβητεί τη νομολογία, υποστήριξε ότι θα ήταν παράλογο να προβεί σε αφαιρέσεις το πρωτόδικο Δικαστήριο γιατί ενώπιόν του δεν υπήρχε μαρτυρία που να του επιτρέπει κάτι τέτοιο.

Στην αγγλική αυθεντία British Transport Commission v. Gourley [1955] 3 All E.R. 796, αποφασίσθηκε ότι η υποχρέωση καταβολής των φόρων δεν είναι τόσο απομακρυσμένη (remote), ούτως ώστε να παραγνωρισθεί κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για απώλεια εισοδήματος και ο υπολογισμός αυτός των φορολογικών υποχρεώσεων δεν απαιτείται να είναι ακριβής. Οι αποζημιώσεις, αναφέρεται στην αγγλική αυθεντία, τις οποίες δικαιούται ο ενάγων ήταν αυτές που θα τον αποζημίωναν για την απώλεια που είχε αφού αφαιρεθούν οι φορολογικές του υποχρεώσεις, οπότε θα προέκυπτε η πραγματική του απώλεια. Στην απόφαση αυτή γίνεται μνεία ότι η μέθοδος αυτή υπολογισμού της απώλειας εισοδήματος εφαρμόζεται όταν οι αποζημιώσεις για τέτοια [*457]απώλεια δεν είναι δυνατό να φορολογηθούν.

Η αγγλική αυτή αυθεντία ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Άριστου Αριστοδήμου, διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Ανδρέα Γεωργίου v. Ανδρέα Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980. Στη σελίδα 991 της απόφασης αναφέρεται:

“Εξετάζοντας τη μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν βρίσκουμε ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε τα εισοδήματα του και έτσι δεν δικαιολογούμαστε να επέμβουμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία που απεδέχθη, μπορούσε να καταλήξει ότι το εισόδημα του εφεσίβλητου ήταν £800.- το μήνα. Όμως ο υπολογισμός που έκαμε του καθαρού εισοδήματος είναι λανθασμένος. Ο εφεσίβλητος είχε καθήκο να αποδείξει την πραγματική ζημιά που υπέστη, αφαιρουμένων των φορολογικών του επιβαρύνσεων και δεν το έπραξε. Το Δικαστήριο, όμως, έπρεπε να προβεί το ίδιο σε ένα υπολογισμό, όχι κατ’ ανάγκη ακριβή, με βάση τους σχετικούς νόμους που αφορούν την πληρωμή φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς, έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και κοινωνικών ασφαλίσεων και να καταλήξει στο καθαρό ποσό των εισοδημάτων του. Το ποσό των £100.- μηνιαίως που αφαίρεσε, σίγουρα είναι ανεπαρκές. Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες των σχετικών νόμων και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν ήταν νυμφευμένος, κρίνουμε ότι το ποσό των £300.- μηνιαίως είναι επαρκές ποσό για να καλύψει τις φορολογικές του υποχρεώσεις και έτσι καταλήγουμε ότι το καθαρό μηνιαίο εισόδημά του ήταν £500.- μηνιαίως. Το ποσό αυτό είναι η πραγματική μηνιαία απώλεια του εισοδήματός του. (Βλ. British Transport Commission v. Gourley [1955] 3 All E.R. 796, Kemp and Kemp, Vol. 1, para. 9-028, p. 149)”.

(Bλέπε επίσης: Αγωγή Ναυτοδικείου Lambros Lazarou v. S. Ch. Ieropoulos & Co Ltd and another (1982) 1 C.L.R. 99).

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές καθώς και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων κατά την ημέρα του ατυχήματος ήταν ηλικίας 55 ετών και είχε σύζυγο και 3 παιδιά, 2 φοιτητές και ένα στο γυμνάσιο, θεωρούμε ότι θα ήταν λογικό να αφαιρεθούν συνολικά από το πιο πάνω ποσό £500, ως αντιπροσωπεύουσες το φόρο εισοδήματος που θα πλήρωνε.

[*458]Κάτω από το φως των πιο πάνω καταλήγουμε στα ακόλουθα:

(α)   Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θέμα της ευθύνης επικυρώνεται και η έφεση στο μέρος της αυτό απορρίπτεται.

(β)   Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων ακυρώνεται και αντικαθίσταται με ποσό £7.500.

(γ)   Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ποσό των £5.000 ως αντιπροσωπεύον απώλεια απολαβών μέχρι την ημέρα της δίκης και μελλοντική απώλεια για ένα χρόνο, ακυρώνεται.

(δ)   Το ποσό των £4.500 που αντιπροσωπεύει απώλεια εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας του εφεσίβλητου-ενάγοντα μειώνεται σε £4.000.

Εν όψει του γεγονότος ότι η πρωτόδικη απόφαση  επικυρώθηκε μερικώς αλλά ακυρώθηκε σε άλλα σημεία, δεν εκδίδουμε διάταγμα για έξοδα.

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν μερικώς χωρις έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο