Zαμπάς Kώστας ν. A & G Tsiarkezos Constructions Limited κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 820

(1998) 1 ΑΑΔ 820

[*820]6 Μαΐου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΚΩΣΤΑΣ ΖΑΜΠΑΣ,

Εφεσείων-Ενάγων,

v.

1. A & G TSIARKEZOS CONSTRUCTIONS

    LIMITED,

2. ΑΒΡΑΑΜ ΤΣΙΑΡΚΕΖΟΥ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9649)

 

Μαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Συνιστούν το θεμέλιο της δίκης και αποτελούν το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων — Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκταθεί στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα επίδικα θέματα — Ούτε και το Εφετείο μπορεί να επιληφθεί θεμάτων που δεν καθορίζονται από τη δικογραφία.

Με έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 22/5/90, η εφεσίβλητη εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να ανεγείρει οικοδομή, που θα συμπεριλάμβανε υπόγειο, καταστήματα στο ισόγειο και διαμερίσματα στον 1ο και 2ο όροφο σε οικόπεδο του εφεσείοντος, έναντι του ποσού των £53.000.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε συνολικά το ποσό των £35.000 ενώ η εφεσίβλητη εταιρεία εγκατέλειψε το έργο αφού εκτέλεσε εργασία  ύψους μόνο £30.000 και απαιτούσε από την εφεσίβλητη εταιρεία αποζημιώσεις ύψους £32.000 προς συμπλήρωση των εργασιών και £4.000 για καθυστέρηση εκτέλεσης του έργου.

Η εφεσίβλητη εταιρεία ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων λόγω οικονομικών προβλημάτων αποφάσισε να περιοριστεί στην κατασκευή  του υπογείου και των ισόγειων καταστημάτων και αποδέχτηκε την [*821]προσφορά των £37.000 που υπέβαλε η εφεσίβλητη εταιρεία για το σκοπό αυτό. Αφού ο εφεσείων κατέβαλε συνολικά το ποσό των £35.000, η εφεσίβλητη εταιρεία ανταπαίτησε το υπόλοιπο ποσό των £2.000 και ένα επιπρόσθετο ποσό ύψους £500 για επιπρόσθετες εργασίες που είχαν γίνει κατόπιν εντολής του εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης εταιρείας, απέρριψε την αγωγή εναντίον της και εξέδωσε απόφαση υπέρ της για £2.500 με έξοδα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση ισχυριζόμενος ότι:

(α)   αυτή βασίστηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα και

(β)   η επιδίκαση του ποσού των £500 για επιπρόσθετες εργασίες ήταν λανθασμένη αφού οι εργασίες δεν συμπεριλαμβάνονταν στα σχέδια για τα οποία είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

(1)   Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων.

(2)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εξέταση και αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας που είχε δοθεί και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με τα σχετικά ευρήματα, συνάδουν πλήρως με τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.

(3)   Ο ισχυρισμός ότι η απόφαση για το ποσό των £500 για τις επιπρόσθετες εργασίες είναι λανθασμένη, αφού οι εργασίες είναι παράνομες, δεν μπορεί να εξεταστεί κατ’ έφεση, αφού δεν είχε προβληθεί πρωτόδικα με τα δικόγραφα, ούτε με προφορική μαρτυρία. Εφόσον δε, όπως και η δίκη έτσι και η έφεση δεν μπορεί να καταπιαστεί με θέματα που δεν καθορίζονται από τη δικογραφία, η σχετική εισήγηση για την εξέταση του θέματος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου v. Καψού (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 164,

[*822]Χριστοδούλου v. Αριστοδήμου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 552,

Χαραλάμπους v. Βασιλείου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1355,

Αθανασίου v. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd. (1993) 1 A.A.Δ. 947,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Παπαγεωργίου v. Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 A.A.Δ. 24,

Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 836.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Xατζηχαμπής, Π.E.Δ. και Ψαρά-Mιλτιάδου, Ε.Δ.) που δόθηκε στις 10 Νοεμβρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 699/91) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για αποζημιώσεις και εκδόθηκε απόφαση εναντίον του για το ποσό των Λ.K.2.500.

Ε. Κορακίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Δημητριάδης, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 22/5/90 η εφεσίβλητη εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να ανεγείρει οικοδομή, που θα συμπεριλάμβανε σκελετό και τοιχοποιία για το υπόγειο, καταστήματα στο ισόγειο και διαμερίσματα στον πρώτο και δεύτερο όροφο, σε οικόπεδο του εφεσείοντος στην Πάφο, έναντι του ποσού των £53.000. Ο εφεσείων σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κατέβαλε συνολικά το ποσό των £35.000 ενώ η εφεσίβλητη εταιρεία εγκατέλειψε το έργο αφού εκτέλεσε εργασία ύψους μόνο £30.000. Ο εφεσείων απαιτούσε £32.000 αποζημιώσεις προς συμπλήρωση των εργασιών του έργου και £4.000 αποζημιώσεις για καθυστέρηση εκτέλεσης του έργου για τέσσερις μήνες. Η εφεσίβλητη εταιρεία ισχυρίστηκε ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας της 22/5/90 ο εφεσείων, λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, αποφάσισε να περιοριστεί [*823]στην κατασκευή του υπογείου και των ισόγειων καταστημάτων ζητώντας προς τούτο μια νέα προσφορά εκ μέρους της εφεσίβλητης. Όταν ο εφεσείων αποδέχθηκε τη νέα προσφορά των £37.000 που του υπέβαλε η εφεσίβλητη εταιρεία, η εφεσίβλητη άρχισε τις εργασίες σύμφωνα με τη νέα συμφωνία. Παρά τις καθυστερήσεις που παρατηρούνταν εκ μέρους του εφεσείοντος στην πληρωμή των σχετικών διατακτικών που εξέδιδε η Επιβλέπουσα Μηχανικός του έργου κα Πεγειώτου ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, η εφεσίβλητη συμπλήρωσε τις οικοδομικές εργασίες και παρέδωσε την οικοδομή στον εφεσείοντα στις 17/12/90. Η παράδοση έγινε αφού η Επιβλέπουσα Μηχανικός είχε ελέγξει την εκτελεσθείσα εργασία και είχε εκδώσει το τελικό πιστοποιητικό πληρωμής. Ο ίδιος ο εφεσείων είχε επιθεωρήσει και είχε αποδεχθεί την εκτελεσθείσα εργασία ως ικανοποιητική. Αφού ο εφεσείων κατέβαλε συνολικά το ποσό των £35.000, η εφεσίβλητη εταιρεία ανταπαίτησε το υπόλοιπο ποσό των £2.000 (από το συνολικό ποσό των £37.000 της νέας συμφωνίας), επιπρόσθετα δε ποσό £500 για επιπρόσθετες εργασίες που είχαν γίνει κατόπιν εντολών του εφεσείοντος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντος και απέρριψε την αγωγή εναντίον της εφεσίβλητης.  Αντίθετα, αφού αποδέχθηκε την εκδοχή της εφεσίβλητης εξέδωσε απόφαση υπέρ της για £2.500 με έξοδα.

Ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι αυτή βασίστηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Επιπρόσθετα ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η επιδίκαση του ποσού των £500 για επιπρόσθετες εργασίες ήταν λανθασμένη αφού οι εργασίες δεν συμπεριλαμβάνονταν στα σχέδια για τα οποία δεν είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής. Η έφεση εναντίον του εφεσίβλητου 2 αποσύρθηκε στο στάδιο των αγορεύσεων.

(1)  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας

Ο πρώτος βασικός λόγος πάνω στον οποίο βασίζεται η έφεση είναι ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί και χρησιμοποίησε λανθασμένη αιτιολογία για τη βάση των ευρημάτων του. Προς τούτο ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας που είχε δοθεί που θα μπορούσαν κατά την εισήγηση του να υποστηρίξουν τη θέση του.

Ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση το Μάρτιο του 1990 για την έγκρι[*824]ση δανείου £35.000 στη Λαϊκή Τράπεζα. Η σύναψη της συμφωνίας για την ανέγερση της οικοδομής έγινε στις 22/5/90.  Η έγκριση του δανείου για το ποσό των £35.000 έγινε στις 27/7/90. Η τροποποίηση της συμφωνίας της 22/5/90 έγινε στις 18/6/90.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έγκριση του δανείου των £35.000 στις 27/7/90 και η χρηματοδότηση των £7.000 από τη Λαϊκή Τράπεζα που έγινε στις 27/8/90, που ενισχύει την εκδοχή της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων δεν διέθετε επαρκείς οικονομικούς πόρους για την αποπεράτωση της οικοδομής, σύμφωνα με την αρχική συμφωνία, είναι λανθασμένη. Αντίθετα η μαρτυρία αυτή ενισχύει τη θέση του εφεσείοντος ότι δεν υπήρξε τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας και ότι πρόθεση του ήταν να επιμείνει στην κάλυψη του ποσού των £53.000. Αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε το συλλογισμό του εφεσείοντος. Η τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας έγινε σύμφωνα με την Πολιτικό Μηχανικό του εφεσείοντος όταν ο τελευταίος της ανέφερε ότι δεν βρήκε αρκετά χρήματα και ήθελε να προχωρήσει στην κατασκευή του υπογείου και στην ανέγερση καταστημάτων μόνο στο ισόγειο για να μπορέσει να αντεπεξέλθει ενοικιάζοντας τα καταστήματα. Προς τούτο η μάρτυς ζήτησε νέα προσφορά από την εφεσίβλητη εταιρεία. Η νέα προσφορά δόθηκε στη μάρτυρα η οποία την αξιολόγησε και αφού βρήκε ότι ήταν μέσα σε λογικά πλαίσια την κοινοποίησε στον εφεσείοντα ο οποίος και την αποδέχθηκε. Αντίγραφο της προσφοράς αυτής έχει κατατεθεί ως τεκμήριο. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς τα γεγονότα της σύναψης των δύο δανείων υποστηρίζουν περισσότερο τη θέση του εφεσείοντος παρά της εφεσίβλητης. Δεν τρέφουμε καμιά αμφιβολία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να αχθεί σε άλλο λογικό συμπέρασμα παρά σε εκείνο ότι ο εφεσείων δεν διέθετε επαρκείς πόρους για την εκτέλεση των εργασιών της αρχικής συμφωνίας.

Έχει επίσης υποβληθεί ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων καθυστερούσε την πληρωμή των διατακτικών (που επιβεβαιώνει τη θέση της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες) είναι λανθασμένο. Από τη μαρτυρία που έχει δοθεί και από τα διατακτικά (που έχουν κατατεθεί ως τεκμήρια 11, 13, 14, 15, 16 και 17) φαίνεται ότι ο εφεσείων δεν κατέβαλλε αμέσως τα σχετικά ποσά των διατακτικών αλλά σταδιακά και με δόσεις. Ο εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δέχθηκε ως δεδομένο ότι τα διατακτικά είχαν εκδοθεί και δεν προβληματίστηκε κατά [*825]πόσο τα διατακτικά κατασκευάστηκαν εκ των υστέρων.  Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει σε εύρημα ότι τα διατακτικά είχαν κατασκευαστεί εκ των υστέρων. Η θέση αυτή του δικηγόρου του εφεσείοντος δεν μπορεί να ευσταθήσει. Όλα τα πιο πάνω διατακτικά, που ήταν συνολικά έξι, κατατέθηκαν χωρίς οποιαδήποτε ένσταση ως τεκμήρια. Ο ίδιος ο εφεσείων αντεξεταζόμενος απέφυγε να απαντήσει αν τα διατακτικά ήταν έξι αναφέροντας πως δεν θυμάται πόσα είχαν εκδοθεί, αλλά είχε στην κατοχή του έντεκα αποδείξεις πληρωμής. Τούτο υποδηλώνει την αδυναμία άμεσης εξόφλησης των διατακτικών εκ μέρους του εφεσείοντος, αφού τα ποσά των έξι διατακτικών πληρώθηκαν με δόσεις όπως επιβεβαιώνουν οι έντεκα αποδείξεις που είχαν εκδοθεί για τα έξι διατακτικά. Παρεμβάλλουμε επίσης ότι υπήρξε συγκεκριμένη εισήγηση στη μάρτυρα ότι εκτός από το πρώτο και δεύτερο πιστοποιητικό, τα υπόλοιπα δεν είχαν δοθεί στον εφεσείοντα. Το περιεχόμενο των διατακτικών δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων καθυστερούσε τις πληρωμές των σχετικών ποσών και τούτο επιβεβαιώνει την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις οικονομικές του υποχρεώσεις σύμφωνα με την αρχική συμφωνία.

Έχει επίσης υποβληθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε λανθασμένα σε συμπέρασμα ότι η εκδοχή του εφεσείοντος καταρρίπτεται παταγωδώς και αποστομωτικώς από τη μαρτυρία της ίδιας της συνεργάτιδας του Πολιτικής Μηχανικού κας Πεγειώτου.  Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η μαρτυρία της κας Πεγειώτου δεν μπορούσε να πείσει λογικά το Δικαστήριο και ότι η μαρτυρία της είχε κατασκευαστεί εκ των υστέρων. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ότι “το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει εάν πράγματι είχε κατασκευαστεί αντίγραφο της ισχυριζόμενης προσφοράς και γιατί αυτό βρέθηκε στα χέρια της Ελένης Πεγειώτου που ήταν το πρωτότυπο”.

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθορίζονται πάνω στην εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι κατά γενικό κανόνα το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιοπιστία των μαρτύρων, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσφέρεται. (Γεωργίου ν. Καψού (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 164.)

Η εισήγηση του συνήγορου του εφεσείοντος ότι το πρωτόδι[*826]κο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει αν είχε κατασκευαστεί αντίγραφο της προσφοράς που είχε κατατεθεί (κατόπιν ειδοποίησης που δόθηκε από την εφεσίβλητη στον εφεσείοντα να παρουσιάσει το αρχικό έγγραφο) μας εκπλήττει. Ο συνήγορος του εφεσείοντος επιφορτίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο με την ανακριτική υποχρέωση να εξετάσει κατά πόσο το τεκμήριο 12 που έχει κατατεθεί κατόπιν ενός αόριστου ισχυρισμού εκ μέρους του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι ήταν πλαστό, χωρίς να παρουσιάσει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα τέτοιο ισχυρισμό. Το δικαϊκό μας σύστημα δεν αναγνωρίζει ένα τέτοιο δικαίωμα ή υποχρέωση στα Δικαστήρια χωρίς την ορθή παρουσίαση της απαραίτητης μαρτυρίας και την προβολή των θέσεων των δύο πλευρών.

Τα πρωτόδικα Δικαστήρια έχουν την υποχρέωση (τόσο σε ποινικές όσο και σε πολιτικές υποθέσεις) να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα έτσι ώστε η απόφαση τους να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 552). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών γεγονότων. (Ίδε Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1355). Το Εφετείο όμως έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο παραλείπει να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα της διαδικασίας (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd. (1993) 1 A.A.Δ. 947) όπως επίσης και όταν ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό.  (Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107)

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι στην αποδοχή της εκδοχής της εφεσίβλητης εταιρείας συνέτεινε και η μαρτυρία της ίδιας της Πολιτικής Μηχανικού που είχε αναλάβει την εκπόνηση των σχεδίων του έργου κατόπιν εντολής του εφεσείοντος. Η μαρτυρία αυτή της Πολιτικής Μηχανικού του εφεσείοντος επιβεβαιώνει πλήρως τις θέσεις της εφεσίβλητης εταιρείας τόσο στη διαφοροποίηση της αρχικής συμφωνίας της 25/5/90 για τη μείωση του όγκου των εργασιών όσο και για τη συμπλήρωση και τελική παράδοση του έργου. Είναι δε χαρακτηριστική η επισήμανση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι,

[*827]“Σπάνια έχουμε συναντήσει μάρτυρα τόσο πειστικά συγκροτημένο με πλήρη κατοχή των στοιχείων του και απόλυτη ικανότητα να εξηγήσει ακόμα και το παραμικρό όσο η κα Πεγειώτου.  Είναι με απόλυτη βεβαιότητα που θεωρούμε ότι η μαρτυρία της, η οποία δεν υστερεί ούτε στο παραμικρό, περιέχει τη συνολική και αληθή εικόνα των γεγονότων.”

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις εισηγήσεις του εφεσείοντος αλλά δεν έχουμε πεισθεί για την ορθότητά τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια εξέταση και αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας που είχε δοθεί και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με τα σχετικά ευρήματα συνάδουν πλήρως με τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του.

(2)  Οι επιπρόσθετες εργασίες

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η επιδίκαση του ποσού των £500 για τις επιπρόσθετες εργασίες είναι λανθασμένη αφού οι εργασίες είχαν εκτελεσθεί από την εφεσίβλητη χωρίς οδηγίες από τον εφεσείοντα και επειδή οι εργασίες ήταν παράνομες αφού δεν περιλαμβάνονταν μέσα στα σχέδια για τα οποία είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής. Αναφορικά με την ορθότητα του πρώτου σκέλους της εισήγησης παραπέμπουμε απλά στη μαρτυρία της Πολιτικής Μηχανικού του εφεσείοντος, η μαρτυρία της οποίας έγινε πλήρως αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων της είχε ζητήσει την κατασκευή ενός τοίχου από τούβλα για το κλείσιμο του κενού που παρέμενε στο υπόγειο και δύο φρεατίων που είχε ζητήσει η ΑΤΗΚ. Η μάρτυς ειδοποίησε προς τούτο σχετικά την εφεσίβλητη που προέβηκε στην εκτέλεση των πιο πάνω εργασιών, το δε ποσό των £500 το θεώρησε ως λογικό.

Οι αρχές της Πολιτικής Δικονομίας περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα που καθορίζονται μέσα στη σχετική δικογραφία έτσι που η δίκη να δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη να διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής. (Ίδε Κούρτης ν. Ιασωνίδη (1980) 1 C.L.R. 180, Παπαγεωργίου ν. Λούης Κλάππας (Investment Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24 και Ελένη Βραχίμη ως διαχειρίστρια της περιουσίας του Νικόλα Σάσσου ν. Πάρη Κουλουμπρή (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 836). Στην παρούσα περίπτωση ο ισχυρισμός ότι η απόφαση για το ποσό των £500 για τις επιπρόσθετες εργασίες είναι λανθασμένη αφού οι εργασίες ήταν παράνο[*828]μες δεν μπορεί να εξεταστεί κατ’ έφεση αφού δεν είχε προβληθεί πρωτόδικα με τα δικόγραφα ούτε με προφορική μαρτυρία. Εφόσον δε όπως και η δίκη έτσι και η έφεση δεν μπορεί να καταπιαστεί με θέματα που δεν καθορίζονται από τη δικογραφία (Ίδε Ελένη Βραχίμη ν. Πάρη Κουλουμπρή πιο πάνω) η σχετική εισήγηση για την εξέταση του θέματος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο