Σιακόλας Nίκος ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 ΑΑΔ 1338

(1998) 1 ΑΑΔ 1338

[*1338]7 Ιουλίου, 1998

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

FEDERAL BANK OF LEBANON (S.A.L.),

Εφεσίβλητης.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9520)

 

Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου — Eξουσία για απόρριψη αγωγής (λόγω καθυστέρησης στη διεξαγωγή της δίκης) —  Παρέχεται τέτοια εξουσία μέσα στα πλαίσια της επιδίωξης άσκησης από μέρους του εναγομένου των δικαιωμάτων του, που κατ’ ισχυρισμό, καταπατήθηκαν από μέρους της άλλης πλευράς σε συνάρτηση με το Άρθρο 35 του Συντάγματος — Το θέμα ως προς κατά πόσο υπήρξε ή όχι δίκαιη δίκη συνιστά νομικό θέμα που χρήζει εξέτασης στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης.

Ανθρώπινα Δικαιώματα — Δίκαιη δίκη — Καθυστέρηση στην εκδίκαση της δίκης — Η διάγνωση των δικαιωμάτων ή της ευθύνης του πολίτη πρέπει να γίνεται εντός ευλόγου χρόνου — Ποίοι παράγοντες καθορίζουν το εύλογο του χρόνου.

Πολιτική Δικονομία — Aπόρριψη αγωγής όταν η αγωγή δεν αποκαλύπτει καλή βάση αγωγής ή είναι επιπόλαιη ή παρενοχλητική (frivolous or vexatious) — Δ.27, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας —  H απόρριψη αγωγής αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που δικαιολογείται μόνο εφόσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Διαγραφή — Διακριτική ευχέρεια — Δ.19, θ.26 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας — Δεν παρέχει εξουσία για διαγραφή ολόκληρης της αγωγής.

Ανθρώπινα Δικαιώματα — Δίκαιη δίκη — Άρθρο 30.3 του Συντάγματος — Τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το εν λόγω άρθρο είναι συνυφασμένα με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με την κατάργησή της — [*1339]Ισχυρισμοί για παραβιάσεις τους μπορούν να εγερθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, φτάνει να εγερθούν μέσα στα πλαίσια της δίκης.

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Ο περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμος του 1964 (Ν. 57/64) — Kατά πόσο είναι αντισυνταγματικός ενόψει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των Άρθρων 6.1, 13 και 14 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που επικυρώθηκαν με τον Kυρωτικό Nόμο 39/62 — Tο θέμα αυτό αποφασίσθηκε τελεσίδικα στην απόφαση Papοri v. National Bank of Greece.

O εφεσείων-εναγόμενος καταχώρησε την επίδικη αίτηση μια μέρα πριν την ημέρα ακρόασης της αγωγής, ζητώντας την απόρριψη της αγωγής λόγω καθυστέρησης προώθησής της από μέρους της εφεσίβλητης-ενάγουσας.  Η αγωγή αφορούσε ποσό που, κατ’ ισχυρισμό, ο εφεσείων όφειλε προς την εφεσίβλητη ως πρωτοφειλέτης και/ή εγγυητής κάποιων συγκεκριμένων εταιρειών.  Η αίτηση βασίστηκε στα Άρθρα 30, 33, 34 και 35 του Συντάγματος, στα Άρθρα 6, 13 και 14 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που επικυρώθηκαν με τον Kυρωτικό Nόμο 39/62, στον περί Δικαστηρίων Νόμο (N. 14/60) και στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό, Δ.19, θ.26, Δ.27, θθ. 1, 2 και 3 και Δ.48 και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από ακροαματική διαδικασία, απέρριψε την αίτηση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Δ.19, θ.26 περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στη διαγραφή μέρους μόνο των δικογράφων.

2.  Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Δ.27, θ.3 δεν είχε εφαρμογή, αφού δεν προβλήθηκαν από τον εφεσείοντα ισχυρισμοί ότι δεν αποκαλύφθηκε βάση αγωγής ή ότι η αγωγή είναι επιπόλαιη ή παρενοχλητική (frivolous or vexatious), οπόταν το Δικαστήριο θα είχε τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αγωγή.

3.  Οι καθυστερήσεις που σημειώθηκαν δεν επέφεραν οποιαδήποτε δυσμενή επακόλουθα για τον εφεσείοντα σε βαθμό που να δικαιολογούν την απόρριψη της αγωγής.

Στην έφεση εγέρθηκαν θέματα ερμηνείας των πιο πάνω διαδικα[*1340]στικών κανονισμών και προσβλήθηκε επίσης το εύρημα ότι δεν σημειώθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τους διαδικαστικούς κανονισμούς Δ.19, θ.26 και τη Δ.27 είναι ορθή.

2.  Η ανάληψη σύμφυτης εξουσίας από μέρους του Δικαστηρίου, μέσα στα πλαίσια της επιδίωξης άσκησης από μέρους του εφεσείοντα των δικαιωμάτων του που, κατ’ ισχυρισμό, καταπατήθηκαν από μέρους της εφεσείουσας, είναι δυνατή σε συνάρτηση με το Άρθρο 35 του Συντάγματος, το οποίο θέτει την υποχρέωση στο Δικαστήριο και στις άλλες δύο εξουσίες του κράτους να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς τους.

3.  Με δεδομένη την εξουσία αυτή και ενόψει της σχετικής νομολογίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει το θέμα της κατ’ ισχυρισμό παρέκκλισης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη.  Το θέμα αυτό δε θίχτηκε από τους δικηγόρους των δύο πλευρών, όμως, ως θέμα νομικό, θα εξεταστεί και θα αποφασιστεί υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας.

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα αυτό είναι άκυρη και παραμερίζεται, για να γίνει κατορθωτή η εξέτασή του, αν εγερθεί εκ νέου, μέσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Krakaner v. Kats [1954] 1 All Ε.R. 244,

Pelmaco Development Ltd. (1991) 1 Α.Α.Δ. 246,

Sofokli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,

Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ. v. Ουστά (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,

[*1341]Βαρδιάνος v. Richards (1998) 1 A.A.Δ. 698,

Αστυνομία v. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,

Δημοκρατία v. Ηρακλέους (Aρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225,

Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329,

Δημοκρατία v. Ford κ.ά. (Αρ.2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Βίκτωρος v. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,

Papori v. National Bank of Greece (1986) 1 C.L.R. 578.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Hλιάδης, Π.E.Δ., Πασχαλίδης, E.Δ.), που δόθηκε την 1 Aυγούστου, 1995 (Aρ. Aγωγής 747/86), με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για απόρριψη της αγωγής λόγω καθυστέρησης προώθησής της από μέρους της ενάγουσας.

Γ. Κακογιάννης, για τον Eφεσείοντα.

Κ. Μιχαηλίδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.:  Η Εφεσίβλητη-Ενάγουσα Τράπεζα με την αγωγή της που την καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 23.1.86, αξιοί με την τροποποιημένη Έκθεση Απαιτήσεως της το συνολικό ποσό των $598.799 πλέον τόκους, που κατ’ ισχυρισμό ο Εφεσείων-Εναγόμενος οφείλει προς αυτή ως πρωτοφειλέτης και/ή εγγυητής των εταιρειών World Trade Shipping Corporation και Hellas Eurotrade Ltd.  Πέραν του ως άνω ποσού η εφεσίβλητη αξιώνει και άλλες παρεμφερείς θεραπείες που όμως δεν χρειάζεται να τις αναφέρουμε.

Μετά την καταχώρηση της αγωγής και οι δυο πλευρές έκαμαν συχνή χρήση ενδιάμεσων δικονομικών διαδικασιών με αποτέλεσμα να ορισθεί η αγωγή για ακρόαση μετά από παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος.

[*1342]Με την υπό κρίση αίτηση που ο Εφεσείων καταχώρησε στις 13.2.95, δηλαδή μια μέρα πριν από την ημέρα ακρόασης της αγωγής, ζητούσε την απόρριψη της αγωγής λόγω καθυστέρησης προώθησης της από μέρους των εφεσιβλήτων τόσο πριν από την καταχώρηση της αγωγής, όσο και μετά.  Η αίτηση βασίστηκε στα άρθρα 30, 33, 34 και 35 του Συντάγματος, στα άρθρα 6, 13 και 14 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που επικυρώθηκαν με τον Κυρωτικό Νόμο 39/62, στον περί Δικαστηρίων Νόμο (14/60) άρθρα 30, 31, 69 και 70, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό, Δ.19 θ.26, Δ.27 θθ.1, 2 και 3 και Δ.48 θθ. 1, 2, 3, 6 και 9 και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία απέρριψε την αίτηση την 1.8.95. Όσον αφορά τους διαδικαστικούς κανονισμούς επί των οποίων ουσιαστικά στηρίχθηκε η αίτηση, αποφάνθηκε ότι:

1) Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Δ.19 θ.26 περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στη διαγραφή μέρους των δικογράφων και δεν παρέχει εξουσία διαγραφής ολόκληρης της αγωγής.

2) Ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Δ.27 θ.3, παρόλο ότι παρέχει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει μια αγωγή (ι) όταν δεν αποκαλύπτει βάση αγωγής και (ιι) όταν από τη δικογραφία διαφαίνεται ότι είναι επιπόλαιη ή παρενοχλητική (frivolous or vexatious), εντούτοις  δεν προβλήθηκαν από μέρους του εφεσείοντα τέτοιοι ισχυρισμοί.

Για το θέμα της καθυστέρησης το Δικαστήριο έκαμε ενδελεχή εξέταση του θέματος τόσον από νομικής όσο και από πραγματικής πλευράς και διαπίστωσε ότι οι μόνες καθυστερήσεις που υπήρξαν ήταν αυτή των 5 μηνών για την καταχώρηση αίτησης διαγραφής της Ανταπαίτησης και αυτή των 9 μηνών για την καταχώρηση νέας αίτησης για διαγραφή της Ανταπαίτησης. Τις καθυστερήσεις αυτές τις χαρακτήρισε επουσιώδεις και έκρινε ότι δεν επέφεραν οποιαδήποτε δυσμενή επακόλουθα για τον εφεσείοντα, σε βαθμό που να δικαιολογούν την απόρριψη της αγωγής και κατάληξε με τη διαπίστωση ότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης υπαγορεύει τη συνέχιση της διαδικασίας και όχι την απόρριψη της αγωγής.

Με την παρούσα έφεση προβάλλονται ουσιαστικά δυο λόγοι έφεσης, οι οποίοι προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση τόσο [*1343]όσον αφορά την ερμηνεία που δόθηκε στους προαναφερθέντες διαδικαστικούς κανονισμούς, όσο και το εύρημα ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Προβλήθηκαν πολλά επιχειρήματα και αυθεντίες και από τις δυο πλευρές. Ενόψει των συλλογισμών που διαμόρφωσαν την απόφαση μας, όπως θα διαφανούν στη συνέχεια, θα περιοριστούμε στην αναφορά τους εκεί που κρίνουμε ότι τούτο είναι αναγκαίο.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με την ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στους προαναφερθέντες διαδικαστικούς κανονισμούς.

Η Διαταγή 19, θεσμός 26, προνοεί τα ακόλουθα:

“The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.”

Η ερμηνεία της διαταγής αυτής δεν παρουσιάζει δυσκολία.  Είναι καθαρό από τη φρασεολογία της ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διαγραφή μέρους των δικογράφων και όχι ολόκληρης της αγωγής, όπως υποστήριξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα.  Εξάλλου η σχετική αίτηση πρέπει να υποβάλλεται ταχέως (promptly) και κατά κανόνα προτού κλείσουν τα δικόγραφα.  Η ερμηνεία που δίδουμε συνάδει και με τη νομολογία και την πρακτική που ακολουθείται από τα Αγγλικά Δικαστήρια, με βάση την αντίστοιχη αγγλική Δ.19 θ.27 πριν από την τροποποίησή της. (Βλ Supreme Court Practice 1958).

Η απόφαση στην υπόθεση Krakaner v. Kats [1954] 1 All E.R. 244, στην οποία κυρίως βασίστηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα προς υποστήριξη της θέσης του, αναφέρεται σε Αίτηση που βασίζεται στην Αγγλική Δ.27 θ.1 που είναι η ίδια με την Κυπριακή Δ.26 θ.1 επί της οποίας δεν βασίζεται η υπό κρίση αίτηση.  Στην υπόθεση αυτή δεν καταχωρήθηκε Έκθεση Απαιτήσεως για 12 χρόνια και ζητήθηκε η απόρριψη της αγωγής λόγω μη προώθησής της. Επομένως εκφεύγει του πλαισίου της υπό κρίση αίτησης της οποίας η νομική βάση αλλά και τα γεγονότα είναι διαφορετικά.

Από τη Δ.27 ο θεσμός που ουσιαστικά μας αφορά είναι ο θ.3, ο οποίος προνοεί τα ακόλουθα:

[*1344]“3.  The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.”

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο θεσμός αυτός δίδει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει μια αγωγή όταν η αγωγή δεν αποκαλύπτει καλή βάση αγωγής ή είναι επιπόλαιη ή παρενοχλητική (frivolous or vexatious).  Η εξουσία αυτή του Δικαστηρίου ασκείται με εξαιρετική φειδώ. (Βλ. In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246).  Με την υπό κρίση αίτηση δεν προβάλλονται τέτοιες θέσεις και οι πρόνοιες του θ.3 δεν καλύπτουν την περίπτωση για την οποία επιζητείται η απόρριψη της αγωγής.

Πέραν των Διαδικαστικών Κανονισμών, ο εφεσείων βάσισε την αίτησή του και στη σύμφυτη εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο στις υποθέσεις Sofocli Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583 και Τουβλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, αποφάνθηκε ότι είχε τέτοια εξουσία να εξετάσει την υπό κρίση αίτηση, προφανώς σε συνδυασμό με τη θέση του εφεσείοντα ότι στην αγωγή των εφεσιβλήτων υπήρξε παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης που προβλέπονται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος και στα άρθρα 6.1, 13 και 14 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ν. 39/62).

Στην υπόθεση Τουβλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (ανωτέρω), ειπώθηκε ότι “σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το δικαστήριο και της αναγκαιότητας ύπαρξής της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου τούτου, ούτε αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το νόμο και τους θεσμούς”. (Βλ., επίσης, την πρόσφατη υπόθεση Βαρδιάνου ν Richards, Π.Ε. 9112, ημερ. 14.4.98)

Το Ανώτατο Δικαστήριο στις πιο πάνω υποθέσεις ασχολήθηκε με το θέμα της επαναφοράς έφεσης που δεν προνοείται στους Θεσμούς και αποφάνθηκε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι υφίσταντο κατά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, υπό[*1345]κεινται κατά την εφαρμογή τους σε εναρμονισμό προς το Σύνταγμα (Άρθρο 188.1) και σαν αποτέλεσμα έκρινε, πέραν από τον πιο πάνω ορισμό, ότι ήταν δυνατή η ανάληψη σύμφυτης δικαιοδοσίας προς διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος που είναι και η μοναδική δικαιοδοτική βάση για την άσκηση αρμοδιότητας και επέτρεψε την επαναφορά των εφέσεων. Ουσιαστικά το Ανώτατο Δικαστήριο  αποφάνθηκε ότι παρέχεται σύμφυτη εξουσία για επαναφορά της έφεσης μόνο στις περιπτώσεις όπου η άρνηση επαναφοράς θα ισοδυναμούσε με στέρηση των δικαιωμάτων που δίδονται με το άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος.

Επομένως είναι επίσης δυνατή η επίκληση και ανάληψη μιας τέτοιας δικαιοδοσίας από μέρους του Δικαστηρίου μέσα στα πλαίσια της επιδίωξης άσκησης από μέρους του εφεσείοντα των δικαιωμάτων του που κατ’ ισχυρισμό καταπατήθηκαν από μέρους της εφεσείουσας, σε συνάρτηση με το Άρθρο 35 του Συντάγματος, το οποίο θέτει την υποχρέωση στο Δικαστήριο και στις άλλες δυο εξουσίες του κράτους να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος μέσα στα όρια της αρμοδιότητας τους.

Υπαρχούσης μιας τέτοιας δικαιοδοσίας, το ερώτημα που προκύπτει στην υπό κρίση έφεση είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έπραξε να εξετάσει και να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρξε παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης, με την οποία ουσιαστικά επιζητείτο η κατάργηση της δίκης πριν από τη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων των διαδίκων. Το ερώτημα αυτό δεν εθίγη από τους δικηγόρους των δυο πλευρών, δεδομένου όμως ότι είναι νομικό και υπάρχει σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα το εξετάσουμε και θα αποφασίσουμε υπό το πρίσμα αυτής της νομολογίας.  Η σαφής επί του προκειμένου νομολογία μας δεν επιτρέπει κατά την άποψή μας παρεκκλίσεις από το συγκεκριμένο στάδιο εξέτασης και διάγνωσης οιασδήποτε παραβίασης εχεγγύων για τη διεξαγωγή δίκαιας δίκης.

Στην υπόθεση Αστυνομία ν. Άκη Φάντη και Άλλων (1994) 2 ΑΑΔ 160, στη σελ. 167, όταν εσυζητείτο το θέμα κατάργησης της ποινικής δίκης λόγω του ότι απασχολήθηκαν με την υπόθεση τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το δικαστήριο ανάφερε τα ακόλουθα:

“(γ) Οι μεμονωμένες πρόσφατες αγγλικές αποφάσεις δεν αποτελούν για μας αυθεντία. ....................... Πρέπει επίσης να [*1346]σημειώσουμε πως η δικαστική πρακτική στην Αγγλία δεν προσφέρεται σε μας για άντληση έστω βοήθειας, γιατί στη χώρα μας ισχύουν συνταγματικές διατάξεις.”

και αποφάνθηκε ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος είναι συνυφασμένα με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με την κατάργηση της.  Η προάσπιση των δικαιωμάτων βάσει του άρθρου 30.3 συναρτάται με τη διασφάλιση των εχεγγύων που εξασφαλίζονται στον ενδιαφερόμενο κατά τη διεξαγωγή της δίκης.  Δεν υπάρχει περιορισμός ως προς το στάδιο της δίκης που μπορούν να εγερθούν ισχυρισμοί για παραβιάσεις δικαιωμάτων, φτάνει να εγερθούν μέσα στα πλαίσια της. (Βλ. Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (1994) 2 Α.Α.Δ. 225).

Επίσης στην In Re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329, διακηρύσσεται ότι οι συνταγματικές εξασφαλίσεις του διαδίκου δεν μπορεί να απομονωθούν από το σκοπό για τον οποίο παρέχονται, που συνίσταται στην διακρίβωση των δικαιωμάτων των διαδίκων ή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της δίκης.

Σ’ αυτό το στάδιο θα πρέπει να διευκρινισθεί πως με την αίτηση του ο εφεσείων επιζητούσε την κατάργηση της δίκης, επικαλούμενος τα εχέγγυα διεξαγωγής της δίκαιης δίκης. Η διεξαγωγή όμως της δίκαιης δίκης σε αστικές υποθέσεις σε συνδυασμό με τον όρο ακροαματική διαδικασία που απαντάται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος, έχει βασικά την έννοια της διαδικασίας ακροάσεως της υπόθεσης κατά την οποία το Δικαστήριο είναι σε θέση, κατά τη νομολογία μας, να αποφανθεί αν υπήρξε ή όχι δίκαιη δίκη.

Τέλος στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Alan Ford και Άλλων (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκε στη σελ. 243 ότι τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και εισήγηση για παραβίαση τους εντάσσεται μέσα στη διαδικασία και όχι έξω από αυτή.  Επίσης στη σελ. 244 παρ. 3 και 4 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

“3.   Η νομολογία των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - της Επιτροπής και του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - υποστηρίζει ότι εξασφαλίσεις που παρέχονται από το Άρθρο 6.3 της Σύμβασης, που αποτέλεσαν το πρότυπο για τη στοιχειοθέτηση των δικαιωμάτων που εγγυάται το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά εχέγγυο για τη διεξαγωγή δί[*1347]καιης δίκης.  Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο σ’ εκείνο το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. (βλ. Can Case (Series Vol. 96) και Case of Barbera (Series A, Vol. 146)).

4.  Όμοια υπήρξε και η προσέγγιση των Αμερικανικών και Καναδικών Δικαστηρίων στον προσδιορισμό του σκοπού ο οποίος προάγεται με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (διαδίκου) για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, στον καθορισμό του πλαισίου μέσα στο οποίο ασκούνται, καθώς και στις επιπτώσεις που επάγονται παραβιάσεις τους.”

Ενόψει της νομολογίας που παραθέσαμε, γίνεται φανερό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει το θέμα της κατ’ ισχυρισμό παρέκκλισης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη.  Τα δικαιώματα κατοχυρώνονται για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης και όχι για την παρεμπόδιση της.  Επομένως ούτε και εμείς θα το εξετάσουμε.  Κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα αυτό είναι άκυρη και θα πρέπει να παραμεριστεί, για να γίνει κατορθωτή η εξέταση του, αν εγερθεί εκ νέου, μέσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας.

Τέλος, επί του θέματος αυτού κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε τα ακόλουθα που ειπώθηκαν στην Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512, στη σελ. 520:

“Ούτε το Σύνταγμα, ούτε ο περί Δικαστηρίων Νόμος, ούτε οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας καθορίζουν ακριβή χρονικά όρια για την απονομή της δικαιοσύνης.  Όπως αναγνωρίζεται στην Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, το εύλογο του χρόνου για τη διάγνωση των δικαιωμάτων ή της ευθύνης του πολίτη εξαρτάται από σειρά παραγόντων που συσχετίζονται με τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τη φύση, το χαρακτήρα και το περίπλοκο των θεμάτων που εγείρονται προς επίλυση και τη διαγωγή των διαδίκων. (Βλ. επίσης Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που κυρώθηκε με το Ν. 39/62, και την ερμηνεία που αποδόθηκε στις διατάξεις του από την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων -DIGEST OF STRASBOURG CASE LAW, Vol. 2 - [*1348]Cases on Interpretation and Application of Article 6.1 of the Convention).”

Σχετικά με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα περί αντισυνταγματικότητας του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου του 1964 (Ν. 57/64), ενόψει των προνοιών του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των άρθρων 6.1, 13 και 14 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, Ν. 39/62, παρατηρούμε πως όλα τα θέματα που ήγειρε ο δικηγόρος του εφεσείοντα εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και απορρίφθηκαν στην υπόθεση Papori v. National Bank of Greece (1986) 1 C.L.R. 578.  Η απόφαση αυτή είναι κατά τη γνώμη μας ορθή και δεν δικαιολογούμεθα να την ανατρέψουμε, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.  Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του θέματος της ισχυριζόμενης παρέκκλισης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, που δεν έγινε αποδεκτή, παραμερίζεται σαν άκυρη για να εξετασθεί μέσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας.  Όλοι οι άλλοι λόγοι της έφεσης απορρίπτονται. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο να επαναορίσει την υπόθεση για ακρόαση το ταχύτερο δυνατό. Περιττεύει οποιαδήποτε αναφορά περί ορισμού της υπόθεσης ενώπιον Δικαστηρίου με άλλη σύνθεση, δεδομένου ότι η εκδίκαση της από την ίδια σύνθεση είναι πρακτικά αδύνατη.

Ενόψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης επί νομικού θέματος που δεν εγέρθηκε από τους δικηγόρους εκάστης πλευράς, αποφασίσαμε να μη προβούμε σε οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα.

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο