Continental Insurance Company of Hampshire ν. Sac Eugene O’ Regan (1998) 1 ΑΑΔ 1087

(1998) 1 ΑΑΔ 1087

[*1087]21 Μαΐου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

THE CONTINENTAL INSURANCE COMPANY OF HAMPSHIRE,

Εφεσείουσα,

ν.

SAC EUGENE O’ REGAN,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9385)

 

Πολιτική Δικονομία — Ασφάλεια εξόδων — Οι περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Δ.60, θ.1 — Καλύπτει και αίτηση που καταχωρεί τριτοδιάδικος για ασφάλεια εξόδων εναντίον εναγομένου — Σε τέτοια περίπτωση ο εναγόμενος επέχει θέση ενάγοντος — Η αδιαμφισβήτητη οικονoμική αδυναμία του εναγομένου για συμμόρφωση με διάταγμα για εξασφάλιση των εξόδων του τριτοδιαδίκου, δε δικαιολογούσε την έκδοση σχετικής διαταγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση της τριτοδιαδίκου - της νυν εφεσείουσας - για εξασφάλιση των εξόδων της από τον εφεσίβλητο αφού έκρινε ότι η αναφορά σε “ενάγοντα” στη Δ.60, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν περιλάμβανε εναγόμενο που στρέφεται εναντίον τριτοδιαδίκου. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι έστω και αν είχε εξουσία για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, δε θα διέτασσε εξασφάλιση εφόσον αυτή θα απέληγε, εν όψει της οικονομικής κατάστασης του εφεσιβλήτου -η οποία δεν αμφισβητήθηκε - σε στέρηση της πρόσβασης του στο Δικαστήριο.

Με την έφεση αμφισβητούνται και οι δύο καταλήξεις.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Εν όψει της φυσιογνωμίας της διαδικασίας τριτοδιαδίκου, ο εναγόμενος επέχει θέση ενάγοντος. Αυτό συνάγεται από το λεκτικό της Δ.60, θ.1. Η μη αναφορά στη διάταξη σε εναγόμενο σε σχέση με τις ανάγκες τριτοδιαδίκου, σε αντίθεση της ρητής αναφοράς σε ανταπαιτούντα εναγόμενο, δε σημαίνει αποκλεισμό της πρώτης [*1088]περίπτωσης από την εφαρμογή της Δ.60, θ.1. Η ρητή αναφορά σε ανταπαιτούντα εναγόμενο, κατέστη αναγκαία, πρώτο εν όψει της εξαίρεσής του από την έννοια του “ενάγοντος” στη Δ.2 και δεύτερο, για τη διάκριση και αποκλεισμό της ιδιαίτερης περίπτωσης όπου η ανταπαίτηση προέκυπτε από ακριβώς το ίδιο θέμα όπως και η απαίτηση, μη συνιστώσας στην πραγματικότητα παρά μόνο υπεράσπιση, δεδομένου ότι στην Αγγλία η έκδοση διαταγής για εξασφάλιση εξόδων και σε αυτού του είδους την περίπτωση συνιστούσε θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας.

2.  Εφόσον πληρούται η προϋπόθεση συνήθους διαμονής του ενάγοντος στο εξωτερικό οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπ’ όψιν στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας ...... είναι κατ’ εξοχήν δύο, η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντος περιουσίας και ιδίως ακίνητης ...... στην Κύπρο και η ισχύς της υπόθεσης.

3.  Ο εφεσίβλητος δεν έχει στην Κύπρο οποιαδήποτε περιουσία, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την αντίθετη πλευρά. Η οικονομική αδυναμία ενάγοντος εκτός δικαιοδοσίας δεν πρέπει να απολήγει σε στέρηση της πρόσβασής του στο δικαστήριο.  Αυτή η διάσταση υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο, όπου την αγωγή δεν την κίνησε ο διάδικος από την οποία ζητείται η εξασφάλιση και ο οποίος, με δεδομένη πια την εμπλοκή του, χρησιμοποίησε τις προσφερόμενες από το σύστημα διαδικασίες για την διεκδίκηση των όποιων συναφών δικαιωμάτων του. Η απροθυμία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει διαταγή για εξασφάλιση των εξόδων της εφεσείουσας ήταν, εν όψει της οικονομικής αδυναμίας του εφεσιβλήτου, δικαιολογημένη.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Νικήτα v. Medcon Construction Limited κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 643,

Alahmari v. Alia Airline (1990) 1 Α.Α.Δ. 434,

Airey Case Judgment of 9 October 1979, Series A, No. 32, p. 15,

Michiels v. Empire Palace Ltd [1892] 66 L.T.R. 132.

Έφεση.

Έφεση από τον τριτοδιάδικο (ασφαλιστική εταιρεία) κατά της [*1089]απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kορφιώτης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 26 Ιανουαρίου, 1995 (Aρ. Aγωγης 3939/89) με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για την παροχή ασφάλειας εξόδων από τον εναγόμενο.

Γ. Αγαπίου, για την Εφεσείουσα.

Καμιά εμφάνιση, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv.vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με αγωγή που κινήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ο ενάγων αξιώνει εναντίον του εξ Αγγλίας εφεσίβλητου αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και τα όσα συνακόλουθα υπέστη συνεπεία τροχαίου ατυχήματος την ευθύνη για το οποίο αποδίδει στον εφεσίβλητο ως οδηγό του αυτοκινήτου στο οποίο ο ίδιος ήταν επιβάτης.  Σε καταχωρηθείσα υπεράσπιση, ο εφεσίβλητος αρνείται, μεταξύ άλλων, ότι το ατύχημα συνέβηκε με δική του υπαιτιότητα, αλλά συνάμα προβάλλει ότι σε περίπτωση διάγνωσης του αντιθέτου, θα είναι απέναντι του υπόλογοι για να τον αποζημιώσουν, τόσο η εμπλεκόμενη ασφαλιστική εταιρεία όσο και οι ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου.  Για να καταστήσει δυνατή μια τέτοια εξέλιξη, ο εφεσίβλητος αργότερα προέβη σε διάβημα με το οποίο, κατόπιν άδειας, προστέθηκαν οι αναφερθέντες ως τριτοδιάδικοι.

Λίγο μετά την προσθήκη της ως τριτοδιαδίκου, η ασφαλιστική εταιρεία - η νυν εφεσείουσα - αποτάθηκε στο δικαστήριο για εξασφάλιση των εξόδων της από τον εφεσίβλητο, δεδομένου ότι αυτός είχε τη συνήθη διαμονή του εκτός Κύπρου. Προβλέπεται από τη Δ.60, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ότι:

“A plaintiff (and, in respect of a counter-claim which is not merely in the nature of a set-off, a defendant) ordinarily resident out of Cyprus may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus.”

Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκο δήλωση προσώπου που βρισκόταν στην υπηρεσία των αντιπροσώπων της εφεσείουσας.  Ο τομέας απασχόλησης της ενόρκως δηλούσας δεν αναφερόταν. Γινόταν ωστόσο επίκληση και σε προσωπική γνώση.  Ενδιαφέρει εν προκειμένω το εξής μέρος επί του οποίου ο συνήγορος της [*1090]εφεσείουσας στήριξε επιχείρημα:

“3.  Εξ όσων γνωρίζω και συμβουλεύομαι από τους δικηγόρους των τριτοδιαδίκων 1 αυτοί έχουν πολύ καλήν υπεράσπιση απέναντι στον εναγόμενον.”

Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση. Σε ένορκο δήλωση του, εξέθεσε λεπτομερή στοιχεία αναφορικά με την οικονομική του κατάσταση.  Προέκυπτε από αυτά ότι δεν διατηρούσε δυνατότητα να παράσχει οποιαδήποτε εξασφάλιση εξόδων και ότι ήδη αντιμετώπιζε μεγάλη δυσκολία σχετικά με τη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν για να προσέλθει εν καιρώ στην Κύπρο να καταθέσει στην υπόθεση. Υπογράμμισε ότι ενόψει της οικονομικής του αδυναμίας, τυχόν διαταγή για εξασφάλιση εξόδων θα απέκλειε την πρόσβαση του στο δικαστήριο με αποτέλεσμα να παραμείνουν χωρίς προστασία τα δικαιώματά του. Δεν απευθύνθηκε όμως στην προβληθείσα εκ μέρους της εφεσείουσας άποψη περί καλής υπεράσπισης της στη δική του απαίτηση.

Το δικαστήριο έκρινε, πρώτο, ότι η αναφορά σε “ενάγοντα” στη Δ.60, θ.1 δεν περιλαμβάνει εναγόμενο που στρέφεται εναντίον τριτοδιαδίκου. Που σήμαινε ότι δεν παρεχόταν εν προκειμένω  εξουσία για την έκδοση σχετικής διαταγής. Πρόσθεσε όμως ότι και αν παρεχόταν τέτοια εξουσία, δεν θα διέτασσε εξασφάλιση εφόσον αυτή θα απέληγε, ενόψει της οικονομικής κατάστασης του εφεσίβλητου - η οποία δεν αμφισβητήθηκε - σε στέρηση της πρόσβασης του στο δικαστήριο. 

Με την έφεση αμφισβητούνται και οι δύο καταλήξεις. Θίγονται ωσαύτως και κάποιες παρεμφερείς αδυναμίες της απόφασης - που όντως υπάρχουν - και επικρίνεται η μη απόδοση σημασίας στο ότι ο εφεσίβλητος δεν αντέκρουσε τη θέση της εφεσείουσας περί  καλής υπεράσπισης της στην απαίτηση του.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι η αναφορά σε “ενάγοντα” στη Δ.60, θ.1 περιλαμβάνει, έναντι τριτοδιαδίκου, και  εναγόμενο. Επεσήμανε κατ’ αρχάς τον ορισμό “ενάγοντος” στη Δ.2 σύμφωνα με την οποία:

“‘plaintiff’ includes every person asking any relief (other than a defendant asking relief by way of counter-claim) against any other person by any form of proceedings, whether the proceeding is by action, petition, motion, summons or otherwise;”

[*1091]Σχετική είναι και η Δ.10, θ.3 όπου αναφέρεται ότι:

“The third party shall, as from the time of the service upon him of the notice, be a party to the action with the same rights in respect of his defence against any claim made against him and otherwise as if he had been duly sued in the ordinary way by the defendant.”

Ο συνήγορος παρέπεμψε ακολούθως στη Νικήτα ν. Medcon Construction Limited κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 643, όπου το Εφετείο, αφού εξέτασε σε βάθος τη φύση της διαδικασίας τριτοδιαδίκου - για να διαπιστώσει αν ορθά είχε εξελιχθεί η δίκη - κατέληξε ότι σε τέτοια διαδικασία ο εναγόμενος επέχει θέση ενάγοντος.  Διαφωτίζει το εξής απόσπασμα:

“Η Διαδικασία Τριτοδιάδικου αντλεί την προέλευση της από τη Δ.16 των παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών, των οποίων οι βασικές πρόνοιες είναι όμοιες με τις πρόνοιες της δικής μας Δ.10. Η διαδικασία αυτή δημιουργήθηκε στην Αγγλία με το Judicature Act 1873 και θεωρήθηκε ότι ήταν μια διαδικασία ανάλογη με αγωγή, που καταχωρείτο από τον εναγόμενο σε υπάρχουσα αγωγή εναντίον του τριτοδιάδικου. Ο εναγόμενος σε τέτοια περίπτωση εθεωρείτο ενάγων και ο τριτοδιάδικος εναγόμενος.  Επομένως, η Ειδοποίηση Τριτοδιάδικου επέχει μορφή αγωγής του εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου (βλ. McCheane v. Jyles [1902] 1 Ch. D. 287). Μετά την επίδοση της Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, ο τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή αυτή και έχει τα ίδια δικαιώματα σχετικά με την υπεράσπισή του ως εάν να είχε εναχθεί με κανονική αγωγή από τον εναγόμενο. Ο τριτοδιάδικος όμως, δεν είναι εναγόμενος στην υφιστάμενη αγωγή του ενάγοντα εναντίον του εναγομένου, εκτός αν ο ενάγων αποφασίσει και τον καταστήσει συνεναγόμενο.  Η διαδικασία Τριτοδιαδίκου είναι εντελώς ξεχωριστή και ανεξάρτητη διαδικασία από την προϋπάρχουσα αγωγή (Βλ. Stott v. West Yorkshire Road Car Co. [1971] 3 All E.R. 534, Annual Practice 1958, σελ. 381 κ.ε.).

Η εν λόγω απόφαση παρέχει αφ’ εαυτής λύση στο ζήτημα.  Ενόψει της φυσιογνωμίας της διαδικασίας τριτοδιαδίκου, ο εναγόμενος επέχει θέση ενάγοντος. Το ίδιο το λεκτικό της Δ.60, θ.1 δεν οδηγεί προς άλλη κατεύθυνση. Το ότι ρητά αναφέρεται εκεί ότι έχει εφαρμογή και στην περίπτωση εναγομένου που ανταπαιτεί κάτι πέραν συμψηφισμού, ενώ δεν γίνεται αναφορά σε εναγόμενο σε σχέση με τις ανάγκες τριτοδιαδίκου, δε σημαίνει [*1092]αποκλεισμό της δεύτερης περίπτωσης. Υπάρχει εξήγηση για τη μη ρητή συμπερίληψή της. Η ρητή αναφορά σε ανταπαιτούντα εναγόμενο στη Διάταξη κατέστη αναγκαία, πρώτο, ενόψει της εξαίρεσης του από την έννοια του “ενάγοντος” στη Δ.2 και, δεύτερο, για τη διάκριση και αποκλεισμό της ιδιαίτερης περίπτωσης όπου η ανταπαίτηση προέκυπτε από ακριβώς το ίδιο όπως και η απαίτηση θέμα, μη συνιστώντας στην πραγματικότητα παρά μόνο υπεράσπιση, δεδομένου ότι στην Αγγλία η έκδοση διαταγής για εξασφάλιση εξόδων και σε αυτού του είδους την περίπτωση αποτελούσε ζήτημα άσκησης διακριτικής εξουσίας: βλ. Neck v. Taylor [1893] 1 Q.B. 560. Αντίθετα, η μη αναφορά σε εναγόμενο επέχοντος θέση ενάγοντος δεν καθίστατο αναγκαία διότι απλώς θα εξέφραζε το αυτονόητο. Επισημαίνουμε ωσαύτως ότι βάσει πάγιας νομολογημένης στην Αγγλία πρακτικής, σημασία έχει η ουσιαστική ιδιότητα του διαδίκου και όχι η τυπική. Στο Annual Practice 1955 αναφέρονται, σχετικά με τον  αντίστοιχο Αγγλικό θεσμό, τα εξής (σελ. 1445):

“The substantial and not the nominal position of the parties must be looked at. Thus, the defendant in an interpleader issue may be ordered to give security for costs in any case in which a plaintiff may be so ordered (Tomlinson v. Land Finance  Corporation [1884] 14 Q.B.D. 539), .............”

Με δεδομένη λοιπόν την εξουσία για έκδοση της αιτηθείσας εξασφάλισης εξόδων, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το κατά πόσο η οικονομική αδυναμία του εφεσίβλητου δικαιολογούσε τη μη έκδοση σχετικής διαταγής. Η εξουσία είναι διακριτική. Παρέχεται ώστε σε περίπτωση αποτυχίας ενάγοντος ο οποίος δεν βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας, η διαταγή για έξοδα προς όφελος εναγομένου να μην παραμείνει χωρίς δυνατότητα εκτέλεσης. Εφόσον πληρούται η τιθέμενη προϋπόθεση συνήθους διαμονής του ενάγοντος στο εξωτερικό, “οι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας ...... είναι κατεξοχή δύο, η κατοχή εκ μέρους του ενάγοντος περιουσίας και ιδίως ακίνητης ....... στην Κύπρο και η ισχύς της υπόθεσης του”: βλ. Alahmari v. Alia Airline (1990) 1 Α.Α.Δ. 434, στη σελ. 436.

Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος δεν έχει στην Κύπρο οποιαδήποτε περιουσία. Ενόψει τούτου ο συνήγορος της εφεσείουσας τόνισε τη σημασία του δεύτερου παράγοντα, ήτοι, την ισχύ ή αδυναμία της υπόθεσης του εφεσίβλητου. Καθώς ήδη αναφέραμε, προβλήθηκε από μέρους της εφεσείουσας, με γενικότητα όμως, ότι αυτή έχει ως τριτοδιάδικος πολύ καλή υπεράσπι[*1093]ση.  Από την άλλη μεριά, ενώ ο εφεσίβλητος δεν αναφέρθηκε ευθέως σε αυτή την πτυχή, προκύπτει από τα συμφραζόμενα και η δική του αντίστοιχη άποψη για το βάσιμο των όσων διεκδικεί.  Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου ο,τιδήποτε που να καθιστούσε αντικειμενικά δυνατή την εκτίμηση αναφορικά με αυτό τον παράγοντα. Συμπέρασμα από το υπάρχον υλικό δεν θα μπορούσε εύλογα να εξαχθεί.

Ο συνήγορος της εφεσείουσας επεσήμανε όμως και κάτι άλλο ως συναφές. Ο εφεσίβλητος που πρωτόδικα εμφανιζόταν διά συνηγόρου - καθώς φαίνεται του παρασχέθηκε νομική αρωγή από τις Βρεττανικές Αρχές των Βάσεων στις οποίες υπηρετούσε κατά τον χρόνο του ατυχήματος - διαμένει τώρα σε άγνωστη διεύθυνση στο εξωτερικό. Ο συνήγορος του αποσύρθηκε λόγω έλλειψης επικοινωνίας για τη λήψη οδηγιών. Η αδιαφορία του εφεσίβλητου για τη διαδικασία  δεν θα μπορούσε βέβαια να παραγνωρισθεί. Δεν αποτελούσε όμως μέρος των όσων βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου όταν λήφθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Ενδέχεται πάντως, εφόσον η εφεσείουσα προβεί σε σχετικό διάβημα, η αξίωση του εναντίον της να απολήξει σε απόρριψη. Ο συνήγορος αναγνώρισε ότι μια τέτοια εξέλιξη θα καθιστούσε την έφεση χωρίς πρακτική σημασία αλλά, καθώς εξήγησε, προτιμήθηκε η προώθηση της έφεσης για σκοπούς αποκατάστασης της νομολογιακής τάξης.

Εκείνο που βαραίνει στη σκέψη μας είναι η αδιαμφισβήτητη οικονομική αδυναμία του εφεσιβλήτου.  Η οποία δεν θα του επέτρεπε να συμμορφωθεί με διάταγμα για την εξασφάλιση των εξόδων της εφεσείουσας. Οπότε θα του εστερείτο η πρόσβαση στο δικαστήριο η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2  του  Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών: βλ. Airey Case Judgment of 9 October 1979, Series A, No. 32 p. 15 και Andronicou and Constantinou Judgment of 9 October 1997. Βέβαια, η πρόνοια για εξασφάλιση δεν απολήγει καθεαυτή σε στέρηση ή περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο.  Εξαρτάται από τις περιστάσεις. Όπως ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην X. v. Sweden, απόφαση ημερ. 28 Φεβρουαρίου 1979, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας:

“.............. it cannot  be assumed that a request for security would automatically prevent a foreign plaintiff from access to the courts, since he might have sufficient means for providing the security.  In other words, it would appear to depend on an examination of the [*1094]application of the 1886 Act in a concrete case as to whether or not a demand for security could be considered to amount to a denial of access to the courts contrary to the provisions of the Convention.”

Κατά την άποψή μας, η έκδοση διαταγής για εξασφάλιση εξόδων δεν πρέπει να παραγνωρίζει την οικονομική κατάσταση του προσώπου εναντίον του οποίου στρέφεται. Με εξαίρεση ορισμένες αναγνωρισμένες περιπτώσεις - της αφερέγγυας εταιρείας (βλ. άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113), του αναξιόχρεου μόνο κατ’ όνομα ενάγοντος ή του εκδηλώσαντος με εσκεμμένες ενέργειες την πρόθεση να αποφύγει εν καιρώ τις όποιες δικές του εκ της αντιδικίας υποχρεώσεις - η οικονομική αδυναμία ενάγοντος δεν αποτελεί λόγο για εξασφάλιση των εξόδων εναγομένου: βλ. Michiels v. The Empire Palace Ltd [1892] 66 L.T.R. 132.  Το ίδιο δεν πρέπει η οικονομική αδυναμία ενάγοντος εκτός δικαιοδοσίας να απολήγει σε στέρηση της πρόσβασης του στο δικαστήριο. Αυτή η διάσταση υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο όπου την αγωγή δεν την κίνησε ο διάδικος από τον οποίο ζητείται η εξασφάλιση και ο οποίος, με δεδομένη πια την εμπλοκή του, χρησιμοποίησε τις προσφερόμενες από το σύστημα διαδικασίες για τη διεκδίκηση των όποιων  συναφών δικαιωμάτων του.

Καταλήγουμε ότι η απροθυμία του πρωτόδικου δικαστηρίου να εκδώσει διαταγή για εξασφάλιση των εξόδων της εφεσείουσας ήταν, ενόψει της οικονομικής αδυναμίας του εφεσίβλητου, δικαιολογημένη.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο