Miorage Popovic Slopodan ν. Dubranvka Radivojenik (1998) 1 ΑΑΔ 1162

(1998) 1 ΑΑΔ 1162

[*1162]29 Mαΐου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

POPOVIC SLOPODAN MIORAGE,

Εφεσείων-Ενάγων,

ν.

DUBRANVKA RADIVOJENIK,

Εφεσίβλητης-Εναγομένης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9707)

 

Μαρτυρία — Λήψη μαρτυρίας η οποία δεν είναι αποδεκτή — Πρέπει να απορρίπτεται από το Δικαστήριο κατά την έκδοση της απόφασης, έστω και αν κατατέθηκε χωρίς ένσταση.

Μαρτυρία — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα γεγονότων — Το Δικαστήριο δεν κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων — Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα μετράται με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του και όχι με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αναφορικά με την αξιοπιστία μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις ακραίες περιπτώσεις όπου η κατάληξη του Δικαστηρίου εμφανίζεται αυθαίρετη ή, από το σύνολο της μαρτυρίας, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ή είναι εμφανώς λανθασμένη — Το Εφετείο δεν επανεκτιμά τη μαρτυρία προκειμένου να προβεί το ίδιο σε πρωτογενή ευρήματα ως προς τα γεγονότα.

Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως — Αγωγή για αποπληρωμή δανείου — Η κατάθεση του ποσού στο λογαριασμό της εναγομένης δεν αποδεικνύει από μόνη της το δάνειο — Ο ενάγων υποχρεούται να αποδείξει ότι τα χρήματα δόθηκαν ως δάνειο — Στην παρούσα υπόθεση απέτυχε να το πράξει  με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα - ενάγοντα για το ποσό των U.S.A.$40.000 και/ή το ισάξιο σε κυπριακές λίρες, με τόκο προς 9% ετησίως από 3.7.92 μέχρις εξοφλήσεως.

[*1163]Οι διάδικοι είναι Γιουγκοσλάβοι και γνωρίστηκαν το 1992 λόγω των δοσοληψιών που είχε ο εφεσείων με το σύζυγο της εφεσίβλητης.  Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι στις 3.7.92, η τράπεζά του στη Σόφια, κατόπιν δικών του οδηγιών, μετέφερε το πιο πάνω ποσό στο λογαριασμό της εφεσίβλητης στην Κύπρο.  Το ποσό το παραχώρησε στην εφεσίβλητη, ως προσωρινό δάνειο για ίδρυση εταιρείας και αγορά περιουσίας στην Κύπρο.

Η εκδοχή της εφεσίβλητης ήταν ότι το ποσό των U.S.A. $40.000, παραδόθηκε από τον σύζυγό της στον εφεσείοντα για μεταφορά και κατάθεσή του από την Βουλγαρία στην Κύπρο, στο λογαριασμό της εφεσίβλητης.  Επίσης η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της παρέδωσε στον εφεσείοντα και το ποσό των 29.000 Γερμανικών μάρκων, ως δάνειο, το οποίο και τελικά κατέθεσε ο εφεσείων στο λογαριασμό της εφεσίβλητης.  Στη μαρτυρία της η εφεσίβλητη δήλωσε ότι ο εφεσείων δεν υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο ή απόδειξη για τα χρήματα. Παρουσίασε όμως δύο έγγραφα στα Γιουγκοσλάβικα και αντίστοιχες μεταφράσεις που ήταν αναγνώριση από τον εφεσείοντα παραλαβής των U.S.A. $40.000 και υποχρέωση που ανέλαβε να τα καταθέσει στο λογαριασμό της εφεσίβλητης στην Κύπρο και επίσης αναγνώριση ότι παρέλαβε το ποσό των 29.000 μάρκων ως δάνειο και την υποχρέωση που ανέλαβε για την επιστροφή του.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα πιο πάνω έγγραφα ήταν πλαστά.  Ο σύζυγος της εφεσείουσας αρνήθηκε τον ισχυρισμό αυτό.

Το  πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις μαρτυρίες και των δύο μερών ως αναξιόπιστες.

Η ουσία της έφεσης περιστρέφεται γύρω από τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία  των μαρτύρων.  Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει τη μαρτυρία με το να απορρίψει και τις δύο εκδοχές και ότι όφειλε να αποφασίσει με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ποια από τις δύο εκδοχές ήταν η ορθή. Εισηγήθηκε επίσης ότι (α) το αναντίλεκτο γεγονός της κατάθεσης του ποσού στο λογαριασμό της εφεσίβλητης δικαιολογούσε την αποδοχή της δικής του εκδοχής και (β) η παραγνώριση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των σφραγίδων στο διαβατήριό του, που κατατέθηκε χωρίς ένσταση και υποστήριζε ότι απουσίαζε από τη Σόφια κατά τις ουσιώδεις ημερομηνίες, ήταν εσφαλμένη. 

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν παρέχεται η δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο, για ανα[*1164]τροπή της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι προϊόν προσεκτικής ανάλυσης της μαρτυρίας και των δύο πλευρών.

 

2. Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποφασιστεί με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων.

3. Μαρτυρία που κατατίθεται, έστω και χωρίς ένσταση και που τελικά φαίνεται ότι δεν είναι αποδεκτή  μαρτυρία, πρέπει να αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου. Ορθά ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τις σφραγίδες στο διαβατήριο, αφού αυτές αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία.

4. Η πληρωμή χρημάτων τοις μετρητοίς δεν αποδεικνύει από μόνη της τη δημιουργία δανείου. Ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης ότι έδωσε τα χρήματα στην εφεσίβλητη ως δάνειο, όπως είχε υποχρέωση να πράξει, μη αφήνοντας ως εκ τούτου άλλη επιλογή στο Δικαστήριο από την απόρριψη της αγωγής.

5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια στην κατάληξη των συμπερασμάτων του και με βάση τις νομολογημένες αρχές δε δικαιολογείται επέμβαση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Εφετείο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Φράγκος v. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39,

Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,

Georghiades a.o. v. Patsalides a.o., 24 C.L.R. 275,

Ellinas v. Yianni a.o. 23 C.L.R. 22,

Kades v. Nicolaou a.o. (1986) 1 C.L.R. 212.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Kραμβής, Π.E.Δ. και Mαδέλλα, [*1165]E.Δ.) που δόθηκε στις 29 Απριλίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 1501/94) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για USA $40.000 προσωπικο δάνειο προς την εναγόμενη αφού, παρόλο που είχε το βάρος της απόδειξης, απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό που απαιτείται σε αστικές υποθέσεις, την απαίτησή του.

Α. Κουκούνης, για τον Εφεσείοντα.

Τ. Χριστοδουλίδης, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απαίτηση του εφεσείοντα-ενάγοντα στην αγωγή που απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν για U.S.A $40.000 και/ή το ισάξιο σε κυπριακές λίρες με τόκο προς 9% ετησίως από 3.7.92 μέχρι εξοφλήσεως.

Τόσο ο εφεσείων-ενάγων όσο και η εφεσίβλητη-εναγόμενη είναι Γιουγκοσλάβοι και γνωρίστηκαν το 1992 λόγω των δοσοληψιών που είχε ο εφεσείων-ενάγων με το σύζυγο της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα-ενάγοντα, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του, ότι στις 3.7.92 ενώ βρισκόταν στη Σόφια τον παρακάλεσε η εφεσίβλητη-εναγόμενη να καταθέσει στο λογαριασμό της στην Κύπρο ποσό U.S.A. $40.000 ως προσωρινό δάνειο λόγω της ανάγκης που είχε για να ιδρύσει εταιρεία και να αγοράσει περιουσία στην Κύπρο. Ο εφεσείων-ενάγων δέχθηκε και έδωσε τις σχετικές οδηγίες στην τράπεζά του στη Λάρνακα για μεταφορά χρημάτων από το λογαριασμό του στο λογαριασμό της ερεσίβλητης-εναγομένης. Είναι γεγονός αναντίλεκτο ότι στις 3.7.92 η τράπεζα του εφεσείοντα-ενάγοντα κατόπιν οδηγιών του μετέφερε από το λογαριασμό του στο λογαριασμό της εφεσίβλητης- εναγόμενης το ποσό των U.S.A. $40.000.

Η εκδοχή της εφεσίβλητης-εναγόμενης είναι εντελώς αντίθετη.  Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της την εποχή εκείνη η εξαγωγή συναλλάγματος από τη Γιουγκοσλαβία ήταν αδύνατη και οι συναλλαγές έπρεπε να γίνονται σε μετρητά. Ως εκ τούτου ο σύζυγος της παρέδωσε στον εφεσείοντα-ενάγοντα το ποσό των U.S.A.$40.000 για να το μεταφέρει από τη Βουλγαρία στην Κύπρο και να το καταθέσει στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Επίσης ήταν η εκδοχή της εφεσίβλητης-εναγόμενης ότι ο σύζυγος της παρέδωσε στον εφεσείοντα-ενάγοντα και το ποσό των 29.000 Γερμανικών μάρκων ως δάνειο, το οποίο και τελικά κατέθεσε ο εφεσείων-ενάγων στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης.  Ας σημειωθεί ότι, παρόλον ότι ο εφεσείων-ενάγων αρνήθηκε το δάνειο αυτό των 29.000 [*1166]μάρκων, εντούτοις, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έδωσε εξήγηση για την κατάθεσή του από τον ίδιο στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης. Ήταν η μαρτυρία της εφεσίβλητης-εναγόμενης ότι την ημέρα που παρέδωσαν τα χρήματα στον εφεσείοντα-ενάγοντα ο τελευταίος δεν υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο ή απόδειξη για τα χρήματα.  Παρουσίασε όμως δύο έγγραφα, τα τεκμ. 2 και 6 ημερ. 3.5.92 δακτυλογραφημένα στα Γιουγκοσλάβικα και αντίστοιχες μεταφράσεις (τεκμ. 2Α και 6Α) που ήταν αναγνώριση από τον εφεσείοντα-ενάγοντα παραλαβής των U.S.A. $40.000 και υποχρέωση που ανέλαβε για να τα καταθέσει στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης στην Κύπρο και αναγνώριση εκ μέρους του εφεσείοντα-ενάγοντα ότι παρέλαβε το ποσό των 29.000 μάρκων ως δάνειο και την υποχρέωση που ανέλαβε για την επιστροφή του με το να τα καταθέσει στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγομένης στη Λαϊκή Τράπεζα Λάρνακας. 

Ο εφεσείων-ενάγων ισχυρίστηκε ότι τα πιο πάνω έγγραφα ήταν πλαστά και ότι συμπληρώθησαν πάνω σε κενά επιστολόχαρτα που είχε δώσει για άλλους σκοπούς στο σύζυγο της εφεσίβλητης-εναγόμενης με υπογραφή εν λευκώ. Τούτο αρνήθηκε στη μαρτυρία του ο σύζυγος της εφεσίβλητης-εναγόμενης και ανέφερε ότι στις 3.5.92 στο γραφείο του εφεσείοντα-ενάγοντα στη Σόφια ο τελευταίος του έδωσε δύο χειρόγραφες αποδείξεις παραλαβής των πιο πάνω ποσών και όταν περί το τέλος του 1993 ο εφεσείων-ενάγων του ζήτησε επιστροφή των χειρογράφων για να τα παρουσιάσει στις αρχές για να αποδείξει ορισμένες δοσοληψίες, με δισταγμό δέχθηκε και συνάντησε κάποιο απεσταλμένο του σε χώρο στάθμευσης τραίνου στο Βελιγράδι όπου τις παρέδωσε και επήρε τα δακτυλογραφημένα έγγραφα (τεκμ.2 και 6).

Ο εφεσείων-ενάγων αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης-εναγόμενης για τις συνατήσεις στη Σόφια στις 2.5.92 και 3.5.92 αναφέροντας ότι από τις 30.4.92 μέχρι τις 6.5.92 απουσίαζε από τη Βουλγαρία με τη σύζυγό του στα Σκόπια και τελικά παρουσίασε και το διαβατήριο του (τεκμ.3) χωρίς ένσταση, στο οποίο φαίνονταν σφραγίδες που επιβεβαίωναν τον ισχυρισμό αυτό.

To πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε με προσοχή και ανέλυσε τη μαρτυρία που έδωσαν οι δύο πλευρές καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τόσο εκείνη του εφεσείοντα-ενάγοντα όσο και εκείνη που δόθηκε εκ μέρους της εφεσίβλητης-εναγόμενης ήταν αναξιόπιστες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ούτε τη μία αλλά ούτε και την άλλη μπορούσε να δεχθεί ως αντανακλούσες τα πραγματικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν και αναφερό[*1167]μενος στο βάρος απόδειξης που φέρει ο εφεσείων-ενάγων απέρριψε την αγωγή.

Η ουσία των λόγων έφεσης περιστρέφεται γύρω από τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Οι αρχές με βάση τις οποίες επιτρέπεται επέμβαση του Εφετείου για να ανατραπούν ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου απετέλεσαν επανειλημμένα το αντικείμενο δικαστικών αποφάσεων. Στην υπόθεση Φράγκος ν. Χουβαρτά (1992) 1 Α.Α.Δ. 39, ο Κωνσταντινίδης, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα επί του θέματος στη σελ. 41:

“Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου προκειμένου να ανατραπεί η απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και τα επακόλουθα ευρήματα ως προς τα πραγματικά γεγονότα, έχουν εξηγηθεί επανειλημμένα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στις ακραίες περιπτώσεις που η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου εμφανίζεται αυθαίρετη ή, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ή είναι εμφανώς λανθασμένη. Το Εφετείο δεν επανεκτιμά τη μαρτυρία προκειμένου να προβεί το ίδιο σε πρωτογενή ευρήματα ως προς τα γεγονότα.  Αυτό είναι κατ’εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που, όπως τονίστηκε, μέσα στην ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης βρίσκεται σε ιδανική θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία στο σωστό της πλαίσιο. (Βλ. μεταξύ άλλων Polycarpou v. Polycarpou (1982) 1 C.L.R. 182, Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Μαυρίδης ν. Dharaghji, Πολ. Έφεση 7617 της 30.11.90.)”

Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα-ενάγοντα ότι το Δικαστήριο απέτυχε στο καθήκον του να αξιολογήσει τη μαρτυρία με το να απορρίψει και τις δύο εκδοχές και ότι όφειλε να αποφασίσει, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ποιά από τις δύο εκδοχές ήταν η ορθή. Η θέση αυτή κρίνεται ως αβάσιμη. Στην υπόθεση Αθανασίου και Άλλος ν. Αντώνη Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, ο Πικής, Π., αφού αναλύει τη νομολογία επί του θέματος καταλήγει ως ακολούθως στη σελ. 640:

“Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό. Δεν αποδεικνύει τίποτε. Μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει στην πλάστιγγα των πιθανοτήτων. Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρ[*1168]τυρίας του.  Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος. και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος.”

Εισηγήθηκε περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο έπρεπε να δεχθεί τη μαρτυρία και την εκδοχή του εφεσείοντα,  έχοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, το αναντίλεκτο γεγονός της κατάθεσης του ποσού των U.S.A. $40.000 στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγομένης, καθώς και τις αντιφάσεις που επεσήμανε στη μαρτυρία της σε σχέση με εκείνη του συζύγου της. Επίσης, υπέβαλε ότι κακώς το Δικαστήριο τελικά αγνόησε τις σφραγίδες στο διαβατήριο του εφεσείοντα-ενάγοντα (τεκμ.3), το οποίο είχε κατατεθεί χωρίς ένσταση και που υποστηρίζε την εκδοχή του ότι απουσίαζε από τη Σόφια κατά τις ουσιώδεις ημερομηνίες.

Σε σχέση με το τελευταίο αυτό επιχείρημα έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι μαρτυρία που κατατίθεται έστω και χωρίς ένσταση και που τελικά φαίνεται ότι δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία, πρέπει να αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Georghiades & Another v. Patsalides & Another, 24 C.L.R. 275 λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 280:

“This evidence was received without objection. But, now, on considering this matter, we are of the view that this part of the evidence of plaintiff 1 is inadmissible, having regard to the written settlement, and it is our duty to reject it when giving judgment, as it is the duty of Courts to arrive at their decisions upon legal evidence only (Jacker v. International Cable Co., 5 T.L.R. 13; cp. Miller v. Babu Madho Das, L.R. 23 Ind. App. 106; quoted in Phipson on Evidence, 9th edition, p. 711, and Ellinas v. Yianni (1958) 23 C.L.R. 22.)”

(Σε μετάφραση:

“Η μαρτυρία λήφθηκε χωρίς ένσταση.  Τώρα όμως, εξετάζοντας το θέμα, είμαστε της γνώμης ότι αυτό το μέρος της μαρτυρίας του ενάγοντα 1 δεν είναι αποδεκτό, έχοντας υπόψη το γραπτό συμβιβασμό και είναι καθήκον μας να το απορρίψουμε όταν εκδίδουμε απόφαση, καθόσον είναι  καθήκον των Δικαστηρίων να καταλήγουν στις αποφάσεις τους με βάση νόμιμη μαρτυρία μόνο. (Jacker v. International Cable Co., 5 T.L.R. 13; cp. Miller v. Babu Madho Das, L.R. 23 Ind. App. [*1169]106; quoted in Phipson on Evidence, 9th edition, p. 711; and Ellinas v. Yianni (1958) 23 C.L.R. 22)”)

Eπίσης στην υπόθεση Ellinas v. Yianni and Others 23 C.L.R. 22 (που αναφέρεται και στην πιο πάνω απόφαση) ο Zεκιά, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα στη σελ. 30:

“Ιf inadmissible evidence has been received (whether with or without objection), it is the duty of the Judge to reject it when giving judgment; and if he has not done so, it will be rejected on appeal, as it is the duty of Courts to arrive at their decisions upon legal evidence only.”

(Σε μετάφραση:

“Αν μη αποδεκτή μαρτυρία έχει δοθεί (είτε χωρίς ή μετά από ένσταση), είναι καθήκον του Δικαστή να την απορρίψει όταν εκδίδει απόφαση· και αν δεν το πράξει θα απορριφθεί κατ’ έφεση, καθόσον είναι καθήκον των Δικαστηρίων να καταλήγουν στις αποφάσεις τους με βάση νόμιμη μαρτυρία μόνο.”)

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι σφραγίδες στο διαβατήριο αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία και έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές κρίνουμε ότι ορθά δεν λήφθηκε υπόψη η μαρτυρία αυτή.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι στην ουσία η κατάθεση του ποσού στο λογαριασμό της εφεσίβλητης-εναγόμενης αποτελούσε μαρτυρία που αφ’ εαυτής υποστήριζε δάνειο, ο Πικής Δ., (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212 επιλήφθηκε του θέματος στο πιο κάτω σχετικό απόσπασμα στη σελ. 215:

“Conceivably, the Court laboured under a misapprehension as to the burden of proof, treating the issue of the cheque as of itself supporting a claim for a loan. This is not so. As counsel for the appellant pointed out by reference to the caselaw summarised in Βullen & Leake, (Precedents of Pleadings, 25th ed. p. 675; see, also, Chitty on Contract, 22nd ed., p. 413) the advance of money, in cash or by cheque, is not of itself proof of a loan. Certainly this is not a fact that may be presumed in face of allegations, as those made in this case, that the money was given for a purpose inconsistent with the existence of a loan.”

[*1170](Σε μετάφραση:

“Όπως φαίνεται, το Δικαστήριο ενήργησε με βάση λανθασμένη εντύπωση όσον αφορά το βάρος απόδειξης, θεωρώντας την έκδοση της επιταγής ως υποστηρίζουσα από μόνη της απαίτηση για δάνειο. Τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Όπως ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε με αναφορά στη νομολογία που συνοψίζεται στο Bullen & Leake, (Precedents of Pleadings, 25th ed. p. 675; δέστε επίσης, Chitty on Contract, 22nd ed., p. 413) η πληρωμή χρημάτων, τοις μετρητοίς ή με επιταγή, δεν αποδεικνύει από μόνη της δάνειο. Σίγουρα τούτο δεν είναι γεγονός που μπορεί να υποτεθεί εν όψει ισχυρισμών, όπως εκείνοι που έγιναν στην υπόθεση αυτή, ότι τα χρήματα δόθηκαν για σκοπό που δεν συνάδει με την ύπαρξη δανείου”).

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο ανέλυσε και εξέτασε τη μαρτυρία και αφού επεσήμανε με προσοχή τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο εκείνη του εφεσείοντα-ενάγοντα όσο και εκείνη που δόθηκε εκ μέρους της της εφεσίβλητης-εναγόμενης ήταν αναξιόπιστες. Κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν είχε άλλη εκλογή παρά να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντα, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης.

Κρίνουμε έτσι ότι ήταν απόλυτα εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταλήξει στο συμπέρασμα που κατέληξε και με βάση τις νομολογημένες αρχές επέμβασης του Εφετείου δεν δικαιολογείται επέμβαση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Για τους λόγους αυτούς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα-ενάγοντα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο