Nικόλα Mυριάνθη Kυριάκου ν. Mιχάλη Kεφάλα κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1400

(1998) 1 ΑΑΔ 1400

[*1400]17 Ioυλίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΥΡΙΑΝΘΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑ,

Εφεσείουσα - Ενάγουσα,

ν.

1. ΜΙΧΑΛΗ ΚΕΦΑΛΑ,

2. ΕΦΗΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑ,

Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9939)

 

Aποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινό Διάταγμα — Για δέσμευση οικίας και συγκεκριμένου τραπεζικού λογαριασμού που αποτελούσαν αντικείμενο αγωγής — Τροποποίηση του διατάγματος μόνο αναφορικά με το ποσό του λογαριασμού — Κρίθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο διαφοροποίησης και ότι το εν λόγω χρηματικό ποσό έπρεπε να είχε παραμείνει δεσμευμένο.

Aποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινό Διάταγμα — Οικονομική δυνατότητα των εναγομένων — Συνιστούσε αυτοτελές θέμα, ασύνδετο προς τα επίδικα θέματα και η σημασία του εξαντλείτο σε ό,τι οι εναγόμενοι θεωρούσαν ως παράγοντα για αποτροπή της διατήρησης του προσωρινού διατάγματος — Δεν παρέχει αφ’ εαυτής τα εχέγγυα ικανοποίησης πιθανής απόφασης εναντίον των εναγομένων.

Aποφάσεις και Διατάγματα — Προσωρινό Διάταγμα — Η διαδικασία για έκδοσή του δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πρόωρη δίκη επί της ουσίας της αγωγής — Παρέκκλιση από τη δέουσα διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα μείωση εξόδων που επιδικάσθηκαν υπέρ επιτυχόντα διαδίκου.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα μεταβίβασε στους εφεσίβλητους-εναγομένους μια οικία στην Πέγεια και τον τραπεζικό της λογαριασμό από £44.000 περίπου.  Οι εφεσίβλητοι ανέλαβαν την πλήρη κάλυψη των αναγκών διαβίωσης της εφεσείουσας.  Με την αγωγή της η εφεσείουσα αξίωσε την επιστροφή τους ή αποζημιώσεις λόγω ψυχικής επιρροής, αποτυχίας ανταλλάγματος και ψευδών παραστάσεων και πέτυχε την [*1401]έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος για τη δέσμευση όσων περιγράφονταν ως το αντικείμενο της αγωγής.  Το χρηματικό ποσό μειώθηκε στις £40.000 μετά από ανάληψη που μεσολάβησε.  Οι εφεσίβλητοι έφεραν ένσταση και μετά από ακροαματική διαδικασία τερματίστηκε η ισχύς του διατάγματος ως προς το χρηματικό ποσό με την αιτιολογία ότι το εν λόγω ποσό δεν ήταν απαραίτητο να διαφυλαχθεί ενόψει της εκ πρώτης όψεως καλής οικονομικής κατάστασης των εφεσιβλήτων, οι οποίοι αν τελικά διετάσσοντο να το επιστρέψουν θα μπορούσαν να το πράξουν, οπόταν και δεν θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, προς ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60).

Η εφεσείουσα ισχυρίσθηκε κατ’ έφεση ότι έπρεπε να διατηρηθεί το διάταγμα σε όλο το εύρος του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραγνωρίζει πως η μεταβίβαση του ποσού είχε στη ρίζα της όσα φέρονταν να προηγήθηκαν, ως ενιαία ρύθμιση, τόσο για το ποσό όσο και για την οικία.  Δεν υπήρχε περιθώριο για διαφοροποίηση πάνω στη βάση ότι “φαίνονταν πιο καθαρά οι συνθήκες” της μεταβίβασης του ποσού.

2.  Οι οικονομικές δυνατότητες των εφεσιβλήτων - τις οποίες πρόβαλαν οι ίδιοι ως λόγο για τη μη διατήρηση του διατάγματος και οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν από τη μαρτυρία - ήταν αυτοτελές ζήτημα, ασύνδετο προς τα επίδικα και η σημασία του εξαντλείτο σε ό,τι οι εφεσίβλητοι θεωρούσαν ως παράγοντα που έπρεπε να αποτρέψει τη διατήρηση του διατάγματος.

3.  Η ύπαρξη περιουσίας ή καταθέσεων που θα είναι αδέσμευτα και θα υπόκεινται σε κάθε είδους διάθεση ή χειρισμό ανάλογα με τη βούληση των εναγομένων, δεν παρέχει αφ’ εαυτής τα εχέγγυα ικανοποίησης πιθανής απόφασης εναντίον τους, που ήταν ο λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο τερμάτισε την ισχύ του διατάγματος ως προς το ποσό.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αποκαθίσταται το παρεμπίπτον διάταγμα που είχε εκδοθεί και ως προς το χρηματικό ποσό.  Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας.  Η διαταγή μόνο του 1/3 των εξόδων που επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως υπέρ της εφεσείουσας, επειδή πέτυχε μερικώς αλλά και επειδή κάλεσε μάρτυρες που δεν χρειάζονταν σ’ εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, πα[*1402]ραμένει, ενόψει της αρχής ότι η διαδικασία για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν πρέπει να παρεκκλίνει από το στόχο της και, μάλιστα, να μετατρέπεται σε πρόωρη δίκη επί της ουσίας.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

Aναφερόμενη υπόθεση:

ABP Holdings Ltd. v. Κιταλίδης κ.ά. (Aρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Φωτίου, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 4 Aπριλίου, 1997 (Aρ. Aγωγής 1493/96), με την οποία διατηρήθηκε η ισχύς παρεμπίπτοντος διατάγματος ως προς την οικία της ενάγουσας αλλά τερματίστηκε ως προς το χρηματικό ποσό του τραπεζικού της λογαριασμού.

Α. Κορακίδου, για την Eφεσείουσα.

Α. Κακογιάννης και Δ. Ανδρέου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-ενάγουσα μεταβίβασε στους εφεσίβλητους-εναγόμενους οικία της στην οδό Πηνελόπης 1 στην Πέγεια και το τραπεζικό λογαριασμό της από £44.000 περίπου.  Με την αγωγή της αξίωσε την επιστροφή τους ή αποζημιώσεις και με την καταχώριση του γενικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, έπειτα από μονομερή αίτηση, εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα για τη δέσμευση όσων περιγράφονταν ως το αντικείμενο της αγωγής.  Ας σημειωθεί, πως το χρηματικό ποσό παρέμεινε κατατεθειμένο στην τράπεζα, στο όνομα των εφεσιβλήτων πλέον, μειωμένο όμως στις £40,000 μετά από ανάληψη που μεσολάβησε.  Την ένσταση των εφεσιβλήτων ακολούθησε μακρά ακροαματική διαδικασία παρά, πρέπει να πούμε, τις επανειλημμένες ορθές παρεμβάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου πως δεν ήταν υπό συζήτηση σε εκείνο το στάδιο η πράγματι θεμελίωση της βάσης της αγωγής.  Στο τέλος διατηρήθηκε η ισχύς του διατάγματος ως προς την οικία αλλά τερματίστηκε ως προς το χρηματικό ποσό. [*1403]Αντικείμενο της έφεσης είναι αυτό το τελευταίο μέρος της πρωτόδικης απόφασης.  Κατά την εφεσείουσα έπρεπε να διατηρηθεί το διάταγμα σε όλο το εύρος του.

Μεταξύ άλλων, οι διάδικοι ασχολήθηκαν με τη διασύνδεση των άρθρων 4 του περι Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) και τις δυνατότητες που προσφέρει το κάθε ένα. Δεν θα χρειαστεί να επεκταθούμε σ’ αυτά.  Η συζήτηση θα ήταν ακαδημαϊκή αφού, όπως έχουμε καταλήξει, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα θα έπρεπε να είχε παραμείνει δεσμευμένο και το χρηματικό ποσό. (βλ. συναφώς ΑΒP Hold. Ltd v. Κιταλίδης κ.ά. (Aρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694).

Το πρωτόδικο δικαστήριο συνόψισε ως διαζευκτικές βάσεις της αγωγής “ψυχική επιρροή”, την έλλειψη ή την “αποτυχία” ανταλλάγματος και ψευδείς παραστάσεις.  Αναφέρθηκε στη νομολογία ως προς τις προϋποθέσεις για την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος ιδίως με αναφορά στο άρθρο 32 του Ν. 14/60 και θεώρησε πως αυτές συνέτρεχαν μόνο ως προς την οικία. Ως προς το χρηματικό ποσό, όπως σημειώνει, “η δεύτερη αλλά κυρίως η τρίτη προϋπόθεση δεν ικανοποιούνται”.  Γιατί δεν υπήρχε “ορατή πιθανότητα επιτυχίας”, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση που προσδιόρισε, δεν εξήγησε.  Πέρα όμως από αυτό, ενέχει αυτή η εκτίμηση και σοβαρό στοιχείο αντίφασης.  Η οικία και το ποσό φέρονταν να μεταβιβάστηκαν στο πλαίσιο ακριβώς της ίδιας διευθέτησης. Όσα προβάλλονταν ως το στήριγμα για την αξίωση για το ένα, προβάλλονταν και για το άλλο.  Στη βάση τους βρίσκονταν οι ισχυρισμοί πως οι εφεσίβλητοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση της υγείας της εφεσείουσας και την αδύνατη θέση της, και πως, πάντως, αρνήθηκαν να τηρήσουν όσα ανέλαβαν αναφορικά με την πλήρη κάλυψη των αναγκών διαβίωσης της εφεσείουσας.

Αφήνεται να νοηθεί πως το πρωτόδικο δικαστήριο είδε ως διαφοροποιητικό στοιχείο το γεγονός ότι, στην περίπτωση του χρηματικού ποσού, από τη μαρτυρία υπαλλήλου της τράπεζας “φαίνονταν πιο καθαρά οι συνθήκες” της μεταβίβασής του.  Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο στο “σύνολο της μαρτυρίας”. Ποιές συνθήκες ή τί είχε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσδιόρισε αλλά, εν πάση περιπτώσει, αυτή η προσέγγιση παραγνωρίζει πως και η μεταβίβαση του ποσού είχε στη ρίζα της όσα φέρονταν να προηγήθηκαν, ως ενιαία ρύθμιση, τόσο για το ποσό όσο και για την οικία.  Δεν νομίζουμε πως υπήρχε περιθώριο διαφοροποίησης πάνω σε τέτοια βάση.  Ως προς δε την έφεση, σημειώνουμε πως δεν έχει τεθεί από τους εφεσίβλητους θέμα αναφορικά [*1404]με την ορθότητα της απόφασης σε σχέση με την οικία.

Φαινόταν, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι το ποσό των £40,000 “είναι το ίδιο ποσό που αρχικά ήταν περί της £44,000 (δηλαδή £43.671) σε γραμμάτιο που η ενάγουσα μεταβίβασε στους εναγομένους”. Επομένως, όπως πρόσθεσε, “μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αντικείμενο της αγωγής”. Προχώρησε όμως με τη σκέψη πως τελική απόφαση υπέρ της εφεσείουσας θα μπορούσε να ικανοποιηθεί και με πληρωμή, όχι απαραίτητα από τον εξειδικευθέντα λογαριασμό.  Και επειδή, όπως καταλήγει, “η μαρτυρία έδειξε, πάντοτε εκ πρώτης όψης, ότι οι εναγόμενοι είναι σε καλή οικονομική κατάσταση ούτως ώστε αν τελικά διαταχθούν να επιστρέψουν το εν λόγω χρηματικό ποσό να μπορούν να το πράξουν”, δεν ήταν απαραίτητο “να διαφυλαχθεί το ποσό του εν λόγω λογαριασμού”.

Αναγνωρίζει η πρωτόδικη απόφαση τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος στην περίπτωση εφόσον ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, η δε ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης συναρτήθηκε μόνο προς την οικονομική κατάσταση των εφεσιβλήτων.  Εξ αιτίας της, όπως αποφασίστηκε, δεν θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.  Δεν έχουν εγερθεί οποιαδήποτε ζητήματα σε σχέση με αυτή τη ταξινόμηση και εξετάσαμε το θέμα με σημείο αναφοράς την αιτιολογική στήριξη της πρωτόδικης απόφασης.

Κατά την ακρόαση της αίτησης, η προσπάθεια κατάδειξης της καλής οικονομικής κατάστασης των εφεσιβλήτων, δια μέσου της αντεξέτασης των τραπεζικών υπαλλήλων που κάλεσε η εφεσείουσα, απέτυχε.  Οι μάρτυρες δεν είχαν γνώση.  Όσα λέχθηκαν πάνω στο θέμα προέρχονταν από τον πρώτο εφεσίβλητο.  Αλλά και πάλιν δεν επιβεβαιώθηκαν από άλλη μαρτυρία.  Ο πρώτος εφεσίβλητος αναφέρθηκε γενικά σε ακίνητά τους και σε άλλες καταθέσεις τους ύψους £40.000. Ταυτόχρονα, όμως, όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει το γεγονός της ανάληψης από το λογαριασμό που του μεταβίβασε η εφεσείουσα, απάντησε “ποιός ήταν να μου δώσει να την ταΐζω και να την ποτίζω”, εννοείται την εφεσείουσα. Ας σημειωθεί πως σύμφωνα με τη μαρτυρία του πρώτου εφεσίβλητου τα εισοδήματά τους προέρχονταν από συντάξεις του εξωτερικού.

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία έδειχνε “εκ πρώτης όψης” οικονομικές δυνατότητες. Αυτό όμως δεν θα αρκούσε.  Ούτε θα μπορούσε να υπάρξει στάδιο για δεύτερη και οριστική “όψη” αυτού του θέματος.  Δεν ήταν ζήτημα ενταγμένο στην ουσία της αντιδικίας.  Το πρόβαλαν οι εφεσίβλητοι ως λόγο για τη μη [*1405]διατήρηση του διατάγματος.  Αυτή η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη. Δεν τίθεται θέμα οριστικής  διάγνωσης στο πλαίσιο διαδικασίας για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος ως προς τα θέματα που συνάπτονται προς τα επίδικα στην αγωγή.  Οι οικονομικές δυνατότητες των εφεσιβλήτων ήταν αυτοτελές ζήτημα, ασύνδετο προς τα επίδικα και η σημασία του εξαντλείτο σε ό,τι οι εφεσίβλητοι θεωρούσαν ως παράγοντα που έπρεπε να αποτρέψει τη διατήρηση του διατάγματος.

Όσα εξηγήσαμε καθιστούν αναπόφευκτο τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Δεν πρέπει, όμως, να θεωρηθεί και ότι προσυπογράφουμε τη λογική πως η ύπαρξη περιουσίας ή καταθέσεων που θα είναι αδέσμευτα και θα υπόκεινται σε κάθε είδους διάθεση ή χειρισμό ανάλογα με τη βούληση των εναγομένων, παρέχει αφ’ εαυτής τα εχέγγυα ικανοποίησης πιθανής απόφασης εναντίον τους, που ήταν o λόγος για τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο τερμάτισε την ισχύ του διατάγματος ως προς το ποσό.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και αποκαθίσταται το παρεμπίπτον διατάγμα που είχε εκδοθεί και ως προς το χρηματικό ποσό.  Ζήτημα αύξησης της εγγύησης σε τέτοια περίπτωση δεν τέθηκε και δικαίως. Η εγγύηση για το ποσό των £35.000 που υπεγράφη είναι υπέραρκετή.  Αφού μάλιστα δεν ήταν ποτέ η υπόθεση των εφεσιβλήτων πως η δέσμευση του ποσού θα είχε γι’ αυτούς ζημιογόνες επιπτώσεις. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας. Πρωτοδίκως επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσείουσας όχι όλα αλλά μόνο το 1/3 των εξόδων της επειδή πέτυχε μερικώς αλλά και επειδή είχε καλέσει μάρτυρες που δεν χρειάζονταν αφού αναφέρονταν σε θέματα ουσίας που δεν θα λύονταν σε εκείνο το στάδιο.  Η εφεσείουσα υποδεικνύει πως όλοι οι μάρτυρες κλήθηκαν σε μια δικάσιμο. Αυτό είναι ορθό αλλά ενόψει του αριθμού των μαρτύρων που κάλεσε και των θεμάτων που κάλυψε η μαρτυρία τους χρειάστηκε δεύτερη δικάσιμος για τη συμπλήρωση της διαδικασίας.  Λέγει επίσης η εφεσείουσα πως όφειλε να αποδείξει τους ισχυρισμούς που η άλλη πλευρά αρνείτο. Είναι όμως στοιχειώδες πως δεν ετίθετο σε εκείνο το στάδιο ζήτημα απόδειξης της βάσης της αγωγής της. Έχει διαφοροποιηθεί το αποτέλεσμα της πρωτόδικης διαδικασίας αλλά καταλήξαμε πως δεν πρέπει να διαφοροποιήσουμε τη διαταγή ως προς τα έξοδα. Θεωρούμε σημαντικό να γίνεται η κατάλληλη ταξινόμηση ώστε να μή παρεκκλίνει η διαδικασία για την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος από το στόχο της και, μάλιστα, να μετατρέπεται σε πρόωρη δίκη επί της ουσίας.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο