Aντωνιάδης Nεοκλής ν. Mιχάλη Σταύρου (1998) 1 ΑΑΔ 1171

(1998) 1 ΑΑΔ 1171

[*1171]29 Mαΐου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΕΟΚΛΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΜΙΧΑΛΗ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9336)

 

Αποζημιώσεις — Ειδικές αποζημιώσεις (ζημιές σε αυτοκίνητο) —Τροχαίο ατύχημα — Ο ενάγων υποχρεούται όχι μόνο στην ακριβή απόδειξη της προκληθείσας ζημιάς, αλλά και σε απόδειξη του ευλόγου της δαπάνης του καταβληθέντος, προς επιδιόρθωση των ζημιών του, ποσού — Η αναφορά των αποζημιώσεων στα δικόγραφα δεν είναι αρκετή στην επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων.

Αποζημιώσεις — Ονομαστικές αποζημιώσεις — Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Ενάγων απέτυχε να αποδείξει τη ζημιά που προκλήθηκε στο όχημά του από την αμέλεια του εναγομένου — Δικαιούται μόνο στην επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων.

Έξοδα — Τροχαίο ατύχημα — Αποκλειστική ευθύνη για τη σύγκρουση έφερε ο εναγόμενος — Ο ενάγων δεν πέτυχε ουσιαστική θεραπεία, λόγω μη απόδειξης της συγκεκριμένης ζημιάς που υπέστη — Η πρωτόδικη  απόφαση για καταβολή των εξόδων της διαδικασίας από τον ενάγοντα, του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε, αντικαταστάθηκε με επιβάρυνση της κάθε πλευράς με τα δικά της έξοδα.

Ο εφεσείων - ενάγων, αξίωνε με την αγωγή του αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη το όχημά του, το οποίο συγκρούστηκε με όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος - εναγόμενος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εναγόμενος ευθυνόταν πλήρως για το δυστύχημα, όμως τελικά απέρριψε την αγωγή γιατί οι ζημιές δεν αποδείχθηκαν με την ακρίβεια που απαιτείται. Επίσης διέταξε τον ενάγοντα να καταβάλει τα έξοδα της διαδιακασίας.

Στην έφεση του, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να καταλήξει σε συμπεράσματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων σε σχέση με ειδικές ζημιές. Επίσης [*1172]ισχυρίστηκε ότι α) παρερμηνεύθηκε η συγκεκριμένη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος ως προς τη φύση και έκταση της ζημιάς, αφού ο εν λόγω μάρτυρας δεν μπορούσε να θυμηθεί την έκταση της ζημιάς και β) το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προσήχθηκε επαρκής μαρτυρία ως προς το εύλογο του ύψους της ζημιάς, ήταν αυθαίρετο, ανεπαρκές και λανθασμένα αιτιολογημένο. Ο ενάγων εφεσίβαλε την απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει εναντίον του τα έξοδα της διαδικασίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο ενάγων σε κάθε υπόθεση καλείται όχι μόνο να αποδείξει το ποσό που κατέβαλε, αλλά και ότι το ποσό ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις. Ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση, απέτυχε να αποσείσει από τους ώμους του το βάρος απόδειξης και να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το ακριβές ύψος των ζημιών που υπέστηκε.

2. Παρόλο ότι στη διάρκεια της διαδικασίας κατατέθηκε ως τεκμήριο απόδειξη καταβολής του ποσού των £600 για τις διορθώσεις του αυτοκινήτου του ενάγοντα, ο συγκεκριμένος μάρτυρας που το κατέθεσε, αναφέρθηκε στην κατάθεσή του σε επιδιορθώσεις ζημιών που σύμφωνα με την υπόλοιπη μαρτυρία δεν είχαν καμιά σχέση με τη σύγκρουση.

3. Δεν τίθετο, υπό τις περιστάσεις, θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων. Το Δικαστήριο δέχθηκε και πολύ σωστά, ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που να το βοηθούσε να καταλήξει στο ακριβές ποσό της ζημιάς του εφεσείοντα.

4. Δεν παρερμηνεύθηκε η μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης, ως προς την έκταση της ζημιάς. Η μαρτυρία αυτή βοήθησε το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επιδιορθώσεις που έγιναν πιθανόν  να κάλυπταν και άλλη ζημιά εκτός από τη ζημιά που προκλήθηκε από το δυστύχημα.

5. Το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην αρχή ότι ο αδικοπραγήσας ευθύνεται για την εύλογη αποζημίωση του θύματος της αδικοπραξίας του και συνεπώς ο ενάγων υποχρεούται όχι μόνο στην ακριβή απόδειξη της προκληθείσας ζημιάς αλλά και σε απόδειξη του ευλόγου της δαπάνης.

6. Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων απέδειξε μεν την καταβολή των £600, όμως αφού οι επιδιορθώσεις επεκτάθηκαν και σε μέρη του αυτοκινήτου που δεν υπέστηκαν ζημιά από τη σύγκρουση, δεν [*1173]αποδείχθηκε το εύλογο της δαπάνης του ποσού.

7. Δεν είναι αρκετό να αναφέρονται στα δικόγραφα οι λεπτομέρειες των αποζημιώσεων αλλά πρέπει και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία. Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τη συγκεκριμένη ζημιά που υπέστηκε. Σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα έπρεπε, αντί να απορρίψει την αγωγή, να επεδίκαζε ονομαστικές αποζημιώσεις. Κατά συνέπεια η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και να εκδοθεί απόφαση υπέρ του εφεσείοντα για ποσό £10.

8. Αναφορικά με τα έξοδα, θα ήταν δικαιότερο κάτω από τις περιστάσεις αν κάθε πλευρά επιβαρυνόταν με τα δικά της έξοδα, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσο και κατ’ έφεση.

    Η έφεση γίνεται δεκτή. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για ποσό £10. Δεν εκδίδεται διαταγή ως προς τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,

Bonhma-Carter v. Hyde Park Hotel Ltd [1984] 64 T.L.R. 177,

Ηρακλέους v. Tαx. Σκάφους “Νίκη” κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 510,

Παπακόκκινου κ.ά. v. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σούπασιης, E.Δ.) που δόθηκε στις 12 Οκτωβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 11309/90) με την οποία o εναγόμενος κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για τροχαίο ατύχημα, αλλά απορρίφθηκε η αγωγή του για αποζημιώσεις για ζημιές που προκλήθηκαν στο όχημά του ένεκα του ατυχήματος, λόγω του ότι οι ζημιές δεν αποδείχθηκαν με την ακρίβεια που απαιτείται.

Χρ. Μελίδης για Γ. Σαββίδη, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Σχίζας, για τον Εφεσίβλητo.

Cur. adv. vult.

[*1174]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων-ενάγων με την αγωγή του αξίωνε αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστη το όχημά του σε σύγκρουση που έγινε στις 21.10.1989 με όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος-εναγόμενος. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι ο εναγόμενος ευθυνόταν πλήρως για το δυστύχημα, όμως τελικά απέρριψε την αγωγή γιατί οι ζημιές δεν αποδείχθηκαν με την ακρίβεια που απαιτείται. Το Δικαστήριο διέταξε επίσης όπως τα έξοδα της διαδικασίας καταβληθούν από τον ενάγοντα. 

Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν απεφάνθη επί όλων των επιδίκων θεμάτων, όπως είχε υποχρέωση να το πράξει. Συγκεκριμένα παρέλειψε να καταλήξει σε συμπεράσματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων σε σχέση με τις ειδικές ζημιές. Το Δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, δεν εκτίμησε σωστά την ενώπιόν του μαρτυρία και κατέληξε σε αυθαίρετα και λανθασμένα συμπεράσματα που δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία. 

Ούτε στο περίγραμμα αγόρευσης, αλλά ούτε και κατά την ενώπιόν μας επί ακροατηρίω  διαδικασία έγινε οποιαδήποτε επί μέρους αναφορά που να στοιχειοθετεί τον πιο πάνω ισχυρισμό.  Απλώς αναφέρεται ύστερα από διάφορες αναφορές στη νομολογία ότι το δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε σωστή εκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας με αποτέλεσμα το υπόβαθρο της απόφασης να είναι ακροσφαλές. 

Δε συμφωνούμε με τις θέσεις του εφεσείοντα. Μπορεί το Δικαστήριο στην απόφασή του να μην αναφέρεται με λεπτομέρεια σε συμπέρασμα ως προς την αξιοπιστία των συγκεκριμένων μαρτύρων, αλλά από το όλο πνεύμα της απόφασης, αλλά και από συγκεκριμένες αναφορές στη μαρτυρία, είναι φανερό ότι κατέληξε ότι ο ενάγων απέτυχε να αποσείσει από τους ώμους του το βάρος απόδειξης και να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το ακριβές ύψος των ζημιών που είχε υποστεί. Σχετικά αναφέρει, και πολύ ορθά, ότι ο ενάγων σε κάθε υπόθεση καλείται όχι μόνο να αποδείξει το ποσό που κατέβαλε, αλλά και ότι το ποσό ήταν εύλογο κάτω από τις περιστάσεις. 

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατατέθηκε ως τεκμήριο απόδειξη καταβολής στο Μ.Ε.4 Μιχαλάκη Σάββα, του ποσού [*1175]των £600 για τις διορθώσεις του αυτοκινήτου του ενάγοντα.  Όμως στην κατάθεσή του ο συγκεκριμένος μάρτυρας αναφέρθηκε σε επιδιορθώσεις ζημιών που σύμφωνα με την υπόλοιπη μαρτυρία καμιά σχέση δεν είχαν με τη σύγκρουση.  Για παράδειγμα αναφέρθηκε σε ζημιά στην πισινή πόρτα του αυτοκινήτου, σημείο που δεν κτυπήθηκε κατά τη σύγκρουση.  Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα είχε κτυπηθεί στον πίσω προφυλακτήρα, στο σημείο που βρίσκονται οι αριθμοί του αυτοκινήτου και συνεπώς δεν μπορούσε να είχε κτυπηθεί στην πίσω πόρτα. Περαιτέρω αναφέρθηκε στην ανάγκη βαφής ολόκληρου του αυτοκινήτου, επειδή το χρώμα του είχε ξεθωριάσει από τα χρόνια και το μπογιάτισμα του πίσω μέρους μόνο, θα ξεχώριζε.

Το Δικαστήριο δέχτηκε και πολύ σωστά ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική  μαρτυρία που να το βοηθούσε να καταλήξει στο ακριβές ποσό της ζημιάς που ο εφεσείων είχε υποστεί από τη σύγκρουση.  Κάτω από τις περιστάσεις δεν ετίθετο καν θέμα αξιοπιστίας των μαρτύρων. Το Δικαστήριο έχοντας ενώπιόν του ολόκληρη τη μαρτυρία κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα, ότι δηλαδή δεν είχε αποδειχθεί η ακριβής έκταση της ζημιάς και συνεπώς απέρριψε την αγωγή.

Το Δικαστήριο αναφερόμενο στις ζημιές που είχε υποστεί το αυτοκίνητο του ενάγοντος τις χαρακτηρίζει ως μηδαμινές.  Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι αυθαίρετα το Δικαστήριο θεώρησε την προκληθείσα ζημία μηδαμινή, παραγνωρίζοντας χωρίς αιτιολογία τη  μαρτυρία του εφεσείοντα και των άλλων μαρτύρων.  Δεν βλέπουμε πως ο χαρακτηρισμός της ζημιάς ως μηδαμινής μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Όπως είπαμε και πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγων απέτυχε να αποδείξει την ακριβή έκταση της ζημιάς του. Ο χαρακτηρισμός που το Δικαστήριο δίδει στη ζημιά δεν φαίνεται να έχει παίξει οποιονδήποτε ρόλο.  Εξ  άλλου ο χαρακτηρισμός έγινε απλά και μόνο για να εικονογραφηθεί το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι ζημιές που ανέφερε ο Μ.Ε.4, έχοντας υπ’ όψη τη μαρτυρία του αστυφύλακα εξεταστή του δυστυχήματος που ανέφερε ότι η ζημιά ήταν μόνο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, ήταν υπερβολικές.  Το Δικαστήριο κατέληξε ότι κατά τη γνώμη του ο λόγος που ο Μ.Ε.4 δεν προέβη σε λεπτομερή επεξήγηση και ανάλυση του ποσού των £600 ήταν μεταξύ άλλων και γιατί οι ζημιές ήταν μηδαμινές, συγκρινόμενες βέβαια με το ύψος της αξίωσης του ενάγοντα και έτσι δεν θα μπορούσε να προβεί σε λογική ανάλυση των αποζημιώσεων που θα δικαιολογούσε το αξιούμενο ποσό. 

[*1176]Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο προχωρά και τονίζει ότι δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του ειδικού πραγματογνώμονα για να αποφασίσει ποιά από τα αξιούμενα ποσά για την επιδιόρθωση των ζημιών είναι εύλογα, καθήκον των διαδίκων.

Προβάλλεται επίσης ως λόγος έφεσης ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο λανθασμένα βασίστηκε στη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος αστυφύλακα Χαραλαμπίδη, ως προς τη φύση και έκταση της ζημιάς που προκλήθηκε στο αυτοκίνητο, αφού ο εν λόγω μάρτυρας δήλωσε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί την έκταση της ζημιάς.  Δεν συμφωνούμε ούτε με το σημείο αυτό.  Δεν φαίνεται ότι το Δικαστήριο βασίστηκε ή παρερμήνευσε τη συγκεκριμένη μαρτυρία ως προς την έκταση της ζημιάς. Η μόνη αναφορά που γίνεται είναι ότι ο εξεταστής ανέφερε ότι η ζημιά ήταν μόνο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, κοντά στην πινακίδα με τους αριθμούς, γεγονός που φαίνεται ότι βοήθησε το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι  οι επιδιορθώσεις που έγιναν στο αυτοκίνητο, κάλυπταν όχι μόνο τις ζημιές από το δυστύχημα, αλλά πιθανόν και άλλες.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν προσήχθη επαρκής μαρτυρία ως προς το εύλογο του ύψους της ζημιάς που υπέστη είναι αυθαίρετο, ανεπαρκές και λανθασμένα αιτιολογημένο. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής, ικανοποιητική και ξεκάθαρη.

Το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε ότι ο εφεσείων κατέβαλε στο Μ.Ε.4 το ποσό των £600 για τις επιδιορθώσεις του αυτοκινήτου.  Εκείνο που δεν δέκτηκε είναι ότι το ποσό ξοδεύτηκε εύλογα για την επιδιόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν από το δυστύχημα. 

Όπως έχουμε επανειλημμένα πει πιο πάνω το Δικαστήριο στηρίκτηκε στην αρχή ότι ο αδικοπραγήσας ευθύνεται για την εύλογη αποζημίωση του θύματος της αδικοπραξίας του και συνεπώς ο ενάγων υποχρεούται όχι μόνο στην ακριβή απόδειξη του ύψους της προκληθείσας ζημιάς, αλλά και σε απόδειξη του εύλογου της δαπάνης. 

Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων απέδειξε μεν την καταβολή των £600, όμως αφού οι επιδιορθώσεις επεκτάθηκαν και σε μέρη του αυτοκινήτου που δεν υπέστηκαν ζημιά από τη σύγκρουση, δεν απεδείχθη το εύλογο της δαπάνης του ποσού. Δηλαδή ο εφεσείων [*1177]απέτυχε να αποδείξει ποιό μέρος του ποσού αντιστοιχεί  στις ζημιές από την αδικοπραξία του εφεσίβλητου. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου στηρίζεται όχι μόνο στη μαρτυρία του Μ.Ε.4 που ανέφερε επιδιορθώσεις τμημάτων του αυτοκινήτου που δεν κτυπήθηκαν, αλλά και σε διάφορες άλλες αντιφάσεις, όπως για παράδειγμα την αναφορά του εφεσείοντος σε δύο πισινά φανάρια που χρειάζονταν αντικατάσταση σε αντίθεση με την αναφορά του Μ.Ε.4 στην αλλαγή ενός μόνο φαναριού.

Είναι καθιερωμένη η αρχή ότι η απόδειξη ειδικών ζημιών κινείται σε αυστηρά πλαίσια (βλέπε μεταξύ άλλων Ελισάβετ Ηρακλέους ν. Ρένου Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239, στην οποία γίνεται αναφορά και στη ρήση του Λόρδου Γκόνταρντ στην υπόθεση Bonhma-Carter v. Hyde Park Hotel Ltd [1948] 64 T.L.R. 177, 178, όπου τονίστηκε ότι οι ενάγοντες θα πρέπει να καταλάβουν ότι αν εγείρουν αγωγές για αποζημιώσεις αναμένεται από αυτούς η απόδειξη των ζημιών αυτών. Δεν είναι αρκετό να αναφέρουν τις λεπτομέρειες και να αναμένουν από το Δικαστήριο την επιδίκαση αποζημιώσεων.  Θα πρέπει και να τις αποδεικνύουν.

Οι ζημιές δεν είναι αρκετό να προβάλλονται στα δικόγραφα.  Πρέπει και να αποδεικνύονται.  Και να αποδεικνύονται  με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (Μιχαήλ Ηρακλέους ν. Του σκάφους “Νίκη” και άλλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 510).

Ο εφεσείων απέδειξε την ύπαρξη της αδικοπραξίας αλλά απέτυχε να αποδείξει τη συγκεκριμένη ζημιά που υπέστη.  Σε μια τέτοια περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε, αντί να απορρίψει την αγωγή, να επεδίκαζε ονομαστικές αποζημιώσεις (Ttantis v. Hadjimichael and Another (1982) 1 C.L.R. 301, Παπακόκκινου και Άλλες ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379).  Κατά συνέπεια η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και να εκδοθεί απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για ποσό £10.

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης για την απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει τα έξοδα της διαδικασίας εναντίον του.

Είναι γνωστή η αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Πράγματι το Δικαστήριο κατέληξε ότι ευθύνη για τη σύγκρουση φέρει ο εναγόμενος αλλά δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο ενάγων απέτυχε να επιτύχει ουσιαστική θεραπεία. Η επιδίκαση των εξόδων συνιστά άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Κάτω από τις περιστάσεις αισθανόμαστε [*1178]ότι θα ήταν δικαιότερο αν κάθε πλευρά επιβαρυνόταν με τα δικά της έξοδα τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και κατ’ έφεση.

Η έφεση γίνεται δεκτή. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου παραμερίζεται και εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για ποσό £10.  Καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ’ έφεση.

H έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο