(1998) 1 ΑΑΔ 521
[*521]19 Μαρτίου, 1998
[NIΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΠΕΤΡΟΥΛΛΑΣ ΡΟΥΣΟΥ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΦΩΤΙΑΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πoλιτικές Eφέσεις Aρ. 8918 και 9064)
Καταπίστευμα — Εξ επαγωγής καταπίστευμα (constructive trust) — Υπό ποίες περιστάσεις δημιουργείται — Καθιέρωση του καταπιστεύματος ως βάσης για τη διεκδίκηση περιουσίας που αποκτήθηκε μετά την τέλεση του γάμου — Εξίσωση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται για τη σύζυγο και στην περίπτωση της συμβίας — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία.
Καταπίστευμα — Δημιουργία καταπιστεύματος μεταξύ των συζύγων — Χρειάζεται μαρτυρία ότι πριν, ή κατ’ εξαίρεση μετά την απόκτηση της περιουσίας, υπήρξε μεταξύ των συζύγων συμφωνία, διευθέτηση ή συναντίληψη ότι οι σύζυγοι θα είναι συνιδιοκτήτες και ότι το πρόσωπο που προβάλλει την απαίτηση, βασιζόμενο σε αυτή, ενήργησε προς ζημιά του ή σε βαθμό που έχει μεταβάλει σημαντικά τη θέση του — Ελλείψει τέτοιας μαρτυρίας, μόνο μαρτυρία συνεισφοράς για απόκτηση της περιουσίας μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα δημιουργίας καταπιστεύματος — Όπου η συνεισφορά του συζύγου στην ανέγερση του οικογενειακού σπιτιού είναι ελάχιστη, τότε δεν μπορεί να δημιουργηθεί καταπίστευμα προς όφελός του.
Λέξεις και Φράσεις — “Εξ επαγωγής καταπίστευμα” στην Αγγλική νομολογία.
Οικογενειακό Δίκαιο — Περιουσιακές σχέσεις συζύγων — Ιστορική αναδρομή αναφορικά με την ανέλιξη της νομικής θέσης της συζύγου από τα ισχύοντα κατά το κοινοδίκαιο, τις νομοθετικές ρυθμί[*522]σεις που ακολούθησαν και τις αρχές του Δικαίου της Επιείκειας — Εφαρμοστέες αρχές ως προς τη σύγχρονη νομική θέση του θέματος.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας απολήγουσα σε εσφαλμένα ευρήματα σε βαθμό που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου.
Ο εφεσίβλητος, διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Αντρέα Φωτιάδη, εξασφάλισε διάταγμα έξωσης της εφεσείουσας από το διαμέρισμα υπ’ αρ. 207, σε πολυκατοικία στη Λευκωσία. Η εν λόγω πολυκατοικία ανήκε σε εταιρεία της οποίας διευθυντής και κύριος μέτοχος ήταν ο Αντρέας Φωτιάδης. Το υπ’ αρ. 207 διαμέρισμα ανήκε προσωπικά στον Φωτιάδη και συζούσε σ’ αυτό με την εφεσείουσα από το 1981 μέχρι το θάνατό του το 1988. Στην αγωγή, εκτός από το διάταγμα έξωσης, ζητείτο και η καταβολή ποσού £300 μηνιαίως ως αποζημιώσεις για παράνομη κατοχή του διαμερίσματος. Η εφεσείουσα με ανταπαίτηση ζήτησε δήλωση του Δικαστηρίου ότι το διαμέρισμα κατεχόταν από τον αποβιώσαντα ως καταπιστευματοδόχο προς όφελός της και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εγγραφή και μεταβίβαση το διαμερίσματος στο όνομά της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι η εφεσείουσα κατείχε το διαμέρισμα ως απλή αδειούχος (mere licensee) και έκδωσε το διάταγμα έξωσης εναντίον της.
Η εφεσείουσα με την παρούσα έφεση, προσβάλλει το πιο πάνω εύρημα ως εσφαλμένο και ισχυρίζεται ότι από την προσαχθείσα μαρτυρία έπρεπε να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι πρόθεση του αποβιώσαντος ήταν να της μεταβιβάσει το διαμέρισμα. Υποστηρίζει επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι δημιουργήθηκε προς όφελος της εξ επαγωγής καταπίστευμα (constructive trust), αφού η πρόθεση μπορούσε να εξαχθεί από τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει η εφεσείουσα προς όφελος του αποβιώσαντος, ενεργώντας έτσι σε βάρος των δικών της συμφερόντων (to her own detriment).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι αρχές που εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 29(1) (γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου (N. 14/60) είναι οι αρχές της Επιείκειας και ειδικότερα οι αρχές που αφορούν τα καταπιστεύματα.
2. Τα καταπιστεύματα διαιρούνται σε εκείνα που δημιουργούνται [*523]από τα ίδια τα μέρη και σε εκείνα που δημιουργούνται με την εφαρμογή του Νόμου που είναι τα Εξ επαγωγής (constructive) και Καταληκτικά (Resulting).
3. To εξ επαγωγής καταπίστευμα πηγάζει από την ερμηνεία των κανόνων της Επιείκειας (Equity) και δημιουργείται ανεξάρτητα από την πρόθεση του ιδιοκτήτη της περιουσίας, σε περιπτώσεις που η κατακράτηση περιουσίας προς όφελός του, θα δημιουργούσε κατάχρηση εμπιστοσύνης.
4. Σύμφωνα με τις αρχές του κοινοδικαίου ο σύζυγος, μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, είχε το δικαίωμα κατοχής και εκμετάλλευσης της περιουσίας της συζύγου και διατηρούσε το εν λόγω δικαίωμα και έπαιρνε την περιουσία μαζί του, όταν την εγκατέλειπε. Συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Νόμος The Married Women’s Property Act 1882 επεδίωξαν να βελτιώσουν τη θέση της συζύγου. Το Άρθρο 17 του εν λόγω Νόμου, αναγνώρισε δικαίωμα στη σύζυγο να προσφύγει στο Δικαστήριο σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ συζύγων αναφορικά με την κυριότητα ή κατοχή περιουσίας και το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε κρίνει πρέπον.
5. Η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, εξετάζοντας την υπόθεση Pettit v. Pettit [1970] A.C. 777, αποφάσισε ότι το Άρθρο 17 ανωτέρω, πάνω στο οποίο βασίστηκαν αποφάσεις του Αγγλικού Εφετείου σχετικά με τον καθορισμό της διανομής της περιουσίας των συζύγων όταν καταρρεύσει η έγγαμη σχέση, δεν μπορούσε να δημιουργήσει νομικά δικαιώματα.
6. Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε λίγο αργότερα στην απόφαση Gissing v. Gissing, που αποτέλεσε ορόσημο για τα δικαιώματα της συζύγου, αφού αποφασίστηκε ότι μία σύζυγος μπορούσε, με την επίκληση του καταπιστεύματος, να εγείρει με επιτυχία απαίτηση για τις προηγούμενες συνεισφορές της, χωρίς να βασίζεται στις πρόνοιες του Άρθρου 17 του Νόμου του 1882.
7. Η καθιέρωση του καταπιστεύματος ως βάση για τη διεκδίκηση περιουσίας που αποκτήθηκε μετά την τέλεση του γάμου, όπως καθορίστηκε την υπόθεση Gissing v. Gissing, υιοθετήθηκε αργότερα σε αριθμό άλλων υποθέσεων οι οποίες αναφέρονταν σε οικονομική συνεισφορά της συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν κάλυπταν την περίπτωση της συζύγου που παρέμεινε στο σπίτι και ασχολείτο με τη φροντίδα των παιδιών και τις εργασίες του νοικοκυριού. Το κενό αυτό καλύφθηκε με το το Νόμο The [*524]Matrimonial Proceedings and Property Act 1970.
8. Ο διαχωρισμός της περιουσίας σε δύο ίσα μερίδια δεν είναι ο κανόνας, αλλά το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια, έχοντας υπ’ όψιν όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, να καταλήξει σε διαφορετικά ποσοστά.
9. Σταδιακά τα Δικαστήρια άρχισαν να επεκτείνουν τα δικαιώματα που είχαν αναγνωριστεί για τη σύζυγο και στην περίπτωση της συμβίας.
10. Η Αγγλική νομολογία, αναφορικά με την εφαρμογή της αρχής του καταπιστεύματος, εξετάστηκε και στην Κύπρο σε αριθμό υποθέσεων, αρχίζοντας από την υπόθεση Πένταυκας v. Πένταυκα. Η εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε πριν από τη ψήφιση του Νόμου περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (Ν. 232/91). Σε περίπτωση όπου η συνεισφορά του συζύγου στην ανέγερση του οικογενειακού σπιτιού είναι ελάχιστη, τότε δεν μπορεί να δημιουργηθεί καταπίστευμα προς όφελός του.
11. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρόλο ότι καθόρισε ορθά τις σχετικές νομικές κατευθυντήριες γραμμές, εν τούτοις κατέληξε στην εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του συμπεράσματος για μη ύπαρξη κοινής πρόθεσης για ένα ωφέλιμο συμφέρο. Το διαμέρισμα ανήκε στον αποβιώσαντα και από τη μαρτυρία είναι φανερό ότι είχε δηλώσει στην εφεσείουσα ότι θα της το μεταβίβαζε αλλά η μεταβίβαση δεν μπορούσε να γίνει λόγω της ύπαρξης ενυπόθηκου χρέους. Η κοινή πρόθεση μπορούσε να αποδειχθεί από την αποδοχή των δύο ότι το διαμέρισμα θα ανήκε στην εφεσείουσα.
12. Η μαρτυρία που απαιτείται δεν είναι ανάγκη να είναι απόλυτα συνυφασμένη με συνεισφορές που γίνονται για την αγορά της περιουσίας.
13. Σύμφωνα με την μαρτυρία, ο αποβιώσας συνέστηνε την εφεσείουσα ως σύζυγό του, ήθελε να αποκτήσει παιδί μαζί της και προέβαινε σε δηλώσεις ότι το διαμέρισμα 702 της ανήκε. Ο γάμος τελικά δεν έγινε γιατί απεβίωσε η σύζυγός του και ήθελε να ξεκαθαρίσει το Φόρο Εισοδήματος και τη μεταβίβαση περιουσίας στα παιδιά του. Αναφορικά με την υπόλοιπη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα, είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Διευθυντή του παραρτήματος της Τράπεζας, στην οποία ο αποβιώσας διατηρούσε κοινό λογαριασμό με την εφεσείουσα, ότι ο ρόλος της τελευταίας στις [*525]επιχειρήσεις του αποβιώσαντος ήταν σημαντικός και ρυθμιστικός και επίσης ότι η εφεσείουσα υπέγραφε πάντοτε τις εγγυήσεις για δάνεια που αφορούσαν τις εταιρείες του αποβιώσαντος.
Η μαρτυρία είχε γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο που κατέληξε όμως σε συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει την απαίτηση της εφεσείουσας. Το συμπέρασμα αυτό είναι εσφαλμένο. Η μαρτυρία ήταν αποδεκτή αφού ήταν μαρτυρία εναντίον των συμφερόντων του αποβιώσαντος και η αξιολόγηση δε συνάδει με τη σχετική νομολογία.
14. Η ύπαρξη του εξ επαγωγής καταπιστεύματος προϋποθέτει:
(i) την κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρον,
(ii) το ότι η αιτήτρια, με βάση το ωφέλιμο συμφέρον, ενήργησε σε βάρος των δικών της συμφερόντων.
Αν η ύπαρξη των εν λόγω προϋποθέσεων αποδειχθεί από την μαρτυρία, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τον καθορισμό και την έκταση του δικαιώματος.
15. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, όταν αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο έχει ωφέλιμο συμφέρον στην περιουσία που αποκτάται, οποιαδήποτε πράξη που γίνεται σε βάρος του προσώπου αυτού και αναφέρεται στην κοινή ζωή και των δύο μπορεί να θεωρηθεί ως ζημιά, χωρίς απαραίτητα η ζημιά αυτή να αναφέρεται στο ίδιο το σπίτι που συγκατοικούν.
16. Το σύνολο της μαρτυρίας που έχει γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο στοιχειοθετεί τόσο την κοινή πρόθεση όσο και πράξεις της εφεσείουσας που καταλογίζονται εναντίον των συμφερόντων της. Είχε, επομένως δημιουργηθεί εξ επαγωγής καταπίστευμα αναφορικά με το επίδικο διαμέρισμα προς όφελος της εφεσείουσας. Το αντίθετο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένο. Αυτό εξυπακούει ότι η εφεσείουσα δεν κατοικούσε στο διαμέρισμα ως αδειούχος (mere licensee) αλλά ως αποτέλεσμα της ύπαρξης εξ επαγωγής καταπιστεύματος.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Grant v. Edwards [1986] 1 All E.R. 426,
[*526]Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179,
Gissing v. Gissing [1971] A.C. 886,
Rimmer v. Rimmer [1953] 1 Q.B. 63,
Newgrosh v. Newgrosh [1950] 100 L Jo 525,
Jones v. Maynard [1951] Ch. 572,
Fribance v. Fribance [1957] 1 W.L.R. 384,
Jansen v. Jansen [1965] P. 478,
Button v. Button [1968] 1 W.L.R. 457,
Pettit v. Pettit [1970] A.C. 777,
Falconer v. Falconer [1970] 1 W.L.R. 1333,
Burns v. Burns [1984] 1 All E.R. 244,
Bristol and West Building Society v. Henning [1985] 1 All E.R. 585,
Midland Bank Plc v. Cooke [1995] 4 All E.R. 562,
Fribance v. Fribance [1957] 1 All E.R. 357,
Hargrave v. Newton [1971] 3 All E.R. 866,
Cummings (Deceased) [1971] 3 All E.R. 782,
Maharaj v. Chand [1986] 1 A.C. 898, `
Πένταυκας v. Πένταυκα (1991) 1 Α.Α.Δ. 547,
Μiltiadous v. Μiltiadous (1982) 1 C.L.R. 797,
Κωνσταντίνου v. Δημοσθένους (1992) 1 Α.Α.Δ. 621,
Midland Bank Plc v. Dobson and Dobson [1986] 1 F.L.R. 171,
Eves v. Eves [1975] 3 All E.R. 768,
[*527]Jones v. Jones [1977] 2 All E.R. 231,
Pascoe v. Turner [1989] 2 All E.R. 945.
Eφέσεις.
Eφέσεις από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ., Kολατσή, E.Δ.) που δόθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 7308/88) με την οποία διατάχθηκε όπως καταβάλει Λ.K.130 μηνιαίως μέχρι εκκένωση του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε και το οποίο ανήκε σε αποβιώσαντα με τον οποίο συζούσε μέχρι το θάνατό του και όπως παραδώσει ελεύθερη κατοχή του διαμερίσματος.
Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα.
Δ. Ζαβαλλής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, που γεννήθηκε στην Αγγλία, επέστρεψε στην Κύπρο όταν ήταν 15 χρονών. Παντρεύτηκε το 1954 αλλά ο γάμος της διαλύθηκε το 1969. Το 1981 γνώρισε τον Αντρέα Φωτιάδη και μετά από μερικούς μήνες άρχισε να συζεί μαζί του μέχρι το θάνατο του τελευταίου το 1988. Κατά τη διάρκεια της συμβίωσης τους διέμεναν στο υπ’ αριθμό 702 διαμέρισμα στην πολυκατοικία PLAZA MANSIONS. Η πολυκατοικία ανήκε σε εταιρεία της οποίας Διευθυντής και κύριος μέτοχος ήταν ο Αντρέας Φωτιάδης. Το υπ’ αριθμό 702 διαμέρισμα ανήκε προσωπικά στον ίδιο. Μετά το θάνατο του Αντρέα Φωτιάδη και μέχρι την εκδίκαση της αγωγής η εφεσείουσα διέμενε και εξακολουθούσε να διαμένει στο πιο πάνω διαμέρισμα. Στις 5/9/88 ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Αντρέα Φωτιάδη ζήτησε από την εφεσείουσα όπως εκκενώσει και παραδώσει ελεύθερη κατοχή του διαμερίσματος. Όταν η εφεσείουσα αρνήθηκε να συμμορφωθεί καταχωρήθηκε εναντίον της αγωγή με την οποία εζητείτο διάταγμα έξωσης της από το διαμέρισμα, όπως επίσης και η καταβολή ποσού £300 μηνιαίως ως αποζημιώσεις από τις 5/9/88 για παράνομη κατοχή του διαμερίσματος. Η εφεσείουσα με Ανταπαίτηση ζήτησε δήλωση του Δικαστηρίου ότι το διαμέρισμα κατεχόταν από τον αποβιώσαντα ως καταπιστευματοδόχο προς όφελος της και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η εγγραφή και [*528]μεταβίβαση του διαμερίσματος στο όνομά της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι εφόσον δεν υπήρχε ρητή συμφωνία ή γραπτή δήλωση μεταξύ των μερών για τη δημιουργία ρητού καταπιστεύματος, η εφεσείουσα για να αποδείξει την ύπαρξη εξ επαγωγής (ή εξ ερμηνείας) καταπιστεύματος (constructive trust) έπρεπε, σύμφωνα με την απόφαση Grant v. Edwards [1986] 2 All E.R. 426, να παρουσιάσει μαρτυρία για
(i) Κοινή πρόθεση για ωφέλιμο συμφέρον (common intention for beneficial interest) και
(ii) Εξυπακουόμενο κοινό σκοπό (inferred common intention).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι έστω και αν γινόταν αποδεκτός ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ο αποβιώσας της είχε υποσχεθεί ότι το διαμέρισμα θα ήταν δικό της, η μαρτυρία αυτή δεν ικανοποιούσε το στοιχείο του ωφέλιμου συμφέροντος (beneficial interest). Επιπρόσθετα, εφόσον η εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι προέβηκε σε οποιαδήποτε συνεισφορά για απόκτηση του διαμερίσματος ή σε οποιαδήποτε άλλα έξοδα για την απόκτηση του η ανταπαίτηση της έπρεπε να απορριφθεί. Οι μόνες υπηρεσίες που πρόσφερε η εφεσείουσα ήταν “συνηθισμένης μορφής υπηρεσίες για μια ημιαπασχολούμενη υπάλληλο ή φίλη”. Επιπρόσθετα το Δικαστήριο αφού βρήκε ότι η εφεσείουσα κατείχε το διαμέρισμα ως απλή αδειούχος (mere licensee) και ότι της δόθηκε σχετική ειδοποίηση από το διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος στις 5/9/88 να παραδώσει ελεύθερη κατοχή του διαμερίσματος και αυτή αρνήθηκε, την καταδίκασε όπως καταβάλλει £130 μηνιαίως από 5/9/88 μέχρι εκκένωσης και παράδοσης ελεύθερης κατοχής του διαμερίσματος.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι κατείχε το διαμέρισμα ως απλή αδειούχος. Αντίθετα από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί και ιδιαίτερα από δηλώσεις του αποβιώσαντος σε τρίτα πρόσωπα ότι το διαμέρισμα της ανήκε και ότι σε σχετική σημείωση στο ημερολόγιο του αποβιώσαντος αναφέρονται τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας τα οποία ενοικιάζονταν και δίπλα από τον αριθμό 702 διαμέρισμα ο αποβιώσας είχε γράψει το όνομα Pete (εννοώντας ότι το διαμέρισμα ανήκε στην εφεσείουσα) το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η πρόθεση του ήταν να της μεταβιβάσει το διαμέρισμα. Εκ μέρους της εφεσείουσας υποστηρίχθηκε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι είχε [*529]δημιουργηθεί προς όφελος της εφεσείουσας εξ επαγωγής καταπίστευμα (constructive trust) αφού η πρόθεση μπορούσε να εξαχθεί από τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει η εφεσείουσα προς όφελος του αποβιώσαντος, ενεργώντας έτσι σε βάρος των δικών της συμφερόντων (to her own detriment).
(Α) Η ΝΟΜΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ
(α) Το καταπίστευμα
Επειδή τα επίδικα θέματα δεν εμπίπτουν μέσα στις πρόνοιες του Νόμου Που Ρυθμίζει τις Περιουσιακές Σχέσεις των Συζύγων και Αλλα Συναφή Θέματα (αρ. 232/91) αφού οι διάδικοι δεν είχαν παντρευτεί, οι νομικές αρχές που εφαρμόζονται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) είναι οι αρχές της Eπιείκειας και ειδικότερα οι αρχές που αφορούν τα καταπιστεύματα. Για την κατάσταση στην Κύπρο, όπως διαμορφώθηκε από τον παραπάνω νόμο (βλ. Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179 επισημαίνεται η παρακάτω περικοπή από την απόφαση που σχετίζεται και με τα επίδικα θέματα:
“Τα Αγγλικά Δικαστήρια αναγνώρισαν μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, δικαίωμα στο σύζυγο σε μερίδιο στην οικογενειακή κατοικία η οποία ήταν εγγεγραμμένη στον έτερο των συζύγων. Εφόσον συνέτρεχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης καθίστατο εμπιστευματοδόχος, του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου συζύγου, με αντίστοιχη υποχρέωση να μεταβιβάσει, το αναλογούν σ’ αυτό μερίδιο. Το Δικαστήριο επιστράτευσε μια αρχή και ένα θεσμό του Δικαίου της Επιείκειας, για τη λύση οικογενειακών περιουσιακών διαφορών, αυτής της φύσης. Την αρχή του δικαιϊκού κωλύματος, (equitable estoppel) που έχει ως λόγο τον αποκλεισμό επονείδιστης συμπεριφοράς στις συναλλαγές, και το θεσμό των εμπιστευμάτων (καταπιστευμάτων - trusts) που παρέχει ευχέρεια για τη δέσμευση, του κατά νόμο ιδιοκτήτη περιουσίας, να αποδώσει το σύνολο ή μέρος της σε τρίτον, εφόσον δεσμεύτηκε κατά συνείδηση να το πράξει. Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν τη βάση για τη διεκδίκηση περιουσιακών δικαιωμάτων σε δύο κυρίως τομείς, στην οικογενειακή κατοικία και σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Οι ίδιες αρχές τυγχάνουν εφαρμογής και μεταξύ προσώπων τα οποία συμβιώνουν ως ανδρόγυνο.”
[*530]Τα καταπιστεύματα (ή εμπιστεύματα) διαιρούνται σε εκείνα που δημιουργούνται από τα ίδια τα μέρη (trusts arising by acts of the parties) που είναι τα Δεδηλωμένα (Express) και Εξυπακουόμενα (Implied) και σε εκείνα που δημιουργούνται με την εφαρμογή του Νόμου (trusts arising by operation of the Law) που είναι τα Εξ επαγωγής (Constructive) και Καταληκτικά (Resulting). (Ιδε Cheshire’s “Modern Law of Real Property”, 11th Edition, 351.)
Το εξ επαγωγής (ή εξ ερμηνείας) καταπίστευμα (constructive trust) πηγάζει από την ερμηνεία των κανόνων της Επιείκειας (Equity) και δημιουργείται ανεξάρτητα από την πρόθεση του ιδιοκτήτη της περιουσίας, σε περιπτώσεις που θα αποτελούσε κατάχρηση εμπιστοσύνης εκ μέρους του να κατακρατεί περιουσία για δικό του όφελος, όπως π.χ. ενώ στην προηγούμενη σύμβαση ενεργούσε ως καταπιστευματοδόχος κατορθώνει να επιτύχει την ανανέωση μιας έγγραφης μίσθωσης στο δικό του όνομα. (Snell “Principles of Equity”, 15 Edition, 94.)
Όπως έχει καθορίσει το εξ επαγωγής καταπίστευμα ο Λόρδος Diplock στην υπόθεση Gissing v. Gissing [1971] AC 886,
“A resulting, implied or constructive trust - and it is unnecessary for present purposes to distinguish between these three classes of trust - is created by a transaction between the trustee and the cestui que trust in connection with the acquisition by the trustee of a legal estate in land, whenever the trustee has so conducted himself that it would be inequitable to allow him to deny to the cestui que trust a beneficial interest in the land acquired. And he will be held so to have conducted himself if by his words or conduct he has induced the cestui que trust to act to his own detriment in the reasonable belief that by so acting he was acquiring a beneficial interest in the land.”
Οι αρχές του κοινοδικαίου που αναγνώριζαν στο σύζυγο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα το δικαίωμα να κατέχει και να εκμεταλλεύεται την περιουσία της συζύγου και να διατηρεί τα παραπάνω δικαιώματα και να παίρνει την περιουσία μαζί του όταν εγκατέλειπε τη σύζυγο, άρχισαν να κλονίζονται με τη σταδιακή κοινωνική ανέλιξη της γυναίκας που άρχισε να εργάζεται και να δημιουργεί δικά της εισοδήματα. Συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις επεδίωξαν να βελτιώσουν τη θέση της συζύγου. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και ο Νόμος The Married Women’s Property Act 1882 το άρθρο 1 του οποίου προέβλεπε ότι η γυναίκα θα μπορούσε να αποκτήσει και να διαθέτει τη δική [*531]της κινητή και ακίνητη περιουσία και το άρθρο 17 το οποίο προέβλεπε ότι σε περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ των συζύγων αναφορικά με την κυριότητα ή κατοχή περιουσίας, η σύζυγος θα μπορούσε να προσφύγει στο Δικαστήριο που θα είχε τη διακριτική ευχέρεια να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε κρίνει πρέπον. Για αρκετά χρόνια η εφαρμογή του άρθρου 17 του πιο πάνω Νόμου είχε δημιουργήσει αρκετά προβλήματα.
Το πιο πάνω άρθρο εξετάστηκε το 1953 στην υπόθεση Rimmer v. Rimmer [1953] 1 Q.B. 63, όπου ο σύζυγος που ήταν ναύτης σε εμπορικό πλοίο, έστελλε στη γυναίκα του £4 την εβδομάδα για τα έξοδα του σπιτιού. Η σύζυγος που εργαζόταν και διέθετε και αυτή τις £3.10 σελίνια που κέρδιζε εβδομαδιαίως για τα έξοδα του σπιτιού, κατέβαλε και ένα ποσό £280 έναντι της αγοράς του οικογενειακού σπιτιού. Ο σύζυγος ακολούθως την εγκατέλειψε και πώλησε το σπίτι που ήταν γραμμένο στο όνομα του για £2.000. Η σύζυγος απαίτησε τις £2.000 γιατί η ίδια είχε καταβάλει διάφορες δόσεις για την αγορά του σπιτιού. Το Δικαστήριο αφού βασίστηκε στο άρθρο 17 του Νόμου The Married Women’s Property Act 1882, αποφάνθηκε ότι τα έσοδα από την πώληση του σπιτιού έπρεπε να διαμοιραστούν εξίσου μεταξύ των δύο πλευρών αφού η “ισότητα είναι φυσική δικαιοσύνη”. Οπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Denning,
“In 1882, when Parliament declared that a wife was entitled to have property of her own, it enacted that in any question between husband and wife as to the title to or possession of property, the court was to decide the matter as it thought fit. Parliament laid down no principles for the guidance of the courts, but left them to work out the principles themselves. That is being done. In cases when it is clear that the beneficial interest in the matrimonial home, or in the furniture, belongs to one or other absolutely, or it is clear that they intended to hold it in definite shares, the court will give effect to their intention: see In re Rogers’ Question [1948] 1 All E.R. 328); but when it is not clear to whom the beneficial interest belongs, or in what proportions, then, in this matter, as in others, equality is equity.”
Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε αργότερα στην υπόθεση Newgrosh v. Newgrosh [1950] 100 L Jo 525, όπου έπιπλα που είχαν αγοραστεί από τον πατέρα του συζύγου προς όφελος του ζεύγους με την απόδειξη στο όνομα της συζύγου, θεωρήθηκαν ότι ανήκαν από κοινού και στους δύο, όπως επίσης και στην υπόθεση Jones v. Maynard [1951] Ch. 572, όπου τα χρήματα του κοινού τραπε[*532]ζικού λογαριασμού θεωρήθηκαν ότι ανήκαν και στους δύο, παρά το ότι ο λογαριασμός ήταν στο όνομα του συζύγου που είχε προβεί σε πολύ μεγαλύτερες καταθέσεις από τη σύζυγό του.
Ο καθορισμός της διανομής της περιουσίας που αποκτάται με κοινές συνεισφορές σε περίπτωση κατάρρευσης της έγγαμης σχέσης όταν δεν πωλείται το οικογενειακό σπίτι εξετάστηκε στην υπόθεση Fribance v. Fribance [1957] 1 W.L.R 384, όπου αποφασίστηκε ότι επειδή δεν υπήρχε μαρτυρία που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ένα ακριβή υπολογισμό των συνεισφορών των δύο μελών του γάμου, το σπίτι ανήκε και στα δύο μέρη σε ίσα μερίδια.
Η αρχή ότι σε περιπτώσεις που δεν πωλείται το οικογενειακό σπίτι, το μέλος εκείνο του γάμου που έχει συνεισφέρει δικαιούται να εγγραφεί ως συνιδιοκτήτης κατά ένα μερίδιο, επεκτάθηκε και σε περιπτώσεις όπου ένα μέλος προβαίνει με δικά του έξοδα σε ουσιαστικές επιδιορθώσεις (Jansen v. Jansen [1965] P. 478) αλλά όχι όμως σε περιπτώσεις όπου οι επιδιορθώσεις είναι μικρής αξίας (Button v. Button [1968] 1 W.L.R 457).
Όλες οι πιο πάνω αποφάσεις του Αγγλικού Εφετείου ανατράπηκαν όταν η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων εξέτασε την υπόθεση Pettit v. Pettit [1970] AC 777, όπου τονίστηκε ότι το άρθρο 17 του Νόμου The Married Women’s Property Act 1882 (πάνω στο οποίο είχαν βασιστεί οι αποφάσεις) ήταν διαδικαστικό (procedural) και δεν μπορούσε να δημιουργήσει νομικά δικαιώματα. Στην πιο πάνω υπόθεση η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αποφάνθηκε ότι ο σύζυγος δεν μπορούσε να απαιτήσει για τα διάφορα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για ουσιαστικές επιδιορθώσεις με αποτέλεσμα το οικογενειακό σπίτι να παραμείνει στη σύζυγο με τη σχετική επαύξηση στην αξία του λόγω των σχετικών επιδιορθώσεων.
Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε λίγο αργότερα στην απόφαση Gissing v. Gissing [1971] AC 886 που απετέλεσε ορόσημο για τα δικαιώματα της συζύγου αφού για πρώτη φορά η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων υπέδειξε πως θα μπορούσε μια σύζυγος να εγείρει μια απαίτηση με επιτυχία για τις προηγούμενες συνεισφορές της χωρίς να βασίζεται στις πρόνοιες του άρθρου 17 του Νόμου του 1882. Και τούτο μπορούσε να γίνει με την επίκληση του καταπιστεύματος. Πιο συγκεκριμένα υποδείχθηκε ότι μια απαίτηση εναντίον ενός νομικού δικαιώματος πάνω σε ακίνητη περιουσία (legal estate in land) μπορούσε να προβληθεί και να αναγνωριστεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου [*533]53(1) του Νόμου The Real Property Act 1925 μόνο με (i) έγγραφη αναγνώριση ή εφαρμογή νομικών προνοιών ή (ii) σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τα καταπιστεύματα (trusts). Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Lord Diplock,
“Any claim to a beneficial interest in land by a person, whether spouse or stranger, in whom the legal estate in the land is not vested must be based upon the proposition that the person in whom the legal estate is vested holds it as trustee upon trust to give effect to the beneficial interest of the claimant as cestui que trust. The legal principles applicable to the claim are those of the English law of trusts and in particular, in the kind of dispute between spouses that comes before the courts, the law relating to the creation and operation of “resulting, implied or constructive trusts.”
Μερικές μέρες αργότερα η απόφαση Gissing v. Gissing υιοθετήθηκε στην υπόθεση Falconer v. Falconer [1970] 1 W.L.R. 1333, όπου ο Λόρδος Denning ερμηνεύοντας την απόφαση Gissing v. Gissing συνόψισε τη νομική θέση του θέματος ως ακολούθως:
“The House did make clear the legal basis for them. It stated the principles on which a matrimonial home, which stands in the name of husband or wife alone, is nevertheless held to belong to them both jointly (in equal or unequal shares). It is done, not so much by virtue of an agreement, express or implied, but rather by virtue of a trust which is imposed by law. The law imputes to husband and wife an intention to create a trust, the one for the other. It does so by way of an inference from their conduct and the surrounding circumstances, even though the parties themselves made no agreement upon it. This inference of a trust, the one for the other, is readily drawn when each has made a financial contribution to the purchase price or to the mortgage instalments. The financial contribution may be direct, as where it is actually stated to be a contribution towards the price or the instalments. It may be indirect, as where both go out to work, and one pays the housekeeping and the other the mortgage instalments. It does not matter which way round it is. It does not matter who pays what. So long as there is a substantial financial contribution towards the family expenses, it raises the inference of a trust. But where it is insubstantial, no such inference can be drawn.”
Η καθιέρωση του καταπιστεύματος ως βάσης για τη διεκδίκηση περιουσίας που αποκτήθηκε μετά την τέλεση του γάμου όπως [*534]καθορίστηκε στην υπόθεση Gissing v. Gissing υιοθετήθηκε ευθύς αργότερα στις υποθέσεις Burns v. Burns [1984] 1 All E.R. 244, Bristol and West Building Society v. Henning [1985] 2 All E.R. 585 και πρόσφατα στην υπόθεση Midland Bank PLC v. Cooke [1995] 4 All E.R. 562.
Οι πιο πάνω αποφάσεις αναφέρονταν σε οικονομική συνεισφορά της συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν κάλυπταν την περίπτωση της συζύγου που παρέμενε στο σπίτι και ασχολείτο με τη φροντίδα των παιδιών και με τις εργασίες που εκτελούσε ως μια κοινή νοικοκυρά. Το κενό που δημιουργήθηκε καλύφθηκε το 1970 με νομοθετική επέμβαση. Έτσι μετά το 1970, όταν το Δικαστήριο εξετάζει απαίτηση για διεκδίκηση περιουσίας που αποκτήθηκε μετά από την τέλεση του γάμου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου The Matrimonial Proceedings and Property Act 1970 πρέπει να λαμβάνει υπόψη
“the contributions made by each of the parties to the welfare of the family, including any contributions made by looking after the home or caring for the family.”
Πρέπει να τονιστεί ότι ο διαχωρισμός της περιουσίας σε δύο ίσα μερίδια (ίδε Fribance v. Fribance [1957] 1 All E.R. 357, Grant v. Edwards [1986] 1 All E.R. 426, Hargrave v. Newton [1971] 3 All E.R. 866, In Re Cummings (Deceased) [1971] 3 All E.R. 782) δεν είναι ο κανόνας, αλλά το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια έχοντας υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης να καταλήξει σε διαφορετικά ποσοστά. Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Denning στην υπόθεση Falconer v. Falconer [1970] 1 W.L.R.,
“The House (of Lords) did, however, sound a note of warning about proportions. It is not in every case that the parties hold in equal shares. Regard must be had to their respective contributions. This confirms the practice of their Court. In quite a few cases we have not given half-and-half but something different.”
(β) Η συνεισφορά της συμβίας
Με τις συνεχώς παρατηρούμενες αλλαγές στις δομές της σύγχρονης κοινωνίας όπου μία γυναίκα και ένας άντρας χωρίς τις δεσμεύσεις ενός πολιτικού ή θρησκευτικού γάμου αποφασίζουν να ζουν μαζί συνεισφέροντας από κοινού στα έξοδα και πολλές φορές επενδύοντας τις οικονομίες τους στην απόκτηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας, σε περιπτώσεις διακοπής της συμβίωσης [*535]εγείρονται σοβαρά προβλήματα κυριότητας της περιουσίας που έχει αποκτηθεί. Ανεξάρτητα από την έλλειψη των δεσμών του γάμου σταδιακά τα Δικαστήρια άρχισαν να επεκτείνουν τα δικαιώματα που είχαν αναγνωριστεί για τη σύζυγο και στην περίπτωση της συμβίας. Όπως έχει συνοψίσει τις σχετικές νομικές αρχές ο Δικαστής Sir Robin Cooke στην υπόθεση Sheila Maharaj v. Jai Chand [1986] 1 A.C. 898, 907:
“As to the principles of law to be applied to those facts, references were made in argument to cases where constructive trusts, carrying beneficial interests in land, arise between parties who are man and wife, whether de jure or de facto, on or after the acquisition of their home. The authority now classic in the speech of Lord Diplock in Gissing v. Gissing [1971] A.C. 886, 903-911, and later English cases are reviewed in the judgments of the Court of Appeal in Grant v. Edwards [1986] Ch. 638 which concerned an unmarried couple. In such cases a contract or an express trust as at the time of the acquisition may not be established, because of lack of certainty or consideration or non-compliance with statutory requirements of writing; but a constructive trust may be established by an inferred common intention subsequently acted upon by the making of contributions or other action to the detriment of the claimant party. And it has been held that, in the absence of evidence to the contrary, the right inference is that the claimant acted in the belief that she (or he) would have an interest in the house and not merely out of love and affection: see for instance Grant v. Edwards, per Sir Nicolas Browne-Wilkinson V.-C., at p. 130.”
(Ίδε επίσης Ungurian v. Lesnoff and Others [1989] 3 W.L.R. 840 και Hammond v. Mitchell [1992] 2 All E.R. 109.)
(γ) Η νομική θέση στην Κύπρο
Η Αγγλική νομολογία εξετάστηκε στην Κύπρο στην υπόθεση Γεώργιος Πένταυκας v. Άννα Πένταυκα (1991) 1 Α.Α.Δ 547, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία χρηματική εισφορά από τον πατέρα της συζύγου στο σύζυγο κατά τη διάρκεια του γάμου ύψους £3000 για την αγορά ενός ταξί είχε δημιουργήσει καταπίστευμα υπέρ της συζύγου. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε στην απόφαση του ότι για τη δημιουργία του καταπιστεύματος πρέπει να προσκομιστεί η μαρτυρία ότι πριν, ή κατ’ εξαίρεση μετά την απόκτηση της περιουσίας, υπήρξε μεταξύ των συζύγων κάποια συμφωνία, διευθέτηση ή συναντίληψη ότι θα είναι συνιδιοκτήτες [*536]και ότι το πρόσωπο που προβάλλει την απαίτηση αφού βασίστηκε πάνω σε αυτή ενήργησε με τέτοιο τρόπο προς ζημιά του ή σε βαθμό που έχει μεταβάλει σημαντικά τη θέση του. Πρέπει να τονιστεί όμως ότι η απόφαση Πένταυκα αποφασίστηκε πριν από τη ψήφιση του Νόμου περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων (αρ. 232/91). Σε περιπτώσεις όπου η συνεισφορά του συζύγου στην ανέγερση του οικογενειακού σπιτιού είναι ελάχιστη, τότε δεν μπορεί να δημιουργηθεί καταπίστευμα προς όφελος του. (Μιλτιάδους v. Μιλτιάδους (1982) 1 C.L.R. 797 και Κωνταντίνου v. Δημοσθένους (1992) 1 Α.Α.Δ. 621).
(Β) Η ΠΡΩΤΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Δεν τρέφουμε καμιά αμφιβολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άνκαι καθόρισε ορθά τις σχετικές νομικές κατευθυντήριες γραμμές, εντούτοις κατέληξε στην εξαγωγή λανθασμένων συμπερασμάτων.
Αναφορικά με την κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρο (που σύμφωνα με την απόφαση Gissing πρέπει η πρόθεση και το συμφέρο να ερμηνεύονται μαζί) το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι δεν υπήρξε ρητή μαρτυρία για την ύπαρξη κοινού σκοπού και ούτε έμμεση μαρτυρία που υπεδείκνυε οποιαδήποτε συνεισφορά από την εφεσείουσα στην απόκτηση του διαμερίσματος ή για άλλα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε μετά την απόκτηση του. Επιπρόσθετα έστω και αν ο ισχυρισμός της ότι ο αποβιώσας της είχε υποσχεθεί ότι το διαμέρισμα θα ανήκε στην εφεσείουσα γινόταν αποδεκτός, η μαρτυρία αυτή δεν απεδείκνυε το ωφέλιμο συμφέρον αφού η μαρτυρία ήταν ασαφής, αόριστη και αδύνατη, ενώ ταυτόχρονα η υπόλοιπη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσείουσας εστερείτο βαρύτητας. Η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη. Το διαμέρισμα ανήκε στον αποβιώσαντα και φαίνεται ότι είχε δηλώσει στην εφεσείουσα ότι θα της το μεταβίβαζε αλλά η μεταβίβαση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί λόγω της ύπαρξης ενυπόθηκου χρέους. Η κοινή πρόθεση μπορούσε να αποδειχθεί από την αποδοχή των δύο ότι το διαμέρισμα θα ανήκε στην εφεσείουσα όπως στην υπόθεση Midland Bank Plc v. Dobson and Dobson [1986] 1 F.L.R. 171 όπου τονίστηκε ότι η κοινή πρόθεση μπορούσε να εξαχθεί από την αποδοχή και των δύο ότι το σπίτι ήταν “το σπίτι μας” (our house) και ότι είχαν την αρχή να τα μοιράζονται όλα (principle of sharing everything).
Χαρακτηριστικό είναι το εύρημα ότι άνκαι η εφεσείουσα πρόσφερε κάποιου είδους υπηρεσίες, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν δόθηκε μαρτυρία που συνέδεε τις υπη[*537]ρεσίες αυτές με την απόκτηση του επίδικου διαμερίσματος αφού είναι “απαραίτητα αναγκαίο να καταδειχθεί ότι οι υπηρεσίες βοήθησαν σε ουσιαστικό βαθμό τον ιδιοκτήτη στην απόκτηση της περιουσίας για την οποία απαιτείται μερίδιο ή συμφέρο”. Σημειώνουμε ότι η μαρτυρία που απαιτείται δεν είναι ανάγκη να είναι απόλυτα συνυφασμένη με συνεισφορές που γίνονται για την αγορά της περιουσίας. Στην υπόθεση Eves v. Eves [1975] 3 All E.R. 768 η κοινή πρόθεση είχε στοιχειοθετηθεί με τη δήλωση προς τη συμβία ότι η περιουσία θα εγγραφόταν στο όνομα της, κάτι όμως που δεν μπορούσε να γίνει γιατί αυτή ήταν ανήλικη.
Ένα άλλο λανθασμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε τίποτε το συγκεκριμένο που να υποδηλεί ότι ενήργησε με επιζήμιο τρόπο για την ίδια και ότι η απλή μετακόμιση και η συμβίωση με τον αποβιώσαντα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ισχυρά κριτήρια που μπορούν να οδηγήσουν σε αντίθετα συμπεράσματα. Το εύρημα αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη μαρτυρία της εφεσείουσας την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε.
Στην παρούσα περίπτωση ο αποβιώσας αγόρασε το οικόπεδο το 1972 και το μεταβίβασε στην Εταιρεία “ΣΚΕΠΗ ΛΤΔ” της οποίας τύγχανε κύριος μέτοχος και Διευθυντής. Πάνω στο οικόπεδο η πιο πάνω εταιρεία ανήγειρε την πολυκατοικία PLAZA MANSIONS και ως αντιπαροχή της μεταβίβασης του οικοπέδου ο αποβιώσας πήρε μερικά διαμερίσματα ένα από τα οποία ήταν και το 702. Οι εργασίες της ανέγερσης της πολυκατοικίας άρχισαν το 1972 και συμπληρώθηκαν το 1982. Τα διαμερίσματα τα οποία είχε πάρει ως αντιπαροχή τα διαχειριζόταν ο ίδιος κρατώντας προσωπικά και τα σχετικά λογιστικά βιβλία. Τα διαμερίσματα ήταν υποθηκευμένα και οι υποθήκες εξοφλήθηκαν το 1989, δηλαδή μετά το θάνατό του. Ο αποβιώσας γνώρισε την εφεσείουσα μετά το θάνατο της συζύγου του μέσα στο 1981 και μετά από λίγους μήνες συνήψε σχέσεις μαζί της. Αργότερα μέσα στο 1982 εγκατεστάθηκαν και διέμεναν μαζί στο διαμέρισμα 702 της PLAZA MANSIONS, η εσωτερική διαρύθμιση του οποίου είχε γίνει κατόπιν οδηγιών της εφεσείουσας. Έχει δοθεί μαρτυρία ότι ο αποβιώσας συνέστηνε την εφεσείουσα σαν σύζυγό του, ότι ήθελε να αποκτήσει μαζί της παιδί και προς τούτο κατέβαλε τα έξοδα χειρουργικής επέμβασης που θα τη διευκόλυνε να μείνει έγκυος και ότι προέβαινε σε δηλώσεις ότι το διαμέρισμα 702 της ανήκε. Ο γάμος τελικά δεν έγινε γιατί απεβίωσε η σύζυγός του και ήθελε να ξεκαθαρίσει το Φόρο Εισοδήματος και τη μεταβίβαση περιουσίας στα παιδιά του. Αναφορικά με την υπόλοιπη [*538]μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Διευθυντή του παραρτήματος της Τράπεζας στην οποία ο αποβιώσας διατηρούσε κοινό λογαριασμό με την εφεσείουσα, ότι ο ρόλος της τελευταίας στις επιχειρήσεις του αποβιώσαντος ήταν σημαντικός και ρυθμιστικός αφού καμιά πράξη δεν μπορούσε να γίνει χωρίς αυτή. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η εφεσείουσα υπέγραφε πάντοτε τις εγγυήσεις για δάνεια που αφορούσαν τις εταιρείες του αποβιώσαντος.
Η μαρτυρία αυτή είχε γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο που κατέληξε όμως σε συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει την απαίτηση της εφεσείουσας. Διαφωνούμε με το πιο πάνω εύρημα. Η μαρτυρία ήταν αποδεκτή αφού ήταν μαρτυρία εναντίον των συμφερόντων του αποβιώσαντος και η αξιολόγηση δεν συνάδει με τη σχετική νομολογία.
Μια προσεκτική εξέταση της απόφασης Gissing υποδεικνύει ότι τα τρία βασικά θέματα που θα πρέπει να εξετάζονται σε υποθέσεις παρόμοιας φύσης είναι ο χαρακτήρας του δικαιώματος, η ύπαρξη κοινής πρόθεσης και ο καθορισμός της έκτασης του δικαιώματος.
Αναφορικά με το χαρακτήρα του δικαιώματος, αν το νομικό δικαίωμα (legal estate) του σπιτιού το έχει ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης (legal owner) τότε η αιτήτρια θα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη εξ επαγωγής καταπιστεύματος παρουσιάζοντας μαρτυρία που δείχνει ότι θα ήταν άδικο για τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη να παραμείνει ως ο μόνος νόμιμος ιδιοκτήτης. Η ύπαρξη του εξ επαγωγής καταπιστεύματος προϋποθέτει
(i) την κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρο,
(ii) το ότι η αιτήτρια με βάση το ωφέλιμο συμφέρον έχει ενεργήσει σε βάρος των δικών της συμφερόντων.
Η απόδειξη της κοινής πρόθεσης μπορεί να βασιστεί πάνω σε άμεση μαρτυρία όπως π.χ. σε κοινή συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών ή πάνω σε εξυπακουόμενη κοινή πρόθεση. Μια τέτοια πρόθεση, εφόσον ελλείπει η άμεση μαρτυρία, μπορεί να βασιστεί πάνω στις πράξεις και των δύο μερών ότι θα έχουν ένα κοινό ενδιαφέρον πάνω στο σπίτι ή την περιουσία. Οι συνεισφορές μπορεί να είναι άμεσες όπως π.χ. η καταβολή προκαταβολής για την αγορά του σπιτιού και η πληρωμή των δόσεων της υποθήκης ή έμμεσες όπως π.χ. οποιεσδήποτε ενέργειες που είναι εναντίον των συμφερόντων της συζύγου χωρίς απαραίτητα να αναφέρονται στο σπίτι.
[*539]Εφόσον αποδειχθεί ότι τα μέρη είχαν κοινή πρόθεση να έχουν ένα ωφέλιμο ενδιαφέρον και το ένα μέρος έχει ενεργήσει εναντίον των συμφερόντων του το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τον καθορισμό της έκτασης του δικαιώματος. (Ίδε απόφαση Sir Nicolas Browne-Wilkinson V.C. στην υπόθεση Grant v. Edwards (πιο πάνω).)
Η εφεσείουσα εργαζόταν ως ιατρική επισκέπτρια όταν γνώρισε τον αποβιώσαντα. Μετά τη γνωριμία της με τον αποβιώσαντα περιόρισε αισθητά την πιο πάνω απασχόλησή της. Εργαζόταν πάνω σε μερική βάση (part time) τα πρωϊνά και τα απογεύματα ως γραμματέας του αποβιώσαντος. Τα καθήκοντα της συμπεριλάμβαναν τη διεκπεραίωση “μικροδουλειών” κατόπιν οδηγιών του, την κατάθεση εγγράφων, τη διευθέτηση συναντήσεων με πελάτες και την εξεύρεση αγοραστών για τις 35 κατοικίες που είχαν ανεγερθεί στο Ζύγι. Για τις κατοικίες του Ζυγίου η εφεσείουσα είχε διοριστεί από τον αποβιώσαντα ως Διευθύντρια του έργου. Η εφεσείουσα απασχολείτο τουλάχιστον για 28 με 30 ώρες εβδομαδιαίως για τη διεκπεραίωση των εργασιών του αποβιώσαντος. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η εφεσείουσα διέθεσε αρκετές ώρες προς όφελος του αποβιώσαντος που οπωσδήποτε μπορούν να θεωρηθούν ότι ήταν προς δική της προσωπική ζημιά. Οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας επιβεβαιώνονται και ενισχύονται από την υπόλοιπη προφορική μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Έχει ήδη νομολογηθεί ότι όταν αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο έχει ωφέλιμο συμφέρο στην περιουσία που αποκτάται, οποιαδήποτε πράξη που γίνεται σε βάρος του προσώπου αυτού και αναφέρεται στην κοινή ζωή και των δύο μπορεί να θεωρηθεί ως ζημιά, χωρίς απαραίτητα η ζημιά αυτή να αναφέρεται στο ίδιο το σπίτι που συγκατοικούν. (Ίδε Grant v. Edwards (πιο πάνω), Jones v. Jones [1977] 2 All E.R. 231 και Pascoe v. Turner [1989] 2 All E.R. 945.)
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη. Οι παραστάσεις που είχαν γίνει από τον αποβιώσαντα προς την εφεσείουσα ότι το διαμέρισμα ήταν δικό της είναι καθαρή μαρτυρία κοινής πρόθεσης ότι το διαμέρισμα της ανήκε. (Ίδε Eves v. Eves πιο πάνω). Αυτή η μαρτυρία είναι αρκετή για να στοιχειοθετήσει την κοινή πρόθεση. Ανεξάρτητα όμως από τις δηλώσεις του αποβιώσαντος, η αφιέρωση εκ μέρους της εφεσείουσας των απογευματινών της ωρών για τη διεκπεραίωση εργασιών του αποβιώσαντος δεν μπορούν παρά να συνάδουν με την ύπαρξη κοινής πρόθεσης.
Δεν υπάρχει συγκεκριμένη καθοδήγηση στη νομολογία των εξ [*540]επαγωγής καταπιστευμάτων τι είδους μαρτυρία θα πρέπει να παρουσιάσει η ενάγουσα για να αποδείξει ότι ενήργησε εναντίον των συμφερόντων της. Η απόφαση Eves v. Eves (πιο πάνω) αποδεικνύει ότι πρέπει να υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση μεταξύ της κοινής πρόθεσης και των πράξεων που μπορούν να αποκληθούν ως επιζήμιες. Στην παρούσα περίπτωση οι ενέργειες της εφεσείουσας να αφιερώνει τις απογευματινές της ώρες για τη διεκπεραίωση των εργασιών του αποβιώσαντος δεν μπορεί παρά να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι είχαν κάποιου είδους σύνδεση με τη δήλωση εκ μέρους του ότι το διαμέρισμα της ανήκε.
Αναφορικά με την έκταση του δικαιώματος που προέκυψε από τη δημιουργία του εξ επαγωγής καταπιστεύματος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν πρέπει να επεκτείνεται σε ένα μερίδιο στο διαμέρισμα αλλά σε ολόκληρο, αφού αυτή ήταν και η πρόθεση του αποβιώσαντος.
Το σύνολο της μαρτυρίας που έχει γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο στοιχειοθετεί τόσο την κοινή πρόθεση όσο και πράξεις της εφεσείουσας που καταλογίζονται εναντίον των συμφερόντων της. Είχε, επομένως, δημιουργηθεί εξ επαγωγής καταπίστευμα αναφορικά με το επίδικο διαμέρισμα προς όφελος της εφεσείουσας. Η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη. Αυτό εξυπακούει ότι η εφεσείουσα δεν κατοικούσε στο διαμέρισμα ως αδειούχος (mere licensee) αλλά ως αποτέλεσμα της ύπαρξης εξ επαγωγής καταπιστεύματος.
Έχουμε κληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας να δεχθούμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να παραγνωρίσει το περιεχόμενο του Τ8 που έχει κατατεθεί εκ συμφώνου είναι λανθασμένη. Το Τ8 είναι ένα ημερολόγιο που έχει κατατεθεί εκ συμφώνου χωρίς οποιαδήποτε συνοδευτική δήλωση. Δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι το ημερολόγιο ανήκε στον εφεσίβλητο. Η αναφορά του γραφολόγου ότι το δείγμα γραφής του ημερολογίου συνάδει με τα χαρακτηριστικά δείγματος γραφής από ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο, από ένα έγγραφο μεταβίβασης μετοχών των Κυπριακών Αερογραμμών και από ένα τεμάχιο χάρτου δεν μπορεί να αποβεί χρήσιμη στην υπόθεση της εφεσείουσας αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να συνδέει όλα τα πιο πάνω δείγματα γραφής με τον εφεσίβλητο.
Συνεπακόλουθα η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Εκδίδε[*541]ται δήλωση ότι το επίδικο διαμέρισμα κατεχόταν από την εφεσείουσα δυνάμει εξ επαγωγής καταπιστεύματος, δήλωση ότι η εφεσείουσα είναι η αποκλειστική δικαιούχος του επίδικου διαμερίσματος και διάταγμα όπως ο εφεσίβλητος μεταβιβάσει και εγγράψει στο όνομα της εφεσείουσας το πιο πάνω διαμέρισμα. Ο εφεσίβλητος καταδικάζεται επίσης στην καταβολή των εξόδων τόσο για τη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και για τη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο