Kυπριακός Oργανισμός Tουρισμού (1998) 1 ΑΑΔ 1438

(1998) 1 ΑΑΔ 1438

[*1438]4 Αυγούστου, 1998

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 1070/98, ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΙΣ 15.7.98, ΝΑ ΜΗΝ ΕΚΔΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΠΙΦΥΛΑΧΘΕΙΣΑ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ

ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ, ΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΓΩΓΗ, ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕ ΗΜΕΡ. 1.7.98

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI, PROHIBITION ΚΑΙ MANDAMUS ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΠΡΟΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ.

(Αίτηση Aρ. 72/98)

 

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari, Prohibition και Mandamus — Αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση (α) εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρωθεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (η επίδικη απόφαση) να μην εκδώσει την επιφυλαχθείσα ενδιάμεση απόφασή του στην αίτηση των αιτητών για αναστολή εκτέλεσης διατάγματος, λόγω δημοσιεύματος από πλευράς αιτητών, που κατά την άποψη του Δικαστηρίου συνιστούσε περιφρόνηση του Δικαστηρίου β) εντάλματος Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται η περαιτέρω αναβολή της έκδοσης της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης, και γ) εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται η έκδοση της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης — Ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 30.2 και 30.3 του Συντάγματος και επίσης ότι συνιστούσε προϊόν πλάνης — Κρίθηκε ότι η αναστολή της διαδικασίας συνιστά δικαστική πράξη στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δι[*1439]καστηρίου, η οποία δεν ελέγχεται με ένταλμα Certiorari αλλά μπορεί να αναθεωρηθεί στα πλαίσια έφεσης.

Πολιτική Δικονομία — Αναστολή διαδικασίας — Μπορεί να διαταχθεί όταν η συμπεριφορά διαδίκου συνιστά καταφρόνηση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου — Η δυνατότητα για αναστολή εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αυτού.

Φυσική Δικαιοσύνη — Δικαίωμα ακρόασης — Παρακοή διατάγματος — Διακριτική εξουσία να μην ακουσθεί ο διάδικος, εφόσον δεν συμμορφώνεται — Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του εκδικάζοντος Δικαστηρίου.

Προνομιακά εντάλματα — Δικαιοδοσία — Πρωτόδικο Δικαστήριο — Η κρίση του επί των πρωτογενών γεγονότων δεν μπορεί να υποκατασταθεί από το Εφετείο.

Προνομιακά εντάλματα — Certiorari — Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου — O τρόπος άσκησής της δεν ελέγχεται από το Aνώτατο Δικαστήριο με προνομιακά εντάλματα.

Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας δεν εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση στην αίτηση των αιτητών για αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 1.7.98 (ενόψει έφεσης που είχαν καταχωρήσει κατά του διατάγματος), παρόλο που η ενδιάμεση απόφαση ήταν έτοιμη. Ο λόγος που δεν την εξέδωσε ήταν – όπως αναφέρει σε απόφασή του ημερ. 15.7.98 (“η επίδικη απόφαση”) – ότι δημοσίευμα στον τύπο λειτουργού των αιτητών (με το οποίο χαρακτηρίζετο η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην αγωγή ως εκπληκτική (surprising) και επίσης ότι εντός 24 ωρών από την έκδοση της απόφασης είχε εκδοθεί απαγορευτικό διάταγμα (injunction) εναντίον της απόφασης αυτής) συνιστούσε περιφρόνηση του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν είχε καθήκον να εκδώσει την επιφυλαχθείσα ενδιάμεση απόφαση μέχρις ότου αρθεί η περιφρόνηση και απολογηθούν οι αιτητές προς το Δικαστήριο. Η υπόθεση ορίστηκε στις 18.8.98.

Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές ζητούν άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση α) εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση β) εντάλματος Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται η περαιτέρω αναβολή της έκδοσης της ενδιάμεσης απόφασης και γ) εντάλματος Mandamus, με το οποίο να διατάσσεται η έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης.

Ο συνήγορος των αιτητών υποστήριξε ότι:

[*1440]1.    Η μη έκδοση της επίδικης απόφασης προάγει την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

2.  Δεν δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν ως προς το κατά πόσο είχε σημειωθεί περιφρόνηση του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να στερηθούν του δικαιώματος που διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος.

3.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε υπό το κράτος πλάνης ως προς το περιεχόμενο του δημοσιεύματος και η ενέργεια αυτή συνιστά έκδηλο νομικό λάθος.

4.  Παραβιάσθηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα των αιτητών και το δικαστήριο είχε καθήκον να τα διασφαλίσει δυνάμει του Άρθρου 35 του Συντάγματος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η περίπτωση καταφρόνησης δικαστηρίου, όπως έχει επεξηγηθεί στην υπόθεση Constantinides v. Ekdodiki Eteria Vima Ltd. & Others, προσομοιάζει με την περίπτωση κατά την οποία διάδικος παραλείπει να συμμορφωθεί με δικαστικό διάταγμα.  Σύμφωνα με την απόφαση του Πική, Δ. – όπως ήταν τότε – στην Smith v. Paphos Stone Estates, “είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας αν θα επιτρέψει το Δικαστήριο να ακουστεί διάδικος ο οποίος κατηγορείται για ανυπακοή διατάγματος δικαστηρίου που δόθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση”.

2.  Προκύπτει σαφώς από την Constantinides (πιο πάνω) ότι το δικαστήριο έχει εξουσία να αναστείλει μια διαδικασία σε περίπτωση καταφρόνησης του δικαστηρίου εκ μέρους διαδίκου.

3.  Ο τρόπος που επέλεξε το πρωτόδικο δικαστήριο – να προχωρήσει στην απουσία των αιτητών, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί να εμφανιστούν ενώπιον του δικαστηρίου αλλά παρέλειψαν να το πράξουν κατά την ώρα που άρχισε η συνεδρία – συνιστά δικαστική πράξη που λήφθηκε στα πλαίσια άσκησης δικαστικής διακριτικής ευχέρειας.  Ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα αλλά μπορεί να αναθεωρηθεί στα πλαίσια έφεσης.  Οι αιτητές δεν στερήθηκαν του δικαιώματός τους να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του δικαστηρίου, όπως ορίζεται από το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος.  Επιπρόσθετα, σε σχέση με το πα[*1441]ράπονο για παραβίαση του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος, δεν μπορεί να οικοδομηθεί υπόθεση για αντισυνταγματικό τρόπο διεξαγωγής της δίκης πάνω στις ίδιες τις παραλείψεις των ενδιαφερομένων.

4.  Εφόσον τα δικαστήρια έχουν εξουσία να αναστείλουν μια διαδικασία σε περίπτωση που συντρέχουν οι περιστάσεις που προδιαγράφονται στην Constantinides (πιο πάνω), δεν εγείρεται θέμα παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

     Η επίκληση της συμφυούς εξουσίας του δικαστηρίου για αναστολή μιας διαδικασίας συνιστά δικαστική πράξη στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας, η οποία δεν ελέγχεται με ένταλμα Certiorari αλλά μπορεί να αναθεωρηθεί στα πλαίσια έφεσης.

5.  Το Εφετείο δεν μπορεί να εκφέρει κρίση πάνω στην ουσία των στοιχείων που είχε ενώπιόν του το πρωτόδικο δικαστήριο, σε διαδικασία αυτής της φύσης, και να το υποκαταστήσει αποφαινόμενο πρωτογενώς πάνω σε θέμα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός για πλάνη στο περιεχόμενο του δημοσιεύματος μπορεί να τεθεί από τους αιτητές κατά τη δικάσιμη της 18.8.98 και να εξεταστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο την ημέρα εκείνη.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Constantinides v. Ekdodiki Eteria Vima Ltd. a.o. (1983) 1(A) C.L.R. 348,

Smith v. Paphos Stones Estates Ltd. (1989) 1 A.A.Δ. 499,

Θεοδώρου v. Θεοδώρου (1996) 1(A) A.A.Δ. 66,

Μερκέζα κ.ά. (1996) 1(B) A.A.Δ. 744,

Πογιατζή (Aρ. 1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 574,

Σιμιλλίδης κ.ά. (Aρ. 1)  (1996) 1(A) A.A.Δ. 461.

Aίτηση.

Aίτηση με την οποία οι αιτητές ζητούν άδεια για καταχώρηση [*1442]αίτησης για έκδοση α) εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρωθεί η απόφαση του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην Aγωγή Aρ. 1070/98, στις 15.7.98, να μην εκδώσει την επιφυλαχθείσα ενδιάμεση απόφασή του στην αίτηση των εναγομένων στην αγωγή για αναστολή εκτελέσεως του διατάγματος ημερ. 1.7.98, και (β) εντάλματος Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται η περαιτέρω αναβολή της έκδοσης της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, και (γ) εντάλματος Mandamus, με το οποίο να διατάττεται η έκδοση της ενδιάμεσης αυτής απόφασης.

Μ. Τριανταφυλλίδης με Δ. Παυλίδη, για τους Aιτητές.

Cur. adv. vult.

KAΛΛHΣ, Δ.: Στις 15.7.98 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας επρόκειτο να εκδώσει την επιφυλαχθείσα απόφαση του στην αίτηση των αιτητών για αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος του δικαστηρίου, ημερ. 1.7.98, εν όψει έφεσης που είχαν καταχωρήσει κατά του διατάγματος.  Η ενδιάμεση του απόφαση ήταν έτοιμη.  Δεν την εξέδωσε για τους λόγους που φαίνονται στην απόφαση του ημερ. 15.7.98 (“η επίδικη απόφαση”) από την οποία μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:

“............................................................................................................

Η ενδιάμεση απόφαση είναι έτοιμη.  Δεν πρόκειται όμως να εκδοθεί. Ο λόγος είναι γιατί έχει περιέλθει σε γνώση μου επιστολή η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Cyprus Mail την Κυριακή 12.7.98. Η επιστολή αυτή υπογράφεται από κάποιο George Georgiou ο οποίος φαίνεται να ενεργεί εκ μέρους του ΚΟΤ και στην οποία επιστολή χαρακτηρίζεται η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο ως εκπληκτική (surprising) και αναφέρεται περαιτέρω ότι εντός 24 ωρών από την έκδοση της απόφασης έχει εκδοθεί απαγορευτικό διάταγμα (injunction) εναντίον της απόφασης αυτής.  Το τελευταίο δε είναι ένα χοντρό ψέμα. Αν οι αιτητές θεωρούν την απόφαση μου εκπληκτική και έχουν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να ασκήσουν κριτική εναντίον της απόφασής μου τότε δεν μπορώ να αντιληφθώ γιατί παράλληλα χρησιμοποιούν και τα Δικαστήρια για να πετύχουν την ανατροπή της όπως έχουν κάθε δικαίωμα να επιδιώξουν. Πιθανόν όμως ν’ αποτελεί περιφρόνηση του Δικαστηρίου εκ πρώτης όψεως το να  χρησιμοποιούν τέτοιους χαρακτηρισμούς και να περιφέρουν ψευδή γεγονότα στον εγχώριο τύπο [*1443]ενώ εκκρεμεί επιφυλαχθείσα απόφαση για το ίδιο θέμα.

Έχοντας υπόψη μου την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην γνωστή πλέον υπόθεση του Αλέκου Κωνσταντινίδη θεωρώ ότι είναι καθήκον μου να μην εκδώσω την επιφυλαχθείσα ενδιάμεση απόφαση μέχρις ότου αρθεί η περιφρόνηση που έχει επιδειχθεί προς το Δικαστήριο και απολογηθούν οι αιτητές προς το Δικαστήριο του οποίου την δικαιοδοσία επικαλούνται για να επιλύσουν τη διαφορά που έχουν με τον ενάγοντα.

Θα ορίσω λοιπόν την υπόθεση για τις 18.8.98 και μέχρι τότε θα αναμένω να δω ποιά θα είναι η αντίδραση των αιτητών....................................................................................................”

Με την παρούσα αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε στις 28.7.98, οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

“1.  Για άδεια να καταχωρηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο Αίτηση για έκδοση (α) Εντάλματος της φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρωθεί η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην πιο πάνω Αγωγή, στις 15.7.1998, να μη εκδώσει την επιφυλαχθείσα Ενδιάμεση Απόφαση του στην Αίτηση των Εναγομένων στην Αγωγή για αναστολή εκτελέσεως του Διατάγματος με ημερομηνία 1.7.1998, και (β)  Εντάλματος της φύσεως Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται η περαιτέρω αναβολή της έκδοσης της εν λόγω Ενδιάμεσης Απόφασης του Δικαστηρίου και, (γ)  Εντάλματος της φύσεως Mandamus με το οποίο να διατάττεται η έκδοση της Ενδιάμεσης Απόφασης αυτής.

 2.  Σε περίπτωση που θα δοθεί η αιτούμενη Άδεια οι Αιτητές αιτούνται και την έκδοση Διατάγματος που να αναστέλλει μέχρι την καταχώρηση της Αίτησης για Εντάλματα της φύσεως Certiorari, Prohibition, και Mandamus και, μετέπειτα, μέχρι την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την έκβαση της Αίτησης αυτής, την περαιτέρω διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, η οποία ορίστηκε στις 18.8.1998 με την Απόφαση του Δικαστηρίου με ημερομηνία 15.7.98.”

Οι λόγοι οι οποίοι στηρίζουν την αίτηση έχουν ως εξής:

“1. Η άρνηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδώσει την επιφυλαχθείσα Ενδιάμεση Απόφαση του, παρά το γεγονός [*1444]ότι ήτο έτοιμη, αντιβαίνει προς την παράγραφο 2 του Άρθρου 30 του Συντάγματος.

 2.  Η εν λόγω άρνηση, την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο εβάσισε στην άποψη ότι υπήρχε πιθανότης να είχε διαπραχθεί εκ μέρους των Εναγομένων περιφρόνηση του Δικαστηρίου, στηρίχτηκε σε διαπιστώσεις του Δικαστηρίου οι οποίες έγιναν χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στους Εναγομένους να ακουστούν σχετικά, και τούτο συνεπάγεται παράβαση της παραγράφου 3 του Άρθρου 30 του Συντάγματος.

 3.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε υπό το κράτος πλάνης περί το περιεχόμενο του δημοσιεύματος, με ημερομηνία 12.7.98, το οποίο το Δικαστήριο θεώρησε ότι πιθανώς αποτελεί περιφρόνηση του Δικαστηρίου, διότι δεν αναφέρεται στο δημοσίευμα τούτο ότι η απόφαση του  Δικαστηρίου ήτο ‘surprising’ αλλά μόνο ότι ήτο ‘totally unexpected’, και η λέξη ‘injunction’ χρησιμοποιήθηκε με έννοια η οποία παρερμηνεύθηκε πλήρως από το Δικαστήριο.

 4.  Εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο του δημοσιεύματος αυτού δεν δικαιολογούσε, οποιαδήποτε και αν ήταν η ερμηνεία του, το συμπέρασμα ότι ήτο δυνατό να αποτελεί περιφρόνηση του Δικαστηρίου, και, ως εκ τούτου, η Απόφαση του Δικαστηρίου με ημερομηνία 15.7.1998 είναι έκδηλα νομικά εσφαλμένη.

 5.  Είναι επιτακτικό, δυνάμει και του΄Αρθρου 35 του Συντάγματος, να εμποδιστεί το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας από του να συνεχίσει να ενεργεί κατά παράβαση των προαναφερομένων διατάξεων του Συντάγματος.

 6.  Επιβάλλεται να διαταχθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο να εκδώσει την επιφυλαχθείσα Ενδιάμεση Απόφαση του, εκτελώντας το δικαστικό καθήκον που του επιβάλλει η παράγραφος 2 του Άρθρου 30 του Συντάγματος.”

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υποστήριξε:

(1) Εφόσον η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν έτοιμη έπρεπε να είχε δοθεί.  Η μη έκδοση της προάγει την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης κατά παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Τόνισε ότι η καθυστέρηση αποκτά μεγάλη σημασία γιατί επρόκειτο για αίτηση για ανα[*1445]στολή εκτέλεσης απόφασης και δυνάμει της Δ.35  θ.19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών πρέπει να προηγηθεί απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου για να ακολουθήσει παρόμοια αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο.

(2) Το πρωτόδικο δικαστήριο με το να ορίσει την υπόθεση στις 18.8.98 για να δει ποιά θα είναι η αντίδραση των αιτητών διατήρησε σε ισχύ το επίδικο διάταγμα χωρίς να είχε πρώτα ακούσει τους αιτητές για πιθανή περιφρόνηση του δικαστηρίου όπως είχε συμβεί στην υπόθεση Constantinides v. Ekdodiki Eteria Vima Ltd and Others (1983) 1 C.L.R. 348, στην οποία το Εφετείο άκουσε δια μακρόν σχετική επιχειρηματολογία αναφορικά με το κατά πόσο είχε σημειωθεί περιφρόνηση του Δικαστηρίου.  Με το να μην ακουσθούν οι αιτητές τους έχει στερηθεί το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος

(3) Το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε υπό το κράτος πλάνης ως προς το περιεχόμενο του δημοσιεύματος. Τόνισε ότι στην επίδικη απόφαση το δημοσίευμα φέρεται να κάμνει αναφορά σε “εκπληκτική” (“surprising”) απόφαση ενώ στο επίδικο δημοσίευμα δεν υπάρχει καθόλου αναφορά στον όρο “surprising”. Η πλάνη ως προς το περιεχόμενο του δημοσιεύματος συνιστά έκδηλο νομικό λάθος.

Υποστήριξε, επίσης, ότι είναι καθήκον αυτού του δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 35 του Συντάγματος, να διασφαλίζει σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα των αιτητών, τα οποία έχουν παραβιασθεί.  Τελικά, τόνισε ότι πρόκειται για έκδηλο λάθος νόμου και παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.

Στην Constantinides (πιο πάνω) ο εφεσείων, εκκρεμούσης της ακρόασης της έφεσης του, δημοσίευσε διάφορα άρθρα με τα οποία αμφισβητείτο η εντιμότητα και αμεροληψία των δικαστών οι οποίοι είχαν εκδικάσει πρωτόδικα την υπόθεση του. Ο εφεσίβλητος εισηγήθηκε ενώπιον του Εφετείου ότι τα πιο πάνω άρθρα αποτελούσαν καταφρόνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου και της Δικαστικής Εξουσίας στο σύνολο της.  Εισηγήθηκε, επίσης, ότι ο εφεσείων δεν έπρεπε να ακουστεί προτού τα ανακαλέσει με τρόπο που να αποκαθιστά την αξιοπρέπεια και το κύρος των δικαστηρίων.  Το Εφετείο έκαμε δεκτή την εισήγηση.  Τόνισε ότι τα δικαστήρια έχουν συμφυή εξουσία να ανακόπτουν  όχι μόνο την συμπεριφορά η οποία μειώνει το κύρος και τον συνταγματικό ρόλο τους, αλλά και [*1446]την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχονται από το Νόμο, όταν η άσκηση τους καθοδηγείται από αλλότρια κίνητρα.  Τόνισε, επίσης, ότι ένας διάδικος δεν μπορεί να επιδιώκει την επέμβαση του δικαστηρίου προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί την αμεροληψία του.  Η άσκηση του νόμιμου δικαιώματος έφεσης “καθ’ ον χρόνον” αφισβητείται η αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας ισοδυναμεί με κατάφωρη κατάχρηση της  διαδικασίας του Δικαστηρίου.  Σε τέτοιες περιπτώσεις, κατέληξε το Εφετείο, αυτό που πρέπει να αποφασίζεται είναι κατά πόσο τα σχετικά γεγονότα δικαιολογούν επέμβαση του δικαστηρίου, και αν ναί, κατά πόσο δικαιολογούν τις θεραπείες που εισηγήθηκε ο εφεσίβλητος.

Η περίπτωση καταφρόνησης δικαστηρίου, όπως έχει επεξηγηθεί στην Constandinides (πιο πάνω), προσομοιάζει με την περίπτωση κατά την οποία διάδικος παραλείπει να συμμορφωθεί με δικαστικό διάταγμα. Η θέση της νομολογίας συνοψίζεται στην απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Smith v. Paphos Stone Estates (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 499, 502:

“Είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας αν θα επιτρέψει το Δικαστήριο να ακουστεί διάδικος ο οποίος κατηγορείται για ανυπακοή διατάγματος δικαστηρίου που δόθηκε στη συγκεκριμένη υπόθεση.” (Βλ. Mavrommatis and Others v. Cyprus Hotels Co. Ltd (1967) 1 C.L.R. 266, Mouzouris and Another v. Xylophagou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 287 και Chr. Karaolis Dev. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 1004).

Προκύπτει σαφώς από την Constantinides (πιο πάνω) ότι το δικαστήριο έχει εξουσία να αναστείλει μια διαδικασία σε περίπτωση που η συμπεριφορά ενός διάδικου συνιστά  καταφρόνηση του δικαστηρίου.  Το κατά πόσο θα αναστείλει ή όχι τη διαδικασία είναι ζήτημα που εμπίπτει εντός της διακριτικής του ευχέρειας.

Παραβίαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος.

Οι αιτητές παραπονούνται ότι η επίδικη απόφαση έχει απολήξει σε παραβίαση του πιο πάνω άρθρου γιατί στερήθηκαν του δικαιώματος τους να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο διασφαλίζεται από το πιο πάνω άρθρο.   Ωστόσο, όπως προκύπτει από αυτή τούτη την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση των αιτητών, στις 15.7.98 ο συνήγορος των αιτητών - κ. Παυλίδης - ειδοποιήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου “το ταχύτερο δυνατό και να ειδοποιήσει και τον κ. [*1447]Τριανταφυλλίδη”.  Επομένως δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του δικαστηρίου, όπως ορίζεται από το άρθρο 30.3 (β) του Συντάγματος.

Ενόψει της παράλειψης των αιτητών να εμφανισθούν κατά την ώρα που άρχισε η συνεδρία του πρωτόδικου δικαστηρίου, υπήρχαν τρεις επιλογές ενώπιον του:

(α)       Να αναβάλει την συνεδρία σε άλλη ημερομηνία.

(β)       Να περιμένει την έλευση των δικηγόρων των αιτητών.

(γ)        Να προχωρήσει στην απουσία τους.

Το πως θα ενεργούσε το πρωτόδικο δικαστήριο αποτελεί καθαρά ζήτημα διακριτικής ευχέρειας. Το γεγονός ότι ενδεχομένως από άλλο δικαστή ή από αυτό το δικαστήριο θα ασκείτο διαφορετικά η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου δεν μεταβάλλει τα όρια της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου (Βλ. Smith, πιο πάνω, σελ. 503).  Πρέπει ωστόσο να υπομνησθεί, σε σχέση με το παράπονο για παραβίαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος, ότι δεν μπορεί να οικοδομηθεί υπόθεση για αντισυνταγματικό τρόπο  διεξαγωγής της δίκης πάνω στις ίδιες τις παραλείψεις των ενδιαφερομένων (Βλ. Θεοδώρου ν. Θεοδώρου, Έφεση αρ. 56/23.1.96 - απόφαση Νικήτα, Δ.).

Το τί ακολούθησε μετά την παράλειψη των συνηγόρων των αιτητών να εμφανιστούν, συνιστά δικαστική πράξη που λήφθηκε στα πλαίσια άσκησης δικαστικής διακριτικής ευχέρειας. Καθώς έχει νομολογηθεί, ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα αλλά μπορεί να αναθεωρηθεί στα πλαίσια έφεσης (Βλ. Smith και Karaolis Dev. Ltd (πιο πάνω), Μερκέζα, Αίτηση 64/96/10.7.96, Πογιατζή (1995) 1 Α.Α.Δ. 574).

Παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

Εφόσον τα δικαστήρια έχουν εξουσία να αναστείλουν μια διαδικασία σε περίπτωση που συντρέχουν οι περιστάσεις που προδιαγράφονται στην Constantinides (πιο πάνω) δεν εγείρεται θέμα παραβίασης του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Η άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου για περιστολή της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί θέμα ύψιστου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο επικρατεί του ατομικού δικαιώματος που διασφα[*1448]λίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.  

Η επίκληση της συμφυούς εξουσίας του δικαστηρίου για αναστολή μιας διαδικασίας αποτελεί - και αυτή - δικαστική πράξη στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας η οποία, όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, δεν ελέγχεται με ένταλμα Certiorari αλλά μπορεί να αναθεωρηθεί στα πλαίσια έφεσης.

Πλάνη ως προς το περιεχόμενο του δημοσιεύματος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας τα στοιχεία που είχε υπόψη του, έκρινε πως πιθανόν η συμπεριφορά των αιτητών να αποτελεί “περιφρόνηση του δικαστηρίου”.

Είναι αλήθεια πως το δημοσίευμα - Τεκ. 1 στην ένορκη δήλωση των αιτητών -  δεν  κάμνει αναφορά στον όρο που έχει χρησιμοποιηθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο - εκπληκτική (“surprising”) - αλλά στη φράση “totally unexpected decision”. Ωστόσο, καθώς  έχει νομολογηθεί, το δικαστήριο αυτό, σε διαδικασία αυτής της φύσης, δεν μπορεί να εκφέρει κρίση πάνω στην ουσία των στοιχείων που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο δικαστήριο και να το υποκαταστήσει αποφαινόμενο πρωτογενώς πάνω σε θέμα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου δικαστηρίου (Βλ. Αίτηση 65/96/29.4.96 - απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.).

Εναπόκειται στους αιτητές να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμη της 18.8.98 την εκδοχή τους αναφορικά με το ακριβές περιεχόμενο και νόημα του σχετικού δημοσιεύματος και να επιχειρηματολογήσουν υπέρ των θέσεων τους.

Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο