Tροκκούδης Xρύσανθος ν. Kώστα Πέτρου κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 683

(1998) 1 ΑΑΔ 683

[*683]10 Απριλίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΤΡΟΚΚΟΥΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

1. ΚΩΣΤΑ ΠΕΤΡΟΥ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΕΚΛΟΓΩΝ

    ΚΩΣΤΑ ΓΙΩΡΓΑΛΛΙΔΗ,

3. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

4. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

(Αίτηση Αρ. 4/97)

 

Ερμηνεία νόμων — Όπου η γραμματική ερμηνεία νομοθετικής διάταξης, οδηγεί σε καταφανώς άτοπα αποτελέσματα και το λάθος στη διάρθρωση της νομοθεσίας είναι πασίδηλο, παρέχεται η δυνατότητα αποφυγής της ερμηνείας που θα οδηγούσε σε τέτοια αποτελέσματα.

Συνταγματικό Δίκαιο — Κανονιστική εξουσία για τη διάρθρωση των θεσμών — Εναποτίθεται, δυνάμει του Άρθρου 163 του Συντάγματος, στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Κατά την ακρόαση της παρούσας εκλογικής αίτησης, η οποία θεμελιώνεται στις πρόνοιες του Κ.6(2) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981 και τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα του Κ.25 του Διαδικαστικού Κανονισμού, έγινε εκτεταμένη συζήτηση ως προς το αντικείμενο του Κ.6 (2) και ειδικά, κατά πόσο η υποχρέωση για την καταχώρηση του καταλόγου ενστάσεων βαρύνει τον καθ’ ου η αίτηση, όπως ορίζεται, ή τον αιτητή, όπως είναι φυσιολογικό.

Αποφασίστηκε ότι:

Το παράλογο των προνοιών του Κ.6 (2), όπως είναι διατυπωμένες, είναι απροκάλυπτο· αναμένεται από τον καθ’ ου η αίτηση, του [*684]οποίου η εκλογή αμφισβητείται, να εξειδικεύσει τους λόγους για τους οποίους είναι παράνομη. Εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του, θα οδηγούσε όντως σε άτοπα αποτελέσματα. Ενστάσεις σε Εκλογική Αίτηση προβάλλονται εξ αντικειμένου από τον αιτητή, ο οποίος έχει και την υποχρέωση εξειδίκευσής τους. Όπου η γραμματική ερμηνεία νομοθετικής διάταξης οδηγεί σε καταφανώς άτοπα αποτελέσματα και το λάθος στη νομοθεσία είναι πασίδηλο, παρέχεται η δυνατότητα αποφυγής της ερμηνείας που θα οδηγούσε σε τέτοια αποτελέσματα. Θα ληφθεί μέριμνα ούτως ώστε το κείμενο του Κ.6 (2) να τεθεί υπ’ όψιν του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την κανονιστική εξουσία για τη διάρθρωση των θεσμών, προς θεώρηση.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Synek Ltd. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 162,

Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86.

Aίτηση.

Ενδιάμεση αίτηση σε Εκλογική Aίτηση η οποία θεμελιώνεται στις πρόνοιες του K.6(2) του περί Eκλογής Mελών της Bουλής των Aντιπροσώπων (Eκλογικαί Aιτήσεις) Διαδικαστικού Kανονισμού του 1981 και ειδικώτερα στο κατά πόσο η υποχρέωση για την καταχώρηση του καταλόγου ενστάσεων βαρύνει τον καθ’ ου η αίτηση, όπως ορίζεται, ή τον αιτητή, όπως είναι φυσιολογικό.

Ν. Γιαπανάς, για τον Aιτητή.

Α. Μάγος, για τον Kαθ’ ου η αίτηση 1.

Γ. Φράγκου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  H αίτηση θεμελιώνεται στις πρόνοιες του Κ.6(2) του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Εκλογικαί Αιτήσεις) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1981, ο οποίος καθορίζει τη διαδικασία που διέπει την υποβολή και εκ[*685]δίκαση Εκλογικών Αιτήσεων. (Βλ. και τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που διέπουν την υποβολή ενδιάμεσων αιτήσεων και συγκεκριμένα του Κ.25 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος καθιστά εφαρμοστέες, τηρουμένων των αναλογιών, τις διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σε θέματα που δεν ρυθμίζονται από τον Διαδικαστικό Κανονισμό).

Ο Κ.6(2) προβλέπει:

«Οσάκις ο καθ’ ου η αίτησις εις εκλογικήν αίτησιν, εις την οποίαν υπάρχει ισχυρισμός δι’ απρεπή εκλογήν και απαιτείται η έδρα δι’ ωρισμένον άλλο πρόσωπον, προτίθεται να δώση μαρτυρίαν, δια ν’ αποδείξη ότι το πρόσωπον εκείνο δεν εξελέγη δεόντως, ο καθ’ ου η αίτησις δέον όπως ουχί ολιγώτερον των επτά ημερών προ της ημέρας της ορισθείσης δια την ακρόασιν της εκλογικής αιτήσεως, καταχωρήση κατάλογον των ενστάσεών του, κατά της εκλογής του προσώπου εκείνου, επί των οποίων προτίθεται να βασισθή και επιδώση αντίγραφον του καταλόγου εις τον αιτητήν και εις τον Έφορον Εκλογής.»

Καθίσταται πρόδηλο, από το κείμενο του Κ.6(2), ότι δεν προβλέπεται η εξασφάλιση άδειας για την προσαγωγή μαρτυρίας προς απόδειξη των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση της εκλογής του καθ’ ου η αίτηση. Η διαδικασία, η οποία ακολουθείται κατά την ακρόαση Εκλογικής Αίτησης, είναι η ίδια με εκείνη η οποία ισχύει στην πολιτική δίκη.  Αυτό προβλέπεται ρητά από τον Κ.22, ο οποίος ορίζει:

«Τηρουμένων των προνοιών των παρόντων Κανονισμών κατά την ακρόασιν εκλογικής αιτήσεως δέον όπως, εις ον βαθμόν τούτο είναι δυνατόν, ακολουθήται η διαδικασία η ακολουθούμενη κατά την ακρόασιν πολιτικής αγωγής ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου.»

Συνεπώς, δε χρειάζεται άδεια για την προσαγωγή μαρτυρίας για την απόδειξη των ισχυρισμών οι οποίοι προβάλλονται.

Το αντικείμενο του Κ.6(2) δεν είναι η παροχή άδειας για την προσαγωγή μαρτυρίας  αλλά, ο προσδιορισμός, με τον τρόπο ο οποίος προβλέπεται, των λόγων στους οποίους βασίζεται η ένσταση στην εκλογή του αναδειχθέντος σε αιρετό αξίωμα.

Κατά την ακρόαση της αίτησης έγινε εκτεταμένη συζήτηση ως προς το αντικείμενο του Κ.6(2) και ειδικά, κατά πόσο η υποχρέ[*686]ωση για την καταχώρηση του καταλόγου ενστάσεων βαρύνει τον  καθ’ ου η αίτηση, όπως ορίζεται, ή τον αιτητή όπως είναι φυσιολογικό. To παράλογο των προνοιών του Κ.6(2), όπως είναι διατυπωμένες, είναι απροκάλυπτο· αναμένεται από τον καθ’ ου η αίτηση, του οποίου η εκλογή αμφισβητείται, να εξειδικεύσει τους λόγους για τους οποίους είναι παράνομη. Εφαρμογή του Κ.6(2), σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του θεσμού αυτού, θα οδηγούσε όντως σε άτοπα αποτελέσματα. Ενστάσεις, σε Εκλογική Αίτηση, προβάλλονται εξ αντικειμένου από τον αιτητή ο οποίος έχει και την υποχρέωση εξειδίκευσής τους. Όπου, γραμματική ερμηνεία νομοθετικής διάταξης οδηγεί σε καταφανώς άτοπα αποτελέσματα και το λάθος στη διάρθρωση της νομοθεσίας είναι πασίδηλο, παρέχεται η δυνατότητα αποφυγής της ερμηνείας που θα οδηγούσε σε τέτοια αποτελέσματα. Το θέμα αυτό και η σχετική νομολογία εξετάζονται στο σύγγραμμα Craies on Statute Law - Seventh Edition, στη σελ.86 και επέκεινα.  Κατά τα άλλα, η τελεολογική μέθοδος ερμηνείας των νόμων δεν καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει την απόκλιση από ρητές νομοθετικές διατάξεις.  (Βλ. Synek Ltd. v. Republic (1987) 3 C.L.R. 162. K.O.T. v. Παπαδόπουλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86.)  Δεν θα διερευνήσουμε το θέμα περαιτέρω εφόσον τούτο δεν είναι αναγκαίο για την επίλυση του επιδίκου θέματος της αίτησης.  Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η αίτηση είναι απορριπτέα. Θα μεριμνήσουμε ώστε να τεθεί υπόψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο οποίο εναποτίθεται η κανονιστική εξουσία για τη διάρθρωση των θεσμών, (Άρθρο 163 του Συντάγματος), το κείμενο του Κ.6(2) προς θεώρηση.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο