Παρισινού Άθως K. ν. Ξάνθου Xαραλαμπίδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 781

(1998) 1 ΑΑΔ 781

[*781]30 Απριλίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΆΘΩΣ Κ. ΠΑΡΙΣΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΞΑΝΘΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

 

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9300)

 

Διαθήκες — Απαραίτητες προϋποθέσεις για νομότυπη κατάρτιση διαθήκης — Ο περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος Κεφ.195, Άρθρο 23 — Ποία η έννοια της επιβεβαίωσης στο Άρθρο 23(γ) του Νόμου.

Διαθήκες — Αναγνώριση εγκυρότητας διαθήκης — Εφαρμοστέες αρχές ως προς την εξέταση του θέματος αυτού από το Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα για αναγνώριση εγκυρότητας της διαθήκης της θείας του Άννας Ξ. Χαραλαμπίδη, στην οποία ο ίδιος κατονομαζόταν ως κληροδόχος λόγω του ότι δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 23 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195 και συγκεκριμένα η πρόνοια υπογραφής της διαθήκης στην παρουσία δύο βεβαιωτών μαρτύρων.

Το θέμα που εγείρεται είναι κατά πόσο 1) η διαθήκη καταρτίστηκε νομότυπα ώστε να είναι έγκυρη και 2) θα μπορούσε να εξεταστεί το θέμα εγκυρότητας της διαθήκης, εφ’ όσον αφ’ ενός μεν δεν προηγήθηκε αίτηση για επικύρωσή της, ενώ αφ’ ετέρου ο εφεσείων, που είχε προβεί σε ανακοπή, δεν καταχώρησε αγωγή εντός της προθεσμίας των τριών μηνών.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δε συνέτρεχε, ως ζήτημα αρχής, λόγος για μη εξέταση του θέματος εγκυρότητας της διαθήκης, εν όψει διευθέτησης που έγινε στο [*782]πλαίσιο αίτησης του εφεσείοντα στο Δικαστήριο για οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή, αναφορικά με το διάβημα του συζύγου της αποβιωσάσης για έγγραφα διαχείρισης, βάσει της οποίας ο σύζυγος διορίστηκε διαχειριστής, ενώ ο εφεσείων αφέθηκε να κινήσει την αγωγή σχετικά με την εγκυρότητα της διαθήκης.

2. Η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας των βεβαιωτών μαρτύρων, ότι η διαθήκη υπογράφηκε από τη διαθέτιδα στην παρουσία τους, δε δικαιολογείτο από τα γεγονότα της υπόθεσης αλλά βασίζετο πάνω σε υποθέσεις στις οποίες το ίδιο προέβη. Με την μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων θεμελιωνόταν η δέουσα κατάρτιση της διαθήκης.

3. Το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο ακόμα και με την απορριφθείσα μαρτυρία διότι, εν όψει των περιστάσεων, θα προέκυπτε αναγνώριση από τη διαθέτιδα ήδη τεθείσας υπογραφής της, όπως είναι επιτρεπτό από το Άρθρο 23(β) του Κεφ. 195.

4. Η άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι απαιτείται, δυνάμει του εδαφίου (γ) του Άρθρου 23, μνημόνιο επιβεβαίωσης ως μέρος της διαθήκης, είναι εσφαλμένη. Η έννοια της επιβεβαίωσης δεν περιέχει ως μέρος της, σημείωση περί του συμβάντος. Αυτό καταδεικνύουν τόσο οι Κυπριακές όσο και οι Αγγλικές υποθέσεις επί του θέματος αυτού.

    Εν όψει των ανωτέρω, ως προς το θέμα εγκυρότητας της διαθήκης, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί και να εκδοθεί δήλωση αναγνώρισης της εγκυρότητάς της. Τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται (η αξίωση θεραπείας εν όψει της ήδη χορήγησης στο σύζυγο της αποβιωσάσης, εγγράφων διαχείρισης χωρίς επισυνημμένη τη διαθήκη) πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο σχετικής αίτησης.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με  έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Daintree v. Butcher and Fasulo [1988] 13 P.D. 102,

Pavlides a.ο. v. Potamitis a.ο. C.L.R. Vol. IX 119,

Harnett v. Elliott a.ο. [1958] 2 All E.R. 1,

In the Goods of Frances Reverett [1902] P.D. p. 205.

[*783]Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ. και Kολατσή, E.Δ.) που δόθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 10318/89) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για αναγνώριση της εγκυρότητας της διαθήκης της Άννας Ξ. Xαραλαμπίδη, στην οποία ο ίδιος κατονομαζόταν ως κληροδόχος.

Π. Φρακάλας, για τον Εφεσείοντα.

Ξ. Κληρίδης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Εκκαλείται η απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερ. 28 Σεπτεμβριου 1994, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντος για αναγνώριση εγκυρότητας της διαθήκης της Άννας Ξ. Χαραλαμπίδη, τέως από τη Λευκωσία, στην οποία ο ίδιος κατονομαζόταν ως κληροδόχος. Αξίωνε την έκδοση σχετικής δήλωσης όπως και συνακόλουθη θεραπεία ενόψει της ήδη χορήγησης, στο σύζυγο της αποβιώσασας, εγγράφων διαχείρισης χωρίς επισυνημμένη τη διαθήκη.

Ο εφεσείων είναι ανηψιός της αποβιώσασας, γιος αδελφού της. Εφεσίβλητοι είναι ο σύζυγος και τα αδέλφια της. Η γνησιότητα της ιδιόχειρης διαθήκης δεν αμφισβητήθηκε. Τέθηκε ως μόνο θέμα το κατά πόσο η διαθήκη καταρτίστηκε νομότυπα ώστε να είναι έγκυρη.  Απασχόλησε όμως πρόσθετα και το κατά πόσο το θέμα εγκυρότητας θα μπορούσε να εξεταστεί εφόσον αφενός δεν προηγήθηκε αίτηση στον Πρωτοκολλητή για επικύρωση της διαθήκης - παρά την κατάθεσή της χωρίς καθυστέρηση - ενώ, αφετέρου, εκκρεμούσας της αίτησης του συζύγου για έγγραφα διαχείρισης ο εφεσείων, που είχε προβεί σε ανακοπή, δεν καταχώρησε αγωγή εντός της προθεσμίας των τριών μηνών. Εκείνο που εν τέλει συνέβηκε ήταν ότι στο πλαίσιο αίτησης του εφεσείοντος στο δικαστήριο για οδηγίες προς τον Πρωτοκολλητή αναφορικά με το διάβημα του συζύγου για έγγραφα διαχείρισης, επήλθε διευθέτηση κατ’ ακολουθίαν της οποίας ο σύζυγος διορίστηκε διαχειριστής ενώ ο εφεσείων αφέθηκε να κινήσει την αγωγή σχετικά με την εγκυρότητα της διαθήκης.  Όσο λοιπόν και αν ήταν ανορθόδοξη η πορεία την οποία ακολούθησε ο εφεσείων, [*784]δεν συνέτρεχε, ως ζήτημα αρχής, λόγος για μη εξέταση του θέματος εγκυρότητας της διαθήκης στο πλαίσιο της εν τέλει καταχωρηθείσας αγωγής.

Σύμφωνα με το άρθρο 23 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφ. 195 (στα αγγλικά διατυπωμένο κατά τον ουσιώδη χρόνο):

“23. No will shall be valid unless it shall be in writing and executed in manner hereinafter mentioned, that is to say -

(a)   it shall be signed at the foot or end thereof by the testator, or by some other person on his behalf, in his presence and by his direction; and

(b)   such signature shall be made or acknowledged by the testator in the presence of two or more witnesses present at the same time; and

(c)   such witnesses shall attest and shall subscribe the will in the presence of the testator and in the presence of each other, but no form of attestation shall be necessary; and

(d)   if the will consists of more than one sheet of paper, each sheet shall be signed or initialled by or on behalf of the testator and the witnesses.”

Για τις περιστάσεις κατάρτισης της διαθήκης κατέθεσαν οι δύο βεβαιωτές μάρτυρες. Εργάζονταν σε κατάστημα το οποίο βρισκόταν σε πολυκατοικία όπου διέμενε η διαθέτιδα και τη γνώριζαν. Η ουσία της μαρτυρίας τους συνίστατο στα εξής.  Κατά τον Απρίλιο του 1981, μια καθημερινή την ημερομηνία της οποίας δεν μπορούσαν να θυμηθούν, η διαθέτιδα τις επισκέφθηκε στο κατάστημα κατά τη διάρκεια της εργασίας τους και τους ζήτησε να προσυπογράψουν τη διαθήκη ως μάρτυρες, εξηγώντας τους ότι με τη διαθήκη θα κληροδοτούσε περιουσία στον αδελφότεχνό της, ήτοι, τον εφεσείοντα. Αφού συνέναισαν, η διαθέτιδα υπέγραψε τη διαθήκη στην παρουσία και των δύο μαζί και ακολούθως, συνεχιζομένης της διαδικασίας χωρίς διακοπή, υπέγραψαν εκείνες ως βεβαιωτές μάρτυρες στην παρουσία η μια της άλλης και της διαθέτιδας.

Η διαθήκη έφερε ως ημερομηνία - που δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο - την 5 Απριλίου 1981. Η οποία, καθώς διαπιστώθηκε, ήταν Κυριακή.  Και το κατάστημα κλειστό. Επειδή φαινόταν [*785]πως για το κείμενο και την υπογραφή της διαθέτιδας χρησιμοποιήθηκε η ίδια γραφίδα ενώ για την υπογραφή των μαρτύρων χρησιμοποιήθηκε άλλη, το δικαστήριο, αφού πρώτα εξέλαβε ως δεδομένο ότι η διαθέτιδα δεν θα  μπορούσε να έκαμνε λάθος στην ορθότητα της ημερομηνίας, εν συνεχεία συμπέρανε ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να είχε υπογράψει τη διαθήκη αμέσως μετά που κατέγραψε το κείμενο και την ημερομηνία. Γι’ αυτό και απέρριψε τη μαρτυρία των βεβαιωτών μαρτύρων ότι η διαθήκη υπεγράφη από τη διαθέτιδα στην παρουσία τους. Το δικαστήριο επεσήμανε, προς επίρρωση αυτής της κατάληξης, προηγούμενη ένορκη δήλωση της μιας εκ των μαρτύρων, προφανώς ετοιμασθείσα από τον συνήγορο του εφεσείοντος, ότι η διαδικασία υπογραφής και προσυπογραφής έγινε κατά την ημερομηνία που έφερε η διαθήκη.

Δε νομίζουμε πως θα μπορούσε εύλογα να αναμένει κανείς ότι οι μάρτυρες θα ενθυμούντο την ακριβή ημερομηνία του συμβάντος. Δεν υπήρχε ο,τιδήποτε το ιδιαίτερο που να συνέβαλλε στην αποτύπωση και στη διατήρηση της μνήμης. Σε ό,τι αφορά λοιπόν αυτή τη λεπτομέρεια, ενώ αφενός θα ήταν άτοπο να προσδώσει κανείς βαρύτητα, αφετέρου θα έπρεπε να την αντικρύσει στην πραγματική της διάσταση διαχωρίζοντας εκείνο που η μάρτυρας θα μπορούσε να ενθυμόταν από εκείνο που φυσικό θα ήταν να υπέθετε εξ αιτίας της αναγραφείσας ημερομηνίας, την οποία επίσης συμπεριέλαβε ο συντάξας στην ένορκη δήλωση. 

Η προσέγγιση του δικαστηρίου ήταν στο σύνολο της εσφαλμένη. Μας φαίνεται πως το συμπέρασμα ότι η διαθέτιδα δεν υπέγραψε στην παρουσία των βεβαιωτών μαρτύρων, το δικαστήριο το εξήγαγε από τις υποθέσεις στις οποίες προέβη. Εν πάση περιπτώσει δεν εδικαιολογείτο η εντύπωση ότι ενόψει της αναφερθείσας ένορκης δήλωσης αναδεικνύονταν αναξιόπιστες οι μάρτυρες. Δεν υπήρχε εν προκειμένω λόγος για απόρριψη της μαρτυρίας τους. Με την οποία θεμελιωνόταν η δέουσα κατάρτιση της διαθήκης.

Αλλά ακόμα και με απορριφθείσα την εν λόγω μαρτυρία, το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ήταν το ίδιο. Διότι ενόψει των περιστάσεων θα προέκυπτε αναγνώριση από τη διαθέτιδα ήδη τεθείσας υπογραφής της. Κι αυτό επιτρέπεται από το άρθρο 23(β). Η παρουσίαση υπογεγραμμένης διαθήκης συνοδευόμενη με την παράκληση προς τους μάρτυρες, που βλέπουν την υπογραφή, να προσυπογράψουν ως βεβαιωτές, συνιστά αρκετή αναγνώριση.  [*786]Στην Daintree v. Butcher and Fasulo [1988] 13 P.D. 102, όπου συζητήθηκε η επί του θέματος νομολογία, λέχθηκαν τα εξής:

“Now it is admitted law that it is not necessary for the testator to say “this is my signature,” but if it is placed so that the witnesses can see it, and what takes place involves an acknowledgment by the testator that the signature is his, that is  enough. In my opinion, when the paper bearing the signature of the testatrix was put before two persons who were asked by her or in her presence to sign as witnesses that was an acknowledgment of the signature by her. The signature being so placed that they could see it, whether they actually did see it or not, she was in fact asking them to attest that signature as hers.”

Ένα δεύτερο ζήτημα που τέθηκε και εξετάστηκε αναφορικά με την εγκυρότητα της διαθήκης ήταν το κατά πόσο απαιτείται, δυνάμει του εδαφίου (γ) του άρθρου 23, μνημόνιο επιβεβαίωσης ως μέρος της διαθήκης. Το δικαστήριο απάντησε το ερώτημα καταφατικά, εκφράζοντας την άποψη πως η πρόνοια ότι “κανένας τύπος επιβεβαίωσης δεν είναι αναγκαίος” σήμαινε μόνο πως δεν είναι αναγκαίος κάποιος συγκεκριμένος τύπος και όχι ότι δεν χρειαζόταν η καταγραφή μνημονίου  επιβεβαίωσης.

Δε συμμεριζόμαστε αυτή την άποψη. Η εν λόγω διάταξη έχει ως πρότυπο το Αγγλικό Wills Act 1837 τη φρασεολογία του οποίου ακολούθησε επί του προκειμένου.  Αυτό επήλθε μετά την κατάργηση το 1945 προηγούμενης διάταξης βάσει της οποίας απαιτείτο μνημόνιο επιβεβαίωσης με συγκεκριμένο τύπο. Η έννοια της επιβεβαίωσης δεν περιέχει, ως μέρος της, σημείωση περί του συμβάντος. Όπως υποδείχθηκε στην Pavlides and Others v. Potamitis and Others C.L.R. Vol. IX 119, (στη σελ. 121):

“It is clear from the case of Roberts v. Phillips, and from the judgment of Lord Campbell in Burdett v. Spillsbury, that attestation does not imply certification. A witness who attests a document does not necessarily write a certificate upon the document. If he merely signs his name, even without adding the word “witness”, intending to show thereby that he is a witness of its execution, he “attests” it within the legal meaning of the word.”

Το αυτό καταδείχνουν και οι Αγγλικές υποθέσεις Re Denning (deceased), Harnett v. Elliott & Others [1958] 2 All E.R. 1 και In the Goods of Frances Peverett [1902] P.D. p. 205.

[*787]Καταλήγουμε ότι ως προς το θέμα εγκυρότητας της διαθήκης η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να παραμεριστεί και να εκδοθεί δήλωση αναγνώρισης της εγκυρότητας. Ως προς τα λοιπά, δεν προσφερόταν θεραπεία με την αγωγή. Αυτά θα πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο σχετικής αίτησης.

Η έφεση επιτυγχάνει στο μέρος που αναφέραμε. Εκδίδεται δήλωση ανάλογα. Τα έξοδα να πληρωθούν από την περιουσία. 

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο