Iωάννου Γεώργιος ν. Γεώργιου Kουννίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1215

(1998) 1 ΑΑΔ 1215

[*1215]9 Ιουνίου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΝΝΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9795)

 

Δίκαιο των Συμβάσεων — Παρακαταθήκη — Υποπαρακαταθήκη — Ποίες κατηγορίες σχέσεων συνιστούν bailment κατά το Αγγλικό Κοινοδίκαιο — Πότε δημιουργείται υποπαρακαταθήκη (sub-bailment υπό την έννοια του sub-deposit) — Κατά πόσο το Αγγλικό Κοινοδίκαιο αναφορικά με υποπαρακαταθήκη (sub-bailment), αποκλείεται από το Δίκαιο των Συμβάσεων, Κεφ. 149.

Ευρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Εφετείο τότε μόνο επεμβαίνει, αν ευρήματα δε δικαιολογούνται από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία — Εφετείο έχει την εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα.

Μάρτυρες — Αξιοπιστία — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε αξιολόγηση μαρτυρίας και ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Λέξεις και Φράσεις — “Παρακαταθήκη” με ευρεία έννοια (bailment), στο Άρθρο 106(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Αστικά Αδικήματα — Αμέλεια — Αμέλεια και παρακαταθήκη — Κατά πόσο ο εναγόμενος, για τον οποίον δεν αποδείχθηκε ευθύνη υποθεματοφύλακα έναντι του ενάγοντα, ήταν υπεύθυνος αμέλειας προς αυτόν, όταν απωλέσθηκε το αντικείμενο το οποίο του παραδόθηκε για φύλαξη από το θεματοφύλακα — Ποία τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας — Καθήκον επιμέλειας — Πρέπει να οφείλεται συγκεκριμένα (in concreto) και όχι αόριστα (in abstracto).

Έξοδα — Έξοδα δίκης — Διακριτική εξουσία του εκδικάσαντος Δικα[*1216]στηρίου — Η γενική αρχή είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα — Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφ’ όσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης.

Το Σεπτέμβριο του 1991, ο εφεσείων έδωσε στον αδελφό του, Διευθυντή της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ. στη Λάρνακα, £9.000 σε μετρητά για να φυλαχθούν μέχρι να του τις ζητήσει.  Ο Διευθυντής τοποθέτησε τα χρήματα σε κλειστό φάκελο και τον παρέδωσε στον εφεσίβλητο, τότε ταμία της Τράπεζας με οδηγίες να τον φυλάξει στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας μέχρι να του τον ζητήσει. Ο Διευθυντής ουδέποτε εξήγησε στον εφεσίβλητο ταμία τι περιείχε ο φάκελος, ούτε του ανέφερε σε ποιον ανήκε, παρά την παρουσία του εφεσείοντα κατά την παράδοση του φακέλου. Ο εφεσίβλητος τον τοποθέτησε πάνω σε ένα ράφι μέσα στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο, μέσα στο θησαυροφυλάκιο. Κατά την διάρκεια των εργασιών της Τράπεζας, καθημερινά τόσο το θησαυροφυλάκιο όσο και το μεγάλο χρηματοκιβώτιο παρέμεναν συνήθως ανοικτά. Στο θησαυροφυλάκιο έμπαιναν υπάλληλοι της Τράπεζας καθώς και άλλοι συνεργάτες τους. Ουδέποτε στο παρελθόν κλάπηκε ή χάθηκε οτιδήποτε από την Τράπεζα ή το θησαυροφυλάκιο.

Μέσα στον Οκτώβριο του 1991, ο εφεσίβλητος είχε ρωτήσει τον Διευθυντή αν ήθελε το φάκελο και αυτός του απάντησε ότι όταν τον θέλει θα του τον ζητήσει.

Στις 30.12.1991 ο Διευθυντής ζήτησε από τον εφεσίβλητο να του επιστρέψει το φάκελο, ο οποίος όμως δε βρέθηκε, οπότε ο Διευθυντής για πρώτη φορά ανέφερε στον εφεσίβλητο ότι ο φάκελος ανήκε στον αδελφό του και ότι περιείχε £9.000 μετρητά σε δέσμες δεκαλίρων.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα για ποσό £9.000 πλέον τόκοι και έξοδα, το οποίο διεκδικούσε από τον εφεσίβλητο ως αποζημίωση για ισχυριζόμενη εκ μέρους του παράβαση καθήκοντος θεματοφύλακα ή υποθεματοφύλακα και/ή αμέλεια.

Λόγοι έφεσης:

1. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, του αδελφού του - Διευθυντή της Τράπεζας και του εφεσιβλήτου, με τα οποία έγινε επιλεκτικά απο[*1217]δεκτό μέρος της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα ενώ, παράλληλα, απορρίφθηκε άλλο, είναι αναιτιολόγητα.

2. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναφορά στην έκθεση απαιτήσεως “για την ασφαλή φύλαξη στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας” ενισχύει τη μαρτυρία του εφεσιβλήτου και ταυτόχρονα, αντιφάσκει με τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του αδελφού του, είναι εσφαλμένο. Επίσης ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να εξάξει ανάλογα συμπεράσματα από την αντίφαση μεταξύ της εκθέσεως υπερασπίσεως και της μαρτυρίας του εφεσιβλήτου στο Δικαστήριο.

3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της παρακαταθήκης στα γεγονότα της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν υπείχε ευθύνη έναντι του εφεσείοντα ως υποθεματοφύλακας του φακέλου με τα χρήματα.

4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βρήκε τον εφεσίβλητο υπεύθυνο για αμέλεια  έναντι του εφεσείοντα.

5. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ο εφεσείων καταδικάστηκε στα έξοδα της δίκης είναι εσφαλμένη.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν υπάρχει ικανοποιητικός λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Ειδικά όσον αφορά την αιτιολογία για την επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα, τα σχετικά ευρήματα είναι επαρκώς αιτιολογημένα.

2. Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, είτε στην έκθεση απαιτήσεως είτε στην έκθεση υπερασπίσεως, το Δικαστήριο έκρινε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του αδελφού του αφ’ ενός και του εφεσιβλήτου αφ’ ετέρου, αποκλειστικά πάνω στη βάση του πώς μαρτύρησαν ενώπιόν του.

3. Ο ορισμός της «παρακαταθήκης με ευρεία έννοια» (bailment) στο Άρθρο 106(1)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 είναι πανομοιότυπος με τον ορισμό στο Άρθρο 148 του Ινδικού Περί Συμβάσεων Νόμου και έχει ως πηγή του το Αγγλικό Κοινοδίκαιο όπου ο εν λόγω όρος είναι ευρύτερος από την κοινή παρακατα[*1218]θήκη (deposit).

4. Εκτός από την παρακαταθήκη (deposit), σύμφωνα με το Αγγλικό Κοινοδίκαιο, είναι δυνατή και η υποπαρακαταθήκη (sub-deposit).  Η τελευταία είναι δυνατή μόνο εφ’ όσον ο θεματοφύλακας, όταν παραδώσει το αντικείμενο για φύλαξη στον υποθεματοφύλακα, έχει τη ρητή ή τη σιωπηρή προς τούτο εξουσιοδότηση του παρακαταθέτη.  Για να είναι όμως, σε τέτοια περίπτωση, ο υποθεματοφύλακας υπεύθυνος, όχι μόνο έναντι του θεματοφύλακα - υποπαρακαταθέτη αλλά και έναντι του παρακαταθέτη, θα πρέπει να έχει τουλάχιστον επαρκή γνωστοποίηση ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο, άλλο από το θεματοφύλακα, στην προκείμενη περίπτωση ο παρακαταθέτης, έχει ενδιαφέρον ή συμφέρον (is interested) στο αντικείμενο, ώστε να μπορεί εύλογα να λεχθεί ότι, πρόσθετα με τα καθήκοντα του έναντι του θεματοφύλακα- υποπαρακαταθέτη, ανέλαβε ταυτόχρονα με την ανάληψη της φύλαξης του αντικειμένου και την ευθύνη θεματοφύλακα έναντι του εν λόγω τρίτου προσώπου, του παρακαταθέτη.

    Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Kourris v. Alp. Ltd & Others, τόνισε ότι τα όσα ανέφερε στην υπόθεση εκείνη δεν πρέπει να καλύπτουν εξαντλητικά το ζήτημα της κρίσης κατά πόσο δημιουργείται υποπαρακαταθήκη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

    Στην παρούσα υπόθεση, ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκούσια ανέλαβε ευθύνη υποθεματοφύλακα έναντι του αδελφού του εφεσείοντα αλλά και έναντι του εφεσείοντα, αφού δεν είχε επαρκή γνωστοποίηση (sufficient notice) ότι ο φάκελος ανήκε στον εφεσείοντα ή, έστω, ότι ο εφεσείων είχε κάποιο ενδιαφέρον ή συμφέρον (interest) πάνω στο φάκελο.

    Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε υπό την ιδιότητα του υπηρέτη - ταμία της Τράπεζας και ως εκ τούτου δεν υπείχε ευθύνη έναντι του εφεσείοντα (ως υποθεματοφύλακας), δεν είναι ορθό.  Ο εφεσίβλητος ενεργούσε χαριστικά για το Διευθυντή του, άσχετα και ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως ταμία της Τράπεζας, εκμεταλλευόμενος απλώς τις διευκολύνσεις που παρείχε το ευπρόσιτο του θησαυροφυλακίου της Τράπεζας.

5. Τα γεγονότα της υπόθεσης δεν αποδεικνύουν ότι ο εφεσίβλητος, με την παραλαβή του φακέλου, είχε αναλάβει, εκούσια, οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας ή οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του εφεσείοντα.  Ως εκ τούτου το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστη[*1219]ρίου ότι δεν ήταν υπεύθυνος για το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι ορθό.

6. Είναι καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι το ζήτημα των εξόδων της δίκης εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάσαντος δικαστηρίου. Η γενική αρχή είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα.  Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφ’ όσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης.  Η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την εφαρμογή της πιο πάνω γενικής αρχής στην επιδίκαση των εξόδων, ασκήθηκε ορθά στην παρούσα περίπτωση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Λάρκου v. Παναγή (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 80,

Κόκκινου v. Νικολαΐδη (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 436,

Χατζημιλτή v. Βρόντου (1996) 1 Α.Α.Δ. 523,

Παπακόκκινου v. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634,

Pioneer Container KH Enterprise (cargo owners) v. Pioneer Container (owners) [1994] 2 All E.R. 250,

Kourris v. Alp Ltd a.ο. (1981) 1 C.L.R. 217,

Fairline Shipping Corporation v. Adamson [1974] 2 All E.R. 967,

Lee Cooper Ltd v. C.H. Jeakins and Sons Ltd [1965] 1 All E.R. 280,

Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12,

Αρέστη v. Λαδόκοννου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646.

Έφεση.

Έφεση από τον ενάγοντα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Nικολάτος, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 8 Aυγούστου, 1996 (Aρ. Aγωγής 2179/92) με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του για το ποσό των Λ.K.9.000 πλέον τόκοι και έξοδα ως αποζημίωση για ισχυριζόμενη εκ μέρους του [*1220]εναγομένου παράβαση καθήκοντος ως θεματοφύλακα ή υποθεματοφύλακα και/ή για αμέλεια.

Α. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.:- Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα για ποσό £9.000, πλέον τόκοι και έξοδα, το οποίο διεκδικούσε από τον εφεσίβλητο ως αποζημίωση για ισχυριζόμενη εκ μέρους του παράβαση καθήκοντος θεματοφύλακα ή υποθεματοφύλακα και/ή αμέλεια.

Τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν ως ακολούθως.

Το Σεπτέμβριο του 1991 ο εφεσείων έδωσε στον αδελφό του,  Διευθυντή της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λτδ., στη Λάρνακα,  £9.000 σε μετρητά για να φυλαχθούν μέχρι να του τις ζητήσει. Ο λόγος ήταν ότι ο εφεσείων δεν ήθελε να κατατεθούν τα χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό προτού συμβουλευθεί το λογιστή του. Η παράδοση των χρημάτων έγινε στο γραφείο του Διευθυντή στην Τράπεζα. Ο Διευθυντής πήρε από τον αδελφό του τα χρήματα σε δέσμες, τα  τοποθέτησε σ’ ένα φάκελο, τον έκλεισε με επικολλητική ταινία (τέλλα), υπέγραψε πάνω στην τέλλα, και, αφού φώναξε τον εφεσίβλητο, τότε ταμία της Τράπεζας, του παρέδωσε το φάκελο, κλειστό, με οδηγίες να τον φυλάξει στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας μέχρι να του τον ζητήσει. Αυτό έγινε παρά το γεγονός ότι ο Διευθυντής είχε στο γραφείο του χρηματοκιβώτιο καθώς και συρτάρια που κλείδωναν. Κατά την παράδοση του φακέλου ο εφεσείων ήταν παρών. Ο Διευθυντής ουδέποτε εξήγησε στον εφεσίβλητο ταμία τι περιείχε ο φάκελος ούτε και του ανέφερε σε ποιον ανήκε, παρά την παρουσία του εφεσείοντα. Ο εφεσίβλητος πήρε το φάκελο και τον τοποθέτησε πάνω σε ένα ράφι μέσα στο μεγάλο χρηματοκιβώτιο, μέσα στο θησαυροφυλάκιο, όπου φυλάσσονταν και σακούλια με κέρματα της Τράπεζας (χρεωμένα στον εφεσίβλητο) των οποίων η αξία συνήθως ανερχόταν σε αρκετές χιλιάδες λίρες.

Το θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας ανοιγόταν το πρωΐ από [*1221]δύο κλειδούχους και έκλεινε αργότερα από τους ίδιους μετά που σχόλαναν οι υπόλοιποι υπάλληλοι της Τράπεζας. Το ένα κλειδί του μεγάλου χρηματοκιβωτίου το είχε ο εφεσίβλητος και με αυτό άνοιγε και έκλεινε το μεγάλο χρηματοκιβώτιο. Υπήρχε και δεύτερο κλειδί του μεγάλου χρηματοκιβωτίου το οποίο ήταν στην κατοχή άλλου υπαλλήλου της Τράπεζας όμως το κλειδί εκείνο δεν το χρησιμοποιούσαν για λόγους ευκολίας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Τράπεζας, καθημερινά, τόσο το θησαυροφυλάκιο όσο και το μεγάλο χρηματοκιβώτιο παρέμεναν συνεχώς ανοικτά. Στο θησαυροφυλάκιο έμπαιναν υπάλληλοι της Τράπεζας καθώς και άλλοι συνεργάτες τους όπως π.χ. γραμματείς συνεργατικών πιστωτικών εταιρειών με τις οποίες συνεργαζόταν η Τράπεζα. Υπήρχε εμπιστοσύνη μεταξύ των αξιωματούχων και του προσωπικού της Τράπεζας καθώς και των συνεργατών της και ουδέποτε στο παρελθόν κλάπηκε ή χάθηκε οτιδήποτε από την Τράπεζα ή το θησαυροφυλάκιο.

Μέσα στο θησαυροφυλάκιο υπήρχαν δύο χώροι που παρέμεναν κλειδωμένοι εκτός αν τους άνοιγε ο εφεσίβλητος με κλειδί που κρατούσε ο ίδιος. Ήταν το ερμάρι στο πάνω μέρος του μεγάλου χρηματοκιβωτίου όπου φυλάσσονταν τα μεγάλα χαρτονομίσματα και το μικρό χρηματοκιβώτιο όπου φυλάσσονταν τα μικρά χαρτονομίσματα.

Η Τράπεζα δεν παρείχε υπηρεσία φύλαξης πολύτιμων αντικειμένων, αν και στο θησαυροφυλάκιο φυλαγόταν ένα συγκεκριμένο πακέττο με μετοχές που είχαν δοθεί στην Τράπεζα ως ενέχυρο. Το πακέττο αυτό ήταν καταγραμμένο και χρεωμένο κανονικά στον εφεσίβλητο ο οποίος γνώριζε τόσο το περιεχόμενο όσο και τον ιδιοκτήτη του. Ο φάκελος που δόθηκε από το Διευθυντή στον εφεσίβλητο για φύλαξη δεν ήταν καταγραμμένος πουθενά στα βιβλία του εφεσίβλητου ούτε, αυτός γνώριζε, όπως αναφέραμε, το περιεχόμενο ή τον ιδιοκτήτη του.

Μέσα στον Οκτώμβριο του 1991 ο εφεσίβλητος είχε ρωτήσει το Διευθυντή αν ήθελε το φάκελο και αυτός του απάντησε ότι όταν τον θέλει θα του τον ζητήσει. Από τότε ο εφεσίβλητος δεν είχε “την έννοια” του φακέλου καθ’ ότι θεώρησε ότι δεν περιείχε οτιδήποτε το πολύτιμο.

Περί το τέλος Δεκεμβρίου ο εφεσείων, σε συνεννόηση με το Διευθυντή, έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να παρουσιαστούν τα χρήματα. Έτσι στις 30/12/1991, επειδή υπήρχε και πρόβλημα ρευστότητας στην Τράπεζα, ο Διευθυντής ζήτησε από τον [*1222]εφεσίβλητο να του επιστρέψει το φάκελο. Ο εφεσίβλητος δεν ήταν βέβαιος αν είχε ήδη επιστρέψει ή όχι το φάκελο, είχε όμως, όπως είπε, μια νεφελώδη εικόνα στο μυαλό του ότι, κάποια μέρα, τον είχε επιστρέψει στο Διευθυντή. Τελικά ο φάκελος δεν βρέθηκε οπότε ο Διευθυντής, για πρώτη φορά, ανέφερε στον εφεσίβλητο ότι ο φάκελος ανήκε στον αδελφό του, τον εφεσείοντα, και ότι περιείχε £9.000 μετρητά σε δέσμες δεκαλίρων.

Οι πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα, του ΜΕ2 Μ. Ιωάννου, αδελφού του εφεσείοντα και Διευθυντή της Τράπεζας, και του εφεσίβλητου. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οποία έγινε επιλεκτικά αποδεχτό μέρος της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα ενώ, παράλληλα, απορρίφθηκε άλλο, προσβάλλονται ως αναιτιολόγητα.

Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:-

“...  Ο Ενάγοντας μου έδωσε την εντύπωση μάρτυρα που είπε βασικά την αλήθεια. Δεν έπεσε σε ουσιαστικές αντιφάσεις και η αξιοπιστία του δεν πλήγηκε κατά την αντεξέταση. Δέχομαι τη μαρτυρία του Ενάγοντα με τις εξής επιφυλάξεις:

α) ο Ενάγοντας είπε ότι ο αδελφός του κ. Μ. Ιωάννου είπε στον Εναγόμενο, όταν του έδινε το φάκελο να το βάλει στην “κάσια” του θησαυροφυλακίου. αυτό το επανέλαβε και ο κ. Μ. Ιωάννου ενώ ο Εναγόμενος είπε ότι ο Διευθυντής απλά του ανέφερε να βάλει το φάκελο στο θησαυροφυλάκιο (strongroom) της Τράπεζας. Σ’ αυτό το σημείο δέχομαι την εκδοχή του Εναγόμενου και απορρίπτω εκείνη του Ενάγοντα (και του ΜΕ2 Μ. Ιωάννου).

β) ο Ενάγοντας είπε ότι ο ΜΕ2 Μ. Ιωάννου μέτρησε τα χρήματα πριν τα τοποθετήσει σε φάκελο ενώ ο ΜΕ2 είπε ότι είδε μεν τις δεσμίδες με τα δεκάλιρα αλλά δεν μέτρησε τα χρήματα, πριν τα τοποθετήσει στο φάκελο. Σ’ αυτό το σημείο δέχομαι τη μαρτυρία του ΜΕ2 και απορρίπτω εκείνη του Ενάγοντα.

Με τις προαναφερόμενες επιφυλάξεις δέχομαι τη μαρτυρία του Ενάγοντα σαν αληθινή.

Ο ΜΕ2 Μ. Ιωάννου επίσης έδωσε στο Δικαστήριο εντύπω[*1223]ση μάρτυρα που είπε βασικά την αλήθεια γι’ αυτό δέχομαι τη μαρτυρία του με τις εξής επιφυλάξεις:

α) Διέκρινα κάποια προσπάθεια του ΜΕ2 να επιρρίψει όλη την ευθύνη στον Εναγόμενο. Κάποιες απόψεις που εξέφρασε ο ΜΕ2 ότι από τον τρόπο που παρέδωσε το φάκελο στον Εναγόμενο, αυτός θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι ήταν πολύτιμος, δεν θα ληφθούν υπόψη καθότι τα συμπεράσματα από τη μαρτυρία είναι έργο του Δικαστηρίου.

β) ο ΜΕ2 ανέφερε ότι την 30.12.91 ζήτησε από τον Ταμία να του επιστρέψει το φάκελο επειδή υπήρχε πρόβλημα ρευστότητας στην Τράπεζα. Από την αντεξέταση που υπέστη ο ΜΕ2 και από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν και δείχνουν την ταμειακή κατάσταση της Τράπεζας κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν προκύπτει ότι το πρόβλημα ρευστότητας ήταν ο βασικός λόγος που οδήγησε τον ΜΕ2 στο να ζητήσει την επιστροφή του φακέλου. ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο ζητήθηκε ο φάκελος ήταν ότι ο ΜΕ2 είχε συνεννοηθεί πριν 2-3 μέρες με τον Ενάγοντα - αδελφό του και αποφάσισαν ότι ο χρόνος ήταν κατάλληλος για να παρουσιαστούν τα χρήματα που βρίσκονταν στο φάκελο.

γ)  Όπου υπάρχουν αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του ΜΕ2 και κείνης του Εναγομένου όπως π.χ. για το πού είπε ο ΜΕ2 στον Εναγόμενο να τοποθετήσει το φάκελο, δέχομαι τη μαρτυρία του Εναγόμενου σαν αληθινή, εκτός από το σημείο της υποτιθέμενης επιστροφής του φακέλου. στο σημείο αυτό η εκδοχή του Εναγόμενου ότι στο μυαλό του υπήρχε νεφελωδώς η εικόνα της επιστροφής του φακέλου στον ΜΕ2 δεν μπορεί να γίνει δεκτή, γι’ αυτό σ’ αυτό το σημείο δέχομαι την εκδοχή του ΜΕ2 ότι ο φάκελος ουδέποτε του επιστράφηκε (όπως και δεν επιστράφηκε και στον Ενάγοντα).

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ο Εναγόμενος έδωσε γενικά την εντύπωση ότι έλεγε την αλήθεια, όμως η εκδοχή του ότι όταν του ζητήθηκε η επιστροφή του φακέλου και αφού αρχικά κατευθύνθηκε προς το θησαυροφυλάκιο, ήλθε στο μυαλό του ξαφνικά η εικόνα ότι τον [*1224]είχε ήδη επιστρέψει το φάκελο στο ΜΕ2, δεν μπορεί να γίνει δεκτή κατ’ ουδένα λόγο. Ο Εναγόμενος δεν έδωσε καμιά λεπτομέρεια ή λόγο αναφορικά με το πώς δημιουργήθηκε τέτοια εικόνα στο μυαλό του αλλά ούτε και ισχυρίστηκε ότι στην πραγματικότητα επέστρεψε το φάκελο στον ΜΕ2 (ή στον Ενάγοντα). Απλά είπε ότι ήλθε αυτή η εικόνα στο μυαλό του χωρίς να εξηγήσει πώς και γιατί. Δέχομαι τη μαρτυρία του Εναγομένου εκτός όμως από το προαναφερόμενο σημείο αναφορικά με το οποίο δέχομαι ότι ο Εναγόμενος ουδέποτε επέστρεψε το φάκελο που του παραδόθηκε.”

Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του έχουν καθιερωθεί με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεών του. Όπως λέχθηκε επανειλημμένα το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του τα ευρήματα στα οποία κατέληξε ήσαν εύλογα το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ., μεταξύ άλλων, Λάρκου ν. Παναγή (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 80, Κόκκινου ν. Νικολαΐδη (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 436, Χατζημιλτή ν. Βρόντου (1996) 1 Α.Α.Δ. 523 και Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 634).

Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των τριών μαρτύρων υπό το φως των πιο πάνω αρχών της νομολογίας. Δε βρίσκουμε ικανοποιητικό λόγο που να δικαιολογεί την επέμβασή μας για την ανατροπή τους. Ειδικά όσον αφορά την αιτιολογία για την επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα ευρίσκουμε ότι, υπό τις περιστάσεις, τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι επαρκώς αιτιολογημένα. Το Δικαστήριο στηρίχτηκε, κατά κύριο λόγο, στην εντύπωση που αποκόμισε από τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο. Δέχθηκε ή απέρριψε μέρος της μαρτυρίας του καθ’ ενός ανάλογα με το κατά πόσον διέκρινε ότι ο μάρτυρας είχε λόγο να προσθέσει ή, [*1225]ανάλογα, να αφαιρέσει ή αποκρύψει κάτι από τα πραγματικά γεγονότα. Δεν αποδέχτηκε μαρτυρία εκεί όπου διαπίστωσε ότι, συγκεκριμένος μάρτυρας, επεδίωκε να απεκδυθεί των ευθυνών του επιρρίπτοντάς τις σε κάποιον άλλο ή να δώσει τις εξηγήσεις που τον βόλευαν αναφορικά με κάποια του ενέργεια όπως, παραδείγματος χάριν, τη μαρτυρία του Διευθυντή ότι η ρευστότητα της Τράπεζας ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο ζητήθηκε ο φάκελος από τον εφεσίβλητο στις 30/12/1991. Περαιτέρω, δεν αποδέχτηκε μαρτυρία εκεί όπου έκρινε ότι αυτή ήταν ασαφής ή ανεξήγητη όπως ήταν, παραδείγματος χάριν, η εκδοχή του εφεσίβλητου ότι, όταν του ζητήθηκε ο φάκελος, ήλθε ξαφνικά στο μυαλό του η εικόνα ότι τον είχε επιστρέψει.

Άλλος λόγος έφεσης προσβάλλει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναφορά στην έκθεση απαιτήσεως “για την ασφαλή φύλαξη του στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας” ενισχύει τη μαρτυρία του  εφεσίβλητου και, ταυτόχρονα, αντιφάσκει με τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του αδελφού του, ενώ, ο επόμενος λόγος έφεσης προσβάλλει την παράλειψη του Δικαστηρίου να εξάξει ανάλογα συμπεράσματα από την αντίφαση μεταξύ της εκθέσεως υπερασπίσεως και της μαρτυρίας του εφεσίβλητου στο Δικαστήριο.

Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως ακολούθως:-

“Θεωρώ σκόπιμο να παρατηρήσω ότι παρά τη μαρτυρία του Ενάγοντα και του ΜΕ2 ότι ο ΜΕ2 είχε πει στον Εναγόμενο να φυλάξει το φάκελο στην “κάσια” του θησαυροφυλακίου, στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης αναγράφεται απλά ότι ο ΜΕ2 παράδωσε το φάκελο στον Εναγόμενο “για την ασφαλή φύλαξη του στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας”.  Επομένως το εύρημα μου ότι ο ΜΕ2 αυτό είχε πει στον Εναγόμενο, συνάδει και με την παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαίτησης: Δέστε Αχιλλέως ν. Μαύρου (1985) 1 C.L.R. 244.”

Έχουμε την άποψη ότι η πιο πάνω παρατήρηση ή σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είχε άλλο σκοπό από του να ενισχύσει την ορθότητα του ευρήματός του αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα και του Μ.Ε. Ιωάννου στο συγκεκριμένο ζήτημα, αξιοπιστία για την οποία ήδη είχε σχηματίσει γνώμη, και τίποτε περισσότερο. Γιατί δεν έκανε ανάλογη παρατήρηση ή σχόλιο αναφορικά με τις αντιφάσεις μεταξύ της εκθέσεως υπερασπίσεως και της μαρτυρίας του εφεσίβλητου;  Ίσως να μην το [*1226]θεώρησε σκόπιμο.  Η ουσία παραμένει ότι, ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, είτε στην έκθεση απαιτήσεως είτε στην έκθεση υπερασπίσεως, το Δικαστήριο έκρινε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του αδελφού του αφ’ ενός, και του εφεσίβλητου αφ’ ετέρου, αποκλειστικά πάνω στη βάση του πώς μαρτύρησαν ενώπιόν του.

Σύμφωνα με τους επόμενους λόγους έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την έννοια της παρακαταθήκης στα γεγονότα της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να καταλήξει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν υπείχε ευθύνη έναντι του εφεσείοντα ως υποθεματοφύλακας του φακέλου με τα χρήματα.

Ο ορισμός της παρακαταθήκης με ευρεία έννοια (bailment) δίδεται στο επίσημο κείμενο του άρθρου 106(1)(β) του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ως εξής:-

“(β) “παρακαταθήκη με ευρεία έννοια” είναι η παράδοση αγαθών από ένα πρόσωπο σε άλλο για κάποιο σκοπό, με το συμβατικό όρο ότι, μόλις εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο παραδόθηκαν, αυτά θα επιστραφούν ή διατεθούν σύμφωνα με τις οδηγίες του προσώπου που τα παράδωσε. Το πρόσωπο που παράδωσε τα αγαθά καλείται “παρακαταθέτης” ενώ το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκαν “θεματοφύλακας”.

Ο πιο πάνω ορισμός της παρακαταθήκης με ευρεία έννοια είναι πανομοιότυπος με τον ορισμό στο Άρθρο 148 του Ινδικού Περί Συμβάσεων Νόμου (βλ. Pollock and Mulla, Indian Conctract and Specific Relief Act, 10th Ediction, page 766 et seq.) και έχει ως πηγή του το Αγγλικό Κοινοδίκαιο όπου ο όρος παρακαταθήκη με ευρεία έννοια (bailment) είναι ευρύτερος από την κοινή παρακαταθήκη (deposit).

Σύμφωνα με το Αγγλικό Κοινοδίκαιο που, στην προκειμένη περίπτωση, έχει ως πηγή του το Ρωμαϊκό Δίκαιο, bailment συνιστούν οι ακόλουθες κατηγορίες σχέσεων:-

(1) Η παρακαταθήκη (depositum), δηλ. η σχέση με την οποία κάποιο πρόσωπο, το οποίο καλείται παρακαταθέτης, παραδίδει σε άλλο, το οποίο καλείται θεματοφύλακας, κινητό πράγμα για φύλαξη χωρίς αντάλλαγμα·

(2) Η εντολή (mandatum), δηλ. η σχέση με την οποία ο ένας [*1227]από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται εντολοδότης, αναθέτει στον άλλο, ο οποίος καλείται εντολοδόχος, τη διεξαγωγή υπόθεσης χωρίς αμοιβή·

(3) Το χρησιδάνειο (commodatum) δηλ. η σχέση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους ο οποίος καλείται χρήστης, παρέχει στον άλλο, ο οποίος καλείται χρησάμενος, τη χρήση κινητού πράγματος χωρίς αντάλλαγμα·

(4) Το ενέχυρο (pignus) δηλ. η σχέση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται ενεχυριαστής, παραδίδει στον άλλο, ο οποίος καλείται ενεχυροδανειστής, κινητό πράγμα για εξασφάλιση απαίτησης·

(5) Η μίσθωση (locatio conductio) δηλ. η σχέση με την οποία ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται εκμισθωτής, αναλαμβάνει την υποχρέωση να δώσει στον άλλο, ο οποίος καλείται μισθωτής, τη χρήση κινητού πράγματος αντί ορισμένου χρηματικού ανταλλάγματος το οποίο καλείται μίσθωμα.

(Βλέπε Halsbury’s Laws of England, 4th Ed., Vol. 2, p. 832, et seq., para. 1801 και 1802 και Words and Phrases Legally Defined, Vol. I, p. 147 et seq.).”

Παρακαταθήκη (deposit) μπορεί να υπάρξει και επ’ αμοιβή.

Εκτός από την παρακαταθήκη (deposit), σύμφωνα με το Αγγλικό Κοινοδίκαιο, είναι δυνατή και η υποπαρακαταθήκη (sub-deposit). Η υποπαρακαταθήκη, δηλαδή η παράδοση κινητού πράγματος που δόθηκε στο θεματοφύλακα για φύλαξη σε άλλο πρόσωπο, τον υποθεματοφύλακα, επίσης για φύλαξη, είναι δυνατή μόνον εφ’ όσον ο θεματοφύλακας είχε τη ρητή ή τη σιωπηρή προς τούτο εξουσιοδότηση του παρακαταθέτη (βλ. Chitty on Contracts - Specific Contracts, 27th Edition, paragraph 32-013, page 109). Για να είναι όμως, σε τέτοια περίπτωση, ο υποθεματοφύλακας υπεύθυνος, όχι μόνον έναντι του θεματοφύλακα - υποπαρακαταθέτη αλλά και έναντι του παρακαταθέτη,  θα πρέπει να έχει τουλάχιστον επαρκή γνωστοποίηση ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο, άλλο από το θεματοφύλακα, εν προκειμένω ο παρακαταθέτης, έχει ενδιαφέρον ή συμφέρον (is interested) πάνω στο πράγμα, ώστε να μπορεί εύλογα να λεχθεί ότι, πρόσθετα με τα καθήκοντά του έναντι του θεματοφύλακα - υποπαρακαταθέτη, ανέλαβε, ταυτόχρονα με την ανάληψη της φύλαξης του πράγματος, και την ευθύνη θεματοφύλακα έναντι του εν λόγω τρίτου [*1228]προσώπου, του παρακαταθέτη.

Τα πιο πάνω προκύπτουν με σαφήνεια από την υπόθεση The Pioneer Container KH Enterprise (cargo owners) v. Pioneer Container (owners) [1994] 2 All E.R. 250, όπου το Ανακτοσυμβούλιο (Privy Council) τόνισε τα εξής στη σελίδα 262:-

“Their Lordships wish to add that this conclusion, which flows from the decisions in Morris v C W Martin & Son and the Gilchrist Watt case, produces a result which in their opinion is both principled and just. They incline to the opinion that a sub-bailee can only be said for these purposes to have voluntarily taken into his possession the goods of another if he has sufficient notice that a person other than the bailee is interested in the goods so that it can properly be said that (in addition to his duties to the bailee) he has, by taking the goods into his custody, assumed towards that other person the resposibility for the goods which is characteristic of a bailee. This they believe to be the underlying principle. Moreover, their Lordships do not consider this principle to impose obligations on the sub-bailee which are onerous or unfair, once it is recognised that he can invoke against the owner terms of the sub-bailment which the owner has actually (expressly or impliedly) or even ostensibly authorised.  In the last resort the sub-bailee may, if necessary and appropriate, be able to invoke against the bailee the principle of warranty of authority.”

Με άλλα λόγια, για να δημιουργηθεί υποπαρακαταθήκη (sub-bailment υπό την έννοια του sub-deposit) θα πρέπει τα γεγονότα της υπόθεσης να είναι τέτοια που να δείχνουν ότι ο υποθεματοφύλακας (sub-bailee) εκούσια ανέλαβε την ευθύνη της φύλαξης πράγματος που ανήκε σε τρίτο πρόσωπο (άλλο από το θεματοφύλακα - bailee).  Για την εξαγωγή τέτοιου συμπεράσματος είναι απαραίτητο ο υποθεματοφύλακας να είχε επαρκή γνωστοποίηση ότι το πράγμα ανήκε σε τρίτο πρόσωπο, τον παρακαταθέτη, και όχι στον θεματοφύλακα - υποπαρακαταθέτη, και τούτο διότι, με τη δημιουργία της υποπαρακαταθήκης, ο υποθεματοφύλακας αναλαμβάνει την ευθύνη της φύλαξης του πράγματος, με τις επακόλουθες συνέπειες, τόσο έναντι του θεματοφύλακα - υποπαρακαταθέτη όσο και έναντι του παρακαταθέτη.

Στην Κύπρο, στην υπόθεση Kourris v. Alp Ltd and Others (1981) 1 C.L.R. 217, το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάσισε ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε στις σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 149 αναφο[*1229]ρικά με θέματα παρακαταθήκης που να αποκλείει το μέρος του Αγγλικού Κοινοδικαίου που αναφέρεται στην υπο-παρακαταθήκη (sub-bailment). Στη συνέχεια ανέφερε ότι, για να αποφασιστεί αν υπάρχει υπο-παρακαταθήκη, το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει, μεταξύ άλλων, υπόψη την ύπαρξη εξουσιοδότησης ή συγκατάθεσης από τον παρακαταθέτη προς τον θεματοφύλακα για την ανάθεση της υποχρέωσης της φύλαξης του πράγματος, που ο παρακαταθέτης εμπιστεύθηκε στο θεματοφύλακα, σε τρίτο πρόσωπο, τον υπο-θεματοφύλακα (sub-bailee). Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε, επίσης, ότι τα όσα ανέφερε στην υπόθεση εκείνη δεν πρέπει να θεωρούνται ότι καλύπτουν εξαντλητικά το ζήτημα της κρίσης κατά πόσον δημιουργείται υπο-παρακαταθήκη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας ως προς την έννοια της παρακαταθήκης (deposit), της υποπαρακαταθήκης (sub-deposit) και των συνθηκών κάτω από τις οποίες είναι δυνατόν να δημιουργηθεί, με την υποπαρακαταθήκη, ευθύνη του υποθεματοφύλακα έναντι του παρακαταθέτη, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσον το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, ο υποθεματοφύλακας - εφεσίβλητος δεν υπείχε οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του παρακαταθέτη - εφεσείοντα είναι ορθή. Η απάντηση μας είναι καταφατική.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος δεν γνώριζε ότι ο φάκελος που του εμπιστεύθηκε ο Διευθυντής για φύλαξη ανήκε σε τρίτο πρόσωπο, πολύ ολιγότερο στον εφεσείοντα. Ούτε είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι είχε επαρκή γνωστοποίηση για κάτι τέτοιο. Η παρουσία και μόνο του εφεσείοντα στο γραφείο του Διευθυντή, που ήταν αδελφός του, πράγμα  που γινόταν συχνά, όταν ο φάκελος παραδιδόταν από το Διευθυντή στον εφεσίβλητο, δεν μπορεί να θεωρηθεί με κανένα τρόπο ότι συνιστούσε επαρκή γνωστοποίηση (sufficient notice) προς τον εφεσίβλητο ότι ο φάκελος ανήκε στον εφεσείοντα ή, έστω, ότι ο εφεσείων είχε κάποιο ενδιαφέρον ή συμφέρον (interest) πάνω στο φάκελο. Χωρίς τη γνωστοποίηση αυτή δεν παραμένει περιθώριο για να μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εφεσίβλητος, με την παραλαβή του φακέλου για φύλαξη, εκούσια ανέλαβε ευθύνη υποθεματοφύλακα, όχι μόνον έναντι του αδελφού του αλλά και έναντι του εφεσείοντα. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπόλογος έναντι του εφεσείοντα ως  υποθεματοφύλακας του χαμένου φακέλου.

Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν θεωρούμε χρήσιμο να εξετάσουμε κατά πόσο, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, ο [*1230]αδελφός του εφεσείοντα είχε τη ρητή ή σιωπηρή εξουσιοδότηση του εφεσείοντα να υποπαρακαταθέσει το φάκελο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε το εύρημά του ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να υπέχει ευθύνη έναντι του εφεσείοντα (ως υποθεματοφύλακας) και στη θέση ότι ο φάκελος δόθηκε στον εφεσίβλητο υπό την ιδιότητα του υπηρέτη - ταμία της Τράπεζας. Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Με την αποδοχή του φακέλου για φύλαξη, έστω στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας, ο εφεσίβλητος ενήργησε αυτοβούλως, εκτός των καθηκόντων του ως υπηρέτη - ταμία της Τράπεζας και εκτός του κύκλου των δραστηριοτήτων της Τράπεζας αφού, σύμφωνα με τη μαρτυρία, η Τράπεζα ουδέποτε αναλάμβανε τη φύλαξη αντικειμένων, εξ ου και ο φάκελος δεν καταγράφηκε στα τραπεζικά βιβλία που τηρούσε ο εφεσίβλητος. Εκείνο που συνέβη είναι ότι, στην πραγματικότητα, ο εφεσίβλητος ενεργούσε χαριστικά για το Διευθυντή του, άσχετα και ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως ταμία της Τράπεζας, εκμεταλλευόμενος απλώς τις διευκολύνσεις που παρείχε το ευπρόσιτο του θησαυροφυλακίου της Τράπεζας.  Η θέση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι, όταν μια μέρα απουσίαζε ο εφεσίβλητος - ταμίας από την Τράπεζα και αντικαταστάθηκε από άλλον υπάλληλο, τον Βλίττη, έγινε μεταξύ τους κανονική παράδοση και παραλαβή χωρίς να γίνεται, στα έγγραφα παράδοσης και παραλαβής, οποιαδήποτε μνεία στο φάκελο.

Άλλος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βρήκε τον εφεσίβλητο υπεύθυνο έναντι του εφεσείοντα πάνω στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας αφού, κάτι τέτοιο, δεν απεκλείετο από το προηγούμενο εύρημά του ότι ο εφεσίβλητος δεν υπείχε οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του εφεσείοντα ως υποθεματοφύλακας.

Είναι γνωστόν ότι τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας είναι (α) η ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας, (β) η παράβαση του, και (γ) η πρόκληση ανακτητής ζημιάς συνεπεία της παράβασης.

Το ερώτημα που τίθεται είναι, επομένως, κατά πόσον ο εφεσίβλητος, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, υπείχε οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας, όχι αόριστα (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα (in concreto) έναντι του εφεσείοντα (βλ. Winfield and Jolowicz on Tort, 14th Ed. (1994), para. 90-93 και Markezinis and Deakin Tort Law, 3rd Ed. (1994) p. 70).

Στην υπόθεση Fairline Shipping Corporation v. Adamson [*1231][1974] 2 All E.R. 967, το Δικαστήριο απεφάσισε ότι δεν είχε αποδειχθεί σύμβαση παρακαταθήκης μεταξύ των διαδίκων. Παρά ταύτα, ο εναγόμενος κρίθηκε υπεύθυνος για το αστικό αδίκημα της αμέλειας έναντι των εναγόντων διότι, με τις ενέργειές του, είχε δείξει στους ενάγοντες ότι θεωρούσε τον εαυτό του προσωπικά υπεύθυνο για την ασφαλή αποθήκευση της περιουσίας τους και, με την εκούσια αυτή συμπεριφορά του, ανέλαβε καθήκον επιμέλειας έναντι τους.

Στην υπόθεση Lee Cooper Ltd. v. C.H. Jeakins and Sons Ltd. [1965] 1 All E.R. 280, η οποία επίσης αφορούσε αμέλεια και παρακαταθήκη, κρίθηκε ότι οφειλόταν καθήκον επιμέλειας από τρίτο πρόσωπο προς τους ιδιοκτήτες ενόψει της γνώσης εκ μέρους του τρίτου τούτου προσώπου ότι τα εμπορεύματα που του ανατέθηκαν δεν ανήκαν στο πρόσωπο που του τα ανέθεσε, αλλά στους ενάγοντες.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη αναφέραμε, ο εφεσίβλητος δεν γνώριζε ότι ο φάκελος ανήκε στον εφεσείοντα καθ’  ότι ουδέποτε του λέχθηκε ή του αφέθηκε να αντιληφθεί κάτι τέτοιο. Η παρουσία του εφεσείοντα στο γραφείο του Διευθυντή, όταν αυτός παρέδιδε το φάκελο  στον εφεσίβλητο, δεν μπορεί εύλογα να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να είχε αντιληφθεί ότι ο φάκελος ανήκε σ’ εκείνον. Αν οφειλόταν οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας από τον εφεσίβλητο, αυτό οφειλόταν έναντι του Διευθυντή και όχι έναντι οποιουδήποτε άλλου. Όπως εξελίχθησαν τα γεγονότα, δεν μπορεί να αντληθεί με κανένα τρόπο το συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος, με την παραλαβή του φακέλου, είχε αναλάβει, εκούσια, οποιοδήποτε καθήκον επιμέλειας ή οποιαδήποτε ευθύνη έναντι του εφεσείοντα.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την υπόθεσή του έναντι του εφεσίβλητου και αναφορικά με το αστικό αδίκημα της αμέλειας είναι ορθό.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα. Προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία ο εφεσείων καταδικάστηκε στα έξοδα της δίκης. Κατά τον εφεσείοντα, ο εφεσίβλητος, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ευθύνη του έναντι του εφεσείοντα, είτε πάνω στη βάση της υποπαρακαταθήκης είτε πάνω στη βάση της αμέλειας, στην πραγματικότητα έχασε τις £9.000 λόγω του αμελούς τρόπου φύλαξης του φακέλου από τον εφεσίβλητο. Η μόνη ορθή απόφαση, πάντοτε κατά τον εφεσείοντα, σχετικά με τα έξοδα θα ήταν να μην εκδοθεί διάταγμα και η κάθε πλευρά να επιβαρυνθεί με τα δικά της έξοδα. 

[*1232]

Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:-

“... Παραμένει επομένως το ζήτημα των εξόδων. Δεν μου διαφεύγει το ότι θα είναι σκληρό για τον Ενάγοντα, που έχασε £9.000 να καταδικαστεί και στα έξοδα της υπόθεσης αυτής. Όμως θα ήταν σκληρό και για τον Εναγόμενο που κέρδισε την υπόθεση του, να μην αποζημιωθεί για τα έξοδα της αγωγής αυτής. Περιπλέον δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο ο Εναγόμενος να αντιμετωπίσει στο μέλλον άλλην αγωγή από άλλο πρόσωπο, αναφορικά με τα ίδια επίδικα θέματα. Επομένως καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η πιο δίκαιη διαταγή, υπό τις περιστάσεις, είναι τα έξοδα της παρούσας αγωγής να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, όπως είναι και ο γενικός κανόνας.”

Είναι καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι το ζήτημα των εξόδων της δίκης εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάσαντος δικαστηρίου. Η γενική αρχή είναι ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Απόκλιση από τον κανόνα δικαιολογείται μόνο εφ’ όσον συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στη γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης του συνόλου ή μέρους των εξόδων της δίκης (βλ. π.χ., Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 12, Αρέστη ν. Λαδόκοννου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 646).

Βρίσκουμε ότι, ενόψει του αποτελέσματος της δίκης, οι λόγοι τους οποίους επικαλέσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία υπέρ της γενικής αρχής ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα είναι εύλογοι και, επομένως, δεν έχουμε οποιοδήποτε έρεισμα που να δικαιολογεί την επέμβασή μας προς διαφοροποίηση της σχετικής διαταγής.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο