Θεοδούλου Mαρία, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντα Kώστα Tσιάρκου ν. Γεώργιου Iακώβου Δημητρίου κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1095

(1998) 1 ΑΑΔ 1095

[*1095]21 Μαΐου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΑΡΚΟΥ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

 2. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,

Εφεσιβλήτων-Εναγόντων,

v.

ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΩΣ TRUSTEE ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΑ

(ΑΡ. ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ 55/86),

Τριτοδιαδίκου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9440)

 

Αποζημιώσεις — Ειδικές αποζημιώσεις — Επαγγελματική αμέλεια και/ή παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων του εναγομένου, ως πιστοποιούντος υπαλλήλου, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς στους ενάγοντες —  Επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων ίσων προς το τίμημα που κατέβαλαν οι ενάγοντες στον κτηματομεσίτη - τριτοδιάδικο - για την αγορά οικοπέδου, για την οποία χρησιμοποιήθηκε πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο ετοίμασε ο κτηματομεσίτης και πιστοποίησε ο εναγόμενος — Επικυρώθηκε από το Εφετείο.

Αγωγή — Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, Άρθρο 67 — Γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει της επιφύλαξης του Άρθρου 67 του Νόμου — Είναι αναγκαία μόνο στην περίπτωση που αυτή τούτη η βάση της αγωγής έχει ως έρεισμα γεγονότα τα οποία συνιστούν κακούργημα, που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, διαπράχθηκε από τον εναγόμενο.

Πολιτική Δικονομία — Πρακτική — Τριτοδιάδικος — Απόρριψη απαίτησης εναγομένου εναντίον τριτοδιαδίκου — Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, Δ.10, θ.1 — Ορθή η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστη[*1096]ρίου — Επικύρωση της απόφασής του από το Εφετείο.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Εφετείο, δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων εκτός αν δε δικαιολογύνται από την ενώπιόν του μαρτυρία ή αντιστρατεύονται την κοινή λογική — Εφετείο, έχει εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα.

Οι εφεσίβλητοι αγόρασαν μέσω του τριτοδιαδίκου Κ. Κυπριανού, κτηματομεσίτη, από ½ μερίδιο, ένα οικόπεδο στην Κάτω Λακατάμια, ιδιοκτησία κάποιου Γ. Σωκράτους για το ποσό των £10.600. Ο εν λόγω κτηματομεσίτης χρησιμοποίησε τόσο για την πώληση όσο και τη μεταβίβαση του οικοπέδου ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο που πλαστογράφησε ο ίδιος και πιστοποίησε ο εφεσείων, υπό την ιδιότητά του ως πιστοποιούντος υπαλλήλου.

Ο Γ. Σωκράτους ήγειρε αγωγή (υπ’ αρ. 4326/86 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας) εναντίον του τριτοδιαδίκου, των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντα για ακύρωση της πώλησης και μεταβίβασης του οικοπέδου του, λόγω απάτης και δόλου εκ μέρους όλων των εναγομένων. Η πώληση και η μεταβίβαση ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο, επειδή στηρίχθηκαν σε πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Γ. Σωκράτους απέδειξε πλήρως την αξίωσή του αναφορικά με τη διάπραξη απάτης και δόλου μόνο εκ μέρους του τριτοδιαδίκου Κ. Κυπριανού.

Οι εφεσίβλητοι ήγειραν αγωγή (υπ’ αρ. 6028/88) εναντίον του εφεσείοντα, αξιώνοντας ως ειδικές αποζημιώσεις, το τίμημα που κατέβαλαν στον τριτοδιάδικο για την αγορά του οικοπέδου, ήτοι £10.600 πλέον £560 μεταβιβαστικά έξοδα. Ο εφεσείων κατέστησε τον Κ. Κυπριανού, τριτοδιάδικο για συνεισφορά και/ή κάλυψη, με βάση τη Δ.10, θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.

Ο εφεσείων αρνήθηκε στην υπεράσπισή του ότι είχε καθήκον επιμέλειας ή καθήκον εκ του νόμου (θέσμιο καθήκον) έναντι των εφεσιβλήτων, ώστε να νομιμοποιούνται στην αξίωσή τους. Διαζευκτικά ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι δε δικαιούντο, εν πάση περιπτώσει, στα αξιούμενα ποσά επειδή αυτά είχαν συμψηφισθεί με οφειλές των εφεσιβλήτων προς τον πατέρα του τριτοδιαδίκου, σε σχέση με την πώληση ενός οικοπέδου στο Δάλι.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση που εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση. Δυνάμει της εκκαλούμενης απόφασης, ο εφεσείων διετάσσετο να καταβάλει στους εφεσιβλήτους £11.160 με τόκο [*1097]προς 6% ετησίως μέχρις εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Η απαίτηση του εφεσείοντα εναντίον του τριτοδιάδικου, απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

Λόγοι έφεσης.

     Ο εφεσείων ήγειρε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

1. Η επιδίκαση του ποσού των £560 ως ζημιά για τα έξοδα μεταβίβασης είναι εσφαλμένη, εν όψει της τελικής εγκατάλειψης εκ μέρους των εφεσιβλήτων του ποσού αυτού, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

2. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν αναγκαία για την καταχώρηση της αγωγής η προηγούμενη γνωστοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με βάση το Άρθρο 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 87/73 , είναι εσφαλμένη.

    Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε σχετικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε το Άρθρο 67 του Κεφ. 148, παραγνωρίζοντας ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να περιέρχεται σε γνώση του Γενικού Εισαγγελέα η διάπραξη οποιωνδήποτε ισχυριζομένων κακουργημάτων στα οποία γίνεται αναφορά στην έκθεση απαιτήσεως, χωρίς να έχει σημασία αν ο εναγόμενος εμπλέκεται ως δράστης ή όχι, αρκεί τα γεγονότα στην έκθεση απαιτήσεως να αναφέρονται σε κάποιο κακούργημα.

3. Η εκτίμηση της ζημιάς είναι εσφαλμένη.

4. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος απέτυχε να στοιχειοθετήσει την απαίτησή του κατά του τριτοδιαδίκου, είναι εσφαλμένη. Εσφαλμένη είναι επίσης και η διαπίστωση ότι η βάση της απαίτησης του εφεσείοντα εναντίον του Κ. Κυπριανού είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των εφεσιβλήτων εναντίον του, διότι ο δόλος ή η απάτη που επέδειξε ο Κ. Κυπριανού είναι το μείζον μέσα στο οποίο περιλαμβάνεται και το έλασσον, δηλαδή η ισχυριζόμενη αμέλεια του εφεσείοντα, που πηγάζει από τα ίδια γεγονότα ή μαρτυρία.

5. Η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι δεν υπέστησαν καμιά ζημιά γιατί η απαίτησή τους είχε εξοφληθεί και/ή ικανοποιηθεί από ποσό που πληρώθηκε στους εφεσιβλήτους από τον πατέρα του τριτοδιαδίκου Κ. Κυπριανού για εξόφληση των επιδίκων υποχρεώσεων του γυι[*1098]ού του προς αυτούς, είναι εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων δέχθηκε να επιτραπεί η έφεση αναφορικά με τον λόγο 1) της έφεσης. Η επιδίκαση του ποσού των £560.- στους εφεσιβλήτους οφείλετο προφανώς σε αβλεψία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παρά το γεγονός ότι η σχετική αξίωσή τους είχε εγκαταλειφθεί με ρητή δήλωση.

 

2. Η πλαστότητα του πληρεξουσίου δεν είχε σχέση με τη βάση της αγωγής εναντίον του εναγομένου ούτε υπήρχε ισχυρισμός ότι αυτός ήταν ο δράστης της πλαστογραφίας. Ως εκ τούτου η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στο Άρθρο 67 του Κεφ. 148, ότι δηλαδή η γνωστοποίηση είναι αναγκαία μόνο στην περίπτωση που αυτή τούτη η βάση της αγωγής έχει ως έρεισμα γεγονότα τα οποία συνιστούν κακούργημα,  που κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα διαπράχθηκε από τον εναγόμενο, είναι ορθή. Ορθά επομένως, αποφάσισε ότι δεν ήταν αναγκαία η γνωστοποίηση της πρόθεσης των εναγόντων για καταχώρηση αγωγής προς το Γενικό Εισαγγελέα.

3. Η ζημιά που καθορίστηκε από το Δικαστήριο σε £10.600, ήταν το τίμημα της πώλησης του οικοπέδου. Το αν η πληρωμή του τιμήματος έγινε εν μέρει με χρήματα και εν μέρει με τη διαγραφή χρέους, είναι άσχετο.

4. Η ερμηνεία του Δικαστηρίου στη Διαταγή 10 θεσμός 1 είναι απόλυτα ορθή και δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί ούτε με την επίκληση του επιχειρήματος ότι “εν τω μείζονι περιέχεται και το έλασσον”, διότι η αμέλεια που συνιστούσε τη βάση της αγωγής είναι αστικό αδίκημα εντελώς ανεξάρτητο και διαφορετικό από το αστικό αδίκημα του δόλου ή της απάτης, που συνιστούσε τη βάση της αξίωσης του ενάγοντα εναντίον του τριτοδιαδίκου και δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί, ότι στο δεύτερο αδίκημα περιέχεται και το πρώτο, αφού τα στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση του καθ’ ενός είναι εντελώς ανεξάρτητα και διαφορετικά.

5. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι οποιεσδήποτε συναλλαγές έγιναν μεταξύ των εφεσειόντων και του πατέρα του τριτοδιαδίκου Κ. Κυπριανού, δεν είχαν σχέση με το επίδικο οικόπεδο, ούτε έγιναν για διευθέτηση της επίδικης διαφοράς, ήταν εύλογα δικαιλογημένο με βάση το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας, όπως εύλογα την αποδέκτηκε.

[*1099]        Η έφεση επιτρέπεται για το ποσό των £560 (κτηματολογικά τέλη) και απορρίπτεται για το ποσό των £10.600, (τίμημα αγοράς οικοπέδου).

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Αυγουστή κ.ά. v. Υπουργού Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496,

Eleftheriades v. Mavrellis (1985) 1 C.L.R. 436,

Smith and wife v. Selwyn [1914] 3 K.B. 98,

Jack Clark (Rainham) Ltd. v. Clark [1946] 2 All E.R. 683,

Λάρκου v. Παναγή (1996) 1(A) A.A.Δ. 80,

Κόκκινου v. Νικολαΐδη (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 436,

Χατζημιλτή v. Βρόντου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 523,

Παπακόκκινου v. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Π.E.Δ. και Kολατσή, E.Δ.) που δόθηκε στις 4 Απριλίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 6028/88) με την οποία επιδικάσθηκε εναντίον του το ποσό των Λ.K.11.160 για επαγγελματική αμέλεια και με την οποία απορρίφθηκε η απαίτησή του εναντίον του τριτοδιαδίκου.

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 2/4/1986 οι εφεσίβλητοι αγόρασαν, από 1/2 μερίδιο, ένα οικόπεδο στην Κάτω Λακατάμια, ιδιοκτησία κάποιου Γεώργιου Σωκράτους για το ποσό των £10.600. Η πώληση και η μεταβίβαση του οικοπέδου στο Κτηματολόγιο [*1100]Λευκωσίας έγινε μέσω του τριτοδιάδικου Κύπρου Κυπριανού με βάση ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο που πλαστογράφησε ο ίδιος ο Κύπρος Κυπριανού, κτηματομεσίτης, έκτοτε πτωχεύσας, και πιστοποίησε ο εφεσείων υπό την ιδιότητα του ως πιστοποιούντος υπαλλήλου.

Ο Γεώργιος Σωκράτους, όταν πληροφορήθηκε το συμβάν, ήγειρε την υπ’ αρ. 4326/86 Αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον του τριτοδιάδικου, των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντα επιδιώκοντας την ακύρωση της πώλησης και μεταβίβασης του οικοπέδου του λόγω απάτης και δόλου εκ μέρους όλων των εναγομένων. Στις 28/6/1998, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του με την οποία ακύρωσε την πώληση και μεταβίβαση του οικοπέδου επειδή διαπιστώθηκε ότι στηρίχθηκαν σε πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Γεώργιος Σωκράτους είχε αποδείξει πλήρως την αξίωση του αναφορικά με τη διάπραξη απάτης και δόλου εκ μέρους του  τριτοδιάδικου Κύπρου Κυπριανού, όχι όμως και εναντίον των εφεσιβλήτων και του εφεσείοντα. 

Στις 10/8/1988 οι εφεσίβλητοι ήγειραν την υπ’ αρ. 6028/88 Αγωγή στο πρωτόδικο Δικαστήριο εναντίον του εφεσείοντα αξιώνοντας, ως ειδικές αποζημιώσεις, το τίμημα που κατέβαλαν στον τριτοδιάδικο για την αγορά του οικοπέδου, ήτοι £10.600, πλέον τα έξοδα μεταβίβασης £560.  Στις 26/11/1988, με διάταγμα του Δικαστηρίου, δόθηκε άδεια στον εφεσείοντα να εκδώσει και επιδώσει στον τριτοδιάδικο, Κύπρο Κυπριανού, ειδοποίηση για συνεισφορά και ή κάλυψη με βάση τη Διαταγή 10, θεσμός 1, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.

Η βάση της αγωγής των εφεσιβλήτων ήταν ότι ο εφεσείων ενήργησε αμελώς και ή επέδειξε επαγγελματική αμέλεια και/ή παρέβηκε τα εκ του νόμου απορρέοντα καθήκοντα του ως πιστοποιούντος υπαλλήλου με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να υποστούν ζημιά η οποία συνίστατο στο τίμημα της αγοράς του οικοπέδου πλέον τα έξοδα μεταβίβασης. 

Στην υπεράσπισή του ο εφεσείων αρνήθηκε ότι είχε καθήκον επιμέλειας ή καθήκον εκ του νόμου (θέσμιο καθήκον) έναντι των εφεσιβλήτων ώστε να νομιμοποιούνται στην αξίωσή τους. Διαζευκτικά, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι δεν εδικαιούντο, εν πάση περιπτώσει, στα αξιούμενα ποσά επειδή αυτά είχαν συμψηφισθεί με οφειλές των εφεσιβλήτων προς το Χριστόδουλο Κυπριανού, πατέρα του τριτοδιάδικου, σε σχέση με την πώληση ενός οικοπέδου στο Δάλι.

[*1101]Στις 4/4/1995 το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση που εφεσιβάλλεται με την παρούσα έφεση. Δέχθηκε πλήρως την αξίωση των εφεσιβλήτων και διέταξε τον εφεσείοντα να καταβάλει σε αυτούς το συνολικό ποσό των £11.160 με τόκο προς 6% το χρόνο από 4/4/1995 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα. Απέρριψε, επίσης, την απαίτηση του εφεσείοντα εναντίον του τριτοδιάδικου που, σημειωτέον, δεν υπερασπίσθηκε, χωρίς έξοδα.

Η έφεση περιελάμβανε αρχικά εννέα λόγους. Στη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος του εφεσείοντα εγκατέλειψε τους τέσσερις και περιορίστηκε στους υπόλοιπους πέντε. Αυτούς τους λόγους θα πραγματευθούμε στη συνέχεια.

Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβλήθηκε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάσισε και επεδίκασε στους εφεσίβλητους το ποσό των £560 ως ζημιά που αντιπροσώπευε τα έξοδα μεταβίβασης του οικοπέδου και τούτο διότι οι εφεσίβλητοι, με δήλωση του δικηγόρου τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, εγκατέλειψαν την αξίωσή τους για το ποσό αυτό επειδή ανέμεναν να τους το επιστρέψει η Δημοκρατία ύστερα από την επιτυχία της προσφυγής τους στο Ανώτατο Δικαστήριο με την οποία είχαν προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να μην τους επιστρέψει, μετά την ακύρωση της πώλησης, τα έξοδα μεταβίβασης εκ £560 (βλ., Αυγουστή κ.ά. ν. Υπ. Εσωτερικών (1993) 3 Α.Α.Δ. 496).

Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων συμφώνησε ενώπιόν μας με το συνήγορο του εφεσείοντα και δέχθηκε να επιτραπεί η έφεση αναφορικά  με το εν λόγω ποσό των £560 πάνω στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς εξ αβλεψίας, το επεδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων παρά το γεγονός ότι η σχετική αξίωσή τους είχε εγκαταλειφθεί με ρητή δήλωση.

Ο επόμενος λόγος έφεσης που προωθήθηκε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απεφάσισε ότι δεν ήταν αναγκαία, για την καταχώριση της αγωγής, η προηγούμενη γνωστοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας με βάση το άρθρο 67 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 87/73.

Το άρθρο 67 του Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε, έχει ως ακολούθως:-

“67. Δεν συνιστά κώλυμα σε αγωγή για αστικό αδίκημα το [*1102]ότι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή συνιστούν έγκλημα ή ποινικό αδίκημα βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος:

Νοείται όμως ότι αν το έγκλημα αυτό ή ποινικό αδίκημα συνιστά κακούργημα, καμιά αγωγή δεν δύναται να καταχωρηθεί σε σχέση με το αστικό αδίκημα, εκτός αν προηγουμένως δοθεί έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.”

Είναι παραδεκτόν ότι τέτοια γνωστοποίηση δεν στάληκε, σε κανένα στάδιο, προς το Γενικό Εισαγγελέα από τους εφεσίβλητους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, δέχθηκε ότι ορθά δε δόθηκε γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα εφ’ όσον, κατά την κρίση του, ως είχε η ενώπιόν του Έκθεση Απαιτήσεως, δεν συνέτρεχαν οι προς τούτο αναγκαίες προϋποθέσεις.

Είναι η θέση του συνήγορου του εφεσείοντα ότι τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η Έκθεση Απαιτήσεως αφορούσαν κακούργημα, ήτοι την πλαστογράφηση του “επιδίκου”, κατά τη φρασεολογία του, πληρεξουσίου εγγράφου, αφού, μάλιστα, στην τρίτη παράγραφο της Έκθεσης Απαιτήσεως ο εφεσείων κατηγορείται ότι “κατάρτησε” το πλαστό πληρεξούσιο στην απουσία και ή εν αγνοία του ιδιοκτήτη του “επιδίκου” οικοπέδου.  Το Δικαστήριο, σύμφωνα πάντοτε με το συνήγορο του εφεσείοντα, κρίνοντας ότι δεν ήταν αναγκαία η γνωστοποίηση προς το Γενικό Εισαγγελέα, παρερμήνευσε το άρθρο 67 παραγνωρίζοντας ότι ο σκοπός του νομοθέτη ήταν να περιέρχεται σε γνώση του Γενικού Εισαγγελέα η διάπραξη οποιωνδήποτε ισχυριζομένων κακουργημάτων στα οποία γίνεται αναφορά στην Έκθεση Απαιτήσεως, χωρίς να έχει σημασία αν ο εναγόμενος εμπλέκεται ως δράστης ή όχι, αρκεί τα γεγονότα στην Έκθεση Απαιτήσεως να αναφέρονται σε κάποιο κακούργημα.

Δε συμφωνούμε με αυτή τη θέση. Η ορθή ερμηνεία του άρθρου 67 είναι ότι η γνωστοποίηση είναι αναγκαία μόνο στην περίπτωση που αυτή τούτη η βάση της αγωγής (“The facts upon which such action is based” σύμφωνα με το αρχικό κείμενο του νόμου) έχει ως έρεισμα γεγονότα τα οποία συνιστούν κακούργημα που, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντα, διαπράχθηκε από τον εναγόμενο (βλ., Eleftheriades v. Mavrellis (1985) 1 C.L.R. 436).  Στην προκείμενη περίπτωση η αγωγή ήταν για αμέλεια και ή παράβαση καθήκοντος εκ του νόμου, είχε δηλαδή ως έρεισμα [*1103]ισχυρισμούς ότι, ως είχαν τα γεγονότα τα οποία ο ενάγων θα αποδείκνυε, αν παρίστατο ανάγκη, ο εναγόμενος είχε καθήκον επιμέλειας και ή καθήκον εκ του νόμου έναντι των εναγόντων, το καθήκον τούτο το παρέβη και, ως αποτέλεσμα, οι ενάγομενοι υπέστησαν ανακτητή ζημιά.  Η βάση της αγωγής δεν είχε, ούτε μπορούσε να έχει, ως έρεισμα οποιοδήποτε ισχυρισμό, άμεσο ή έμμεσο, για διάπραξη οποιουδήποτε κακουργήματος από τον εναγόμενο. Υπήρχε βέβαια αναφορά στο πλαστό πληρεξούσιο. Η αναφορά όμως αυτή δεν συνιστούσε το έρεισμα πάνω στο οποίο στηριζόταν η βάση της αγωγής σύμφωνα με την Έκθεση Απαιτήσεως. Ούτε το πληρεξούσιο ήταν “επίδικο” όπως, βέβαια, δεν ήταν ούτε το οικόπεδο. Η πλαστότητα του πληρεξουσίου δεν είχε σχέση με τη βάση της αγωγής εναντίον του εναγομένου ούτε υπήρχε ισχυρισμός ότι αυτός ήταν ο δράστης της πλαστογραφίας.  Η ερμηνεία αυτή συνάδει πλήρως και με την πηγή του άρθρου 67, το αγγλικό Κοινοδίκαιο (βλ., Smith and wife v. Selwyn [1914] 3 K.B. 98, και Jack Clark (Rainham), Ltd. v. Clark [1946] 2 All E.R. 683 - action stayed pending the taking of criminal proceedings in case of felony).

Ορθά, επομένως, απεφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η γνωστοποίηση της πρόθεσης των εναγόντων για καταχώριση της αγωγής προς το Γενικό Εισαγγελέα δεν ήταν αναγκαία.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι “υπέστησαν ζημιά η οποία συνίσταται στο ποσό της αγοράς του οικοπέδου” και ότι “καταβλήθηκαν £10.600 από αμφότερους τους ενάγοντες” και, επομένως, ορθά διεκδικούν, μαζί με τα έξοδα μεταβίβασης, τις £11.160, και τούτο διότι, αν αφαιρεθούν τα έξοδα μεταβίβασης, η ζημιά των εφεσειόντων ανέρχεται μόνο σε £4.600 ήτοι £3.300, που πράγματι κατέβαλε ο εφεσίβλητος 1, και £1.300, που πράγματι κατέβαλε ο εφεσίβλητος 2, και δεν μπορεί να περιλαμβάνει χρέος που διαγράφηκε για να συμπληρωθεί το ποσό των £10.600.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Τόσο στη μαρτυρία όσο και στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η ζημιά εκτιμάται, χωρίς να συνυπολογίζονται τα έξοδα μεταβίβασης, σε £10.600, το τίμημα της πώλησης του οικοπέδου. Το αν η πληρωμή του τιμήματος έγινε εν μέρει με χρήματα και εν μέρει με τη διαγραφή χρέους είναι άσχετο.

Άλλος λόγος έφεσης είναι:-

“Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και πεπλανημένα [*1104]αποφάνθηκε ότι:-

“Μετά από προσεκτική εξέταση της Έκθεσης Απαίτησης του Εναγομένου και με γνώμονα το λεκτικό της Δ.10, θ.1(1) καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος απέτυχε να στοιχειοθετήσει την απαίτηση του εναντίον του τριτοδιαδίκου. Η βάση της απαιτήσεως του είναι εντελώς διαφορετική από εκείνης των Εναγόντων στην υπό κρίση υπόθεση παρότι υπάρχει κάποια σύνδεση στην ολότητά της. (βλ. Chatsworth Investments Ltd v. Amoco (U.K.) Ltd [1968] 3 All E.R. 357).

Η απαίτηση των Εναγόντων βασίζεται σε παράβαση θέσμιου καθήκοντος και αμέλειας ενώ η απαίτηση του Εναγομένου στηρίζεται σε δόλο, αποπλάνηση, καταδολίευση. Επισημαίνουμε πάρα πέρα ότι δεν προσφέρθηκε καμμιά μαρτυρία προς απόδειξη της απαίτησης του Εναγομένου. Αντίθετα η μαρτυρία του δεν συνάδει με το δικόγραφο και ούτε απέδειξε τους ισχυρισμούς του.

Ως εκ τούτου η απαίτηση του Εναγόμενου εναντίον του τριτοδιάδικου απορρίπτεται.”

Ως αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης προβάλλεται η θέση ότι ο εφεσείων νομιμοποιείτο στην απαίτησή του εναντίον του τριτοδιάδικου, τουλάχιστο με βάση τη Διαταγή 10, θεσμός 1(1)(α) και (ι) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, και εδικαιούτο, έναντί του, σε συνεισφορά ή αποζημίωση (contribution or indemnity) με βάση την προσαχθείσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, το δεδικασμένο στην Αγωγή Αρ. 4326/86 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ένοχη συμπεριφορά του. Το γεγονός, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε άδεια στον εφεσείοντα να εκδώσει και επιδώσει στον τριτοδιάδικο σχετική Ειδοποίηση, με βάση τη Διαταγή 10, θεσμός 1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, αποδεικνύει ότι το εν λόγω Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ισχύουν όλες ή μία τουλάχιστο από τις προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω Διαταγή. Είναι δε, περαιτέρω, πάντοτε κατά τον εφεσείοντα, εσφαλμένη και η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η βάση της απαίτησης του εφεσείοντα εναντίον του τριτοδιάδικου Κύπρου Κυπριανού είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των εφεσιβλήτων εναντίον του διότι ο δόλος ή η απάτη που επέδειξε ο Κύπρος Κυπριανού είναι το μείζον μέσα στο οποίο περιλαμβάνεται και το έλασσον, δηλαδή η ισχυριζόμενη αμέλεια του εφεσείοντα, που πηγάζει από τα ίδια γεγονότα ή μαρτυρία.

[*1105]

Η πιο πάνω προσέγγιση του θέματος από τον εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

Η Διαταγή 10, θεσμός 1, έχει ως εξής:-

“(1) Where in any action a defendant claims as against any person not always a party to the action (in this Order called the “third party”)-

(a) that he is entitled to contribution or indemnity, or

(b) that he is entitled to any relief or remedy relating to or connected with the original subject matter of the action and substantially the same as some relief or remedy claimed by the plaintiff, or

(c) that any question or issue relating to or connected with the said subject matter is substantially the same as some question or issue arising between the plaintiff and the defendant and should properly be determined not only as between the plaintiff and the defendant but as between the plaintiff and the defendant and the thrid party or between any or either of them,

the Court or a Judge may give leave to the defendant to issue and serve a “third-party notice”.”

Η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη Διαταγή 10, θεσμός 1, όπως διαλαμβάνεται στο απόσπαμα που παραθέσαμε, είναι απόλυτα ορθή και δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί ούτε με την επίκληση του επιχειρήματος ότι “εν τω μείζονι περιέχεται και το έλασσον” διότι η αμέλεια, που συνιστούσε τη βάση της αγωγής, είναι αστικό αδίκημα εντελώς ανεξάρτητο και διαφορετικό από το αστικό αδίκημα του δόλου ή της απάτης, που συνιστούσε τη βάση της αξίωσης του ενάγοντα εναντίον του τριτοδιάδικου, και δεν μπορεί να θεωρηθεί, με κανένα τρόπο, ότι στο δεύτερο αδίκημα περιέχεται το πρώτο αφού τα στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση του καθ’ ενός είναι εντελώς ανεξάρτητα και διαφορετικά.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προωθήθηκε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι δεν υπέστησαν καμιά ζημιά γιατί η απαίτησή τους είχε εξοφληθεί και ή ικανοποιηθεί από ποσό που [*1106]πληρώθηκε στους εφεσίβλητους από τον πατέρα του τριτοδιάδικου Κύπρου Κυπριανού για εξόφληση των επίδικων υποχρεώσεων του γυιου του προς αυτούς.

Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως ακολούθως:-

“Επί του θέματος της διεκδίκησης αποζημιώσεων έχουμε ενώπιον μας μόνο τη μαρτυρία των Εναγόντων και τη σχετική αντεξέταση. Εξετάζοντας τη μαρτυρία αυτή στο σύνολο της, ελλείψει αντίθετης μαρτυρίας, την αποδεχόμαστε σαν ορθή. Η μαρτυρία ενδυναμώνεται και από τη μαρτυρία του δικηγόρου Παπαχαραλάμπους ο οποίος κατάθεσε εκ μέρους του Εναγομένου. Δεχόμαστε σαν γεγονός ότι οποιεσδήποτε συναλλαγές έγιναν μεταξύ των Εναγόντων και του πατέρα του Κύπρου Κυπριανού, δεν σχετίζονταν με το επίδικο οικόπεδο, ούτε έγιναν για διευθέτηση της επίδικης διαφοράς. Αφορούσαν διαφορές μεταξύ του πατέρα του Κύπρου Κυπριανού και των Εναγόντων.”

Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του έχουν καθιερωθεί με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεών του. Όπως λέχθηκε επανειλημμένα το ζήτημα τη αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το δικαστήριο ήσαν εύλογα το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει.  Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ., μεταξύ άλλων, Λάρκου ν. Παναγή (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 80, Κόκκινου ν. Νικολαΐδη (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 436, Χατζημιλτή ν. Βρόντου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 523 και Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634).

Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου και οι δύο διεφώνησαν έντονα με τον εφεσείοντα ότι ο πατέρας του τριτοδιάδικου Κύπρου Κυπριανού είχε εξοφλήσει τις προς αυτούς επίδικες υποχρεώσεις του. Δέ[*1107]χθηκαν ότι ήγειραν τις αγωγές, Τεκμήρια 5 και 6 στην υπόθεση, αλλά αρνήθηκαν ότι υπήρχε οποιαδήποτε σύνδεση των αγωγών εκείνων με την επίδικη διαφορά.  Ο δε δικηγόρος Α. Παπαχαραλάμπους, ο οποίος τις είχε εγείρει εκ μέρους των εφεσιβλήτων και κλήθηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης από τον εφεσείοντα, κατέθεσε ότι οι αγωγές εκείνες τελικά συμβιβάστηκαν και αποσύρθηκαν και ότι δεν είχαν καμιά σχέση με τον Κύπρο Κυπριανού.

Είμαστε ικανοποιημένοι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οποιεσδήποτε συναλλαγές έγιναν, μεταξύ των εφεσειόντων και του πατέρα του τριτοδιάδικου Κύπρου Κυπριανού, δεν είχαν σχέση με το επίδικο οικόπεδο, ούτε έγιναν για διευθέτηση της επίδικης διαφοράς, ήταν εύλογα δικαιολογημένο με βάση το σύνολο της ενώπιόν του μαρτυρίας όπως εύλογα την αποδέκτηκε. Δε βλέπουμε περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

Η έφεση επιτρέπεται για το ποσό των £560 (κτηματολογικά τέλη) και απορρίπτεται για το ποσό των £10.600, (τίμημα αγοράς οικοπέδου).

Ο εφεσείων να καταβάλει τα έξοδα της έφεσης.

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο