Aριστείδου Kωστάκης Γ. ν. Πέτρου Σιαηλή (1998) 1 ΑΑΔ 617

(1998) 1 ΑΑΔ 617

[*617]31 Mαρτίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΚΗΣ Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

ΠΕΤΡΟΥ ΣΙΑΗΛΗ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9518)

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Επιμερισμός ευθύνης — Τραυματισμός μηχανικού αυτοκινήτων, ο οποίος επιδιόρθωνε ανυψωμένο αυτοκίνητο σε συνεργείο, όταν το αυτοκίνητο του εναγομένου πέρασε πάνω από τα πόδια του — Συμπέρασμα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος δεν είχε ευθύνη για το ατύχημα — Κρίθηκε εσφαλμένο και αντικαταστάθηκε κατ’ έφεση με ίσο ποσοστό ευθύνης για τον κάθε διάδικο.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις —  Τροχαίο ατύχημα — Καθορισμός — Μηχανικός αυτοκινήτων υπέστη συντριπτικό κάταγμα του έσω σφυρού της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης — Χειρουργικές επεμβάσεις για σταθεροποίηση του κατάγματος με βίδα και για την αφαίρεση της βίδας — Ακινητοποίηση του άκρου με γύψινο επίδεσμο — Υποβολή σε φυσιοθεραπεία και χρήση βακτηρίων για περίοδο δυόμιση περίπου μηνών — Δυσκολία στο βαθύ κάθισμα καθώς και στη βάδιση σε ανώμαλο έδαφος — Πιθανότητα δημιουργίας οστεοαρθρίτιδας — Επιδίκαση αποζημιώσεων επί πλήρους ευθύνης £6.000 — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ο ενάγων - εφεσείων ήταν μηχανικός και εργαζόταν στο συνεργείο επιδιόρθωσης αυτοκινήτων του πατέρα του το οποίο βρισκόταν σε στοά στην οποία υπήρχαν συνεργεία αυτοκινήτων και άλλα συναφή καταστήματα. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ξαπλωμένος κάτω από ένα ανυψωμένο αυτοκίνητο το οποίο επιδιόρθωνε με τα πόδια του να προεξέχουν. Τραυματίστηκε όταν οι τροχοί του αυτοκινήτου του εναγομένου - εφεσιβλήτου πέρασαν πάνω από τα πόδια του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι κάτω υπό τις περιστάσεις ο εναγόμενος δεν ευθυνόταν για το δυστύχημα, γιατί η δυνατότητα εμφάνισης του κινδύνου δεν ήταν εύλογη. Στη συνέχεια προχώρησε και υπολόγισε τις αποζημιώσεις στις οποίες ο ενάγων θα δικαιούτο αν επιτύγχανε στην αγωγή του και επιδί[*618]κασε υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων το ποσό των £1.937 καθώς και το ποσό των £6.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.

Δεκατρείς από τους δεκατέσσερις λόγους έφεσης προσβάλλουν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγων ευθύνεται πλήρως για το δυστύχημα, ενώ ο δέκατος τέταρτος λόγος αναφέρεται στο ύψος των υπολογισθεισών αποζημιώσεων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και αποφάνθηκε ότι:

1. Τα πόδια του εφεσείοντα προεξείχαν από το αυτοκίνητο ακίνητα και προφανώς στην πορεία του αυτοκινήτου του εφεσιβλήτου, ο οποίος, όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε, δεν τα είδε. Κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις όφειλε να τα δει. Τα πόδια του εφεσείοντα βρίσκονταν στο οπτικό του πεδίο, στο οποίο δεν παρεμβαλόταν οποιοδήποτε εμπόδιο. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ευθύνεται αποκλειστικά για το ατύχημα είναι εσφαλμένο και θα πρέπει να ανατραπεί. Οι διάδικοι ευθύνονται εξ ίσου για το ατύχημα.

2. Ο εφεσείων από το ατύχημα υπέστη συντριπτικό κάταγμα του έσω σφύρου της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και το κάταγμα σταθεροποιήθηκε με βίδα η οποία αργότερα αφαιρέθηκε με εγχείριση και το άκρο ακινητοποιήθηκε για ένα μήνα με γύψινο επίδεσμο. Στη συνέχεια ο εφεσείων υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπεία. Χρησιμοποιούσε βακτηρίες για περίοδο δυόμιση περίπου μηνών και ιατρική εξέταση στην οποία υποβλήθηκε έδειξε οίδημα στην αριστερή ποδοκνημική άρθρωση και περιορισμό των κινήσεων του αριστερού κάτω άκρου. Είκοσι μήνες μετά τον τραυματισμό του παρατηρείτο μικρή πάχυνση της περιοχής, μικρή δυσκαμψία της άρθρωσης και υπό ορισμένες συνθήκες επώδυνες κινήσεις.  Επίσης το πόδι παρουσίαζε πλατυποδία. Ο εφεσείων δυσκολεύεται στο βαθύ κάθισμα και στη βάδιση σε ανώμαλο έδαφος, ενώ η άρθρωση πιθανόν να είναι επώδυνος ύστερα από ορθοστασία.  Υπάρχει πιθανότητα δημιουργίας οστεροαρθρίτιδας στο μέλλον. Παραπονείται ότι δεν μπορεί να ασχοληθεί με το κυνήγι ή το κολύμπι. Με βάση τα πιο πάνω το ποσό των £6.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων επί πλήρους ευθύνης κρίνεται εύλογο.

     Εν όψει των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσιβλήτου για ποσό £3.968,50 με τόκο επί ποσού £3.000 προς 6% ετησίως από 26/6/90, ημέρα καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον έξοδα τόσο κατ’ έφεση όσο και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, πάνω στη σχετική κλίμακα.

[*619]Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Per Curiam:

1. Υποθέσεις που αφορούν τροχαία ατυχήματα όπου απαιτούνται αποζημιώσεις πρέπει να εκδικάζονται σύντομα. Το Δικαστήριο πρέπει να είναι φειδωλό στην παραχώρηση περαιτέρω αναβολών σε υποθέσεις που αναβλήθηκαν ήδη επανειλημμένα.

2. Τα Δικαστήρια, όταν τεκμηριώνουν το ποσό των αποζημιώσεων, σε υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων, πρέπει να προστρέχουν σε παρόμοιες υποθέσεις της Κυπριακής νομολογίας που έχουν αποφασιστεί πρόσφατα. Αγγλικές αποφάσεις αναφορικά με την επιδίκαση αποζημιώσεων πριν από σαράντα χρόνια, όχι μόνο στερούνται οποιασδήποτε χρησιμότητας, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι τραγικά παραπλανητικές.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Mιχαηλίδης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 30 Ιουνίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 5563/90) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, γιατί κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για το ατύχημα.

N. Παπαμιλτιάδους, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων-ενάγων τραυματίστηκε στις 19.10.1987 σε ένα ασυνήθιστο ατύχημα. Ο εφεσείων είναι μηχανικός αυτοκινήτων και κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν σε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων που βρισκόταν σε ιδιωτικό χώρο γνωστό ως “Στοά Κιτρομηλίδη”, στη Λευκωσία. Η στοά χρησιμοποιείται από διάφορους επαγγελματίες, κυρίως ιδιοκτήτες συνεργείων επιδιόρθωσης αυτοκινήτων και διάφορων συναφών καταστημάτων.

Ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ξαπλωμένος κάτω από ένα ανυψωμένο αυτοκίνητο το οποίο επιδιόρθωνε, με τα πόδια του να προεξέχουν. Τραυματίστηκε όταν οι τροχοί του αυτοκι[*620]νήτου του εναγόμενου-εφεσίβλητου πέρασαν πάνω από αυτά. Η στοά στο ουσιώδες σημείο είναι πλάτους 24΄. Το αυτοκίνητο που επιδιόρθωνε ο εφεσείων ήταν σταθμευμένο στη μια πλευρά της στοάς, ενώ στην άλλη βρίσκονταν δύο αυτοκίνητα που επίσης χρειάζονταν επιδιόρθωση. Ο χώρος μεταξύ του αυτοκίνητου που επιδιόρθωνε ο εφεσείων και των άλλων δύο σταθμευμένων αυτοκινήτων ήταν πλάτους 11΄ 6΄΄.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι κάτω από τις περιστάσεις ο εφεσίβλητος-εναγόμενος δεν ευθυνόταν για το δυστύχημα, γιατί η δυνατότητα εμφάνισης του κινδύνου δεν ήταν εύλογη. Δηλαδή δεν ήταν λογικά αναμενόμενο τα πόδια του εφεσείοντα να προεξέχουν έξω από το πλάτος του αυτοκινήτου, ούτως ώστε να χρειάζεται κάποιος να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Ο τρόπος με τον οποίο εργαζόταν ο εφεσείων θα μπορούσε, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, να χαρακτηριστεί ως απλή πιθανότητα εμφάνισης κινδύνου, αλλά σε καμιά περίπτωση η κατάσταση δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως λογικά προβλεπτός κίνδυνος. Στη συνέχεια το Δικαστήριο προχώρησε και υπολόγισε τις αποζημιώσεις στις οποίες ο ενάγων θα εδικαιούτο αν επετύγχανε στην αγωγή του. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση. 

Στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρονται δεκατέσσερις συνολικά λόγοι, αλλά οι δεκατρείς ουσιαστικά επαναλαμβάνουν τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι ο ενάγων ευθύνεται πλήρως για το δυστύχημα, ενώ ο δέκατος τέταρτος λόγος αναφέρεται στο ύψος των υπολογισθεισών αποζημιώσεων.

Τα γεγονότα είναι απλά και ουσιαστικά δεν έχουν αμφισβητηθεί. Τα επιχειρήματα του εφεσείοντα στηρίζονται βασικά στο ότι λόγω του πλάτους που παρέμενε μεταξύ των σταθμευμένων αυτοκινήτων και του αυτοκινήτου που επιδιόρθωνε ο ενάγων, υπήρχε αρκετή απόσταση ούτως ώστε ο εναγόμενος να κινηθεί, ως όφειλε, αριστερότερα σύμφωνα με την πορεία του και να αποφύγει τα πόδια του ενάγοντα.

Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ο εφεσίβλητος παραδέχεται στην υπεράσπισή του συντρέχουσα αμέλεια, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να δώσει οποιανδήποτε σημασία στην παραδοχή επί τόπου του εναγόμενου ότι δεν αντελήφθηκε τα πόδια του ενάγοντα. Είναι γενικά η θέση του ενάγοντα ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αποδώσει την προσήκουσα σημασία στη μαρτυρία και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο εναγόμενος ήταν αμελής.

[*621]Από την άλλη ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή και η δυνατότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επέμβαση στα συμπεράσματα επί των γεγονότων του πρωτόδικου δικαστηρίου περιορισμένη. Τέλος εγείρει το επιχείρημα της εθελοντικής υποβολής σε κίνδυνο, το γνωστό αξίωμα volenti non fit injuria, το οποίο όμως κατά την εκδίκαση της έφεσης, ορθά πράττων, απέσυρε.

Πιστεύουμε ότι το θέμα είναι απλό και ότι έχει περιπλακεί χωρίς ιδιαίτερο λόγο.  Το πλάτος της στοάς δεν έχει και τόση σημασία. Ούτε τίθεται θέμα αν τα πόδια του ενάγοντα πρόβαλαν ξαφνικά στην πορεία του εφεσείοντα ούτως ώστε να αναζητήσουμε την πιθανότητα ευθύνης για παράλειψη πρόβλεψης τέτοιου ενδεχόμενου. Τα πόδια του ενάγοντα προεξείχαν από το αυτοκίνητο ακίνητα και προφανώς στην πορεία στου αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, ο οποίος, όπως και ο ίδιος παραδέκτηκε, δεν τα είδε. Κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις όφειλε να τα δει.  Τα πόδια του εφεσείοντα βρίσκονταν στο οπτικό του πεδίο, στο οποίο δεν παρεμβαλόταν οποιοδήποτε εμπόδιο.

Μάλιστα τα πόδια προεξείχαν κάτω από ανασηκωμένο αυτοκίνητο εμφανώς υπό κατασκευή, σε στοά που χρησιμοποιείται από αριθμό συνεργείων επισκευής αυτοκινήτων. Ο εφεσίβλητος, όπως ο ίδιος παραδέκτηκε, πολλές φορές έβλεπε αυτοκίνητα να επιδιορθώνονται, ορισμένες μάλιστα φορές αντιλήφθηκε μηχανικούς κάτω από αυτοκίνητα. Όλα αυτά δημιουργούσαν για τον εφεσίβλητο ένα πρόσθετο λόγο να στρέψει την προσοχή προς την κατεύθυνση αυτή.

Παράλληλα είναι φανερό ότι και ο ενάγων έχει συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στον τραυματισμό του, αφού με τον απερίσκεπτο τρόπο με τον οποίο εργαζόταν, παρέλειψε να λάβει τις δέουσες προφυλάξεις για την ασφάλειά του. Έχοντας εξετάσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης θεωρούμε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ευθύνεται αποκλειστικά για το ατύχημα είναι εσφαλμένο και θα πρέπει να ανατραπεί. Kαταλήγουμε ότι οι διάδικοι ευθύνονται εξ ίσου για το ατύχημα.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι είχε απορρίψει την αγωγή, προχώρησε στον υπολογισμό των αποζημιώσεων που ο ενάγων εδικαιούτο. Εναντίον του υπολογισμού αυτού ο εφεσείων άσκησε επίσης έφεση. Ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο όφειλε να επιδικάσει υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων και απώλειες μελλοντικών απολαβών ή αποζημιώσεις για μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας. Προβάλλει τη θέση ότι το Δι[*622]καστήριο έπρεπε να υπολογίσει ότι επιπροσθέτως του μηνιαίου του μισθού των £300 ο ενάγων είχε επιπρόσθετες απολαβές £100 μηνιαίως για την εργασία του κατά τα Σαββατοκυρίακα.

Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι λόγω των τραυμάτων του έχει υποστεί μόνιμη ανικανότητα η οποία του προκαλεί απώλεια της προσωπικής άνεσης, γιατί δεν μπορεί να κυνηγήσει, κολυμπήσει, ή να εργαστεί όπως προηγουμένως και συνεπώς ένα μεγαλύτερο ποσό θα ήταν δικαιότερο.Έτσι, καταλήγει ο εφεσείων, το επιδικασθέν ποσό των £6.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, είναι έκδηλα ανεπαρκές. Ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο έπρεπε να χρησιμοποιήσει συντελεστή μέχρι 12, ενώ θα έπρεπε να υπολόγιζε ποια θα ήταν τα εισοδήματα του εφεσείοντα,  αν δεν τραυματιζόταν, καθώς και οποιαδήποτε μελλοντική αλλαγή στα εισοδήματά του.

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων για απώλεια απολαβών το ποσό των £1.400 που αντιπροσωπεύει μισθούς και εισοδήματα για περίοδο τρεισίμιση μηνών για την κανονική του εργοδότηση (£300 το μήνα) και την επιπλέον εργασία που ασκούσε κατά τα Σαββατοκυρίακα (£100 το μήνα).

Το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωσή του για απώλεια £3.400 για πρόσθετες εργασίες που κατά τους ισχυρισμούς του, θα εκτελούσε για περίοδο τριών χρόνων μετά το δυστύχημα (μέχρι 18.9.1990) γιατί δεν αποδείχθηκε ούτε η απώλεια, ούτε και δόθηκε οποιοσδήποτε λόγος γιατί μετά την πάροδο των αρχικών μηνών μετά το δυστύχημα, ο ενάγων μπορούσε μεν να εκτελεί τα συνηθισμένα του καθήκοντα, αλλά αδυνατούσε να ασχοληθεί με άλλες επιπρόσθετες εργασίες.

Κανένας από τους γιατρούς του ενάγοντα που έδωσαν μαρτυρία δεν ισχυρίστηκε, ούτε υποβλήθηκε καν σχετική ερώτηση, ότι ο ενάγων ήταν ανίκανος για εργασία μετά την εκπνοή της αναρρωτικής άδειας των 3 ½ μηνών που του δόθηκε αρχικά. Ο μόνος που προέβαλε τον ισχυρισμό αυτό ήταν ο ενάγων, ο οποίος με ένα πράγματι γενικό και αόριστο τρόπο ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί πλέον να εργάζεται κατά τα Σαββατοκυρίακα λόγω του ατυχήματος. Βρίσκουμε το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου πλήρως δικαιολογημένο και δεν  βλέπουμε οποιοδήποτε λόγο να επέμβουμε.

Τα πιο πάνω ισχύουν και για τον ισχυρισμό του ενάγοντα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέφυγε να προβεί στην επιδίκαση οποιωνδήποτε αποζημιώσεων για απώλεια μελλοντικών εισοδη[*623]μάτων. Και το επιχείρημα αυτό είναι εντελώς αβάσιμο εν όψει του γεγονότος ότι από τη μαρτυρία δεν στοιχειοθετείται καθ’  οιονδήποτε τρόπο ο ισχυρισμός ότι ο ενάγων έχει υποστεί οποιανδήποτε απώλεια μελλοντικών απολαβών ή ανικανότητα που να επηρεάζει την εισοδηματική του ικανότητα.

Ο τελευταίος ισχυρισμός που χρήζει εξέτασης είναι το παράπονο του ενάγοντα για το ποσό που του επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων.  Ο ενάγων που είναι μηχανικός και εργάζεται στο συνεργείο επιδιόρθωσης αυτοκινήτων του πατέρα του, μετά τον τραυματισμό του μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί συντριπτικό κάταγμα του έσω σφυρού της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης. 

Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και το κάταγμα σταθεροποιήθηκε με βίδα. Έντεκα μέρες αργότερα υποβλήθηκε σε εγχείρηση για αφαίρεση της βίδας, ενώ το άκρο ακινητοποιήθηκε με γύψινο επίδεσμο. Απολύθηκε από το νοσοκομείο την επόμενη μέρα, για να παρακολουθείται στη συνέχεια ως εξωτερικός ασθενής. Ο γύψινος επίδεσμος αφαιρέθηκε ένα περίπου μήνα αργότερα και ο εφεσείων υποβλήθηκε σε φυσιοθεραπεία. Χρησιμοποιούσε βακτηρίες για περίοδο δυόμιση περίπου μηνών.

Ιατρική εξέταση στην οποία υποβλήθηκε δυόμιση μήνες μετά τον τραυματισμό του έδειξε οίδημα στην αριστερή ποδοκνημική άρθρωση και περιορισμό των κινήσεων του αριστερού κάτω άκρου.

Είκοσι μήνες μετά τον τραυματισμό του παρατηρείτο μικρή πάχυνση της περιοχής, μικρή δυσκαμψία της άρθρωσης και υπό ορισμένες συνθήκες επώδυνες κινήσεις. Επίσης το πόδι παρουσίαζε πλατυποδία. Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο, ο εφεσείων δυσκολεύεται στο βαθύ κάθισμα καθώς και στη βάδιση σε ανώμαλο έδαφος, ενώ η άρθρωση πιθανόν να είναι επώδυνος ύστερα από ορθοστασία. Υπάρχει πιθανότητα δημιουργίας οστεοαρθρίτιδας στο μέλλον. Παραπονείται ότι δεν μπορεί να ασχοληθεί με το κυνήγι ή το κολύμπι.

Με βάση τα πιο πάνω τραύματα το πρωτόδικο δικαστήριο υπολόγισε το ποσό της αποζημίωσης που θα έπρεπε να επιδικαστεί επί πλήρους ευθύνης στο ποσό των £6.000. Βρίσκουμε ότι το ποσό είναι εύλογο και μέσα στα πλαίσια που κυμαίνονται οι αποζημιώσεις για παρόμοια τραύματα και δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε λόγο επέμβασης.

[*624]Το Δικαστήριο επιδίκασε επίσης ποσό £1.937 υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων και τόκο προς 6% επί του ποσού των γενικών αποζημιώσεων από 26.6.1990, ημέρα καταχώρησης της έκθεσης απαίτησης, μέχρι πλήρους εξόφλησης. Η ορθότητα των πιο πάνω δεν αμφισβητήθηκε.

Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε να σχολιάσουμε δύο σημεία. Η υπόθεση ορίστηκε για πρώτη φορά στις 27.11.1991, αλλά η ακρόαση αναβλήθηκε δεκαεφτά συνολικά φορές για να αρχίσει στις 8.3.1995 και να συμπληρωθεί με την έκδοση απόφασης στις 30.6.1995. Η υπόθεση αυτή αφορά τραυματισμό από οδικό ατύχημα που έγινε τον Οκτώβρη του 1987 και ουσιαστικά ο εφεσείων αποζημιώνεται μετά την πάροδο δέκα ετών από τον τραυματισμό του. Επανειλημμένα έχει τονιστεί η ανάγκη για σύντομη εκδίκαση και είναι αυτονόητο ότι σε υποθέσεις που έχουν αναβληθεί τόσες φορές, το δικαστήριο θα πρέπει να είναι φειδωλό σε περαιτέρω αναβολές. Θα πρέπει όμως να αναφερθεί ότι οι αναβολές δεν δόθηκαν μόνο από το δικαστή που τελικά εξεδίκασε την υπόθεση, αλλά και από αριθμό άλλων συναδέλφων του.

Το άλλο σχόλιο στο οποίο θα θέλαμε να προβούμε αφορά την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου σε αριθμό αποφάσεων για τεκμηρίωση του ποσού που θα έπρεπε να επιδικαστεί για  τις αποζημιώσεις.  Κατ’ αρχήν οι περισσότερες από αυτές δεν είναι αποφάσεις κυπριακών δικαστηρίων, παρ’ όλο ότι στη νομολογία μας υπάρχει αριθμός παρόμοιων υποθέσεων. Περαιτέρω στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ των κακώσεων των εναγόντων στις αποφάσεις που αναφέρονται και αυτών του ενάγοντα στην παρούσα υπόθεση.  Τέλος και κυρίως οι υποθέσεις είναι τόσο παλιές, που μόνο ιστορική ίσως σημασία μπορούν να έχουν. Αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν στην Αγγλία, ένα διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον, σαράντα χρόνια προηγουμένως, όχι μόνο δεν μπορούν να έχουν οποιανδήποτε χρησιμότητα, αλλά αντίθετα μπορεί να είναι και τραγικά παραπλανητικές. 

Εν όψει των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσιβλήτου για ποσό £3.968,50 με τόκο επί του ποσού των £3.000 προς 6% ετησίως, από 26.6.1990 μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον έξοδα τόσο κατ’ έφεση, όσο και στο πρωτόδικο δικαστήριο, πάνω στη σχετική κλίμακα.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο