Union des Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences ν. Apak Agro Industries Ltd. κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 542

(1998) 1 ΑΑΔ 542

[*542]20 Μαρτίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

UNION DES COOPERATIVES AGRICOLES DE CEREALES DE SEMENCES,

Εφεσείοντες,

v.

1. APAK AGRO INDUSTRIES LTD,

2. ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9476)

 

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Απόρριψη αγωγής κατόπιν ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί η νομική οντότητα της ενάγουσας εταιρείας, παρά τη διαπίστωση ότι οι εναγόμενοι είχαν παραδεχθεί την επίδικη συναλλαγή — Η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε αναγκαία.

Εταιρείες — Απόδειξη σύστασης και λειτουργίας — Αποτελεί απόδειξη κανονικής σύστασης της εταιρείας.

Πολιτική Δικονομία — Ανύπαρκτος ενάγων — Αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα ως νομικού προσώπου — Ποία η ενδεδειγμένη διαδικαστική διαδικασία αντιμετώπισης του θέματος — Εφαρμογή της αρχής που καθιέρωσε η απόφαση στην υπόθεση Lioufis & Co. Ltd  v. Ανδρονίκου.

Οι εφεσείοντες - ενάγοντες αποτελούν οργανισμό που έχει συσταθεί και ιδρυθεί δεόντως στη Γαλλία και είναι εξουσιοδοτημένοι από το δίκαιο της εν λόγω χώρας να συνάπτουν συμβάσεις και να ενάγουν με την επωνυμία των εναγόντων που αναφέρεται στον τίτλο της παρούσας αγωγής. Οι εφεσίβλητοι - εναγόμενοι 2 αποτελούν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και διεξάγουν τραπεζικές εργασίες στην Κύπρο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων - εναγόντων με την οποία ζητούσαν από τους εναγομένους το ποσό τών 60.000 γαλλικών φράγκων που αντιπροσώπευε το υπόλοιπο του τιμήματος εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στους [*543]εναγομένους 1. Οι εναγόμενοι 2 είχαν εγγυηθεί την πληρωμή του πιο πάνω ποσού. Ο λόγος της απόρριψης της αγωγής έγκειτο στο ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν - ως όφειλαν - την ύπαρξή τους “σαν οργανισμός εγγεγραμμένος στη Γαλλία”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και την ουσία της αγωγής επειδή - όπως το έθεσε σε “περίπτωση έφεσης ενδεχομένως να βρεθεί” ότι έκρινε ασφαλμένα.

Η έφεση στρέφεται μόνο εναντίον του μέρους της πρωτόδικης απόφασης το οποίο αναφέρεται στους εφεσιβλήτους 2, οι οποίοι όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο, είχαν προβεί σε παραδοχή της αξίωσης και αν “δεν υπήρχε το κώλυμα με την ταυτότητα”  των εφεσειόντων, οι τελευταίοι θα δικαιούντο σε απόφαση εναντίον τους για το ποσό τών 60.000 γαλλικών φράγκων. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι αυτή η διαπίστωση είναι εσφαλμένη επειδή αποδείχθηκε η οντότητά τους από τα πιο κάτω:

(α)   την παραδοχή της κυρίας συναλλαγής από τους εφεσιβλήτους 2,

(β)   την ρητή παραδοχή της εγγύησης από τους εφεσιβλήτους 2 και

(γ)   την ρητή παραδοχή των εφεσιβλήτων 2 ότι είχαν ευθύνη να πληρώσουν το ποσό της εγγύησης. 

Προβλήθηκε επίσης διαζευκτικά εκ μέρους των εφεσειόντων ο ισχυρισμός ότι, έστω και αν οι πιο πάνω παραδοχές δεν αποδεικνύουν την νομική τους οντότητα, τουλάχιστον εγείρουν τεκμήριο ότι λειτουργούσαν σαν εταιρεία, το οποίο είναι μαχητό και έπρεπε να είχε αντικρουσθεί.

Η συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση κυρίως στο Άρθρο 33 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και το Άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου αποκαλύπτεται ότι οι εφεσίβλητοι είχαν παραδεχθεί ότι είχαν εγγυηθεί την πληρωμή του πιο πάνω ποσού στους εφεσείοντες και ότι είχαν ευθύνη να πληρώσουν το ποσό της εγγύησης. Δεν το πλήρωσαν επειδή είχαν εμποδισθεί από το συντηρητικό διάταγμα στην αγωγή 1192/87 η οποία κινήθηκε εναντίον τους από τους εναγομένους 1 στην παρούσα αγωγή.

2.  Οι πιο πάνω παραδοχές εξυπακούουν ότι οι εφεσίβλητοι 2 είχαν παραδεχθεί την επίδικη συναλλαγή. Εξυπακούουν ακόμη ότι οι εφεσίβλητοι 2 είχαν παραδεχθεί ότι το ποσό της εγγύησης ήταν [*544]πληρωτέο στον οργανισμό με τον οποίο είχαν συμβληθεί και ο οποίος δεν ήταν άλλος από τους εφεσείοντες. Οποιαδήποτε και να ήταν η σημασία ή η βαρύτητα η οποία θα μπορούσε να είχε δοθεί στη άρνηση της οντότητας των εφεσειόντων, αυτή είχε υπερφαλαγγιστεί από τις πιο πάνω παραδοχές και από τα όσα αυτές εξυπακούουν.

3.  Οι παραδοχές των εφεσιβλήτων όχι μόνο δημιουργούν μαχητό τεκμήριο ότι οι εφεσείοντες λειτουργούσαν ως νομικό πρόσωπο, αλλά συνιστούν και σαφή αναγνώριση της νομικής οντότητας των εφεσειόντων από τους εφεσιβλήτους. Ως εκ τούτου η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου περί μη απόδειξης της οντότητας των εφεσειόντων κρίνεται εσφαλμένη.

4.  Εν όψει των ανωτέρω, δεν παρίσταται ανάγκη επιλογής ανάμεσα στις δύο διϊστάμενες αποφάσεις του Εφετείου, που είναι η K.N.G. Autoparts Ltd και η Lioufis & Co Ltd. επί του θέματος της ύπαρξης των εναγόντων ως νομικού προσώπου.

     Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση, στο βαθμό που αφορά τους εφεσιβλήτους 2, παραμερίζεται. Αντικαθίσταται με απόφαση εναντίον τους για το ποσό των 60.000 γαλλικών φράγκων με έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία και την έφεση. Το ποσό της απόφασης και των εξόδων,θα φέρει τόκο προς 8% ετησίως από τις 29.11.96 μέχρι την τελική εξόφληση.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Per Curiam:

Η πρακτική που εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει και την ουσία της αγωγής μετά την απόρριψη της αγωγής επί διαδικαστικού θέματος, είναι η ενδεδειγμένη.  Αντίθετη πορεία θα συνεπαγόταν επανεκδίκαση της υπόθεσης σε περίπτωση ανατροπής του σχετικού συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Aloupos a.o. v. Hadjigeorghiou a.o. (1984) 1 C.L.R. 475,

Εdward Owen Engineering Ltd v. Barclays Bank International Ltd [1978] 1 All E.R. 976,

R. v. Langton [1876] 2 Q.B.D. 296,

[*545]K.N.G. Autoparts Ltd v. Ιωάννου (1996) 1(B) A.A.Δ. 689,

Εδαξύλ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ κ.ά. v. Αγαθοκλέους (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1337,

Lioufis and Co. Ltd v. Aνδρονίκου κ.ά (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 773,

Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D`Escompte de Mulhouse [1925] A.C. 112,

Richmond v. Branson & Son [1914] 1 Ch. 968.

Έφεση.

Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Eρωτοκρίτου, Π.E.Δ., Kορφιώτης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 13 Aπριλίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 1307/87) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους γιατί δεν απέδειξαν την ύπαρξή τους “σαν οργανισμός εγγεγραμμένος στη Γαλλία” και ως εκ τούτου δε δικαιούντο σε απόφαση εναντίον των εναγομένων 2, παρόλο ότι οι τελευταίοι είχαν προβεί σε παραδοχή της αξίωσης.

Χρ. Γεωργιάδης, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Ταλαρίδης με Ν. Ταλαρίδου, για τους  Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την αγωγή τους οι εφεσείοντες-ενάγοντες (“οι εφεσείοντες”) ζητούσαν από τους εναγομένους 1 το ποσό των 60.000 γαλλικών φράγκων που αντιπροσωπεύει το υπόλοιπο του τιμήματος εμπορευμάτων - ποσότητα σκόρδου - που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στους εναγομένους 1. Ταυτόχρονα με διαζευκτική αξίωση, ζητούσαν το ίδιο ποσό από τους εναγομένους-εφεσίβλητους 2 (“οι εφεσίβλητοι 2”) οι οποίοι εγγυήθηκαν την πληρωμή του πιο πάνω ποσού.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον και των δύο εφεσιβλήτων επειδή οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν - ως όφειλαν - την ύπαρξή τους “σαν οργανισμός εγγεγραμμένος στη [*546]Γαλλία”. Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση και της ουσίας της αγωγής επειδή - όπως το έθεσε - σε “περίπτωση έφεσης ενδεχομένως να βρεθεί” ότι έκρινε εσφαλμένα. Θέτουμε μια παρένθεση για να επικροτήσουμε την σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αποτελεί την ενδεδειγμένη πρακτική.  Αντίθετη πορεία θα συνεπαγόταν επανεκδίκαση της υπόθεσης σε περίπτωση ανατροπής του σχετικού συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Η εξέταση της ουσίας της αγωγής οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής εναντίον και των δύο εναγομένων. Σε σχέση με τους εφεσίβλητους 2 το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχαν προβεί σε παραδοχή της αξίωσης και αν “δεν υπήρχε το κώλυμα με την ταυτότητα” των εφεσειόντων οι τελευταίοι θα εδικαιούντο σε απόφαση εναντίον των εφεσιβλήτων 2 για το ποσό των 60.000 γαλλικών φράγκων.

Η έφεση στρέφεται μόνο εναντίον του μέρους της πρωτόδικης απόφασης το οποίο αναφέρεται  στους εφεσίβλητους 2.  Θα περιοριστούμε στην παράθεση των γεγονότων εκείνων που σχετίζονται με τους εφεσίβλητους 2 και με τον πιο πάνω λόγο απόρριψης της αγωγής.

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης: Οι εφεσείοντες ”αποτελούν οργανισμό που έχει συσταθεί και ιδρυθεί δεόντως στη Γαλλία και έχουν το δικαίωμα και είναι εξουσιοδοτημένοι από το Δίκαιο της εν λόγω χώρας να συνάπτουν συμβάσεις, όπως αυτή που παρακάτω αναφέρεται, και να ενάγουν με την επωνυμία των εναγόντων που αναφέρεται στον τίτλο της παρούσας αγωγής” (βλ. παραγ. 1). Οι εφεσίβλητοι 2 αποτελούν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και διεξάγουν τραπεζικές εργασίες στην Κύπρο (βλ. παραγ. 3). Μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου του 1986 οι εφεσείοντες συμφώνησαν να πωλήσουν και παραδώσουν στους εναγομένους 1 ποσότητα σκόρδου στις αποθήκες των εφεσειόντων στη Γαλλία (βλ. παραγ. 4 και 5). Γύρω στις 26.9.86 οι εφεσείοντες παρέδωσαν προς τους εναγομένους 1 τις συμφωνηθείσες ποσότητες σκόρδου στις αποθήκες τους στη Γαλλία και οι τελευταίοι τις παρέλαβαν και επλήρωσαν το πρώτο μισό του τιμήματος (βλ. παραγ. 7).

Η αξίωση των εφεσειόντων εναντίον των εφεσιβλήτων 2 εδράζεται στα όσα ισχυρίζονται στην παραγ. 6 της έκθεσης απαιτήσεως. Την παραθέτουμε:

“Με τα τηλέτυπα των εναγόντων προς τους εναγομένους αρ. 2, ημερ. 18.9.86, και των τελευταίων προς τους πρώτους, ημερ. [*547]24.9.86, οι εναγόμενοι αρ. 2 εγγυήθηκαν την πληρωμή του δευτέρου μισού του ποσού του τιμήματος δηλαδή των γαλλικών φράγκων 60.000.”

Με την υπεράσπιση τους οι εφεσίβλητοι 2 αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων που περιέχονται στις πιο πάνω παραγ. 1, 4, 5 και 7. Ισχυρίσθηκαν περαιτέρω ότι “αγνοούν όλας τας λεπτομέρειας της συμφωνίας πωλήσεως μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων 1 και ουδέποτε απετέλεσαν μέρος της συμφωνίας αυτής και/ή εδεσμεύθησαν με οιονδήποτε τρόπον με τους όρους της ως άνω συμφωνίας πωλήσεως”. Παραδέχθηκαν, όμως, την πιο πάνω παράγραφο 6 της έκθεσης απαίτησης, με την οποία φέρονται να είχαν εγγυηθεί την πληρωμή του πιο πάνω ποσού. Προς ενίσχυση δε της υπεράσπισης τους ανέφεραν “ότι έχουν εμποδισθεί από του να πληρώσουν τους ενάγοντες ως εγγυητές δια συντηρητικού διατάγματος Ε.Δ. Πάφου ημερ. 18.6.87 εις την υπ. αρ. 1192/87 αγωγή Ε.Δ. Πάφου η οποία εκινήθη εναντίον των” από τους εναγομένους 1 στην παρούσα αγωγή.

Η μαρτυρία.

Οι εφεσείοντες δεν κάλεσαν προφορική μαρτυρία. Παρουσίασαν την ένορκη δήλωση μιας υπαλλήλου των εφεσιβλήτων 2 η οποία είχε κατατεθεί στην πιο πάνω αγωγή 1192/87.

Μεταφέρουμε τα ουσιώδη μέρη της ένορκης δήλωσης:

“2. Η εναγόμενη αγνοεί και συνεπώς αρνείται όλας τας λεπτομέρειας της συμφωνίας πωλήσεως μεταξύ της εναγούσης και του Γαλλικού Οργανισμού Union des Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences (U.C.C.S.) δι’ αγορά σπόρου σκόρδου, και περαιτέρω ουδέποτε υπήρξε μέρος της ως άνω συμφωνίας πωλήσεως και/ή γνώστης οιωνδήποτε γεγονότων.

3. Η εναγόμενη ως τραπεζικός οργανισμός σε περιπτώσεις που εκδοθεί οιαδήποτε εγγύηση όπως στην παρούσα περίπτωση είναι υποχρεωμένη δυνάμει διεθνών κανόνων και κανονισμών, οι οποίοι διέπουν τις τραπεζικές εργασίες να προχωρήση στην πληρωμή της εγγυήσεως στους δικαιούχους ενάντια στις τυχόν νέες οδηγίες των πελατών της.

4. Η εναγόμενη στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καμιά γνώση αναφορικά με την ποσότητα των εμπορευμάτων [*548]και/ή απάτη εκ μέρους της Union des Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences και ουδέποτε υπήρξε μέρος της συμφωνίας πωλήσεως.

5. Η εναγόμενη δυνάμει του letter of guarantee έχει ανέκκλητη υποχρέωση να πληρώση και αυτή η υποχρέωση της είναι ανεξάρτητη προς την συμφωνία πωλήσεως και τυχόν παράβαση της εν λόγω συμφωνίας πωλήσεως από οιονδήποτε μέρος της συμφωνίας δεν επηρεάζει καθόλου την εκτέλεση της εγγυήσεως.

6. Η στάση της εναγομένης είναι σύμφωνη προς την ανέκκλητη υποχρέωση της να πληρώση με βάση την υπόθεση Edwad Owen [1978] 1 All E.R. 976 CA.

7. Λόγω της εκδόσεως του Συντηρητικού Διατάγματος ημερ. 18.6.1987 η τράπεζα θα υποστή σοβαράς κυρώσεις και/ή ζημίας και σε περίπτωση που δεν ακυρωθή το εν λόγω Διάταγμα οι κυρώσεις και/ή ζημίες θα είναι ανεπανόρθωτες.”

Η πρωτόδικη απόφαση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού παρατήρησε ότι και οι δύο εναγόμενοι αρνήθηκαν την πιο πάνω παράγ. 1 της έκθεσης απαίτησης με την οποία οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν, ανάμεσα σ’  άλλα, ότι αποτελούν οργανισμό που έχει συσταθεί και ιδρυθεί δεόντως στην Γαλλία κατέληξε ως πιο κάτω:

“Εξετάσαμε προσεκτικά την ενώπιον μας μαρτυρία και δεν βρήκαμε οτιδήποτε που να τείνει να αποδείξει την ταυτότητα των Εναγόντων. Υπενθυμίζουμε ότι οι Εναγόμενοι 1 όχι μόνο αρνήθησαν την ταυτότητα των Εναγόντων αλλά με την παράγραφο 1 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης τους καλούσαν τους Ενάγοντες να αποδείξουν αυστηρά τους ισχυρισμούς τους.  Οι Ενάγοντες όφειλαν κατά τη κρίση μας να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία για το γεγονός ότι αποτελούν οργανισμό εγγεγραμμένο στη Γαλλία, κάτι που παρέλειψαν να κάμουν. (Βλέπε Aloupos and another v. HjiGeorghiou and another (1984) 1 C.L.R. 475, στη σελ. 488-9).

Εξετάσαμε κατά πόσο το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι 1 παραδέχονται τη συναλλαγή με τους Ενάγοντες θα μπορούσε να σώσει την κατάσταση. Η κατάληξή μας όμως είναι ότι από τη στιγμή που οι Εναγόμενοι επέλεξαν να αρνηθούν την  ταυτό[*549]τητα των εναγόντων, οι τελευταίοι όφειλαν να αποδείξουν την ύπαρξη τους σαν οργανισμός εγγεγραμμένος νόμιμα στη Γαλλία ώστε να συνδεθούν άμεσα με την επίδικη συναλλαγή.  Οι Εναγόμενοι 1 μπορεί μεν να παραδέχονται την συναλλαγή αλλά χωρίς να υπάρχει μαρτυρία ότι οι Ενάγοντες είναι όντως το  νομικό πρόσωπο με το οποίο οι Εναγόμενοι 1 συμβλήθηκαν, η αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει αφού η παράλειψη αυτή ισοδυναμεί με παράλειψη των Εναγόντων να αποδείξουν ότι αποτελούν νομικό πρόσωπο κάτι που με την παράγραφο 1 της έκθεσης υπεράσπισης κατέστη ένα από τα επίδικα θέματα.”

Εξετάζοντας την ουσία της αγωγής εναντίον των εφεσιβλήτων  2 το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι στην έκθεση υπεράσπισης τους οι εφεσίβλητοι 2 προβαίνουν σε παραδοχή της εγγύησης για το ποσό των 60.000 γαλλικών φράγκων προς όφελος των εφεσειόντων (βλ. παραγ. 2 της έκθεσης υπεράσπισης στη οποία γίνεται παραδοχή της παραγ. 6 της έκθεσης απαίτησης) και αφήνουν να νοηθεί ότι θα πλήρωναν το πιο πάνω ποσό της εγγύησης αν δεν εμποδίζοντο με το συντηρητικό διάταγμα το οποίο είχε εκδοθεί στην πιο πάνω αγωγή 1192/87. Περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πιο πάνω ένορκη δήλωση περιέχει επιπρόσθετες παραδοχές εκ μέρους των εφεσιβλήτων 2 ότι έχουν “ανέκκλητη υποχρέωση να πληρώσουν τους εφεσείοντες και τυχόν παράλειψή τους θα προκαλούσε σοβαρές κυρώσεις στην Τράπεζα”. Ανάφερε, επίσης, ότι οι εφεσίβλητοι 2 “πρόβαλαν ακόμα τη σαφέστατη δήλωση ότι η στάση τους να πληρώσουν ανέκκλητη υποχρέωση τους προς τους εφεσείοντες στηρίζεται στην υπόθεση Edward Owen Engineering Ltd v. Barclays Bank International Ltd [1978] 1 All E.R. 976. Αφού έκρινε ότι οι παραδοχές που περιέχονται σε ένορκη δήλωση μπορεί να γίνουν αποδεκτές σαν μαρτυρία κατέληξε ως ακολούθως:

“Αν δεν υπήρχε το κώλυμα με την ταυτότητα και νομική οντότητα των εναγόντων, αυτοί θα εδικαιούντο σε απόφαση εναντίον των εναγομένων 2 για το ποσό των 60.000 γαλλικών φράγκων.”

Η έφεση.

Η έφεση περιστρέφεται γύρω από τη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία θεώρησε ότι η παραδοχή της συναλλαγής εκ μέρους των εφεσιβλήτων 2 δεν σημαίνει παραδοχή της οντότητας των εφεσειόντων. Οι τελευταίοι διατείνονται ότι αυτή η διαπίστωση είναι εσφαλμένη επειδή έχει αποδειχθεί η οντότητά τους από τα πιο κάτω:

(α)       Την παραδοχή της κύριας συναλλαγής από τους εφεσίβλητους 2.

(β)       Τη ρητή παραδοχή της εγγύησης από τους εφεσίβλητους 2, και

(γ)        Τη ρητή παραδοχή των εφεσιβλήτων 2 ότι είχαν ευθύνη να πληρώσουντο ποσό της εγγύησης.

Οι πιο πάνω παραδοχές, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, και ειδικά η τρίτη παραδοχή, εξυπακούουν και παραδοχή της οντότητας των εφεσειόντων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων πρόβαλε ακόμα τη διαζευκτική θέση ότι έστω και αν οι πιο πάνω παραδοχές δεν αποδεικνύουν τη νομική οντότητα των εφεσειόντων τουλάχιστο εγείρουν τεκμήριο ότι λειτουργούσαν σαν εταιρεία το οποίο είναι μαχητό και έπρεπε να το αντικρούσουν. 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Βασίσθηκε κυρίως πάνω στο άρθρο 33 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, κα το άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Η διαζευκτική εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων βασίζεται πάνω στην αρχή Omnia praesumuntur rite esse acta (Τεκμαίρεται ότι όλα έγιναν κανονικά). Σύμφωνα με  τον Cross on Evidence, 5η έκδοση, η αρχή αυτή εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εταιρειών. Απόδειξη ότι μια εταιρεία έχει λειτουργήσει ως εταιρεία αποτελεί απόδειξη ότι έχει συσταθεί δεόντως (Βλ. R. v. Langton [1876] 2 Q.B.D. 296). Υφίσταται με λίγα λόγια μαχητό νομικό τεκμήριο το οποίο αποδεικνύει διορισμό με τον δέοντα τρόπο και ικανότητα να ενεργεί*.

Στην K.N.G. Autoparts Ltd v. Ιωάννου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 689, το Εφετείο είχε να αντιμετωπίσει παρόμοιο ζήτημα: Έκρινε ότι ο ισχυρισμός περί νομικής οντότητας διαδίκου δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ σημασίας. Η ύπαρξη διαδίκου αποτελεί προϋπόθεση για την όποια διεκδίκηση. Έτσι, όπου ο διάδικος δεν είναι φυσικό πρόσωπο, η νομική οντότητα του πρέπει να αποδει[*551]κνύεται. Αυτό γίνεται με απόδειξη του αντίστοιχου ισχυρισμού εκτός όπου προκύπτει άμεσα από τον Νόμο, οπότε λαμβάνεται δικαστική γνώση.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη του το Εφετείο παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση κατ’ εφαρμογή της πιο πάνω αρχής. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Νικολάου, Δ.:

“Ωστόσο, καθώς αναφέραμε, άλλη μαρτυρία κατέδειχνε - και αυτό εναργέστατα μάλιστα - ότι οι εφεσείοντες λειτουργούσαν ως εταιρεία. Αυτή η μαρτυρία ήταν αρκετη για την έγερση μαχητού νομικού τεκμηρίου κανονικότητας: omnia praesumuntur rite ac solemniter esse acta. Αυτό το τεκμήριο δεν αντικρούστηκε. Και αποβαίνει καθοριστικό. Το ίδιο ακριβώς ζήτημα απασχόλησε Αγγλικό Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο στην υπόθεση Queen v. Langton [1876] 2 Q.B.D. 296. Ομόφωνα αποφασίστηκε ότι μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η προβαλλόμενη ως εταιρεία διεξήγαγε εργασίες ως τέτοια, ήταν αρκετή προς απόδειξη ύπαρξης της εταιρείας. Στην προκείμενη περίπτωση λοιπόν, το δικαστήριο έσφαλε καταλήγοντας ότι η ύπαρξη της εταιρείας δεν είχε αποδειχθεί.”

Η πιο πάνω απόφαση έχει υιοθετηθεί και στην υπόθεση Εδαξύλ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ. κ.ά. v. Αγαθοκλέους (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1337.

Στην Lioufis and Co. Ltd v. Aνδρονίκου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 773 (απόφαση πλειοψηφίας του Πική, Π., με την οποία συμφώνησε και ο Χρυσοστομής, Δ.), το ζήτημα της ύπαρξης των εναγόντων ως νομικού προσώπου έτυχε διαφορετικής αντιμετώπισης. Κρίθηκε ότι η ύπαρξη των εναγόντων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων και ότι το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

“.... η ύπαρξη των εναγόντων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας μέσω των δικογράφων. Οι έγγραφες προτάσεις έχουν ως λόγο τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων μεταξύ των διαδίκων. Η αντιδικία προϋποθέτει την ύπαρξη των διαδίκων. Αν ο ενάγων δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, δεν τίθεται, ούτε θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα αντιδικίας με τον εναγόμενο. Αγωγή εκ μέρους ανύπαρκτου προσώπου συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.   [*552]Το μέσο για την αμφισβήτηση της οντότητας του ενάγοντα είναι αίτηση για τη διαγραφή της αγωγής. Η θέση αυτή ευρίσκει έρεισμα στην απόφαση Russian Commercial and Industrial Bank v. Comptoir D’ Escompte de Mulhouse [1925] A.C. 112 (H.L.). Στην υπόθεση  εκείνη κρίθηκε ότι η αμφισβήτηση εξουσίας του ενάγοντα να κινήσει αγωγή εξ ονόματος της ενάγουσας εταιρείας δεν μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο αντιδικίας, με την έγερση του θέματος στην Υπεράσπιση. Η θεραπεία έγκειτο στη λήψη μέτρων, σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας, για τη διαγραφή του ενάγοντα και τον τερματισμό της διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που αμφισβητείται η ύπαρξη του ενάγοντα (βλ. The Annual Practice, 1958, σελ. 574 και 575).

Η Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχει το δικονομικό πλαίσιο για την κίνηση του μηχανισμού για τη διαγραφή αγωγής εκ μέρους ανύπαρκτου διαδίκου.

Τα στοιχεία, τα οποία ο ενάγων υποχρεούται να παραθέσει για την ταυτότητά του στον τίτλο της αγωγής, προβλεπόμενα από τη Δ.2, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σκοπούν στον προσδιορισμό τόσο της οντότητας όσο και της ταυτότητας του ενάγοντα. Η κίνηση του μηχανισμού για την έγερση της αγωγής προϋποθέτει την ύπαρξή του. Με τα στοιχεία τα οποία παρέχονται, δίνεται η ευκαιρία στον εναγόμενο να ελέγξει και, εν ανάγκη, να αμφισβητήσει την οντότητα του ενάγοντα.

Όπου η ταυτότητα των διαδίκων δε διευκρινίζεται στον τίτλο της αγωγής, όπως στην περίπτωση συνεταίρων που ενάγουν με την εμπορική επωνυμία του συνεταιρισμού, οι Θεσμοί προβλέπουν μηχανισμό για τη διασαφήνιση της ταυτότητάς τους - (βλ. Δ.7).”

Στην Russian Commercial and Industrial Bank (πιο πάνω) θεωρήθηκε ότι το ζήτημα διέπεται από τα όσα αποφασίσθηκαν στην Richmond v. Branson & Son [1914] 1 Ch. 968, από το Δικαστή Warrington. Στην τελευταία αυτή υπόθεση η αγωγή είχε εγερθεί εκ μέρους του πλησιέστερου φίλου του ενάγοντα ο οποίος περιγραφόταν ως πρόσωπο που δεν είχε σώας τας φρένας (“of unsound mind”). Με την υπεράσπιση τους οι εναγόμενοι ανέφεραν, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι ο ενάγων δεν είχε σώας τα φρένας.

Όπως εξηγείται από τον Atkin L.J. στην απόφαση του Εφετείου στην Russian Commercial and Industrial Bank (πιο πά[*553]νω) [1923] 2 Κ.Β. 630, 671, 672, στην περίπτωση της υπόθεσης Richmond (πιο πάνω) το ζήτημα είναι κατά πόσο η αγωγή έχει εγερθεί με την εξουσιοδότηση υφιστάμενου αντιπροσωπευόμενου ο οποίος έχει ικανότητα να ενάγει (“the question is whether the action has been brought with the authority of an existing principal, himself capable of suing”).

Ο Δικαστής Warrington έθεσε το ζήτημα ως πιο κάτω στην  υπόθεση Richmond, πιο πάνω:

“Το ουσιαστικό ζήτημα είναι η εξουσιοδότηση του δικηγόρου. Αποτελεί αυτό ζήτημα το οποίο μπορεί να εγερθεί σαν σχετικό θέμα στην αγωγή και στη δίκη; Δεν έχει γίνει αναφορά σε αυθεντία η οποία υποστηρίζει θετικά μια τέτοια θέση και κατά την γνώμη μου, είναι αδύνατο, σύμφωνα με την συνήθη πρακτική και δικονομία του δικαστηρίου να δικαιολογηθεί τέτοια θέση.  Η εργασία αυτού του Δικαστηρίου δεν θα μπορούσε να διεξαχθεί εάν δεν θα μπορούσε να υποθέσει ότι ο δικηγόρος έχει εξουσιοδότηση εκτός και μέχρις ότου η εξουσιοδότηση εκείνη έχει αμφισβητηθεί και αποδειχθεί ότι δεν υφίστατο με την χρήση του κατάλληλου διαδικαστικού διαβήματος δηλαδή αίτηση από τους ενδιαφερόμενους διαδίκους για αναστολή της διαδικασίας λόγω έλλειψης εξουσιοδότησης.”

(“But the real question is the authority of the solicitor.  Is that a question which can be raised as a relevant issue in the action and at the trial? No authority has been cited in support of the affirmative of such a proposition, and, in my opinion, it is impossible, according to the ordinary practice and procedure of the Court, to justify that proposition. The business of the Court could not be carried on if one were not entitled to assume the authority of the solicitor unless and until that authority has been disputed and shewn not to exist in the proper form of proceeding, namely, a substantive application on the part of the parties concerned to stay the proceedings on the ground of want of authority.”)

Η θέση που προβάλλεται στην Lioufis & Co. Ltd (πιο πάνω) φαίνεται να στηρίζεται πάνω σε αυθεντία του υψηλότερου δυνατού κύρους - είναι απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων. Ωστόσο θεωρούμε ότι δεν παρίσταται ανάγκη επιλογής ανάμεσα στις δύο διϊστάμενες αποφάσεις του δικού μας Εφετείου - εκείνη στην K.N.G. Autoparts Ltd (πιο πάνω) και εκείνη στην Lioufis & Co. Ltd (πιο πάνω) - για τους λόγους που φαίνονται πιο κάτω:

[*554]Εξέταση του ενώπιόν μας υλικού αποκαλύπτει ότι οι εφεσίβλητοι είχαν παραδεχθεί ότι είχαν εγγυηθεί την πληρωμή του πιο πάνω ποσού στους εφεσείοντες και ότι είχαν ευθύνη να πληρώσουν το ποσό της εγγύησης. Δεν το πλήρωσαν επειδή είχαν εμποδισθεί από το συντηρητικό διάταγμα στην αγωγη 1192/87.

Θεωρούμε ότι οι πιο πάνω παραδοχές εξυπακούουν ότι οι εφεσίβλητοι 2 είχαν παραδεχθεί την επίδικη συναλλαγή. Εξυπακούουν ακόμη ότι οι εφεσίβλητοι 2 είχαν παραδεχθεί ότι το ποσό της εγγύησης ήταν πληρωτέο στον οργανισμό με τον οποίο είχαν συμβληθεί. Ο Οργανισμός εκείνος δεν ήταν άλλος από τους εφεσείοντες. Θεωρούμε λοιπόν ότι οποιαδήποτε και να ήταν η σημασία ή βαρύτητα η οποία θα μπορούσε να είχε δοθεί στην άρνηση της οντότητας των εφεσειόντων αυτή έχει υπερφαλαγγισθεί από τις πιο πάνω παραδοχές και από τα όσα αυτές εξυπακούουν.

Έχουμε, επομένως, την άποψη ότι οι πιο πάνω παραδοχές των εφεσιβλήτων και όσα εξυπακούονται από αυτές είναι αντιφατικές της  θέσης τους περί νομικής ανυπαρξίας των εφεσειόντων. Είναι τόσο ισχυρές που πρέπει να επικρατήσουν έναντι της θέσης τους περί νομικής ανυπαρξίας των εφεσειόντων. Όχι μόνο δημιουργούν μαχητό τεκμήριο ότι οι εφεσείοντες λειτουργούσαν ως νομικό πρόσωπο αλλά συνιστούν και σαφή αναγνώριση της νομικής οντότητας των εφεσειόντων από τους εφεσιβλήτους. Για το λόγο αυτό η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου περί μη απόδειξης της οντότητας των εφεσειόντων κρίνεται εσφαλμένη. 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η εκκαλούμενη απόφαση, στο βαθμό που αφορά τους εφεσίβλητους 2, παραμερίζεται. Αντικαθίσταται με απόφαση εναντίον τους για το ποσό των 60,000 γαλλικών φράγκων με έξοδα στην πρωτόδικη διαδικασία και στην έφεση.

Το ποσό της απόφασης, περιλαμβανομένου και του μέρους της το οποίο αφορά στα δικηγορικά έξοδα, θα φέρει τόκο προς 8% ετησίως από τις 29.11.1996 (ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) Νόμου 1996 (102(Ι)/96) μέχρι την τελική εξόφληση.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο