Iωάννου Mάριος ν. Έλλης Nίκου Mανώλη, άλλως Έλλης Pόπαλη μέσω της πληρεξουσίου αντιπροσώπου αυτής Δέσποινας Σακκά κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1423

(1998) 1 ΑΑΔ 1423

[*1423]31 Ιουλίου, 1998

[ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Eφεσείων,

ν.

1. EΛΛΗΣ ΝΙΚΟΥ ΜΑΝΩΛΗ, ΑΛΛΩΣ ΈΛΛΗΣ ΡΟΠΑΛΗ                         ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ

     ΑΥΤΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΣΑΚΚΑ,

2. NEOΦYTOY ΠAYΛIΔH MEΣΩ THΣ ΠΛHPEΞOYΣIOY            ANTIΠPOΣΩΠOY AYTOY ΔEΣΠOINAΣ ΣAKKA,

3. ΔEΣΠOINAΣ NIKOY MANΩΛH AΛΛΩΣ ΔEΣΠOINAΣ              ΣAKKA,

4. ΠOΛYΞENHΣ NIKOY MANΩΛH AΛΛΩΣ ΠOΛYΞENHΣ                      ΣKAΠOYΛH,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 10289)

 

Παρακοή Διατάγματος — Παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα — Ανυπακοή — Αίτηση εξαναγκασμού συμμόρφωσης — Βάρος αποδείξεως — Ο αιτών πρέπει να αποδείξει την παρακοή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας — Απουσία ευρήματος ότι η παρακοή έλαβε χώραν εντός της περιόδου η οποία καλύπτετο από το απαγορευτικό διάταγμα — Οδήγησε σε ακύρωση της απόφασης με την οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος παρακοής διατάγματος.

Αποφάσεις και Διατάγματα — Παρεμπίπτοντα διατάγματα — Τα οποία εκδίδονται μετά από ενδιάμεση αίτηση — Εκτοπίζονται από την τελική απόφαση στην αγωγή εκτός όπου προνοείται ρητά η πρόθεση για συνέχισή τους.

Kαταφρόνηση Δικαστηρίου (contempt of Court) — H αίτηση για καταδίκη για καταφρόνηση Δικαστηρίου προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας, η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος.

Στην υπόθεση αυτή οι εφεσίβλητοι πέτυχαν την έκδοση προσωρινού διατάγματος που απαγόρευε στον εφεσείοντα την πώληση και/ή μεταφορά εκτός του καταστήματος το οποίο ενοικίαζε και στο οποίο ασκούσε επιχείρηση υπεραγοράς και φρουταρίας, όλο τον εξοπλισμό [*1424]του καταστήματος. Το εν λόγω διάταγμα εκδόθηκε στις 17.11.95 με ισχύ μέχρι τις 12.12.95.

Στις 26.1.96 εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα, αναφορικά με την ουσία της αγωγής, λόγω ελλείψεως σημειώματος εμφανίσεως.

Στις 3.4.96 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση ζητώντας την τιμωρία του εφεσείοντα λόγω άρνησης και/ή παράλειψής του να συμμορφωθεί προς το επίδικο διάταγμα.  Στην ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτησή τους ισχυρίσθηκαν ότι ο εφεσείων σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ της 8.12.95 και 8.1.96 μετέφερε κατά παράβαση του διατάγματος εκτός του καταστήματος όλο τον εξοπλισμό που αναφερόταν στο διάταγμα.  Ο εφεσείων υπέβαλε ένσταση.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο για παρακοή του διατάγματος ημερ. 17.11.95 και τον καταδίκασε σε φυλάκιση 30 ημερών.

Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι εφόσον στο διάταγμα δεν καθοριζόταν η διάρκεια της ισχύος του, αυτό έπαυσε να ισχύει μετά την έκδοση της τελικής απόφασης στην αγωγή.

Αποφασίστηκε ότι:

Το παρεμπίπτον διάταγμα είναι διάταγμα προσωρινής φύσεως και δεν ρυθμίζει δικαιώματα.  Οι συνέπειες και οι σκοποί του είναι απλώς η διατήρηση του status quo ή μέχρι νεωτέρας διαταγής.  Απαγορευτικό διάταγμα το οποίο έχει εκδοθεί μετά από ενδιάμεση αίτηση εκτοπίζεται από την τελική απόφαση στην αγωγή.  Αν υπάρχει πρόθεση να συνεχίσει να βρίσκεται σε ισχύ πρέπει αυτό να γίνει με τρόπο ρητό.  Ως εκ τούτου το επίδικο διάταγμα έπαυσε να ισχύει μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή.

Ενόψει των ανωτέρω, οι εφεσίβλητοι έπρεπε να αποδείξουν ότι η παρακοή συνέβηκε μεταξύ της 8.12.95 - ημερ. επίδοσης του διατάγματος - και της 26.1.96 - ημερ. έκδοσης της απόφασης στην αγωγή.  Η διαπίστωση του δικαστηρίου ότι ο εξοπλισμός μετακινήθηκε μετά τις 10.12.95, δημιουργεί αμφιβολίες αναφορικά με το κατά πόσο η παρακοή έλαβε χώραν εντός της περιόδου η οποία καλυπτόταν από το επίδικο διάταγμα και εκθεμελιώνει την ετυμηγορία για την ενοχή του εφεσείοντα.  Η κατηγορία για ανυπακοή πρέπει να αποδεικνύεται πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

[*1425]Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 A.A.Δ. 309,

Krashias Shoe Factory Ltd. v. Adidas Sports Chuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1(E) A.A.Δ. 750,

Bramblevale Ltd. [1970] Ch. 128,

Bozson v. Altrincham U.D.C. [1903] 1 K.B. 547,

Leney & Sons Ltd v. Callingham and Thompson [1908] 1 K.B. 79,

Jones v. Pacaya Rubber and Produce Co. Ltd. [1911] 1 K.B. 455.

Έφεση.

Έφεση κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παρπαρίνος, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 13 Aπριλίου, 1998 (Aρ. Aγωγής 6755/95), με την οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 30 ημερών για παρακοή του διατάγματος ημερ. 17.11.1995.

Πουργουρίδης, για τον Eφεσείοντα.

M. B. Iωάννου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου έδωσε αυθημερόν ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με αγωγή τους, που κατέθεσαν στις 10.11.95, εναντίον του εφεσείοντα και της συζύγου του, οι εφεσίβλητοι αξίωναν το ποσό των Λ.Κ.17.500 δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου.

Την ίδια ημερομηνία καταχώρησαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν διάταγμα του δικαστηρίου “εμποδίζον τον εναγόμενο 1 από του να πωλήσει και/ή μεταφέρει εκτός της πολυκατοικίας της κειμένης επί της οδού Μουρούζη και Πλάτωνος (γωνία) Λεμεσός εις την οποία ο εναγόμενος ασκούσε επιχείρηση υπεραγοράς και φρουταρίας γνωστής ως ‘Καραβάς’ όλο τον εξοπλισμό που αποτελείται από ψυκτικούς θαλάμους, ψυγεία, βιτρίνες και ταμειακές μηχανές μέχρις εκδόσεως αποφάσεως στην πιο πάνω αγωγή ή [*1426]μέχρις άλλης διαταγής του δικαστηρίου”.

Νομική βάση της μονομερούς αίτησης ήταν:

Τα άρθρα 4, 5, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60), η Δ.48 θ.1-4, 8, 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και οι “γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου”.

Στις 17.11.95 εκδόθηκε διάταγμα (“το επίδικο διάταγμα”) “όπως αυτό ζητείται στην αίτηση” με ισχύ μέχρι τις 12.12.95.  Οπισθογραφημένο αντίγραφο του διατάγματος επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 8.12.95.  Ο εφεσείων δεν εμφανίσθηκε στις 12.12.95 και το διάταγμα έγινε απόλυτο.

Στις 26.1.96 εκδόθηκε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα, αναφορικά με την ουσία της αγωγής, “λόγω ελλείψεως σημειώματος εμφανίσεως”.

Με αίτηση τους, που καταχώρησαν στις 3.4.96, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν την τιμωρία του εφεσείοντα λόγω άρνησης του και/ή παράλειψης του να συμμορφωθεί προς το επίδικο διάταγμα. Στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση τους ισχυρίσθηκαν ότι ο εφεσείων “εις διάφορους ημερομηνίας μεταξύ της 8.12.1995 και 8.1.96 μετέφερεν κατά παράβασιν του διατάγματος” εκτός της πιο πάνω πολυκατοικίας όλο τον εξοπλισμό που αναφερόταν στο διάταγμα.  Η αίτηση συνάντησε την ένσταση του εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού ανέλυσε και αξιολόγησε την ενώπιον του προφορική μαρτυρία έκαμε τα πιο κάτω ευρήματα:

“Είναι ευρήματα μου ότι στις 10.12.95 εις την υπεραγορά ‘Καραβάς’ του Καθ’ ου η Αίτηση που ευρισκόταν εις την οδό Μουρούζη  και Πλάτωνος, ευρίσκετο εξοπλισμός της όπως ψυγεία, ταμειακές μηχανές, πάγκοι, ράφια και άλλα.  Ο εξοπλισμός αυτός μετακινήθηκε από την πιο πάνω υπεραγορά μετά τις 10.12.95.  Από τη μαρτυρία του Καθ’ ου η αίτηση αλλά και της Αιτήτριας 3, συνάγεται ότι τον έλεγχο και κατοχή της υπεραγοράς ως άνω είχε ο Καθ’ ου η Αίτηση. Συνεπώς μπορεί να εξαχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι τον άνω εξοπλισμό τον μετακίνησε ο Καθ’ ου η αίτηση.”

Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων του το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα “ένοχο παρακοής του διατάγματος ημερ. 17.11.95” και τον καταδίκασε σε φυλάκιση 30 ημερών.

[*1427]Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για παρακοή του διατάγματος.  Βάλλεται ως εσφαλμένη γιατί το “πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ουσιώδες εύρημα και/ή δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία από την οποία να μπορούσε να κάμει εύρημα ότι η μετακίνηση των αντικειμένων εκτός της υπεραγοράς Καραβάς έγινε:

(α) Από τον εφεσίβλητο και/ή

(β) Μεταξύ 8.12.95 που του επιδόθηκε το διάταγμα και 26.1.96 ημερομηνία κατά την οποία το εν λόγω ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα έπαψε να ισχύει λόγω έκδοσης τελικής απόφασης στην αγωγή επί της οποίας εξεδόθη το Διάταγμα.”

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα ότι εφόσον στο διάταγμα δεν καθοριζόταν η διάρκεια της ισχύος του αυτό έπαυσε να ισχύει μετά την έκδοση της τελικής απόφασης στην αγωγή - στις 26.1.96.  Στην απουσία ευρήματος από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η παρακοή έλαβε χώραν μεταξύ της 8.12.95 και 26.1.96 το εύρημα ενοχής του εφεσείοντα καθίσταται ανατρέψιμο και πρέπει να ακυρωθεί.

Έχει νομολογηθεί ότι το μέτρο απόδειξης της παρακοής δικαστικού διατάγματος είναι εκείνο που εφαρμόζεται στις ποινικές υποθέσεις - απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  

Στην Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 - απόφαση Πική Δ., όπως ήταν τότε - το θέμα τέθηκε ως εξής:

“Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και τον μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος  του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη.  Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.”

Στην Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 750 υποδεικνύεται ότι οι παραβιάσεις του διατάγματος πρέπει να προσδιορίζονται με την ίδια σαφήνεια όπως και τα αδικήματα στο κατηγορητήριο στις πονικές υποθέσεις.

Ο Lord Denning M.R. στην In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 128 έθεσε το θέμα ως πιο κάτω:

“Η καταφρόνηση του δικαστηρίου είναι αδίκημα ποινικού χαρακτήρα. Κάποιος μπορεί να σταλεί στη φυλακή για αυτό.  Πρέπει να αποδειχθεί με ικανοποιητικό τρόπο. Για να χρησιμοποιήσω την δοκιμασμένη φράση πρέπει να αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.”*

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο το διάταγμα έπαυσε να ισχύει μετά την έκδοση της απόφασης αναφορικά με την ουσία της αγωγής - στις 26.1.96.

Έχουμε την άποψη πως η θέση που έχει προβάλει ο εφεσείων, σε σχέση με τη διάρκεια της ισχύος του επίδικου διατάγματος, βρίσκει έρεισμα σ’ αυτή τούτη τη φύση του επίδικου διατάγματος.  Πρόκειται για απαγορευτικό διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μετά από ενδιάμεση αίτηση και με το οποίο δεν έχουν κριθεί οριστικά τα δικαιώματα των διαδίκων (Βλ. Bozson v. Altrincham U.D.C. [1903] 1 K.B. 547, 548)**.  Πρόκειται, επομένως, για παρεμπίπτον διάταγμα (“άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 - Ν. 14/60). 

Εφόσον πρόκειται για  περεμπίπτον διάταγμα η ισχύς του συνεχίζει μέχρι την ακρόαση της ουσίας της αγωγής ή μέχρι νεώτερης διαταγής. Είναι απλώς προσωρινής φύσεως και δεν ρυθμίζει δικαιώματα. Οι συνέπειες και οι σκοποί του παρεμπίπτοντος διατάγματος είναι απλώς η διατήρηση του status quo ή μέχρι νεωτέρας διαταγής (Βλ. Leney & Sons Ltd v. Callingham and Thompson [1908] 1 K.B. 79, 84, Jones v. Pacaya Rubber and Produce Co. Ltd [1911] 1 K.B. 455, 457, και Kerr on Injunctions, Sixth ed., σελ. 1-2)***. Απαγορευτικό διάταγμα το οποίο έχει εκδοθεί μετά από ενδιάμεση αίτηση εκτοπίζεται από την τελική απόφαση στην αγωγή.  Αν υπάρχει πρόθεση να συνεχίσει να βρίσκεται σε ισχύ πρέπει αυτό να γίνει με τρόπο ρητό (Βλ. Kerr, πιο πάνω, σελ. 664)*.

Η πιο πάνω θέση αντανακλάται και στη νομοθεσία μας (Βλ. Άρθρα 4, 5, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60)).

Κρίνουμε, επομένως, πως το επίδικο διάταγμα έπαυσε να ισχύει μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή - στις 26.1.96.  Τονίζουμε ότι κατά την έκδοση της απόφασης εκείνης δεν είχε ανανεωθεί η ισχύς του διατάγματος.

Ενόψει αυτής της κατάληξης οι εφεσίβλητοι έπρεπε να αποδείξουν ότι η επίδικη παρακοή είχε επισυμβεί μεταξύ της 8.12.95 - ημερ. επίδοσης του διατάγματος - και της 26.1.96 - ημερ.  έκδοσης της απόφασης στην αγωγή.  Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο “εξοπλισμός μετακινήθηκε μετά τις 10.12.95”. Αυτή η φράση μπορεί να σημαίνει οποιαδήποτε ημερομηνία μετά τις 10.12.95 και όχι απαραιτήτως “μεταξύ 8.12.95 και 26.1.96”.  Υπάρχουν λοιπόν αμφιβολίες αναφορικά με το κατά πόσο η επίδικη παρακοή είχε λάβει χώραν εντός της περιόδου η οποία καλυπτόταν από το επίδικο διάταγμα. Αυτή η αμφιβολία είναι ικανή να εκθεμελιώσει την ετυμηγορία για την ενοχή του εφεσείοντα. Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω η κατηγορία για ανυπακοή πρέπει να αποδεικνύεται πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  

Η έφεση επιτρέπεται.  Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο