Eυαγγέλου Nίκος (Aρ. 1) (1998) 1 ΑΑΔ 1315

(1998) 1 ΑΑΔ 1315

[*1315]3 Ιουλίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΙΚΟ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ(AΡ. 1)

ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS

KAI

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ12.5.98 ΝΑ ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ

ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ, ΗΜΕΡ. 7.5.98.

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.

(Αίτηση Aρ. 49/98)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari και Mandamus — Αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Mandamus για ακύρωση απόφασης Κακουργιοδικείου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή για έκδοση διατάγματος για πληρωμή των εξόδων μάρτυρος από τις δημόσιες προσόδους, λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων του Άρθρου 167 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — H αίτηση για χορήγηση άδειας απορρίφθηκε.

Ποινική Δικονομία — Καταβολή εξόδων μάρτυρος από τις δημόσιες προσόδους — Άρθρο 167 και Άρθρα 49 και 60 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Τήρηση των προνοιών τους, συνιστούν απαραίτητη προϋπόθεση.

Συνταγματικό Δίκαιο — Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος — Δικαίωμα διαδίκου να έχει δικηγόρο της εκλογής του και δωρεάν νομική αρωγή, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτεί τούτο και όπως ο νόμος ορίζει — Τα Άρθρα 167, 49 και 60 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ικανοποιούν την πιο πάνω συνταγματική πρόνοια.

Ο αιτητής που αντιμετώπιζε κατηγορίες ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, υπέβαλε αίτημα για νομική αρωγή.  Διορίστηκε δικηγόρος της εκλογής του, ο οποίος πληρώθηκε από τις δημόσιες προσόδους σύμφωνα με τους πίνακες αμοιβής που [*1316]ενέκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο.

Ένα χρόνο μετά την αθώωσή του από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, ο αιτητής καταχώρησε αίτηση διά κλήσεως ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, με άλλη σύνθεση, αξιώνοντας διάταγμα για πληρωμή των εξόδων μιας μάρτυρας που κλήθηκε από την υπεράσπιση και κατέθεσε στη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Η εν λόγω μάρτυρας, η οποία κατέθεσε ως ειδικός εμπειρογνώμονας στη γραφολογία, μετακλήθηκε από το Ισραήλ και απαιτούσε αμοιβή £2.400. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι δεν είχε δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 167 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αφού το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι το Δικαστήριο με αρμοδιότητα να διατάξει όπως τα έξοδα μαρτύρων καταβληθούν από τις δημόσιες προσόδους, είναι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται το κατηγορητήριο.

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση των ενταλμάτων certiorari και mandamus, με προοπτική την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του Κακουργιοδικείου. Ισχυρίστηκε ότι η επίμαχη απόφαση του Κακουργιοδικείου απτόταν της δικαιοδοσίας του, αφού το επίδικο αίτημα δεν προωθήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου που εκδίκαζε την υπόθεση.  Εισηγήθηκε όμως πως το Δικαστήριο, δηλαδή το Κακουργιοδικείο, είναι απρόσωπο και επομένως δεν μεταβάλλεται η ιδιότητά του με την αλλαγή της σύνθεσής του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Απαραίτητη προϋπόθεση για να καταβληθούν τα έξοδα ενός μάρτυρα από τις δημόσιες προσόδους είναι η τήρηση των προνοιών του Άρθρου 167 και των Άρθρων 49 και 60 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

2.  Ο αιτητής δεν έκαμε χρήση κατά τη δίκη του στο Κακουργιοδικείο των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου. Η μάρτυρας ήλθε και κατέθεσε μετά από διευθετήσεις του ίδιου του αιτητή.  Δεν έγινε σχετικό αίτημα στο Δικαστήριο και δεν εγκρίθηκε η κλήτευσή της.  Οι διατάξεις του Άρθρου 167, ιδιαίτερα το δεύτερο σκέλος του, καταδεικνύουν καθαρά πως η εξουσία που παρέχει το άρθρο ασκείται από το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου δικάζεται η υπόθεση, γιατί αυτό είναι που διατάσσει την κλήτευση των μαρτύρων της υπεράσπισης, μετά από αίτημα της ιδίας.

[*1317]3.    Οι διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ικανοποιούν πλήρως το Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων Certiorari και Mandamus αναφορικά με την απόφαση του Kακουργιοδικείου Λάρνακας ημερ. 12.5.98.

Σ. Δράκος, για τον Aιτητή.

Cur. adv. vult.

APTEMIΔHΣ, Δ.: Ο αιτητής απαλλάγηκε και αθωώθηκε σε κατηγορίες που αντιμετώπιζε ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας. Κατά την έναρξη της δίκης, στις 23.5.97, υπέβαλε αίτημα για νομική αρωγή. Το Κακουργιοδικείο το ενέκρινε, και διορίστηκε δικηγόρος της εκλογής του, ο οποίος και πληρώθηκε από τις δημόσιες προσόδους, σύμφωνα με τους πίνακες αμοιβής που ενέκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο.

Στις 7.5.98 καταχώρισε αίτηση δια κλήσεως ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, με άλλη σύνθεση, όπως αυτή  ορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Με την αίτηση αξίωνε διάταγμα να πληρωθούν τα έξοδα μιας μάρτυρας που κλήθηκε από την υπεράσπιση και κατέθεσε στη δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου.  Η μάρτυρας αυτή, που όπως αντιλαμβάνομαι κατέθεσε ως ειδικός εμπειρογνώμονας στη γραφολογία, μετακλήθηκε από το Ισραήλ και απαιτεί αμοιβή £2,400. Στις 7.5.98 το Κακουργιοδικείο, ενώπιον του οποίου τέθηκε η πιο πάνω αίτηση, την απέρριψε. Παραθέτω αυτούσια την αιτιολογία της απόφασής του:

“Η απόφασή μας είναι ότι δεν έχουμε δικαιοδοσία για το λόγο ότι το άρθρο 167 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, στο οποίο βασίζεται η Αίτηση, προνοεί ότι αρμόδιο Δικαστήριο να διατάξει όπως τα έξοδα μαρτύρων καταβληθούν από τις δημόσιες προσόδους είναι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδι[*1318]κάζεται το κατηγορητήριο και αυτό το Δικαστήριο δεν είναι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται το κατηγορητήριο το οποίο μάλιστα ήδη έχει εκδικαστεί.”

Ο αιτητής καταχώρισε στις 9.6.98 το υπό συζήτηση ένδικο διάβημα για να του δοθεί άδεια να καταχωρίσει αίτηση για την έκδοση των ενταλμάτων certiorari και mandamus, με προοπτική την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του Κακουργιοδικείου.

Η συζήτηση ενώπιόν μου περιεστράφη κατά κύριο λόγο στις διατάξεις τους άρθρου 167 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, που έχει ως ακολούθως:

“Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο δύναται να διατάξει όπως τα έξοδα μαρτύρων που κλήθηκαν για την υπεράσπιση και δεσμεύτηκαν με προσωπική υποχρέωση να δώσουν μαρτυρία για τον κατηγορούμενο καταβληθούν από τις δημόσιες προσόδους.”

Ο συνήγορος ορθά αντιλήφθηκε πως η επίμαχη απόφαση του Κακουργιοδικείου απτόταν της δικαιοδοσίας του.  Και τούτο γιατί το αίτημα, για την πληρωμή των εξόδων της μάρτυρος, δεν προωθήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου που δίκαζε την υπόθεση.  Εισηγήθηκε όμως πως το Δικαστήριο, δηλαδή το Κακουργιοδικείο, είναι απρόσωπο, και επομένως δε μεταβάλλεται η ιδιότητά του με την αλλαγή της σύνθεσής του.

Υπέδειξα στο συνήγορο πως από το σύνολο των διατάξεων του άρθρου 167, και ιδιαίτερα το δεύτερο σκέλος του που λέγει: “όπως τα έξοδα μαρτύρων που κλήθηκαν για την υπεράσπιση και δεσμεύτηκαν με προσωπική υποχρέωση να δώσουν μαρτυρία για τον κατηγορούμενο καταβληθούν από τις δημόσιες προσόδους”, καταδεικνύεται καθαρά πως η εξουσία που παρέχει το άρθρο ασκείται από το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου δικάζεται η υπόθεση, γιατί είναι αυτό που διατάσσει την κλήτευση των μαρτύρων της υπεράσπισης, μετά από αίτημα της ιδίας.  Σχετικά είναι και τα άρθρα 49 και 60 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. 

Απαραίτητη επομένως προϋπόθεση για να καταβληθούν τα έξοδα ενός μάρτυρος από τις δημόσιες προσόδους είναι η τήρηση των προνοιών του άρθρου 167, και των υπολοίπων σχετικών άρθρων που έχω ήδη αναφέρει. 

[*1319]Οι ρυθμίσεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου είναι και εύλογες και δίκαιες. Διασφαλίζουν αφενός το δικαίωμα του κατηγορουμένου στη διευκόλυνση της παρουσίασης της υπεράσπισής του, με την κλήτευση των μαρτύρων που επιθυμεί και την πληρωμή τους από τις δημόσιες προσόδους, αφετέρου όμως δίδεται κάποιος έλεγχος στο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου γίνεται η δίκη,  σε ότι αφορά την σκοπιμότητα, σχετικότητα και το εύλογο της μαρτυρίας που σκοπείται να προσαχθεί.  Ο έλεγχος βέβαια αυτός περιορίζεται στους σκοπούς των σχετικών διατάξεων του Νόμου.

Ο αιτητής δεν έκαμε χρήση κατά τη δίκη του στο Κακουργιοδικείο των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου.  Η μάρτυρας ήλθε και κατέθεσε μετά από διευθετήσεις του ίδιου του αιτητή.  Δεν έγινε σχετικό αίτημα στο Δικαστήριο και δεν εγκρίθηκε η κλήτευσή της.

Οι διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ικανοποιούν, κατά τη γνώμη μου, πλήρως το άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος, που λέει:

“Έκαστος έχει δικαίωμα:

να έχη συνήγορον της ιδίας αυτούς εκλογής και να έχη δωρεάν νομικήν αρωγή, οσάκις το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτή τούτο και όπως ο νόμος ορίζει.”

Οι ίδιες σκέψεις εκφράστηκαν και από το Α.Λοϊζου, δικαστή, όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Kouppis v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 361 (δες σελίδες 448 και επόμενα).

Το παράπονο του δικηγόρου του αιτητή, πως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί από το κακουργιοδικείο, ως προς τη δικαιοδοσία του, δεν ευσταθεί.  Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του την υπό συζήτηση αίτηση, και το θέμα της έλλειψης δικαιοδοσίας καθίστατο έκδηλο από τα γεγονότα που αναφέρονται σ’ αυτή.  Δεν εντοπίζω οποιοδήποτε εμφανές σφάλμα στο πρακτικό του Δικαστηρίου.

Ενόψει των ανωτέρω η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο