Mιχαήλ Xριστάκης κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1320

(1998) 1 ΑΑΔ 1320

[*1320]6 Ιουλίου, 1998

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛ

ΚΑΙ (2) ΣTEΛIOY MIXAHΛIΔH ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ

ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI/PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΗΝΙΑΙΩΝ ΔΟΣΕΩΝ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 3/2/97 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 9605/92

ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ

ΜΙΧΑΗΛ ΣΚΟΡΔΗ ν. LINDOS CONSTRUCTIONS LTD,

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΣΤΕΛΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ

14/3/97 ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ

ΜΙΧΑΗΛ ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΕΙ £150 ΜΗΝΙΑΙΩΣ ΑΠΟ 1/5/97 ΚΑΙ

Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ £150 ΑΠΟ 1/4/97 ΚΑΙ £200 ΑΠΟ 1/8/97

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΦΥΛΑΚΙΣΕΩΣ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/3/98 ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΙΑ Ο ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΟ ΣΕ 3 ΜΗΝΕΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΓΙΑ ΠΟΣΟ £900 ΚΑΙ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΣΕ 3 ΜΗΝΕΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΓΙΑ ΠΟΣΟ £1.200 ΜΕ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ 4 ΚΑΙ 5 ΜΗΝΩΝ

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ

ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ.

(Αίτηση Αρ. 54/98)

 

Προνομιακά εντάλματα — Αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari εκ μέρους των εξ αποφάσεων χρεωστών για ακύρωση διαταγμάτων πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους με μηνιαίες δόσεις και διαταγμάτων φυλάκισης που εκδόθηκαν εναντίον τους — Επίσης για έκδοση ένταλματος prohibition με το οποίο να απαγορεύεται η εκτέλεση των διαταγμάτων φυλάκισης — Ισχυρισμός για κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας —  Aκόμα [*1321]και αν εγείρετο θέμα ελέγχου νομιμότητας της διαδικασίας δεν θα συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Ποια η εμβέλεια του εν λόγω προνομιακού εντάλματος.

Πρακτικά — Πρακτικά πρωτόδικου Δικαστηρίου — Δεν παρέχεται δικαιοδοσία στο Εφετείο για διόρθωσή τους.

Πτώχευση —  Αίτηση πτώχευσης — Δεν συμπεριλαμβάνεται στις μεθόδους εκτέλεσης δικαστικής απόφασης.

Στις 27.10.1994, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση κατά των αιτητών, ως εγγυητών εταιρείας, για ποσό £16.000 πλέον τόκο και έξοδα.  Στις 14.3.1997, το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους και έξοδα με μηνιαίες δόσεις, ο πρώτος £150 από 1.5.97, ο δεύτερος £150 από 1.4.97 και £200 από 1.8.97.  Κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος εκκρεμούσε ενώπιον άλλου δικαστή αίτηση πτώχευσης κατά του δεύτερου αιτητή αναφορικά με το ίδιο χρέος, η οποία αποσύρθηκε αμέσως μετά την έκδοση του αναφερθέντος διατάγματος.

Οι αιτητές δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση πληρωμής των μηνιαίων δόσεων και στις 15.10.1997 ο εξ αποφάσεως πιστωτής καταχώρησε αιτήσεις για φυλάκισή τους. Αυτοί υπέβαλαν ενστάσεις. Την ημέρα ακρόασης των αιτήσεων οι αιτητές ζήτησαν αναβολή λόγω απουσίας του συνηγόρου τους.  Το αίτημα τους έγινε αποδεκτό και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 24.3.1998. Οι αιτητές εμφανίστηκαν και πάλι χωρίς συνήγορο και ζήτησαν πάλι αναβολή. Στις 30.3.1998 που ορίστηκε η υπόθεση, το δικαστήριο εξέδωσε διατάγματα φυλάκισής τους για περίοδο 3 μηνών εκτός αν, εντός 4 μηνών ο πρώτος και 5 μηνών ο δεύτερος, εξοφλούσαν το ποσό των καθυστερημένων δόσεων, συνολικού ύψους £900.- και £1.200.- αντίστοιχα.

Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι το διάταγμα ημερ. 14.3.1997 για πληρωμή μηνιαίων δόσεων ήταν αποτέλεσμα κατάχρησης της δικαστικής  διαδικασίας, δεδομένου ότι εκκρεμούσε ταυτόχρονα εναντίον του δεύτερου αιτητή αίτηση πτώχευσης η οποία χρησιμοποιήθηκε και ως μοχλός πίεσης και το δικαστήριο δεν επέτρεψε, κατά τη διαδικασία για μηνιαίες δόσεις, να γίνει αναφορά στην αίτηση πτώχευσης.

Αναφορικά με τα διατάγματα φυλάκισης, οι αιτητές ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι το δικαστήριο δεν τους έδωσε ευκαιρία για προσκό[*1322]μιση μαρτυρίας παρόλο που υπέβαλαν σχετικό αίτημα, το οποίο όμως το δικαστήριο δεν περιέλαβε στο πρακτικό, σημειώνοντας αντί τούτου ότι η αναβολή οφειλόταν στην απουσία του συνηγόρου τους, δεν τους εξέτασε ως προς τα μέσα διαβίωσης και ικανότητας να πληρώσουν και επίσης “τους καταδίκασε σε φυλάκιση ερήμην” αφού σημείωσε ότι ήταν απόντες ενώ στην πραγματικότητα ήταν παρόντες.

Οι αιτητές με την παρούσα αίτηση ζητούν άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος certiorari για ακύρωση των πιο πάνω διαταγμάτων ημερ. 14.3.1997 και 30.3.1998, ισχυριζόμενοι ότι σημειώθηκε κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, παραβίαση των Άρθρων 11, 28 και 30 του Συντάγματος, του Άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Άρθρων 82 έως 91 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Ζητούν επίσης διάταγμα prohibition απαγορεύοντας την εκτέλεση των διαταγμάτων φυλακίσεως ημερ. 30.3.1998.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης.

2.  Η εμβέλεια του εντάλματος certiorari παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη, είτε όπου προκύπτει στην όψη του “πρακτικού” της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου, προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.

3.  Περιπτώσεις προκατάληψης ή συμφέροντος εκ μέρους του λαμβάνοντος την απόφαση όπως και η λήψη απόφασης με δόλο ή ψευδορκία κατατάσσονται από την Αγγλική νομολογία ως εκφάνσεις υπέρβασης εξουσίας.

4.  Το πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν εμφανίζει στην όψη του οποιοδήποτε νομικό σφάλμα. Ούτε σημειώθηκε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης.

5.  Το Εφετείο δεν αναλαμβάνει εξουσία για αναμόρφωση των πρακτικών αφού αν συνέβαινε αυτό, θα ισοδυναμούσε με διείσδυση στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς πρωτογενή γνώση των γεγονότων.

[*1323]6.    Ακόμα και αν εγειρόταν ζήτημα ελέγχου νομιμότητας, οπόταν θα υπήρχε η δυνατότητα για έκδοση προνομιακού εντάλματος, δεν θα συνέτρεχαν οι περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την αναζήτηση θεραπείας με προνομιακά εντάλματα αντί με έφεση.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Οικονομίδης v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1255,

Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,

Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,

Περρέλλα (Αρ.2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,

Attorney-General v. Christou (1962) C.L.R. 129,

Σωτηριάδης v. Βασιλείου κ.ά. (Αρ.1) (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 801,

Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 250,

ΑΒΡ Holdings Ltd κ.ά. (Αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 185,

Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 1053,

Ηρακλέους (1998) 1 A.A.Δ. 1241.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία οι αιτητές ζητούν άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση ενταλμάτων (α) Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το διάταγμα ημερομηνίας 14.3.97 για πληρωμή μηνιαίων δόσεων ως επίσης και τα διατάγματα φυλάκισης ημερομηνίας 30.3.98, τα οποία εξέδωσε το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Aγωγή Aρ. 9605/92.(β) Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται η εκτέλεση των διαταγμάτων φυλάκισης ημερομηνίας 30.3.98.

Οι αιτητές εμφανίζονται αυτοπροσώπως.

Cur. adv. vult.

[*1324]NIKOΛAOY, Δ.: Οι αιτητές ζητούν όπως τους χορηγηθεί άδεια για την καταχώρηση αίτησης προς έκδοση ενταλμάτων certiorari και prohibition.

Οι περιστάσεις που έχουν οδηγήσει στο αίτημα, όπως τις εκθέτουν οι αιτητές, μπορεί να συνοψιστούν ως εξής.  Στις 27 Οκτωβρίου 1994 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε, στην αγωγή αρ. 9605/92, απόφαση εναντίον των αιτητών, ως εγγυητών εταιρείας, για ποσό £16.000 πλέον τόκο και έξοδα.  Ας σημειωθεί ότι ο 1ος αιτητής Χρ. Μιχαήλ είναι πατέρας του 2ου, Στ. Μιχαηλίδη.  Στις 14 Μαρτίου 1997, σε αίτηση του εξ αποφάσεως οφειλέτη, ημερ. 3 Φεβρουαρίου 1997, το δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για την πληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους και έξοδα με μηνιαίες δόσεις ύψους, ο μεν 1ος £150.= από 1 Μαΐου 1997 μέχρι εξόφλησης,  ο δε 2ος £150.=  από 1 Απριλίου 1997 και £200.= από 1 Αυγούστου 1997 μέχρι εξόφλησης. Κατά την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος εκκρεμούσε και ήταν ορισμένη ενώπιον άλλου δικαστή, η Αίτηση Πτώχευσης αρ. 120/96 εναντίον του 2ου. Η οποία αναφερόταν στο ίδιο χρέος. Και η οποία αποσύρθηκε αμέσως μετά την έκδοση του αναφερθέντος διατάγματος.

Οι αιτητές δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωση πληρωμής των μηνιαίων δόσεων. Ως εκ τούτου, στις 15 Οκτωβρίου 1997 ο εξ αποφάσεως πιστωτής καταχώρησε αντίστοιχες αιτήσεις για φυλάκιση τους. Αυτοί υπέβαλαν ενστάσεις. Αφού δόθηκαν επανειλημμένα ημερομηνίες για μνεία, η ακρόαση των αιτήσεων ορίστηκε για τις 18 Μαρτίου 1997.  Ημερομηνία κατά την οποία οι αιτητές ζήτησαν αναβολή λόγω απουσίας του συνηγόρου τους.  Το αίτημα έγινε δεκτό και δόθηκε ως νέα ημερομηνία ακρόασης η 24 Μαρτίου 1998.  Οι αιτητές, που και πάλι εμφανίστηκαν χωρίς συνήγορο, ζήτησαν ξανά αναβολή και η υπόθεση ορίστηκε για τις 30 Μαρτίου 1998.  Κατ’ εκείνη την ημερομηνία το δικαστήριο εξέδωσε διατάγματα φυλάκισης τους για περίοδο τριών μηνών εκτός αν, εντός τεσσάρων μηνών ο 1ος και πέντε μηνών ο 2ος, εξοφλούσαν το ποσό των καθυστερημένων τους δόσεων, συνολικού ύψους £900.= και £1.200.= αντίστοιχα.

Οι αιτητές διατείνονται ότι το διάταγμα ημερ. 14 Μαρτίου 1997 για πληρωμή μηνιαίων δόσεων που εκδόθηκε κατόπιν δικής τους συναίνεσης, ήταν αποτέλεσμα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας δεδομένου ότι εκκρεμούσε ταυτόχρονα εναντίον του 2ου αιτητή αίτηση πτώχευσης την οποία επιπρόσθετα εμφανίζουν να χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης και επειδή, καθώς αναφέρουν, το δικαστήριο δεν επέτρεψε, στη διαδικασία για μηνιαίες δόσεις, [*1325]να γίνει αναφορά στην αίτηση πτώχευσης.  Θα πρέπει, σε σχέση με αυτές τις αιτιάσεις, να σημειώσω αμέσως ότι, όπως υποδείχθηκε από το Εφετείο στην Τάκη Οικονομίδη ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ, Πολ. Έφ. 9682 ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 1997, η αίτηση πτώχευσης δεν συμπεριλαμβάνεται στις μεθόδους εκτέλεσης. Γι’ αυτό η συνύπαρξη της δεν συνιστούσε κώλυμα στην προώθηση της διαδικασίας για την έκδοση διατάγματος μηνιαίων δόσεων και ούτε υπήρχε χώρος για συσχετισμό των δύο έτσι ώστε να αποκτά σημασία η αίτηση πτώχευσης στην άλλη διαδικασία. 

Ως προς τα διατάγματα φυλάκισης, οι αιτητές διατείνονται ότι το δικαστήριο (α) δεν παρέσχε, με αναβολή σε κατάλληλο χρόνο, την ευκαιρία για προσκόμιση μαρτυρίας παρόλον που στις 24 Μαρτίου 1998 αυτοί υπέβαλαν σχετικό αίτημα, το οποίο όμως το δικαστήριο δεν περιέλαβε στο πρακτικό, σημειώνοντας αντί τούτου ότι η αναβολή οφειλόταν στην απουσία του συνηγόρου τους. (β) αγνόησε την καταχωρηθείσα ένσταση τους. (γ) δεν έλαβε υπόψη δήλωση τους ότι δεν πλήρωσαν επειδή είχαν οικονομικές δυσκολίες. (δ) παρενέβη και τους “συμβούλευσε” και τους επηρέασε να μην επιμένουν σε ακρόαση επειδή η ένσταση τους δεν συσχετιζόταν με τις ανάγκες της διαδικασίας. και (ε) δεν τους εξέτασε ως προς τα μέσα διαβίωσης και ικανότητας να πληρώσουν.και (στ) “τους καταδίκασε σε φυλάκιση ερήμην” αφού σημείωσε ότι ήταν απόντες ενώ στην πραγματικότητα ήταν παρόντες και αν δεν ήταν θα έπρεπε προηγουμένως να είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης για να προσαχθούν ενώπιον του. 

Με αυτά όλα ως βάση, οι αιτητές προβάλλουν ότι υπήρξε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. παραβίαση των Άρθρων 11, 28 και 30 του Συντάγματος. του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως και του άρθρου 1 του Τέταρτου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης. και των άρθρων 82 έως 91 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.  Επιδιώκουν, με τη σκοπούμενη αίτηση για την οποία ζητείται η άδεια, την εξής, όπως τη διατυπώνουν, θεραπεία:

“(α) Διάταγμα της φύσης CERTIORARI διατάσσοντας την προσαγωγή του Φακέλλου της Αγωγής αρ. 9605/92 από το Ε.Δ. Λευκωσίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για ακύρωση της διαταγής ημερομηνίας 14/3/97.

 (β) Ακύρωση των διαταγμάτων φυλακίσεως ημερομηνίας 30/3/98.

 (γ) Διάταγμα της φύσης PROHIBITION απαγορεύοντας την εκτέλεση των διαταγμάτων φυλακίσεως ημερομηνίας [*1326]30/3/98.

 (δ) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνη σκόπιμη το Δικαστήριο.”

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης, χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί: βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250.  Η ύπαρξη ωστόσο αυτής της προϋπόθεσης δεν προεξοφλεί την έκβαση.  Διότι όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, άδεια δεν χορηγείται εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ενόψει των οποίων το άλλο ένδικο μέσο να εμφανίζεται μη ευχερές και μη αποτελεσματικό.  Όπως εξήγησε η Ολομέλεια στην Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, (στις σελ. 48-49):

“Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να του δοθεί η αναγκαία άδεια.  Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες.  Όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια.

Στην υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All E.R. 257, στη σελ. 262 ειπώθηκε:-

“But it is a cardinal principle that, save in the most exceptional circumstances, that jurisdiction will not be exercised where other remedies were available and have not been used.”

Το απόφθεγμα αυτό υιοθετήθηκε στην υπόθεση R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257.  Στην μεταγενέστερη υπόθεση R. v. Secretary of State [1986] 1 All E.R. 717, o Sir John Donaldson, MR., είπε στις σελ. 723-724:-

“However, the matter does not stop there, because it is well established that, in giving or refusing leave to apply for judicial review, account must be taken of alternative remedies available to the applicant.  This aspect was considered by this court very recently in R. v. Chief Constable of Merseyside Police, ex p Calveley [1986] 1 All E.R. 257, [1986] 2 W.L.R. 144 and it was held that the jurisdiction would not be exercised where there was an alternative remedy by way of appeal, save in exceptional circumstances. By definition, exceptional [*1327]circumstances defy definition, but, where Parliament provides an appeal procedure, judicial review will have no place unless the applicant can distinguish his case from the type of case for which the appeal procedure was provided.”

Καθίσταται έπειτα αναγκαίος ο προσδιορισμός του πεδίου που καλύπτει το ένταλμα certiorari. Το ένταλμα prohibition μπορεί εδώ να αποκτήσει σημασία  και να ακολουθήσει μόνο με την έλευση του certiorari.  Στην Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692 η Ολομέλεια υπενθύμησε (στη σελ. 701) ότι:

“Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη, είτε όπου προκύπτει στην όψη του “πρακτικού” της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.”

Προσθέτω και ότι, όπως παρατήρησα πρόσφατα στη Χρύσω Ηρακλέους, Αίτηση αρ. 84/97 ημερ. 10 Ιουνίου 1998, περιπτώσεις προκατάληψης ή συμφέροντος από μέρους του λαμβάνοντος την απόφαση όπως και η λήψη απόφασης με δόλο ή ψευδορκία - βλ. The Attorney-General v. Panayiotis Christou (1962) C.L.R. 129 - κατατάσσονται, καθώς φαίνεται από την Αγγλική νομολογία, ως εκφάνσεις υπέρβασης εξουσίας.  Εντάσσονται ως εκ τούτου στα όρια που θέτει η Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (ανωτέρω).

Επανέρχομαι σε ό,τι τίθεται με την αίτηση. Επισημαίνω κατ’ αρχάς ότι τα όσα συνέθεταν τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου εξαντλούνται με τα όσα εκτίθενται στο πρακτικό του.  Το ζήτημα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με το πρακτικό πρωτόδικου δικαστηρίου σε περίπτωση έφεσης - βλ. Σωτηριάδης ν. Βασιλείου και Άλλων (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 801 την οποία ακολούθησαν οι Κ. Χαραλάμπους ν. Α. Χαραλάμπους (1993) 1 Α.Α.Δ. 1053 και Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 250  - όπως και σε σχέση με το πρακτικό Επαρχιακού Δικαστηρίου σε περίπτωση εξέτασης πρωτόδικα αίτησης για προνομιακά εντάλματα: βλ. ABP Holdings Ltd κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 185 (Κωνσταντινίδης Δ.).  Στη Σωτηριάδης (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής (στη σελ. 807):

“Τα πρακτικά του δικαστηρίου, δεόντως πιστοποιημένα, αποτε[*1328]λούν τη μόνη πηγή γνώσης για τα διαδραματισθέντα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Ανάληψη εξουσίας από το Εφετείο για την αναμόρφωση των πρακτικών, θα συνιστούσε διείσδυση στο έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, χωρίς πρωτογενή γνώση των γεγονότων.  Τα πρακτικά προσδιορίζουν το πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας και τη βάση για έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης.  Είναι γι’ αυτό που και στη Shacolas και στη Thompson γίνεται μνεία στη δυνατότητα αναφοράς σε γεγονότα τα οποία δεν αναγράφονται στα πρακτικά, και όχι σε διόρθωση των πρακτικών. Τέτοια ευχέρεια ενδεχομένως παρέχεται στο Εφετείο, εφόσο και τα δυο μέρη συμφωνούν ότι γεγονός το οποίο έλαβε χώρα κατά την ακρόαση, δε σημειώνεται και δεδομένου ότι δεν προσκρούει στο κείμενο του τυπωμένου πρακτικού. Δυνατότητα για διόρθωση του πρακτικού του Δικαστηρίου ενδεχομένως ενυπάρχει στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν διαδικαστικού διαβήματος το οποίο λαμβάνεται για το σκοπό αυτό, θέμα το οποίο δεν εγείρεται στην προκείμενη περίπτωση και το οποίο δε θα πραγματευθούμε.”

Έπειτα παρατηρώ πως στην προκείμενη περίπτωση τίποτε από ό,τι οι αιτητές παρουσίασαν με την παρούσα αίτηση ως πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν εμφανίζει στην όψη του οποιοδήποτε νομικό σφάλμα. Αλλά και τα όσα επιπλέον εξέθεσαν δεν καταδείχνουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας. Με ορισμένα από αυτά, εφόσον θα γίνονταν δεκτά, θα εγειρόταν ζήτημα ως προς την ορθότητα της διαδικασίας η οποία απέληξε στην έκδοση διαταγμάτων φυλάκισης.  Τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί όμως να απασχολήσει στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, η οποία αφορά στον έλεγχο μόνο νομιμότητας.  Ζήτημα ορθότητας - συνάμα και νομιμότητας - εξετάζεται στο πλαίσιο έφεσης.

Τέλος, πρέπει να προσθέσω ότι ακόμα και αν εγειρόταν εδώ ζήτημα ελέγχου νομιμότητας, δεν θα συνέτρεχαν περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την αναζήτηση θεραπείας με προνομιακά εντάλματα αντί με έφεση.

Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο