(1998) 1 ΑΑΔ 843
[*843]15 Mαΐου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες
v.
1. Ε.Τ. ΑUTOSPARES ENTERPRISES LTD,
2. XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΟΥΖΑΛΗ,
3. ΜΑΡΩΣ ΚΟΥΖΑΛΗ,
4. A.L. VASILIOU MOTORS LTD,
Eφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9645)
Συμβάσεις — Σύμβαση ενοικιαγοράς αυτοκινήτου — Εγγυητές — Αμφισβήτησαν την υπογραφή τους στη σύμβαση, η οποία κατατέθηκε χωρίς ένσταση στη δίκη και δεν αντεξέτασαν το μάρτυρα των εναγόντων — Οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν - όπως είχαν υποχρέωση - την παράβαση της σύμβασης με μαρτυρία — Η απόρριψη της αγωγής επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Εκδίκαση πολιτικών υποθέσεων — Ισχυρισμοί στην έκθεση απαίτησης οι οποίοι αντικρούονται στην υπεράσπιση — Δεν αποδεικνύονται από το γεγονός και μόνο της μη αντεξέτασης μάρτυρα ο οποίος στη μαρτυρία του δεν αναφέρθηκε σ’ αυτούς — Είναι αναγκαία και η θετική μαρτυρία του διαδίκου, ο οποίος προέβηκε στους εν λόγω ισχυρισμούς στα δικόγραφα.
Απόδειξη — Έγγραφα — Η υποβολή ένστασης ή όχι στην κατάθεση εγγράφου κατά τη δίκη είναι θέμα που συναρτάται προς τους κανόνες που διέπουν την απόδειξη και είναι θέμα ξεχωριστό από την κατ’ ουσία αποδεικτική του αξία όταν αυτό κατατεθεί με ή χωρίς ένσταση.
Εταιρείες — Έγγραφα — Σφραγίδα — Δεν είναι απαραίτητο να αποκεικνύεται με μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα η τοποθέτησή της επί των εγγράφων.
Εταιρείες — Σφραγίδα εταιρείας — Τεκμήριο κανονικότητας — Εφαρ[*844]μοστέες αρχές — Η τοποθέτηση της σφραγίδας χωρίς την υπογραφή της εταιρείας δε δεσμεύει την εταιρεία.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν ως εγγυητές συμφωνία ενοικιαγοράς αυτοκινήτου. Επειδή καταβλήθηκαν μόνο ορισμένες δόσεις οι εφεσείοντες αξίωσαν το υπόλοιπο από τον ενοικιαγοραστή, τους εφεσίβλητους και άλλους δύο εγγυητές. Εναντίον του ενοικιαγοραστή και των άλλων δύο εγγυητών εκδόθηκε απόφαση, οι εφεσίβλητοι όμως αρνήθηκαν ότι υπέγραψαν ως εγγυητές και ισχυρίστηκαν πως η υπογραφή τους είχε πλαστογραφηθεί.
Οι εφεσείοντες κάλεσαν ως μόνο μάρτυρα ένα από τους υπαλλήλους τους, ο οποίος κατέθεσε τη σύμβαση, χωρίς να υπάρξει ένσταση από την άλλη πλευρά και εξάντλησε τη μαρτυρία του με αναφορά στο υπόλοιπο που παρέμενε οφειλόμενο, χωρίς όμως να αντεξεταστεί. Οι εφεσίβλητοι κάλεσαν ως μόνο μάρτυρα τον διευθυντή τους ο οποίος αρνήθηκε ότι η σφραγίδα των εφεσιβλήτων και μια υπογραφή που υπήρχαν στο έγγραφο στη θέση τρίτου εγγυητή, τέθηκαν από τους εφεσίβλητους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή επειδή δεν προσάχθηκε από τους εφεσείοντες μαρτυρία, “που να τείνει να αποδείξει τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην έκθεση απαίτησης” και αφού η μαρτυρία των εφεσιβλήτων “δεν τείνει να αποδείξει οποιοδήποτε από τους ισχυρισμούς των εναγόντων”.
Οι λόγοι έφεσης περιστράφηκαν γύρω απο τη θέση των εφεσειόντων ότι η χωρίς ένσταση κατάθεση της σύμβασης και η επιλογή των εφεσιβλήτων να μην αντεξετάσουν τον μάρτυρα τους σημαίνει παραδοχή πως υπέγραψαν τη σύμβαση ως εγγυητές. Επίσης ισχυρίστηκαν ότι κακώς το Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν αποδεικτικό υλικό επιστολές του Γενικού Εισαγγελέα και του Αρχηγού της Αστυνομίας, ως δικαστικών πραγματογνωμόνων, αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της πλαστογραφίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
(1) Το μόνο επίδικο θέμα που προέκυπτε από τα δικόγραφα, ήταν το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σύμβαση ως εγγυητές. Βάρυνε τους εφεσείοντες η απόδειξη της σύμβασης που επικαλούνταν. Η κατάθεση του εγγράφου, που δεν ήταν η ύπαρξη του που αμφισβητείτο, δεν προωθούσε αφ’ εαυτής την υπόθεση των εφεσειόντων σε σχέση με το επίδικο θέμα. Η μη υποβολή ένστασης στην κατάθεσή του, ως του εγγράφου το οποίο κατ’ ισχυρισμόν υπέγραψαν οι εφε[*845]σίβλητοι, δε σήμαινε παραδοχή για οτιδήποτε.
(2) Η μη αντεξέταση του μάρτυρα των εφεσειόντων δε βοηθά την υπόθεσή τους, γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία ουσίας, δηλαδή πάνω στο επίδικο θέμα, σε σχέση με το οποίο θα ήταν νοητό να αντεξεταστεί ο μάρτυρας.
(3) Οι επιστολές του Γενικού Εισαγγελέα και του Αρχηγού της Αστυνομίας ορθά αγνοήθηκαν. Δεν ορίστηκε κανένας πραγματογνώμονας και η οδηγία του Δικαστή για παραπομπή του θέματος στην Αστυνομία δεν είχε καμιά απολύτως σχέση προς την αστική αντιδικία μεταξύ των διαδίκων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Aloupos a.ο. v. Hadjigeorghiou a.ο. (1984) 1 C.L.R. 475,
Adidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383,
Mavros v. Theodorou (1984) 1 C.L.R. 635,
Λαζούρας v. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168,
Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,
A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. Edwards κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 385,
Clarke v. Imperial Gas Light and Coke Co. [1832] 1 Nev. & M.K.B. 206,
Royal British Bank v. Turquand [1856] 6 E. & B. 327,
Ruben v. Great Fingall Consolidated [1906] A.C. 439,
Moises v. Thornton [1799] 8, Term. Rep. 303,
Doe d. Governor and Co. of Bank of England v. Chambers [1836] 4 Ad. & EI. 410.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Iωαννίδης, Π.E.Δ. και Σταματίου, E.Δ.) που δόθηκε στις 19 Ιανουαρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 10458/92) [*846]με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους εναντίον των εφεσιβλήτων ως εγγυητών σε σύμβαση ενοικιαγοράς αυτοκινήτου.
Μ. Πελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Καλλής με Δ. Θεοδώρου, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ήταν ο ισχυρισμός των εφεσειόντων πως οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν ως εγγυητές σύμβαση ενοικιαγοράς αυτοκινήτου. Και επειδή καταβλήθηκαν μόνο ορισμένες από τις συμφωνηθείσες δόσεις αξίωσαν το υπόλοιπο από τον ενοικιαγοραστή (εναγόμενο 1), τους εφεσίβλητους (εναγόμενοι 4) και άλλους δυο (εναγόμενοι 2 και 3), επίσης ως εγγυητές. Ο ενοικιαγοραστής δέκτηκε απόφαση ενώ οι άλλοι δυο δεν καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης. Με αποτέλεσμα την έκδοση απόφασης και εναντίον τους. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι υπέγραψαν ως εγγυητές. Σύμφωνα με την υπεράσπισή τους δεν ήταν “μέρος” της σύμβασης και ουδέποτε την υπέγραψαν. Πρόσθεσαν πως η υπογραφή τους είχε πλαστογραφηθεί.
Οι εφεσείοντες κάλεσαν ως μόνο μάρτυρα ένα από τους υπαλλήλους τους. Υπηρετούσε σε διαφορετικό τμήμα κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης και δεν αναφέρθηκε σε οτιδήποτε που θα μπορούσε να συσχετισθεί προς την επίδικη διαφορά. Ήταν ήδη κατατεθειμένη στο Δικαστήριο η σύμβαση, προφανώς σε σχέση με την προηγηθείσα διαδικασία ως προς τους άλλους εναγόμενους, και επιζητήθηκε η κατάθεσή της, διά μέσου του, και για τους σκοπούς της αξίωσης κατά των εφεσιβλήτων. Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων δήλωσε πως δεν είχε ένσταση στην κατάθεσή της, κατετέθη και, κατά τα άλλα, η μαρτυρία του υπαλλήλου των εφεσειόντων εξαντλήθηκε με αναφορά στο υπόλοιπο που απέμενε οφειλόμενο. Ο μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.
Οι εφεσίβλητοι κάλεσαν ως μόνο μάρτυρα το διευθυντή τους. Όπως κατέθεσε, το αυτοκίνητο τους ανήκε, συμφώνησαν να το πωλήσουν στον εναγόμενο 1, εκείνος ανέλαβε τη διευθέτηση της χρηματοδότησης από τους εφεσείοντες με ενοικιαγορά και ο ίδιος και μια υπάλληλος των εφεσιβλήτων συμπλήρωσαν το έγγραφο. Στο πρώτο μέρος του (δήλωση εμπόρου) υπέγραψε ο [*847]ίδιος και έθεσε τη σφραγίδα των εφεσιβλήτων. Στο τελευταίο έγραψε τα ονόματα των εναγομένων 2 και 3 ως εγγυητών οι οποίοι και υπέγραψαν, με μάρτυρα της υπογραφής τους την υπάλληλο των εφεσιβλήτων. Όπως εξήγησε, δεν ήταν πελάτης του ο ενοικιαγοραστής, δεν τον ήξερε “σαν εταιρεία” και το είχε κάμει καθαρό και στον ίδιο τον υπάλληλο των εφεσειόντων με τον οποίο επικοινώνησε τηλεφωνικά πως οι εφεσίβλητοι δεν θα υπέγραφαν ως εγγυητές. Παρήλθε περίπου ένας χρόνος όταν παρέλαβε επιστολή από την τράπεζα που εμφάνιζε τους εφεσίβλητους ως εγγυητές. Αυτό ήταν αναληθές. Αναγνώρισε στο έγγραφο που κατετέθη τη σφραγίδα των εφεσιβλήτων με δυσανάγνωστη υπογραφή στη θέση τρίτου εγγυητή αλλά αρνήθηκε πως αυτές τέθηκαν από τους εφεσίβλητους. Συμπλήρωσε πως μετά την ετοιμασία και την υπογραφή της σύμβασης από τους δυο εγγυητές χρειάστηκε τροποποίησή της ως προς την αξία του αυτοκινήτου. Έγινε η τροποποίηση και την μονογράφησαν, οπότε, σε μεταγενέστερο στάδιο, παρέδωσε τη σφραγίδα των εφεσιβλήτων στον εναγόμενο 2, που ήταν διευθυντής του ενοικιαγοραστή, για να τη θέσει στο σημείο όπως ήταν η παράκλησή του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή επειδή δεν προσάχθηκε από τους εφεσείοντες μαρτυρία, “που να τείνει να αποδείξει τους ισχυρισμούς που προβάλονται στην έκθεση απαίτησης” και αφού η μαρτυρία των εφεσιβλήτων “δεν τείνει να αποδείξει οποιοδήποτε από τους ισχυρισμούς των εναγόντων”.
Διατυπώθηκε σειρά λόγων έφεσης αλλά με κοινό υπόβαθρο. Ήταν ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων πως η χωρίς ένσταση κατάθεση της σύμβασης και η επιλογή των εφεσιβλήτων να μή αντεξετάσουν το μάρτυρά τους σημαίνει παραδοχή πως υπέγραψαν τη σύμβαση ως εγγυητές. Και σε σχέση με τις συνέπειες της μή αντεξέτασης επικαλέστηκαν τις υποθέσεις Αloupou & Αnother v. HadjiGeorghiou and Another (1984) 1 C.L.R. 475 και Αdidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383.
Δέχονται οι εφεσείοντες πως είχαν εκείνοι το βάρος της απόδειξης της σύναψης της σύμβασης εγγύησης αλλά, όπως είναι η υπόθεσή τους, το απέσεισαν. Θα είχαν υποχρέωση, όπως πρότειναν, να προσκομίσουν μαρτυρία ως προς την υπογραφή της σύμβασης μόνο εφόσον υποβαλλόταν ένσταση στην κατάθεσή της. Επικαλέστηκε ο κ. Πελίδης τη Δ.38, Θ.4 των θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας και, όπως το έθεσε χαρακτηριστικά, η υπόθεση τέλειωσε με τη κατάθεση της σύμβασης. Αντίστροφα, [*848]όπως δήλωσε, η θέση τους θα απέμενε χωρίς υπόβαθρο αν δεν γινόταν δεκτό πως ο χειρισμός από την πλευρά των εφεσιβλήτων δεν ισοδυναμούσε με παραδοχή της υπογραφής. Σ’ αυτό το πλαίσιο, στο περίγραμμα της αγόρευσής τους, οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι, όπως πρέπει να συμπεράνουμε, δεν υπήρξε ένσταση από την πλευρά τους επέτρεψε στο μάρτυρα των εφεσιβλήτων να δώσει μαρτυρία αντίθετη προς το περιεχόμενο του εγγράφου και εσφαλμένα την αξιολόγησε ή και την απεδέχθη κατά παράβαση των αρχών που διέπουν την προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας, όπως αυτές υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Μavrou v. Theodorou (1984) 1 C.L.R. 635. Είδαν δε και επιπρόσθετο εμπόδιο στο αποδεκτό της μαρτυρίας του μάρτυρα των εφεσιβλήτων αναφορικά με τη σφραγίδα τους. Στην υπεράσπιση ισχυρίστηκαν μόνο πλαστογραφία της υπογραφής χωρίς αναφορά σ΄αυτή. Και αυτά, ενώ στο τέλος υπέδειξε ενώπιόν μας ο κ. Πελίδης πως στην πραγματικότητα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του διευθυντή του εφεσιβλήτου ούτε στήριξε την απόφασή του στην απόδοχή της.
Για να επικαλεστούν όμως ταυτόχρονα οι εφεσείοντες, υποθέτουμε ως ανταποδεικτική της πλαστογραφίας, επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα και του Αρχηγού της Αστυνομίας πως δεν στοιχειοθετήθηκε τέτοιο αδίκημα. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν αποδεικτικό υλικό αυτές οι επιστολές και τις αγνόησε. Κακώς λέγουν οι εφεσείοντες αφού το θέμα είχε παραπεμφθεί στην αστυνομία με οδηγίες δικαστή. Ο δικαστής, κατά την εισήγησή τους, στην πραγματικότητα “εξασκούσε στην ουσία την εξουσία του να λάβει τη γνώμη κάποιου ειδικού” και, σύμφωνα με τους Halsbury’s Laws of England 3η έκδοση, τόμος 30, σελ. 398 § 746 η έκθεση τέτοιου ειδικού, εφόσον δεν γίνεται αποδεκτή από τους διαδίκους, χρησιμοποιείται ως πληροφορία προς το Δικαστήριο το οποίο μπορεί να της προσδώσει βαρύτητα όπως θα θεωρούσε σκόπιμο.
Και επειδή, όπως αντιλήφθηκαν, προκύπτει από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως θεωρήθηκε ότι έφεραν οι ίδιοι βάρος απόδειξης, παρέπεμψαν σε αποσπάσματα από τον Phipson on Evidence 11η έκδοση σελ. 40, 42 και 43 ως προς το θεμελιώδες ότι το βάρος της απόδειξης γεγονότος το φέρει εκείνος που το επικαλείται και ως προς την υποχρέωση του διαδίκου να αποδείξει τους λόγους, όπως για παράδειγμα δόλο ή πλάνη, που προτείνει για απαλλαγή του από δικαιοπραξία του. Επίσης, επικαλέστηκαν τους Halsbury’s (ανωτέρω) Τόμος 9 σελ. 14 - 16, για το ότι [*849]από την τοποθέτηση της σφραγίδας εταιρείας τεκμαίρεται συμμόρφωση προς τα προαπαιτούμενα γι΄αυτή από το καταστατικό της. Και για το ότι απόκειται στην εταιρεία να αποδείξει, μάλιστα με την καθαρότερη δυνατή μαρτυρία, πως αυτή η επίσημη πράξη της πρέπει να παραμεριστεί λόγω αντικανονικότητας ως προς την τήρηση των προαπαιτουμένων. Ή πως η σφραγίδα της τέθηκε δολίως ή κάτω από συνθήκες που ισοδυναμούν με πλαστογραφία. Όπως και στην υποθετική περίπτωση της προβολής της υπεράσπισης non est factum σύμφωνα με τους Halsbury’s (ανωτέρω), Τόμος 11 σελ 361. Για να επισημάνουν, επίσης, πως σύμφωνα με τους ίδιους, Τόμος 9 σελ. 15 δεν απαιτείται, συνήθως, μάρτυρας της τοποθέτησης της σφραγίδας οργανισμού.
Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση. Ο ευπαίδευτος συνήγορός τους, με αναφορά στον Phipson on Evidence 14η έκδοση παράγραφος 4-06, υπέδειξε πως η απόδειξη της σύμβασης, από τη στιγμή που αμφισβητήθηκε, βάρυνε τους εφεσείοντες και πως η παράλειψή τους να προσκομίσουν θετική μαρτυρία και μάλιστα της φύσης που περιγράφεται στην παράγραφο 35-03 του ίδιου συγγράμματος, ορθά οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής. Με βάση και την υπόθεση Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 Α.Α.Δ. 168. Αρνούνται συναφώς οι εφεσίβλητοι πως η στάση τους εξυπάκουε παραδοχή για οτιδήποτε. Είτε με τη χωρίς ένσταση κατάθεση της σύμβασης είτε με τη μή αντεξέταση του μάρτυρα των εφεσειόντων. Δεν ήταν, όπως δήλωσε ο ίδιος ο μάρτυρας, γνώστης των συνθηκών της υπογραφής της σύμβασης. Οι ίδιοι οι εφεσείοντες είχαν ξεκαθαρίσει πως η μαρτυρία τους προσφερόταν μόνο για απόδειξη του ύψους του ποσού και θα ήταν άσκοπο να τον αντεξετάσουν σε σχέση με πράγματα που δεν γνώριζε. Απάντησαν οι εφεσίβλητοι και στους υπόλοιπους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, αλλά δεν θα χρειαστεί να επεκταθούμε.
Έχουμε καταλήξει πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Προέκυπτε από την αντιπαραβολή των δικογράφων ως μόνο επίδικο ζήτημα το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι υπέγραψαν τη σύμβαση ως εγγυητές. Βάρυνε τους εφεσείοντες, όπως δέκτηκαν και οι ίδιοι, η απόδειξη της σύμβασης που επικαλούνταν. Η κατάθεση του εγγράφου, που δεν ήταν η ύπαρξή του που αμφισβητείτο, δεν προωθούσε αφ’ εαυτής την υπόθεση των εφεσειόντων, σε σχέση με το επίδικο θέμα. Η μη υποβολή ένστασης στην κατάθεσή του, ως του εγγράφου το οποίο κατ’ ισχυρισμόν υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι, δεν σήμαινε παραδοχή για οτιδήποτε Το αποδεκτό εγγράφου ως μαρτυρίας και η τοποθέτηση ως προς αυτό διαχωρίζονται από την κατ’ ουσία, ανάλογα με την περίπτωση, αποδεικτική του δύ[*850]ναμη και βεβαίως από την προβαλλόμενη άποψη ως προς αυτή. Η ένσταση ή μή ένσταση στην προσαγωγή του συναρτάται προς τους κανόνες που διέπουν την απόδειξη. Δεν προσφέρεται η ένσταση στην προσαγωγή μαρτυρίας ως μέσο για την επίλυση της ουσίας της διαφοράς και η μή υποβολή τέτοιας δεν έχει από μόνη της επίπτωση που υπερβαίνει τον προορισμό της. Ο προσδιορισμός δε από τη Δ.38 θ4 του χρόνου υποβολής ένστασης στην προσαγωγή μαρτυρίας αποβλέπει αλλού και δεν συσχετίζεται προς το θέμα. (βλ. Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512 και Α.Ν. Stasis Estates Co Ltd v. George Evans Edwards κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 385). Αποτέλεσμα της προσαγωγής εγγράφου, με ή χωρίς ένσταση, είναι η ένταξή του στο αποδεικτικό υλικό που θα συνεκτιμηθεί.
Ούτε μπορούμε να συμφωνήσουμε πως προσθέτει οτιδήποτε στην υπόθεση των εφεσειόντων η μή αντεξέταση του μάρτυρά τους. Πολύ λιγότερο δεν υπονοούσε παραδοχή πως υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι το έγγραφο. Όχι γιατί δεν είναι δυνατό, όπως αναγνωρίστηκε και στη νομολογία που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες, να προκύψει τέτοιο αποτέλεσμα από την παράλειψη αντεξέτασης. Αλλά γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία ουσίας, δηλαδή πάνω στο επίδικο θέμα, σε σχέση με το οποίο θα ήταν νοητό να αντεξεταστεί ο μάρτυρας. Και ακριβώς στην υπόθεση Aloupou and Another (ανωτέρω) εξηγήθηκε πως η μή αντεξέταση δεν ισοδυναμεί με παραδοχή σε σχέση με θέματα για τα οποία δεν κατέθεσε ο μάρτυρας αλλά απλώς προβάλλονται στις γραπτές προτάσεις. Εδώ μάλιστα και οι ίδιοι οι εφεσείοντες, μετά από επί τούτου ένσταση των εφεσιβλήτων, αποσύνδεσαν τη μαρτυρία του μάρτυρά τους από την επίδικη διαφορά.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, στην πραγματικότητα, δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του Διευθυντή των εφεσιβλήτων ούτε προχώρησε σε διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα πάνω στη βάση της. Έκρινε πως δεν υπήρχε μαρτυρία από την πλευρά των εφεσειόντων που να θεμελιώνει τη σύναψη της σύμβασης και πως και η μαρτυρία του Διευθυντή των εφεσιβλήτων ήταν, από την άποψη αυτή, αρνητική. Δε διαπιστώνουμε λάθος σ’ αυτή την προσέγγιση και δεν είναι ορθό πως αυτή συνεπαγόταν επίρριψη στους ώμους των εφεσειόντων του βάρους απόδειξης που δεν είχαν. Τα αποσπάσματα δε από τα συγγράμματα στα οποία παρέπεμψαν οι εφεσείοντες, δεν βελτιώνουν τη θέση τους. Ανατρέξαμε στην αγγλική νομολογία που συνοψίζουν. Η Clarke v. Imperial Gas Light and Coke Co [1832] 1 Nev. & M.K.B. 206 (βλ English Reports 110, σελ 473), αφορούσε σε εταιρεία που είχε συσταθεί με νόμο και κρίθηκε [*851]πως η ύπαρξη της σφραγίδας της εταιρείας δημιουργούσε τεκμήριο κανονικότητας αφού ήταν δοσμένο πως τέθηκε από πρόσωπο που είχε τη νόμιμη φύλαξή της και εξουσία για σφράγιση. Θα μπορούσε να σημειωθεί εδώ και η θεμελιακή υπόθεση Royal British Bank v. Turquand [1856] 6Ε. & B. 327 και η αναφορά στον Palmer’s Company Law, 24η έκδοση, Τόμος 1, §21-10) ως προς αυτή την έκφανση, δηλαδή την εσωτερική κανονικότητα, στην αρχή omnia praesumuntur rite ac solemniter esse acta. (βλ. συναφώς και Ruben v. Great Fingall Consolidated [1906] A.C. 439, Palmers (ανωτέρω) §21-16 και Ηalsbury’s (ανωτέρω) Τόμος 9 σελ. 15 & 23). Και σε σχέση με το απόσπασμα σύμφωνα με το οποίο κατά την απόδειξη εγγράφου που φέρει σφραγίδα οργανισμού (corporation) δεν είναι συνήθως απαραίτητο να καταθέτει μάρτυρας πως την είδε να τοποθετείται, η πρώτη υπόθεση, δηλ. η Moises v. Thornton [1799] 8, Term. Rep. 303 (Bλ. Εnglish Reports, 101, 1402) αφορούσε σε πανεπιστήμιο και εκεί είχε αμφισβητηθεί η ίδια η γνησιότητα της σφραγίδας. Και είναι σε σχέση προς αυτό που λέχθηκε, από τον ένα εκ των τριών δικαστών, πως δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται η σφραγίδα οργανισμού με τον ίδιο τρόπο που αποδεικνύεται η σφραγίδα ατόμου, με την κλήση του μάρτυρα που την είδε να τοποθετείται. Και ακριβώς στην υπόθεση εκείνη θεωρήθηκε πως δεν απέδειξε ο ενάγων πως είχε το πανεπιστημιακό δίπλωμα που επικαλείτο, γιατί απέτυχε να αποδείξει πως η σφραγίδα σ΄αυτό ανήκε πράγματι στο πανεπιστήμιο. Η δε δεύτερη υπόθεση που αναφέρεται, δηλαδή η Doe d. Governor and Co. of Bank of England v. Chambers [1836] 4 Ad. & El. 410 (βλ. English Reports, 111, σελ. 841) αφορούσε στο κατά πόσο η γραπτή βεβαίωση που συνόδευσε τη σφράγιση εγγράφου της Τράπεζας της Αγγλίας, σύμφωνα με την οποία εκείνος που την έθεσε ήταν εξουσιοδοτημένος γι’ αυτό, τον καθιστούσε μάρτυρα της υπογραφής που θα έπρεπε να είχε κληθεί. Η απάντηση ήταν αρνητική.
Εδώ δεν ήταν το ζητούμενο αν η σφραγίδα ανήκε πράγματι στην εταιρεία. Αυτό το είχε αναγνωρίσει ο διευθυντής των εφεσιβλήτων που ταυτόχρονα όμως κατέθεσε πως δεν τέθηκε από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο. Ενόψει της αμφισβήτησης της υπογραφής και της πράγματι σύναψης της σύμβασης, μόνη η παρουσίαση του εγγράφου που την έφερε, δεν αποδείκνυε τίποτε και δεν προωθούσε την υπόθεση των εφεσιβλήτων. Αφού δεν υπήρχε θετική μαρτυρία πως η σύμβαση υπεγράφη και συνακολούθως η σφραγίδα τέθηκε από εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Ώστε να τίθεται πλέον ζήτημα βάρους απόδειξης που θα έφεραν οι εφεσίβλητοι. Όπως θα συνέβαινε και στην περίπτωση παραδοχής της σύμβασης (confession) αλλά προβολής λόγων προς απαλλαγή (avoidance) [*852]από τη δέσμευση που θα συνεπαγόταν η υπογραφή της.
Εκείνο που δεσμεύει την εταιρεία είναι η υπογραφή της σύμβασης και όχι απλώς η σφραγίδα. Ακόμα και στην περίπτωση σύμβασης που, κατά το αγγλικό δίκαιο, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 33(1)(α) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 απαιτείται, ως επιπρόσθετο προαπαιτούμενο, να φέρει σφραγίδα. Και επαναλαμβάνουμε πως δεν ήταν κάτω από αυτό το φακό που εξετάστηκαν οι πιό πάνω υποθέσεις. (βλ. Αnson’s Law of Contract 35η έκδοση σελ. 70 κ.επ., Chitty on Contracts, General Principles, 24η έκδοση σελ 21 § 19). Το άρθρο 33(ι)(β) και (γ) αναφέρεται σε κάθε άλλη σύμβαση και, σύμφωνα με τις διατάξεις του, απαιτείται υπογραφή ή προφορική έστω σύναψή της, ανάλογα με το τί ο νόμος επιτρέπει, από οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί μετά από ή με βάση ρητή ή σιωπηρή εξουσιοδότηση της εταιρείας. Και δεν είχε προσαχθεί ίχνος μαρτυρίας ως προς αυτό.
Το τελευταίο στο οποίο χρειάζεται να αναφερθούμε είναι η αντίληψη πως με την οδηγία του δικαστή για παραπομπή του θέματος στην αστυνομία ενόψει του ισχυρισμού για πλαστογραφία, ορίστηκε δικαστικός πραγματογνώμονας με αποτέλεσμα να είναι οι επιστολές του Γενικού Εισαγγελέα και του Αρχηγού της Αστυνομίας εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Δεν θα επεκταθούμε στο θεσμό ή σε ο,τιδήποτε θα μπορούσε να λεχθεί σε σχέση με την εφαρμογή του στην Κύπρο. Ούτε στα συμπεράσματα στα οποία θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν οι επιστολές από μόνες τους. Ελλείπει εντελώς η πραγματική θεμελίωση. Δεν ορίστηκε κανένας πραγματογνώμονας και η οδηγία του δικαστή δεν είχε καμιά απολύτως σχέση προς την αστική αντιδικία μεταξύ των διαδίκων. Οι επιστολές ορθά αγνοήθηκαν αφού δεν ήταν δυνατό να θεωρηθούν ως μαρτυρία στην υπόθεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο