Bαρδιάνος Πάνος Π. ν. Edwin John Thomas Richards (1998) 1 ΑΑΔ 698

(1998) 1 ΑΑΔ 698

[*698]14 Απριλίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΟΣ Π. ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 1,

v.

EDWIN JOHN THOMAS RICHARDS,

Eφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9112)

 

Έφεση — Αίτηση για επαναφορά έφεσης που απορρίφθηκε λόγω της μη τήρησης των χρονοδιαγραμμάτων για τροποποίηση των λόγων έφεσης και για υποβολή περιγράμματος αγόρευσης — Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος ή την παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση των διαδικαστικών διαδικασιών — Το Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία επαναφοράς έφεσης, εκτός σε περιπτώσεις όπου η άρνηση επαναφοράς θα παραβίαζε το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος.

Η έφεση είχε οριστεί για ακρόαση απευθείας στις 25.2.97 μπροστά σε άλλη σύνθεση του Εφετείου. Αναβλήθηκε για προδικασία σε τρεις περιπτώσεις. Στο μεταξύ απέθανε ο δικηγόρος του εφεσείοντα. Κατά την επόμενη δικάσιμο, στις 7.7.97, ο αντικαταστάτης του παραιτήθηκε γιατί δεν ακολούθησε τις οδηγίες του ο εφεσείων. Ο νεοδιορισθείς δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε νέα αναβολή και η έφεση ορίστηκε στις 18.9.97. Κατά την εν λόγω ημερομηνία ο δικηγόρος αποχώρησε ύστερα από άδεια του δικαστηρίου και ανέλαβε ο τωρινός δικηγόρος του εφεσείοντα ο οποίος, όπως δήλωσε, δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο να την μελετήσει λόγω του ότι του ανατέθηκε κατά τη διάρκεια θερινών διακοπών. Το δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση οδηγιών για συμπλήρωση της προδικασίας. Η περίοδος για κατάθεση του περιγράμματος αγόρευσης καθορίστηκε σε 60 ημέρες. Η περίοδος αυτή παρήλθε άπρακτη. 

Στις 13.11.97 - και προτού λήξει ο χρόνος - υποβλήθηκε αίτηση για παράταση και στις 28.11.97 δόθηκε παράταση 30 ημερών, αφού συγκατένευσε και η άλλη πλευρά.  Στις 23.12.97 υποβλήθηκε αίτηση για τροποποίηση των λόγων έφεσης. Ο εφεσείων ζήτησε να προσθέ[*699]σει και 14ο λόγο έφεσης που άπτετο της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Η προθεσμία έληξε χωρίς να υπάρξει και πάλιν συμμόρφωση. Ακολούθησε η απόρριψη στις 9.1.98 και η κρινόμενη αίτηση με την οποία, εκτός από διάταγμα επαναφοράς επιδιώκεται και η έκδοση οδηγιών που θα επιτρέψουν την εκδίκαση της έφεσης.

Η ουσία της αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα ήταν ότι, η παράλειψη του δικηγόρου δεν πρέπει να έχει αρνητικές συνέπειες στα δικαιώματα που εξασφαλίζει το Σύνταγμα στον εφεσείοντα και συγκεκριμένα το Άρθρο 30.3 (β).

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο περί Εφέσεων (Προδικασία κ.λ.π.) Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996 δεν περιέχει πρόνοιες για αναβίωση έφεσης που απορρίφθηκε λόγω μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις του. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αποκλείεται η ανάληψη δικαιοδοσίας. Σε ανάλογη περίπτωση, που έφεση απορρίφθηκε κάτω από τη Δ.35, θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για παράλειψη του εφεσείοντα να εμφανιστεί κατά την ακρόαση, κρίθηκε ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3.(β) του Συντάγματος ήταν η μοναδική δικαιοδοτική βάση για την άσκηση αρμοδιότητας επαναφοράς. Όμως η άσκηση της εξουσίας αυτής ασκείται με φειδώ.

2. Η παράλειψη ή η αμέλεια του δικηγόρου να καταχωρήσει εμπρόθεσμα την έφεσή του, δε συνιστά από μόνη της ικανοποιητικό λόγο  για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, υπέρ της παράτασης της προθεσμίας.

3. Η μόνη εξαίρεση ήταν η υπόθεση Apeyitos v. The Police  η οποία όμως, όπως αποφασίστηκε σε μεταγενέστερη υπόθεση, δε δημιουργεί αρχή δικαίου που να την καθιερώνει σαν δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο.

4. Η πρόθεση εκ μέρους διαδίκου να συνεχίσει τη διαδικασία δεν είναι αφ’ εαυτής αποφασιστική για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

5. Ο εφεσείων, στην παρούσα υπόθεση, δεν τήρησε τα χρονοδιαγράμματα που έθεσε το Δικαστήριο. Δε δόθηκε καμιά βάσιμη δικαιολογία για ικανοποίηση του αιτήματος.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

[*700]Aναφερόμενες υποθέσεις:

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος v. Χριστοφόρου (1993) 1 Α.Α.Δ. 470,

Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ v. Ουστά (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,

Pavlou v. Cacoyiannis (1963) 2 C.L.R. 405,

Σολιάτης και Συνεργάται v. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162,

Vipa Pika Disco Ltd κ.ά. v. Happy Streets Disco Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 1064,

Χόππη v. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140,

Apeyitos v. Police (1968) 2 C.L.R. 229,

Royal Insurance Ltd. v. Δήμου Λεμεσού (1995) 2 Α.Α.Δ. 185,

Grand Metropolitan Nominee (No. 2) Co. Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992,

Μιχαηλίδης v. Χρίστου (1996) 1(B) A.A.Δ. 1190,

Κληρίδης v. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348,

Άλκης Χ. Χατζηκυριάκος (Μπισκόττα Φρου- Φρου) Λτδ v. Terzian Trading House Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 102.

Έφεση.

Aίτηση από τον εφεσείοντα-εναγόμενο 1 για επαναφορά της έφεσής του στο πινάκιο των υπό εκδίκαση υποθέσεων, μετά που αυτή απορρίφθηκε λόγω παράλειψης του εφεσείοντα να καταχωρήσει το περίγραμμα αγόρευσής του, μέσα στην προθεσμία που του δόθηκε.

Δ. Αραούζος, για τον Εφεσείοντα-Aιτητή.

Μ. Ζαμπακίδου για Α. Αδαμίδη, για τον Εφεσίβλητο-Kαθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δι[*701]καστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Έχουμε ενώπιόν μας αίτηση από τον εφεσείοντα ημερ. 6/2/98 για επαναφορά της έφεσης του με αρ. 9112 στο πινάκιο των προς εκδίκαση υποθέσεων. Είχε προηγηθεί διάταγμα απόρριψής της, που εκδώσαμε κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 13(ε) του περί Εφέσεων (Προδικασία κ.λ.π.) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (δημοσιεύθηκε στις 22/3/96 με αρ. 3048). Και τούτο διότι ο εφεσείων παρέλειψε να καταχωρήσει μέσα στην προθεσμία που του δόθηκε, υπό τις παρακάτω συνθήκες, το περίγραμμα της αγόρευσής του.

Ο εφεσίβλητος αντιτίθεται. Επικαλείται κυρίως το ιστορικό των αναβολών, που ζήτησε ο εφεσείων κατά την προδικασία και την καθυστέρηση που αναπόφευκτα συνεπάγονται. Και υποβάλλει ότι η συμπεριφορά του εφεσείοντα δε δικαιολογεί την παροχή της αιτούμενης θεραπείας. Ομολογουμένως χρειάζεται μια σύντομη, έστω, αναδρομή σε αυτό. Θα διαγραφεί ολοκληρωμένο το πλαίσιο, που οδήγησε στο διάβημα. Και θα μπορεί να αξιολογηθεί η εισήγηση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων.

Η έφεση είχε οριστεί για ακρόαση απευθείας στις 25/2/97 μπροστά σε άλλη σύνθεση. Ωστόσο αναβλήθηκε για προδικασία σε τρεις περιπτώσεις. Στο μεταξύ απέθανε ο δικηγόρος που διόρισε αρχικά ο εφεσείων. Κατά την επόμενη δικάσιμο, στις 7/7/97, ο αντικαταστάτης του παραιτήθηκε, με την άδεια του δικαστηρίου, γιατί ο εφεσείων δεν ήθελε να ακολουθήσει τις οδηγίες του.  Ο νεοδιορισθεις δικηγόρος του Ε. Μυριανθέας ζήτησε νέα αναβολή για να μελετήσει την υπόθεση. Ο αντίδικος του δεν εναντιώθηκε, αλλά ζήτησε σύντομη δικάσιμο. Ορίστηκε στις 18/9/97.

Κατά την εν λόγω ημερομηνία ο κ. Μυριανθέας αποχώρησε ύστερα από άδεια του δικαστηρίου. Το σχετικό πρακτικό δεν καταγράφει το λόγο. Και ανέλαβε ο τωρινός δικηγόρος του εφεσείοντα που, όπως ο ίδιος είχε τότε δηλώσει, του ανατέθηκε η υπόθεση στη διάρκεια των θερινών διακοπών. Και δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο να τη μελετήσει. Το δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση οδηγιών για συμπλήρωση της προδικασίας κατόπιν κοινού αιτήματος των δικηγόρων.  Κατά παράκληση του κ. Αραούζου - και κατ’ εξαίρεση - καθόρισε την περίοδο για κατάθεση του περιγράμματος αγόρευσης του εφεσείοντα σε 60 ημέρες. Ο συνήγορος πρόβαλε ως δικαιολογία για τον πρόσθετο χρόνο τον όγκο των πρακτικών που, ας λεχθεί εν παρόδω, με την πρωτόδικη απόφαση ήταν 469 σελίδες. Και επίσης ότι δεν είχε χειρισθεί [*702]εξ αρχής την υπόθεση. Η μακρά αυτή προθεσμία των 60 ημερών παρήλθε άπρακτη.

Στις 13/11/97 - και προτού λήξει ο χρόνος - υποβλήθηκε αίτηση για παράταση με την ίδια αιτιολογία, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση του κ. Αραούζου, που συνόδευσε την αίτηση.  Πρόσθετα ανέφερε σε αυτή ότι “... μεσολάβησαν αρκετές άλλες ακροάσεις και εργασία που δυσχέρενε ακόμη (διατηρούμε την ορθογραφία του κειμένου) περισσότερο το έργο μου”. Της νέας αυτής αίτησης επιλήφθηκε στις 28/11/97 το Εφετείο με την παρούσα του σύνθεση. Και παρέτεινε το χρόνο, όπως ζητήθηκε, για 30 ημέρες από την έκδοση του διατάγματος, δηλαδή, από τις 28/11/97. Ας σημειωθεί ότι λήφθηκε υπόψη και η στάση του εφεσιβλήτου. Συγκατάνευσε. Η προθεσμία έληξε (στις 28/12/97) χωρίς να υπάρξει πάλιν συμμόρφωση.  Ακολούθησε, ως προελέχθη, η απόρριψη στις 9/1/98· και η κρινόμενη αίτηση με την οποίαν, εκτός από διάταγμα επαναφοράς, επιδιώκεται και η έκδοση οδηγιών που θα επιτρέψουν την εκδίκαση της έφεσης.

Αυτό που λείπει από την εικόνα είναι η αίτηση τροποποίησης των λόγων της έφεσης, που ο εφεσείων καταχώρησε στις 23/12/97· και το Πρωτοκολλητείο όρισε για τις 27/1/98. Ο εφεσείων ζήτησε να προσθέσει ως 14ο λόγο έφεσης θέμα που άπτεται της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου (και δεν είχε θιγεί πρωτόδικα) ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε να δώσει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έγγραφη γνωστοποίηση, σύμφωνα με το άρθρ. 67 (όπως τροποποιήθηκε) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.  Ειδικά στο σημείο αυτό αντιτάχθηκε ότι το θέμα θα μπορούσε να εγερθεί και στο στάδιο της έφεσης χωρίς να είναι απαραίτητο, λόγω της φύσης του, να περιληφθεί εξειδικευτικά στο εφετήριο. Και πως, εν πάση περιπτώσει, η πρωτόδικη απόφαση δεν στηρίχθηκε “σε ισχυρισμό ή αξίωση του ενάγοντα που σχετίζεται με τις πρόνοιες του άρθρ. 67 του Κεφ. 148”.

Η αίτηση τροποποίησης αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα του επιχειρήματος του εφεσείοντα, που ο δικηγόρος του παρουσίασε να έχει δύο όψεις:  (1) η μια να δείχνει πως ο εφεσείων δεν είχε πρόθεση εγκατάλειψης της έφεσης. και (2) η άλλη ότι ο δικηγόρος πίστευε καλόπιστα πως δε χρειαζόταν ενόψει της αίτησης τροποποίησης, οποιοδήποτε άλλο διάβημα. Υπό τις συνθήκες αυτές θα ήταν άδικο, κατά την αντίληψή του, να μη δοθούν οδηγίες για αναγέννηση και προώθηση της έφεσης. Η ουσία της αγόρευσης είναι ότι η παράλειψη του δικηγόρου δεν πρέπει να έχει αρνητικές συνέπειες στα δικαιώματα που εξασφαλίζει το Σύ[*703]νταγμα στον εφεσείοντα. Για ενίσχυση των θέσεων του μας παρέπεμψε στην υπόθεση Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος ν. Χριστοφόρου (1993) 1 Α.Α.Δ. 470.

Οι παραπάνω θεσμοί προδικασίας δεν περιέχουν πρόνοιες για την αναβίωση έφεσης που απορρίφθηκε λόγω μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις τους. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αποκλείεται η ανάληψη δικαιοδοσίας. Σε ανάλογη περίπτωση, που έφεση απορρίφθηκε, κάτω από τη Δ.35, θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, για την παράλειψη του εφεσείοντα να εμφανιστεί κατά την ακρόαση, κρίθηκε ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρ. 30.3(β) του Συντάγματος ήταν η μοναδική δικαιοδοτική βάση για την άσκηση αρμοδιότητας επαναφοράς: Τουβλοποιεία Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109. Όμως την άσκηση της εξουσίας αυτής δεν τη χαρακτηρίζει αφειδία.

Παρατηρούμε ότι οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας προϊσχυαν του Συντάγματος. Αλλά αποφασίστηκε, στην υπόθεση που μόλις αναφέρθηκε, ότι ήταν δυνατή η προσαρμογή και εναρμόνιση τους με τις συνταγματικές διατάξεις.  Η καταληκτική παράγραφος της απόφασης Τουβλοποιεία Γίγας Λτδ., ανωτέρω, στη σελ. 113 παρέχει και την ουσία της απόφασης:

“Οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι υφίσταντο κατά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, υπόκεινται κατά την εφαρμογή τους (Άρθρο 188.1) σε εναρμονισμό προς το Σύνταγμα (βλ. μεταξύ άλλων, The United Bible Societies (Gulf) v. Χατζηκακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395). Η προσαρμογή αυτή περιορίζει την εξουσία για επαναφορά έφεσης η οποία απορρίπτεται βάσει της Δ.35, θ.13 στις περιπτώσεις που η επαναφορά έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος.  Αυτό είναι το θεμέλιο της δικαιοδοσίας μας και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο θα εξετάσουμε το εγερθέν θέμα.”

Η ίδια συνταγματική διάταξη προσφέρει τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας μας, κατά μείζονα λόγο, για τους παραπάνω κανονισμούς, που θεσπίστηκαν μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. Η υπόθεση Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ανωτέρω, που μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, δεν προωθεί τη θέση του. Απορρίπτοντας την αίτηση επαναφοράς έφεσης, δυνάμει της Δ.35, θ.22 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το δικαστήριο υπογράμμισε τα εξής:

“Δεν μας έχει υποδειχθεί οποιαδήποτε υπόθεση στην οποία η [*704]παράλειψη ή η αμέλεια του δικηγόρου να καταχωρήσει εμπρόθεσμα την έφεση του έχει θεωρηθεί από μόνη της ως ικανοποιητικός λόγος για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου υπέρ της παράτασης της προθεσμίας.”

Βλέπε, μεταξύ άλλων, και τις υποθέσεις Pavlou v. Cacoyiannis (1963) 2 C.L.R. 405, Σολιάτης και Συνεργάται ν. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162, Vipa Pika Disco Ltd. κ.α. v. Happy Streets Disco Ltd. (1993) 1 A.A.Δ. 1064, Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140.

Η μόνη εξαίρεση ήταν η υπόθεση Apeyitos v. The Police (1968) 2 C.L.R. 229, στην οποία διατάχθηκε επανεκδίκαση υπόθεσης, που οφειλόταν σε ασυνεννοησία, αναφορικά με την ημερομηνία ακρόασης, με αποτέλεσμα να μην παραστεί κατ’ αυτήν ο συνήγορος.  Όμως στην υπόθεση Royal Insurance Ltd. ν. Δήμου Λεμεσού (1995) 2 Α.Α.Δ. 185, το Εφετείο, στη σελ. 190, δεν ακολούθησε την Apeyitos, ανωτέρω, για τον εξής λόγο:

“Υπάρχει εντούτοις βαθύτερος λόγος που δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε την Apeyitos. Όπως προκύπτει με καθαρότητα από το σκεπτικό της απόφασης που παραθέσαμε δε δημιουργεί ούτε υπαινίσσεται οποιαδήποτε αρχή δικαίου που να την καθιερώνει σαν δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο.”

Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών.  Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της. Μας ενισχύουν, σε αυτή τη θέση, τα λεχθέντα στην υπόθεση Grand Metropolitan Nominee (No 2) Co Ltd v. Evans, The Times Law Reports, May 15, 1992:

“The court should not be astute to find excuses for such failure since obedience to orders of the court is the foundation on which its authority is founded.”

Βλέπε επίσης Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1190, Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348.

Διαφορετική αντιμετώπιση θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην απονομή της δικαιοσύνης. Ως προς την πρόθεση του [*705]διαδίκου την απάντηση έδωσε η απόφαση στην Άλκης Χ. Χατζηκυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ. ν. Τerzian Trading House Ltd. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 102:

“Η απουσία πρόθεσης εκ μέρους του διαδίκου να εγκαταλείψει τη διαδικασία δεν είναι αφεαυτής αποφασιστική για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.”

Εδώ παρασχέθηκε στον εφεσείοντα κάθε ευκαιρία να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου έγκαιρα τόσο το θέμα τροποποίησης όσο και το περίγραμμα της αγόρευσής του. Δεν το έπραξε. Ούτε όταν ζήτησε και του χορηγήθηκε άλλη μακρά παράταση 30 ημερών και μάλιστα από το χρόνο που εκδόθηκε το διάταγμα παράτασης. Και τα δύο χρονοδιαγράμματα που έθεσε το δικαστήριο δεν τηρήθηκαν. Δε δόθηκε καμιά βάσιμη δικαιολογία για ικανοποίηση του αιτήματος.

Η αίτηση για επαναφορά απορρίπτεται. Με έξοδα.

H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο