Bουνού Aνδρέας ν. Kυριακής Bουνού (1998) 1 ΑΑΔ 490

(1998) 1 ΑΑΔ 490

[*490]13 Μαρτίου, 1998

ΔEYTEPOBAΘMIO OIKOΓENEIAKO ΔIKAΣTHPIO

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

AΝΔΡΕΑΣ ΒΟΥΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΡΙΑΚΗΣ BΟΥΝΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Έφεση Aρ. 73)

 

Οικογενειακό Δίκαιο — Σχέσεις γονέων και τέκνων — Διατροφή — Αίτηση για συνέχιση της διατροφής μετά την ενηλικίωση του τέκνου και συγκεκριμένα για σκοπούς εκπαίδευσης του τέκνου στο εξωτερικό — Η έκδοση δικαστικής απόφασης δυνάμει του Άρθρου 33(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90), αποτελεί προϋπόθεση — Η τελική κατάληξη του αιτήματος θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συνυπολογισμού, τηρουμένου του νόμου, κάθε παράγοντος που θα προβάλλεται ως σχετικός — Διαφορές μεταξύ των αρχών που ισχύουν στην Ελλάδα δυνάμει του Ελληνικού Αστικού Κώδικα και του Ν. 216/90 — Ανάλυση και συσχετισμός μεταξύ των δύο νομικών συστημάτων.

Η εφεσίβλητη, ήταν το πρώτο από τα δύο παιδιά του εφεσείοντα από το γάμο του με τη μητέρα της εφεσίβλητης. Ήθελε οπωσδήποτε να παρακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές στην Αγγλία, μετά από την αποφοίτησή της από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας. Δεν είχε έφεση προς τα γράμματα ή κάποια ιδιαίτερη κλίση την οποία ήθελε να αξιοποιήσει. Οκτώ από τα πανεπιστήμια στα οποία αποτάθηκε την απέρριψαν λόγω της χαμηλής της επίδοσης. Το έννατο την αποδέκτηκε, όχι στον κλάδο που ήθελε και που ήταν το δίκαιο επιχειρήσεων, αλλά στο διαφορετικό κλάδο της διοίκησης επιχειρήσεων.

Η εφεσίβλητη ενηλικιώθηκε στις 4.6.94 και με αίτησή της ημερομηνίας 12.9.95, ζήτησε διαταγή για συνέχιση της υποχρέωσης του εφεσείοντα-πατέρα της.

[*491]Ο εφεσείων ήταν γιατρός και διατηρούσε και εξοπλισμένο ινστιτούτο αισθητικής και διαιτητικής στο οποίο εργαζόταν η μητέρα της εφεσίβλητης. Νυμφεύθηκε ξανά και απέκτησε τρίτο παιδί. Διέμενε σε διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, το παιδί τους και τα δύο άλλα ανήλικα παιδιά της συζύγου του από τον πρώτο της γάμο.

Επιθυμία του εφεσείοντα, αναφορικά με τις σπουδές της εφεσίβλητης, ήταν η παρακολούθηση σπουδών αισθητικής και διαιτητικής στην Κύπρο, όπου υπήρχε και τέτοια σχολή. Πρόσθετοι παράγοντες, που συνέτειναν στη διαμόρφωση της πιο πάνω άποψης από τον εφεσείοντα, ήταν η εξασφάλιση εργασίας για την εφεσίβλητη και η αξιοποίηση της επένδυσης του προαναφερόμενου ινστιτούτου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα. Το ζήτημα που είχε εγερθεί αναφορικά με το αν η εφεσίβλητη είχε ή όχι τα προσόντα να σπουδάσει στην Αγγλία, δεν εξετάσθηκε. Σε σχέση με την “υποχρέωση διατροφής ενηλίκου τέκνου για να σπουδάσει” καθοδηγήθηκε από την ελληνική βιβλιογραφία σε σχέση με τον ελληνικό αστικό κώδικα σημειώνοντας, ότι η διαφορά του από τα ισχύοντα στην Κύπρο εντοπίζεται στο ότι στην Κύπρο ο νομοθέτης απαιτεί προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου για συνέχιση της υποχρέωσης διατροφής. Τέλος, αφού θεώρησε ότι η μητέρα της εφεσίβλητης είχε τις ίδιες δυνάμεις με τον εφεσείοντα, εξέδωσε διάταγμα για την καταβολή από τον εφεσείοντα του μισού της δαπάνης για τις σπουδές και τη διαμονή της εφεσίβλητης στην Αγγλία, για το ισοδύναμο των STG 5.750 το χρόνο σε λίρες Κύπρου, για περίοδο τριών χρόνων από 1.7.95 μέχρι 1.7.98.

Λόγοι έφεσης:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε πως σχεδόν το σύνολο της ακίνητης ιδιοκτησίας του εφεσείοντα είναι υποθηκευμένο για την εξασφάλιση δανείων.

2.  Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το περιεχόμενο της διατροφής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, εν όψει του Άρθρου 37, είναι εσφαλμένη.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε τη δυνατότητα εκδοσης διαταγής, στην παρούσα περίπτωση, για τη συνέχιση της υποχρέωσης για διατροφή.

Αποφασίστηκε ότι:

[*492]Α.     Υπό Κωνσταντινίδη Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Αρτεμίδη και Αρτέμη:

1.  Βασικές διατάξεις του Ν. 216/90 έχουν ως πρότυπο άρθρα του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. Όμως ο συσχετισμός τους πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά. Δεν εισάχθηκε στην Κύπρο ο ελληνικός θεσμός στο σύνολό του. Ο νομοθέτης στην Κύπρο προέκρινε και διαφορετικές ρυθμίσεις, μάλιστα σε σχέση με θεμελιακά ζητήματα.

2.  Στην Ελλάδα η “απορία”, τηρουμένων και των άλλων διατάξεων ως προς τις δυνάμεις του υπόχρεου, θεμελιώνει αφ’ εαυτής το δικαίωμα διατροφής ανεξάρτητα από την ηλικία και εκείνο που πλέον απομένει είναι ο προσδιορισμός του μέτρου και του περιεχομένου του.  Το μέτρο και το περιεχόμενο, όπως το καθορίζει το δικό μας Άρθρο 37 είναι περίπου το ίδιο, αλλά εδώ στην περίπτωση των ενηλίκων τέκνων, πρέπει να προϋπάρχει δικαστική απόφαση για συνέχιση της υποχρέωσης.

     Στην Ελλάδα συνυπολογίζεται αριθμός παραγόντων σε σχέση με την επιθυμία για εκπαίδευση, όπως είναι μεταξύ άλλων οι ικανότητες και οι κλίσεις του δικαιούχου. Το Δικαστήριο κρίνει προκαταρκτικά, αν το ενήλικο τέκνο πρέπει να εργαστεί ή να σπουδάσει. Και στην περίπτωσή του, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπ’ όψιν, αν η εκπαίδευσή του ανταποκρίνεται στην οικονομική ικανότητα των γονέων. Και ενώ αναγνωρίζεται πως το ενήλικο τέκνο επιλέγει την κατεύνθυση που θα ακολουθήσει, είναι δυνατό, ακόμα και αυτό να μην επικροτηθεί αν συνιστά κατάρχηση δικαιώματος, λαμβανομένων υπ’ όψιν των προσωπικών του ικανοτήτων αλλά και της ελπίδας μελλοντικής επαγγελματικής απασχόλησης.

3.  Ο Ν. 216/90 επιβάλλει στους γονείς κατ’ ευθείαν υποχρέωση διατροφής μόνο των ανήλικων τέκνων χωρίς η υποχρέωση αυτή να συναρτάται προς αδυναμία τους να αυτοδιατραφούν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της υποχρέωσης ενήλικου τέκνου να διατρέφει τους γονείς του. Το Άρθρο 33 (2) του Ν. 216/90, παρέχει τη δυνατότητα στο τέκνο, μετά την ενηλικίωσή του, να δικαιούται σε διατροφή, κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας, λόγω της ανικανότητας ή της αναπηρίας του. Η τελική κατάληξη του συγκεκριμένου αιτήματος θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συνυπολογισμού, τηρουμένου του νόμου, κάθε παράγοντος που θα προβάλλεται ως σχετικός.

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατ’ αρχήν αφού παρέλειψε να [*493]προσδώσει σημασία σε οτιδήποτε πέραν του γεγονότος ότι η εφεσίβλητη έτυχε αγγλόφωνης εκπαίδευσης όπως ήταν η επιλογή των γονέων της και ότι τελικά εξασφάλισε θέση σε πανεπιστήμιο.  Επίσης είναι εσφαλμένη η άποψη του δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι σύμφωνα με το νόμο, ο γονέας που έχει την οικονομική δυνατότητα είναι υποχρεωμένος να καλύψει τις δαπάνες για την όποια επιλογή του ενηλίκου τέκνου του, είτε αυτή είναι να σπουδάσει οτιδήποτε θέλει, οπουδήποτε ή και να ζήσει οπουδήποτε.

5.  Η εφεσίβλητη ήθελε να σπουδάσει στην Αγγλία εν είδει κάποιας μορφής κοινωνικής καταξίωσης. Δεν ήταν βεβαίως υποχρεωμένη να σπουδάσει αισθητικός, όπως ήταν η επιθυμία του πατέρα της. Η πανεπιστημιακή κατεύνθυση που ακολούθησε δεν ήταν αποτέλεσμα δικής της επιλογής, αλλά,πλέον δεν μπορούσε να κάμει με άλλο τρόπο σπουδές στην Αγγλία.

     Γι’ αυτό και δεν την ενδιέφερε η δυνατότητα, που κατά τη μαρτυρία υπήρχε, για να επιτύχει ουσιαστικά το ίδιο αποτέλεσμα, σε πρώτο στάδιο έστω στην Κύπρο.

6.  Ο ενήλικος έχει δικαίωμα να κάμνει τις επιλογές που θέλει και να καθορίζει την πορεία του στη ζωή. Όμως όταν ο ενήλικος θέλει να αναλάβει τα έξοδα άλλος, έστω ο πατέρας του, αρχίζουν να συνυπολογίζονται τα στοιχεία κάτω από το φακό της λογικής. Ιδιαίτερα όταν οι οικονομικές δυνατότητες του πατέρα είναι περιορισμένες, εν όψει των άλλων του υποχρεώσεων, όπως στην παρούσα περίπτωση.

Β. Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

     Η υποχρέωση διατροφής γονέων προς τέκνα, όπως προβλέπεται στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, του 1990, Ν. 216/90 , καθορίζεται με κριτήρια που ισχύουν και εφαρμόζονται στην επικράτεια της Κύπρου και όχι με αυτά που ισχύουν σε άλλες χώρες.

Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Τιτσινίδης v. Tιτσινίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 385.

Έφεση.

Έφεση από τον καθ’ ου η αίτηση κατά της απόφασης του Oι[*494]κογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δικαιοδοσία Διατροφής) (Kαρατσή, E.Δ.) που δόθηκε στις 25 Oκτωβρίου, 1996 (Aρ. Aίτησης 157/95) με την οποία διατάχθηκε όπως καταβάλλει στην αιτήτρια το μισό της δαπάνης για σπουδές και διαμονή της στην Αγγλία, δηλαδή το ισοδύναμο των STG £5.750 το χρόνο σε λίρες Κύπρου, για περίοδο τριών χρόνων.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα.  Η έφεση πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί. Την πρώτη απόφαση, με την οποία συμφωνεί ο Δικαστής Αρτέμης, θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης. Θα εκδώσω ξεχωριστή απόφαση επί ενός σημείου.

ΚΩΝΣΤΑNΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο νόμος δεν επιβάλλει στους γονείς κατ’ ευθείαν υποχρέωση διατροφής των ενηλίκων τέκνων τους.  Κατά το άρθρο 33 (2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90), η υποχρέωση διατροφής του ανηλίκου τέκνου

“είναι δυνατόν να συνεχίσει ιδίως σε περίπτωση ανικανότητας ή αναπηρίας του τέκνου και μετά την ενηλικίωσή του με απόφαση και σχετική ρύθμιση από το Δικαστήριο”.

Και, όπως έχει εξηγηθεί στην υπόθεση Τιτσινίδης ν. Τιτσινίδη κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 385,

“Η έκδοση δικαστικής απόφασης βάσει του άρθρου 33(2) αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της υποχρέωσης”.

Η εφεσίβλητη ενηλικώθηκε στις 4.6.94 και με αίτησή της ημερομηνίας 12.9.95 ζήτησε διαταγή για συνέχιση της υποχρέωσης του εφεσείοντα - πατέρα της. Στην πολυσέλιδη απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου εκτίθεται με λεπτομέρεια το ιστορικό προηγούμενων διαταγμάτων διατροφής από την εποχή της διάστασης το 1992 και τελικά του διαζυγίου του εφεσείοντα και της μητέρας της εφεσίβλητης. Εμβαθύνει το πρωτόδικο δικαστήριο στις ιδιαίτερες εκφάνσεις της σχέσης τους όπως εξελίχθηκαν αλλά είναι αρκετό να αναφερθούμε στην κατάληξή τους. Η ένταση και η αντιπαλότητα που ακολούθησε το χωρισμό των γονέων επηρέασε και την εφεσίβλητη. Πήρε θέση, εκείνη της μητέρας με την οποία διέ[*495]μενε πλέον, και αποξενώθηκε από τον πατέρα της. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε αισθήματα μίσους και κατέγραψε τη δήλωση της εφεσίβλητης πως δεν την ενδιέφερε αν φυλακιζόταν ο πατέρας της. Ο οποίος στο μεταξύ νυμφεύθηκε ξανά και απέκτησε τρίτο παιδί. Το δεύτερο παιδί από τον πρώτο γάμο, επίσης διέμενε μαζί με την εφεσίβλητη και τη μητέρα τους.

Η εφεσίβλητη αποφοίτησε από την Αγγλική Σχολή Λευκωσίας και εννοούσε να παρακαλουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές, οπωσδήποτε στην Αγγλία. Όχι γιατί είχε έφεση προς τα γράμματα ή κάποια ιδιαίτερη κλίση σε οτιδήποτε την οποία ήθελε να αξιοποιήσει.  Ο πατέρας της ήταν γιατρός και δεν έβλεπε το λόγο να μή σπουδάσει στην Αγγλία όταν σπουδάζουν εκεί τα παιδιών των “κτιστών”. Ό,τι προκύπτει είναι πως γι’ αυτήν οι σπουδές στην Αγγλία ήταν αυτοσκοπός. Δεν ήταν συναρτημένες προς οποιοδήποτε κλάδο που μόνο εκεί θα ήταν δυνατό να ακολουθήσει ή έστω τον οποίο θα ήταν καλύτερα να ακολουθήσει εκεί και όχι σε κάποιο κολλέγιο στην Κύπρο.

Ο εφεσείων είχε πιο πρακτική θεώρηση της κατάστασης. Ισχυρίστηκε πως, για λόγους που ανέφερε, τα εισοδήματά του από την εργασία του ως γιατρού ογκολόγου είχαν μειωθεί ενώ αυξήθηκαν οι υποχρεώσεις του και δεν έβλεπε το λόγο της υποβολής στα μεγάλα έξοδα των σπουδών στην Αγγλία. Ο ίδιος διέμενε σε διαμέρισμα δυο υπνοδωματίων μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του, το παιδί τους και τα δύο άλλα ανήλικα παιδιά της από τον πρώτο της γάμο. Διατηρούσε και εξοπλισμένο ινστιτούτο διαιτητικής και αισθητικής στο οποίο εργαζόταν η μητέρα της εφεσίβλητης. Μετά τον χωρισμό τους αδρανοποιήθηκε και έβλεπε ως ρεαλιστική προοπτική την παρακολούθηση από την εφεσίβλητη σπουδών σ’ αυτό το τομέα. Θα είχε εξασφαλισμένη εργασία, θα αξιοποιείτο η επένδυση που είχε γίνει και υπήρχε τέτοια σχολή στην Κύπρο.

Η εφεσίβλητη, χωρίς προσυνεννόηση με τον πατέρα της, απευθύνθηκε σε σειρά αγγλικών πανεπιστημίων. Αναζητούσε θέση για σπουδές στο δίκαιο των επιχειρήσεων γιατί, όπως εξήγησε σε κάποιο στάδιο της μαρτυρίας της, ήθελε να γίνει επιχειρηματίας (“business woman”). Οκτώ πανεπιστήμια την απέρριψαν λόγω της χαμηλής της επίδοσης. Της πρόσφερε τελικά θέση έννατο πανεπιστήμιο και αυτό στο διαφορετικό κλάδο της διοίκησης επιχειρήσεων. Την αποδέκτηκε για τους λόγους που σημειώσαμε. Όπως χαρακτηριστικά είπε, ήταν αναγκασμένη. Και έκαμε μαζί με τη μητέρα της και τη γιαγιά της (από τη μητρική γραμμή) όλες τις διευθετήσεις. Μετέβη στην Αγγλία στις 15.9.95 ενώ πα[*496]ράλληλα υπέβαλε και την αίτησή της για διατροφή. Όχι γιατί στηριζόταν στο θετικό αποτέλεσμά της. Τα έξοδα της και οι δαπάνες για τις σπουδές της ήταν εξασφαλισμένα από τη γιαγιά της που περιγράφεται ως ιδιαίτερα εύπορη. Εννοούσε όμως να αναλάβει ο πατέρας της τις ευθύνες του. Σύμφωνα με την αντίληψή της δεν ήταν δικό του θέμα η επιλογή του περιεχομένου και του τόπου των σπουδών της. Ήταν όμως υποχρέωσή του να υποστεί το όποιο οικονομικό βάρος από την επιλογή της.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα. Θεώρησε πως η αιτήτρια βρισκόταν σε οικονομική αδυναμία, κατάσταση ισοδύναμη κατά τον κανόνα ejusdem generis, προς την ανικανότητα ή αναπηρία. Πως κατά το άρθρο 37(2) “η συνέχιση της υποχρέωσης διατάσσεται κάτω από ορισμένες περιστάσεις που αφορούν το τέκνο” και πως “το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει συνέχιση της διατροφής σε περιπτώσεις όπου το τέκνο αδυνατεί ή εμποδίζεται να αυτοδιατραφεί με την εργασία του ή την περιουσία του”.  Ακόμα πως συνεχίζεται η υποχρέωση μετά την ενηλικίωση “εφόσο και ενόσω συντρέχουν οι περιστάσεις που καθιστούν αδύνατη ή εμποδίζουν την αυτοδιατροφή του τέκνου”. Και σε άλλο σημείο, στο πλαίσιο της συζήτησης ως προς το περιεχόμενο της διατροφής, πως “οι σπουδές μετά την ενηλικίωση του τέκνου συνιστούν περίπτωση συνέχισης της υποχρέωσης των γονέων για διατροφή του τέκνου”. Ιδιαίτερα όταν “η φοίτηση είναι πλήρης που εμποδίζει το τέκνο να εργαστεί”.

Το ζήτημα που είχε εγερθεί αναφορικά με το αν η εφεσίβλητη είχε ή όχι τα προσόντα να σπουδάσει στην Αγγλία, όπως ανέφερε, δεν το εξέτασε. Αρκούσε το γεγονός ότι ένα πανεπιστήμιο τη δέκτηκε. Και σε σχέση με την “υποχρέωση διατροφής ενήλικου τέκνου για να σπουδάσει”, καθοδηγήθηκε απο την ελληνική βιβλιογραφία σε σχέση με τον ελληνικό αστικό κώδικα. Θα μπορούσε, όπως σημείωσε, να ισχύσουν και εδώ τα ίδια αφού η διαφορά που υπάρχει εντοπίζεται στο ότι στην Κύπρο ο νομοθέτης απαιτεί προηγούμενη απόφαση του δικαστηρίου για συνέχιση της υποχρέωσης διατροφής. Σ’ αυτό το πλαίσιο ασχολήθηκε με την επιλογή που έκαμε η εφεσίβλητη. Πρόσδωσε σημασία στην επιθυμία της, στο γεγονός ότι με απόφαση των γονέων της έτυχε αγγλόφωνης πολυδάπανης εκπαίδευσης στην Αγγλική Σχολή, και στο ότι τα θέματα που είχε επιλέξει για τις εξετάσεις  GCE ανωτάτου επιπέδου, δεν σχετίζονταν με το επάγγελμα της αισθητικού.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ενδιέτριψε με μεγάλη λεπτομέρεια στο ζήτημα των οικονομικών δυνατοτήτων του εφεσείοντα αλλά [*497]και της μητέρας. Αρκεί να σημειώσουμε πως θεώρησε ότι η μητέρα είχε τις ίδιες δυνάμεις με τον εφεσείοντα και πως εξέδωσε διάταγμα για την καταβολή από τον εφεσείοντα του μισού της δαπάνης για τις σπουδές και τη διαμονή της εφεσίβλητης στην Αγγλία. Δηλαδή για το ισοδύναμο των STG5.750 το χρόνο σε λίρες Κύπρου για περίοδο τριών χρόνων από 1.7.95 μέχρι 1.7.98. Όχι γιατί τα εισοδήματα του εφεσείοντα, αυτά καθ΄εαυτά, λαμβανομένων υπόψη και των άλλων υποχρεώσεών του, επέτρεπαν την ανάληψη τέτοιου βάρους. Είχε όμως και ακίνητη ιδιοκτησία ο εφεσείων την οποία θα έπρεπε να ρευστοποιήσει για να ανταποκριθεί. Και η εξόφληση των μεγάλων χρεών του τα οποία αναγνώρισε το πρωτόδικο δικαστήριο, όσο και αν μεγάλο μέρους τους αφορούσε στην απόκτηση της ακίνητης ιδιοκτησίας του, δεν μπορούσε να έχει προτεραιότητα.

Διατυπώθηκε σειρά λόγων έφεσης. Αμφισβητούνται και οι προσδιορισθείσες ως “δυνάμεις” του εφεσείοντα και επισημαίνεται πως παραγνώρισε το πρωτόδικο δικαστήριο πως σχεδόν το σύνολο της ακίνητης ιδιοκτησίας του είναι υποθηκευμένο προς εξασφάλιση δανείων. Όπως και η κρίση του αναφορικά με το περιεχόμενο της διατροφής σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, ενόψει του άρθρου 37. Με αναφορά και στο γεγονός ότι τελικά επιδικάστηκε ποσό που θα κάλυπτε μόνο το μισό των αναγκών χωρίς την εξασφάλιση και του υπόλοιπου μισού ώστε να μπορεί να υλοποιηθεί ο σκοπός. Προέχουν όμως οι εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου του εφεσείοντα αναφορικά με την καθόλου δυνατότητα έκδοσης διαταγής, στην παρούσα περίπτωση, για τη συνέχιση της υποχρέωσης για διατροφή.

Βασικές διατάξεις του Ν. 216/90 έχουν ως πρότυπο άρθρα του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. Χρειάζεται όμως μεγάλη προσοχή κατά το συσχετισμό. Δεν εισάχθηκε στην Κύπρο ο ελληνικός θεσμός (βλ. τα άρθρα 1485 - 1504 του Αστικού Κώδικα) στο σύνολό του. Ο νομοθέτης στην Κύπρο προέκρινε και διαφορετικές ρυθμίσεις, μάλιστα σε σχέση με θεμελιακά ζητήματα. Για τους σκοπούς αυτής της υπόθεσης είναι αρκετό να αναφερθούμε στην πιο βασική.

Δεν υπάρχει στην Ελλάδα εκ του νόμου περιορισμός στο δικαίωμα διατροφής με αναφορά στην ηλικία του δικαιούχου αυτή καθ’ εαυτή. Αναγνωρίζεται το δικαίωμα, ανεξάρτητα από την ηλικία, υπέρ ανιόντων και κατιόντων. Η ανηλικιότητα τέκνου επενεργεί μόνο κατά την εκτίμηση της δυνατότητάς του να αυτοδιατρέφεται (βλ. άρθρο 1486) η έλλειψη της οποία είναι γενικός [*498]όρος για την ύπαρξη δικαιώματος διατροφής. Και είναι στο πλαίσιο αυτών των ρυθμίσεων που κυρίως συζητούν οι συγγραφείς το κατά πόσο οι σπουδές, ενδεχομένως και οι πανεπιστημιακές και οι μεταπτυχιακές, είναι λόγος για μή επικερδή απασχόληση ώστε να θεωρείται ο αιτητής άπορος.  Η “απορία”, τηρουμένων και των άλλων διατάξεων ως προς τις δυνάμεις του υπόχρεου, θεμελιώνει αφ’ εαυτής το δικαίωμα και εκείνο που πλέον απομένει είναι ο προσδιορισμός του μέτρου και του περιεχομένου του. Το μέτρο και το περιεχόμενο του διατάγματος, όπως το καθορίζει το δικό μας άρθρο 37 είναι περίπου το ίδιο, αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι εδώ, στην περίπτωση των ενηλίκων τέκνων, πρέπει να προϋπάρχει δικαστική απόφαση για συνέχιση της υποχρέωσης.

Και, πάντως, ακόμα και στην Ελλάδα, όπου η θεμελίωση της “απορίας” γεννά το δικαίωμα, νοουμένης βέβαια και της “ευπορίας” του υποχρέου όπως αυτή μπορεί να προσδιοριστεί στο πλαίσιο των ειδικών διατάξεων που τη διέπουν, συνυπολογίζεται αριθμός παραγόντων σε σχέση με την επιθυμία για εκπαίδευση.  Έχουμε ανατρέξει στους Βαθρακοκοίλη - Το Νέο Οικογενειακό Δίκαιο Γ’ έκδοση σελ. 479 κ.επ., Γεωργιάδη - Σταθόπουλου - Αστικός Κώδιξ, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία Τόμος VII σελ. 672 κ.επ. και Γ. Κουμάντο - Οικογενειακό Δίκαιο - Έκδοση 1989 Τόμος ΙΙ σελ. 90 κ.επ. και σταχυολογούμε από την ανάλυση του νόμου και της νομολογίας.

Πρώτα απ’ όλα είναι το δικαστήριο που κρίνει, προκαταρκτικά, αν το ενήλικο τέκνο πρέπει να εργαστεί ή να σπουδάσει. Και στην περίπτωσή του λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη αν η εκπαίδευσή του ανταποκρίνεται στην οικονομική ικανότητα των γονέων. Για μετεκπαίδευση δε στο εξωτερικό, το δικαίωμα συναρτάται και με το κατά πόσο το ενήλικο τέκνο έχει επιδείξει εξαιρετικές επιδόσεις στον πρώτο κύκλο των σπουδών του. Και συναντούμε ανάλογες προσεγγίσεις και σε σχέση με τον προσδιορισμό του μέτρου και του περιεχομένου της διατροφής. Προσλαμβάνουν σημασία, μεταξύ των άλλων, οι ικανότητες και οι κλίσεις του δικαιούχου.  Και ενώ αναγνωρίζεται πως το ανήλικο τέκνο επιλέγει την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει, είναι δυνατό, ακόμα και αυτό, να μήν επικροτηθεί αν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών του ικανοτήτων αλλά και της ελπίδας μελλοντικής επαγγελματικής απασχόλησης.

Ο Ν. 216/90 επιβάλλει στους γονείς κατ’ ευθείαν υποχρέωση διατροφής μόνο των ανηλίκων τέκνων τους [άρθρο 33(1)] χωρίς η [*499]υποχρέωση αυτή να συναρτάται προς αδυναμία τους να αυτοδιατραφούν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της υποχρέωσης ενήλικου τέκνου να διατρέφει τους γονείς του (βλ. άρθρο 34).  Και με την πρόσθετη επεξήγηση πως το δικαίωμα του ανηλίκου τέκνου υπάρχει και αν αυτό “έχει περιουσία” [βλ. άρθρο 33(3)]. Το άρθρο 33(2) θέτει νέο πλαίσιο. Προκύπτει από τις πρόνοιές του πως είναι δυνατό να συνεχίσει η υποχρέωση μετά την ενηλικίωση του τέκνου, κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας. Σε ορισμένα στοιχεία και στη σημασία τους θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Εκείνο που είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε τώρα είναι πως οι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο και η κατά περίπτωση σημασία τους δεν επιδέχονται προκαθορισμό. Ο νόμος ξεχώρισε την περίπτωση της ανικανότητας ή αναπηρίας του τέκνου αλλά και πάλιν χωρίς να θελήσει να καταστήσει επιβεβλημένη τη συνέχιση της διατροφής όταν συντρέχει. Ό,τι εξάγεται είναι εκ του νόμου πρόσδοση ιδιαίτερης βαρύτητας στο στοιχείο της ανικανότητας ή της αναπηρίας του τέκνου. Τούτου δοθέντος, σε κάθε περίπτωση ενήλικου τέκνου, “η υποχρέωση είναι δυνατόν να συνεχίσει.” Η τελική κατάληξη του συγκεκριμένου αιτήματος θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συνυπολογισμού, τηρουμένου του νόμου, κάθε παράγοντος που θα προβάλλει ως σχετικός.

Αν θα επρόκειτο να αναζητηθεί κάποια αναλογία αυτής της ρύθμισης προς αντίστοιχη του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, αυτή θα μπορούσε να αφορά στην περίπτωση της διατροφής μεταξύ αδελφών. (βλ. άρθρο 1504 του Αστικού Κώδικα)  Ενώ δεν υπάρχει εκ του νόμου απ’ ευθείας υποχρέωση διατροφής μεταξύ αδελφών, μπορεί αυτή να επιβληθεί “αν αυτός που τη ζητεί αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό του για ιδιαίτερους λόγους και ιδίως εξαιτίας της ηλικίας του, βαριάς ασθένειας ή αναπηρίας”. Αλλά και πάλιν όχι απαραιτήτως στην περίπτωση αυτή, αλλά, τελικά, “αν το δικαστήριο το κρίνει εύλογο”.  Και εξηγούν οι συγγραφείς στους οποίους αναφερθήκαμε το εξαιρετικό αυτής της υποχρέωσης, που και εκεί γεννάται μόνο με επί τούτου δικαστική απόφαση, και την ανάγκη συνυπολογισμού από το δικαστήριο κάθε σχετικού παράγοντα. Στους οποίους περιλαμβάνουν και τις πραγματικές σχέσεις, καταστάσεις και δεσμούς μεταξύ των αδελφών.

Η αιτήτρια δεν είχε δική της περιουσία ή εισοδήματα και αναμφιβόλως αυτό συνιστούσε σχετικό παράγοντα. Όπως και το γεγονός ότι έτυχε αγγλόφωνης εκπαίδευσης όπως ήταν η επιλογή των γονέων της αν και πρέπει να παρεμβάλουμε εδώ πως η αναφορά στο ότι παρακάθησε σε εξετάσεις GCE ανωτάτου επιπέδου πρέπει να συμπληρωθεί με το ότι η επίδοσή της ήταν πολύ χαμηλή.  Ακόμα [*500]και το ότι, τελικά, εξασφάλισε θέση σε πανεπιστήμιο.  Δεν ήταν όμως μόνο αυτά τα σχετικά. Και κρίνουμε πως έσφαλε το πρωτόδικο δικαστήριο κατ’ αρχήν αφού παρέλειψε να προσδώσει σημασία σε οτιδήποτε πέραν από αυτά. Επίσης θεωρούμε εσφαλμένη την άποψη του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης πως, σύμφωνα με το νόμο, ο γονέας που έχει την οικονομική δυνατότητα είναι υποχρεωμένος, εξ αυτού και ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, να καλύψει τις δαπάνες για την όποια επιλογή του ενηλίκου τέκνου του, είτε αυτή είναι να σπουδάσει οτιδήποτε θέλει οπουδήποτε ή και να ζήσει οπουδήποτε.

Έχουμε συνοψίσει τα γεγονότα όπως τα έχει διαπιστώσει το πρωτόδικο δικαστήριο. Η αιτήτρια έκαμε μόνη ή μαζί με την μητέρα και τη γιαγιά της τους υπολογισμούς της, αγνοώντας πλήρως τον πατέρα της. Γράφτηκε σε πανεπιστήμιο στην Αγγλία, μετέβη εκεί και κατά τρόπο ξένο προς ό,τι θα αναμενόταν στο πλαίσιο μιας σωστής σχέσης μεταξύ μιας ενήλικης πλέον κόρης και του πατέρα της, απλώς υπέβαλε αίτηση για διατροφή. Για να καλύψει ο πατέρας της όσα είχε ήδη αποφασίσει να ξοδεύσει η γιαγιά της ή έστω και η μητέρα της. Και αν οι σπουδές στην Αγγλία ήταν μια εύλογη, για να μή πούμε επιβεβλημένη κάτω από τις συνθήκες επιλογή, το αντικειμενικά ορθό θα μπορούσε να προσμετρήσει. Δεν ήταν όμως. Η εφεσίβλητη ήθελε να σπουδάσει στην Αγγλία μόνο για να σπουδάσει εκεί. Εν είδει κάποιας μορφής κοινωνικής καταξίωσης. Δεν ήταν βέβαια υποχρεωμένη να σπουδάσει αισθητικός ή κάτι παρόμοιο όπως ήταν η επιθυμία του πατέρα της. Είναι εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα το μέλλον κάποιου για να το καθορίσει άλλος. Όσο και αν ένας τρίτος αντικειμενικός παρατηρητής θα έβλεπε τα πλεονεκτήματα από την ανάληψη του εξοπλισμένου ινστιτούτου του πατέρα της. Εδώ όμως δεν υπήρχε κάποια κλίση προς οτιδήποτε άλλο ή κάποια επιθυμία έστω για σπουδές προς οποιαδήποτε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Δε χρειάζεται να σχολιάσουμε την αντίληψη της εφεσίβλητης πως ήθελε στην αρχή να σπουδάσει δίκαιο των επιχειρήσεων γιατί σκόπευε να γίνει επιχειρηματίας. Εκείνο που τελικά έγινε, όταν απερρίφθη από τα οκτώ πανεπιστήμια, ήταν ο εξαναγκασμός της, όπως το έθεσε η ίδια, να δεχθεί θέση για άλλο κλάδο. Δεν ήταν ούτε εκείνος επιλογή της αλλά, πλέον, δεν μπορούσε να κάμει με άλλο τρόπο σπουδές στην Αγγλία.  Γι’ αυτό και δεν την ενδιέφερε η δυνατότητα που κατά τη μαρτυρία υπήρχε για να επιτύχει ουσιαστικά το ίδιο αποτέλεσμα, σε πρώτο στάδιο έστω, στην Κύπρο. Και όλα αυτά, χωρίς προβληματισμό ως προς τις δυνατότητες και τις προοπτικές από εκεί και πέρα.

[*501]Είναι δικαίωμα ενός ενηλίκου να κάμνει τις επιλογές που θέλει και να καθορίζει την πορεία του στη ζωή, όσο και αν οποιοσδήποτε άλλος νομίζει πως κάμνει λάθος ή πως είναι παράλογος. Αρχίζουν όμως να συνυπολογίζονται τα στοιχεία κάτω από το φακό της λογικής όταν ο ενήλικος θέλει να πληρωθεί από άλλον, έστω από τον πατέρα του, ο λογαριασμός. Ιδιαίτερα όταν οι οικονομικές δυνατότητες του πατέρα, ενόψει και των άλλων υποχρεώσεών του, είναι περιορισμένες. Σε τέτοιο σημείο ώστε να χρειάζεται η ρευστοποίηση ακίνητης ιδιοκτησίας, υποθηκευμένης μάλιστα. Αλλά και η μή εξόφληση οφειλών προς τρίτους οι οποίοι φυσιολογικά θα αναμένεται να την επιβάλουν, εν πάση περιπτώσει.

Κάτω από το σύνολο των στοιχείων η αίτηση θα έπρεπε να είχε απορριφθεί. Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Χωρίς έξοδα για την πρωτόδικη και για την ενώπιόν μας διαδικασία.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με το αποτέλεσμα στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. και την αξιόλογη, ας μου επιτραπεί να πω, ανάλυση των νομικών ζητημάτων που γίνεται σ’ αυτή, τα οποία μας απασχόλησαν στην έφεση. Έχω όμως διαφορετική προσέγγιση πάνω σε ένα σημείο, την οποία διατυπώνω αμέσως παρακάτω.

Είναι η γνώμη μου πως η υποχρέωση διατροφής γονέων προς τέκνα, όπως προβλέπεται στο ΜΕΡΟΣ ΙΙ του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90, καθορίζεται με κριτήρια που ισχύουν και εφαρμόζονται στην επικράτεια της Κύπρου, και όχι με αυτά που ισχύουν σε άλλες χώρες.

Το άρθρο 37(2) προβλέπει:

«37(2)  Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την  περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του.»

Τα αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου, καθορίζονται, στη δική μου αντίληψη, βάσει των αναγκών του, όπως αυτές δημιουργούνται από τις συνθήκες ζωής του, και τις οικονομικές δυνατότητες του υπόχρεου για διατροφή.  Αυτά τα στοιχεία διακριβώνονται και διαγιγνώσκονται καθώς ισχύουν στη χώρα μας, και όχι στο εξωτερικό.

[*502]Το άρθρο 37(1) είναι, στην αντίληψη μου, απόλυτα σχετικό προς τη σκέψη που εκφράζω. Το παραθέτω:

«37(1)  Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.»

Καταλήγω επομένως πως η διατροφή στην οποία, ανάλογα με την περίπτωση, περιλαμβάνεται και η εν γένει εκπαίδευση του  δικαιούχου, δεν καθορίζεται στη βάση των αναγκών του όπως αυτές δημιουργούνται από τη διαβίωση ή εκπαίδευση του στο εξωτερικό, αλλά στη χώρα μας.

H έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο