(1998) 1 ΑΑΔ 1362
[*1362]10 Ιουλίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ Α. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΚΑΙ ΆΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9775)
Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Μέρους ακίνητης ιδιοκτησίας για βελτίωση και επέκταση οδικού δικτύου — Αποζημιώσεις — Απόρριψη αξίωσης των ιδιοκτητών για αύξηση των αποζημιώσεων λόγω πρόκλησης, κατ’ ισχυρισμό, δυσμενούς επηρεασμού του κτήματός τους, από ενδεχόμενη επιβολή μονωτικών λωρίδων και πλαγιόδρομων — Κρίθηκε ότι η επιβολή των λωρίδων ή πλαγιόδρομων δεν επηρέασε δυσμενώς την αξία του κτήματος στην παρούσα υπόθεση — Τι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε περίπτωση.
Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Υπεραξία ή επαύξηση της αξίας — Υπάρχει μόνο όσον αφορά τον επηρεασμό της αξίας της υπόλοιπης περιουσίας ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης — Στον αντίποδα της επαύξησης βρίσκεται η μείωση της αξίας, ο δυσμενής επηρεασμός του υπόλοιπου ακινήτου.
Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Αποζημιώσεις — Oυσιώδης χρόνος για υπολογισμό του ύψους των αποζημιώσεων.
Η παρούσα υπόθεση αφορά την απαλλοτρίωση δύο τεμαχίων, ιδιοκτησίας των εφεσειόντων, για τη βελτίωση και επέκταση της Λεωφόρου Ακαδημίας στην Αγλαντζιά. Οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οι διάδικοι συμφώνησαν στην κατά μονάδα αξία της απαλλοτριωθείσας περιουσίας και η υπόθεση εκδικάστηκε μόνο αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσο η αξία του εναπομείναντος κτήματος υπέστη, λόγω της απαλλοτρίωσης, μείωση ή αύξηση.
[*1363]Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η μελλοντική ανάπτυξη της ακίνητης περιουσίας τους θα επηρεαστεί αρνητικά λόγω της επιβολής μονωτικών λωρίδων και πλαγιοδρόμων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι μονωτικές λωρίδες και κατά συνέπεια οι πλαγιόδρομοι, δεν είχαν σχέση με την απαλλοτρίωση γιατί θα ήταν αποτέλεσμα άλλης διοικητικής ενέργειας, αφού η πιθανή επιβολή τους θα διαφαινόταν αν και όταν οι εφεσείοντες επεδίωκαν να αναπτύξουν την περιουσία τους. Έτσι κατέληξε πως δεν υπήρχε υπεραξία την οποία το κτήμα απώλεσε λόγω της απαλλοτρίωσης και ως αποτέλεσμα απέρριψε την αξίωση για αύξηση των αποζημιώσεων λόγω δυσμενούς επηρεασμού.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο κατέληξε ότι η αξία του υπόλοιπου κτήματος των εφεσειόντων επαυξήθηκε λόγω του έργου κατά £13.530, ποσό που αφαίρεσε από τη συμφωνηθείσα αποζημίωση.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται στην έφεση ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Το κυριώτερο επιχείρημά τους στηρίζεται στο ότι σύμφωνα με το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο Λευκωσίας, η Λεωφόρος Ακαδημίας είναι οδός πρωταρχικής σημασίας και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σ’ αυτή από τα παρακείμενα κτήματα. Επίσης προσβάλλουν ως εσφαλμένες τις πιο κάτω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:
α) οι μονωτικές λωρίδες δεν έχουν σχέση με την απαλλοτρίωση,
β) ότι το πλεονέκτημα που παρέχει μία λεωφόρος προκύπτει είτε το χρόνο της επίσημης εξαγγελίας της κατασκευής, είτε με την πραγματοποίηση της κατασκευής της,
γ) η εναπομείνασα περιουσία τους επαυξήθηκε κατά 15%. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν σχετικά ότι η Λεωφόρος Ακαδημίας συμπληρώθηκε με τη γενόμενη απαλλοτρίωση και ως εκ τούτου η αποζημίωση θα έπρεπε να υπολογιστεί σύμφωνα με τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962 (Ν. 15/62), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 25/83.
Οι εφεσείοντες πρόβαλαν επίσης το επιχείρημα ότι η βελτίωση της Λεωφόρου Ακαδημίας εκτελέστηκε με απαλλοτρίωση και όχι ύστερα από αίτηση των ιδίων για ανάπτυξη του κτήματός τους και ως εκ τούτου η αποζημίωση που δικαιούνται θα πρέπει να αποφασιστεί με βάση τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962 (N. 15/62).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με βάση τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης η επιβολή των λω[*1364]ρίδων δεν ήταν δεδομένη ή ακόμα και προβλεπτή κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης. Ήταν απλώς ενδεχόμενη. Ως εκ τούτου δεν θα επηρεάζετο η αξία του κτήματος. Επίσης, κατά τον ουσιώδη χρόνο της ημερομηνίας γνωστοποίησης δεν ίσχυαν οι πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (N.90/72) και έτσι η επιβολή όρων σε σκοπούμενη ανάπτυξη εξαρτάτο από τη μορφή της ανάπτυξης. Επιπρόσθετα η επιβολή λωρίδων ή πλαγιόδρομων δεν επηρεάζει σε κάθε περίπτωση την αξία του κτήματος.
2. Ουσιώδης χρόνος για υπολογισμό του ύψους των αποζημιώσεων είναι ο χρόνος της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.
3. Το Άρθρο 10(η) του βασικού νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 6 του Νόμου 25/83, (προβλέπει ότι στην περίπτωση απαλλοτρίωσης ακίνητης περιουσίας της οποίας η αξία επηρεάστηκε λόγω επιβολής οποιωνδήποτε περιορισμών δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου, υπολογίζεται και κάθε αποζημίωση η οποία ήθελε θεωρηθεί ως καταβλητέα σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 23 του Συντάγματος), αναφέρεται στον επηρεασμό της αξίας του τεμαχίου που απαλλοτριώθηκε και όχι στην επαύξηση της αξίας της περιουσίας που εναπομένει μετά την απαλλοτρίωση. Περαιτέρω στην παρούσα υπόθεση δεν είχε επιβληθεί πριν από την απαλλοτρίωση οποιοσδήποτε περιορισμός στο τεμάχιο που απαλλοτριώθηκε, αλλά ούτε και στο εναπομείναν τμήμα της περιουσίας.
4. Η αποζημίωση αποφασίστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού νόμου, η δε αξία της απαλλοτριωθείσας περιουσίας συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
5. Η αναφορά των συνηγόρων των μερών σε υπεραξία του κτήματος, την οποία το κτήμα απώλεσε, λόγω της απαλλοτρίωσης, δεν είναι ορθή. Η αξία που το ακίνητο είχε κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης είναι απλώς η αξία του ακινήτου. “Υπεραξία” ή καλύτερα επαύξηση της αξίας υπάρχει μόνο στο υπόλοιπο της περιουσίας που παραμένει μετά την απαλλοτρίωση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Γενικός Εισαγγελέας v. Κούλουμου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 728.
[*1365]Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 16 Mαΐου, 1996 (Aρ. Παραπομπής 300/90), με την οποία απορρίφθηκε η αξίωσή τους για αύξηση των αποζημιώσεων λόγω δυσμενούς επηρεασμού.
Φ. Πελίδης, για τους Eφεσείοντες.
Ρ. Βραχίμη-Πετρίδου, Ανώτερη, Aνώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Με γνωστοποίηση που δημοσιεύτηκε στις 12.8.1988 απαλλοτριώθηκε μέρος δύο τεμαχίων ιδιοκτησίας των εφεσειόντων. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η βελτίωση και επέκταση της Λεωφόρου Ακαδημίας στην Αγλαντζιά. Οι εφεσείοντες προσέφυγαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για καθορισμό της πληρωτέας αποζημίωσης.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας οι διάδικοι συμφώνησαν στην κατά μονάδα αξία της απαλλοτριωθείσας περιουσίας και η υπόθεση εκδικάστηκε μόνο αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσο, η αξία του εναπομείναντος κτήματος των εφεσειόντων υπέστη λόγω της απαλλοτρίωσης μείωση ή επαύξηση. Εκδικάστηκε επίσης το ύψος του ενοικίου για την επίταξη, το θέμα όμως αυτό δεν αμφισβητήθηκε κατ’ έφεση.
Ήταν η θέση των εφεσειόντων ότι επειδή η Λεωφόρος Ακαδημίας είναι οδός πρωταρχικής σημασίας η μελλοντική ανάπτυξη της ακίνητης περιουσίας τους θα επηρεαστεί αρνητικά λόγω της επιβολής μονωτικών λωρίδων και υπηρεσιακών δρόμων (θεωρούμε τον όρο πλαγιόδρομος ως πιο δόκιμο αντί του όρου υπηρεσιακός δρόμος και γι’ αυτό θα τον υιοθετήσουμε στη συνέχεια). Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι μονωτικές λωρίδες και κατά συνέπεια οι πλαγιόδρομοι, δεν είχαν σχέση με την απαλλοτρίωση γιατί θα ήταν αποτέλεσμα άλλης διοικητικής ενέργειας, αφού η πιθανή επιβολή τους θα διαφαινόταν αν και όταν οι εφεσείοντες επεδίωκαν να αναπτύξουν την περιουσία τους. Έτσι κατέληξε ότι [*1366]δεν υπήρχε υπεραξία, όπως την αναφέρει, την οποία το κτήμα απώλεσε λόγω της απαλλοτρίωσης και ως αποτέλεσμα απέρριψε την αξίωση για αύξηση των αποζημιώσεων λόγω δυσμενούς επηρεασμού.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο ύστερα από σειρά συλλογισμών κατέληξε ότι η αξία του υπόλοιπου του κτήματος των εφεσειόντων επαυξήθηκε λόγω του έργου κατά £13.530, ποσό που αφαίρεσε από τη συμφωνηθείσα αποζημίωση.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Το κυριότερο επιχείρημα τους στηρίζεται στο ότι σύμφωνα με το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο Λευκωσίας, οι πρόνοιες του οποίου εφαρμόζονται από το 1984, η Λεωφόρος Ακαδημίας είναι οδός πρωταρχικής σημασίας και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σ’ αυτή από παρακείμενα κτήματα. Οι εφεσείοντες δέχονται ότι οι πρόνοιες του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου δεν ήταν δεσμευτικές, αλλά θεωρούν ότι οι αρμόδιες αρχές τις ακολουθούσαν μέχρι της θέσεως σε ισχύ την 1.12.1990 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, το οποίο υιοθέτησε τις πρόνοιες του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου.
Προβάλλεται περαιτέρω ισχυρισμός ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι μονωτικές λωρίδες δεν έχουν σχέση με την απαλλοτρίωση γιατί η επιβολή τους είναι αποτέλεσμα άλλης διοικητικής ενέργειας είναι εσφαλμένη, επειδή οι όροι του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου ήταν δεδομένοι την ημερομηνία της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.
Οι εφεσείοντες καταλήγουν ότι η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το πλεονέκτημα που παρέχει μία λεωφόρος προκύπτει είτε το χρόνο της επίσημης εξαγγελίας της κατασκευής, είτε με την πραγματοποίηση της κατασκευής της, άσχετα με το ποιό από τα δύο πραγματοποιείται πρώτο είναι εσφαλμένη, γιατί σύμφωνα με τη νομολογία ουσιώδης χρόνος είναι η ημερομηνία γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης.
Ο εκτιμητής των εφεσειόντων παραδέχεται την ύπαρξη υπεραξίας, όπως την ονομάζει, των οικοπέδων που βρίσκονται επί της λεωφόρου που κυμαίνεται από 10% μέχρι 20%, αλλά ισχυρίζεται ότι “η υπεραξία” αυτή χάνεται από την επιβολή μονωτικών λωρίδων. Το Δικαστήριο ύστερα από σειρά συλλογισμών και ανάλυση της μαρτυρίας των εκτιμητών των δύο πλευρών κατέληξε ότι επειδή η επιβολή των μονωτικών λωρίδων δεν έχει οποιαδήποτε σχέση [*1367]με την απαλλοτρίωση, η αξία του υπόλοιπου ακινήτου των εφεσειόντων επαυξήθηκε λόγω της απαλλοτρίωσης κατά 15%. Αν, καταλήγει το πρωτόδικο δικαστήριο, οι μονωτικές λωρίδες είναι απαραίτητες, είναι αποτέλεσμα άλλης διοικητικής ενέργειας μη σχετιζόμενης με την απαλλοτρίωση. Κατά πόσο θα επιβληθούν θα διαφανεί αν και όταν οι εφεσείοντες επιδιώξουν να αναπτύξουν το κτήμα τους. Έτσι οι λωρίδες δεν αποτελούν συνέπεια της απαλλοτρίωσης και συνεπώς δεν μπορούν να ληφθούν υπ’ όψιν.
Η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης έγινε στις 12.8.1988 και το σχετικό διάταγμα εκδόθηκε στις 9.11.1988. Το Ενιαίο Ρυθμιστικό Σχέδιο άρχισε να εφαρμόζεται από το 1984. Ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972, Ν.90/72, που προνοεί την εκπόνηση σχεδίων πολεοδομικής ανάπτυξης δεν άρχισε να εφαρμόζεται παρά την 1.12.1990, μαζί με το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας που τέθηκε σε ισχύ με την Α.Δ.Π. 1935 ημερ. 1.12.1990.
Είναι δεδομένο ότι οι πρόνοιες του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου που εφαρμοζόταν όπως είδαμε κατά την ημερομηνία γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης δεν είχαν μεν υποχρεωτική ισχύ, λαμβάνονταν όμως υπ’ όψιν από τις αρμόδιες αρχές κατά την έκδοση των σχετικών αδειών. Βέβαια θα πρέπει να λεχθεί ότι αφού οι πρόνοιες του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου δεν ήταν δεσμευτικές οι οποιοιδήποτε περιορισμοί σε αίτηση ανάπτυξης μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο ακυρωτικής προσφυγής.
Η επιβολή υποχρεωτικών πλέον συγκεκριμένων περιορισμών γίνεται σε κάθε αίτηση που καταχωρείται μετά τη θέση σε ισχύ του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας και του Νόμου 90/72. Είναι μέρος της μαρτυρίας του εκτιμητή των εφεσιβλήτων ότι όροι για προστατευτικές λωρίδες και πλαγιόδρομους έμπαιναν ήδη στις άδειες διαχωρισμού οικοπέδων από το 1973, δηλαδή πριν την εφαρμογή ακόμα και του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου. Είναι σαφές από την ίδια μαρτυρία ότι πριν την 1.12.1990 δεν ήταν σίγουρη η επιβολή τέτοιων όρων. Χαρακτηριστικά ο εκτιμητής, αυτή τη φορά των εφεσειόντων, κατέθεσε ότι στο υπόλοιπο μέρος της Λεωφόρου Ακαδημίας που κατασκευάστηκε πριν την εφαρμογή του Ενιαίου Ρυθμιστικού Σχεδίου δεν επιβλήθηκαν μονωτικές λωρίδες, με αποτέλεσμα όλα τα ακίνητα κατά μήκος της να έχουν άμεση πρόσβαση σ’ αυτή.
Κατά τον υπολογισμό της επαύξησης ή μείωσης της αξίας άλλης περιουσίας που κατέχεται από τον ιδιοκτήτη μαζί με το απαλλοτριωθέν μέρος λαμβάνονται υπ’ όψιν τα κατά το χρόνο της δη[*1368]μοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης υφιστάμενα δεδομένα (άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/62, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6(γ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Τροποποιητικού) Νόμου του 1983, Ν.25/83).
Η διαπίστωση επαύξησης ή μείωσης της αξίας της υπόλοιπης περιουσίας είναι θέμα πραγματικό. Τα δεδομένα που λαμβάνονται υπ’ όψιν για το σκοπό αυτό είναι όχι μόνο τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του κτήματος που υφίστανται κατά το χρόνο της γνωστοποίησης, αλλά και τα κατά τον ίδιο χρόνο ευλόγως προβλεπτά.
Η αξία της απαλλοτριούμενης περιουσίας είναι η αξία που το συγκεκριμένο κτήμα έχει στην ελεύθερη αγορά μεταξύ ενός προτιθέμενου αγοραστή και ενός προτιθέμενου πωλητή που έχουν υπ’ όψιν τους την κατάσταση του κτήματος κατά την ημερομηνία της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, την υφιστάμενη, αλλά και την εύλογα προβλεπτή. Οποιοδήποτε στοιχείο που άνκαι δεν υφίσταται κατά το χρόνο της γνωστοποίησης, είναι εύλογα προβλεπτό, επηρεάζει την αξία της εναπομείνασας περιουσίας.
Η θέση που διατυπώνεται στην πρωτόδικη απόφαση για το χρόνο που προκύπτει το πλεονέκτημα που παρέχει μία λεωφόρος, δεν είναι ορθή, άνκαι στην παρούσα υπόθεση όπως θα δούμε πάρα κάτω, αυτό δεν έχει σημασία για την τελική κατάληξη. Πράγματι, ουσιώδης χρόνος για υπολογισμό του ύψους των αποζημιώσεων είναι ο χρόνος της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης και κανένας άλλος.
Στην παρούσα υπόθεση η επιβολή των μονωτικών λωρίδων δεν ήταν απόλυτα προβλεπτή. Κατά το χρόνο δημοσίευσης της απαλλοτρίωσης η επιβολή μονωτικών λωρίδων δεν ήταν υποχρεωτική. Από την άλλη έχουμε ως δεδομένο από τη μια ότι μονωτικές λωρίδες επιβάλλονταν ήδη από το 1973, αλλά και ότι στη Λεωφόρο Ακαδημίας, σε άλλη περίπτωση έτυχε να μην επιβληθούν.
Με τέτοια δεδομένα δεν μπορούμε να δεκτούμε ότι η επιβολή λωρίδων ήταν δεδομένη ή ακόμα και προβλεπτή κατά το χρόνο της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. Ήταν απλώς ενδεχόμενη. Δεν έχει σημασία κατά πόσο η επιβολή των όρων θα γινόταν με άλλη μελλοντική πράξη της διοίκησης. Σε κάθε ανάπτυξη εναπομείνασας από απαλλοτρίωση περιουσίας η επιβολή όρων γίνεται με μεταγενέστερη της απαλλοτρίωσης πράξη της διοίκησης. Μπορούσε [*1369]αν η επιβολή ήταν προβλεπτή, έστω κι αν γίνεται με χωριστή διοικητική πράξη, να επηρέαζε την αξία του κτήματος. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι στην παρούσα υπόθεση κατά τον ουσιώδη χρόνο της ημερομηνίας γνωστοποίησης δεν ίσχυαν οι πρόνοιες του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου 90/72 και έτσι η επιβολή όρων σε σκοπούμενη ανάπτυξη εξαρτάτο από τη μορφή της ανάπτυξης.
Ακόμα θα λέγαμε ότι δεν είναι σε κάθε περίπτωση επιβολής των λωρίδων ή πλαγιόδρομων που η αξία του κτήματος επηρεάζεται δυσμενώς. Θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η φύση του κτήματος και η επιτρεπόμενη από το συγκεκριμένο τοπικό σχέδιο ανάπτυξη. Η επιβολή τέτοιων όρων δεν είναι αναπόδραστα αρνητική για κάθε περίπτωση.
Οι εφεσείοντες σαν ένα από τους λόγους που θέτουν ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η αξία της εναπομείνασας περιουσίας των εφεσειόντων επαυξήθηκε κατά 15% προβάλλουν το επιχείρημα ότι η Λεωφόρος Ακαδημίας συμπληρώθηκε με την γενόμενη απαλλοτρίωση και ως εκ τούτου η αποζημίωση θα έπρεπε να υπολογιστεί σύμφωνα με τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962, Ν.15/62 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 25/83.
Το άρθρο 10(η) του βασικού νόμου όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Νόμου 25/83, προβλέπει ότι στην περίπτωση απαλλοτρίωσης ακίνητης περιουσίας της οποίας η αξία έχει επηρεαστεί λόγω της επιβολής οιωνδήποτε περιορισμών δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου ή οιουδήποτε άλλου νόμου, υπολογίζεται και κάθε αποζημίωση η οποία ήθελε θεωρηθεί ως καταβλητέα σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 23 του Συντάγματος (βλέπε σχετικά και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κούλουμου και άλλων, Π.Ε. 8426, ημερ. 27.7.1995).
Βρίσκουμε το πιο πάνω επιχείρημα εντελώς ανεδαφικό. Η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια αναφέρεται στον επηρεασμό της αξίας του τεμαχίου που απαλλοτριώθηκε και όχι στην επαύξηση της αξίας της περιουσίας που εναπομένει μετά την απαλλοτρίωση. Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου είναι η αποφυγή της περίπτωσης παροχής μειωμένης αποζημίωσης από το λόγο και μόνο ότι το υπό απαλλοτρίωση κτήμα βαρύνεται με συγκεκριμένους περιορισμούς δυνάμει των διατάξεων είτε των περί Αρχαιοτήτων νόμων ή οιουδήποτε άλλου νόμου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πραγματική αδικία στον κάτοχο μιας τέτοιας περιουσίας, ο οποί[*1370]ος κι’ αν ακόμα δεν ελάμβανε χώρα η απαλλοτρίωση, δυνατόν να είχε δικαίωμα αυτόνομης αποζημίωσης λόγω του συγκεκριμένου περιορισμού που έχει τεθεί στην περιουσία του. Περαιτέρω στην παρούσα υπόθεση, εκτός των πιο πάνω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είχε επιβληθεί, πριν βέβαια από την απαλλοτρίωση, οποιοσδήποτε περιορισμός στο τεμάχιο που απαλλοτριώθηκε, αλλά ούτε και στο εναπομείναν τμήμα της περιουσίας.
Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι η βελτίωση της Λεωφόρου Ακαδημίας εκτελέστηκε με απαλλοτρίωση και όχι ύστερα από αίτηση των εφεσειόντων για ανάπτυξη του κτήματος τους και ως εκ τούτου η αποζημίωση που δικαιούνται θα πρέπει να αποφασιστεί με τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο 15/62. Και αυτό το επιχείρημα δεν είναι βάσιμο. Η αποζημίωση ασφαλώς έχει αποφασιστεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού νόμου, η αξία δε της απαλλοτριωθείσας περιουσίας έχει συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς το επιχείρημα αυτό έχει σχέση με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου για επαύξηση της αξίας του υπολοίπου ακινήτου των εφεσειόντων κατά 15%.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αναφέρει και στο περίγραμμα της αγόρευσής του ότι λόγω της επιβολής των μονωτικών λωρίδων το ακίνητο των εφεσειόντων “χάνει την υπεραξία που είχε πάνω στην πρώτη σειρά οικοπέδων εις την κάθε πλευρά της Λεωφόρου”. Πέραν των όσων έχουν λεχθεί πιο πάνω για το προβλεπτό της επιβολής των λωρίδων, δεν μπορεί κάποιος να ισχυρίζεται ότι το εναπομείναν ακίνητο, γιατί γι’ αυτό πρόκειται αφού αναφέρει “πρώτη σειρά οικοπέδων σε κάθε πλευρά της λεωφόρου”, αποκτά υπεραξία λόγω της απαλλοτρίωσης και τη χάνει λόγω της επιβολής λωρίδων. Κατά τον υπολογισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης εξετάζονται όλα τα δεδομένα και αποφασίζεται κατά πόσο η υπόλοιπη περιουσία παρουσιάζει επαύξηση της αξίας της ή μείωση. Αν πάλι ο ευπαίδευτος συνήγορος εννοεί την αξία της περιουσίας κατά το χρόνο της γνωστοποίησης, τότε δεν μπορούμε να μιλούμε για υπεραξία. Το απαλλοτριωθέν μέρος του ακινήτου των εφεσειόντων είχε κάποια συγκεκριμένη αξία (και όχι υπεραξία), το ύψος της οποίας εκτιμήθηκε και συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων.
Πριν τελειώσουμε νομίζουμε ότι θα πρέπει να σχολιάσουμε μια παρεξηγημένη τοποθέτηση τόσο στις τοποθετήσεις των συνηγόρων των μερών, όσο και στην απόφαση του Δικαστηρίου. Γίνεται αναφορά σε υπεραξία του κτήματος την οποία το κτήμα απώλεσε λό[*1371]γω της απαλλοτρίωσης, άνκαι το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν υπήρχε μια τέτοια υπεραξία.
Η έννοια της υπεραξίας, ή ορθότερα της επαύξησης της αξίας, υπάρχει μόνο όσον αφορά τον επηρεασμό της αξίας της υπόλοιπης περιουσίας ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης. Η επαύξηση της αξίας αναφέρεται στην εναπομείνασα μετά την απαλλοτρίωση περιουσία και σημαίνει την επαύξηση της αξίας της, παρά τα άλλα φυσικά και νομικά της χαρακτηριστικά, που προκύπτει μόνο και μόνο από το γεγονός της απαλλοτρίωσης. Στον αντίποδα της επαύξησης βρίσκεται η μείωση της αξίας, ο δυσμενής επηρεασμός του υπόλοιπου ακινήτου.
Έτσι δεν είναι ορθό να μιλούμε για υπεραξία που απωλέστηκε λόγω της απαλλοτρίωσης. Η οποιαδήποτε αξία που το ακίνητο είχε κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης είναι απλώς η αξία του ακινήτου. “Υπεραξία” ή καλύτερα επαύξηση της αξίας υπάρχει μόνο στο υπόλοιπο της περιουσίας που παραμένει μετά την απαλλοτρίωση.
Για τους πιο πάνω λόγους βρίσκουμε ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο