Caspi Shipping Limited κ.ά. ν. Tου προϊόντος πώλησης του πλοίου “Sapphire Seas” (1998) 1 ΑΑΔ 1015

(1998) 1 ΑΑΔ 1015

[*1015]20 Mαΐου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1.       CASPI SHIPPING LIMITED,

2.       NATOUR TRAVEL ASSOCIATION

   FOR ORGANISED TOURS LTD,

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

v.

ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ «SAΡPHIRE SEAS»,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

(Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 85/97)

 

Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου — Αγωγή για εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε σε διαιτησία, στην οποία παραπέμφθηκαν οι διαφορές των μερών βάσει ναυλοσυμφώνου — Θεμελιώνεται στο ναυλοσύμφωνο και συνιστά απαίτηση η οποία ανάγεται στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 1(I)(h) του Administration of Justice Act 1956.

Διαιτησία — Διαιτητική απόφαση — Τι πρέπει να αποδείξει ο ενάγων για τη θεμελίωση  δικαιώματός του για ανάκτηση του αντικειμένου διαιτητικής απόφασης.

Ναυτικό δίκαιο — Πηγές δικαίου — Η πηγή του Κυπριακού Ναυτικού Δικαίου είναι το Αγγλικό Ναυτικό Δίκαιο όπως ίσχυε αμέσως πριν την Ανεξαρτησία — Άρθρο 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) — Έργο των Κυπριακών Δικαστηρίων είναι η διακρίβωση της αρχής δικαίου του Αγγλικού Ναυτικού Δικαίου, όπως ίσχυε το 1960 και η εφαρμογή της, χωρίς να υπάρχει δικαίωμα ανάπλασής της.

Το Ναυτοδικείο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων - εναγόντων λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Η αγωγή στρέφετο κατά του προϊόντος πώλησης πλοίου και ενείχε χαρακτήρα αγωγής κατά αντικειμένου. Το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάτο με απόφαση που εκδόθηκε σε διαιτησία, στην οποία παραπέμφθηκαν οι διαφορές των μερών βάσει του ναυλοσυμφώνου.

[*1016]Η αγωγή απορρίφθηκε μετά από αίτηση του ενυπόθηκου δανειστή, της τράπεζας της Σκωτίας, παρεμβαινόντων στην αγωγή. Το θέμα που εξετάστηκε ήταν κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα, στο οποίο θεμελιώνετο η αγωγή, ήταν ανεξάρτητο από τη σύμβαση των μερών, το ναυλοσύμφωνο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διαφορά που εγείρετο αφορούσε την απόφαση του Διαιτητή και ως τέτοια υπάγετο στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να  απορρίψει την αγωγή.

Οι ενάγοντες υποστήριξαν τόσο πρωτόδικα όσο κατ’ έφεση, ότι το αγώγιμο δικαίωμα για την ανάκτηση του ποσού, το οποίο επιδικάστηκε στη διαιτητική απόφαση, πηγάζει και είναι αδιαχώριστο από το ναυλοσύμφωνο. Βασίζεται επομένως η αγωγή, σε συμφωνία αναγόμενη στη μεταφορά εμπορευμάτων με πλοίο, στη χρήση ή ενοικίαση πλοίου και συνεπώς εμπίπτει στις διατάξεις του Άρθρου 1(Ι)(h) του Administration of Justice Act 1956, που προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε ναυτικά θέματα, όπως προβλέπει το Άρθρο 19 (α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60).

Οι παρεμβαίνοντες ισχυρίστηκαν ότι η αγωγή ανάγεται στην ανάκτηση του χρέους των εναγομένων, το οποίο προέκυψε από την απόφαση και μπορεί να αναζητηθεί μόνο με αγωγή ενώπιον πολιτικού Δικαστηρίου, του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Οι διάδικοι υποστήριξαν τις θέσεις τους επικαλούμενοι Αγγλικές αποφάσεις, οι οποίες φαίνονται εκ πρώτης όψεως τουλάχιστο, διϊστάμενες. Συγκεκριμένα, η θέση του δικηγόρου των αιτητών, υποστηρίζεται από την απόφαση του Εφετείου της Αγγλίας στην υπόθεση The Beldis και τη “Rena K”, ενώ των συνηγόρων των καθ’ ων στην The St. Anna, που αποφασίστηκε από το Δικαστή Sheen στο Q.B.D. (Admiralty Court) της Αγγλίας και την Bremer.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η δικαιοδοτική βάση αγωγής, για την ανάκτηση ποσού επιδικασθέντος σε διαιτησία, ήταν το επίδικο θέμα στη Bremer και εξετάστηκε ευθέως από το Εφετείο. Η σύγκρουση μεταξύ των αρχών που υιοθετούνται στη Bremer και στη The Beldis, στο επίμαχο σημείο διαπιστώθηκε εκτός από το Δικαστή Sheen και από το Δικαστή Brandon (όπως ήταν τότε), στην The Eschersheim.

2.  Οι διαπιστώσεις στη Bremer είναι ότι το μεγαλύτερο βάρος της νομολογίας κλίνει υπέρ της θέσης ότι αγωγή βασισμένη σε διαιτητική απόφαση εδράζεται στην πραγματικότητα σε συμφωνία για [*1017]την παραπομπή διαφορών σε διαιτησία, της οποίας η διαιτητική απόφαση είναι το αποτέλεσμα. Η νομοθεσία η οποία πραγματεύεται τις διαιτητικές αποφάσεις υποστηρίζει αυτή τη θέση.

3.  Το απαύγασμα της Bremer που στοιχειοθετεί και την ουσία του λόγου της, είναι ότι η συμφωνία της οποίας επιδιώκεται η εφαρμογή βασίζεται στο ναυλοσύμφωνο, και όχι στη διαιτητική απόφαση αφεαυτή.

4.  Η απόφαση στη Bremer δεν τέθηκε υπόψη του Εφετείου στη μεταγενέστερη υπόθεση Τhe Beldis, όπως σωστά διαπιστώνει ο Δικαστής Sheen στην The St. Anna. O συγκρουόμενος λόγος των δύο αποφάσεων του Εφετείου, Bremer και The Beldis, άφηνε το πεδίο ελεύθερο, όπως αναφέρει ο Δικαστής Sheen, στον ίδιο να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων.

5.  Ο Δικαστής Sheen επέλεξε να ακολουθήσει την υπόθεση Bremer, αποφασίζοντας ότι η απαίτηση εντάσσεται στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου.

6.  Η αρχή της Bremer υποστηρίζεται και από μεταγενέστερη νομολογία. Επίσης και στα νομικά συγγράμματα, διαφωτιστικά για την πρακτική του δικαίου στον τομέα που εξετάζεται, υιοθετείται η θέση, υπό το πρίσμα της νομολογίας, ότι το ναυλοσύμφωνο στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα για την ανάκτηση του ποσού το οποίο επιδικάζεται σε διαιτητική απόφαση.

7.  Το ισχύον ναυτιλιακό δίκαιο καθορίζεται στο Άρθρο 29(2)(α) και είναι το ναυτιλιακό δίκαιο που ίσχυε στην Αγγλία κατά τον χρόνο της ανεξαρτησίας.

8.  Τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν ευθύνη να προσδιορίσουν - όπου υπάρχει αμφιβολία - τη σχετική αρχή του αγγλικού κοινού δικαίου. Εφόσο διαπιστωθεί η αρχή του ναυτιλιακού δικαίου που ίσχυε στην Αγγλία του 1960, δεν παρέχεται δυνατότητα ανάπλασής της.

9.  Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, αγωγή για την ανάκτηση του αντικειμένου διαιτητικής απόφασης, στην οποία παραπέμφθηκε διαφορά βάσει ναυλοσυμφώνου, θεμελιώνεται στο ναυλοσύμφωνο και συνιστά απαίτηση η οποία ανάγεται στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 1(Ι)(h) του Administration of Justice Act 1956. H παρούσα αγωγή εντάσσεται σ’ αυτή την κατηγορία και επενεργεί κατά πράγματος (in rem) - του πλοίου - και μετά την πώλησή του, του εκπλει[*1018]στηριάσματός του.

10.  Η απόφαση η οποία έχει αναθεωρηθεί είναι εσφαλμένη και πρέπει να παραμεριστεί και η αίτηση που οδήγησε στην έκδοσή της να απορριφθεί.

     Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αίτηση των παρεμβαινόντων απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.

Η αίτηση για αναθεώρηση επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Beldis [1935] All E.R. Rep. 760,

St. Anna [1983] 1 All E.R. 691,

Bremer Oeltransport v. Drewry [1933] 1 K.B. 753,

Bremer Oeltransport v. Drewry [1933] All E.R. 851,

Eschersheim [1974] 3 All E. R. 307,

Young v. Bristol Aeroplane Co. [1944] 2 All E.R. 293,

Rena K [1978] Vol. 1 Lloyd’s Law Rep. 545,

Chris. Brown Ltd v. Genossenschaft & c. [1953] 2 All E.R. 1039,

Bloemen v. Council of City of Gold  Coast [1972] 3 All E.R. 357,

Agromet Motoimport v. Maulden Engineering [1985] 2 All E.R. 436,

Hassanein v. “Hellenic Island” κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 578,

National Line οf Cyprus S.A. v. Ship “Sunset” (1986) 1 C.L.R. 393.

Aίτηση.

Aίτηση των εναγουσών εταιρειών για αναθεώρηση της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της πρωτογενούς του δικαιοδοσίας (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 12/12/97 με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους ως εκφεύγουσα της δικαιοδοσίας του [*1019]Δικαστηρίου σε ναυτικές υποθέσεις.

Ε. Μοντάνιος με Γρ. Λεοντίου, για τους Αιτητές-Ενάγοντες.

Α. Χαβιαράς με Κ. Μανώλη, για τους Καθ’ ων η αίτηση (παρεμβαίνοντες).

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Καλούμεθα, με την αίτηση  των εναγουσών εταιρειών, να αναθεωρήσουμε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην άσκηση της πρωτογενούς του δικαιοδοσίας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους, ως εκφεύγουσα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου σε ναυτικές υποθέσεις. To θέμα που εξετάζεται απολήγει σε καθαρά νομικό εφόσον, τα ουσιώδη για τον προσδιορισμό της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου γεγονότα, είναι παραδεχτά.

Η αγωγή στρέφεται κατά του προϊόντος πώλησης πλοίου και ενέχει χαρακτήρα αγωγής κατά αντικειμένου. Το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με απόφαση που εκδόθηκε σε διαιτησία, στην οποίαν παραπέμφθηκαν οι  διαφορές των μερών βάσει του ναυλοσυμφώνου.

Η αγωγή απορρίφθηκε μετά από αίτηση της τράπεζας της Σκωτίας που υποβλήθηκε υπό την ιδιότητα του ενυπόθηκου δανειστή. Τέθηκε και εξετάστηκε κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα,  στο οποίο θεμελιώνεται η αγωγή, ήταν ανεξάρτητο από τη σύμβαση των μερών, το ναυλοσύμφωνο. Η διαφορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της διαιτησίας ανέκυψε στο πλαίσιο του ναυλοσυμφώνου, και η παραπομπή σε διαιτησία έγινε βάσει των προνοιών του. Το επίδικο θέμα προσδιορίζεται με σαφήνεια στην υπό αναθεώρηση απόφαση:

«Στην αίτηση προβάλλεται ένας μόνο λόγος για την επιτυχία της, ότι η αιτία της αγωγής, όπως περιγράφεται στο κλητήριο ένταλμα, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Ναυτοδικείο, αλλά είναι διαφορά που εγείρεται από την απόφαση του Διαιτητή, που, ως τέτοια, εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Οι δικηγόροι των καθ’ ων ενίστανται στην αίτηση. Το ζήτημα, όπως εγείρεται, είναι καθαρά νομικό. Αναφύεται το ερώ[*1020]τημα αν η αιτία αγωγής, εφόσο βασίζεται σε αξίωση για εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Ναυτοδικείο και ειδικώτερα στη σχετική πρόνοια του άρθρου 1(Ι)(h) του Administration of Justice Act 1956, που εφαρμόζεται στη χώρα μας δυνάμει του άρθρου 19(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960, (Ν.14/60), ως: “any claim arising out of any agreement relating to the carriage of goods in a ship or to the use or hire of a ship” .»

Οι ενάγοντες υποστήριξαν ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και ενώπιόν μας ότι το αγώγιμο δικαίωμα για την ανάκτηση του ποσού, το οποίο επιδικάστηκε στη διαιτητική απόφαση, πηγάζει και είναι αδιαχώριστο από το ναυλοσύμφωνο. Βασίζεται επομένως η αγωγή, εισηγήθηκαν, σε συμφωνία αναγόμενη στη μεταφορά εμπορευμάτων με πλοίο, στη χρήση ή ενοικίαση πλοίου και συνεπώς εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 1(Ι)(h) του Administration of Justice Act 1956, που προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε ναυτικά θέματα, όπως προβλέπει το άρθρο 19(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60).

Οι αιτούντες τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος - οι παρεμβαίνοντες - δεν αμφισβήτησαν ούτε αμφισβητούν ότι αν η αγωγή εδράζεται στο ναυλοσύμφωνο, το επίδικο θέμα ανάγεται στη δικαιοδοσία ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ό,τι αμφισβήτησαν είναι τη φύση του αγώγιμου δικαιώματος. Υποστήριξαν ότι η βάση της αγωγής είναι η διαιτητική απόφαση, και αξίωση η ανάκτηση του επιδικασθέντος ποσού. Η αγωγή ανάγεται στη ανάκτηση του χρέους των εναγομένων, το οποίο προέκυψε  από την απόφαση, και μπορεί να αναζητηθεί μόνο με αγωγή ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου, του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Οι αντίστοιχες θέσεις, ως προς τη δικαιοδοτική βάση της αγωγής, θεμελιώνονται σε διϊστάμενες, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως τουλάχιστο, Αγγλικές αποφάσεις. Αυτό διαπίστωσε το Δικαστήριο το οποίο εξέτασε την αίτηση για την απόρριψη της αγωγής.  Στο εισαγωγικό μέρος της απόφασής του αναφέρει:

«Η διάσταση των απόψεων των δικηγόρων των διαδίκων είναι δικαιολογημένη. Οι εκατέρωθεν εισηγήσεις βασίζονται στην Αγγλική νομολογία και βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα, η θέση του δικηγόρου των αιτητών υποστηρίζεται από την απόφαση του Εφετείου της Αγγλίας στην υπόθεση The Beldis [1935] All E.R. Rep. p. 760, ενώ των συνηγόρων των καθ’ ων στην The St. Anna [1983] 1 All E.R. 691, που αποφασίστηκε από το δικαστή [*1021]Sheen στο Q.B.D. (Admiralty Court) της Αγγλίας.»

Το Δικαστήριο εξέτασε σε έκταση το κείμενο της απόφασης στην The Beldis [1935] All E.R. 760, για να διαπιστώσει, σε συμφωνία με το Αγγλικό Εφετείο, ότι αγωγή για την ανάκτηση ποσού, το οποίο επιδικάζεται από διαιτητή, είναι ανεξάρτητη από το ναυλοσύμφωνο και δεν συναρτάται προς αυτό. Διαφώνησε με τη θέση του Δικαστή Sheen στη The St. Anna [1983] 2 All E.R. 691, ότι η θεώρηση στη The Beldis (ανωτέρω), της δικαιοδοτικής βάσης αγωγής για την ανάκτηση του ποσού το οποίο επιδικάζεται με διαιτητική απόφαση, συνιστά «obiter dicta». Στην απόφασή του το εφετείο στη The Beldis, αναγνωρίζει ότι το αγώγιμο δικαίωμα προσδιορίστηκε ανεξάρτητα από το ναυλοσύμφωνο, βάσει του οποίου η διαφορά είχε παραπεμφθεί σε διαιτησία. Eξηγεί όμως, ότι ως θέμα δικονομικής τάξης θα ήταν αντικανονικό να καθοριστεί η φύση της διαφοράς που οδήγησε σε διαιτησία. Επομένως, θα ήταν ανεπίτρεπτο για το Δικαστήριο να εξετάσει τέτοιο θέμα· αναπόφευκτα, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί εφόσον δεν αναγόταν, εξ όψεως, στη δικαιοδοσία ναυτοδικείου.

Προχώρησαν όμως, και τα τρία μέλη του Εφετείου, να διαπιστώσουν σε ξεχωριστές αποφάσεις ότι η ίδια θέση δικαιολογείται ως θέμα ουσίας. Το αγώγιμο δικαίωμα, για την ανάκτηση ποσού το οποίο επιδικάζεται σε διαιτητική απόφαση, θεμελιώνεται σ’ αυτή τούτη την απόφαση ανεξάρτητα από τη σύμβαση, βάσει της οποίας έγινε η παραπομπή σε διαιτησία.

Στην απόφαση του Προέδρου του εφετείου, την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου που δόθηκε από τον Sir Boyd Merriman, P., διαπιστώνεται κατ’ αρχή ότι:

«Quite plainly the cause of action is founded, in the summons in this case, upon the award itself and has no relation to the original dispute which gave rise to the arbitration.»

(Eλληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Απλά το αγώγιμο δικαίωμα εδράζεται στο κλητήριο ένταλμα σ’ αυτή την υπόθεση, στο ποσό το οποίο επιδικάστηκε και δεν έχει σχέση με την αρχική διαφορά η οποία οδήγησε στην παραπομπή σε διαιτησία.»

Προχώρησε όμως να εξετάσει και το ενδεχόμενο συσχετισμού [*1022]του αποτελέσματος της διαιτησίας με το ναυλοσύμφωνο, βάσει του οποίου έγινε η παραπομπή, για να διαπιστώσει ότι:

«Ηοwever that may be, I am not prepared to hold that a claim upon an award made under the arbitration clause of a charterparty is within the words “any claim arising out of any agreement made in relation to the use or hire of any ship”.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Παρ’ όλα ταύτα δεν είμαι έτοιμος να θεωρήσω απαίτηση βάσει της απονομής του διαιτητή (award), η οποία εκδίδεται κάτω από τις πρόνοιες ναυλοσυμφώνου για παραπομπή σε διαιτησία ότι καλύπτεται από τις λέξεις “οποιαδήποτε απαίτηση εγείρεται από συμφωνία που γίνεται για τη χρήση ή ναύλωση οποιουδήποτε πλοίου”.»

Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση και των άλλων δύο Δικαστών.

Ο Δικαστής Sheen στη Τhe St. Anna, εκτός από τη διαπίστωση ότι οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στη The Beldis, αναφορικά με το συσχετισμό διαιτητικής απόφασης με τη σύμβαση βάσει της οποίας έγινε η παραπομπή ήταν obiter dicta, προέβη και σε δεύτερη διαπίστωση, ακόμη μεγαλύτερης νομολογιακής σημασίας, ότι η απόφαση στη The Beldis, ως προς την αποσύνδεση διαιτητικής απόφασης από το συμβατικό της βάθρο, συγκρούεται με προγενέστερη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου, τη Bremer Oeltransport v. Drewry [1933] 1 K.B. 753, - [1993] All E.R. 851.

To Δικαστήριο πρωτοδίκως εξέφρασε τη διαφωνία του και με αυτή τη διαπίστωση του Δικαστή Sheen, αναφέροντας ότι:

«Επιπλέον, δεν συμφωνώ πως η υπόθεση Bremer είναι ασυμβίβαστη με την The Beldis, όπως κρίνει ο δικαστής Sheen στην St. Anna. Στην υπόθεση Βremer τα ζητήματα που εγείρονται, και τα γεγονότα της υπόθεσης, ήταν διαφορετικά από το νομικό σημείο που εξετάστηκε στην Τhe Beldis, και δεν ελέχθη τίποτε ασυμβίβαστο με την The Beldis, γι’ αυτό και νομίζω πως δεν έγινε αναφορά της The Beldis στην Bremer

Δε συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η δικαιοδοτική βάση αγωγής για την ανάκτηση ποσού επιδικασθέντος σε διαιτησία, ήταν το επίδικο θέμα στη Bremer και εξετάστηκε ευθέως από το Εφετείο. Η σύγκρουση μεταξύ των αρχών που υιοθετούνται στη [*1023]Bremer και στη Τhe Beldis, στο επίμαχο σημείο, διαπιστώθηκε εκτός από το Δικαστή Sheen και από το Δικαστή Brandon, (όπως ήταν τότε), στην The Eschersheim [1974] 3 All E.R. 307.

Το Δικαστήριο αναφέρει στη Bremer, στη σελ. 854:

«This contention raises at the outset the following juridical problem. What is the nature of an action based on an award?»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Ο ισχυρισμός αυτός εγείρει εξαρχής το ακόλουθο νομικό πρόβλημα. Ποία είναι η φύση αγωγής η οποία βασίζεται σε διαιτητική απόφαση;»

Στη συνέχεια το Δικαστήριο προσδιόρισε με ακρίβεια το νομικό θέμα το οποίο εγειρόταν και έπρεπε να λυθεί:

«The respective contentions require for their proper consideration some study of the history of the legal principles which govern the enforcement of awards at common law and in equity. The contention of the plaintiffs that the submission is the contract on which an action based on the award is founded is well supported by authority.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί απαιτούν, για την ορθή εξέτασή τους, κάποια μελέτη της ιστορίας των νομικών αρχών οι οποίες διέπουν την εφαρμογή διαιτητικών αποφάσεων κατά το κοινό δίκαιο και το δίκαιο της επιείκειας. Ο ισχυρισμός των εναγόντων, ότι η παραπομπή αποτελεί τη σύμβαση στην οποία βασίζεται η αγωγή για την ανάκτηση του ποσού, το οποίο επιδικάστηκε με τη διαιτητική απόφαση, είναι καλά θεμελιωμένη και υποστηρίζεται από αυθεντίες.»

Ποιες είναι οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στη Bremer;  Η πρώτη αφορά το «βάρος της νομολογίας», ως προς τη νομική βάση αγωγής για την ανάκτηση ποσού το οποίο επιδικάζεται με διαιτητική απόφαση:

«It would appear, therefore, that the greater weight of authority is in favour of the view that in an action on the award the action is really founded on the agreement to submit the [*1024]difference of which the award is the result. The legislation dealing with awards supports this view.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Φαίνεται επομένως, ότι το μεγαλύτερο βάρος της νομολογίας κλίνει υπέρ της θέσης ότι αγωγή βασισμένη σε διαιτητική απόφαση εδράζεται στην πραγματικότητα στη συμφωνία για την παραπομπή διαφορών σε διαιτησία, της οποίας η διαιτητική απόφαση είναι το αποτέλεσμα. Η νομοθεσία η οποία πραγματεύεται τις διαιτητικές αποφάσεις υποστηρίζει αυτή τη θέση.»

Το απαύγασμα της Bremer περιέχεται στο ακόλουθο καταληκτικό απόσπασμα που στοιχειοθετεί και την ουσία του λόγου της, στη σελ. 858:

«I think that this appeal should be dismissed, solely on the ground that the agreement which it is sought to enforce is based on the charterparty and not on the award itself and, therefore, was made within the jurisdiction.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Νομίζω ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί, αποκλειστικά για το λόγο ότι η συμφωνία της οποίας επιδιώκεται η εφαρμογή βασίζεται στο ναυλοσύμφωνο, και όχι στη διαιτητική απόφαση αφεαυτή και, επομένως, εγένετο εντός της δικαιοδοσίας.»

Η απόφαση στη Bremer δεν τέθηκε  υπόψη του Εφετείου στη μεταγενέστερη υπόθεση The Beldis, όπως σωστά διαπιστώνει ο Δικαστής Sheen στην The St. Anna. Ο συγκρουόμενος λόγος των δύο αποφάσεων του Εφετείου, Bremer και The Beldis, άφηνε το πεδίο ελεύθερο, όπως αναφέρει ο Δικαστής Sheen, στον ίδιο να επιλέξει μεταξύ των δύο αποφάσεων. Αναφέρει στη The St. Anna στη σελ. 696:

«This leaves me free to decide which authority I should follow.»

(Eλληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Αυτό με αφήνει ελεύθερο να αποφασίσω ποιά αυθεντία θα ακολουθήσω.»

Η ελευθερία αυτή όντως του παρεχόταν. Όπως διαπιστώθηκε στη Young v. Bristol Aeroplane Co. [1944] 2 All E.R. 293 (C.A.):

«... The Court is unquestionably entitled to choose between the two conflicting decisions.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«... To Δικαστήριο έχει αδιαμφισβήτητα το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ των δύο συγκρουόμενων αποφάσεων.»

Και η επιλογή του Δικαστή Sheen στη σελ. 696:

«As the decision in the latter case was not brought to the attention of the Court of Appeal during argument in The Beldis, and as I find myself convinced by the reasoning in the latter case, I have no hesitation in following it. I therefore hold that this claim is within the Admiralty jurisdiction of this court and I give judgment for the plaintiffs on their claim.»

(Eλληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Η απόφαση στην τελευταία υπόθεση δεν τέθηκε υπόψη του Εφετείου κατά τη συζήτηση στη The Beldis, και καθώς πείθομαι από την αιτιολογία στη μεταγενέστερη υπόθεση* δεν έχω κανένα ενδοιασμό στο να την ακολουθήσω. Αποφασίζω επομένως, ότι η απαίτηση εντάσσεται στη δικαιοδοσία Ναυτοδικείου αυτού του δικαστηρίου και εκδίδω απόφαση υπέρ των εναγόντων βάσει της απαίτησής τους.»

Ανάλογες εισηγήσεις υποβλήθηκαν από τους διαδίκους, σχετικά με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής, με εκείνες που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Υποστήριξαν αντίστοιχα, ο κ. Χαβιαράς για τους παρεμβαίνοντες, το ορθό της πρωτόδικης απόφασης, και ο κ. Μοντάνιος, το εσφαλμένο της. Ο κ. Χαβιαράς υπέβαλε ότι με την έκδοση της διαιτητικής απόφασης αποκρυσταλλώνεται αυτούσιο αγώγιμο δικαίωμα το οποίο ανάγεται σε οφειλή, η οποία, όπως και η διεκδίκηση κάθε χρέους, εμπίπτει στην αστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Επικαλέστηκε, υπέρ των θέσεών του, εκτός από την The Beldis και την The “Rena K” [1978] Vol. I Lloyd’s Law Rep. 545. Έκαμε επίσης αναφορά στο αδιαμφισβήτητο της οφειλής η οποία προκύπτει από διαιτητική απόφαση η οποία, μετά την έκδοσή της, προσλαμβάνει μορφή δεδικασμένου· αναφορά έγινε στο σύγ[*1026]γραμμα «Τhe Doctrine of Res Judicata» by Spencer Bower & Turner 2nd Ed. σ.358, 360, 362, 365.

Ο κ. Μοντάνιος υποστήριξε το λόγο της Βremer. Εισηγήθηκε ότι αυτός ευρίσκει έρεισμα στην προηγούμενη και βεβαιώνεται από τη μεταγενέστερη νομολογία. Θεωρείται δε ο λόγος της αυθεντικός από τα πλείστα νομικά συγγράμματα στα οποία έκαμε εκτεταμένη αναφορά. Εκτός από τη The St. Anna, στην οποία  υιοθετήθηκε άμεσα η Bremer, οι αρχές της επικροτήθηκαν και σε σειρά άλλων αποφάσεων.

Η απόφαση του Δικαστή Devlin, όπως ήταν τότε, στην Chris. Brown Ltd v. Genossenschaft, & c. [1953] 2 All E.R. 1039,  υποστηρίζει ότι για τη θεμελίωση του δικαιώματος, για την ανάκτηση του αντικειμένου διαιτητικής απόφασης, ο ενάγων πρέπει να αποδείξει πέντε πράγματα:

(α)       Τη σύμβαση, η οποία προβλέπει την παραπομπή σε διαιτησία.

(β)       Ότι η διαφορά, η οποία προέκυψε, εμπίπτει στους όρους της σύμβασης, η οποία διέπει την παραπομπή σε διαιτησία.

(γ)        Ότι οι διαιτητές διορίστηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες της σύμβασης για παραπομπή σε διαιτησία.

(δ)       Την έκδοση της διαιτητικής απόφασης και,

(ε) Ότι το επιδικασθέν ποσό δεν αποπληρώθηκε.

Όπως εξηγεί αργότερα στην απόφασή του ο Δικαστής Devlin, (σελ. 1042):

«Τhere is no presumption that merely because an award has been made that, therefore, it is a valid award.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Δεν προκύπτει τεκμήριο εκ του λόγου της έκδοσης διαιτητικής απόφασης ότι η απονομή από το διαιτητή είναι έγκυρη.»

Συνάγεται από την πιο πάνω απόφαση, αντίθετα με ότι διαπιστώθηκε στη The Beldis, ότι για την ανάκτηση του ποσού το οποίο καθορίζεται σε διαιτητική απόφαση, είναι απαραίτητη η αναφορά στη σύμβαση, από την οποία πηγάζει η δικαιοδοσία [*1027]του διαιτητή για τη διενέργεια της διαιτησίας.

Στην απόφαση του Privy Council στην Bloemen v. Council of City of Gold Coast [1972] 3 All E.R. 357 (δόθηκε από το Λόρδο Pearson), διαπιστώνεται ότι ενώ είναι ορθό ότι η διαιτητική απόφαση δημιουργεί νέο αγώγιμο δικαίωμα, το γεγονός αυτό δεν αποσυνδέει το δικαίωμα από τη σύμβαση, που προβλέπει την παραπομπή σε διαιτησία.

Όπως διαπιστώνεται στην Bloemen (ανωτέρω) στη σελ. 363:

«The award of an arbitrator on the other hand cannot be viewed in isolation from the submission under which it was made.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Η απόφαση του διαιτητή από την άλλη δεν μπορεί να απομονωθεί από την παραπομπή σε διαιτησία βάσει της οποίας έγινε.»

Στην ίδια απόφαση διαπιστώνεται ότι, η διαιτητική απόφαση διαφέρει ουσιωδώς από δικαστική απόφαση. Ευθυγραμμισμένη με τη γραμμή Bremer είναι και η απόφαση Agromet Motoimport v. Maulden Engineering [1985] 2 All E.R. 436. Kαι στα νομικά συγγράμματα, διαφωτιστικά για την πρακτική του δικαίου στον τομέα που εξετάζεται, υιοθετείται η θέση, υπό το πρίσμα της νομολογίας, ότι το ναυλοσύμφωνο στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα για την ανάκτηση του ποσού το οποίο επιδικάζεται σε διαιτητική απόφαση.

Στο σύγγραμμα, Τhe Law and Practice of Commercial Arbitration in England, Second Edition by Mustill & Boyd, αναφέρεται, ειδικά ως προς τη βάση του δικαιώματος για ανάκτηση ποσού το οποίο επιδικάζεται από διαιτητή, ο οποίος διορίζεται προς επίλυση διαφοράς η οποία αναφύεται στο πλαίσιο ναυλοσυμφώνου:-

«An action on an award made under an arbitration clause in charterparty or bill of lading is an “award arising out of any agreement relating to the carriage of goods in a ship or to the use or hire of a ship”, and can be brought as an admiralty action in rem.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Αγωγή βασισμένη στην απόφαση διαιτητή βάσει όρου για παραπομπή σε διαιτησία που περιέχεται σε ναυλοσύμφωνο ή φορτωτική συνιστά “απόφαση η οποία προκύπτει από συμ[*1028]φωνία η οποία σχετίζεται, με τη μεταφορά εμπορευμάτων σε πλοίο ή τη χρήση ή ναύλωση πλοίων”, και μπορεί να εγερθεί ως αγωγή ναυτοδικείου κατ’ αντικειμένου.»

Στο σύγγραμμα, Enforcement of Maritime Claims (1996) Second Ed. by Jackson, υιοθετείται η θέση με αναφορά στη Bremer και στην The St. Anna (σελ. 291):

«As an award arises out of the arbitration agreement, if the agreement is contained in a contract within admiralty jurisdiction it may be enforceable by an action in rem.»

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη.)

«Καθώς η απόφαση διαιτητή εγείρεται από τη συμφωνία για διαιτησία, εάν η συμφωνία περιέχεται σε σύμβαση εντός της δικαιοδοσίας ναυτοδικείου μπορεί να εφαρμοσθεί ως αγωγή κατ’ αντικειμένου.»

Ανάλογα είναι τα αποτελέσματα της ανάλυσης της νομολογίας, όπως προσδιορίζονται στα ακόλουθα συγγράμματα στα οποία επίσης μας παρέπεμψε ο κ. Μοντάνιος. Precedents of Pleadings, Thirteenth Edition σελ. 48. Atkin’s Encyclopaedia of Court Forms in Civil Proceedings, Second Edition, Volume 6, σελ. 88-89. Αrbitration Law by Merkin, παραγ. 17.2. Russel on Arbitration Twenty-First Edition σελ. 398, και Halsbury’s Laws of England Fourth Edition, Vol. 2, σελ. 414.

Το δίκαιο το οποίο  διέπει την άσκηση της δικαιοδοσίας ναυτοδικείου προσδιορίζεται στο άρθρο 29(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60), προβλέπει:

«(2) Το Ανώτατον Δικαστήριο εν τη ασκήσει της δικαιοδοσίας -

(α) δι ης περιβέβληται δυνάμει της παραγράφου (α) του άρθρου 19 θα εφαρμόζη, τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (γ) και (ε) του εδαφίου (Ι), το υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης εν Αγγλία, εν τη ασκήσει επί της επί ναυτικών υποθέσεων δικαιοδοσίας αυτού εφαρμοζόμενον κατά την προ της ημέρας ανεξαρτησίας ημέραν δίκαιον, ως θα ετροποποιείτο τούτο δια νόμου της Δημοκρατίας.»

Το Αγγλικό δίκαιο είναι εκείνο το οποίο ίσχυε στην Αγγλία [*1029]στις 16 Αυγούστου 1960, όπως αυτό καθορίστηκε από τη νομοθεσία και τη νομολογία· εκτός βέβαια στο βαθμό που αυτό τροποποιήθηκε με μεταγενέστερο νόμο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως επισημάναμε στην Hassanein v. “Hellenic Island” κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 578:

«Το ισχύον ναυτιλιακό δίκαιο καθορίζεται στο Άρθρο 29(2)(α) και είναι το ναυτιλιακό δίκαιο που ίσχυε στην Αγγλία κατά το χρόνο της ανεξαρτησίας.»

Και διευκρινίσαμε, στη σελ. 583:

«Όπου υπάρχει αμφιβολία ως προς το ποια είναι η σχετική αρχή του αγγλικού κοινού δικαίου, αποτελεί ευθύνη των Κυπριακών Δικαστηρίων ο προσδιορισμός της.

Εφόσο διαπιστωθεί η αρχή του ναυτιλιακού δικαίου που ίσχυε στην Αγγλία το 1960 δεν παρέχεται δυνατότητα ανάπλασής της.»

(Βλ. επίσης απόφαση Στυλιανίδη, Δ., στη National Line v. Ship “Sunset” (1986) 1 C.L.R. 393.)

Διαπιστώνουμε ότι σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, αγωγή για την ανάκτηση του αντικειμένου διαιτητικής απόφασης, στην οποία παραπέμφθηκε διαφορά βάσει ναυλοσυμφώνου, θεμελιώνεται στο ναυλοσύμφωνο και συνιστά απαίτηση η οποία ανάγεται στη δικαιοδοσία ναυτοδικείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 1(1)(h) του Administration of Justice Act, 1956. H παρούσα αγωγή εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία και επενεργεί κατά πράγματος (in rem), - του πλοίου -και μετά την πώλησή του, του εκπλειστηριάσματός του.

Καταλήγουμε, ότι η απόφαση η οποία έχει αναθεωρηθεί είναι εσφαλμένη πρέπει να παραμερισθεί, και η αίτηση που οδήγησε στην έκδοσή της να απορριφθεί.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αίτηση των παρεμβαινόντων απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών, τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιόν μας.

Η αίτηση για αναθεώρηση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο