Γιάγκου Xαράλαμπος (Aρ. 1) (1998) 1 ΑΑΔ 1265

(1998) 1 ΑΑΔ 1265

[*1265]18 Ιουνίου, 1998

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ

ΓΙΑΓΚΟΥ (ΑΡ. 1) ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡHΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/4/98 ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΠΑΦΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 5633/97

ΜΕΤΑΞΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥ.

(Αίτηση Αρ. 46/98)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari για ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία αποφασίστηκε ότι το κατηγορητήριο που υπoγράφηκε από δικηγόρο της Δημοκρατίας, που ενεργούσε κάτω από τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν έγκυρο.

Προνομιακά εντάλματα — Ακολουθητέα διαδικασία για έκδοσή τους — Στην απουσία έκδοσης διαδικαστικών κανονισμών που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων, εφαρμόζονται οι παλαιοί Αγγλικοί Θεσμοί του Ανωτάτου Δικαστηρίου — Η μη συμμόρφωση προς τους κανόνες που διέπουν την καταχώρηση αιτήσεων για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, μπορεί να αποβεί μοιραία για την εγκυρότητα της αίτησης.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Διακριτική ευχέρεια — Καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για έκδοσή του — Συνέπειες.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Πρόκληση δυσμενών αποτελεσμάτων λόγω έκδοσής του — Δεν είναι λόγος που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για έκδοση ή μη του εντάλματος.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Ποία έγγραφα πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari — Δ.59, θ.8 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου — Η καταχώρηση του αντιγράφου του κατηγορητηρίου ήταν απόλυτα αναγκαία [*1266]σε αίτηση για έκδοση Certiorari προς ακύρωση ενδιάμεσης απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία απορρίφθηκε η θέση του αιτητή ότι το κατηγορητήριο ήταν άκυρο.

Το Κακουργιοδικείο Πάφου, με ενδιάμεση απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό των δικηγόρων του αιτητή, ότι το κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε και η διαδικασία που επακολούθησε μέχρι σχεδόν τη συμπλήρωση της παράθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ήταν άκυρη, γιατί το κατηγορητήριο δεν έφερε την υπογραφή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά παράβαση του Άρθρου 109 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ότι οι Νόμοι που θεσπίστηκαν πριν από το Σύνταγμα θα πρέπει να διαβάζονται μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Συντάγματος και ότι το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος παρέχει το δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν και ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του.

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Certiorari το οποίο να ακυρώνει την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, αφού το Άρθρο 109 του Κεφ. 155 δεν έχει καμιά σχέση και δεν επηρεάζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος.

Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται στην έκδοση του εντάλματος και ισχυρίζονται ότι:

1) Η έλλειψη υπογραφής καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος.

2) Η αίτηση πάσχει αφού δε συνοδεύεται με την καταχώρηση του σχετικού κατηγορητηρίου.

3) Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης και

4) Η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος θα επηρεάσει και άλλες εκδικαζόμενες υποθέσεις με το ενδεχόμενο δημιουργίας χάους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι πρόνοιες του Άρθρου 109 του Κεφ. 155 θα πρέπει να εξετάζονται μέσα στα ευρεία πλαίσια που καθορίζει το Άρθρο 113.2 [*1267]του Συντάγματος που παρέχουν στο Γενικό Εισαγγελέα την ευχέρεια να ενεργεί σε μια δικαστική διαδικασία είτε προσωπικά είτε μέσω υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν και ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του.  Κατά συνέπεια το κατηγορητήριο το οποίο υπογράφηκε από Δικηγόρο της Δημοκρατίας, μέσα στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, είναι έγκυρο.

2.  Η παράλειψη του αιτητή να επισυνάψει στην αίτηση πιστοποιημένο αντίγραφο του κατηγορητηρίου αποβαίνει μοιραία στην τύχη της αίτησης του για έκδοση Certiorari, αφού αποστερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να γνωρίζει τη φύση της κατηγορίας ή των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο αιτητής, όπως και αν αυτός κατηγορείται μόνος του ή με άλλους συγκατηγορουμένους. Το κατηγορητήριο έπρεπε απαραίτητα να συνοδεύει την αίτηση για έκδοση του εντάλματος Certiorari, δυνάμει της Δ.59, θ.8 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

3.  Η αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari πρέπει να καταχωρείται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Η ανάγκη της έγκαιρης καταχώρησης έχει θεσμοθετηθεί στην Αγγλία, όπου μια αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari θα πρέπει να καταχωρείται εντός έξι μηνών.  Στην παρούσα υπόθεση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το αίτημα υποβλήθηκε ευθύς μετά το διορισμό των νέων δικηγόρων του αιτητή, η περίοδος των δώδεκα περίπου μηνών που παρήλθε από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας, δε θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης. 

4.  Τα πιθανά δυσμενή αποτελέσματα, που μπορούν να προκύψουν από την έκδοση εντάλματος Certiorari, δεν είναι λόγος που μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για την έκδοση του εντάλματος ή όχι.  Τα δυσμενή επακόλουθα που ενδεχομένως θα προκύψουν, δεν μπορούν να υπερισχύσουν της υποχρέωσης για την ορθή εφαρμογή τόσο των συνταγματικών όσο και των νομοθετικών προνοιών.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Aeroporos a.o. (1988) 1 C.L.R. 302.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Certiorari αναφορικά με την απόφαση του Mόνιμου Κακουργιο[*1268]δικείου Πάφου που δόθηκε στις 28 Απριλίου, 1998 (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5633/97) με την οποία απορρίφθηκε η εισήγηση του κατηγορουμένου ότι το κατηγορητήριο και η διαδικασία που επακολούθησε είναι άκυρα, διότι το κατηγορητήριο δεν έφερε την υπογραφή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά παράβαση του Άρθρου 109, Κεφ. 155.

Κορακίδης με Αλεξάνδρου, για τον Αιτητή.

Σ. Μάτσας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

HΛIAΔHΣ, Δ.: Οι δικηγόροι του αιτητή, που κατηγορείται ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου στην υπ’ αριθμό 5633/97 ποινική υπόθεση, πρόβαλαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου τον ισχυρισμό ότι το κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε και η διαδικασία που επακολούθησε μέχρι σχεδόν τη συμπλήρωση της παράθεσης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής ήταν άκυρη, γιατί το κατηγορητήριο δεν έφερε την υπογραφή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά παράβαση του άρθρου 109 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Οι καθ’ων η αίτηση πρόβαλαν τη θέση ότι η έλλειψη υπογραφής από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα και η υπογραφή του κατηγορητηρίου από το Δικηγόρο της Δημοκρατίας κ. Πέτρο Κληρίδη που ενεργούσε κάτω από τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 113.2 του Συντάγματος και η εγκυρότητα της μέχρι σήμερα διαδικασίας είναι αδιάβλητη.

Με τη σχετική ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 28/4/98 το Κακουργιοδικείο αφού δέχθηκε ότι οι Νόμοι που θεσπίστηκαν πριν από το Σύνταγμα (όπως ο Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155) θα πρέπει να διαβάζονται μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Συντάγματος και ότι το άρθρο 113.2 του Συντάγματος παρέχει το δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οποιαδήποτε διαδικασία είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν και ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του, απέρριψε την εισήγηση.

Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Certiorari το οποίο θα ακυρώνει την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, αφού το άρθρο 109 του Κεφ. 155 δεν έχει καμιά σχέση και δεν επηρεάζεται από τις πρόνοιες [*1269]του άρθρου 113.2 του Συντάγματος.

Οι καθ’ων η αίτηση ενίστανται στην έκδοση του εντάλματος γιατί,

(α)       Η έλλειψη υπογραφής καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 113.2 του Συντάγματος.

(β)       Η αίτηση πάσχει αφού δεν συνοδεύεται με την καταχώριση του σχετικού κατηγορητηρίου.

(γ)        Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης  και

(δ)       Η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος μπορεί να οδηγήσει σε χάος αφού θα επηρεάσει και άλλες σοβαρές υποθέσεις που εκδικάζονται τώρα.

Θα προχωρήσω να εξετάσω τον κάθε ένα από τους λόγους που έχουν προβάλει οι καθ’ων η αίτηση, μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η εισήγηση του αιτητή, ξεχωριστά.

(α)       Η έλλειψη υπογραφής καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 113.2 του Συντάγματος

Το άρθρο 109 του Κεφ. 155 προνοεί ότι,

“Παν κατηγορητήριον καταχωρισθέν εις Κακουργιοδικείον δέον να είναι συμφώνως προς τον καθωρισμένον τύπον και υπογράφηται υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.”

Το άρθρο 113.2 του Συντάγματος προνοεί ότι,

“Ο γενικός εισαγγελεύς της Δημοκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δημόσιον συμφέρον να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκήται υπό του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.”

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το άρθρο 109 του Κεφ. 155 επιβάλλει την ύπαρξη της υπογραφής του Γενικού Εισαγγελέα σε κάθε [*1270]κατηγορητήριο που καταχωρείται στο Κακουργιοδικείο. Η ικανοποίηση της προϋπόθεσης αυτής εξαρτάται από τις πρόνοιες του άρθρου 113.2 του Συντάγματος που καθορίζει τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα. Το άρθρο αυτό παρέχει στο Γενικό Εισαγγελέα ευρείες εξουσίες αναφορικά με την καταχώριση, συνέχιση και διακοπή οποιασδήποτε διαδικασίας, είτε πολιτικής είτε ποινικής. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας παρέχεται η ευχέρεια στο Γενικό Εισαγγελέα να ενεργεί προσωπικά ή μέσω υπαλλήλων που υπάγονται σε αυτόν και που ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του.

Είναι κοινά αποδεκτό ότι οι Νόμοι που εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων όπως και οι Νόμοι οι οποίοι εφαρμόζονταν πριν την έναρξη ισχύος του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετάζονται μέσα στα πλαίσια των συνταγματικών προνοιών.  Με βάση τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πρόνοιες του άρθρου 109 του Κεφ. 155 θα πρέπει να εξετάζονται μέσα στα ευρεία πλαίσια που καθορίζει το άρθρο 113.2 του Συντάγματος που παρέχουν στο Γενικό Εισαγγελέα την ευχέρεια να ενεργεί σε μια δικαστική διαδικασία είτε προσωπικά είτε μέσω υπαλλήλων του.

Στην παρούσα περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι ο κ. Πέτρος Κληρίδης ενεργούσε ως Δικηγόρος της Δημοκρατίας και ότι η υπογραφή του σχετικού κατηγορητηρίου έχει γίνει μέσα στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του. Συνεπακόλουθα βρίσκω ότι η εισήγηση του αιτητή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

(β)       Η αίτηση πάσχει αφού δεν συνοδεύεται με την καταχώριση του σχετικού κατηγορητηρίου

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση ότι η αίτηση πάσχει γιατί δε συνοδεύεται με την καταχώριση του σχετικού κατηγορητηρίου. Η μη καταχώριση του πιο πάνω εγγράφου θα πρέπει να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης, αφού το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του τα απαραίτητα εκείνα έγγραφα που θα του επιτρέψουν να καταλήξει στην ορθή απόφαση.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ων η αίτηση επικαλέστηκε την απόφαση In Re Charalambos Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302 όπου τονίστηκε ότι η μη συμμόρφωση προς τους κανόνες που διέπουν την καταχώριση αιτήσεων για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, μπορεί να αποβεί μοιραία για την εγκυρότητα της αίτησης.

Η θέση του αιτητή είναι ότι με την αίτηση που καταχωρήθηκε, προσβάλλεται η απόφαση της 28/4/98 και όχι το ίδιο το κατηγορητήριο.

[*1271]Στην Κύπρο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποκλειστικό δικαίωμα για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 155.4 του Συντάγματος.  Επειδή δε, δεν έχουν εκδοθεί διαδικαστικοί κανονισμοί που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων, εφαρμόζονται οι αντίστοιχοι Αγγλικοί Κανόνες (Ίδε In Re Aeroporos πιο πάνω, Ροδοθέου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 602), που είναι η Διαταγή 53, Θεσμοί 1-14 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Rules of the Supreme Court of England). (Ίδε The Supreme Court Practice 1979, V. 1, σ. 819 που αντιστοιχεί στη Διαταγή 59, θεσμοί 3-8 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (The Annual Practice 1956, σ.1302). Ίδε επίσης Halsbury’s Laws of England, 4th Edition, V. 11, paras 1528-1573.)

Αναφορικά με τα έγγραφα που θα πρέπει να συνοδεύουν μια αίτηση για την έκδοση ενός εντάλματος Certiorari, η Δ.59, θ.8 των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου προνοεί ότι,

“In the case of an application for an order of certiorari to remove any proceedings for the purpose of their being quashed, the applicant shall not question the validity of any order, warrant, commitment, conviction, inquisition or record, unless before the hearing of the motion or summons he has lodged a copy thereof verified by affidavit in the Crown Office and Associates’ Department, or account of his failure to do so to the satisfaction of the court or judge hearing the motion or summons.”

Η καταχώριση των απαραίτητων εγγράφων εξετάστηκε στην υπόθεση In Re Charalambos Aeroporos (πιο πάνω) όπου τονίστηκε ότι,

“The production of the judicial warrants and their verification is a prerequisite for the valid exercise of the powers vested in the Court to review judicial acts by way of certiorari. Their production and verification is essential for the definition of the subject-matter of the proceedings. For the Court to exercise its jurisdiction in the absence of the above requisites), the failure must be duly accounted for as provided in O.59 r.8.”

Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση που έχει καταχωρηθεί συνοδεύεται μόνο από ένα πιστοποιημένο αντίγραφο της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου.  Ο αιτητής παρέλειψε να επισυνάψει στην αίτηση και πιστοποιημένο αντίγραφο του σχετικού κατηγορητηρίου, η εγκυρότητα του οποίου αμφισβητείται.  Το Δικα[*1272]στήριο δεν γνωρίζει ποιά είναι η φύση της κατηγορίας ή των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο αιτητής, όπως επίσης και αν ο αιτητής κατηγορείται μόνος του ή μαζί με άλλους συγκατηγορουμένους. Η καταχώριση αντίγραφου του κατηγορητηρίου ήταν απόλυτα αναγκαία για τη δημιουργία του απαραίτητου υπόβαθρου πάνω στο οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί η σχετική επιχειρηματολογία, όπως επίσης και η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου.

(γ)        Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης

Οι καθ’ων η αίτηση προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής παρέλειψε να υποβάλει την αίτησή του μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η αίτηση υποβλήθηκε αφού είχαν ήδη ακουστεί σχεδόν όλοι οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής εκτός απο τους τελευταίους 2-3 μάρτυρες και σύμφωνα με τη σχετική νομολογία που υποδεικνύει ότι μια τέτοια αίτηση πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (ίδε In Re Charalambos, Andreas and Antonis Aeroporos (1988) 1 C.L.R. 302) η καθυστέρηση που είχε σημειωθεί δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης.

Είναι η θέση των δικηγόρων του αιτητή ότι είχαν διοριστεί ως δικηγόροι του αιτητή γύρω στο τέλος Απριλίου - αρχές Μαΐου του 1998 και ότι αντίγραφο του κατηγορητηρίου δεν είχε δοθεί στον αιτητή μαζί με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Οι ίδιοι οι δικηγόροι, μετά από το διορισμό τους επισκέφθηκαν το Πρωτοκολλητείο και αφού εξέτασαν το σχετικό φάκελο, διεπίστωσαν ότι το κατηγορητήριο δεν ήταν υπογραμμένο από το Γενικό Εισαγγελέα αλλά από το Δικηγόρο της Δημοκρατίας κ. Πέτρο Κληρίδη.

Μια αίτηση για την έκδοση ενός εντάλματος Certiorari πρέπει να καταχωρείται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση που παρατηρείται στην καταχώριση της αίτησης μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη της. Η ανάγκη της έγκαιρης καταχώρισης έχει θεσμοθετηθεί στην Αγγλία, όπου μια αίτηση για την έκδοση ενός εντάλματος Certiorari θα πρέπει να καταχωρείται μέσα σε έξι μήνες. (Ίδε Δ.53, θ.2(2) των Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αντιστοιχούν στη Δ.59, θ.4(2) των παλαιών Αγγλικών Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (The Annual Practice 1956, σ. 1307)).

Στην παρούσα περίπτωση το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 17/7/97. Η υποβολή της εισήγησης για την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις [*1273]28/4/98. Η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου δόθηκε ex tempore την ίδια μέρα. Η αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari καταχωρήθηκε στις 28/5/98. Οι δικηγόροι του αιτητή έδωσαν μια εξήγηση για την καθυστέρηση υποβολής του αιτήματος ενώπιον του Κακουργιοδικείου που εξέταζε την υπόθεση.  Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το αίτημα υποβλήθηκε ευθύς μετά το διορισμό των νέων δικηγόρων του αιτητή, εντούτοις το μεγάλο χρονικό διάστημα των 12 περίπου μηνών που έχει παρέλθει από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας, δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης.

(δ)       Η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος μπορεί να οδηγήσει σε χάος αφού θα επηρεάσει και άλλες σοβαρές υποθέσεις που εκδικάζονται τώρα

Έχει υποβληθεί εκ μέρους των καθ’ων η αίτηση ότι η εξάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης του εντάλματος θα οδηγήσει στη δημιουργία πραγματικού χάους αφού θα επηρεαστούν οι υποθέσεις “Αεροπόρων, Ονουφρίου και καμιά 30αριά άλλες” που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο εκδίκασης από τα δύο μόνιμα Κακουργιοδικεία.

Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Τα πιθανά δυσμενή αποτελέσματα που μπορούν να προκύψουν από την έκδοση ενός εντάλματος Certiorari δεν είναι λόγος που μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο στην εξάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας για την έκδοση του εντάλματος ή όχι. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει δικαστική γνώση ότι εκδικάζονται ήδη σοβαρές υποθέσεις “Αεροπόρων, Ονουφρίου και καμιά 30αριά άλλες” από τα δύο μόνιμα Κακουργιοδικεία και τα πιθανά δυσμενή επακόλουθα που μπορούν να προκύψουν, δεν μπορούν να υπερισχύσουν της υποχρέωσης για την ορθή εφαρμογή τόσο των συνταγματικών όσων και των νομοθετικών προνοιών.

Έχοντας υπόψη τους πιο πάνω λόγους έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Συνεπακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο