Hρακλέους Xρύσω (1998) 1 ΑΑΔ 1241

(1998) 1 ΑΑΔ 1241

[*1241]10 Ιουνίου, 1998

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 154.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΚΑΙ

ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΩΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΕΤΗΣΙΩΝ ΑΔΕΙΩΝ ΜΕΤ’ ΑΠΟΛΑΒΩΝ ΝΟΜΟΥΣ 8/67-80 ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΟΥ 1968,

ΚΑΙ

ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 18.2.1997 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ

ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 20.3.1997 ΓΙΑ ΤΗΝ

ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ, ΥΠΟ ΤΟΥ

ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΥ Λ. ΚΑΛΛΗ, ΣΤΗΝ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘ. 102/95,

ΜΕΤΑΞΥ:

ΧΡΥΣΩ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,

Αιτήτρια,

v.

A.S. KILIARIS LIMITED,

Καθ’ ης η αίτηση.

(Αίτηση Αρ. 84/97)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari και Mandamus — Αίτηση για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Mandamus εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για σύνταξη υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο.

[*1242]Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Εμβέλεια προνομιακού εντάλματος Certiorari.

Λέξεις και Φράσεις — “Νομικό σημείο” — Δυνατότητα έφεσης με υπόμνημα, δυνάμει των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμων 1967-1980 — Περιορίζεται μόνο σε λόγους που συνεπάγονται αμιγή νομικά σημεία.

Η αιτήτρια διεκδίκησε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποζημιώσεις όταν τερματίστηκε η απασχόληση της ως πωλήτρια σε πρατήριο διάθεσης ειδών αρτοποιΐας. Η διαφορά προέκυψε όταν η αιτήτρια, η οποία επί σειρά ετών εργοδοτείτο σε πρατήριο στο Πλατύ Αγλαντζιάς, πήρε εντολή να παρουσιαστεί για απασχόληση σε άλλο πρατήριο.  Στη θέση της, στο πιο πάνω πρατήριο, είχε τοποθετηθεί άλλη πωλήτρια, λόγω απουσίας της αιτήτριας με άδεια ασθενείας και μητρότητας από το τέλος Φεβρουαρίου 1994 με μία μόνο διακοπή τον Μάρτιο, μέχρι τις 11.10.1994. Το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωσή της αιτήτριας, αφού της καταλόγισε αποκλειστική ευθύνη για τον τερματισμό της απασχόλησής της. Το αίτημά της για υποβολή υπομνήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο απορρίφθηκε. Στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση ενταλμάτων mandamus και certiorari εξασφαλίζοντας την απαιτούμενη άδεια αναφορικά με δύο μόνο από τους λόγους που είχαν προταθεί στο υπόμνημα. Ο ένας από αυτούς (λόγος 5) αφορούσε τον τρόπο αντιμετώπισης της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων στην ουσία. Το ζήτημα που τίθεται με το λόγο αυτό είναι το κατά πόσο “η μη ύπαρξη ρητού όρου στη συλλογική σύμβαση, σχετικά με τη μετάθεση εργοδοτουμένου, δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να μεταθέτει μονομερώς τον εργοδοτούμενο”. Αυτό το ζήτημα έχει ως υπόβαθρο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εργοδότες είχαν σε κάποιο στάδιο προτείνει στην αιτήτρια σταθερή απασχόληση σε ένα από δύο άλλα πρατήρια και ότι αυτή δεν αποδέχθηκε.

Ο άλλος λόγος (λόγος 6) αφορούσε ζήτημα δικαιοδοσίας αναφορικά με την έκδοση απόφασης χωρίς συμπληρωθείσα σύσκεψη για διαμόρφωση του αποτελέσματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Το θέμα που εγείρεται με το λόγο 5 είναι θεωρητικό και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προωθηθεί.

2. Ο λόγος 6 δεν αναδείχθηκε τελικά σε λόγο νομικό εν όψει της πρόδηλης διάστασης ως προς τις πραγματικές περιστάσεις έκδοσης της απόφασης. Η διάσταση διαπιστώθηκε στην παρούσα δια[*1243]δικασία με την προσκόμιση επιστολής ενός εκ των δύο παρέδρων, η οποία δεν είχε προσκομισθεί κατά τη διαδικασία της αίτησης για χορήγηση της άδειας για καταχώρηση της παρούσας αίτησης.  Η εν λόγω επιστολή διΐστατο από την επιστολή του άλλου παρέδρου η οποία κατατέθηκε στη διαδικασία της αίτησης για τη χορήγηση άδειας. Το ζήτημα δικαιοδοσίας καθίσταται αμιγώς νομικό μόνο εφόσον αποκρυσταλλώνεται η βάση πραγμάτων. Αυτό δε συνέβηκε στην παρούσα υπόθεση με την ύπαρξη των δύο συγκρουομένων εκδοχών χωρίς τη δυνατότητα επίλυσής τους.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Hadjicostas (1984) 1 C.L.R. 513,

Stylianides v. Paschalidou (1985) 1 C.L.R. 49,

Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26,

Περρέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 129.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία η αιτήτρια ζητά την έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Mandamus αναφορικά με την απόφαση του Δικαστηρίου Eργατικών Διαφορών (Kαλλής, Δ.) ημερομηνίας 20 Μαρτίου, 1997 (Υπόθεση Αρ. 102/95) με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για υποβολή υπομνήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Δ. Κακουλλής, για την Αιτήτρια.

Α. Παντελίδης, για την Καθ’ ης η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAOY, Δ.: Η αιτήτρια διεκδίκησε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποζημιώσεις λόγω τερματισμού απασχόλησης. Η θέση της ήταν ότι ο τερματισμός επήλθε εξ αιτίας αδικαιολόγητης μεταβολής, από τους εργοδότες, στο καθεστώς υπηρεσίας της. Το δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 18 Φεβρουαρίου 1997, καταλόγισε στην ιδία την αποκλειστική ευθύνη για τον τερματισμό και ως εκ τούτου απέρριψε την αξίωση για αποζημιώσεις.

[*1244]Η αιτήτρια επιχείρησε να εφεσιβάλει την απόφαση. Αποτάθηκε στον προεδρεύσαντα να υποβάλει στο Ανώτατο Δικαστήριο υπόμνημα με το οποίο να εκτίθενται οκτώ προτεινόμενα ως νομικά σημεία.  Η δυνατότητα έφεσης με υπόμνημα προβλέπεται στο άρθρο 12(13)(β)(ii) των περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμων 1967-1980 και ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 17 του Παραρτήματος των περί Διαιτητικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1968. Περιορίζεται σε μόνο λόγους συνεπαγόμενους αμιγώς νομικά σημεία. Για την έννοια των οποίων υπάρχει άφθονη νομολογία στην οποία επισημαίνεται και η δυσχέρεια κάποτε διακρίβωσής τους: βλ. ενδεικτικά τις In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513. Stylianides v. Paschalidou (1985) 1 C.L.R. 49. και Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26. Ο προεδρεύσας, με απόφαση ημερ. 20 Μαρτίου 1997, απέρριψε το αίτημα για υπόμνημα γιατί, κατά την άποψη του, κανένας από τους προταθέντες λόγους δεν υποδήλωνε αμιγές νομικό ζήτημα.

Η αιτήτρια ζήτησε τότε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων certiorari και mandamus που απέβλεπαν στην προώθηση της σκοπούμενης έφεσης.  Χορηγήθηκε άδεια σε σχέση με μόνο δύο από τους προταθέντες λόγους: τους 5 και 6. Με τους οποίους θα ασχοληθώ αφού σκιαγραφήσω τις αντίστοιχες περιστάσεις από τις οποίες προέκυψαν.  Ως αποτέλεσμα της άδειας καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση για εντάλματα certiorari και mandamus.

Ένταλμα mandamus χωρεί εδώ βέβαια μόνο εφόσον προκύψει ανάγκη ελέγχου της απόφασης ημερ. 20 Μαρτίου 1997 του προεδρεύσαντος του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με την οποία απέρριψε το αίτημα για την υποβολή υπομνήματος στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Την εμβέλεια του certiorari την υπέμνησε η Ολομέλεια στην Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, στη σελ. 701:

“Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη, είτε όπου προκύπτει στην όψη του “πρακτικού” της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.”

[*1245]Σε προηγούμενη νομολογία αναφέρονται ως εμπίπτουσες στο πεδίο που καλύπτει το ένταλμα και περιπτώσεις προκατάληψης ή συμφέροντος από μέρους του λαμβάνοντος την απόφαση όπως και η λήψη απόφασης με δόλο ή ψευδορκία: βλ. The Attorney-General v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129. Αυτές όμως οι περιπτώσεις φαίνεται να κατατάσσονται από την Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις υπέρβασης εξουσίας και εντάσσονται ως εκ τούτου στα όρια που θέτει η Τζεννάρο Περρέλλα (ανωτέρω).

Ο λόγος 5 αναφέρεται στο πώς το δικαστήριο αντίκρυσε τη διαφορά μεταξύ των διαδίκων στην ουσία. Γι’ αυτό παρίσταται ανάγκη να συνοψίσω τα γεγονότα όπως τα διαπίστωσε το δικαστήριο. Ενώ ο λόγος 6 αναφέρεται σε διάσταση που προέκυψε ως προς τις διεργασίες της σύνθεσης του δικαστηρίου μετά την επιφύλαξη της απόφασης. 

Μεταφέρω ως προς τα γεγονότα τα όσα εξέθεσα και στην απόφαση για χορήγηση άδειας. Η αιτήτρια, που διέμενε στη Μακεδονίτισσα, εργοδοτείτο επί σειρά ετών ως πωλήτρια σε πρατήριο διάθεσης ειδών αρτοποιίας στο Πλατύ Αγλαντζιάς.  Επρόκειτο για ένα από δέκα τα οποία οι εργοδότες της διατηρούσαν στην πόλη και περιφέρεια Λευκωσίας. Από περίπου το τέλος Φεβρουαρίου του 1994 μέχρι τις αρχές Ιουλίου του 1994, με μόνο μια διακοπή τον Μάρτιο, η αιτήτρια απουσίαζε με άδεια ασθενείας και, αμέσως μετά, με άδεια μητρότητας η οποία έληξε στις 11 Οκτωβρίου 1994.  Κατά τη διάρκεια της απουσίας της, οι εργοδότες προσέλαβαν νέα πωλήτρια για το πρατήριο στο Πλατύ.  Όταν επέστη ο χρόνος επιστροφής της αιτήτριας, προέκυψε διάσταση μεταξύ της και των εργοδοτών της. Εκείνη επέμενε πως είχε δικαίωμα να επανέλθει στο ίδιο πρατήριο ενώ οι εργοδότες προέβαλαν πως οι ανάγκες τους δεν το επέτρεπαν και της έδωσαν εντολή να παρουσιαστεί για απασχόληση στο κεντρικό πρατήριο στη Λεωφόρο Στροβόλου. Έπειτα της πρότειναν εναλλακτική απασχόληση στο πρατήριο Αγ. Δομετίου. Εκείνη την απέρριψε. Συνεχιζομένου του αδιεξόδου, οι εργοδότες της απέστειλαν επιστολή, ημερ. 27 Δεκεμβρίου 1994, με την οποία την καλούσαν όπως εντός δεκαπέντε ημερών αναλάβει εργασία στο κεντρικό πρατήριο με ενδεχόμενες μετακινήσεις και ότι αν παρέλειπε θα θεωρούσαν πως δεν ενδιαφερόταν πλέον για εργοδότηση. Η αιτήτρια δεν ανταποκρίθηκε. Στις 27 Μαρτίου 1995 κίνησε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διαδικασία για διεκδίκηση αποζημιώσεων.  Το δικαστήριο έκρινε ότι η αιτήτρια ήταν αδικαιολόγητη στη στάση που τήρησε. Ο λόγος της απόφασης βρίσκεται στην ακόλουθη περικοπή:

[*1246]“Δεν εντοπίσαμε σε καμιά περίπτωση να έχουν οι εργοδότες δείξει διαγωγή που να εκφεύγει της επιτρεπόμενης, τόσο από τα εργασιακά θέσμια, όσο και από τη συλλογική σύμβαση και πολύ περισσότερο από τις πρόνοιες του Νόμου.

Οι εργοδότες δεν έκαμαν τίποτε περισσότερο από του να ασκήσουν το εργοδοτικό τους δικαίωμα, να επιλέξουν τον τόπο που θα συνέχιζαν να απασχολούν την αιτούσα. Μάλιστα, το κριτήριο για την επιλογή του πρατηρίου, που θα συνέχιζε η αιτούσα, ήταν ευνοϊκό γι’ αυτήν, αφού ήταν πιο κοντά στο σπίτι της, μια και οι άλλοι όροι παρέμεναν οι ίδιοι.”

Κατόπιν έκδοσης της απόφασης, ο εκ των παρέδρων της σύνθεσης του δικαστηρίου κ. Χ”Στυλλής κατάγγειλε με επιστολή του, ημερ. 5 Μαρτίου 1997, προς τον Πρόεδρο του δικαστηρίου τα εξής:

“Όταν επερατώθηκε η ακρόαση της υπόθεσης, εξέφρασα την άποψη μου στον Εντιμότατο Δικαστή αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, ο οποίος μου ανέφερε ότι θα καλούσε τα μέλη του Δικαστηρίου σε άλλη ημερομηνία για να ακούσει την άποψη τους, προτού εκδοθεί απόφαση.

Ενώ ανέμενα να με καλέσει, μετά μεγάλης εκπλήξεως μου έλαβα από το Πρωτοκολλητείο αντίγραφο απόφασης επί της πιο πάνω αναφερόμενης υποθέσεως, η οποία εκδόθηκε χωρίς τη δική μου γνώμη και τοποθέτηση επί των πραγματικών γεγονότων και με την οποία διαφωνώ πλήρως.”

Ο άλλος πάρεδρος έδωσε, με επιστολή ημερ. 30 Απριλίου 1997, διαφορετική  εκδοχή. Ανέφερε σχετικά ότι:

“Μετά την ακρόαση της υπόθεσης αρ. 102/95 και ενώ έληξε η διαδικασία και ευρισκόμαστε στο γραφείο του Προεδρεύοντος κου Κυριάκου Καλλή ερωτηθήκαμε από τον Προεδρεύοντα ποια ήταν η γνώμη μας για την όλη υπόθεση.

Εγώ απάντησα ότι η αιτούσα δεν έχει δίκαιο διότι δεν απέδειξε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της οφείλετο στη διαγωγή των εργοδοτών της.

Ο κος Χ”Στυλλής απάντησε ότι είχε κάποιαν επιφύλαξη αλλά σε ερώτηση του κου Καλλή δεν τεκμηρίωσε την επιφύλαξη του.

Στη συνέχεια ο κος Καλλής εξέφρασε και εκείνος την θέση [*1247]του η οποία ήταν παρόμοια της δικής μου και το θέμα είχε λήξει, χωρίς καμιάν άλλην συζήτηση.

Μας ευχαρίστησε και ακολούθως φύγαμε διότι ο κος Χ”Στυλλής ήταν βιαστικός.”

Στο στάδιο της άδειας, αναφορά έγινε μόνο στην πρώτη επιστολή. Η δεύτερη επιστολή κατατέθηκε κατά τη διαδικασία της παρούσας αίτησης μέσω της Πρωτοκολλητού του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, με πρωτοβουλία του προεδρεύσαντος της σύνθεσης.

Το ζήτημα που τίθεται με το λόγο 5, όπως αυτό προσδιορίστηκε με τη δοθείσα άδεια, είναι το κατά πόσο “η μη ύπαρξη ρητού όρου στη συλλογική σύμβαση σχετικά με τη μετάθεση εργοδοτουμένου δίνει το δικαίωμα στον εργοδότη να μεταθέτει μονομερώς τον εργοδοτούμενο”. Αυτό το ζήτημα έχει ως υπόβαθρο το εύρημα του δικαστηρίου ότι οι εργοδότες είχαν σε κάποιο στάδιο προτείνει στην αιτήτρια σταθερή απασχόληση σε ένα από δύο άλλα πρατήρια και ότι αυτή δεν αποδέχθηκε. Το εύρημα στηρίζεται σε προσκομισθείσα μαρτυρία που το δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστη, παρόλον που υπήρχε και μαρτυρία ότι η πρόταση των εργοδοτών δεν εξασφάλιζε στην αιτήτρια σταθερή απασχόληση σε ένα οποιοδήποτε πρατήριο. Πρόκειται πάντως για πρωτογενές εύρημα που εκφράζει την κρίση του δικαστηρίου επί πραγματικού θέματος και δεν μπορεί να διασαλευθεί. Ο συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι προέκυπτε εμφανές νομικό σφάλμα σχετικά με τον τρόπο που το δικαστήριο αυτοκαθοδηγήθηκε διότι η έλλειψη ρητού όρου στη συλλογική σύμβαση δεν εξαντλούσε τις δυνατότητες. Πρότεινε ότι θα έπρεπε να εξεταζόταν ενώ δεν εξετάστηκε το κατά πόσο υπήρχε εν προκειμένω εξυπακουόμενος όρος με αναφορά είτε προς τη συλλογική σύμβαση είτε προς έθιμο, πρακτική ή κανόνα προκύπτοντα από τη φύση της απασχόλησης. Παρέπεμψε σχετικά στο σύγγραμμα του Cyril Grunfeld “The Law of Redundancy” 3η έκδ. σελ. 118.  Σε αυτή τη βάση ήταν που δόθηκε η άδεια σχετικά με τον λόγο 5. 

Στην παρούσα διαδικασία διαπίστωσα ωστόσο από τα πρακτικά της δίκης ότι τέτοιο ζήτημα δεν τέθηκε για να απασχολήσει. Εκείνο που απασχόλησε ήταν όχι το κατά πόσο οι εργοδότες διατηρούσαν δικαίωμα μετάθεσης της αιτήτριας από ένα πρατήριο σε άλλο - αυτό έγινε δεκτό από μέρους της - αλλά το κατά πόσο την υποβάθμισαν σε περιστασιακή αντικαταστάτρια άλλων, ιδιαίτερα μάλιστα όταν σε αρχαιότητα υπερείχε κατά πολύ της υπαλλήλου που τοποθετήθηκε στο πρατήριο στο Πλατύ.  Αυ[*1248]τό προκύπτει σαφέστατα τόσο από τη μαρτυρία της ιδίας όσο και του μάρτυρα της, κ. Χρ. Τομπάζου. Επομένως το ζήτημα που τίθεται με τον λόγο 5 δεν έχει σχέση με τις ανάγκες της  υπόθεσης όπως αυτή παρουσιάστηκε στο κάτω δικαστήριο. Είναι, καθώς φαίνεται τώρα, ζήτημα μόνο θεωρητικό. Και δεν μπορεί ως εκ τούτου να προωθηθεί.

Με το λόγο 6 εγείρεται ζήτημα δικαιοδοσίας αναφορικά με την έκδοση απόφασης χωρίς συμπληρωθείσα σύσκεψη για διαμόρφωση του αποτελέσματος. Όπως ήδη ανέφερα, όταν παρασχέθηκε η άδεια για καταχώρηση αυτής της αίτησης το υλικό περιοριζόταν σε μόνο την επιστολή του κ. Χ”Στυλλή. Τώρα υπάρχει και η επιστολή του άλλου παρέδρου. Με πρόδηλη τη διάσταση ως προς τις πραγματικές περιστάσεις. Το ζήτημα δικαιοδοσίας καθίσταται αμιγώς νομικό μόνο εφόσον αποκρυσταλλώνεται η βάση πραγμάτων. Μόνο με την επικράτηση της εκδοχής του εκ των παρέδρων κ. Χ”Στυλλή θα μπορούσε να προωθηθεί προς εξέταση νομικό ζήτημα αναφορικά με τη δικαιοδοσία.  Στην προκείμενη περίπτωση παραμένουν, χωρίς δυνατότητα επίλυσης, δύο συγκρουόμενες εκδοχές. Μαρτυρία που να επιτρέπει και να δικαιολογεί την επιλογή δεν προσήχθη.  Ο λόγος 6 δεν αναδείχθηκε εν τέλει σε λόγο νομικό. 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

H αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο