Iορδάνου Θεοδόσης ν. Δήμου Zήνωνος (1998) 1 ΑΑΔ 652

(1998) 1 ΑΑΔ 652

[*652]9 Aπριλίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΥ ΖΗΝΩΝΟΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9713)

 

Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως σε αστικές υποθέσεις — Το γενικό βάρος αποδείξεως το φέρει ο ενάγων και βασίζεται στην απλή πιθανολόγηση — Το ειδικό βάρος αποδείξεως αφορά την ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας για υποστήριξη ενός επίδικου θέματος που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά και να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε — Εσφαλμένη εφαρμογή της πιο πάνω αρχής — Οδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

Μαρτυρία — Δεκτότητα μαρτυρίας — Καταχωρήσεις για χρεωστικά υπόλοιπα σε βιβλιάρια που έγιναν από τον ενάγοντα — Δε θεωρούνται αποδεκτή μαρτυρία γιατί δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, για να αποδείξουν από μόνες τους την αξίωσή  του κατά του εναγομένου.

Μαρτυρία — Ενισχυτική μαρτυρία — Μόνο αποδεκτή μαρτυρία είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ενισχυτική μαρτυρία ακόμα και για την αξιοπιστία διαδίκου.

Μαρτυρία — Ενισχυτική μαρτυρία — Σημειώσεις που έγιναν από διάδικο — Δε συνιστούν ανεξάρτητη μαρτυρία ούτε και μπορεί να τις χρησιμοποιήσει ο διάδικος για ενίσχυση της μνήμης του κατά τη δίκη, αν δεν έγιναν ταυτόχρονα με τη δημιουργία της αξίωσής του.

Ο εφεσίβλητος - ενάγων κίνησε αγωγή του εφεσείοντα - εναγομένου, για χρεωστικά υπόλοιπα που αφορούσαν ποσότητες κρεάτων και παρεμφερών προϊόντων που του πώλησε, συμποσούμενα στο ποσό των £3.282.  Τα χρεωστικά αυτά υπόλοιπα συμποσούντο [*653]σε 13 καταχωρήσεις και χρονολογούντο από τις 10.2.91 μέχρι τις 10.8.87. Για τις εν λόγω καταχωρήσεις ο εφεσίβλητος έδωσε μαρτυρία και τις επανέλαβε διαβάζοντας το βιβλιάριό του, Τεκμήριο 1.  Αν δε συμβουλευόταν το βιβλιάριό του, δε θα θυμόταν οτιδήποτε άλλο για να αποδείξει την υπόθεσή του.

Ο εφεσείων αρνήθηκε την αξίωση του εφεσιβλήτου και ισχυρίστηκε ότι οι συναλλαγές τους δεν εγίνοντο με πίστωση.  Εαν εγίνετο κάποια πίστωση, αυτή γινόταν για ελάχιστες μέρες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε ότι το βάρος αποδείξεως του ισχυρισμού για εξόφληση, μετατέθηκε στους ώμους εφεσείοντα, επειδή όπως ανάφερε οι συναλλαγές ήταν παραδεκτές, το οποίο όμως δεν κατάφερε να αποσείσει και ως εκ τούτου αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος πέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για το προαναφερόμενο ποσό.

Το Δικαστήριο είχε αποδεχθεί σαν τεκμήριο προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του το βιβλιάριο. Στην απόφασή του όμως έκρινε ότι το τεκμήριο αυτό στερείτο οποιασδήποτε αποδεικτικής αξίας, γιατί αποτελούσε δευτερογενή μαρτυρία μια και δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9. Παρά ταύτα, θεώρησε ότι ενίσχυε ουσιαστικά την αξιοπιστία του εφεσιβλήτου.

Οι λόγοι έφεσης αφορούν την εσφαλμένη εφαρμογή της αρχής του βάρους αποδείξεως σε αστικές υποθέσεις και την αποδοχή μη αποδεκτής μαρτυρίας ως ενισχυτικής της αξιοπιστίας του εφεσιβλήτου.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε ως προς τη διαπίστωση της αρχής του βάρους της απόδειξης σε αστικές υποθέσεις, γιατί εσφαλμένα ερμήνευσε την Προκοπίου v. Παναγή και θεώρησε, ότι ο εφεσίβλητος απέδειξε την υπόθεσή του, επειδή ο εφεσείων παραδέχθηκε το χρέος του και δεν απέσεισε το βάρος της απόδειξης της εξόφλησης του αξιούμενου ποσού. Επίσης, ότι τα βιβλία του εφεσιβλήτου δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ενισχυτικά της αξιοπιστίας του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το γενικό βάρος αποδείξεως σε αστικές υποθέσεις το φέρει ο ενάγων και βασίζεται στην απλή πιθανολόγηση.

2.  Το ειδικό βάρος αποδείξεως αφορά την ανάγκη παρουσίασης [*654]ικανοποιητικής μαρτυρίας για την υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ενός ισχυρισμού που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.

3.  Σύμφωνα με την αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Henderson v. Jenkings & Sons, το γενικό βάρος αποδείξεως της αξίωσης στην κρινόμενη υπόθεση, το έφερε ο εφεσίβλητος και το βάρος αυτό δε μετατοπίσθηκε ποτέ και δεν μπορούσε να μετατοπισθεί στους ώμους του εφεσείοντα. Πέραν αυτού δεν υπήρξε από μέρους του εφεσείοντα παραδοχή του χρέους και ισχυρισμός εξόφλησής του. Ως εκ τούτου, δε δημιουργήθηκε ειδικό βάρος απόδειξης της εξόφλησης του χρέους και η αντίθετη διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Επίσης εσφαλμένη είναι και η θέση, ότι ο εφεσείων, επειδή δεν απέδειξε την εξόφληση, ο εφεσίβλητος θεωρείται ότι απέδειξε την απαίτησή του, ανεξάρτητα με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.

4.  Το Δικαστήριο διέπραξε ακόμα ένα σφάλμα όταν έλαβε υπ’ όψιν μη αποδεκτή μαρτυρία ως ενισχυτική της αξιοπιστίας του εφεσιβλήτου. Εξάλλου οι καταχωρήσεις του Τεκμηρίου 1, δε συνιστούσαν άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία αφού έγιναν από τον ίδιο τον εφεσίβλητο, αλλά ούτε και μαρτυρία ενισχυτική της μνήμης του δεν μπορούσαν να θεωρηθούν, γιατί δεν έγιναν ταυτόχρονα με τη δημιουργία του ισχυριζόμενου χρέους, αλλά πολύ αργότερα σαν αποτέλεσμα διαδοχικών εγγράφων .

5.  Η μαρτυρία του εφεσιβλήτου δεν μπορούσε να κριθεί αξιόπιστη και δεν ήταν ικανή να αποδείξει την αξίωσή του, γιατί στην ουσία βασίστηκε στις εγγραφές και μόνο του Τεκμηρίου 1, που δεν ήταν αποδεκτή μαρτυρία.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Prokopiou v. Panayi (1981) 1 C.L.R. 657,

Henderson v. Henry E, Jenkings & Sons [1969] 3 All E.R. 756.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παπαμιχαήλ, E.Δ.) που δόθηκε στις 30 [*655]Iανουαρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 1302/91) με την οποία επιδικάσθηκε εναντίον του ποσό Λ.K.3.282, ως χρεωστικό υπόλοιπο  από αγορά ποσοτήτων κρεάτων, αμνοεριφίων και παρεμφερών εμπορευμάτων.

Χρ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κυριακίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Χρυσοστομής.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η διαφορά μεταξύ των διαδίκων προέκυψε, όταν μετά από πολυετείς εμπορικές συναλλαγές που αφορούσαν την πώληση από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα στον εφεσείοντα-εναγόμενο, ποσοτήτων κρεάτων, αμνοεριφίων και παρεμφερών εμπορευμάτων, εκκρεμούσε χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του εφεσείοντα συμποσούμενο στο ποσό των £3.282.

Είναι η υπόθεση του εφεσιβλήτου ότι για τις συναλλαγές εκείνες που ο εφεσείων δεν ξοφλούσε, προέβαινε σε σχετική καταχώρηση σε βιβλιάριο. Για τις συναλλαγές εκείνες που εξοφλούντο δεν γινόταν καμιά καταχώρηση. Στο βιβλιάριο του εφεσίβλητου καταχωρούντο και άλλες πιστώσεις που παραχωρούσε σε άλλους και όταν ο χώρος στο βιβλιάριο του εξαντλείτο, τα κατά καιρούς χρεωστικά υπόλοιπα του εφεσείοντα τα μετέφερε σε νέο βιβλιάριο και από μεταφορά σε μεταφορά και εγγραφή νέων πιστώσεων, τελικά όλες οι εγγραφές που στοιχειοθετούν την αξίωση του εφεσίβλητου στην αγωγή του, κατέληξαν να καταγραφούν στο τελευταίο του βιβλιάριο, τεκμήριο 1. Τα χρεωστικά αυτά υπόλοιπα συμποσούνται σε 13 καταχωρήσεις και χρονολογούνται από τις 10.2.91 μέχρι τις 10.8.87. Για τις 13 αυτές καταχωρήσεις ο εφεσίβλητος έδωσε μαρτυρία και τις επανέλαβε διαβάζοντας το βιβλιάριο του, Τεκμήριο 1. Πέραν αυτών τίποτε άλλο δεν θυμόταν. Αν δεν συμβουλευόταν το βιβλιάριο του αυτό, δεν θα θυμόταν οτιδήποτε άλλο για να αποδείξει την υπόθεσή του.

Ο εφεσείων αρνήθηκε την αξίωση του εφεσιβλήτου και ισχυρίστηκε ότι οι συναλλαγές τους δεν εγίνοντο με πίστωση. Εάν εγίνετο κάποια πίστωση, ανέφερε στη μαρτυρία του, αυτή γινόταν για ελάχιστες μέρες. Δεν τηρούσε λογαριασμούς και αυτό που γνώριζε ήταν πως δεν όφειλε κανένα ποσό στον εφεσίβλητο.

[*656]Ο εφεσίβλητος δημιούργησε καλύτερη εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο όσον αφορά την αξιοπιστία του και θεωρώντας με βάση τις αρχές που τέθηκαν στην Προκοπίου ν. Παναγή (1981) 1 Α.Α.Δ. 657, ότι το βάρος της απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους του εφεσείοντα, επειδή όπως ανάφερε οι συναλλαγές ήταν παραδεκτές. Έτσι κατέληξε ότι ο εφεσείων σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν κατάφερε να αποσείσει από τους ώμους του το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του για εξόφληση και κατά συνέπεια αποφάσισε ότι ο εφεσίβλητος πέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για το προαναφερόμενο ποσό.

Το βιβλιάριο του εφεσίβλητου παρόλο που το Δικαστήριο μετά από ένσταση ως προς τη δεκτότητα του το απεδέχθη σαν τεκμήριο προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του, στο στάδιο της απόφασης έκρινε, ορθά κατά τη γνώμη μας, ότι το τεκμήριο αυτό στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής αξίας, γιατί αποτελούσε δευτερογενή μαρτυρία μια και δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9. Παρά ταύτα, θεώρησε ότι τόσο το βιβλιάριο αυτό όσο και άλλο παρόμοιο βιβλιάριο που έγινε αποδεκτό σαν τεκμήριο 2, ενισχύουν ουσιαστικά την αξιοπιστία του εφεσίβλητου.

Οι λόγοι της έφεσης είναι συναφείς και αλληλένδετοι και γι’ αυτό το λόγο θα τους εξετάσουμε συλλογικά. Οι λόγοι αυτοί όπως διατυπώθηκαν τελικά και όπως αναπτύχθηκαν ενώπιον μας, προβάλλουν τη θέση πως το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε ως προς τη διατύπωση της αρχής του βάρους της απόδειξης σε αστικές υποθέσεις, γιατί εσφαλμένα ερμήνευσε την Προκοπίου v. Παναγή (ανωτέρω) και θεώρησε, ότι ο εφεσίβλητος απέδειξε την υπόθεσή του, επειδή ο εφεσείων παρεδέχθη το χρέος του και δεν απέσεισε το βάρος της απόδειξης της εξόφλησης του αξιούμενου ποσού. Επίσης διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι τα βιβλία του εφεσίβλητου, τεκμήρια 1 και 2, που κρίθηκαν ως μη αποδεκτή μαρτυρία, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ενισχυτικά της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ανάφερε περαιτέρω ότι το βάρος της απόδειξης της υπόθεσης το φέρει ο ενάγων, ο οποίος θα πρέπει να παρουσιάσει αρκετή μαρτυρία για να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δικαιούται να κερδίσει την υπόθεσή του. Στην υπό κρίση υπόθεση είπε, δεν υπάρχει ίχνος απόδειξης και αξιόπιστης μαρτυρίας που να τεκμηριώνει και να στοιχειοθετεί την απαίτηση του εφεσίβλητου.  Κατά συνέπεια, δεν τίθεται θέμα με[*657]τατόπισης του βάρους της απόδειξης στον εφεσείοντα.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ανάφερε ότι υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου η μαρτυρία του εφεσίβλητου και ότι το Τεκμήριο 1 το χρησιμοποίησε προς ενίσχυση της μνήμης του. Επίσης ότι το τεκμήριο αυτό το Δικαστήριο το θεώρησε ενισχυτικό της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου και όχι ενισχυτικό της μαρτυρίας του.  Επομένως, ορθά το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης, αφού υπήρχε ενώπιον του η αξιόπιστη μαρτυρία του εφεσίβλητου που αποδεικνύει τις συναλλαγές που στοιχειοθετούν την αξίωση του.

Το γενικό βάρος απόδειξης σε αστικές υποθέσεις το φέρει ο Ενάγων και βασίζεται στην απλή πιθανολόγηση.

Το ειδικό βάρος απόδειξης αφορά την ανάγκη παρουσίασης ικανοποιητικής μαρτυρίας για την υποστήριξη ενός επιδίκου θέματος ή ενός ισχυρισμού που μετατοπίζει το βάρος στην άλλη πλευρά να απαντήσει ικανοποιητικά για να αποσείσει εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα που δημιουργήθηκε.

Η αρχή αυτή διατυπώθηκε στην υπόθεση Henderson v. Henry E, Jenkings & Sons [1969] 3 All E.R. 756, όπου στις σελ. 766 ο Λόρδος Δικαστής Pearson, ανέφερε τα ακόλουθα:

“LORD PEARSON:  My Lords, in my opinion, the decision in this appeal turns on what is sometimes called “the evidential burden of proof” which is to be distinguished from the formal (or legal or technical) burden of proof. Passages which bear on this distinction will be found in Esso Petroleum Co. Ltd. v. Southport Corpn., per Devlin, J. and per Lord Radckuffe and in Barkway v. South Wales Transport Co. Ltd per Lord Ported and per Lord Normand. For the purposes of the present case the distinction can be simply stated in this way. In an action for negligence the plaintiff must allege and has the burden of proving, that the accident was caused by negligence on the part of the defendants. That is the issue throughout the trial, and in giving judgment at the end of the trial the judge has to decide whether he is satisfied on a balance of probabilities that the accident was caused by negligence on the part of the defendants, and if he is not so satisfied the plaintiffs action fails.  The formal burden of proof does not shift. But if in the course of the trial there is proved a set of fact which raises a prima facie inference that the [*658]accident was caused by negligence on the part of the defendants, the issue will be decided in the plaintiffs favour unless the defendants by their evidence provide some answer which is adequate to displace the prima facie inference In this situation there is said to be an evidential burden of proof resting on the defendants.  I have some doubts whether it is strictly correct to use the expression “burden of proof” with this meaning, as there is a risk of it being confused with the formal burden of proof, but it is a familiar and convenient usage.”

Το πιο πάνω απόσπασμα από την Henderson αναφέρθηκε στην Procopiou v. Panayi (ανωτέρω), στις σελ. 660 και 661, πλην όμως η αρχή που διατυπώθηκε δεν ήταν εφαρμόσιμη στην υπόθεση εκείνη.

Επομένως στην υπό κρίση υπόθεση το γενικό βάρος απόδειξης της αξίωσης του το έφερε ο εφεσίβλητος και το βάρος αυτό δεν μετατοπίστηκε ποτέ και δεν μπορούσε να μετατοπισθεί στους ώμους του εφεσείοντα. Πέραν τούτου δεν υπήρξε από μέρους του εφεσείοντα παραδοχή του χρέους και ισχυρισμός εξόφλησής του. Τουναντίον η θέση του από την αρχή ήταν η γενική άρνηση του χρέους και η εξόφληση κάθε συναλλαγής χωρίς να μένουν υπόλοιπα. Επομένως, δεν δημιουργήθηκε ειδικό βάρος απόδειξης της εξόφλησης του χρέους και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δημιουργήθηκε είναι λανθασμένη. Επίσης είναι λανθασμένη η θέση, ότι ο εφεσείων επειδή δεν απέδειξε την εξόφληση, ο εφεσίβλητος θεωρείται ότι απέδειξε την απαίτησή του, ανεξάρτητα με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Μια τέτοια αντιμετώπιση αντιβαίνει με τον κανόνα του γενικού βάρους απόδειξης σε αστικές υποθέσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσον είχε ενώπιον του επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία που να τεκμηριώνει και αποδεικνύει την αξίωση του εφεσίβλητου. Μια τέτοια προσέγγιση δεν έγινε και παρόλο που σε κάποιο στάδιο της απόφασης του χαρακτηρίζει την μαρτυρία του εφεσίβλητου αξιόπιστη, εντούτοις και πάλι υπεισέρχεται στην αξιολόγησή του αυτή, η μαρτυρία του περιεχομένου των βιβλιαρίων του εφεσίβλητου, την οποία θεωρεί ενισχυτική της αξιοπιστίας του. Όμως, αυτά τα βιβλιάρια όπως ορθά τελικά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο στερούνται οποιασδήποτε αποδεικτικής αξίας, γιατί δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.  Επομένως, μια τέτοια μη αποδεκτή μαρτυρία δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο για οποιοδήποτε λόγο, ούτε και ως ενισχυτική έστω της αξιοπιστίας του εφεσίβλητου. Εξάλλου οι καταχωρήσεις [*659]που έγιναν σ’ αυτές ήταν καταχωρήσεις του ίδιου του εφεσίβλητου και δεν συνιστούσαν άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία.  Ακόμα ούτε και μαρτυρία ενισχυτική της μνήμης του εφεσίβλητου δεν μπορούσε να θεωρηθεί, γιατί οι σημειώσεις του Τεκμήριο 1 δεν έγιναν από τον εφεσίβλητο ταυτόχρονα με τη δημιουργία του ισχυριζόμενου χρέους, αλλά πολύ αργότερα σαν αποτέλεσμα διαδοχικών εγγράφων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του τη μαρτυρία του εφεσίβλητου η οποία στηρίχθηκε και αντλείτο αποκλειστικά από τις εγγραφές στο βιβλιάριο Τεκμήριο 1. Πέραν αυτών των εγγραφών, ο εφεσίβλητος παραδέχτηκε στη μαρτυρία του ότι ο ίδιος δεν θυμόταν οτιδήποτε άλλο σχετικό με το ισχυριζόμενο χρέος του εφεσείοντα. Απλώς ανάγνωσε τις καταχωρήσεις στο Τεκμήριο 1. Άλλη μαρτυρία δεν υπήρξε. Μια τέτοια μαρτυρία δεν μπορούσε να κριθεί αξιόπιστη και δεν ήταν ικανή να αποδείξει την αξίωση του Εφεσίβλητου, γιατί στην ουσία βασίστηκε στις εγγραφές και μόνο του βιβλιαρίου, Τεκμήριο 1, που δεν ήταν αποδεκτή μαρτυρία.

Κατά συνέπεια, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα τόσον πρωτόδικα όσον κατ’ έφεση εις βάρος του εφεσίβλητου.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο