(1998) 1 ΑΑΔ 796
[*796]5 Μαΐου, 1998
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΜΠΟΣ ΖΕΝΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΝΕΔΗΣ ΖΕΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Έφεση Αρ. 84)
Δικαιοδοσία Οικογενειακού Δικαστηρίου — Δικαιοδοσία ακρόασης αίτησης για τροποποίηση ή τερματισμό διατάγματος διατροφής — Υπάρχει μόνο σε σχέση με γεγονότα που προέκυψαν μετά την έκδοση της αρχικής απόφασης με την οποία εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα διατροφής — Το βάρος αποδείξεως μεταβολής των περιστάσεων βρίσκεται στον αιτητή.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου — Πρέπει να βασίζονται πάνω σε θετική μαρτυρία από την πλευρά του έχοντος το βάρος της απόδειξης και όχι πάνω στην απουσία αντίθετης μαρτυρίας.
Μαρτυρία — Αξιολόγηση αξιοπιστίας μάρτυρα — Δεν μπορεί να εξαρτηθεί από το επάγγελμα που ασκεί ο μάρτυρας.
Ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για ακύρωση του διατάγματος διατροφής ή μείωση του ποσού των £600.- μηνιαίως το οποίο κατέβαλλε στη σύζυγό του. Η αίτηση υποβλήθηκε δεκαέξι περίπου μήνες μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος και βασίζετο στη μείωση των εισοδημάτων του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αφού έκρινε ότι δεν αποδείχθηκαν περιστάσεις μεταγενέστερες της έκδοσης του αρχικού διατάγματος που να δικαιολογούσαν παρέμβασή του.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ζούσε την ίδια άνετη ζωή μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος, αλλά όχι με δικά του χρήματα. [*797]Επικαλέσθηκε δύο αλλαγές που μεσολάβησαν που του περιόρισαν η μεν πρώτη, την αμοιβή του από £750.- σε £250.- τον μήνα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να πληρώνει οτιδήποτε πέραν των £125.- μηνιαίως, η δε δεύτερη, ότι όφειλε στις εταιρείες του, από αναλήψεις που έκαμνε, τεράστια ποσά. Με αποτέλεσμα την παρέμβαση της Arab Bank PLC που δανειοδοτούσε τις εταιρείες. Και είναι σε σχέση προς αυτά που περιστράφηκε μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του ελεγκτή του εφεσείοντα και του αντιπροσώπου της πιο πάνω τράπεζας. Ο πρώτος δέκτηκε ότι οι εξελεγμένοι λογαριασμοί του εφεσείοντα δεν ετοιμάστηκαν από τον ίδιο, ότι δεν ήταν οι τελικοί για την περίοδο που κάλυπταν και ότι δεν ελέγχθηκαν.
Ο εφεσείων, προέβαλε τρεις λόγους έφεσης:
1. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε πως η παρέμβαση της τράπεζας ήταν κατασκευασμένη.
2. Η απόρρριψη της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων του εφεσείοντα χωρίς επαρκή αιτιολογία και χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιδιότητά τους, ήταν εσφαλμένη.
3. Η απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα για μείωση των εισοδημάτων του ήταν εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αιτιολογία της απόρριψης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν περιεκτική και εύλογη, εν όψει του περιεχομένου των ισχυρισμών που προέβαλε ο εφεσείων και οι μάρτυρές του. Δε διαπιστώνεται περιθώριο για παρέμβαση.
2. Με την επικύρωση της απόρριψης της μαρτυρίας αναφορικά με τη μείωση του μισθού του εφεσείοντα, η αίτηση απέμεινε χωρίς υπόβαθρο.
3. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων του εφεσείοντα ήταν αιτιολογημένη. Η ιδιότητα των μαρτύρων αυτών δεν τους τοποθετούσε σε προνομιακή θέση.
4. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντα πως η μείωση των εισοδημάτων του οφείλετο στην αποξένωσή του ουσιαστικά από τις εταιρείες στις οποίες ήταν σύμβουλος, δε συνάδει με την αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού του από £15.000 σε £30.000, χωρίς [*798]επιπρόσθετη εξασφάλιση και με το γεγονός ότι οι εταιρείες εξακολουθούσαν να αφήνουν στον ενάγοντα ευχέρεια υπογραφής επιταγών και χρήση πιστωτικής κάρτας. Η μαρτυρία του αντιπροσώπου της τράπεζας, ότι η τράπεζα δεν παρακολούθησε τις εξελίξεις μετά την παρέμβασή της, δημιούργησε αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα της εν λόγω παρέμβασης και τα επακόλουθά της στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε οι τελικοί λογαριασμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ως ανεξάρτητο έρεισμα για οτιδήποτε, αφού περιλάμβαναν όσα ο ίδιος ο εφεσείων δήλωσε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195,
Orphanides v. Michaelides (1968) 1 C.L.R. 295,
Μιχαηλίδης v. Κακουλλή κ.ά. (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 674,
Στυλιανίδης v. Χατζηπιέρα (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1056.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή κατά της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Δικαιοδοσία Διατροφών) (Καρατσής, Δ.) που δόθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου, 1997 (Αίτηση Αρ. 81/96) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για ακύρωση του διατάγματος διατροφής την οποία κατέβαλλε στη σύζυγό του ή για μείωση του ποσού αυτής.
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Αιμιλιανίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε και με αίτησή της η εφεσίβλητη διεκδίκησε διατροφή. Στις 4.11.94 ο εφεσείων αποδέκτηκε να καταβάλλει £600.- μηνιαίως και εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα γι’ αυτό το ποσό. Δεκαέξι περίπου μήνες αργότερα, στις 19.4.96, ο εφεσείων υπέβαλε [*799]αίτηση για ακύρωση του διατάγματος ή μείωση του ποσού. Επειδή, όπως αναφέρθηκε στην αίτηση, τα έσοδα του μειώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ενώ, παράλληλα, η εφεσίβλητη σκοπίμως δεν εργαζόταν ενώ είχε τη δυνατότητα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση. Έκρινε πως θα έπρεπε να είχαν φανεί περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν παρέμβαση, μεταγενέστερες της έκδοσης του αρχικού διάταγματος. Όπως κρίθηκε και στην περίπτωση του άρθρου 38 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90) στην υπόθεση Χλ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195. Διαφορετικά θα παραβιαζόταν το δεδικασμένο που παράχθηκε. Και η διαδικασία, ενόψει και της υπόθεσης Orphanides v. Michaelides (1968) 1 C.L.R. 295, θα ισοδυναμούσε με αναψηλάφηση της πρώτης δίκης, έξω και πέραν από τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Η απόδειξη της μεταβολής των περιστάσεων βάρυνε τον εφεσείοντα, απέτυχε να την αποδείξει και σ’ αυτή την τελευταία κρίση επικεντρώθηκε η έφεση. Δεν έχει αμφισβητηθεί δηλαδή η ορθότητα της προσέγγισης σε σχέση με το δικαιοδοτικό πλαίσιο και το βάρος της απόδειξης. Άλλωστε, όπως είδαμε, και ο ίδιος ο εφεσείων εξ αρχής στήριξε την αίτηση στην, κατά τον ισχυρισμό του, μείωση των εσόδων του μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως δεν θα μας απασχολήσει ούτε η πτυχή της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την αδυναμία της εφεσίβλητης να εργάζεται και να αποκομίζει εισόδημα. Δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης ως προς αυτή.
Κατέθεσαν ως μάρτυρες ο εφεσείων, ο Δ. Δημητρίου, Υπεύθυνος στο Τμήμα Δανειοδοτήσεων της Arab Bank PLC, ο Δ. Ιωαννίδης, Ορκωτός Λογιστής και Διευθύνων Σύμβουλος του Ελεγκτικού Οίκου Deloite & Touche και, από την άλλη πλευρά, η αιτήτρια. Η μαρτυρία της οποίας περιορίστηκε στα δικά της προβλήματα και στις δικές της ανάγκες. Είχε υψηλόμισθη θέση πριν το γάμο τους το 1993 (£750 μηνιαίως), την οποία εγκατέλειψε μετά από επιθυμία του εφεσείοντα. Άφησε το σπίτι της στη Λευκωσία για να ζήσει, πράγματι πλούσια, στο δικό του στη Λεμεσό. Η συμβίωση τους διάρκεσε μόλις μερικούς μήνες οπότε επανήλθε στη Λευκωσία. Χωρίς όμως να μπορέσει, παρά τις προσπάθειες της, να επαναεργοδοτηθεί.
Δεν αφορούσε στον τρόπο της ζωής τους η διαφορά. Ούτε υποστήριξε ο εφεσείων πως δεν ήταν άνετη η ζωή του μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος. Εξακολουθούσε να διαμένει στο ίδιο σπίτι, είχε τις υπηρεσίες μόνιμης οικιακής βοηθού, οδηγούσε και[*800]νούργιο πολυτελές αυτοκίνητο, δεν αντιμετώπιζε στερήσεις και ταξίδευε δύο με τρεις φορές το μήνα στο εξωτερικό όπου διέμενε σε πολυτελή ξενοδοχεία. Όχι όμως, όπως ήταν η βασική του θέση, με δικά του χρήματα. Μεσολάβησαν δυο αλλαγές.
Η πρώτη, σε σχέση με την ιδιότητά του σε αριθμό εταιρειών στις οποίες ήταν μέτοχος και διευθυντής. Έπαυσε να αμείβεται ως διευθυντής από δύο από αυτές, τις Zenios Closures Ltd και Zenios Cans Ltd. Τους πρόσφερε πλέον μόνο υπηρεσίες συμβούλου και η αμοιβή του περιορίστηκε στις £250 το μήνα. Και του ήταν αδύνατο να πληρώνει ως διατροφή οτιδήποτε πέραν του ποσού των £125 μηνιαίως.
Η δεύτερη, σε σχέση με τη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί χρήματα των εταιρειών του. Όφειλε στις εταιρείες του, από αναλήψεις που έκαμνε, τεράστια ποσά. Αναφέρθηκε συναφώς σε ποσά της τάξης των £400.000. Ενώ ταυτόχρονα αναφέρθηκε και το ποσό των £45.000 περίπου ως χρέος της Pambos Zenios (Holdings) Ltd προς τον ίδιο. Με αποτέλεσμα την παρέμβαση της Arab Βank PLC που δανειοδοτούσε τις εταιρείες. Kαι είναι σε σχέση προς αυτά που περιστράφηκε μεγάλο μέρος της μαρτυρίας των Δ. Ιωαννίδη και Δ. Δημητρίου. Στις 5.2.96 η τράπεζα, με επιστολή της, κάλεσε τη μια από τις εταιρείες να μή διαθέτει άλλα κεφάλαια προς όφελος των διευθυντών της και να καταβάλει προσπάθεια για μείωση του χρεωστικού υπολοίπου του εφεσείοντα. Ακολούθησε, περίπου δυο μήνες αργότερα, η αίτηση για ακύρωση ή τροποποίηση του διατάγματος. Έγινε επίσης αναφορά σε όμοιου περιεχομένου μεταγενέσερη επιστολή προς τη δεύτερη από τις αναφερθείσες εταιρείες.
Όπως υποστήριξε ο εφεσείων, δεν είχε πλέον δυνατότητα να ανταποκριθεί. Θα συνιστούσε υπεξαίρεση η χρησιμοποίηση κεφαλαίων των εταιρειών. Και ο τρόπος της ζωής του ήταν εντελώς άσχετος προς τα πραγματικά προσωπικά του εισοδήματα. Το σπίτι στο οποίο διέμενε ανήκε στη θυγατέρα του η οποία του το παραχωρούσε δωρεάν. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ανήκε στις εταιρείες του οι οποίες κάλυπταν και τα έξοδά του. Όπως επίσης και όλα τα άλλα προσωπικά του έξοδα. Τη διατροφή του, τη λειτουργία του σπιτιού, την οικιακή βοηθό. Είχε την ευχέρεια να χρησιμοποιεί πιστωτική κάρτα των εταιρειών του. Δαπανούσε με τον τρόπο αυτό γύρω στις £1000 μηνιαίως αλλά για τις υποθέσεις των εταιρειών, κυρίως για παροχή φιλοξενίας σε ξένους. Το ίδιο και τα συχνά ταξίδια του στο εξωτερικό. Στοίχισαν, κατά τα στοιχεία που ο ίδιος προσκόμισε, σχεδόν £35.000 μόνο για το 1995, από τις [*801]οποίες οι £20.000 περίπου αφορούσαν υπηρεσίες από ξενοδοχεία. Δεν περιλάμβαναν αμοιβή του αλλά αποτελούσαν δαπάνες για την προώθηση των εργασιών των εταιρειών.
Η συζήτηση πρωτοδίκως επεκτάθηκε, κυρίως μέσα από τη μαρτυρία του Δ. Ιωαννίδη, και στην οικονομική κατάσταση των εταιρειών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπεισήλθε σ’ αυτά. Δεν ενδιέφερε απευθείας αυτό το ζήτημα. Η εταιρεία ήταν ανεξάρτητη οντότητα και ο ισχυρισμός ως προς την κακή οικονομική τους κατάσταση στόχευε στην υποστήριξη της εκδοχής αναφορικά με την παρέμβαση της τράπεζας. Εν πάση περιπτώσει, δεν είχε υποστηριχθεί πως υπήρξε μεταβολή κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όσα υποβλήθηκαν παρουσίαζαν την κατάσταση των εταιρειών το ίδιο κακή τόσο πριν όσο και μετά το αρχικό διάταγμα. Και τα ποσά για τα οποία ήταν χρεωμένος ο εφεσείων στα βιβλία των εταιρειών, ήταν ήδη πολύ μεγάλα εξ αρχής.
Κατά τα λοιπά, η μαρτυρία του Δ. Ιωαννίδη αφορούσε κυρίως σε αντίγραφο εξελεγμένων λογαριασμών, όπως χαρακτηρίστηκαν, του εφεσείοντα. Οι οποίοι, όμως, όπως παραδέκτηκε στο τέλος ο μάρτυρας, δεν ετοιμάστηκαν από τον ίδιο ώστε να έχει προσωπική γνώση. Και όχι μόνο δεν ήταν καν οι τελικοί για την περίοδο που κάλυπταν αλλά ούτε και ελέγχθηκαν. Δέκτηκε ο μάρτυρας πως ήταν στηριγμένοι σε πληροφορίες που έδωσε ο ίδιος ο εφεσείων και πως ετοιμάστηκαν για σκοπούς φόρου εισοδήματος. Όπως πρόσθεσε χαρακτηριστικά, “υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσα στον πελάτη και τον λογιστή”.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν πίστεψε τον εφεσείοντα ούτε τους μάρτυρές του. Όπως σημείωσε, η προσπάθειά τους ήταν πασιφανής και η απόκρυψη από αυτούς της αλήθειας πήρε διάφορες μορφές. Είτε με μετονομασία των υπηρεσιών που παρέχει στο συγκρότημα των εταιρειών του είτε στον τρόπο με τον οποίο αυτές αποζημίωναν το χρόνο του. Επεξετάθη το πρωτόδικο δικαστήριο και σε παρατηρήσεις αναφορικά με τα όσα θα προέκυπταν με βάση τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Ο ίδιος έλεγε πως κατά τα χρόνια της έκδοσης του αρχικού διατάγματος ο μισθός του από τις εταιρείες του ήταν £750 μηνιαίως. Και δεν θα προέκυπτε μείωσή του αν προστίθεντο στις £250 που τώρα ανέφερε, το κόστος της κάλυψης των άλλων του αναγκών.
Διατυπώθηκαν τρεις λόγοι έφεσης. Κατά τον πρώτο, αξιολογήθηκε εσφαλμένα η μαρτυρία αναφορικά με την αδυναμία του εφεσείοντα για περαιτέρω δανεισμό από τις εταιρείες του. Δεν [*802]ήταν άσχετες, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, οι συμβατικές σχέσεις των εταιρειών με την τράπεζα. Η οποία είχε κάθε λόγο να αποτρέψει τις εταιρείες από του να αποξενώνουν παράνομα περιουσιακά στοιχεία. Και λανθασμένα θεώρησε πως ήταν κατασκευασμένη η παρέμβαση της τράπεζας. Πράγμα αδιανόητο για ένα σοβαρό τραπεζικό οργανισμό.
Κατά το δεύτερο, αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία των δυο μαρτύρων που κάλεσε ο εφεσείων. Και χωρίς επαρκή αιτιολογία την απέρριψε χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιδιότητά τους. Ο πρώτος δεν ήταν κοινός μάρτυρας αλλά σοβαρός επαγγελματίας, στην ουσία πραγματογνώμονας. Ενώ ο δεύτερος ήταν τραπεζικός υπάλληλος χωρίς προσωπικό κίνητρο. Επίσης, παρέλειψε να εξειδικεύσει ποιό μέρος της μαρτυρίας του Δ. Ιωαννίδη απέρριψε ως αναξιόπιστο και ποιό ως εξ ακοής, όπως σημείωσε, μαρτυρία.
Κατά τον τρίτο, λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα πως τα εισοδήματά του μειώθηκαν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος. Απόρριψη που ήταν συνέπεια της εσφαλμένης απόρριψης της μαρτυρίας των άλλων δυο μαρτύρων. Και της λανθασμένης θεώρησης πως αποτελούσε εισόδημά του οτιδήποτε πέραν του ποσού των £250. Στο ίδιο πλαίσιο υποστηρίζεται πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τη δυνατότητα του εφεσείοντα για δανεισμό σε συνάρτηση προς τα περιουσιακά του στοιχεία. Και καταλήγει η αιτιολόγηση αυτού του τελευταίου λόγου έφεσης με τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να καθορίσει ή να αποφασίσει αν ο εφεσείων είχε τη δυνατότητα να πληρώνει την επιδικασθείσα διατροφή λόγω των εισοδημάτων του ή λόγω της δυνατότητάς του να δανείζεται.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες της μαρτυρίας και εισηγήθηκε πως πράγματι, όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν αποδείχθηκε μεταβολή των συνθηκών που θα δικαιολογούσαν διαφοροποίηση του διατάγματος.
Ο εφεσείων ήταν και παρέμεινε ο κύριος μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας Pambos Zenios (Holdings) Ltd. Δεν έχει γίνει αναφορά σε μισθοδοσία του από αυτή τη εταιρεία αλλά εκείνο που πρέπει τώρα να σημειωθεί είναι το ότι αυτή η εταιρεία ήταν η μητρική των άλλων που αναφέρθηκαν. Η υποτιθέμενη αλλαγή στη σχέση του εφεσείοντα προς αυτές και η επακόλουθη μείωση του μισθού του, δεν ήταν κατάσταση που του επιβλήθηκε. Το είπε και ο ίδιος ο εφεσείων. Εκείνος αποφάσισε να “αφυπηρετή[*803]σει”, όπως το έθεσε. Για να παραμείνει μόνο ως σύμβουλος και διεκπεραιωτής κάποιων εργασιών στην Κύπρο και στο εξωτερικό όπως θα αποφάσιζαν τα παιδιά του, ιδιαιτέρως ο μεγαλύτερος του γιός που τον διαδέχθηκε. Και αυτό βέβαια σήμαινε, και δεν διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου δικαστήριου, πως, αν όχι οτιδήποτε άλλο, τα τόσα συχνά ταξίδια του στο εξωτερικό καλύπτονταν και αυτά από το μισθό των £250 το μήνα. Αφού τα άλλα, οι χιλιάδες λίρες που δαπανούνταν, ήταν έξοδα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε πίστη σ’ αυτή την εκδοχή και δεν μπορούμε να δεκτούμε πως ήταν δέσμιός της επειδή δεν υπήρχε αντίθετη μαρτυρία. (βλ. Μιχαηλίδης ν. Κακουλλή και άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 674 στη σελ. 684.) Η μαρτυρία αναφορικά με τις αλλαγές στη σχέση του εφεσείοντα με τις εταιρείες αξιολογήθηκε ως κατασκευασμένη και το συμπλήρωμά της, ως προς την κάλυψη όλων ουσιαστικά των εξόδων διαβίωσης του εφεσείοντα από τις εταιρείες του ή έστω από τα παιδιά του, χαρακτηρίστηκε ακατανόητο. Και αυτά σήμαιναν δαπάνες, που έτσι ή αλλιώς, θα καλύπτονταν από τις εταιρείες που μισθοδοτούσαν, όπως αναφέρθηκε, και τα παιδιά του. Και σημειώνουμε εδώ πως, κατά τη μαρτυρία του εφεσείοντα, δεν υπήρχε όριο ή προκαθορισμένο ποσό γι’ αυτά. Ήταν λακωνική η αιτιολογία της απόρριψης της μαρτυρίας αυτής. Περιεκτική όμως και εύλογη ενόψει του περιεχομένου των ισχυρισμών που προβλήθηκαν, τα ουσιώδη σημεία των οποίων συνοψίστηκαν στην πρωτόδικη απόφαση. Δεν διαπιστώνουμε περιθώριο για παρέμβαση.
Με την επικύρωση της απόρριψης της μαρτυρίας αναφορικά με τη μείωση του μισθού του εφεσείοντα, η αίτηση απέμεινε χωρίς υπόβαθρο. Θυμίζουμε πως ήταν στον ισχυρισμό πως το μόνο εισόδημα του εφεσείοντα ήταν £250 μηνιαίως που στηρίχτηκε και σε τίποτε άλλο. Τα περί την αδυναμία δανεισμού του προϋπέθεταν θεμελίωση του ισχυρισμού του πως μειώθηκαν τα εισοδήματά του σε βαθμό που να μήν αρκούν. Στην ίδια δε την αίτηση προβλήθηκαν με φακό άλλο από τον προβληθέντα κατά τη δίκη. Όπως αναφέρεται σ’ αυτή, “ο αιτητής για να πληρώνει την υφιστάμενη διατροφή αναγκάζεται να προβαίνει σε δάνεια”.
Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν αναιτιολόγητη η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δ. Ιωαννίδη και του Δ. Δημητρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέγραψε τους λόγους τις δυσπιστίας του. Που όχι αδικαιολόγητα έκρινε πως άπτονταν και του γενικότερου θέματος της αξιοπιστίας του εφεσείοντα. Η ιδιότητα των μαρτύρων αυτών δεν τους τοποθετούσε σε προνομιακή θέση, [*804]όπως τελικά δέκτηκε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ενώπιόν μας. (βλ. Στυλιανίδης ν. Χ”Πιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056). Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσδωσε σημασία στο γεγονός ότι η τράπεζα παρέμεινε αδρανής για σειρά ετών ενώ τα αναφερθέντα ως χρέη του εφεσείοντα προς τις εταιρείες του προϋπήρχαν από καιρό. Και στο γεγονός ότι μετά την πρώτη επιστολή ακολούθησε η αίτηση. Για να επισημάνει επίσης πως, παρά την προβληθείσα ανησυχία της τράπεζας για τα δάνεια ή όπως αλλιώς χαρακτηρίστηκαν, του εφεσείοντα από τις εταιρείες του, η ίδια δεν δίστασε, μετά τις επιστολές της, να αυξήσει το όριο του τρεχούμενου του λογαριασμού από £15.000 σε £30.000, χωρίς επιπρόσθετη εξασφάλιση. Και ακόμα στο γεγονός ότι οι εταιρείες εξακολουθούσαν να αφήνουν στον ενάγοντα την ευχέρεια υπογραφής επιταγών τους και χρήσης της πιστωτικής τους κάρτας. Εννοείται, εισηγήθηκε ο κ. Πουργουρίδης, για πληρωμές εκ μέρους των εταιρειών. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ήταν ο θεμελιακός ισχυρισμός του εφεσείοντα πως αποξενώθηκε ουσιαστικά από τις εταιρείες εκείνες. Και η δυνατότητα έκδοσης επιταγών και χρήσης της πιστωτικής κάρτας, εμφάνιζε τις εταιρείες να μή ανησυχούν για τη δυνατότητα που παρείχαν, παρά την προβληθείσα παρέμβαση της τράπεζας. Και ας σημειωθεί, ούτε η τράπεζα, όπως κατέθεσε ο Δ. Δημητρίου, παρακολούθησε τις εξελίξεις μετά την αναφερθείσα παρέμβασή της. Τελικά, είναι σε σχέση προς τη γνησιότητα της παρέμβασης της τράπεζας και τα επακόλουθά της που δεν πείστηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Και την αναφορά του πρωτόδικου δικαστήριου σε εξ ακοής μαρτυρία, την οποία είναι γεγονός ότι δεν εξειδίκευσε ρητά, ακολούθησε η αναφορά στο τεκμήριο 3, δηλαδή στους “εξελεγμένους λογαριασμούς” για το περιεχόμενο των οποίων, όπως ο ίδιος ο Δ. Ιωαννίδης δήλωσε, δεν είχε προσωπική γνώση. Για να σημειώσει το πρωτόδικο δικαστήριο πως αποτύπωνε, και αυτό το τεκμήριο, “τον τρόπο και το σκοπό της κατάθεσής του”. Είδαμε πως δεν ήταν τελικοί οι λογαριασμοί και πως δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ανεξάρτητο έρεισμα για οτιδήποτε. Αφού περιλάμβαναν όσα ο ίδιος ο εφεσείων δήλωσε.
Καταλήγουμε πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί αιτία παρέμβασής μας. Δεν μπορούσε να κτιστεί οτιδήποτε πάνω σε αναξιόπιστη μαρτυρία και η έφεση αποτυγχάνει. Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο