(1998) 1 ΑΑΔ 634
[*634]9 Απριλίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
2. ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
3. ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,
Εφεσείουσες-Ενάγουσες,
v.
ΔΗΜΟΥ ΠΑΦΟΥ (AΡ. 1),
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9103)
Συνταγματικό Δίκαιο — Στέρηση του δικαιώματος διαδίκου να εμφανίζεται αυτοπροσώπως — Συνιστά παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος της δίκαιης δίκης, αναιρεί τη δίκη και καθιστά το αποτέλεσμά της άκυρο — Άρθρα 30.2 και 30.3 του Συντάγματος.
Δικηγόροι — Δε συμβιβάζεται η ιδιότητα του δικηγόρου και μάρτυρα στην ίδια υπόθεση — Όμως ένα άτομο δικαιούται να εμφανίζεται αυτοπροσώπως ως διάδικος και ως μάρτυρας στη δική του υπόθεση, έστω και αν είναι δικηγόρος.
Δίκη — Χορήγηση αναβολής (διάλειμμα) — Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Δίκη — Δικαστής — Παρεμβάσεις — Δεν είναι επιθυμητές — Ισχυρισμός για παρέμβαση Δικαστού κατά την αντεξέταση μάρτυρα — Δεν τεκμηριώθηκε.
Πολιτική Δικονομία — Πρακτική — Μαρτυρία — Επανακλήτευση μάρτυρα — Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου — Πότε δικαιολογείται η επανακλήτευση μάρτυρα.
Αποζημιώσεις — Παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία —Δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ζημία, διότι το αδίκημα είναι αγώγιμο per se — Σε περίπτωση όμως που δεν αποδειχθεί ζημία μπορεί να επιδικασθούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις και να μην δο[*635]θούν έξοδα ή ακόμη και να διαταχθεί ο ενάγων να καταβάλει έξοδα στον εναγόμενο.
Πρακτικά — Πρακτικά πρωτόδικου Δικαστηρίου — Είναι η μόνη πηγή γνώσης για το Εφετείο.
Εξοδα -— Ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα της δίκης, εκτός αν συντρέχουν γεγονότα που δικαιολογούν απόκλιση από τον κανόνα.
Αποζημιώσεις — Τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις (exemplary damages) — Πότε είναι δυνατή η επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων.
Eυρήματα Δικαστηρίου — Το Εφετείο τότε μόνο επεμβαίνει αν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία στο σύνολό της.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Το Εφετείο επεμβαίνει σε θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας μόνο σε εξαιτερικές και ακραίες περιπτώσεις — Είναι επίσης απρόθυμο να επέμβει σε ευρήματα με τα οποία προτιμάται η ματρυρία ενός εμπειρογνώμονα από άλλο.
Οι εφεσείουσες - ενάγουσες κίνησαν αγωγή εναντίον του εφεσιβλήτου - εναγομένου Δήμου Πάφου, αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στο κτήμα τους στην Πάφο και επίσης για αποζημιώσεις εκ £4.100,00 αξία τούβλων τα οποία οι αντιπρόσωποι ή υπάλληλοι του εφεσίβλητου αφαίρεσαν από το κτήμα, πλέον έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του, κατέληξε ότι τα πραγματικά γεγονότα ήταν τα ακόλουθα:
Το κτήμα των εφεσειόντων ήταν γεμάτο από ξηρά χόρτα και άχρηστα υπολείμματα υλικών οικοδομής. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση οχληρίας στη γύρω περιοχή ως εστία εκκόλαψης τρωκτικών, νυμφίτσων, ποντικών και ερπετών.
Δίπλα από το κτήμα υπήρχε κλινική, οι ιατροί της οποίας υπέβαλαν παράπονο προς τον Δήμο, ο οποίος ζήτησε από την εφεσείουσα 3 να φροντίσει για τον καθαρισμό του κτήματος. Το κτήμα δεν καθαρίστηκε οπότε ο Δήμος έδωσε εντολή να καθαριστεί πιστεύοντας ότι ενεργούσε με βάση τις εξουσίες του δυνάμει του Περί Δήμων Νόμου. Τα τούβλα που αφαιρέθηκαν ήταν παλιά, σπασμένα και όλα είχαν πάνω τους σουβάδες και γύψους.
[*636]Υπό το φως των ευρημάτων του ως προς τα πραγματικά γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Δήμος ενήργησε κατά παράβαση των Άρθρων 92 και 93 του Περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν.111/85) με απότελεσμα η ενέργειά του να εισέλθει στο κτήμα χωρίς την έγκριση των εναγουσών συνιστούσε παράνομη επέμβαση. Ακολούθως αποφάσισε να επιδικάσει στις εφεσείουσες ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους £5,00. Παράλληλα απέρριψε και την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου Δήμου για τη δαπάνη του μερικού καθαρισμού του κτήματος.
Οι εφεσείουσες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση και επικαλέσθηκαν τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Στέρηση δικαιώματος για δίκαιη δίκη κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός επικεντρώνεται σε τρία σημεία:
(i) στην απόφαση της πρωτόδικης Δικαστού να μην επιτρέψει στην εφεσείουσα 3 (που είναι δικηγόρος) να παρουσιάζεται αυτοπροσώπως, γεγονός που την ανάγκασε να επιδιώξει και επιτύχει την έκδοση διατάγματος Certiorari,
(ii) στις ισχυριζόμενες συνεχείς παρεμβάσεις της πρωτόδικης Δικαστού που επηρέασαν δυσμενώς την ομαλή και ανεπηρέαστη διεξαγωγή της διαδικασίας, και
(iii) στην ισχυριζόμενη αποστέρηση του δικαιώματος επανακλήτευσης για περαιτέρω αντεξέταση, από την εφεσείουσα 3 προσωπικά, του μάρτυρα υπεράσπισης Π. Πέτρου.
2. Το εύρημα περί απόδειξης ειδικής ζημίας, ως συστατικού στοιχείου του αδικήματος της παράνομης επέμβασης, είναι εσφαλμένο.
3. Το εύρημα ότι δεν απεδείχθη η ειδική ζημία των £4.100,00, αξία των τούβλων που αφαιρέθηκαν, είναι εσφαλμένο.
4. Η μη επιδίκαση τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων είναι εσφαλμένη.
5. Η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων αντί αυτής των εφεσειουσών είναι εσφαλμένη.
6. Η αποστέρηση των εξόδων της δίκης μετά την αποδοχή ότι υπήρξε όντως παράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσιβλήτων είναι εσφαλμένη.
[*637]Αποφασίστηκε ότι:
1. Από το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι μεταξύ της 27.10.92, που δεν επιτράπηκε στην εφεσείουσα - ενάγουσα 3 να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ως διάδικος, μέχρι την 31.5.93, οπότε της επιτράπηκε η εμφάνιση (αφού εν τω μεταξύ πέτυχε την έκδοση διατάγματος Certiorari με το οποίο ακυρώθηκε η ενδιάμεση απόφαση της 27.10.92), δεν ακούσθηκε η υπόθεση και, επομένως δεν μπορεί να λεχθεί ότι ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης ενδιάμεσης απόφασης, η εφεσείουσα 3 στερήθηκε του δικαιώματος της αυτοπρόσωπης εμφάνισης και κατ’ επέκταση, του δικαιώματος της δίκαιης ή άλλως χρηστής δίκης όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30 (3) (β) του Συντάγματος.
Η άρνηση του Δικαστηρίου να παραχωρήσει το διάλειμμα που ζήτησε η εφεσείουσα 3, έστω και αν ήταν ολιγόλεπτο, δε συνιστά “παρέμβαση”. Στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο άσκησε εύλογα τη διακριτική του εξουσία, αφού η εφεσείουσα 3 είχε κάθε ευκαιρία να συνεννοηθεί άνετα και έγκαιρα με το συνήγορό της. Επίσης ήταν ορθή η υπόδειξη του Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του μάρτυρα υπεράσπισης Σ. Σάββα, ότι θα έπρεπε πρώτα να του τεθεί το αναγκαίο υπόβαθρο γνώσης της επέμβασης και μετά να του υποβληθούν ερωτήσεις πάνω σε θέματα που είχαν σχέση με την επέμβαση.
Η επανακλήτευση μάρτυρα ανήκει στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται δικαστικά και με κύριο γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Δικαιολογείται μόνο αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Τα δικαιολογητικά που προβλήθηκαν για την επανακλήτευση του μάρτυρα στην παρούσα υπόθεση, δε συνιστούν ειδικές περιστάσεις ικανοποιητικές για την επανακλήτευσή του.
2. Από μελέτη της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει, ότι το Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι η απόδειξη ζημίας αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της παράνομης επέμβασης.
3. Ο λόγος 3 της έφεσης αφορά θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων. Η προσέγγιση του Εφετείου είναι ότι η αξιολόγησή της είναι θέμα του πρωτόδικου δικαστή, ο οποίος έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Το Εφετείο επεμβαίνει σε θέματα αξιολόγησης μαρτυρίας μόνο σε εξαιρετικές και ακραίες περιπτώσεις. Είναι επίσης απρόθυμο να επέμβει σε ευρήματα με τα οποία προτιμάται η μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα από άλλο. Τα ευρήματα της πρωτόδικης δικαστού ήσαν πλήρως δικαιολογημένα με βάση την αποδεκτή μαρτυρία. Ορθό επίσης είναι και το εύρημα ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να αποδείξουν [*638]την παράνομη επέμβαση με αποτέλεσμα να δικαιούνται μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις, οι οποίες εύλογα αποτιμήθηκαν στο ποσό των £5,00.
4. Η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων δε συνοδεύετο από αλαζονεία, αναίδεια ή κακία ή εστόχευε στην γελοιοποίηση των εφεσειουσών, που να δικαιολογεί την επίδικαση σ’ αυτούς τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων.
5. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθή. Ως εκ τούτου δε χωρεί επέμβαση του Εφετείου ούτε επί αυτού του θέματος.
6. Εν όψει του αποτελέσματος της δίκης, στην οποία οι εφεσείουσες πέτυχαν στη βασική τους απαίτηση που ήταν η παράνομη επέμβαση, απέτυχαν όμως να αποδείξουν την ισχυριζόμενη ή άλλη ζημία εξ αιτίας της. Απόφαση να μην εκδοθεί διάταγμα για τα έξοδα ήταν εύλογα δικαιολογημένη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ v. Oυστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,
Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329,
Περρέλλα (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356,
Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31,
Evangelou a.ο. v. Ambizas a.ο. (1982) 1 C.L.R. 41,
Σωτηριάδης v. Βασιλείου κ.ά. (Αρ.1) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 801,
Djafer v. Kaya, 24 C.L.R. 63,
Electricity Authority of Cyprus v. Kipparis 24 C.L.R. 121,
Courtis a.ο. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R 180,
Savoullas v. Loucas (1979) 1 C.L.R. 336,
Ttantis v. Hadjimichael a.ο. (1982) 1 C.L.R. 301,
[*639]Παπακόκκινου κ.ά. v. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379,
Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Λάρκου v. Παναγή (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 80,
Κόκκινου v. Νικολαΐδη (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 436,
Χατζημιλτή v. Βρόντου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 523,
Eliades v. Lyssarides (1979) 1 C.L.R. 254,
Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367,
Papakokkinou a.o. v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65,
Ερωτοκρίτου v. Θεοδώρου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1800,
Θρασυβούλου v. Αrto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12,
Αρέστη v. Λαδόκοννου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646.
Έφεση.
Έφεση από τις ενάγουσες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Πούγιουρου, E.Δ.) που δόθηκε στις 22 Nοεμβρίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 1273/89) με την οποία απορρίφθηκαν αιτήματά τους α) για ισχυριζόμενη ζημιά και β) για τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις και με την οποία επιδικάσθηκε υπέρ τους το ποσό των Λ.K.5,00 ως ονομαστικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.
Αλ. Παπακόκκινου, για τις Εφεσείουσες-Ενάγουσες.
Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.:- Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες-ενάγουσες είναι εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτριες ακινήτου κτήματος επί της οδού Νικολάου Έλληνα στην Πάφο. Η αξίωσή τους εναντίον του εφεσίβλητου-[*640]εναγόμενου Δήμου Πάφου, είναι για αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στο εν λόγω κτήμα, στις 20/7/1989, εκ μέρους των αντιπροσώπων ή υπαλλήλων του και, επίσης, για αποζημιώσεις εκ £4.100,00 αξία τούβλων τα οποία οι αντιπρόσωποι ή υπάλληλοι του εφεσίβλητου αφαίρεσαν από το κτήμα, πλέον έξοδα.
Αφού έλαβε υπ’ όψη τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων και αξιολόγησε τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν της, η πρωτόδικη Δικαστής κατάληξε ότι τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης ήσαν τα ακόλουθα.
Στις 20/7/1989 το κτήμα των εφεσειουσών ήταν γεμάτο από ξηρά χόρτα, άχρηστα υπολείμματα υλικών οικοδομής και χρησιμοποιημένα τούβλα με γύψο και σουβάδες, μερικά από τα οποία ήσαν ανακατεμένα σε σωρούς με υπολείμματα άλλων υλικών ενώ άλλα ήσαν διασκορπισμένα. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση οχληρίας στη γύρω περιοχή ως εστία εκκόλαψης τρωκτικών, νυμφίτσων, ποντικών και ερπετών.
Στο διπλανό κτήμα στεγαζόταν η κλινική “Ιπποκράτειον” ιατροί της οποίας υπέβαλαν παράπονο στο Δήμο με αποτέλεσμα ο Επόπτης Καθαρισμού του Δήμου, τον Ιούνιο του 1989, να ζητήσει τηλεφωνικά από την εφεσείουσα 3 να φροντίσει για τον καθαρισμό του κτήματος. Παρά την υπόσχεση της εφεσείουσας 3, μέχρι τις 20/7/1989 το κτήμα δεν καθαρίστηκε οπότε ο Επόπτης, χωρίς να εξασφαλίσει προηγουμένως την έγκριση των εφεσειουσών, έδωσε εντολή σε οδηγό φορτηγού και “τρακτέρ”, με τον οποίο συνεργάζετο ο Δήμος, να προχωρήσει στον καθαρισμό του κτήματος. Έτσι, στις 20/7/1989, ο οδηγός μαζί με το γυιό του, χρησιμοποιώντας φορτηγό αυτοκίνητο των δέκα κυβικών και “τρακτέρ”, άρχισαν να καθαρίζουν το κτήμα αφού εισήλθαν από το μπροστινό μέρος που εφάπτεται της οδού Νικολάου Έλληνα το οποίο την ημέρα εκείνη ήταν ανοικτό και χωρίς κλειδωμένη αλυσίδα αν και σε κάποιο σημείο υπήρχαν πάσσαλοι. Συνολικά, μέχρι τις 10 έως 10.30 το πρωΐ, οπότε σταμάτησαν οι εργασίες ύστερα από επέμβαση της εφεσείουσας 3, καθαρίστηκε μέρος του κτήματος προς την πλευρά της κλινικής. Αφαιρέθηκαν από το κτήμα δύο αυτοκίνητα με τσίγκους, ξύλα και άλλα άχρηστα υλικά, που ήσαν κοντά στην κλινική “Ιπποκράτειον”, και, επιπλέον, ένα αυτοκίνητο με τούβλα από εκείνα που ήσαν ανακατεμένα με κουγκριά. Για να συμπληρωθεί ο καθαρισμός θα έπρεπε να αφαιρεθούν και άλλα υλικά χωρητικότητας έξι έως οκτώ αυτοκινήτων. Τα τούβλα που αφαιρέθηκαν ήσαν παλιά, σπασμένα και όλα είχαν πάνω τους σουβάδες και γύψους. Δεν ήταν εμπορεύσιμα ούτε είχαν οποιαδή[*641]ποτε αξία εν όψει του ύψους της δαπάνης που θα απαιτείτο για να καθαριστούν με μαρτέλι.
Για τον καθαρισμό του κτήματος, στο βαθμό που επιτεύχθηκε, ο Δήμος πλήρωσε το ποσό των £46,36σ.
Υπό το φως των ευρημάτων της αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, η πρωτόδικη Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Δήμος ενήργησε κατά παράβαση των άρθρων 92 και 93 του Περί Δήμων Νόμου του 1985 (Νόμος 111/85) με αποτέλεσμα η ενέργειά του να εισέλθει στο κτήμα με τους αντιπροσώπους ή υπαλλήλους του, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των εναγουσών, και να προχωρήσει στη λήψη πρακτικών μέτρων για άρση της οχληρίας να συνιστά παράνομη επέμβαση για την οποία προέκυπτε θέμα αποζημιώσεως των εφεσειουσών. Ακολούθως, αφού βρήκε ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να αποδείξουν την ισχυριζόμενη ή άλλη ζημία, και αφού απέρριψε και το αίτημά τους για τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις, αποφάσισε να τους επιδικάσει ονομαστικές μόνο αποζημιώσεις τις οποίες και αποτίμησε στο ποσό των £5,00. Παράλληλα, απέρριψε και την ανταπαίτηση του εφεσίβλητου Δήμου για τη δαπάνη του μερικού καθαρισμού του κτήματος.
Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι οι εφεσείουσες, και ειδικά η εφεσείουσα 3, στερήθηκαν του δικαιώματος της δίκαιης δίκης κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός επικεντρώνεται σε τρία σημεία, ήτοι:-
(i) Στην απόφαση της πρωτόδικης Δικαστού να μην επιτρέψει στην εφεσείουσα 3 να εμφανίζεται αυτοπροσώπως, γεγονός που την ανάγκασε να επιδιώξει και επιτύχει την έκδοση διατάγματος “Certiorari” από το Ανώτατο Δικαστήριο,
(ii) Στις ισχυριζόμενες συνεχείς παρεμβάσεις της πρωτόδικου Δικαστή κατά τη διάρκεια της ακρόασης με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ομαλή και ανεπηρέαστη διεξαγωγή της διαδικασίας, και
(iii) Στην ισχυριζόμενη αποστέρηση του δικαιώματος επανακλήτευσης για περαιτέρω αντεξέταση, από την εφεσείουσα 3 προσωπικά, του μάρτυρα υπεράσπισης Πέτρου Πέτρου.
Είναι πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η πιστή τήρηση του Άρθρου 30 του Συντάγματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Στην υπό[*642]θεση Γρηγορίου v. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222, τονίστηκε ότι η τυχόν παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης ή, άλλως, χρηστής δίκης, που εγγυάται το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος, αναιρεί τη δίκη και καθιστά το αποτέλεσμά της άκυρο ενώ, κατά ανάλογο τρόπο και για παρόμοιους λόγους, αποστέρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Άρθρο 30(3) του Συντάγματος ενέχει τις ίδιες συνέπειες, εφ’ όσον η άσκησή τους επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά. (Βλ. επίσης, Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109.)
Θα προχωρήσουμε στην εξέταση του κάθε σημείου ξεχωριστά.
Το δικαίωμα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης
Η εφεσείουσα 3, που ήταν δικηγόρος, ήταν διάδικος στην υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ως ενάγουσα 3. Ταυτόχρονα εμφανιζόταν και ως δικηγόρος των εφεσειουσών-εναγουσών 1 και 2. Την 21/9/1992, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της αγωγής, έκρινε πως εξ αιτίας απρόβλεπτων εξελίξεων έπρεπε να καταθέσει η ίδια ως μάρτυρας για την υπόθεση των εναγουσών, πράγμα που έπραξε. Στην επόμενη δικάσιμο, στις 13/10/1992, όταν η ενάγουσα 3 επανεμφανίσθηκε ως δικηγόρος των εναγουσών, η άλλη πλευρά πρόβαλε την ένσταση ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να εμφανίζεται ως δικηγόρος των άλλων δύο εναγουσών διότι είχε δώσει μαρτυρία στην υπόθεση. Η πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε την ένσταση αφού στηρίχθηκε στην υπόθεση In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329, (όπως επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 356) στην οποία κρίθηκε ότι είναι ασυμβίβαστη η ιδιότητα του δικηγόρου και του μάρτυρα στην ίδια υπόθεση, το γεγονός δε ότι, με τον τρόπο αυτό, ο διάδικος αποστερείται του δικαιώματος που του παρέχει το Άρθρο 30(3)(δ) του Συντάγματος να έχει συνήγορο της εκλογής του δεν βλάπτει, εφ’ όσον είναι αποτέλεσμα της δικής του απόφασης να ασκήσει το παράλληλο δικαίωμα να καλεί μάρτυρες, δικαίωμα που του αναγνωρίζει το Άρθρο 30(3)(γ) του Συντάγματος. Στην επόμενη εμφάνιση, στις 27/10/1992, η εφεσείουσα-ενάγουσα 3 παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και δήλωσε ότι επιθυμούσε να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ως ενάγουσα 3, δηλαδή ως διάδικος. Επικαλέσθηκε σχετικά το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Ταυτόχρονα, για τις εφεσείουσες-ενάγουσες 1 και 2, εμφανίσθηκε άλλος δικηγόρος. Η πρωτόδικος Δικαστής απόρριψε το αίτημα και η υπόθεση αναβλήθηκε χωρίς να διεξαχθεί ακρόαση. Στις 12/11/1992 η διαδικασία της αγωγής αναστάληκε με διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ακο[*643]λούθως, η εφεσείουσα-ενάγουσα 3 επιδίωξε και πέτυχε την έκδοση, στις 29/1/1993, διατάγματος “Certiorari” με το οποίο ακυρώθηκε η ενδιάμεση απόφαση της 27/10/1992. Είναι αξιοσημείωτο ότι, κατά τη διάρκεια της ακρόασης για την έκδοση του διατάγματος “Certiorari”, η εφεσείουσα-ενάγουσα 3 δέχθηκε, μέσω του δικηγόρου της, την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασής της 13/10/1992 πάνω στη βάση ότι το να εμφανίζεται ένας ως δικηγόρος και ως μάρτυρας στην ίδια υπόθεση είναι ένα πράγμα και το να εμφανίζεται αυτοπροσώπως ως διάδικος και ως μάρτυρας στη δική του υπόθεση, έστω και αν τυγχάνει να είναι δικηγόρος, είναι άλλο πράγμα (βλ. Re Αλέκα Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31). Η επόμενη δικάσιμος ήταν η 31/5/1993 οπότε, υπό το φως του διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η πρωτόδικη Δικαστής επέτρεψε στην εφεσείουσα-ενάγουσα 3 να εμφανισθεί και χειρισθεί τη δική της υπόθεση αυτοπροσώπως.
Από το πιο πάνω ιστορικό του θέματος προκύπτει ότι, μεταξύ της 27/10/1992, που δεν επιτράπηκε στην εφεσείουσα-ενάγουσα 3 να εμφανισθεί αυτοπροσώπως ως διάδικος, μέχρι την 31/5/1993, οπότε της επιτράπηκε η εμφάνιση, δεν ακούσθηκε η υπόθεση και, επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος ότι, ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης ενδιάμεσης απόφασης, η εφεσείουσα-ενάγουσα 3 στερήθηκε του δικαιώματος της αυτοπρόσωπης εμφάνισης, και, κατ’ επέκταση, του δικαιώματος της δίκαιης ή, άλλως, χρηστής δίκης, όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30(3)(β) του Συντάγματος.
Οι παρεμβάσεις του Δικαστηρίου
Οι παρεμβάσεις του Δικαστηρίου στις οποίες αναφέρεται η έφεση επικεντρώνονται σε δύο θέματα που είχαν προκύψει κατά την ακρόαση της υπόθεσης.
Το πρώτο θέμα αφορά την απόρριψη αιτήματος για διακοπή της δίκης (διάλειμμα) που υποβλήθηκε από την εφεσείουσα 3, στις 13/10/1992 μετά την περάτωση της κυρίας εξέτασης του μάρτυρα υπεράσπισης Πέτρου Πέτρου και προτού αρχίσει η αντεξέτασή του από το συνήγορο που εμφανιζόταν εκ μέρους της.
Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά του Δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:-
“Δ/δα Παπακόκκινου
Αυτήν την στιγμή σαν ενδιαφερόμενο πρόσωπο-Ενάγουσα και [*644]πριν δικηγόρος που χειριζόμουν την υπόθεση ζητώ άδεια από το Δικαστήριο για να συνομιλήσω μαζί με τον δικηγόρο μου ενόψει του γεγονότος ότι ήδη υπάρχει σχετική υπόθεση στο Δικαστήριο, ποινική, η οποία έγινε Τεκμήριο στο Δικαστήριο και όταν ήταν η υπόθεση αυτή η ποινική ο κ. Μαυρίκιος δεν ήταν δικηγόρος της υπόθεσης. Πιστεύω ότι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης πρέπει να μου δοθεί το σχετικό δικαίωμα για να μιλήσω μαζί με το δικηγόρο μας διότι πιθανόν να διαρρεύσουν ουσιώδη γεγονότα για τα οποία πρέπει να ρωτηθεί ο μάρτυρας γι’ αυτό το λόγο θα παρακαλούσα το Δικαστήριο να μας δώσει την άδεια.
Δικαστήριο
Ήδη από την αρχή που ξεκίνησε να ακουστεί σήμερα η υπόθεση η Δ/δα Παπακόκκινου μιλούσε συνεχώς με το δικηγόρο της. Έπρεπε ο δικηγόρος της να είναι έτοιμος σήμερα να προχωρήσει. Ασκώντας τη διακριτική μου εξουσία απορρίπτω την αίτηση της Δ/δας Παπακόκκινου για διακοπή της δίκης.”
Πέραν των όσων περιλαμβάνονται στα πρακτικά του Δικαστηρίου, είναι ισχυρισμός της εφεσείουσας 3 ότι το διάλειμμα που ζήτησε ήταν για μόνο πέντε λεπτά η δε άμεση αντίδραση του Δικαστηρίου στο αίτημα ήταν “ούτε δευτερόλεπτο”.
Το δεύτερο θέμα για το οποίο εκφράζεται παράπονο για αθέμιτη παρέμβαση του Δικαστηρίου αφορά την από έδρας υπόδειξη προς την εφεσείουσα 3, ενώ αντεξέταζε το μάρτυρα υπεράσπισης Σάββα Σάββα, στις 18/6/1993, ότι θα’ πρεπε να θέσει πρώτα στο μάρτυρα το αναγκαίο υπόβαθρο από το οποίο να προκύπτει κατά πόσο γνώριζε για οποιαδήποτε επέμβαση και μετά να ρωτηθεί σχετικά με την επέμβαση.
Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά του Δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:-
“Ε. Κύριε μάρτυς, από αυτή τη φωτογραφία απ’ ότι βλέπετε είναι μετά τον καθαρισμό του χώρου από τους δικούς σας, από τους εργάτες του Δημαρχείου.
κ. Γεωργιάδης:
Ο μάρτυς έχει αναφέρει ρητά ότι δεν γνώριζε ούτε για επέμβαση ούτε για καθαρισμό. Απλώς κλήθηκε από τον [*645]υπάλληλο του Δημαρχείου να αναφέρει συγκεκριμένη κατάσταση υλικών. Παρακαλώ να μην μπαίνουν στο στόμα του μάρτυρα πράγματα τα οποία δεν ανάφερε.
Δικαστήριο προς Δ/δα Παπακόκκινου:
Παρακαλώ να ερωτηθεί πρώτα ο μάρτυρας κατά πόσο γνωρίζει για οποιαδήποτε επέμβαση και μετά να του υποβληθούν ερωτήσεις σχετικά με την επέμβαση αυτή.
Δ/νις Παπακόκκινου:
Είναι αντεξέταση πιστεύω και στην αντεξέταση μπορώ και δύναμαι να κάμω οποιεσδήποτε ερωτήσεις, δεν είναι επανεξέταση να ξεχωρίσω ορισμένα σημεία, στην αντεξέταση μπορώ να υποβάλω οποιαδήποτε ευρήματα διότι αυτός είναι ο σκοπός της αντεξέτασης και μεταξύ των αν έχει να κριθεί η αξιοπιστία του μάρτυρος. Εάν επεμβαίνει το Δικαστήριο και δεν με αφήνει να υποβάλω τις ερωτήσεις πιστεύω ότι δεν πρέπει να γίνεται έτσι και θα διαβάσω κάτι που είναι πολύ γνωστό στο Δικαστήριο και είναι επάναγκες να αναφερθεί. Αναφέρομαι στο σύγγραμμα “Απόδειξη” του κ. Κακογιάννη στη σελ. 173 υπό τον τίτλο “Αντεξέταση” και θέλω να συμπληρώσω το εξής, ότι όλο το κεφάλαιο αυτό περί αντεξέτασης αναφέρεται σχετικά και με αυτά τα θέματα και διαβάζοντας και πιο κάτω λέει “......” (διαβάζει). Εάν δεν μου επιτραπεί αυτό το δικαίωμα να υποβάλω ερωτήσεις οι οποίες να περιστρέφονται γύρω από τεκμήρια τα οποία έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο ... ο μάρτυς εκείνος έχει συνδέσει το όνομα του μάρτυρος ο οποίος είναι στο εδώλιο αυτή τη στιγμή και έχει δώσει μαρτυρία. Πώς θα ξέρουμε ποιός λέει την αλήθεια ή όχι; Πιστεύω ότι είναι επάναγκες να υποβάλω ερωτήσεις για τεκμήρια τα οποία έφερα εγώ. Πιστεύω ότι πρέπει να μου επιτραπεί να υποβάλω ερωτήσεις οι οποίες είναι σχετικές με το θέμα που υποβάλλεται σε αντεξέταση ο μάρτυς. Είπε κάτι άλλα τα οποία έδωσε στο όνομα του κ. Σάββα, πιστεύω είναι επάναγκες να μου δοθεί αυτό το δικαίωμα και δεν είναι επανεξέταση του κάμνω ούτε κυρία εξέταση ούτε καθοδηγητικές είναι.
Δικαστήριο:
Το Δικαστήριο δεν στέρησε στις ενάγουσες το δικαίωμα να αντεξετάσουν το μάρτυρα, απλώς το Δικαστήριο ζήτησε όπως οι ερωτήσεις που γίνονται να είναι πιο διευκρινιστικές για να μπορέσει ο μάρτυς να απαντήσει.
[*646]Δ/νις Παπακόκκινου συνεχίζει:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .”
Το θέμα των παρεμβάσεων του Δικαστηρίου στη διαδικασία έχει απασχολήσει τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Evangelou & Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41.
“Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings. (See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of aloofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality. It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests. (See, Duport Steels Ltd. & Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.)).
Έχουμε μελετήσει με προσοχή το τι διαμείφθηκε στο Δικαστήριο όπως προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν τα οποία, σημειωτέον, είναι και η μόνη πηγή γνώσης που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε (βλ. Σωτηριάδης ν. Βασιλείου και άλλων (Αρ. 1) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 801). Δε βρίσκουμε ότι, σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις, το Δικαστήριο κινήθηκε έξω από τα θεμιτά πλαίσια που διαγράφονται από τη νομολογία. Ανεξάρτητα του κατά πόσον η άρνηση του Δικαστηρίου να διακόψει την ακρόαση και να παραχωρήσει διάλειμμα, έστω ολιγόλεπτο, συνιστά “παρέμβαση”, στην προκείμενη περίπτωση βρίσκουμε ότι το Δικαστήριο άσκησε εύλογα τη διακριτική του εξουσία μη παραχωρώντας το διάλειμμα που ζητήθηκε αφού η εφεσείουσα 3 είχε κάθε ευκαιρία να συνεννοηθεί, άνετα και έγκαιρα, με το συνήγορό της. Ορθή ήταν, επίσης, και η υπόδειξη του Δικαστηρίου, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του μάρτυρα υπεράσπισης Σάββα Σάββα, ότι θα’ πρεπε πρώτα να του τεθεί το αναγκαίο υπόβαθρο γνώσης της επέμβασης και μετά να του υποβληθούν ερωτήσεις πάνω σε θέματα που είχαν σχέση με την επέμβαση.
[*647]Η μη επανακλήτευση μάρτυρα
Ο μάρτυρας υπεράσπισης Πέτρος Πέτρου αντεξετάστηκε σε έκταση από το συνήγορο των εφεσειουσών στις 13/10/1992, οπότε περατώθηκε και η μαρτυρία του. Την 31/5/1993, αφού της επιτράπηκε να χειριστεί τη δική της υπόθεση αυτοπροσώπως, η εφεσείουσα 3 υπέβαλε αίτημα για επανακλήτευση του εν λόγω μάρτυρα με το δικαιολογητικό ότι, στις 13/10/1992, ο συνήγορός της είχε καταληφθεί εξαπίνης και δεν ήταν έτοιμος να αντεξετάσει το μάρτυρα με αναφορά στη μαρτυρία που είχε δώσει, πάνω στα ίδια επίδικα θέματα, σε ποινική υπόθεση που προηγήθηκε, μεταξύ του Δήμου Πάφου ως κατηγορούσας αρχής και των εφεσειουσών ως κατηγορουμένων, και στην οποία, υπόθεση, είχε αντεξετάσει το μάρτυρα προσωπικά η τότε κατηγορουμένη εφεσείουσα 3. Η επανακλήτευσή του για περαιτέρω αντεξέταση ήταν, κατά την εφεσείουσα 3, αναγκαία για να διευκρινισθούν ορισμένα θέματα ώστε το Δικαστήριο να διαμορφώσει πλήρη εικόνα της όλης υπόθεσης. Το ίδιο αίτημα η εφεσείουσα 3 στήριξε, παράλληλα, και πάνω στη βάση ότι, στις 13/10/1992, λόγω της τότε ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, δεν είχε την ευκαιρία να αντεξετάσει το μάρτυρα προσωπικά ενώ ύστερα, λόγω του διατάγματος “Certiorari” που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, είχε τη δυνατότητα να εμφανιστεί αυτοπροσώπως, άρα και να αντεξετάσει το μάρτυρα.
Στην ενδιάμεση της απόφαση η πρωτόδικη Δικαστής απέρριψε το αίτημα αφού έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι ειδικές εκείνες περιστάσεις που, σύμφωνα με τη νομολογία, δικαιολογούν την αποδοχή τέτοιου αιτήματος εφ’ όσον, στην πραγματικότητα, εκείνο που επιδιώκετο ήταν να αντεξεταστεί ο μάρτυρας από την ίδια την ενάγουσα 3 για δεύτερη φορά, γενικά και όχι για συγκεκριμένο θέμα ή θέματα, αφού ήδη αντεξετάστηκε από το συνήγορό της στις 13/10/1992, με το δικαιολογητικό ότι τον είχε αντεξετάσει η ίδια στην ποινική υπόθεση. Αναφορικά με το διάταγμα “Certiorari”, η πρωτόδικη Δικαστής παρατήρησε, ορθά, ότι εκείνο αφορούσε την ενδιάμεση απόφασή της 27/10/1992 και, επομένως, ήταν άσχετο με το αίτημα για επανακλήτευση του μάρτυρα αφού αυτός εξετάστηκε και αντεξετάστηκε στις 13/10/1992 όταν η εφεσείουσα 3 εμφανιζόταν με συνήγορο της εκλογής της ο οποίος και αντεξέτασε το μάρτυρα σε έκταση.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η επανακλήτευση μάρτυρα ανήκει στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται δικαστικά και με κύριο γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Δικαιολογείται μόνο αν συντρέχουν [*648]ειδικές περιστάσεις (βλ. Kaya Djafer v. Payker Kaya 24 C.L.R. 63, Electricity Authority of Cyprus v. Antonis Kipparis 24 C.L.R. 121, Homeros Th. Courtis and others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180 και Savoullas v. Loucas (1979) 1 C.L.R. 336).
Βρίσκουμε, για τους ίδιους λόγους όπως και η πρωτόδικη Δικαστής, ότι τα δικαιολογητικά που προβλήθηκαν για την επανακλήτευση του μάρτυρα δεν συνιστούσαν ειδικές περιστάσεις ικανοποιητικές για την επανακλήτευσή του.
Ο δεύτερος λογος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απόδειξη ζημίας αποτελεί συστατικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης.
Διαβάζοντας την απόφαση της πρωτόδικης Δικαστού δεν βρίσκουμε να αποφάσισε κάτι τέτοιο. Ίσως να μην εκφράσθηκε με τρόπο που να διευκρινίζει με την αναγκαία σαφήνεια την ορθή νομική θέση ότι, αν και το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης είναι αγώγιμο “per se”, χωρίς δηλαδή να απαιτείται για τη στοιχειοθέτησή του η απόδειξη ζημίας, εν τούτοις η απουσία απόδειξης συγκεκριμένης ζημίας περιορίζει τον ενάγοντα σε ονομαστικές αποζημιώσεις μόνο (βλ. Ttantis v. HadjiMichael and Another (1982) 1 C.L.R. 301 και Παπακόκκινου & άλλες ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379).
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν την ειδική ζημία των £4.100,00, αξία των τούβλων τα οποία αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο Δήμο Πάφου διότι, με βάση τη μαρτυρία, οι εφεσείουσες απέδειξαν τα στοιχεία αυτά.
Είναι πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός αν ικανοποιηθεί ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της. Όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων, η προσέγγινη του εφετείου είναι ότι η αξιολόγησή της είναι θέμα του πρωτόδικου δικαστή ο οποίος έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Το εφετείο επεμβαίνει σε θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας μόνο σε εξαιρετικές και ακραίες περιπτώσεις. Είναι, επίσης, απρόθυμο να επέμβει σε ευρήματα με τα οποία προτιμάται η μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα από άλλο (βλ. μεταξύ άλλων, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Λάρκου ν. Παναγή (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 80, Κόκκινου ν. [*649]Νικολαΐδη (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 436, και Χατζημιλτή ν. Βρόντου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 523).
Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα ευρήματα της πρωτόδικης Δικαστού όπως, επίσης, και τον τρόπο με τον οποίο προχώρησε στην εκτίμηση της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν της. Αφού ανέλυσε τη μαρτυρία στο σύνολό της κατέληξε στο εύρημα πως δεν παρουσιάστηκε ενώπιόν της οποιαδήποτε απόδειξη ότι τα τούβλα που αφαιρέθηκαν είχαν την ισχυριζόμενη αξία. Επιπλέον έκρινε ότι η μαρτυρία των εναγουσών ήταν αντιφατική και συγχισμένη αναφορικά με την ποσότητα των τούβλων και πόσα από αυτά ήσαν μερικώς σπασμένα, πόσα ολικώς καταστρεμμένα και πόσα ήσαν χρησιμοποιήσιμα. Αντίθετα, αφού δέχθηκε τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης, βρήκε ότι τα τούβλα δεν ήσαν εμπορεύσιμα.
Είμαστε ικανοποιημένοι ότι τα ευρήματα της πρωτόδικης Δικαστού ήσαν πλήρως δικαιολογημένα με βάση την ενώπιόν της μαρτυρία, όπως εύλογα την αποδέχτηκε. Πέραν τούτου, βρίσκουμε ότι ορθά η πρωτόδικη Δικαστής κατέληξε στο εύρημα ότι οι εφεσείουσες απέτυχαν να αποδείξουν, ως εβαρύνοντο, την ισχυριζόμενη ή άλλη συγκεκριμένη ζημία από την παράνομη επέμβαση με αποτέλεσμα να δικαιούνται μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις τις οποίες και εύλογα αποτίμησε στο ποσό των £5,00.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε υπέρ των εφεσειουσών τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις για την παράνομη επέμβαση. Στην υπόθεση Eliades v. Lyssarides (1979) 1 C.L.R. 254 το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας την απόφαση του Λόρδου Devlin στην κλασσική υπόθεση Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367, δέχτηκε τη θέση των συγγραφέων Winfield and Jolowicz στο βιβλίο τους πάνω στα αστικά αδικήματα ότι:-
“... according to the view expressed by Lord Devlin in Rookes v. Barnard “exemplary damages” may now be awarded only in two classes of case: “(i) oppressive, arbitrary or unconstitutional action by servants of the Government” and (ii) cases where the defendant’s conduct has been calculated by him to make a profit for himself which may exceed the compensation payable to the plaintiff.”
Στην υπόθεση Papakokkinou v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, η οποία αφορά παράνομη επέμβαση σε ακίνητη περιουσία και στην οποία έγινε αναφορά στο θέμα υπολογισμού των παραδειγ[*650]ματικών αποζημιώσεων και τις αρχές που διέπουν τα θέματα αυτά, το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού παράπεμψε στην υπόθεση Rookes v. Barnard, πρόσθεσε και τα εξής:-
“The fact is that conduct accompanied by a marked element of arrogance, insolence or malice, may justify an award of exemplary damages, particularly if it tends to humiliate the victim of the tort.”
Οι ίδιες πιο πάνω αρχές επαναβεβαιώθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ερωτοκρίτου ν. Θεοδώρου και άλλου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1800.
Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στα γεγονότα της υπόθεσης και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε η παράνομη επέμβαση, η πρωτόδικη Δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του Δήμου ήταν τέτοια που δεν εσυνοδεύετο από ίχνος αλλαζονείας, αναίδιας ή κακίας ή είχε σκοπό να γελοιοπήσει τις ενάγουσες. Η είσοδος του Δήμου στο κτήμα και η αφαίρεση από αυτό ποσότητας χωμάτων και άλλων υπολειμμάτων υλικών οικοδομής, περιλαμβανομένων και χρησιμοποιημένων τούβλων, ήταν, σύμφωνα με τα ευρήματά της, το αποτέλεσμα παραπόνων από τους γείτονες και της διαπίστωσης του Δήμου ότι τα υλικά αυτά συνιστούσαν οχληρία και ότι έκαμε το έκαμε γιατί πίστευε ότι ενεργούσε με βάση τις εξουσίες του δυνάμει του Περί Δήμων Νόμου.
Εν όψει των διαπιστώσεών της αυτών, που ήταν καθ’ όλα εύλογες η πρωτόδικη Δικαστής, ορθά κατά την άποψή μας, προχώρησε στην απόρριψη της απαίτησης των εναγουσών για τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία υπέρ των εφεσιβλήτων και απέρριψε τη μαρτυρία υπέρ των εφεσειουσών.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στις αρχές που διέπουν την επέμβαση του εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν βλέπουμε κανένα λόγο που να δικαιολογεί την επέμβασή μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, όπως έγινε από την πρωτόδικη Δικαστή.
Ο έκτος και τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα. Κατά τις εφεσείουσες, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα τις αποστέρησε τα έξοδα της δίκης εφ’ όσον δέχτηκε ότι υπήρξε πα[*651]ράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσιβλήτων, ενώ, ταυτόχρονα, απέρριψε και την ανταπαίτησή τους.
Είναι καθιερωμένη αρχή ότι το ζήτημα των εξόδων της δίκης εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάσαντος δικαστηρίου. Ο γενικός κανόνας είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφ’ όσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης (βλ. π.χ., Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12, Αρέστη ν. Λαδόκοννου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646). Ειδικότερα, σε σχέση με τα έξοδα σε περιπτώσεις που επιδικάζονται μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις, χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Παπακόκκινου ν. Θεοδοσίου (πιο πάνω):-
“Σχετικά με τα έξοδα, όπως αναφέρεται στον Winfield And Jolowicz on Tort, 9η Έκδοση, στη σελ. 565, σε περιπτώσεις που επιδικάζονται μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια να στερήσει τον ενάγοντα των εξόδων του, ή ακόμη να τον καταδικάσει στην πληρωμή των εξόδων της άλλης πλευράς [Anglo-Cyprian Trade Agencies Ltd v. Paphos Wine Industries Ltd [1951] 1 Αll E.R. 873 (υπόθεση σύμβασης)]. Ο ενάγοντας όμως δεν μπορεί να διαταχθεί να πληρώσει τα έξοδα της άλλης πλευράς εάν έχει επιτύχει πλήρως στην αγωγή του [Kierson v. Thompson & Sons Ltd [1913] 1 K.B. 587].”
Στην παρούσα υπόθεση, όπως ορθά παρατήρησε η πρωτόδικη Δικαστής αιτιολογώντας την απόφασή της να στερήσει από τις ενάγουσες τα έξοδά τους, αλλά, ταυτόχρονα, να μην επιδικάσει έξοδα σε βάρος τους, οι ενάγουσες πέτυχαν μεν στη βασική τους απαίτηση, που ήταν η παράνομη επέμβαση, απέτυχαν, όμως, να αποδείξουν την ιχυριζόμενη ή άλλη ζημία εξ αιτίας της επέμβασης.
Βρίσκουμε ότι, εν όψει του αποτελέσματος της δίκης, η απόφαση της πρωτόδικης Δικαστού να μην εκδώσει διάταγμα για τα έξοδα ήταν εύλογα δικαιολογημένη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειουσών.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο