Iωάννου Aρέστης Mιχαήλ ν. Άννας Aνδρέα Xαραλαμπίδου (1998) 1 ΑΑΔ 555

(1998) 1 ΑΑΔ 555

[*555]26 Μαρτίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΡΕΣΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

AΝΝΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πoλιτική Έφεση Αρ. 9784)

 

Ψυχική πίεση (undue influence) — Aρχές της επιείκειας — Σύζυγοι — Δωρεά ακινήτου από τη σύζυγο προς το σύζυγο ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού, απειλών και ψυχικής πίεσης — Στέρηση της ελεύθερης βούλησης της συζύγου — Ακύρωση της δωρεάς — Άρθρα 15 και 19 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ 149 — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως ισχυριζόμενης ψυχικής πίεσης σε αγωγή για ακύρωση δωρεάς — Στην απουσία ειδικής σχέσης ανάμεσα στα μέρη, το βάρος ανήκει στο διάδικο, ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή να αποδείξει την ψυχική πίεση, ενώ όπου η πίεση τεκμαίρεται από κάποια σχέση ανάμεσα στα μέρη, ο διάδικος που λαμβάνει το όφελος φέρει το βάρος της απόδειξης ότι η δωρεά δεν έχει εξασφαλισθεί λόγω ψυχικής πίεσης.

Πολιτική Δικονομία — Έγγραφες προτάσεις — Περιεχόμενο εγγράφων προτάσεων — Δικογράφηση ουσιωδών γεγονότων — Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί Δ.19, θ.4 — Η αναφορά σε παραδοχές στις οποίες έχει προβεί ο αντίδικος αποτελεί σφάλμα.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Δικαιοδοσία πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογεί τη μαρτυρία και να καταλήγει σε ευρήματα ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Πολιτική Δικονομία — Έγγραφες προτάσεις — Υπερασπίσεις του δι[*556]καίου της επιείκειας (equitable defences) — Πρέπει να εγείρονται ρητά στις έγγραφες προτάσεις και με πλήρεις λεπτομέρειες.

Λέξεις και Φράσεις — “Εξαναγκασμός” (duress) και “Ψυχική πίεση” (undue influence) στα Άρθρα 15(1) και 16(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Η εφεσίβλητη - ενάγουσα ήταν σύζυγος του εφεσείοντα - εναγομένου και ιδιοκτήτρια ενός οικοπέδου στο χωριό Κονιά μέσα στο οποίο κτίστηκε μία κατοικία με χρήματα δικά της, οικονομική βοήθεια της οικογένειάς της και τη συνδρομή του εφεσείοντα. Ιδιοκτήτρια της κατοικίας ήταν η εφεσίβλητη.  Οι διάδικοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την κατοικία το 1988 πριν από τη συμπλήρωσή της.

Μέσα στο 1990 η εφεσίβλητη δημιούργησε δεσμό με τρίτο πρόσωπο και το αποκάλυψε στον εφεσείοντα στις 22.8.90, ο οποίος την προέτρεψε να διακόψει. Η εφεσίβλητη συνάντησε το πρόσωπο αυτό στις 23.8.90. Όταν επέστρεψε σπίτι της, συνάντησε τους γονείς της οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί από τον εφεσείοντα και πληροφορηθεί σχετικά με το δεσμό της. Οι γονείς της την έβρισαν, την κτύπησαν και την προέτρεψαν να διακόψει. Όταν οι γονείς της αναχώρησαν, ο εφεσείων άρχισε να βρίζει την εφεσίβλητη, να την κτυπά και να την κακοποιεί. Υπό την απειλή κυνηγετικού όπλου άρχισε να την εκφοβίζει ότι θα την σκοτώσει όπως και τον εραστή της και “της ζήτησε πιεστικά κάτω από την απειλή του όπλου την επομένη μέρα να πάει στο Κτηματολόγιο να του μεταβιβάσει το σπίτι στο όνομά του χωρίς να αφήσει την εφεσίβλητη να κοιμηθεί”.  Το πρωί, την μετέφερε σε δικηγορικό γραφείο όπου ετοιμάστηκαν τα σχετικά έγγραφα για τη μεταβίβαση. Η οικία αξίας £145.000 με το οικόπεδο, μεταβιβάστηκε ολόκληρη στο όνομα του εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης περί άσκησης ψυχολογικής πίεσης, εκβιασμού και απειλών από πλευράς του εφεσείοντα που της στέρησαν την ελεύθερη βούληση κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Έκρινε περαιτέρω ότι η επίδικη δωρεά είναι σύμβαση δυνάμει του Άρθρου 25 του περι Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Στη συνέχεια έκαμε αναφορά στο Άρθρο 20 του Κεφ. 149 και κατέληξε στην έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα ως η παραγρ. 25(α) (β) (δ) και (ε) της έκθεσης απαίτησης απόφαση για την επιστροφή του τηλεφώνου από πορσελάνη και για ποσό £150 μηνιαίως στην εφεσίβλητη μέχρι την εκκένωση και παράδοση της κατοικίας.

Η έφεση στοχεύει στην ακύρωση ολόκληρης της πρωτόδικης [*557]απόφασης.

Λόγοι έφεσης:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να δεχθεί ως πραγματικά γεγονότα και να λάβει υπ’ όψιν ισχυρισμούς από μάρτυρες της εφεσίβλητης, οι οποίοι δεν αναφέρονταν στην έκθεση απαίτησης. Ο ισχυρισμοί αυτοί αναφέρονται:

(α)          στην κακοποίηση της εφεσίβλητης για την οποία δεν έγινε αναφορά στην παραγρ. 10 της έκθεσης απαίτησης, και

(β)          σε παραδοχές, κατά διάφορα διαστήματα, σε διάφορους μάρτυρες της εφεσίβλητης ότι η επίδικη μεταβίβαση ήταν αποτέλεσμα πίεσης επί της εφεσίβλητης.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι, εφόσον οι εν λόγω παραδοχές δεν περιλαμβάνοντο στα δικόγραφα, θα έπρεπε να είχαν αγνοηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

2.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αξιοπιστίας των μαρτύρων ήταν εσφαλμένα.

3.  Δεν έγινε εύρημα περί του ποσού της συνδρομής του εφεσείοντα στην ανέγερση της κατοικίας.

4.  Η εφεσίβλητη υιοθέτησε και αποδέχθηκε (ratified and acquiesced) την επίδικη μεταβίβαση.

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και τις αρχές που διέπουν τις δωρεές. Υποστηρίχθηκε σχετικά ότι οι αρχές που εφαρμόστηκαν αναφορικά με το βάρος αποδείξεως ήταν εσφαλμένες.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο ισχυρισμός για κακοποίηση περιλαμβάνεται στην παράγραφο 11 της έκθεσης απαίτησης και ως εκ τούτου η σχετική μαρτυρία καλύπτεται από τις έγγραφες προτάσεις και ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

    Η περίληψη των παραδοχών στην έκθεση απαίτησης δεν ήταν απαραίτητη εν όψει του θ.4 της Δ.19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

[*558]2.       Δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

3. Το ύψος της συνδρομής του εφεσείοντα στην ανέγερση της επίδικης κατοικίας δεν αποτελούσε επίδικο θέμα. Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε σχετικό εύρημα δεν αποτελεί σφάλμα.

4. Η επίδικη μεταβίβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υιοθετηθείσα από την εφεσίβλητη αφού η ακύρωσή της επιδιώχθηκε μέσα σε εύλογο χρόνο από τη διακοπή της επιρροής η οποία οδήγησε στην πραγματοποίησή της. Το τι αποτελεί εύλογο χρόνο εξαρτάται από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και αποτελεί θέμα πραγματικό. Στην κρινόμενη περίπτωση το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της διακοπής της επίδικης ψυχικής πίεσης και της επιδίωξης της επίδικης θεραπείας ήταν λιγότερο του ενός έτους. Ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.

5. Η ψυχική πίεση συνιστά δόγμα του δικαίου της επιείκειας και καλύπτει περιπτώσεις όπου υπάρχουν ειδικές σχέσεις και επίσης περιπτώσεις εξαναγκασμού, επιβολής ή πίεσης έξω από τις ειδικές σχέσεις. Σύμφωνα με το κοινοδίκαιο, η παρουσία καταναγκασμού παραδοσιακά δικαιολογείτο, για το λόγο ότι ο εξαναγκασμός εμπόδιζε το συγκεκριμένο μέρος από τη λήψη πλήρους και ανεξάρτητης απόφασης να συμβληθεί. Σύμφωνα όμως με το δίκαιο της επιείκειας, η εφαρμογή του δόγματος της ψυχικής πίεσης (equitable doctrine of undue influence) είχε σκοπό μάλλον να διασφαλίσει ότι δεν επιτρέπεται σε κανένα πρόσωπο να κρατήσει το όφελος του δικού του δόλου ή της παράνομης πράξης του.

    Το δόγμα επεκτείνεται όχι μόνο στις περιπτώσεις άμεσου εξαναγκασμού αλλά σε όλες τις περιπτώσεις όπου γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται και όπου προδίδεται η εμπιστοσύνη που ενατοποτίθεται.

    Όταν δεν υφίσταται ειδική σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος απόδειξης της ψυχικής πίεσης ανήκει στο διάδικο, ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή, να αποδείξει την ψυχική πίεση.

    Στην περίπτωση όπου η πίεση τεκμαίρεται από κάποια σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος φέρει ο διάδικος ο οποίος λαμβάνει το [*559]όφελος, να αποδείξει ότι η δωρεά δεν ήταν προϊόν ψυχική πίεσης.

    Ο πιο συνηθισμένος τρόπος είναι να αποδείξει ότι ο δωρητής είχε λάβει κατάλληλη ανεξάρτητη νομική συμβουλή.

    Στην παρούσα περίπτωση, όπου δεν υπήρχε το τεκμήριο ψυχικής πίεσης λόγω ειδικών σχέσεων και όπου οι σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγιναν με βάση τη μαρτυρία της πλευράς της εφεσίβλητης, δεν υπάρχει τίποτε στην πρωτόδικη απόφαση που να τείνει να καταδείξει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει πλανηθεί σε σχέση με το βάρος απόδειξης.

6. Τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη μεταβίβαση δεν έγινε με την ελεύθερη συναίνεση της εφεσίβλητης, αλλά ήταν προϊόν εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης και απειλών είναι ορθά και εντάσσουν σαφώς την κρινόμενη υπόθεση εντός της εμβέλειας των Άρθρων 15 και 19 του Κεφ. 149 και της πρώτης κατηγορίας της ταξινόμησης του Cotton L.J. στην Allcard v. Skinner. Ως εκ τούτου η δωρεά είναι ακυρώσιμη ύστερα από πρωτοβουλία της εφεσίβλητης και ορθά ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300,

Glannibanta [1876] 1 P.D. 283,

Khoo Sit Hoh v. Lim Thean Tong [1912] A.C. 323,

Yuill v. Yuill [1945] P.15,

Watt v. Thomas [1945] A.C. 484,

S.S. Hontestroom v. S.S. Sagaporack [1927] A.C. 37,

Βασιλείου κ.ά. v. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125,

Sutcliffe v. James, 40, L.T. 875,

Heap v. Marris, 2 Q.B.D. 630,

Hatch v. Hatch [1804] 9 Ves. 292,

[*560]Bullock v. Lloyds Bank Ltd [1955] Ch. 317,

Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145,

Turner v. Collins [1871] 7 Ch. App. 329,

Alexiadi v. Robinson [1861] 2 F. & F. 679,

Patsalidou v. Kyriakidou (1979) 1 C.L.R. 71,

Morley v. Loughnan [1893] 1 Ch. 736.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Aναστασίου, Π.E.Δ. και Σταυρινίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Iουνίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 1502/91) με την οποία διατάχθηκε όπως εγκαταλείψει την κατοικία που του μεταβίβασε η ενάγουσα δυνάμει δωρεάς και στην περίπτωση που εξακολουθούσε να μένει σ’ αυτή, να πληρώνει £150 μηνιαίως, αφού η μεταβίβασή της εν λόγω οικίας επ’ ονόματί του ακυρώθηκε γιατί ήταν το αποτέλεσμα άσκησης ψυχικής πίεσης και χρήσης βίας από τον ίδιο προς την ενάγουσα.

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Κληρίδης με Δ. Κακουλλή, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι ήταν ανδρόγυνο. Ιδιοκτήτρια της συζυγικής κατοικίας (“η κατοικία”) ήταν η ενάγουσα-εφεσίβλητη (“η εφεσίβλητη”). Στις 24.8.90 η εφεσίβλητη μεταβίβασε την κατοικία δια δωρεάς στον εναγόμενο-εφεσείοντα (“ο εφεσείων”) σύζυγο της. Η εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η μεταβίβαση ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης και χρήσης βίας εναντίον της από τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε δεκτούς τους ισχυρισμούς της και ακύρωσε την επίδικη μεταβίβαση. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον ολόκληρης της πρωτόδικης απόφασης.

[*561]Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από εκτεταμένη παράθεση και ανάλυση της ενώπιόν του μαρτυρίας δέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα.

Η φτωχή εντύπωση που έκαμε στο Πρωτόδικο Δικαστήριο ο εφεσείοντας “σαν πρόσωπο που αγαπούσε την αλήθεια” αναφέρεται σαν ο κύριος από τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της μαρτυρίας του. Δόθηκαν και άλλοι λόγοι για την απόρριψη της μαρτυρίας του. Ένας από αυτούς ήταν η απουσία σύμπτωσης ανάμεσα στην μαρτυρία του στην κυρίως  εξέταση και στην αντεξέταση.

Οι διαπιστώσεις και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η εφεσίβλητη ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο σύζυγος του εφεσείοντα και ιδιοκτήτρια ενός οικοπέδου στο χωριό Κονιά μέσα στο οποίο με χρήματα δικά της, την οικονομική βοήθεια της οικογένειας της και τη συνδρομή του εφεσείοντα κτίστηκε μια κατοικία. Οι διάδικοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την κατοικία το 1988 χωρίς αυτή να ήταν συμπληρωμένη.

Μέσα στο 1990 η εφεσίβλητη “είχε συνάψει δεσμό με τρίτο πρόσωπο”. Αποκάλυψε τα του δεσμού της στον εφεσείοντα στις 22.8.90. Ο τελευταίος την έπεισε να πάει να βρεί το τρίτο πρόσωπο για να διακόψουν.  Την προέτρεψε για το σκοπό αυτό να τον συναντήσει την επομένη στις 23.8.90. Η εφεσίβλητη διευθέτησε να συναντήσει το πρόσωπο αυτό η ώρα 6.00 μ.μ. της 23.8.90 ενώ την ίδια μέρα ήταν “καλεσμένοι η ώρα 8.00 μ.μ. για φαγητό στο σπίτι του φίλου τους Λεωνίδα Κατσαρού”.

Η εφεσίβλητη πήγε να συναντήσει το πρόσωπο αυτό αλλά επέστρεψε στο σπίτι της η ώρα 11.30 μ.μ.. Εκεί συνάντησε τους γονείς της, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί από τον εφεσείοντα και πληροφορηθεί σχετικά με το γεγονός του δεσμού της. Οι γονείς της την έβρισαν, την κτύπησαν και την προέτρεψαν να διακόψει.   Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι η ώρα 3.00 το πρωί της επομένης. Ο εφεσείων ενώ στην παρουσία των γονιών της ήταν σιωπηρός, μετά την αναχώριση των τελευταίων, άρχισε να βρίζει την εφεσίβλητη, να την κτυπά και να την κακοποιεί.  Με την απειλή κυνηγετικού όπλου άρχισε να την εκφοβίζει ότι θα τη σκοτώσει όπως και τον εραστή της και “της ζήτησε πιεστικά και κάτω από την απειλή του όπλου την επόμενη μέρα να πάει στο [*562]Κτηματολόγιο να του μεταβιβάσει το σπίτι στο όνομά του χωρίς να αφήσει την εφεσίβλητη να κοιμηθεί”.

Ο εφεσείων το πρωί είπε στην εφεσίβλητη να φορέσει γιαλιά για να μην φαίνονται τα κτυπήματά της και “να βάλει make-up ώστε να φαίνεται φυσική”. Κάτω από αυτές τις συνθήκες την μετέφερε με το αυτοκίνητο του στο δικηγορικό γραφείο του Άριστου Λουκαΐδη από τον οποίο ζήτησε να ετοιμαστούν τα σχετικά έγγραφα για τη μεταβίβαση.

Οι διάδικοι συνάντησαν εκεί και τη δικηγόρο Λίζα Λουκαΐδου στην οποία δεν αποκάλυψαν τα συμβάντα. Η δικηγόρος εισηγήθηκε να μην γίνει η μεταβίβαση της κατοικίας εκτός εάν ήταν θέμα φοροαπαλλαγής. Όταν η δικηγόρος αντελήφθηκε ότι κάτι συνέβαινε, η εφεσίβλητη της απεκάλυψε ότι θα χώριζε οπότε η δικηγόρος της εισηγήθηκε να μεταβιβάσει μόνο τη μισή κατοικία. Ο εφεσείων, όμως, απέρριψε την εισήγηση της δικηγόρου. Ταυτόχρονα υπενθύμισε την εφεσίβλητη τι ακριβώς συνέβη στο σπίτι με αποτέλεσμα αυτή να υποκύψει και να μεταβιβάσει τελικά στο όνομα του εφεσείοντα ολόκληρη την κατοικία.  Το γεγονός αυτό το απέκρυψαν από τους γονείς της.

Ο εφεσείων περιόρισε την εφεσίβλητη στο σπίτι μετά την μεταβίβαση της κατοικίας στο όνομά του και αφαίρεσε το τηλέφωνο όπως και τους πόλους της παταρίας του αυτοκινήτου για να μην μπορεί να το χρησιμοποιήσει η εφεσίβλητη. Η εφεσίβλητη κατόπιν προτροπής του εφεσείοντα πήγε στην Ελλάδα “για να σκεφθεί”. Μετά την επιστροφή της από την Ελλάδα η εφεσίβλητη και ο εφεσείοντας φιλονίκησαν. Ο γνωστός και φίλος τους Λεωνίδας Κατσαρός την μετέφερε στην αρχή στο σπίτι του και τελικά στο σπίτι της μητέρας της. Εκεί η εφεσίβλητη αποκάλυψε στους γονείς και στον αδελφό της τα της μεταβίβασης της κατοικίας στο όνομα του εφεσείοντα και “κάτω από ποιές συνθήκες έγινε το γεγονός αυτό”. Οι γονείς της εφεσίβλητης σε διάφορες περιπτώσεις πήγαν και συνάντησαν τον εφεσείοντα για το θέμα αυτό. Ο τελευταίος πάντοτε υποσχόταν ότι θα μεταβιβάσει την κατοικία στο όνομα του πατέρα της εφεσίβλητης αλλά τελικά δεν το έκαμε.

Οι συνθήκες καταπίεσης, εξαναγκασμού και απειλής συνεχίστηκαν σε βάρος της εφεσίβλητης από τον εφεσείοντα και μετά την εισήγηση της δικηγόρου Λίζας Λουκαΐδου να του μεταβιβάσει τη μισή κατοικία με την υπενθύμιση του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη ότι “ούτε να το συζητάς και μην προσπαθείς να κάμεις την έξυπνη, όπως είπαμε σπίτι”. Οι συνθήκες υπήρχαν και κατά [*563]το χρόνο της μετάβασης των διαδίκων στο κτηματολόγιο και η καταπιεστική αυτή συμπεριφορά σε βάρος της εκ μέρους του εφεσείοντα της αφαίρεσε την ελεύθερη βούληση κατά το χρόνο της πράξης της μεταβίβασης της κατοικίας στο όνομα του εφεσείοντα. Ο τελευταίος άσκησε ψυχολογική πίεση, εκβιασμό και απειλές σε βάρος της εφεσίβλητης για να του μεταβιβάσει την κατοικία.

Η κατοικία αυτή έχει ενοικιαστική αξία της τάξης των £310 μηνιαίως η δε οικονομική αξία της συμπεριλαμβανομένου και του οικοπέδου ανέρχεται στο ποσό των £145,000.

Η νομική πτυχή.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η πιο πάνω κακοποίηση της εφεσίβλητης από τον εφεσείοντα και οι απειλές με την χρήση κυνηγετικού όπλου “ήταν πράξεις ψυχικής πίεσης, εξαναγκασμού και απειλής, οι οποίες επέδρασαν στη σκέψη και βούληση της ώστε η ενάγουσα να μην ενεργεί πλέον με ελεύθερη βούληση και κάθε της πράξη γινόταν κάτω από το κράτος της στέρησης της ελεύθερης βούλησης και συναίνεσής της”. Σαν αποτέλεσμα της στέρησης της ελεύθερης βούλησης και συναίνεσης η εφεσίβλητη έχει προβεί στη μεταβίβαση της κατοικίας στο όνομα του εφεσείοντα με πράξη δωρεάς, την οποία κάτω από ομαλές συνθήκες η εφεσείουσα “δεν θα έκαμνε προς όφελος” του εφεσείοντα “λαμβανομένου υπόψη του ύψους της οικονομικής αξίας της δωρεάς αυτής και των σχέσεων οι οποίες υπήρχαν κατά το χρόνο της πράξης της δωρεάς μεταξύ των διαδίκων”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι η επίδικη δωρεά “είναι σύμβαση δυνάμει του άρθρου 25 του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149”. Έκαμε, στη συνέχεια, αναφορά στο άρθρο 20 του Κεφ. 149, και κατέληξε ως πιο κάτω:

“Από τη στιγμή που μια σύμβαση δεν γίνεται με ελεύθερη συναίνεση ενός των συμβαλλομένων αλλά είναι προϊόν εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης και απειλής τότε η σύμβαση αυτή είναι άκυρη και στην προκειμένη περίπτωση η πράξη δωρεάς της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο όπως το Δικαστήριο έχει βρεί έγινε κάτω από τέτοιες συνθήκες και επομένως η Ενάγουσα δικαιούται να ζητήσει την ακύρωσή της το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία να ακυρώσει τη δωρεά.

Το Δικαστήριο αποφασίζει ότι η μαρτυρία της πλευράς της Ενάγουσας την οποία έχει αποδεκτεί αποδεικνύει ότι δικαιούται στις θεραπείες που αναφέρονται στην παράγραφο 25 (α) (β) (δ) και (ε)* της έκθεσης απαίτησης και επιστροφή του τηλεφώνου από πορσελάνη και ως εκ τούτου θα πρέπει να εκδοθεί σχετική απόφαση και διάταγμα.

Από τη στιγμή που ο Εναγόμενος που πρέπει να εγκαταλείψει την κατοικία αλλά εξακολουθεί να μένει σε αυτή θα πρέπει να καταβάλλει ως αποζημιώσεις στην Ενάγουσα το ποσό των £150 μηνιαίως το οποίο διεκδικεί στην έκθεση απαίτησης της και το ποσό αυτό θα το καταβάλλει από την έκδοση της απόφασης στην παρούσα αγωγή μέχρι της τελικής παράδοσης της κατοικίας.”

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω καταλήξεων του το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα ως η πιο πάνω παραγ. 25 (α) (β) (δ) και (ε), και απόφαση για την επιστροφή του τηλεφώνου από πορσελάνη και για ποσό £150 μηνιαίως “από σήμερα μέχρι εκκένωσης και παράδοσης της κατοικίας” στην εφεσίβλητη.

Η έφεση.

Θα πραγματευθούμε τους λόγους της έφεσης με  τη σειρά που έχουν τεθεί στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα.

Με τον 6ο λόγο της έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο “δέχθηκε ως πραγματικά γεγονότα και έλαβε υπόψη ισχυρισμούς από μάρτυρες της εφεσίβλητης παρόλο που αυτοί δεν αναφέρονται στην έκθεση απαιτήσεως”. Οι ισχυρισμοί αυτοί αναφέρονται:

(α)       Στην κακοποίηση της εφεσίβλητης για την οποία δεν έγινε αναφορά στην παραγ. 10 της έκθεσης απαίτησης, και

(β)       Σε παραδοχές, κατά διάφορα διαστήματα, σε διάφορους μάρτυρες της εφεσίβλητης ότι η επίδικη μεταβίβαση ήταν το αποτέλεσμα πίεσης “επί του προσώπου” της εφεσίβλητης.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι εφόσον οι πιο πάνω παραδοχές δεν “περιλαμβάνοντο στα δικόγραφα θα έπρεπε να είχαν αγνοηθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο”.

Είναι αλήθεια ότι στην παραγ. 10 της έκθεσης απαίτησης δεν υπάρχει ισχυρισμός για κακοποίηση της εφεσίβλητης. Τέτοιος ισχυρισμός, όμως, περιλαμβάνεται στην επόμενη παράγραφο, η οποία κάμνει αναφορά σε απειλές κατά της ζωής της εφεσίβλητης, εκφοβισμό, καταπίεση και χρήση βίας εναντίον της. Κρίνουμε, επομένως, πως η σχετική μαρτυρία καλύπτεται από τις έγγραφες προτάσεις και ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

Σε σχέση με τις παραδοχές στις οποίες είχε προβεί ο εφεσείων το ζήτημα διέπεται από τους κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν τον καταρτισμό των εγγράφων προτάσεων. Είναι ο θ.4 της Δ.19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, σύμφωνα με τον οποίο οι έγγραφες προτάσεις πρέπει να περιέχουν, με συνοπτικό τρόπο, μόνο τα ουσιώδη γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται ο συγκεκριμένος διάδικος. Στον αντίστοιχο του δικού μας Παλαιό Αγγλικό Θεσμό - ο οποίος είναι ο θ.4 της Δ.19 - επεξηγείται ότι οι έγγραφες προτάσεις πρέπει να περιέχουν μόνο τα ουσιώδη γεγονότα και όχι τη μαρτυρία με την οποία θα αποδειχθούν. Σε σχέση με τις παραδοχές υποδεικνύεται ότι αποτελεί σφάλμα η αναφορά σε παραδοχές στις οποίες έχει προβεί ο αντίδικος* (βλ. Annual Practice, 1960, σελ. 448). Ακολουθεί πως δεν ήταν απαραίτητη η περίληψη των παραδοχών στην έκθεση απαίτησης. Ο σχετικός λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

Οι λόγοι έφεσης 1, 3, 4, 5 και 7 στρέφονται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έχει προβάλει τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε τόσο εύκολα στα σχετικά ευρήματα του, χωρίς καθόλου να προβληματιστεί πάνω σε διάφορα θέματα - θίγονται στην [*566]γραπτή αγόρευση.

Οι σχετικοί λόγοι έφεσης θα εξεταστούν με βάση τις αρχές που ρυθμίζουν την επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας των πρωτόδικων δικαστηρίων. Οι σχετικές αρχές έχουν συνοψισθεί στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Σολωμού v. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 300, από την οποία μεταφέρουμε το πιο κάτω απόσπασμα:

“Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρώτοδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Λοΐζου v. Ρώσσου Πολιτική Έφεση 8764/19.5.94, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396).

Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.

Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).”

Σχετικές με το πιο πάνω πλεονέκτημα είναι και οι υποθέσεις [*567]The Glannibanta [1876] 1 P.D. 283, 287, Khoo Sit Hoh v. Lim Thean Tong [1912] A.C. 323, Yuill v. Yuill [1945] P. 15, Watt v. Thomas [1945] A.C. 484 και S.S. Hontestroom v. S.S. Sagaporack [1927] A.C. 37, 47.

Στις πιο πάνω υποθέσεις έχει τονιστεί ότι το Εφετείο βρίσκεται σε θέση μειονεκτική έναντι του πρωτόδικου δικαστηρίου επειδή δεν έχει παρακολουθήσει τους μάρτυρες. Εκτός αν καταδειχθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να κάμει χρήση ή έχει κάμει κακή χρήση του πλεονεκτήματος του με το να παραλείψει π.χ. να λάβει υπόψη αντιφάσεις ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα, το Εφετείο δεν πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη ανατροπής των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο με το να δει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες.

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και με τους λόγους τους οποίους έχει επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν είχε καλέσει σαν μάρτυρες τη δικηγόρο της και ορισμένα άλλα άτομα στα οποία είχε παραπονεθεί εναντίον του συζύγου της δεν ήταν από μόνο του αρκετό για να οδηγήσει στην απόρριψη της εκδοχής της όπως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα. Τα δικαστήρια κατά κανόνα αποφασίζουν τα επίδικα θέματα με βάση την ενώπιον τους μαρτυρία και την άποψη την οποία διαμορφώνουν για την ποιότητα της και όχι με βάση την παράλειψη ενός διαδίκου να καλέσει κάποιο μάρτυρα ή μάρτυρες. Άλλωστε μπορούσε να καλέσει τους πιο πάνω μάρτυρες και ο εφεσείοντας αν ήταν της άποψης ότι θα ενίσχυαν την θέση του.

Με τον 18ο λόγο της έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίδικη κατοικία κτίστηκε με χρήματα της εφεσίβλητης, την οικονομική βοήθεια της οικογένειας της και την συνδρομή του εφεσείοντα ήταν ανεπαρκές. Ήταν αναγκαίο, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο καταλήξει σε εύρημα επί του θέματος και να αναφέρει κατά πόσο δέχεται ή όχι τους σχετικούς ισχυρισμούς του εφεσείοντα αναφορικά με το ύψος της συνδρομής του.

[*568]Το καθήκον των πρωτόδικων δικαστηρίων περιορίζεται στην διατύπωση δικαστικής κρίσης πάνω στα επίδικα θέματα (Βλ. Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125). Το ύψος της συνδρομής του εφεσείοντα στην ανέγερση της επίδικης κατοικίας δεν αποτελούσε επίδικο θέμα. Η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε σχετικό εύρημα δεν αποτελεί σφάλμα.

Με τον λόγο 14 της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έχει θέσει θέμα υιοθέτησης και αποδοχής της επίδικης μεταβίβασης (ratification and aquiescence). Ήταν η θέση του ότι “ακόμη και αν ο εφεσείων έχει άδικο που ισχυρίζεται ότι η όλη ιστορία περί κακοποίησης και εξαναγκασμού είναι μια εκ των υστέρων επινόηση της πλευράς της εφεσίβλητης, η στάση της τελευταίας μετά τη μεταβίβαση ήταν τέτοια που η εφεσίβλητη πρέπει να θεωρηθεί ότι αποδέχθηκε και υιοθέτησε τις πράξεις του εναγομένου”.

Η πιο πάνω θέση έχει σαν βάθρο τα πιο κάτω γεγονότα:

Η μεταβίβαση έγινε στις 24.8.1990. Στις 29.8.90 η εφεσίβλητη πήγε μόνη της στην Αθήνα όπου παρέμεινε για περίπου 15 μέρες. Εκεί δεν παραπονέθηκε παρόλο ότι βρισκόταν μακρυά από τον εφεσείοντα. Η εφεσίβλητη ήγειρε θέμα μόνο όταν έφυγε “τελεσίδικα από το σπίτι αφού ο εφεσείων την έθεσε προ των ευθυνών της (22.9.90) και δέχθηκε πιέσεις από το στενό οικογενειακό της περιβάλλον για την μεταβίβαση”. Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 27.8.1991. Η προηγούμενη αγωγή - 1802/90 - που είχε καταχωρηθεί από την εφεσίβλητη απορρίφθηκε για παράλειψη προώθησής της.

Αυτά που επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αποτελούν υπερασπίσεις του δικαίου της επιείκειας (equitable defences). Πρέπει να εγείρονται ρητά στις έγγραφες προτάσεις και με πλήρεις λεπτομέρειες (Βλ. Sutcliffe v. James, 40 L.T. 875; Heap v. Marris, 2 Q.B.D. 630). Με την έκθεση υπεράσπισης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η αγωγή δεν είχε εγερθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος “με αποτέλεσμα και εάν υπήρξε ανοίκεια επιρροή,γεγονός που ο εναγόμενος αρνείται, η ενάγουσα νομικά να θεωρείται ότι την έχει υιοθετήσει και δεν μπορεί να εγείρει την παρούσα αγωγή”. 

Ο εφεσείων έχει επομένως εγείρει την σχετική υπεράσπιση έστω κι αν δεν το έχει κάμει με τον πλέον κατάλληλο τρόπο και η περί του αντιθέτου θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης δεν ευσταθεί. Θα εξετάσουμε την ουσία του σχετικού λόγου έφεσης.

[*569]Στο σύγγραμμα Snell’s Equity, 29η έκ., το θέμα τίθεται ως πιο κάτω στη σελ. 557:

Lapse of time. Proceedings to avoid a transaction may be taken at any time while the influence still persists, however long after the transaction (Hatch v. Hatch [1804] 9 Ves. 292 (20 years)). But after the influence has ceased the donor must commence the proceedings within a reasonable time (Bullock v. Lloyds Bank Ltd [1955] Ch. 317 (four years after cesser of influence and discovery of remedy no bar)) or he will be taken to abide by the transaction and confirm it (Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145; Turner v. Collins [1871] 7 Ch. App. 329).”

Σε ελληνική μετάφραση:

Πάροδος του χρόνου.  Διαδικασία για αποφυγή της πράξης μπορεί να προωθηθεί σε οποιοδήποτε χρόνο ενώ συνεχίζεται η επιρροή, έστω και εάν έχει παρέλθει πολύς χρόνος μετά από την πράξη (Hatch v. Hatch [1804] 9 Ves. 292 (20 χρόνια)). Ωστόσο μετά που έχει παύσει η επιρροή ο δωρητής πρέπει να αρχίσει τη διαδικασία μέσα σε εύλογο χρόνο (Bullock v. Lloyds Bank Ltd [1955] Ch. 317 (4 χρόνια μετά τη διακοπή της επιρροής και την ανακάλυψη της θεραπείας δεν ήταν κώλυμα)) διαφορετικά θα θεωρηθεί ότι εγκρίνει την πράξη και την επικυρώνει (Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145; Turner v. Collins [1871] 7 Ch. App. 329).”

Στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω) ο Lindley L.J. το έθεσε ως πιο κάτω στις σελ. 186-187: 

“There is conduct amounting to confirmation of her gift. Gifts liable to be set aside by the Court on the ground of undue influence have always been treated as voidable and not void ..... and if the donor desires to have his gift declared invalid and set aside, he ought, in my opinion, to seek relief within a reasonable time after the removal of the influence under which the gift was made.  If he does not the inference is strong, and if the lapse of time is long the inference becomes inevitable and conclusive, that the donor is content not to call the gift in question, or, in other words, that he elects not to avoid it, or what is the same thing in effect, that he ratifies and confirms it.”

Σε ελληνική μετάφραση:

[*570]“Υπάρχει συμπεριφορά που ισοδυναμεί με επικύρωση της δωρεάς της. Δωρεές οι οποίες υπόκεινται σε παραμερισμό από το Δικαστήριο λόγω ψυχικής πίεσης έχουν πάντοτε θεωρηθεί ως ακυρώσιμες και όχι άκυρες ... και αν ο δωρητής επιθυμεί όπως  η δωρεά του κηρυχθεί μη έγκυρη και παραμερισθεί, έπρεπε κατά την γνώμη μου, να επιδιώξει θεραπεία μέσα σε εύλογο χρόνο μετά την διακοπή της επιρροής η οποία οδήγησε στη δωρεά. Εάν δεν το πράξει το συμπέρασμα είναι ισχυρό, και η παρέλευση χρόνου είναι μακρά το συμπέρασμα καθίσταται αναπόφευκτο και αναμφισβήτητο ότι ο δωρητής είναι πρόθυμος να μη αμφισβητήσει την δωρεά ή με άλλα λόγια ότι επιλέγει να μην την αποφύγει ή, αυτό που στην ουσία είναι το ίδιο, ότι την εγκρίνει και την επικυρώνει.”

Ο Bowen L.J. το θέτει ως πιο κάτω στις σελ. 191-192:

“Then comes the question of the time which has elapsed since.    What effect has time upon a right to the protection of this rule?  The rule is an equity arising out of public policy. I do not think that the delay in itself in an absolute bar, though it is a fact to be considered in determining the inference of fact which appears to me to be the one that we must draw on one side or the other. I have described, to the best of my power, what to my mind the principle of the rule is.  It is a principle arising out of public policy, and one which imposes a fetter upon the conscience of the recipient of the gift. When is that barrier removed from the conscience of the recipient of the gift. It seems to me that the common-sense answer ought to be - and I think the right answer is - as soon as the donor escapes from the religious influence which hampered her at the time, as soon as she becomes free, and has determined to leave the gift where it is. Now, if she has so acted, if her delay has been so long as reasonably to induce the recipient to think, and to act upon the belief that the gift is to lie where it has been laid, then, by estoppel, it appears to me that the donor of the gift would be prevented from revoking it.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Εγείρεται και το ζήτημα του χρόνου που έχει παρέλθει από τότε. Ποιά η επίδραση του χρόνου πάνω σε ένα δικαίωμα για την προστασία αυτού του κανόνα; Ο κανόνας αποτελεί μια επιείκεια που πηγάζει από την δημόσια πολιτική. Δε νομίζω ότι η καθυστέρηση από μόνη της αποτελεί απόλυτο κώλυμα, παρόλο ότι αποτελεί ένα γεγονός που θα εξετάζεται κατά την [*571]επίλυση του πραγματικού συμπεράσματος το οποίο μου φαίνεται ότι είναι αυτό που θα εξαχθεί υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Έχω περιγράψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τί είναι κατά την κρίση μου η αρχή του Κανόνα. Αποτελεί αρχή που πηγάζει από την δημόσια πολιτική, και είναι μια αρχή η οποία επιβάλλει δέσμευση πάνω στη συνείδηση του παραλήπτη της δωρεάς. Πότε εξαλείφεται αυτό το εμπόδιο από τη συνείδηση του παραλήπτη της δωρεάς; Μου φαίνεται ότι η απάντηση κοινής λογικής έπρεπε να ήταν - και νομίζω ότι είναι η ορθή απάντηση - μόλις η δωρήτρια ξεφύγει από την θρησκευτική επιρροή η οποία τότε την περεμπόδιζε, μόλις απελευθερώνεται, και έχει αποφασίσει να αφήσει τη δωρεά εκεί που είναι. Τώρα αν έχει ενεργήσει με αυτό τον τρόπο, αν η καθυστέρηση της ήταν τόσο μεγάλη έτσι που εύλογα ο παραλήπτης της δωρεάς θα επείθετο να διανοηθεί και να ενεργήσει πάνω στην πεποίθηση ότι η δωρεά πρέπει να παραμείνει εκεί που έχει εναποτεθεί τότε δυνάμει κωλύματος μου φαίνεται ότι ο δωρητής πρέπει να κωλύεται από του να ανακαλέσει τη δωρεά.”

Στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω) ο παραμερισμός της δωρεάς είχε επιδιωχθεί μετά από παρέλευση 5 ετών από τη διακοπή της επιρροής.  Όλες οι αυθεντίες συμφωνούν με την αρχή ότι ο παραμερισμός της δωρεάς πρέπει να επιδιωχθεί μέσα σε εύλογο χρόνο από την διακοπή της επιρροής η οποία είχε οδηγήσει στη δωρεά. Το τι αποτελεί εύλογο χρόνο εξαρτάται από τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και αποτελεί θέμα πραγματικό (Βλ. Halsbury’s Laws of England, 3rd ed., Vol. 37, σελ. 102, 103, Alexiadi v. Robinson [1861] 2 F. & F. 679, 684). Στην κρινόμενη περίπτωση το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει μεταξύ της διακοπής της επίδικης ψυχικής πίεσης και της επιδίωξης της επίδικης θεραπείας ήταν λιγότερο του ενός έτους. Έχοντας υπόψη τα γεγονότα και περιστατικά της παρούσας υπόθεσης κρίνουμε ότι δεν ήταν τόσο μεγάλο έτσι που εύλογα ο εφεσείων θα μπορούσε να διανοηθεί και να ενεργήσει πάνω στην πεποίθηση ότι η δωρεά θα παρέμενε ισχύουσα. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.

Με τους λόγους 8 και 9 της έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο και τις αρχές που διέπουν τις δωρεές. Υποστηρίχθηκε ότι το βάρος της απόδειξης είναι αυτό που ισχύει πάντα στις πολιτικές υποθέσεις. Εναπόκειται στον ενάγοντα που επικαλείται τον εξαναγκασμό να τον αποδείξει. Υποστηρίχθηκε επίσης με αναφορά στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω) ότι οι περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια μπορούν να ακυρώσουν δωρεές εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: 

[*572](α)         όπου το δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ότι η δωρεά ήταν αποτέλεσμα άμεσης πίεσης από τον παραλήπτη της δωρεάς για το  σκοπό,

(β)       όπου οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους είναι τέτοιες ώστε να εγείρουν τεκμήριο ότι ο παραλήπτης της δωρεάς μπορούσε να εξασκήσει επιρροή πάνω στον δωρητή.

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι η σχέση μεταξύ των διαδίκων κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν τέτοια που να εντάσσει την υπόθεση στη δεύτερη από τις δύο πιο πάνω κατηγορίες, το δε δικαστήριο απέφυγε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε σχέση επιρροής ή εμπιστοσύνης (fiduciary relationship) μεταξύ των διαδίκων και ότι το βάρος της απόδειξης του εξαναγκασμού ήταν σταθερά στους ώμους της εφεσίβλητης.

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη δωρεά ήταν το αποτέλεσμα εξαναγκασμού, απειλών και ψυχικής πίεσης. Το ζήτημα της ακύρωσης δωρεάς σε τέτοια περίπτωση διέπεται από τα άρθρα 14, 15, 16, 19 και 20 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τα οποία προβλέπουν:

“14. Η σύναινεση θεωρείται ελεύθερη, όταν δεν προκαλείται με -

(α)   εξαναγκασμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 15. ή

(β)   ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο άρθρο 16. ή

......................................................................................................

Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει του εν λόγω εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης, απάτης, ψευδούς παράστασης ή πλάνης.

15.-(1) ‘Εξαναγκασμός’ είναι η διάπραξη ή η απειλή διάπραξης πράξης απαγορευμένης από τον Ποινικό Κώδικα ή από τροποποίηση του, ή η παράνομη κατακράτηση, ή η απειλή κατακράτησης, περιουσιακού στοιχείου, προς βλάβη οποιουδήποτε προσώπου, η οποία γίνεται με πρόθεση να αναγκαστεί άλλος να συνάψει συμφωνία.

(2) ................................................................................................

16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία ‘ψυχικής πίεσης’ όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι [*573]τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο -

(α)   έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή

(β)   καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.

19.-(1)  Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού απάτης ή ψευδούς παράστασης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’ εκλογή του  μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

......................................................................................................

20.-(1)  Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ’  εκλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

......................................................................................................”

Το άρθρο 2(1) του Κεφ. 149 προβλέπει ότι ο Νόμος αυτός ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια, την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό δίκαιο (Βλ. και Patsalidou v. Kyriakidou (1979) 1 C.L.R. 71). Μπορούμε, επομένως, να αντλήσουμε χρήσιμη καθοδήγηση από την αγγλική νομολογία.

Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, το πρω[*574]τόδικο δικαστήριο έκρινε, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η εφεσίβλητη είχε κακοποιηθεί και απειληθεί και ότι η κακοποίηση και οι απειλές με τη χρήση κυνηγετικού όπλου ήταν πράξεις ψυχικής πίεσης, εξαναγκασμού και απειλής οι οποίες επέδρεσαν στη σκέψη και τη βούληση της ώστε η εφεσίβλητη να μην ενεργεί πλέον με ελεύθερη βούληση και κάθε της πράξη γινόταν κάτω από το κράτος της στέρησης της ελεύθερης βούλησης και συναίνεσης της.

Σύμφωνα με τον Chitty on Contract, General Principles, 27 εκ., παραγ. 7-004, 7-005:

“7-004: Violence to the person, and threats of such violence have long been recognised as illegitimate forms of pressure. The law therefore allows a party to avoid any promise extorted from him by terror or violence, whether on the part of the person to whom the promise is made or that of his agent. Contracts made under such circumstances are said to be made under duress, a term derived from the common law, which took a narrow view as to the facts which would establish (as was then thought) the absence of free consent. At common law, duress consisted of actual or threatened violence or imprisonment. Courts of equity, however, administered the wider doctrine of undue influence which was applied chiefly to cases where some fiduciary relation existed between the parties, but was not in any way limited to them. Equity might therefore grant relief where the compulsion complained of was something less that that required by the common law.

7-005: Form of duress. Duress of the person may consist in violence to the person, or threats of violence, or in imprisonment whether actual or threatened.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“7-004: Άσκηση βίας εναντίον ενός προσώπου και απειλή για χρήση τέτοιας βίας έχουν από παλιά αναγνωρισθεί ως αθέμιτα είδη πίεσης. Ο νόμος επομένως επιτρέπει σε ένα μέρος να αποφύγει μια υπόσχεση η οποία του έχει αποσπασθεί από τρόμο ή βία, είτε από το πρόσωπο στο οποίο έγινε η υπόσχεση ή από τον αντιπρόσωπο του. Συμβάσεις που συνάπτονται κάτω από τέτοιες περιστάσεις θεωρούνται ότι έχουν συναφθεί κάτω από εξαναγκασμό, όρο ο οποίος πηγάζει από το κοινοδίκαιο, το οποίο υιοθετούσε μια στενή άποψη ως προς τα γεγονότα τα οποία θα απεδείκνυαν (όπως ενομίζετο τότε) την απουσία ελεύθερης συναίνεσης. Κατά το κοινοδίκαιο εξαναγκασμός αποτελείτο από [*575]πραγματική βία ή απειλή χρήσης βίας ή φυλάκιση. Τα δικαστήρια της επιείκειας, όμως, εφαρμόζουν το πιο ευρύ δόγμα της ψυχικής πίεσης, το οποίο εφαρμοζόταν κυρίως στις περιπτώσεις όπου υφίστατο κάποια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα μέρη αλλά δεν το περιόριζαν με οποιοδήποτε τρόπο σε εκείνες τις περιπτώσεις. Το δίκαιο της επιείκειας μπορούσε, επομένως, να χορηγήσει θεραπεία στις περιπτώσεις όπου ο καταναγκασμός ήταν κάτι λιγότερο από εκείνο που απαιτούσε το κοινοδίκαιο.

7-005: Είδη καταναγκασμού. Καταναγκασμός προσώπου μπορεί να αποτελείται από βία εναντίον του προσώπου, ή απειλή χρήσης βίας ή φυλάκιση είτε πραγματική ή επαπειλούμενη.”

Ψυχική πίεση (Undue influence):

Στον Chitty on Contract (πιο πάνω), παραγ. 7-024, η ψυχική πίεση περιγράφεται ως πιο κάτω:

“Equitable doctrine of undue influence. The equitable doctrine of undue influence is a comprehensive phrase covering cases of undue influence in particular relations and also case of coercion, domination, or pressure outside those special relations.

................................................................................................

Αt common law, the presence of duress was traditionally justified on the ground that the duress prevented the party constrained from forming a full and independent resolution to contract. In equity, however, the application of the doctrine of undue influence was intended rather to ensure that no person should be allowed to retain the benefit of his own fraud or wrongful act.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Η ψυχική πίεση αποτελεί δόγμα του δικαίου της επιείκειας.  Είναι μια περιεκτική φράση η οποία καλύπτει περιπτώσεις ψυχικής πίεσης όπου υπάρχουν ειδικές σχέσεις και επίσης περιπτώσεις εξαναγκασμού, επιβολής ή πίεσης έξω από εκείνες τις ειδικές σχέσεις. Σύμφωνα με το κοινοδίκαιο η παρουσία καταναγκασμού παραδοσιακά εδικαιολογείτο για το λόγο ότι ο εξαναγκασμός εμπόδιζε το συγκεκριμένο μέρος από του να λάβει μια πλήρη και ανεξάρτητη απόφαση να συμβληθεί. Σύμφωνα, όμως, με το δίκαιο της επιείκειας η εφαρμογή του δόγματος της ψυχικής πίεσης είχε σκοπό μάλλον να διασφαλίσει ότι δεν θα επιτρέπεται σε κανένα πρόσωπο να κρατήσει το όφελος [*576]του δικού του δόλου ή της παράνομης πράξης του.”

Η θέση του δικαίου της επιείκειας έχει διατυπωθεί ως πιο κάτω στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω):

“This is not a limitation placed on the action of the donor; it is a fetter placed upon the conscience of the recipient of the gift, and one which arises out of public policy and fair play.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Δεν αποτελεί περιορισμό πάνω στην πράξη του δωρητή.  Αποτελεί περιορισμό πάνω στη συνείδηση του παραλήπτη της δωρεάς και ο οποίος πηγάζει από την δημόσια πολιτική και την έντιμη συμπεριφορά.”

Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω τοποθέτησης το δόγμα επεκτείνεται όχι μόνο στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά σε όλες τις περιπτώσεις όπου γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται και όπου προδίνεται η εμπιστοσύνη που εναποτίθεται (Βλ. Chitty on Contract, πιό πάνω, παραγ. 7-024).

Ο Cotton L.J. έχει προβεί στην πιο κάτω ταξινόμηση στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω):

 

“First, where the court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the donee had influence over the donor. In such a case the court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justify the court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor’s will. The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the donee, but on the ground of public policy, and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused.”

Σε ελληνική μετάφραση:

[*577]“Πρώτον, όπου το δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ότι η δωρεά ήταν το αποτέλεσμα πίεσης που είχε χρησιμοποιηθεί με άμεσο τρόπο από τον παραλήπτη της δωρεάς για το σκοπό. δεύτερο, όπου οι σχέσεις ανάμεσα στον δωρητή και τον παραλήπτη της δωρεάς ήταν, κατά τον χρόνο της δωρεάς ή λίγο πριν από τη δωρεά, τέτοιες  έτσι που να εγείρουν τεκμήριο ότι ο παραλήπτης της δωρεάς είχε επιρροή πάνω στο δωρητή. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο παραμερίζει τη θεληματική δωρεά εκτός αν αποδειχθεί ότι η δωρεά ήταν η αυθόρμητη πράξη του δωρητή ο οποίος ενεργούσε κάτω από περιστάσεις που του επέτρεπαν να ασκήσει ανεξάρτητη βούληση και οι οποίες δικαιολογούν το δικαστήριο στο να αποφασίσει ότι η δωρεά ήταν το αποτέλεσμα της άσκησης της ελεύθερης βούλησης του δωρητή. Η πρώτη κατηγορία υποθέσεων μπορεί να θεωρηθεί ότι βασίζεται πάνω στην αρχή ότι δεν θα επιτραπεί σε κανένα να κρατήσει οποιοδήποτε όφελος που πηγάζει από το δικό του δόλο ή παράνομη πράξη. Στη δεύτερη κατηγορία υποθέσεων το δικαστήριο επεμβαίνει όχι επειδή έχει διαπραχθεί οποιαδήποτε παράνομη πράξη αλλά για λόγους δημόσιας πολιτικής και για να αποτρέψει κατάχρηση των σχέσεων που υπήρχαν ανάμεσα στα μέρη και της επιρροής που πηγάζει από αυτές.”

Το βάρος απόδειξης της  ψυχικής πίεσης.

Όταν δεν υφίσταται ειδική σχέση ανάμεσα στα μέρη - η πρώτη περίπτωση - το βάρος απόδειξης ψυχικής πίεσης ανήκει στο διάδικο, ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή, να αποδείξει την ψυχική πίεση. Αυτό μπορεί να γίνει με το να καταδειχθεί ότι ο παραλήπτης της δωρεάς άσκησε πραγματικό εξαναγκασμό ή ότι ο τελευταίος άσκησε πάνω στο μυαλό του δωρητή τέτοιο βαθμό γενικής κυριαρχίας ή ελέγχου έτσι που να είχε υπονομευθεί ουσιωδώς η δυνατότητα να λάβει μια ανεξάρτητη απόφαση (Βλ. Chitty on Contract, πιο πάνω, παραγ. 7-028).

Στην δεύτερη περίπτωση όπου η πίεση τεκμαίρεται από κάποια σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος είναι πάνω στο διάδικο ο οποίος λαμβάνει το όφελος να αποδείξει ότι η δωρεά δεν έχει εξασφαλισθεί λόγω ψυχικής πίεσης (Βλ. Άρθρο 16(3) του Κεφ. 149 και Allcard v. Skinner, πιο πάνω, σελ. 171, 181).

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος είναι να αποδείξει ότι ο δωρητής  είχε λάβει κατάλληλη και ανεξάρτητη νομική συμβουλή (Βλ. Morley v. Loughnan [1893] 1 Ch. 736, 752).

Εξέταση της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει ότι ο εξανα[*578]γκασμός, απειλή και ψυχική πίεση που έχουν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο εμπίπτουν σαφώς εντός της πρώτης κατηγορίας της ταξινόμησης του Cotton L.J. στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω). Αποκαλύπτει, επίσης, ότι οι σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου έγιναν με βάση τη μαρτυρία της πλευράς της εφεσίβλητης. Δεν υπάρχει τίποτε στην πρωτόδικη απόφαση που να τείνει να καταδείξει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει πλανηθεί σε σχέση με το βάρος απόδειξης. Δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της απόφασης ότι αναμενόταν από τον εφεσείοντα να αποσείσει κάποιο βάρος απόδειξης και αυτός παρέλειψε να το αποσείσει. Ούτε ήταν αναγκαίο για το δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα σε σχέση με το κατά πόσο υπήρχε σχέση επιρροής ή εμπιστοσύνης ανάμεσα στους διαδίκους, όπως ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα, επειδή τέτοιο θέμα δεν είχε καταστεί επίδικο με τις έγγραφες προτάσεις. Ούτε και η συνάντηση της εφεσίβλητης με τη δικηγόρο της μπορεί να έχει οποιαδήποτε σημασία. Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω η λήψη νομικής συμβουλής διαδραματίζει ρόλο στις περιπτώσεις που η ψυχική πίεση τεκμαίρεται λόγω ειδικών σχέσεων και εδώ δεν αντιμετωπίζουμε τέτοια περίπτωση.

Έχουμε εξετάσει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με τον εξαναγκασμό, τις απειλές και την ψυχική πίεση. Έχουμε την άποψη πως ήταν εύλογα εφικτά με βάση την μαρτυρία την οποία έκρινε ως αξιόπιστη. Περαιτέρω έχουμε την άποψη πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη μεταβίβαση δεν έγινε με την ελεύθερη συναίνεση της εφεσίβλητης αλλά ήταν το “προϊόν εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης και απειλών”. Τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου εντάσσουν σαφώς την κρινόμενη περίπτωση εντός της εμβέλειας των άρθρων 15 και 19 του Κεφ. 149 και της πρώτης κατηγορίας της ταξινόμησης του Cotton L.J. στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω). Για το λόγο αυτό η δωρεά ήταν ακυρώσιμη ύστερα από πρωτοβουλία της εφεσίβλητης και ορθά ακυρώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου και η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο