Mελάς Παναγιώτης Λιάκου (Aρ. 3) (1998) 1 ΑΑΔ 1199

(1998) 1 ΑΑΔ 1199

[*1199]5 Ιουνίου, 1998

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΙΑΚΟΥ

ΜΕΛΑ (ΑΡ. 3), ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS,

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,

(Αίτηση Αρ. 14/98)

 

Προνομιακά Εντάλματα — Habeas Corpus — Δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus — Ασκείται σε περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παράνομη κράτηση ή φυλάκιση — Κατά την εξέταση αίτησης για έκδοση του εν λόγω εντάλματος, το Δικαστήριο δεν ενεργεί ως Εφετείο πάνω σε θέματα γεγονότων, αλλά εξετάζει κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιόν του που δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος.

Φυγόδικος — Διαδικασία έκδοσης — Δεν αποβλέπει στην τιμωρία του φυγοδίκου — Συνιστά ένα από τους τρόπους έγερσης αγωγής και θεωρείται ως πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική διαδικασία του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Φυγόδικοι — Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων — Έχει υπογραφεί από την Κύπρο — Είναι αναγκαία η επικύρωσή της και από τη χώρα στην οποία ο φυγόδικος θα εκδοθεί — Δεν απαιτείται  η κατάθεση του αρχικού εντάλματος σύλληψης μαζί με την αίτηση έκδοσης — Επίσημο αντίγραφο εντάλματος σύλληψης μπορεί να ικανοποιήσει τις πρόνοιες του Άρθρου 12(2)(α) της Σύμβασης — Η αρμόδια Αρχή που  μπορεί να θέσει σε εφαρμογή τις πρόνοιες της Σύμβασης εκπροσωπείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.

Δεδικασμένο — Εφαρμόζεται σε πολιτικές υποθέσεις — Έκδοση φυγοδίκου — Θεωρείται πολιτική διαδικασία — Εφαρμοστέες αρχές του κανόνα του Δεδικασμένου.

Μετά από αίτηση των Βελγικών Αρχών, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εξουσιοδότησε την έναρξη διαδικασίας για [*1200]την έκδοση του αιτητή για να δικασθεί για ισχυριζόμενο αδίκημα διάπραξης φόνου στην πόλη Antwerb του Βελγίου.  Προς τούτο καταχωρήθηκε η υπ’ αριθμό 1/98 αίτηση και στις 6.2.98, κατόπιν ακρόασης της αίτησης, εκδόθηκε διάταγμα έκδοσης του αιτητή στις Βελγικές Αρχές και διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση. Προηγουμένως είχε καταχωρηθεί η αίτηση υπ’ αριθμό 6/97 η οποία αποσύρθηκε, γιατί ορισμένα έγγραφα που καταχωρήθηκαν δε συνοδεύονταν από τις κατάλληλες μεταφράσεις.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus. Ο αιτητής επικαλέσθηκε τους ακόλουθους λόγους για να προσβάλει την εγκυρότητα του διατάγματος ημερ. 6.2.98:

1.  Δεν έχουν ικανοποιηθεί οι πρόνοιες του Άρθρου 12 (2) (α) του Νόμου που Κυρώνει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων (Ν. 95/70) (η Σύμβαση).

2.  Το πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα δεν είναι ο αιτητής.

3.  Η καταχώρηση της αίτησης Αρ. 1/98 ήταν παράνομη, αφού η διαδικασία της αίτησης Αρ. 6/97 δε διακόπηκε με οδηγίες ή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα. Η νέα αίτηση ήταν άκυρη λόγω δεδικασμένου.

4.  Δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που καθορίζουν το χρόνο παραγραφής του αδικήματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 10 της Σύμβασης.

5.  Το Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο  ο αιτητής έχει ήδη δικαστεί.

6.  Υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 12 (2) (β) της Σύμβασης, αναφορικά με την έκθεση των πράξεων, αφού η έκδοση μιλά για τρία διαφορετικά ονόματα.

7.  Δε δόθηκε λογικός χρόνος στον αιτητή να ετοιμαστεί για την υπεράσπισή του.

8.  Έχει γίνει κατάθεση τεκμηρίων χωρίς να ερωτηθεί ο αιτητής κατά πόσο φέρει ένσταση ή όχι.

9.  Δεν αποδείχθηκε η επικύρωση της Σύμβασης από το Βέλγιο και

[*1201]10.   Το “ένταλμα σύλληψης” με το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα έκδοσης δεν είναι το αρχικό και το αυθεντικό.

Αποφασίστηκε ότι:

Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus ασκείται σε περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παράνομη κράτηση ή φυλάκιση.

Το Δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δεν ενεργεί ως Εφετείο πάνω σε θέματα γεγονότων, αλλά εξετάζει κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ικαποιητική μαρτυρία ενώπιόν του που δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος.  Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση.

Το Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα της κράτησης και αν δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία, μπορεί να διατάξει την απελευθέρωση του κρατουμένου.

Οι λόγοι που επικαλέσθηκε ο αιτητής για προσβολή της εγκυρότητας του διατάγματος ημερ. 6/2/98 δεν ευσταθούν εν όψει των κατωτέρω:

1. Μια προσεκτική εξέταση των τεκμηρίων 5 και 6 αποδεικνύει ότι οι καθ’ ων η αίτηση παρουσίασαν στοιχεία που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 12 (2) (α) της Σύμβασης για την προσαγωγή επίσημου αντίγραφου εντάλματος σύλληψης του αιτητή.

2. Η συντριπτική μαρτυρία υποδεικνύει ότι το πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα και ο αιτητής είναι το ίδιο πρόσωπο.

3. Ο Γενικός Εισαγγελέας δε διαδραματίζει κανένα ρόλο στην παρούσα διαδικασία και η επίκληση των προνοιών του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος δεν μπορεί να σχετίζεται με την απόφαση της αίτησης Αρ. 6/97.  Η εν λόγω αίτηση αποσύρθηκε για τους λόγους που προβλήθηκαν κατά την απόσυρσή της, κατόπιν  οδηγιών του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης.

    Η αρχή του δεδικασμένου ισχύει όταν υπάρχει δεσμευτική απόφαση του Δικαστηρίου, καθοριστική για την επίλυση της διαφοράς, όπως προσδιορίζεται από τη δικογραφία. Στην παρούσα υπόθεση η διαδικασία διακόπηκε πριν από τις τελικές αγορεύσεις [*1202]των δύο πλευρών και η αίτηση αποσύρθηκε προτού το Δικαστήριο εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση που θα μπορούσε να επηρέασει τελεσίδικα τα δικαιώματα των διαδίκων. Ως εκ τούτου η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

4. Η ποινική διαδικασία, για το ισχυρίζομενο αδίκημα του φόνου για το οποίο επιζητείται η έκδοση του αιτητή, όπως φαίνεται στην αίτηση για την έκδοση, θα εκπνεύσει στις 28.2.2007.  Επιπρόσθετα ορισμένα προβλήματα που πιθανό να προκύψουν από τη διενέργεια των ανακρίσεων μπορούν να παρατείνουν την πιο πάνω περίοδο μέχρι το Φεβρουάριο του 2017.

5. Μια προσεκτική εξέταση του περιεχομένου των εγγράφων που συνοδεύουν την αίτηση έκδοσης, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο αιτητής δεν έχει δικαστεί για το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοσή του.

6. Το θέμα αναγνώρισης του αιτητή εξετάστηκε προηγουμένως και αποφασίστηκε ότι υπήρχε θετική μαρτυρία που επιβεβαιώνει ότι το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση, είναι ο αιτητής.

7. Ο λόγος 7 δεν ευσταθεί εν όψει της δήλωσης του αιτητή κατά την παρουσίασή του ενώπιον του Δικαστηρίου μετά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, ότι είναι έτοιμος να προχωρήσει σε ακρόαση.

8. Η συμπεριφορά του αιτητή, κατά την ακροαματική  διαδικασία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε αποδεχθεί την κατάθεση των σχετικών εγγράφων.

9. Η έκδοση της Κοινοποίησης Επικύρωσης που εκδόθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 32 της Σύμβασης, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι το Βέλγιο έχει επικυρώσει τη Σύμβαση.

10.     Το πιστοποιημένο αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του αιτητή στο τεκμήριο 5, με τους λόγους που προσφέρονται ως αιτιολογία για την έκδοση του εντάλματος, ικανοποιεί τις πρόνοιες του Άρθρου 12(2) (α) της Σύμβασης.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,

Armah v. Government of Ghana [1966] 3 All E.R. 177,

[*1203]Galwey [1896] 1 Q.B. 230,

R. v. Nat Bell Liquors Ltd [1922] All E.R. 335,

Conelly v. D.P.P. [1964] A.C. 524,

D.P.P. v. Humphrys [1976] 2 All E.R. 497,

Γενικός Εισαγγελέας (Aρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361,

Harris v. Willis [1855] 15 C.B. 710,

Χάσικος κ.ά. v. Xαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα διατάγματος έκδοσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας  που εκδόθηκε στις 6 Φεβρουαρίου, 1998 (Αρ. Αίτησης 1/98) και αξιώνει την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για άμεση απελευθέρωση και/ή αποφυλάκισή του.

Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.

Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

HΛIAΔHΣ, Δ.: Μετά από αίτηση των Βελγικών Αρχών ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εξουσιοδότησε την έναρξη διαδικασίας για την έκδοση του αιτητή Μελά Λιάκου Παναγιώτη για να δικαστεί για ισχυριζόμενο αδίκημα διάπραξης φόνου με πυροβόλο όπλο του Manasievski Bore την 1/3/97 στην πόλη Antwerb του Βελγίου. Προς τούτο καταχωρήθηκε η υπ’ αριθμό 6/97 αίτηση η οποία όμως αποσύρθηκε στις 3/2/98 γιατί, ορισμένα έγγραφα που είχαν καταχωρηθεί δεν συνοδεύονταν από τις κατάλληλες μεταφράσεις. Ως αποτέλεσμα ο αιτητής αφέθηκε ελεύθερος. Ευθύς αμέσως την ίδια μέρα καταχωρήθηκε η υπ’ αριθμό 1/98 αίτηση με τις κατάλληλες συνοδευτικές μεταφράσεις και στις 6/2/98, κατόπιν ακρόασης της αίτησης, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα έκδοσης του αιτητή στις Βελγικές Αρχές. Ο αιτητής διατάχθηκε έκτοτε να παραμείνει υπό κράτηση.

[*1204]Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus. Οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας της 6/2/98 είναι περιληπτικά οι ακόλουθοι:

(1) Δεν έχουν ικανοποιηθεί οι πρόνοιες του άρθρου 12(2)(α) του Νόμου που Κυρώνει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης Φυγοδίκων (αρ. 95/70 που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η Σύμβαση).

(2) Υπάρχει υποψία ότι το πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα δεν είναι ο αιτητής.

(3) Η διαδικασία της αίτησης 6/97 δεν διακόπηκε με οδηγίες ή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα και έτσι η καταχώριση της αίτησης 1/98 που ακολούθησε ήταν παράνομη.

(4) Δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που καθορίζουν το χρόνο της παραγραφής του αδικήματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 10 της Σύμβασης.

(5) Το Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο ο αιτητής έχει ήδη δικαστεί.

(6) Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 12(2)(β) της Σύμβασης αναφορικά με την έκθεση των πράξεων αφού η έκδοση μιλά για τρία διαφορετικά ονόματα.

(7) Δεν δόθηκε λογικός χρόνος στον αιτητή να ετοιμαστεί για την υπεράσπισή του.

(8) Εχει γίνει κατάθεση τεκμηρίων χωρίς να ερωτηθεί ο αιτητής κατά πόσο φέρει ένσταση ή όχι.

(9) Δεν απεδείχθη η επικύρωση της Σύμβασης από το Βέλγιο  και

(10)     Το “νέο ένταλμα σύλληψης” με το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα έκδοσης δεν είναι το αρχικό και αυθεντικό.

Η δικαιοδοσία για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus ασκείται σε περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παράνομη κράτηση ή φυλάκιση. Όπως έχει λεχθεί στην Αίτηση Χ”Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,

[*1205]

“Το Habeas Corpus ad Subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από αρχή ή ιδιώτη.”

Το Δικαστήριο που εξετάζει μια αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δεν ενεργεί ως Εφετείο πάνω σε θέματα γεγονότων, αλλά εξετάζει κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ικανοποιητική μαρτυρία ενώπιον του που δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση (Armah v. Government of Ghana [1966] 3 All E.R. 177) και κατά πόσο η μαρτυρία που έχει προσφερθεί ήταν αποδεκτή. (Halsbury’s Laws of England, 4th Edition, Volume 18, para. 235). Όπως έχει λεχθεί από τον Lord Russell of Killowen στην υπόθεση Re Galwey [1896] 1 Q.B. 230,

“... we should, after the order of committal, be entitled to review the magistrate’s decision, not in the sense of entertaining an appeal from it, but in the sense of determining whether there was evidence enough to give him jurisdiction to make the order of committal: I mean evidence of the offence and of other necessary conditions for the application of the Act when the chief magistrate made the order of committal under which the prisoner is now in custody. It seems to me that the only ground on which this habeas corpus can be successfully maintained is that the committal order was made without jurisdiction and was illegal.”

Ο χαρακτήρας του ελέγχου του Δικαστηρίου επισημαίνεται χαρακτηριστικά από το Δικαστή Lord Sumner στην υπόθεση R. v. Nat Bell Liquors Ltd [1922] All E.R. Rep. 335 στη σελ. 351 ως ακολούθως:

“Its jurisdiction is to see that the inferior court has not exceeded its own, and for that very reason it is bound not to interfere in what has been done within that jurisdiction, for in so doing it would itself, in turn, transgress the limits within which its own jurisdiction of supervision, not of review, is confined. That supervision goes to two points: one is the area of the inferior jurisdiction and the qualifications and conditions [*1206]of its exercise; the other is the observance of the law in the course of its exercise.”

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι το Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα της κράτησης και αν δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία, μπορεί να διατάξει την απελευθέρωση του κρατουμένου.  Η απελευθέρωση του κρατουμένου δεν μπορεί να έχει οποιεσδήποτε επιπτώσεις αναφορικά με την ισχυριζόμενη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο ζητείται η έκδοση, αφού εξετάζεται μόνο αν η συγκεκριμένη κράτησή του είναι νόμιμη ή παράνομη.

Θα προχωρήσω να εξετάσω ξεχωριστά τους λόγους που έχουν προβληθεί από τον αιτητή για την ακύρωση του διατάγματος.

(1)       Δεν υπάρχει συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του άρθρου 12(2)(α) της Σύμβασης

Είναι η θέση του αιτητή ότι οι πρόνοιες του άρθρου 12(2)(α) της Σύμβασης 95/70 έχουν παραβιαστεί αφού το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το διάταγμα έκδοσης, δεν είχε ενώπιον του το πρώτο ένταλμα σύλληψης που είχε κατατεθεί στην 6/97 αλλά ένα μεταγενέστερο διαφοροποιημένο ένταλμα σύλληψης για το οποίο δεν είχε δοθεί μαρτυρία ότι εκδόθηκε σύμφωνα με τους Νόμους του Βελγίου.

Το άρθρο 12(2)(α) της Σύμβασης προνοεί ότι,

“Προς υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή:

το πρωτόκολλον ή επίσημον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τους τύπους τους καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους.”

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Μια προσεκτική εξέταση των τεκμηρίων 5 και 6 παρουσιάζει μια πλήρη εικόνα των ενεργειών των Αρχών του Βελγίου που οδήγησαν στην υποβολή της αίτησης για την έκδοση του αιτητή. Τα πιο πάνω τεκμήρια συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων μια έκθεση των γεγονότων, ένα αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του αιτητή που εκδόθηκε από τον αρμόδιο Δικαστή στις 24/3/97 με μετάφραση των πιστοποιήσεων (τεκμήριο 7), περιγραφή των [*1207]προσωπικών χαρακτηριστικών του αιτητή, όπως επίσης και μια ευδιάκριτη φωτογραφία του. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι οι καθ’ων η αίτηση παρουσίασαν στοιχεία που ικανοποιούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 12(2)(α) για την προσαγωγή επίσημου αντίγραφου εντάλματος σύλληψης του αιτητή.

(2)       Υπάρχει υποψία ότι το πρόσωπο για το οποίο εκδόθηκε το διάταγμα δεν είναι ο αιτητής

Είναι η θέση του αιτητή ότι υπάρχει αντίφαση στις υπογραφές του ανακριτή Jaques Mahieu που δημιουργεί εύλογη υποψία ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα έκδοσης δεν είναι ο αιτητής. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού υπάρχει συντριπτική μαρτυρία που υποδεικνύει ότι το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί το διάταγμα και ο αιτητής είναι το ίδιο πρόσωπο. Είναι ορθό ότι στην έκθεση γεγονότων (τεκμήριο 5) ο αιτητής περιγράφεται από τον ανακριτή Jaques Mahieu ως “Melas Takis Pangiatus Dimitri” αλλά στα επίσημα πρακτικά του Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης του (με την υπογραφή του ίδιου Jaques Mahieu) ο αιτητής ονομάζεται ως “Melas-Liakos Panayiotis”. Η εγκυρότητα της διαδικασίας δεν μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση επειδή σε ένα από τα έγγραφα που έχουν καταχωρηθεί ο αιτητής παρουσιάζεται με ένα κάπως διαφοροποιημένο όνομα. Το έγγραφο που έχει σημασία είναι το ένταλμα σύλληψης και αυτό δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς το ποιό είναι το πρόσωπο για το οποίο ζητείται η έκδοση. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το διαβατήριο αρ. ΕΟ22436 του αιτητή (τεκμήριο 3) όπως επίσης και από το φυλλάδιο ναυτικού αρ. 00949 (τεκμήριο 4) στα οποία αναφέρεται ως “Μελάς-Λιάκος Παναγιώτης”. Επιπρόσθετη απόδειξη είναι η παραδοχή του ιδίου στο Λοχία Αντρέα Δημητρίου που τον συνέλαβε στις 23/12/97 ότι ονομάζεται Παναγιώτης Μελάς Λιάκος.

(3)       Η διακοπή της διαδικασίας της αίτησης 6/97 ήταν παράνομη

Έχει προβληθεί εκ μέρους του αιτητή ο ισχυρισμός ότι η διακοπή της πρώτης διαδικασίας ήταν παράνομη αφού αυτή δεν έγινε με τις οδηγίες ή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, με άμεσο επακόλουθο η δεύτερη διαδικασία να είναι άκυρη. Διαζευκτικά προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η δεύτερη διαδικασία είναι άκυρη αφού εφαρμόζεται ο κανόνας του Δεδικασμένου (Res judicata).

(i) Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της εισήγησης ότι η διακο[*1208]πή της πρώτης διαδικασίας δεν έγινε με τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε αυτό το στάδιο το σχετικό μέρος των πρακτικών της αίτησης 6/97 της 3/2/98:

κα Λοϊζίδου: Έχω οδηγίες από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης να αποσύρω την αίτηση για έκδοση 6/97 καθότι εις τα έγγραφα τα οποία διαβιβάστηκαν δεν υπήρχαν οι κατάλληλες μεταφράσεις κατ’ αρχήν προτού εκδοθεί η εξουσιοδότησή του. Με βάση τα έγγραφα τα οποία πήρε ο Υπουργός αποφάσισε να εκδώσει νέα εξουσιοδότηση.  Σε αυτό το στάδιο αποσύρω την αίτηση για έκδοση.

Δικαστήριο: Η αίτηση απορρίπτεται. Ο καθ’ου η έκδοση αφήνεται ελεύθερος.

Καθ’ου η έκδοση: Θέλω να προβώ σε μια δήλωση: ότι προτίθεμαι να μεταβώ οικειοθελώς στο Βέλγιο και προτίθεμαι να μεταβώ στην πρεσβεία του Βελγίου για να εξηγήσω τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες επεσυνέβη οτιδήποτε.”

Είναι η θέση του αιτητή ότι η διακοπή της διαδικασίας μπορούσε να γίνει μόνο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16(4) και (5) της Σύμβασης αφού η διαδικασία μπορούσε να διακοπεί και όχι να ζητηθεί η απόσυρση της αίτησης. Επιπρόσθετα δε υποβάλλεται η εισήγηση ότι δε φαίνεται να έχει γίνει με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 113.2 του Συντάγματος.

Η εισήγηση είναι νομικά αστήρικτη. Το άρθρο 16 της Σύμβασης αναφέρεται σε προσωρινή σύλληψη ενός φυγοδίκου που διενεργείται σε επείγουσες περιπτώσεις και αποσκοπεί στη σύλληψη και κράτηση του καταζητούμενου προσώπου, μέχρις ότου καταστεί δυνατή η ετοιμασία και αποστολή από το Κράτος που ζητά την έκδοση, της αίτησης έκδοσης με τα σχετικά έγγραφα. Στην παρούσα περίπτωση το άρθρο 16 δεν τυγχάνει εφαρμογής αφού είχε ήδη αποσταλεί η αίτηση έκδοσης και η διαδικασία που ακολούθησε δεν είχε καμιά σχέση με “πρόσκαιρη σύλληψη” όπως προβλέπει το άρθρο 10 της Σύμβασης.

Η αίτηση 1/98 καταχωρήθηκε κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης που εκπροσωπεί την αρμόδια Αρχή που μπορεί να θέσει σε εφαρμογή τις πρόνοιες της Σύμβασης. Η αίτηση αποσύρθηκε για τους λόγους που προβλήθηκαν στις 3/2/98 κατόπιν οδηγιών του Υπουργού Δικαιοσύνης [*1209]και Δημόσιας Τάξης. Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στην παρούσα διαδικασία και η επίκληση των προνοιών του άρθρου 113.2 του Συντάγματος δεν μπορεί να σχετίζεται με την απόσυρση της αίτησης. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(ii) Έχει υποβληθεί επίσης ότι εφόσον η αίτηση αποσύρθηκε και καταχωρήθηκε “ταυτόχρονα ή προγενέστερα νέα αίτηση”, εφαρμόζεται ο κανόνας του Δεδικασμένου που καθιστά τη δεύτερη αίτηση άκυρη.

Μια απλή ανάγνωση των πρακτικών των δύο αιτήσεων δίνει την εικόνα ότι η αίτηση 1/98 καταχωρήθηκε μετά την απόσυρση της αίτησης 6/97.

Ο κανόνας του Δεδικασμένου εφαρμόζεται σε πολιτικές υποθέσεις. Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι ο κανόνας μπορούσε να εφαρμόζεται και σε ποινικές υποθέσεις (Connelly v. D.P.P. [1964] A.C. 524) αλλά με την πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση D.P.P. v. Humphrys [1976] 2 All Ε.R. 497 αποφασίστηκε ότι το Δεδικασμένο δεν έχει θέση σε ποινικές υποθέσεις.

Επειδή η όλη διαδικασία της έκδοσης ενός φυγοδίκου δεν αποβλέπει στην τιμωρία του φυγοδίκου, συνιστά ένα από τους τρόπους έγερσης αγωγής και θεωρείται ως πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική διαδικασία του Επαρχιακού Δικαστηρίου. (Ίδε Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361).

Ο κανόνας του Δεδικασμένου εφαρμόζεται όταν,

(1) Η απόφαση είναι τελεσίδικη.

(2) Υπάρχει ταύτιση διαδίκων.

(3) Υπάρχει ταύτιση ιδιότητας διαδίκων και

(4) Υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.

Αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση πρέπει να τονιστεί ότι μια απόφαση είναι τελεσίδικη αν καθορίζει τα δικαιώματα των διαδίκων ανεξάρτητα αν έχει καταχωρηθεί έφεση. (Harris v. Willis [1855] 15 C.B. 710). Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Χάσικος ν. Χαραλαμπίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 389,

“Δεδικασμένο μπορεί να προκύψει μόνο από δεσμευτική [*1210]απόφαση του Δικαστηρίου, καθοριστική για την επίλυση της διαφοράς, όπως προσδιορίζεται από τη δικογραφία.”

Η απαλλαγή ενός φυγοδίκου σε μια ανεπιτυχή αίτηση για την έκδοση του δεν του παρέχει το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του autrefois acquit, αφού η απαλλαγή δεν εξυπακούει και τη συμπλήρωση της δίκης του για το αδίκημα το οποίο αντιμετωπίζει. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια μια νέα αίτηση μπορεί να καταχωρηθεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. (Ίδε Ivor & Clive Stanbrook “The Law and Practice of Extradition”, σελ. 15).

Στην παρούσα περίπτωση η διαδικασία διακόπηκε πριν από τις τελικές αγορεύσεις των δύο πλευρών και η αίτηση αποσύρθηκε προτού το Δικαστήριο εκδώσει οποιαδήποτε απόφαση που θα μπορούσε να επηρεάσει τελεσίδικα τα δικαιώματα των διαδίκων. Συνεπακόλουθα η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

(4)       Δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που καθορίζουν το χρόνο της παραγραφής του ισχυριζόμενου αδικήματος

Έχει υποβληθεί η εισήγηση ότι δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε μαρτυρία που υποδεικνύει ότι το αδίκημα δεν έχει παραγραφεί, κατά παράβαση του άρθρου 10 της Σύμβασης. Το άρθρο 10 της Σύμβασης προνοεί ότι,

“Δεν παρέχεται έκδοσις, εφ’ όσον, κατά την Νομοθεσίαν του αιτούντος Μέρους, ή του παρ’ ου αιτείται η έκδοσις, έλαβε χώραν παραγραφή της αγωγής ή της επιβληθείσης ποινής.”

Η εισήγηση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Στη σχετική αίτηση για την έκδοση (τεκμήριο 5, σ.8) υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά ότι η ποινική διαδικασία για το ισχυριζόμενο αδίκημα του φόνου για το οποίο επιζητείται η έκδοση του αιτητή θα εκπνεύσει στις 28 Φεβρουαρίου 2007. Επιπρόσθετα ορισμένα προβλήματα που πιθανό να προκύψουν από τη διενέργεια των ανακρίσεων μπορούν να παρατείνουν την πιο πάνω περίοδο μέχρι το Φεβρουάριο του 2017.

(5)       Το Δικαστήριο δεν εξέτασε αν ο αιτητής έχει ήδη δικαστεί

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι υπάρχει παραβίαση του άρθρου 9 της Σύμβασης αφού το Δικαστήριο παρέλειψε να [*1211]εξετάσει αν ο αιτητής έχει ήδη δικαστεί για το ισχυριζόμενο αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση του.

Το άρθρο 9 της Σύμβασης προνοεί ότι,

“Δεν παρέχεται έκδοσις, οσάκις το καταζητούμενον άτομον εδικάσθη ήδη οριστικώς υπό των αρμοδίων Αρχών του Μέρους παρ’ ου ζητείται η έκδοσις, δια την πράξιν ή τις πράξεις δι’ ας ζητείται αύτη.”

Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Μια προσεκτική εξέταση του περιεχομένου των εγγράφων που συνοδεύουν την Αίτηση Εκδοσης (τεκμήριο 5) δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο αιτητής δεν έχει δικαστεί για το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση του. Από τα πιο πάνω έγγραφα φαίνεται καθαρά ότι οι Βελγικές Αρχές ζητούν την έκδοση του αιτητή για να δικαστεί για το αδίκημα για το οποίο έχει ήδη εκδοθεί ένταλμα σύλληψης του στο Βέλγιο.

Εξάλλου δεν μπορεί να παραγνωριστεί η δήλωση του αιτητή στην οποία προέβηκε ευθύς μετά την απόσυρση της αίτησης 6/97 όταν και αφέθηκε ελεύθερος, ότι προτίθεται να μεταβεί οικειοθελώς στο Βέλγιο για να εξηγήσει τις περιστάσεις “κάτω από τις οποίες επεσυνέβη οτιδήποτε”. Επιπρόσθετα η δήλωση του στο Λοχία 3242 Αντρέα Δημητρίου που το συνέλαβε στις 3/2/98, “τι να πω, θέλω να πάω πίσω να δικαστώ να τελειώνω” δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο αιτητής δεν είχε ήδη δικαστεί στο Βέλγιο για το αδίκημα που αντιμετωπίζει.

(6)       Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 12(2)(β) της Σύμβασης αναφορικά με την έκθεση πράξεων

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του άρθρου 12(2)(β) της Σύμβασης αφού η έκθεση των πράξεων αναφέρεται σε τρία διαφορετικά ονόματα.

Έχω ήδη εξετάσει το θέμα της αναγνώρισης του αιτητή που προβλήθηκε ως λόγος για την ακύρωση του διατάγματος και δε νομίζω ότι χρειάζεται να τους επαναλάβω. Τονίζω απλά ότι υπήρχε συγκεκριμένη θετική μαρτυρία που επιβεβαιώνει ότι το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση, είναι ο αιτητής.

(7)       Δε δόθηκε λογικός χρόνος στον αιτητή να ετοιμαστεί για την [*1212]υπεράσπιση του

Είναι η θέση του αιτητή ότι δεν του δόθηκε λογικός ή ικανοποιητικός χρόνος για να αντιμετωπίσει τόσο τη διαδικασία της σύλληψης του όσο και τη διαδικασία της έκδοσης του.

Από τα πρακτικά των δύο διαδικασιών φαίνεται ότι η αίτηση 6/97 αποσύρθηκε στις 9.05 π.μ. της 3/2/98 και ο αιτητής αφέθηκε αμέσως ελεύθερος. Στις 9.10 π.μ. της ίδιας μέρας καταχωρήθηκε η υπ’ αριθμό 1/98 αίτηση και το Δικαστήριο στις 9.10 π.μ. εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του αιτητή. Μετά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“κα Λοϊζίδου: Είμαστε έτοιμοι για να προχωρήσουμε σε ακρόαση.

Δικαστήριο προς καθ’ου η έκδοση: Είσαστε έτοιμος ή θέλετε χρόνο;

Καθ’ου η έκδοση: Είμαι και εγώ έτοιμος.”

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω δήλωσης του αιτητή δε νομίζω ότι η εισήγηση ότι δεν δόθηκε χρόνος στον αιτητή να προετοιμαστεί μπορεί να γίνει αποδεκτή. Ανκαι ο αιτητής μπορούσε να ζητήσει μια αναβολή, προτίμησε την έναρξη της διαδικασίας και ως αποτέλεσμα δεσμεύεται με την πιο πάνω δήλωσή του.

(8)       Έχουν κατατεθεί τεκμήρια χωρίς να ερωτηθεί ο αιτητής αν ενίσταται

Έχει υποβληθεί ότι είχε γίνει κατάθεση τεκμηρίων χωρίς να ερωτηθεί ο αιτητής αν έφερε οποιαδήποτε ένσταση για την κατάθεσή τους. Έχει προβληθεί ισχυρισμός, που δεν έχει αντικρουστεί από τον αιτητή, ότι του είχαν δοθεί αντίγραφα των τεκμηρίων τα οποία θα κατατίθεντο στην αίτηση 1/98. Επίσης αντίγραφα των τεκμηρίων (εκτός από τα τεκμήρια 6 και 7) είχαν δοθεί στο δικηγόρο που αντιπροσώπευε τον αιτητή μέχρι τις 21/1/98. Όμως αντίγραφα των τεκμηρίων 6 και 7 δόθηκαν στον αιτητή προτού αυτά κατατεθούν ως τεκμήρια.

Όσον αφορά την αποδοχή των τεκμηρίων κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο αιτητής, άνκαι μπορούσε να αντεξετάσει για τα έγγραφα που κατατέθηκαν, παρέλειψε να το πράξει και η συμπεριφορά του δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι είχε αποδεχθεί την κατάθεση των σχετικών εγγράφων.

(9)       Δεν απεδείχθη η επικύρωση της Σύμβασης από τις Βελγικές [*1213]Αρχές

Είναι η θέση του αιτητή ότι δεν έχει αποδειχθεί η επικύρωση της Σύμβασης από τις Βελγικές Αρχές και κατ’ επέκταση η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη. Η επικύρωση έπρεπε να είχε γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες της διαδικασίας όπως καθορίζεται με τα άρθρα 29, 30, 31 και 32 της Σύμβασης. Το περιεχόμενο του τεκμηρίου 8 δεν αποδεικνύει ότι η Σύμβαση έχει επικυρωθεί.

Αντίθετα είναι η θέση των αιτητών ότι το τεκμήριο 8 καταδεικνύει ότι η Σύμβαση επικυρώθηκε από τις Βελγικές Αρχές.

Μια προσεκτική εξέταση του περιεχομένου του τεκμηρίου 8 δείχνει ότι η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Το τεκμήριο 8 τιτλοφορείται “Notification of Ratification” (Κοινοποίηση Επικύρωσης) και εκδόθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32 της Σύμβασης. Το πιο πάνω άρθρο καθορίζει τη διαδικασία κοινοποίησης προς τα Μέρη πληροφοριών που αναφέρονται στην προσχώρηση, επικύρωση και καταχώριση επιφυλάξεων από τα διάφορα Μέρη. Είναι ορθό ότι το τεκμήριο 5 αναφέρεται στην επικύρωση της Σύμβασης από τη Μολδαβία, όμως περιέχει επιπρόσθετα κοινοποίηση ότι έχουν συμβληθεί (Signatory States) η Ρωσσία και Ουκρανία ενώ έχουν υπογράψει τη Σύμβαση (Contracting States) 35 συγκεκριμένες χώρες μεταξύ των οποίων η Κύπρος και το Βέλγιο. Μπορεί να μην υπάρχει ρητή αναφορά σε “επικύρωση” αλλά η έκδοση του επίσημου αυτού εγγράφου που έχει γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32 (που αναφέρεται σε χώρες που προσεχώρησαν στη Σύμβαση) δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι το Βέλγιο έχει επικυρώσει τη Σύμβαση.

Επιπρόσθετα προς τα πιο πάνω, στην αίτηση για τη σύλληψη του αιτητή, έχει επισυναφθεί έγγραφο του Συμβουλίου της Ευρώπης που αποδεικνύει την επικύρωση της Σύμβασης από το Βέλγιο. Το έγγραφο περικλείει τις διακηρύξεις (declarations) και επιφυλάξεις (reservations) του Βελγίου για την επικύρωση της Σύμβασης και αναφέρει ότι οι διακηρύξεις και επιφυλάξεις περιέχονται σε επιστολή του Υπουργείου Εξωτερικών του Βελγίου ημερομηνίας 3/6/97, που έχει παραδοθεί στο Γενικό Γραμματέα κατά τη στιγμή της καταχώρισης του εγγράφου της επικύρωσης στις 29/8/97.

(10)     Το “νέο ένταλμα σύλληψης” δεν είναι το αρχικό ούτε αυθε[*1214]ντικό

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι το νέο ένταλμα σύλληψης πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το διάταγμα έκδοσης δεν είναι αυθεντικό ούτε το αρχικό όπως προβλέπεται από το Νόμο. Αντίθετα ήταν ένα μεταγενέστερο ένταλμα σύλληψης που έχει διαφοροποιηθεί όπως φαίνεται από τα πρακτικά της πρώτης διαδικασίας. 

Από τα πρακτικά της αίτησης 1/98 φαίνεται ότι επειδή υπήρχε κάποια αμφιβολία ως προς το ποιός είχε πιστοποιήσει το αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης, ζητήθηκαν μερικές διευκρινίσεις. Το Βελγικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ετοίμασε και απέστειλε ένα νέο αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης δεόντως πιστοποιημένο ότι ήταν πιστό αντίγραφο του αρχικού. Μέσα στα πλαίσια των πιο πάνω διευκρινίσεων η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Το άρθρο 12(2)(α) της Σύμβασης απαιτεί όπως μαζί με την αίτηση έκδοσης παρουσιαστεί το πρωτόκολλο ή επίσημο αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης. Από τα πιο πάνω εξυπακούεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση του αρχικού εντάλματος σύλληψης. Επίσημο αντίγραφο ενός εντάλματος σύλληψης θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις πρόνοιες του άρθρου 12(2)(α). Στο τεκμήριο 5 υπάρχει πιστοποιημένο αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης του αιτητή (Annex 2) με τους λόγους που προσφέρονται ως αιτιολογία για την έκδοση του εντάλματος. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Συνεπακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο