Παπακόκκινου Bερεγγάρια Π. ν. Glykys and Araouzos (Insurances) Ltd. ως εκπροσώπου της Pearl Assurances Plc κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 513

(1998) 1 ΑΑΔ 513

[*513]19 Μαρτίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. GLYKYS AND ARAOUZOS (INSURANCES) LTD. ΩΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ PEARL ASSURANCES PLC,

2. GLYKYS AND ARAOUZOS (INSURANCES) LTD,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 10027)

 

Πολιτική Δικονομία — Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης — Ποίο είναι το ορθό κριτήριο για παροχή δικαστικής αναστολής.

Έξοδα — Σχετικά με απόφαση ή διάταγμα που εφεσιβλήθηκε — Συνήθως καταβάλλονται στο συνήγορο του εφεσιβλήτου ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση επιστροφής τους σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης.

Η απόφαση της οποίας η εφεσίβλητη πέτυχε την αναστολή, εκδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 4.12.96, ενόσω εκκρεμούσε έφεση από αυτή. Κατά την εν λόγω ημερομηνία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για ποσό £13.200 με τόκο προς 6%, πλέον έξοδα £3.714 με τόκο προς 8% από 29.9.94, ως αποζημίωση για την καταστροφή εμπορευμάτων της από πυρκαγιά που ήταν αποθηκευμένα σε υποστατικό που ενοικίαζε.

Η αναστολή δόθηκε ύστερα από μονομερή αίτηση της εφεσίβλητης ημερ. 22.1.97 μέχρι την εκδίκαση αίτησης με κλήση που κατατέθηκε την ίδια ημέρα.  Με αίτημα την επέκταση του χρόνου αναστολής μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και αφού η εφεσίβλητη κατέθεσε στο Δικαστήριο την εγγύηση όπως διέταξε το Δικαστήριο. Η εφεσείουσα επεδίωξε ακύρωση του διατάγματος με αίτηση ημερ. 19.2.97. Παρά την ύπαρξη της αίτησης με κλήση, η εφεσείουσα επέμεινε και [*514]η αίτησή της εκδικάστηκε, αλλά τελικά απορρίφθηκε.

Η παρούσα έφεση στοχεύει στην ακύρωση της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης. Η εφεσείουσα μέσω της δικηγόρου της ισχυρίστηκε ότι διαθέτει μεγάλη περιουσία σε βαθμό που θα μπορούσε να ικανοποιήσει οποιαδήποτε απόφαση του Εφετείου προς όφελος της εφεσίβλητης. Ως εκ τούτου δεν έπρεπε να είχε διαταχθεί αναστολή. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η καθυστέρηση πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους θα της προκαλούσε μεγάλη οικονομική ζημιά. Πρόσθετα η εφεσείουσα παραπονέθηκε ότι αδικαιολόγητα στερήθηκε τα έξοδά της.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το ορθό κριτήριο για παροχή δικαστικής αναστολής έγκειται στην εξισορρόπηση α) της φυσιολογικής προσδοκίας του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του και β) της ανάγκης η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μη χάσει τη σημασία της μένοντας χωρίς αντίκρυσμα.

2.  Είναι σωστό πως δεν παρέχονται λεπτομέρειες του ισχυρισμού ότι η έφεση έχει καλές πιθανότητες να ευδοκιμήσει. Εν τούτοις ο παράγων αυτός έχει, κατά κανόνα, οριακή σημασία.  Οι ζημιές που η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υφίσταται, ξεφεύγουν από τα πλαίσια της απόφασης και της αναγκαιότητας να εξασφαλιστεί η ικανοποίησή της.

3.  Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι είχε εξασφαλιστεί η απαίτηση. 

4.  Δεν προτάθηκε ποτέ η ανάληψη υποχρέωσης για επιστροφή του ποσού των εξόδων της αγωγής στην περίπτωση επιτυχίας της έφεσης και κατά συνέπεια η αναστολή μπορούσε να επεκταθεί και σ’ αυτά.

5.  Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά και ως εκ τούτου δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο. Ούτε και επί του θέματος των εξόδων χωρεί επέμβαση, υπό τις συνθήκες που αναφέρθηκαν προηγουμένως.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Per Curiam: Η επανάληψη των ίδιων λόγων έφεσης με ασήμαντη διαφοροποίηση, αποστερεί ή τείνει να αποστερήσει το δικόγραφο από την ενάργεια και διαύγεια που πρέπει να το χαρακτηρίζει. Οι [*515]φλύαρες διατυπώσεις δε χρειάζονται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Αναστασίου v. Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264,

Βογαζιανός v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 591,

Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147,

Kuwait Oil Tanker Co v. Al Bader [1997] 2 All E.R. 855.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολάου, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 18 Iουλίου, 1997 (Aρ. Aγωγής 9140/94) με την οποία αναστάληκε η εκτέλεση απόφασης εναντίον των εναγομένων για καβολή αποζημιώσεων, εκκρεμούσης της έφεσης.

Α. Παπακόκκινου, για την Εφεσείουσα.

Χρ. Χατζηαναστασίου, για τις Εφεσίβλητες.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Το ζήτημα είναι αν σωστά το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε, με βάση το θ. 18 της Δ.35 του Διαδικαστικού Κανονισμού Πολιτικής Δικονομίας, τη διακριτική του εξουσία να αναστείλει την εκτέλεση απόφασης ημερ. 4/12/96, ενόσω εκκρεμούσε έφεση από αυτή.  Κατά την εν λόγω ημερομηνία εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης για ποσό £13.200 με τόκο προς 6% από τότε πλέον έξοδα που υπολογίστηκαν σε £3.714 με τόκο προς 8% από 29/9/94. Φαίνεται πως το παραπάνω ποσό επιδικάστηκε στην εφεσείουσα ως αποζημίωση για την καταστροφή εμπορευμάτων της (στρατιωτικών χλαινών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), που ήταν αποθηκευμένα σε υποστατικό το οποίο ενοικίαζε. Η εφεσίβλητη ήταν αντιπρόσωπος αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας, στην οποία είχε ασφαλισθεί το περιεχόμενο του υποστατικού αυτού. Ας σημειωθεί ότι το [*516]παραπάνω ποσό επιδικάστηκε για την αξία των παραπάνω εμπορευμάτων, που καταστράφηκαν από πυρκαγιά το 1993.

Η εφεσείουσα προχώρησε άμεσα σε εκτέλεση με ένταλμα κινητής περιουσίας, την έκδοση του οποίου ζήτησε στις 31/12/96.  Δόθηκε όμως αναστολή ύστερα από μονομερή αίτηση της εφεσίβλητης (ημερ. 22/1/97) μέχρι την εκδίκαση αίτησης με κλήση που κατατέθηκε την ίδια ημέρα. Με αίτημα την επέκταση του χρόνου αναστολής μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Και αφού η τελευταία κατέθεσε στο δικαστήριο ποσό £15.000, συμμορφούμενη με σχετικό όρο που έθεσε το δικαστήριο. Το σχετικό διάβημα αμφισβητήθηκε. Επιδιώχθηκε η ακύρωση του διατάγματος με αίτηση ημερ. 19/2/97. Παρά την ύπαρξη της αίτησης με κλήση, η εφεσείουσα επέμεινε και η αίτηση της εκδικάστηκε, αλλά τελικά απορρίφθηκε.

Αμφισβητήθηκε έντονα και η κρινόμενη αίτηση. Προβλήθηκε ένσταση, την οποία συνόδευσε ένορκη δήλωση της εφεσείουσας.  Το κύριο σημείο της είναι ότι η εφεσείουσα διαθέτει μεγάλη περιουσία. Είναι φερέγγυα σε βαθμό που θα μπορούσε, σε περίπτωση ανατροπής της επίδικης απόφασης, να ικανοποιήσει οποιαδήποτε απόφαση του Εφετείου προς όφελος της εφεσίβλητης. Επομένως δεν έπρεπε να είχε διαταχθεί αναστολή. Η εφεσείουσα δεν κλήθηκε για αντεξέταση. Και για το λόγο αυτό, όπως υπέβαλε η δικηγόρος της, η φερεγγυότητα της είναι δεδομένη.  Η εφεσείουσα όμως αντεξέτασε τον κ. Ε. Γλυκύ, διευθύνοντα σύμβουλο της εφεσίβλητης, που ισχυρίστηκε σε ένορκη δήλωση με την οποία υποστήριξε την αίτηση για αναστολή, ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να εισπραχθεί το επιδικασθέν στην εφεσείουσα ποσό αν τελικά αυτό καταβαλλόταν πριν την εκδίκαση της έφεσης. Ο μάρτυρας παραδέχθηκε πως δε γνώριζε τα περιουσιακά στοιχεία της εφεσείουσας. Πρόσθεσε ωστόσο ότι από τις εμπειρίες που απέκτησε κατά την εκκρεμότητα της διαφοράς - και απ’ ότι είχε πληροφορηθεί - θα υπήρχαν δυσκολίες διότι η εφεσείουσα δεν είναι καθόλου συνεργάσιμη.

Η εφεσείουσα παραπονέθηκε πως η καθυστέρηση πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους θα της προκαλούσε μεγάλη οικονομική ζημία.  Όπως εξήγησε θα χρειαζόταν ποσό χρημάτων για την απομάκρυνση των υπολειμμάτων της πυρκαγιάς και τον καθαρισμό της αποθήκης για να καταστεί χρησιμοποιήσιμη. Στο μεταξύ ήταν αναγκασμένη να χρησιμοποιεί ιδιόκτητους χώρους για την αποθήκευση άλλων εμπορευμάτων και να στερείται τα ενοίκια που άλλωσπως θα είσπραττε από την ενοικίαση των υποστατικών αυτών.

[*517]Οι αρχές που διέπουν θέματα αναστολής έχουν προδιαγραφεί με καθαρότητα από τη νομολογία.  Ο πρωτόδικος δικαστής, αφού αναφέρθηκε σε αυτές, εξέδωσε διάταγμα αναστολής υπό τον όρο με τον οποίο η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε απόλυτα:  να καταθέσει πρόσθετο ποσό £3.000 στο δικαστήριο. Συνολικά, δηλαδή, υπάρχει ποσό £18.000.  Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να ειπωθεί ότι με την πάροδο του χρόνου και τον υπολογισμό των τόκων η εγγύηση αυτή υπερακοντίστηκε για μερικές εκατοντάδες λίρες.

Καταλήγοντας στην απόφασή του για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης της 4/12/96 μέχρι την εκδίκαση της έφεσης ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρει:

“Εξέτασα προσεκτικά κάθε θέση, ισχυρισμό και εισήγηση που έκαμαν ή που πρόβαλαν οι διάδικοι με τα δικόγραφα του δικαστικού τούτου διαβήματος, την όλη προσαχθείσα μαρτυρία και σε σχέση με την φερεγγυότητα των δυο διαδίκων και τις εισηγήσεις των αντιστοίχων συνηγόρων τους και τούτο σε συνδυασμό με τις πιο πάνω προδιαγραφόμενες αρχές της νομολογίας.

Αφού συνεκτίμησα όλους τους σχετικούς παράγοντες με βάση τις αρχές που διέπουν τη διακριτική μου εξουσία που διέπει το θέμα, η κατάληξη μου είναι ότι θα πρέπει να εγκριθεί η αίτηση.”

Το δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα.  Η κρίση αυτή προσβάλλεται ως λανθασμένη.  Η θέση της εφεσείουσας είναι ότι το αποτέλεσμα επέβαλλε την καταδίκη της εφεσίβλητης στα έξοδα της διαδικασίας.

Η γενική τοποθέτηση της εφεσείουσας είναι ότι ο πρωτόδικος δικαστής άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία. Το εφετήριο περιέχει 17 εκτενείς λόγους έφεσης. Επιβάλλεται ένα σύντομο σχόλιο. Οι πλείστοι είναι λόγοι επάλληλοι. Υπάρχει αλληλεπικάλυψη. Επαναλαμβάνονται συνέχεια με ασήμαντη διαφοροποίηση. Η μεθοδολογία αυτή σύνταξης εφετηρίου αποστερεί ή τείνει να αποστερήσει το δικόγραφο από την ενάργεια και διαύγεια που πρέπει να το χαρακτηρίζει. Οι φλύαρες διατυπώσεις δεν χρειάζονται. Κάθε άλλο παρά βοηθούν τον διάδικο ή την απονομή της δικαιοσύνης. Παραπέμπουμε στις παρατηρήσεις μας στην Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου v. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264.

Η δικηγόρος της εφεσείουσας προβάλλει βασικά τα ίδια θέ[*518]ματα που συζητήθηκαν στο πρωτόδικο δικαστήριο: (1) ότι δεν τεκμηριώθηκε ο ισχυρισμός της εφεσίβλητης ότι έχει βάσιμους λόγους να επιτύχει η έφεση. (2) ότι παραγνωρίστηκε παντελώς η φερεγγυότητα της εφεσείουσας να ικανοποιήσει οποιαδήποτε σε βάρος της απόφαση. και (3) τόνισε εμφαντικά τις συνέπειες της αναστολής στα συμφέροντα της. Πρόσθετα η εφεσείουσα παραπονέθηκε ότι αδικαιολόγητα στερήθηκε τα έξοδα της (10ος λόγος).  Μέμφεται επίσης το δικαστήριο ότι καθυστέρησε την όλη διαδικασία (11ος λόγος). Όπως υποδείξαμε στην κα Α. Παπακόκκινου κατά τη συζήτηση, η υπόθεση ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε απόφαση σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 6 μηνών και αφού ζητήθηκαν τρεις συνεχείς αναβολές εκ συμφώνου.

Αναφορικά με τα έξοδα, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι ορθά ασκήθηκε η σχετική διακριτική εξουσία του δικαστηρίου δεδομένου ότι με την άλλη απόφαση του, της ίδιας ημερομηνίας,  απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση του διατάγματος, που εκδόθηκε ύστερα από μονομερή αίτηση της εφεσίβλητης. Και παρόλο που την χαρακτήρισε ως κατάχρηση της διαδικασίας εντούτοις δεν καταδίκασε την εφεσείουσα στα έξοδα. Πέραν τούτου ο κ. Χ”Αναστασίου επιχειρηματολόγησε ότι με την κατάθεση του ποσού των £18.000 εξασφαλίστηκαν πλήρως τα δικαιώματα της εφεσείουσας.

Υπάρχει πληθώρα νομολογίας που έθεσε κριτήρια όταν αντιμετωπίζονται αιτήματα για αναστολή εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Σε μια τελευταία του απόφαση Βογαζιανός v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 591, το Εφετείο, συνοψίζοντας το φάσμα της νομολογίας, αναφέρει:

“Το ορθό κριτήριο για την παροχή δικαστικής αναστολής έγκειται στην εξισορρόπηση δύο παραγόντων. Πρώτον, της φυσιολογικής προσδοκίας του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του στο δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε. Και, δεύτερον, την ανάγκη η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μη χάσει τη σημασία της μένοντας χωρίς κανένα αντίκρυσμα.”

Είναι σωστό πως δεν παρέχονται λεπτομέρειες του ισχυρισμού ότι η έφεση έχει καλές πιθανότητες να ευδοκιμήσει.  Εντούτοις, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, ο παράγων αυτός έχει, κατά κανόνα, οριακή σημασία.  Οι ζημιές που η εφεσείουσα ισχυρίζεται πως υφίσταται ξεφεύγουν από τα πλαίσια της απόφασης και της αναγκαιότητας να εξασφαλισθεί η ικανο[*519]ποίησή της. Θα προσθέταμε ότι αυτής της φύσεως η ζημία συσχετίζεται με παράγοντες άσχετους με την αρχική απόφαση για τους οποίους εν πάση περιπτώσει διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις. Στην ουσία η παράλειψη για μετακίνηση των υπολειμμάτων της φωτιάς και τον καθαρισμό του αποθηκευτικού χώρου, για χρόνια τώρα, προβάλλεται σαν η γενεσιουργός αιτία της ζημίας που η εφεσείουσα ισχυρίζεται πως υφίσταται.

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι είχε εξασφαλισθεί η απαίτηση. Αν υπάρχει, με τον υπολογισμό τόκων της απόφασης και των εξόδων, υπέρβαση της εγγύησης, δεν μπορεί ένας να ισχυριστεί σοβαρά ότι το μικρό αυτό ποσό δε θα είναι σε θέση να το αντιμετωπίσει η εφεσίβλητη. Πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία που, σύμφωνα με το νόμο, έχει εγγυήσεις για την κάλυψη των υποχρεώσεων της.

Αναφορικά με τον 8ο λόγο της έφεσης ότι η αναστολή δεν μπορούσε να επεκταθεί και στα έξοδα της αγωγής πρέπει να λεχθεί ότι δεν προτάθηκε ποτέ η ανάληψη υποχρέωσης για επιστροφή του ποσού στην περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Το παρακάτω απόσπασμα από την Annual Practice 1962 για το θέμα των εξόδων, αλλά και τη σημασία εγγυοδοσίας που καλύπτει το εξ αποφάσεως χρέος είναι αρκετά διαφωτιστικό και εφαρμόζεται σε πλήρη έκταση και στην παρούσα περίπτωση:

“Τhese are in the discretion of the Court, but in regard to the payment of costs under the judgment or order appealed from they are usually that the costs shall be paid to the solicitor on the other side on his personal undertaking to return them if the appeal is successful (Grant v. Banque Franco-Egyptienne [1878] 3 C.P.D. 202; Hood-Barrs v. Crossman [1897] A.C. 172; Swyny v. Harland [1894] 1 Q.B., per Lopes, L.J., at p. 709). As regards the debt or damages awarded, there is no general practice: according to the circumstances (for example, the probability of their not being recovered if the appeal is successful, and the chances of success in the appeal) the money may be ordered to be paid into Court, or only some part of it.”

Το βασικό όμως ερώτημα αφορά τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η περικοπή που ακολουθεί από την Supreme Court Practice 1997, para 59/1/59, δεν αφήνει ανεπίλυτη καμιά πτυχή του:

“There are many authorities for the proposition that an appeal [*520]will not be entertained from an order which it was within the discretion of the judge to make, unless it be shown that he exercised his discretion under a mistake of law or in disregard of principle or under a misapprehension as to the facts; or that he took into account irrelevant matters or failed to exercise his discretion or the conclusion which the judge reached in the exercise of his discretion was “outside the generous ambit within which a reasonable disagreement is possible.”

H πιο πάνω περικοπή έχει πλήρως υιοθετηθεί στην απόφαση Kuwait Oil Tanker Co. v. Al Bader [1997] 2 All E.R. 855. Απηχεί και τις δικές μας απόψεις.  Καμιά από τις παραπάνω προϋποθέσεις επέμβασης από μέρους του Εφετείου δεν έχει αποδειχθεί.  Υπό τις συνθήκες που έχουμε περιγράψει δε χωρεί παρέμβαση ούτε και στο θέμα της μη επιδίκασης εξόδων από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Με τις σκέψεις αυτές απορρίπτουμε την έφεση ως αβάσιμη με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο