Xριστοφόρου Θεοδώρα Θεοδώρου ν. Eλένης Θεοδώρου Xριστοφόρου (1998) 1 ΑΑΔ 1551

(1998) 1 ΑΑΔ 1551

[*1551]22 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΘΕΟΔΩΡΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσείουσα - Eναγόμενη,

ν.

ΕΛΕΝΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

Εφεσίβλητης - Eνάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 8659)

 

Δίκαιο Επιείκειας — Εμπίστευμα — Απολήγον ή εξ επαγωγής εμπίστευμα (resulting or constructive trust) — Σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία — Κατά πόσο είναι δυνατή η δημιουργία ή λειτουργία τέτοιων εμπιστευμάτων — Άρθρο 65 ΙΕ του περί Aκινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 2/78 — Δεν περιορίζει τον ορισμό του όρου “εμπίστευμα” στο Άρθρο 4 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224, ούτε είναι ασυμβίβαστο με αυτό — Πότε δημιουργούνται τα απολήγοντα ή εξ επαγωγής εμπιστεύματα — Κατά πόσο πρέπει να τηρηθούν οι προϋποθέσεις του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεσις) Νόμου, Κεφ. 232 για τη δημιουργία εξ επαγωγής εμπιστευμάτων.

Πολιτική Δικονομία — Δικόγραφα — Παρατυπία — Κλητήριο ένταλμα — Γενική οπισθογράφηση — Ισχυρισμός για ανεπίτρεπτη διάσταση μεταξύ της γενικής οπισθογράφησης και της έκθεσης απαίτησης με την εισαγωγή νέας ή διαφορετικής αιτίας αγωγής, στο τελικό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας — Η ευρύτητα της διατύπωσης της γενικής οπισθογράφησης κάλυπτε και τη βάση της απαίτησης στην έκθεση απαίτησης — Οι ενστάσεις περί παρατυπιών πρέπει να υποβάλλονται έγκαιρα — Είναι δυνατή η θεραπεία παρατυπιών με την έκθεση απαίτησης.

Δίκαιο Επιείκειας — Αρχές της επιείκειας — Εφαρμόζονται δυνάμει του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) εκτός αν υπάρχει άλλη πρόβλεψη από νόμο.

Ακίνητη ιδιοκτησία — Άρθρο 4 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου — Εξαιρεί ρητά τις πρόνοιες του Κοινοδικαίου και τους Κανόνες της Επιείκειας αναφορικά με ακίνητη [*1552]ιδιοκτησία στην Κύπρο — Εξαιρέσεις στο Άρθρο 4 του Νόμου — Εμπιστεύματα — Εφαρμοστέες αρχές.

Nομοθεσία — Σιωπηρή κατάργηση Νόμων — Μεταγενέστερος Νόμος μπορεί να θεωρηθεί ότι κατάργησε σιωπηρά προηγούμενο Νόμο μόνο αν προκύπτει καθαρά ότι ο προηγούμενος Νόμος είναι τόσο αντιφατικός ή ασυμβίβαστος προς τον μεταγενέστερο ώστε να είναι αδύνατο να συνυπάρχουν — Κρίθηκε ότι το Άρθρο 65 ΙΕ του περί Aκινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224, δεν είχε καταργήσει σιωπηρά το Άρθρο 4 του Κεφ. 224.

Λέξεις και Φράσεις — “Κανένα εμπίστευμα” στο Άρθρο 65 ΙΕ του περί Aκινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224 — Δεν περιλαμβάνει τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής καταπιστεύματα.

Συμβάσεις — Ακίνητη ιδιοκτησία — Ειδική εκτέλεση συμφωνίας για πώληση γης — Μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η σύμβαση να είναι γραπτή — Άρθρο 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 — Διάκριση μεταξύ συμβατικής αξίωσης και αξίωσης στη βάση δημιουργηθέντος εμπιστεύματος.

Η εφεσείουσα-εναγομένη και η εφεσίβλητη-ενάγουσα είναι αδελφές.  Η πρώτη ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 405 με αρ. εγγραφής 11395 και η δεύτερη του τεμαχίου 422 με αρ. εγγραφής 11396, Φ/Σχ. LV/25 στο χωριό Μοναγρούλι της Λεμεσού.  Τα εν λόγω τεμάχια τα απέκτησαν με δωρεά από τον παππού τους και με κληρονομική διαδοχή.  Οι εγγραφές, με βάση προηγηθείσες διευθετήσεις, θα έπρεπε να ήταν αντίστροφες.  Για να διορθωθεί η κατάσταση, η εφεσίβλητη μεταβίβασε το τεμάχιό της στην εφεσείουσα προσωρινά επειδή αναμένονταν εξελίξεις αναφορικά με τον αναδασμό στην περιοχή. Όμως, το τεμάχιο 405 θα το κρατούσε η εφεσείουσα μόνο ονομαστικά ως ιδιοκτήτρια ενώ το ουσιαστικό όφελος σ’ αυτό θα το είχε η εφεσίβλητη.

Η εφεσείουσα ήθελε να κρατήσει και τα δύο τεμάχια.  Η εφεσίβλητη διεκδίκησε με αγωγή τα δικαιώματά της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα με το οποίο αποδίδετο το τεμάχιο 405 στην εφεσίβλητη, ως ιδιοκτήτρια.

Η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση προσβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση για τους πιο κάτω λόγους:

1.  Με την έκθεση απαίτησης εισάχθηκε νέα ή διαφορετική αιτία αγωγής.

2.  Ήταν αδύνατη η έκδοση διατάγματος για απόδοση του τεμαχίου [*1553]405 στην εφεσίβλητη, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 65 ΙΕ του περί Aκινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224 όπως τροποποιήθηκε ειδικά από τον Ν. 2/78.

3.  Δεν δημιουργήθηκε εξ επαγωγής εμπίστευμα αφού δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232 και/ή ουσιαστικά διατάχθηκε ειδική εκτέλεση σύμβασης χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Κεφ. 232 ή εφόσον δεν επρόκειτο για πώληση, του Άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, όπως εξηγήθηκαν στην υπόθεση Χριστοφίδη v. Κοτζαναστάση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Με τη γενική οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος ζητήθηκε δήλωση πως “ανήκει” στην εφεσίβλητη το μισό των τεμαχίων 405 και 422.  Και, επίσης, διάταγμα για ανάλογη εγγραφή στο όνομά της.  Στην έκθεση απαίτησης διατυπώθηκαν ισχυρισμοί ως προς τα γεγονότα και ζητήθηκε θεραπεία μόνο σε σχέση με το σύνολο του τεμαχίου 405.  Επειδή, όπως ισχυρίστηκε η εφεσίβλητη, το κρατούσε η εφεσείουσα ως “θεματοφύλαξ ή καταπιστευματοδόχος προς όφελος της εναγούσης”.  Η εφεσείουσα πρόβαλε τον ισχυρισμό περί εισαγωγής νέας αιτίας αγωγής στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας.  Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, ενόψει της ευρύτητας της διατύπωσης της γενικής οπισθογράφησης, δεν θεωρείται ως νέα αιτία αγωγής η επίκληση εμπιστεύματος με την έκθεση απαίτησης, είναι ορθή.  Εκτός αυτού, εναπόκειτο στην εφεσείουσα να εγείρει το θέμα αυτό στο κατάλληλο στάδιο, αν θεωρούσε πως αυτή η ευρύτητα συνιστούσε παρατυπία.  Δεν το έπραξε και η κατ’ ισχυρισμό παρατυπία θεραπεύθηκε με την έκθεση απαίτησης.

     Η διεκδίκηση τελικά του συνόλου του τεμαχίου 405, μπορούσε να θεωρηθεί ως επέκταση της απαίτησης, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που προσφέρει η Δ.20, θ.1Α.

     Ο λόγος 1 της έφεσης, ενόψει των ανωτέρω, δεν ευσταθεί.

2.  Με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση του Άρθρου 65 ΙΕ, του Κεφ. 224, αναγνωρίστηκε η δυνατότητα δημιουργίας ή λειτουργίας αποληγόντων ή εξ επαγωγής εμπιστευμάτων σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, παρά την ανυπαρξία εγγράφου όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαίου της επιείκειας.

     Το Άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) [*1554]καθιστά εφαρμόσιμες τις αρχές της επιείκειας στο σύνολό τους, εκτός αν υπάρχει άλλη πρόβλεψη στο νόμο.  Παραδείγματα τέτοιας διαφορετικής πρόβλεψης στον τομέα των εμπιστευμάτων συνιστά το Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91) όπως τροποποιήθηκε με το (Ν.49(1)/95) και το Άρθρο 4 του Κεφ. 224.  Όμως το Άρθρο 4 έχει εξαιρέσεις.  Σ’ αυτές δεν περιλαμβάνονται μόνο τα εμπιστεύματα που είναι ρητά αλλά τα εμπιστεύματα γενικά, περιλαμβανομένων των εξ επαγωγής (constructive) και των αποληγόντων (resulting) εμπιστευμάτων.

     Εφόσον ο νομοθέτης δεν προέβη σε ρητή κατάργηση της εξαίρεσης του Άρθρου 4 ως προς τα εμπιστεύματα, η εξαίρεση ισχύει καθ’ ότι δεν είναι δυνατή η σιωπηρή κατάργηση νόμου εκτός αν είναι τόσο αντιφατικός ή ασυμβίβαστος προς μεταγενέστερο ώστε να είναι αδύνατη η συνύπαρξή τους. Όμως δεν διαπιστώνεται τέτοια αντιφατικότητα μεταξύ του Άρθρου 4 και του Άρθρου 65 ΙΕ.  Η φράση “κανένα εμπίστευμα” στο Άρθρο 65 ΙΕ δεν περιλαμβάνει τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα.  Ως εκ τούτου η εγκυρότητα ή ακυρότητά τους δεν κρίνεται ανάλογα με το αν ιδρύθηκαν κατά τον τρόπο που καθορίζει.  Αυτό θα ήταν ασυμβίβαστο προς τη φύση τους.  Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ’ εξοχήν στη βάση τεκμαιρόμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης.  Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόμενη, κυρίως όπου επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος με δόλια ή συνειδητή απαράδεκτη εκμετάλλευση ή κατάχρηση νομοθετικών προνοιών ή άλλων θεμελιωδών αρχών δικαίου.  Με αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση του Νόμου ως εργαλείου για καταδολίευση.

     Δεν μπορεί να υπάρξει παραλληλισμός του Άρθρου 53 του Law of Property Act του 1925, το οποίο επικαλέσθηκε ο δικηγόρος της εφεσείουσας, με το Άρθρο 65 ΙΕ. Το τελευταίο αναφέρεται μόνο στα εμπιστεύματα και αποβλέπει στη ρύθμιση του τρόπου έγκυρης ίδρυσης ρητών εμπιστευμάτων.  Όπως το Άρθρο 53(1)(b) του Αγγλικού Νόμου.  Κατά τα άλλα, μένει άθικτη η βασική ρύθμιση του Άρθρου 4.  Ενόψει των ανωτέρω, ο λόγος 2 της έφεσης δεν ευσταθεί.

3.  Δεν τίθεται στην παρούσα περίπτωση, θέμα ειδικής εκτέλεσης οποιασδήποτε σύμβασης.  Η δήλωση της εφεσείουσας πως θα κρατούσε το τεμάχιο 405 για την εφεσίβλητη, που ήταν και η προϋπόθεση για τη μεταβίβαση στο όνομά της του τεμαχίου 422, δημιούργησε εξ επαγωγής εμπίστευμα του τεμαχίου 405, σύμφωνα με τις αρχές της επι[*1555]είκειας, προς όφελος της εφεσίβλητης.  Η συμφωνία που προηγήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ως προς το πρακτέο, δεν είχε πλέον επίδραση επί της ουσίας της υπόθεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Nearchou v. Theodoulou (1961) C.L.R. 61,

Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά. (1997) 1(A) A.A.Δ. 336,

Hill v. Luton Corporation [1951] 1 All E.R. 1028,

Grounsell v. Cuthel [1952] 2 All E.R. 135,

Μούρτζινος v. Global Cruises S.A. (1992) 1 A.A.Δ. 1160,

Α.Ι. Motokinisi Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 1084,

Miltiadous v. Miltiadous (1982) 1 C.L.R. 797,

Πένταυκας v. Πένταυκα (1991) 1 Α.Α.Δ. 547,

Κωνσταντίνου v. Δημοσθένους (1992) 1 Α.Α.Δ. 621,

Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1 A.A.Δ. 179,

Κληρίδης v. Σταυρίδη (1998) 1 A.A.Δ. 521,

Χαραλαμπίδης v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1996) 1(B) A.A.Δ. 709,

Cyprus Cinema & Theatre Co. Ltd v. Karmiotis (1967) 1 C.L.R. 42,

Aspasia Milligton-Ward v. Roubina (1970) 1 C.L.R. 88,

Nicosia Race Club v. Republic (1975) 3 C.L.R. 73,

Mavrides v. Municipal Committee of Nicosia (1975) 3 C.L.R. 389,

Lordos & Anastassiades a.o. v. District Officer of Limassol a.o. (1976) 2 C.L.R. 145,

Ayios Andronikos Development Co. Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. [*1556]2362,

Πουργουρίδη κ.ά. v. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201,

Odysseos v. Pieris Estates Ltd a.o. (1982) 1 C.L.R. 557,

Attorney-General v. Pouris a.o. (1979) 2 C.L.R. 15,

Vassiliko Cement Works v. Republic (1983) 3 C.L.R. 719,

Louca  a.o. v. Republic (1984) 2 C.L.R. 386,

Εύρηκα Λτδ v. Unilever Plc (1994) 1 A.A.Δ. 124,

Rochefoucauld v. Boustead [1897] 1 Ch. 196,

Bannister v. Bannister [1948] 2 All E.R. 133,

Hodgson v. Marks [1971] 2 All E.R. 684,

Χριστοφίδη v. Κοτζαναστάση (1993) 1 Α.Α.Δ. 718,

Δρυάδης κ.ά. v. Καλησπέρα (1998) 1 A.A.Δ. 881,

Stylianou  a.o. v. Papacleovoulou a.o. (1982) 1 C.L.R. 542,

Γρηγορίου κ.ά. v. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.

Έφεση.

Έφεση από την εναγόμενη κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nικολάου, Π.E.Δ., Kληρίδη, E.Δ.), που δόθηκε στις 31 Iανουαρίου, 1992 (Aρ. Aγωγής 6270/87), με την οποία εκδόθηκε διάταγμα που διέτασσε την εναγόμενη να μεταβιβάσει και εγγράψει επ’ ονόματι της ενάγουσας το τεμάχιο 405, με αρ. εγγραφής 11395, που βρίσκεται στο Mοναγρούλι της Λεμεσού.

Σπ. Ευαγγέλου, για την Eφεσείουσα.

Ε. Ερωτοκρίτου, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο [*1557]Κωνσταντινίδης, Δ..

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα-εναγόμενη και η εφεσίβλητη-ενάγουσα είναι αδελφές.  Απέκτησαν με δωρεά από τον παππού τους και με κληρονομική διαδοχή την κυριότητα δύο τεμαχίων γης στο Μοναγρούλι της Λεμεσού. Η πρώτη του τεμαχίου 405 με αρ. εγγραφής 11395 και η δεύτερη του τεμαχίου 422 με αρ. εγγραφής 11396, Φ/Σχ. LV/25. Διαπιστώθηκε όμως πως έγινε λάθος. Οι εγγραφές, με βάση προηγηθείσες διευθετήσεις, θα έπρεπε να ήταν αντίστροφες.  Επομένως, τέθηκε θέμα διόρθωσης της κατάστασης, με ανταλλαγή.

Μεταβίβασε όμως το τεμάχιο της στην εφεσείουσα μόνο η εφεσίβλητη. Δηλώθηκε πως ήταν δωρεά αλλά αυτό δεν κατόπτριζε την πραγματικότητα. Επειδή αναμένονταν εξελίξεις αναφορικά με τον αναδασμό στην περιοχή, έκριναν προτιμότερο να παραμείνουν προσωρινά και τα δύο τεμάχια εγγεγραμμένα στην εφεσείουσα. Όμως, το τεμάχιο 405 θα το κρατούσε η εφεσείουσα μόνο ονομαστικά ως ιδιοκτήτρια ενώ το ουσιαστικό όφελος σ’ αυτό θα το είχε η εφεσίβλητη.

Η εφεσείουσα άλλαξε διαθέσεις.  Οχυρωμένη πλέον πίσω από τις κτηματικές εγγραφές, εννούσε να κρατήσει και τα δύο τεμάχια. Στις δε διαμαρτυρίες που ακολούθησαν, η αντίδραση της ήταν κυνική:  “Είπα, ξεείπα”. 

Αυτές είναι οι διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αγωγής της εφεσίβλητης για θεραπεία. Στην οποία κρίθηκε ότι εδικαιούτο με τη μορφή διατάγματος “με το οποίο να της αποδίδεται το τεμάχιο 405 και επίσημα πια ως ιδιοκτήτριας”.

Με την έφεση δεν αμφισβητείται η ορθότητα των διαπιστώσεων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα. Θα αναμέναμε πως, με αυτές ως δεδομένο, λόγοι συνείδησης θα απέτρεπαν την εφεσείουσα από του να συνεχίσει την αντιδικία. Την προωθεί όμως γιατί, όπως αντιλαμβάνεται, την προστατεύει ο νόμος. Όχι γιατί θεωρεί ότι έχει πράγματι οποιοδήποτε έρεισμα η ίδια στην κάρπωση οφέλους από τη δική της κακοπιστία.  Επικαλείται δικονομικά και νομοτυπικά εμπόδια τα οποία, όπως προτείνει ο ευπαίδευτος συνήγορος της, δεν επέτρεπαν διάταγμα όπως αυτό που εκδόθηκε.  Θα ήταν δυνατό, λέγει, να διεκδικηθεί με επιτυχία άλλη θεραπεία, όχι όμως η συγκεκριμένη.  Γνωρίζοντας, βέβαια, πως δεν είχε προσαχθεί πρωτοδίκως μαρτυρία σε σχέση με [*1558]την αξία του τεμαχίου και πως δεν θα παρεχόταν πλέον εναλλακτική δυνατότητα πάνω σε τέτοια βάση.  Πάντως, η ίδια η εφεσείουσα δεν ήταν διατεθειμένη να κάμει οτιδήποτε με δική της θέληση.

Το ένα εμπόδιο είναι δικονομικό και θα το εξετάσουμε πρώτα.  Με τη γενική οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος ζητήθηκε δήλωση πως “ανήκει” στην εφεσίβλητη το μισό των τεμαχίων 405 και 422.  Και, επίσης, διάταγμα για ανάλογη εγγραφή τους στο όνομά της. Στην έκθεση απαίτησης διατυπώθηκαν ισχυρισμοί ως προς τα γεγονότα και ζητήθηκε θεραπεία μόνο σε σχέση με το τεμάχιο 405. Ολόκληρο όμως.  Επειδή, όπως ήταν η θέση της εφεσίβλητης, η εφεσείουσα το κρατούσε ως “θεματοφύλαξ ή καταπιστευματοδόχος, προς όφελος της εναγούσης”.  Παράλληλα διεκδικήθηκαν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας. Ενδιαφέρει η αναφορά στο καταπίστευμα (εμπίστευμα πλέον, όπως έχει καθιερωθεί), αφού είναι σ’ αυτή τη βάση που στηρίχθηκε η πρωτόδικη απόφαση. Η εφεσείουσα δεν ήγειρε οποιοδήποτε ζήτημα και καταχώρησε την υπεράσπισή της.  Ακολούθησε η ακρόαση της αγωγής και στο τέλος η εφεσείουσα έθεσε θέμα ανεπίτρεπτης, κατά την πρότασή της, διάστασης μεταξύ της γενικής οπισθογράφησης και της έκθεσης απαίτησης.  Κατά τον ισχυρισμό της, εισάχθηκε με την έκθεση απαίτησης νέα ή διαφορετική αιτία αγωγής.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Socrates Nearchou v. Maria Theodoulou (1961) C.L.R. 61 (βλ. επίσης  Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Γεωργίου Εφρέμ Δημητρίου κ.ά. (1997) 1(A) A.A.Δ. 336 και Annual Practice (1958) σελ. 493), αναγνώρισε πως δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή με την έκθεση απαίτησης νέας ή διαφορετικής αιτίας αγωγής.  Θεώρησε, όμως, πως εδώ απλώς επεκτάθηκε ήδη διατυπωθείσα αιτία.  Η ευρύτητα της διατύπωσης με τη χρήση του ρήματος “ανήκει” κάλυπτε. Άλλο αν η γενικότητα συνιστούσε από μόνη της ελάττωμα αφού “στερείται της αναγκαίας λεπτομέρειας που να προσδιορίζει με την επιθυμητή πληρότητα την προβαλλόμενη αιτία αγωγής”.  Αυτή η “ατέλεια” ήταν μόνο παρατυπία θεραπεύσιμη με την έκθεση απαίτησης. Αφού δεν προσβλήθηκε με σχετική αίτηση της εφεσείουσας. Αναφέρθηκε ως προς αυτά στις υποθέσεις Hill v. Luton Corporation [1951] 1 All E.R. 1028 και Grounsell v. Cuthel [1952] 2 All E.R. 135. Το άλλο θέμα αφορούσε στη διεκδίκηση ολόκληρου του τεμαχίου 405 αντί του μισού των δύο τεμαχίων.  Το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως “αυτή η πτυχή αφορά κατ’ ουσίαν όχι αυτή τούτη την αιτία αγωγής αλλά την [*1559]έκταση που καλύπτει”. Εξέτασε συνεπώς την αγωγή στο πλαίσιο της έκθεσης απαίτησης.

Ο κ. Ευαγγέλου εισηγείται πως είναι λανθασμένη αυτή η προσέγγιση. Υποστηρίζει πως η οπισθογράφηση δεν εξειδίκευε καμιά αιτία αγωγής και πως τα περιληφθέντα στην έκθεση απαίτησης κατ’ ανάγκην ήταν νέα αιτία. Προσθέτει πως αφού η γενική οπισθογράφηση δεν κάλυπτε αιτία αγωγής δεν ήταν δυνατό αυτό το ελάττωμα να θεραπευθεί με την καταχώρηση έκθεσης απαίτησης.  Επικαλέσθηκε ως σχετικές και τις υποθέσεις Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 1160 και A.I. Motokinisi Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 1084.  O ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Προσθέτοντας πως, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να είχε εγείρει τέτοιο θέμα η εφεσείουσα αφού είχε αφήσει τη διαδικασία να προχωρήσει ως το τέλος.

Θα αποκλίναμε και εμείς υπέρ της άποψης πως ήταν αργά για την εφεσείουσα να εγείρει τέτοιο θέμα στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας. Θα επιβραβευόταν έτσι ο στρεψόδικος διάδικος που παραμένει αδρανής μπροστά στην όποια ορατή παρατυπία και με τις ενέργειές του, στέλλει το σαφές μήνυμα πως δεν υφίσταται ζήτημα. Ενώ, σύμφωνα με τη Δ.64 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, και πριν την αντικατάστασή της με τον Διαδικαστικό Κανονισμό 1/96, αίτηση για παραμερισμό διαδικασίας για παρατυπία επιτρεπόταν μόνο αν υποβαλλόταν μέσα σε εύλογο χρόνο και ο αιτητής δεν είχε προβεί σε οποιοδήποτε νέο διάβημα αφότου έλαβε γνώση της παρατυπίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο όμως εξέτασε την ουσία του θέματος, κρίνουμε πως την αντιμετώπισε ορθά και θα περιοριστούμε προς όσα συνδέονται προς την απόφασή του.  Δεν θα μας απασχολήσει ούτε το γεγονός ότι κατά τη Δ.2 θ.3 αρκεί η αναφορά στη γενική οπισθογράφηση της αξίωσης ή της θεραπείας ή διαζευκτικά της βάσης πάνω στην οποία αυτή στηρίζεται.

Συμφωνούμε πως, ενόψει της ευρύτητας της διατύπωσης της γενικής οπισθογράφησης, η επίκληση εμπιστεύματος με την έκθεση απαίτησης δεν δικαιολογείται να θεωρηθεί ως νέα ή διαφορετική αιτία αγωγής. Εναπόκειτο στην εφεσείουσα να εγείρει ζήτημα στο κατάλληλο στάδιο αν θεωρούσε πως αυτή η ευρύτητα συνιστούσε παρατυπία.  Δεν το έκαμε και πάντως ήταν εύστοχη η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στο θεραπεύσιμο τέτοιων παρατυπιών με την έκθεση απαίτησης.  Μάλιστα στη δεύτερη από τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε, στην Crounsell v. Cuthel, ο εναγόμενος είχε καταχωρήσει εμφάνιση υπό όρο και ζήτησε χωρίς άλλα τον παραμερισμό του κλητηρίου.  Ως την εκ[*1560]δίκαση, όμως, της αίτησης καταχωρίστηκε η έκθεση απαίτησης, όπως είχε δικαίωμα να κάμει ο ενάγων, οι ελλείψεις της οπισθογράφησης καλύφθηκαν, θεωρήθηκε ότι η παρατυπία είχε θεραπευθεί και η αίτηση απορρίφθηκε.

Συμφωνούμε επίσης πως η διεκδίκηση τελικά του συνόλου του τεμαχίου 405, μπορούσε να θεωρηθεί ως επέκταση της απαίτησης, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που προσφέρει η Δ.20 θ.1Α.  Οι υποθέσεις Μούρτζινος ν. Global Cruises Ltd  και Α.Ι. Motokinisi Ltd που επικαλέσθηκε ο κ. Ευαγγέλου, δεν προωθούν τα επιχειρήματά του.  Κατά τη συζήτηση διαφορετικών ζητημάτων περιέχουν αναφορά στις πρόνοιες των σχετικών θεσμών.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε τις διαπιστώσεις του ως προς τα γεγονότα, κατέληξε ως εξής:

“Απαρχή, βέβαια της αξίωσης, όπως διατυπώνεται στην έκθεση απαίτησης είναι μια συμβατική σχέση. Απόληξη της ήταν, ωστόσο, η δημιουργία καταπιστεύματος. Τα περί παρακαταθήκης τα αντιπαρερχόμαστε γιατί η παρακαταθήκη, όπως εμείς αντιλαμβανόμαστε την έννοια του θεσμού, αφορά αγαθά και όχι ακίνητη περιουσία. Ότι αυτό το καταπίστευμα προέκυψε από συμβατική διευθέτηση δεν αλλοιώνει την υπόσταση του.  Κατά την άποψη μας τα συμβάντα καταδείχνουν ότι η μεταβίβαση του τεμαχίου 422 από την ενάγουσα προς την εναγομένη είχε σαν προϋπόθεση να κρατά στο εξής η εναγομένη το τεμάχιο 405 μόνο ονομαστικά ως ιδιοκτήτρια ενώ το ουσιαστικό όφελος σε αυτό το κτήμα θα το είχε η ενάγουσα.  Η εναγομένη αποδέχθηκε την προϋπόθεση και την συνακόλουθη δέσμευση.  Και αυτό το δήλωσε στην ενάγουσα στην παρουσία του συζύγου της ενάγουσας. Το ότι οι διάδικοι επέλεξαν να εκφράσουν την ανταλλαγή με τον μηχανισμό δωρεάς δεν επιδρά επί της ουσίας του πράγματος.  Δημιουργήθηκε εκλαμβανόμενο καταπίστευμα (constructive trust) του τεμαχίου 405 προς όφελος της ενάγουσας. Σε αυτό, οι αρχές του δικαίου είναι ξεκαθαρισμένες και είναι αχρείαστο να τις εκθέσουμε εδώ.  Η εναγόμενη όφειλε κατά συνείδηση να τηρήσει τη δέσμευση της. Όμως αποποιήθηκε και αρνήθηκε.  Τώρα οφείλουμε εμείς να επιβάλουμε συμμόρφωση.  Πάνω σε αυτή τη βάση η αξίωση της ενάγουσας επιτυγχάνει.  Δικαιούται στην έκδοση διατάγματος με το οποίο να της αποδίδεται το τεμάχιο 405 και επίσημα πια ως ιδιοκτήτριας. Το διάταγμα καθιστά αχρείαστη την έκδοση και σχετικής δήλωσης.”

[*1561]Ο κ. Ευαγγέλου εισηγείται πως ήταν αδύνατη η έκδοση διατάγματος για απόδοση του τεμαχίου ενόψει των προνοιών του Άρθρου 65 ΙΕ του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από τον Ν.2/78. Όπως ερμηνεύει το άρθρο, αποκλείει τη δημιουργία εμπιστεύματος οποιασδήποτε μορφής εκτός αν αυτό είναι γραπτό ή περιέχεται σε διαθήκη που καταχωρίζoνται στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο. Στην ουσία, όπως προτείνει, έχουν δια του νόμου εξοβελισθεί απολύτως οι αρχές της επιείκειας αναφορικά με τα απολήγοντα (resulting) και τα εξ επαγωγής (constructive) εμπιστεύματα. Υποστήριξε πως αν ήταν η πρόθεση του νομοθέτη να αφήσει άθικτη τη δυνατότητα δημιουργίας εμπιστευμάτων άλλων από ρητά, θα το πρόβλεπε ειδικά. Όπως έγινε στην Αγγλία με το Άρθρο 53 του Law of Property Act του 1925.  Εκεί η πρόνοια σύμφωνα με την οποία η δήλωση (declaration) εμπιστεύματος σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία ή συμφέρον σ’ αυτή πρέπει να εκδηλώνεται και να αποδεικνύεται εγγράφως, συνοδεύεται από ρητή διάταξη πως το άρθρο δεν επηρεάζει τη δημιουργία ή τη λειτουργία αποληγόντων, εξυπακουομένων (implied) ή εξ επαγωγής εμπιστευμάτων.

Κρίνουμε ορθή την αντίθετη εισήγηση του κ. Ερωτοκρίτου.  Το άρθρο 65 ΙΕ προβλέπει ως εξής:

“(1)  Κανένα εμπίστευμα το οποίο αφορά ακίνητη ιδιοκτησία δεν θεωρείται έγκυρο εκτός αν αυτό ιδρύεται με έγγραφο (trust deed) υπογραμμένο από το πρόσωπο που δικαιούται σε αυτό ή με διαθήκη.

(2)  Το ιδρυτικό έγγραφο του εμπιστεύματος (trust deed) ή η διαθήκη ανάλογα με την περίπτωση, καταχωρίζονται στο Μητρώο Εγγραφής του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου.”

Ορθά ερμηνευόμενο δεν μπορεί να θεωρηθεί πως επηρεάζει ή αποκλείει τις αρχές της επιείκειας αναφορικά με τα απολήγοντα ή εξ επαγωγής εμπιστεύματα. Ενόψει της φύσης τους και της ποικιλίας των περιστάσεων που, ως θέμα δικαίου, τα δημιουργούν, δεν θεωρούμε πως η μή αναφορά σ’ αυτά προσλαμβάνει τη σημασία που της αποδίδει η εφεσείουσα.

Πρώτα απ’ όλα, με σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση του Άρθρου 65 ΙΕ, αναγνωρίστηκε η δυνατότητα δημιουργίας ή λειτουργίας τέτοιων εμπιστευμάτων σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία. (Βλ. [*1562]Μiltiadous v. Miltiadous (1982) 1 C.L.R. 797, Πένταυκας ν. Πένταυκα (1991) 1 Α.Α.Δ. 547 στη σελίδα 554, Κωνσταντίνου ν. Δημοσθένους (1992) 1 Α.Α.Δ. 621 στη σελίδα 625, Ανδρέας Στέλιου Ορφανίδη ν. Νίκης Ανδρέα Ορφανίδη (1998) 1 A.A.Δ. 179, Χρίστος Κληρίδης ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη (1998) 1 A.A.Δ. 521). Στις υποθέσεις αυτές, παρά την ανυπαρξία εγγράφου, αναγνωρίστηκε εμπίστευμα ή δυνατότητα δημιουργίας τέτοιου όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαίου της επιείκειας.  Είναι γεγονός όμως πως δεν είχε εξεταστεί σ’ αυτές θέμα όπως το εγειρόμενο.

Ειδική αναφορά στο Άρθρο 65 ΙΕ βρίσκουμε στην υπόθεση Παντελής Χαραλαμπίδης ν. Γεωργίου Ανδρέα Κωνσταντίνου κ.ά. (1996) 1(B) A.A.Δ. 709. Όπως παρατηρήθηκε από τον Πρόεδρο Πική που εξέδωσε την απόφαση της πλειοψηφίας:

“Το Άρθρο 65 ΙΕ του Κεφ.224 (όπως διαμορφώθηκε από το Ν.2/78), δεν περιορίζει τον ορισμό του όρου “εμπίστευμα” στο Άρθρο 4, ούτε έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία του”.

Επεσήμανε ο κ. Ευαγγέλου πως αυτή η παρατήρηση δεν είναι δεσμευτική αφού λέχθηκε obiter. Έχει όμως βάρος, και θα την ακολουθήσουμε ως ορθή.

Το Άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) καθιστά εφαρμόσιμες τις αρχές της επιείκειας στο σύνολό τους, εκτός βέβαια αν υπάρχει άλλη πρόβλεψη από νόμο.  Παράδειγμα τέτοιας διαφορετικής πρόβλεψης στον τομέα των εμπιστευμάτων αποτελεί το Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν.232/91, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.49(1)/95). Αυτό αναγνωρίστηκε στην υπόθεση Ανδρέας Στέλιου Ορφανίδη (ανωτέρω).

Ισχύει το ίδιο στην περίπτωση του Άρθρου 4 του Κεφ.224.  Συμφέρον, δικαίωμα, προνόμιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο πλεονέκτημα εντός, επί ή υπεράνω οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας δεν υφίσταται ή δημιουργείται, αποκτάται ή μεταβιβάζεται, παρά μόνο δυνάμει των διατάξεων του Κεφ.224.  Όπως ρητά προβλέπεται, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 29(1)(γ) του Ν.14/60.  (Βλ. Cyprus Cinema & Theatre Co. Ltd v. Christodoulos Karmiotis (1967) 1 C.L.R. 42, Aspasia Milligton-Ward v. Chloi Roubina (1970) 1 C.L.R. 88, Nicosia Race Club v. Republic (1975) 3 C.L.R. 73, Costas Mavrides v. The Municipal Committee of Nicosia (1975) 3 C.L.R. 389, Lordos & Anastassiades and Another v. The [*1563]District Officer of Limassol and Another (1976) 2 C.L.R. 145, Ayios Andronikos Devel. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2362, Πουργουρίδη κ.ά. ν. Μέζου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201).

Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις. Μας ενδιαφέρει η αναφερόμενη στα εμπιστεύματα.  Οι πρόνοιες του Άρθρου 4 ισχύουν τηρουμένου “του νόμου που αφορά εμπιστεύματα (trusts)”.  Και πάνω σ΄αυτή τη βάση στηρίχθηκαν οι υποθέσεις που αναφέραμε.  Η χρήση του όρου “εμπίστευμα” χωρίς άλλη εξειδίκευση, επισημάνθηκε στην υπόθεση Οdysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557, στη σελίδα 570.  Όπως τονίστηκε, η εξαίρεση των εμπιστευμάτων στο Άρθρο 4, δεν περιορίζεται στα ρητά εμπιστεύματα αλλά στα εμπιστεύματα γενικώς, περιλαμβανομένων των εξ επαγωγής και των αποληγόντων:

“The exclusion is not limited to express trusts, but trusts generally, including constructive, as well as resulting trusts.”

Απόδοση τώρα στο Άρθρο 65 ΙΕ της εμβέλειας που εισηγείται η εφεσείουσα, θα ισοδυναμεί με αναγνώριση πως ο νομοθέτης θέλησε την κατά μεγάλο μέρος, το κυριότερο θα λέγαμε, κατάργηση της ρητής εξαίρεσης του Άρθρου 4 ως προς τα εμπιστεύματα.  Είναι αυτό που θα αναμέναμε να το έκαμνε ρητά.  Έχει εξηγηθεί επανειλημμένα πως δεν θεωρείται ότι καταργήθηκε σιωπηρά νόμος εκτός αν είναι τόσο αντιφατικός ή ασυμβίβαστος προς μεταγενέστερο ώστε να είναι αδύνατο να συνυπάρχουν. (Βλ. Attorney-General v. Pouris & Others (1979) 2 C.L.R. 15, Vassiliko Cement Works v. Republic (1983) 3 C.L.R. 719, Louca & Another v. Republic (1984) 2 C.L.R. 386, Εύρηκα Λτδ v. Unilever Plc (1994) 1 C.L.R. 124).

Δεν διαπιστώνουμε τέτοια αντιφατικότητα ή τέτοιο ασυμβίβαστο. Το Άρθρο 65 ΙΕ αναφέρεται στο “έγκυρο” εμπιστεύματος και σε “ίδρυση” του. Κατευθύνεται δηλαδή προς καταστάσεις επιδεικτικές έγκυρης ίδρυσης. Αυτοί είναι όροι αδόκιμοι στην περίπτωση των αποληγόντων ή των εξ επαγωγής εμπιστευμάτων.  Θέλουμε να πούμε πως αν το Άρθρο 65 ΙΕ, αρχίζοντας με τη φράση “κανένα εμπίστευμα” εννοούσε και τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής, θα τα εμφάνιζε ως δυνάμενα να είναι έγκυρα ή άκυρα ανάλογα με το αν ιδρύθηκαν κατά τον τρόπο που καθορίζει.  Αυτό, όμως, θα ήταν ασυμβίβαστο προς τη φύση τους. Τα απολήγοντα και τα εξ επαγωγής εμπιστεύματα δημιουργούνται ή λειτουργούν ή επιβάλλονται ως θέμα δικαίου (by operation of Law).  Τα πρώτα δημιουργούνται ή λειτουργούν κατ’ εξοχήν στη [*1564]βάση τεκμαιρόμενης από τα περιστατικά της κάθε περίπτωσης πρόθεσης. Τα δεύτερα επιβάλλονται ενόψει διαμορφωθείσας κατάστασης πραγμάτων, ανεξάρτητα από πρόθεση, ρητή ή εξυπακουόμενη.  (Βλ. Underhill’s Law Of Trusts & Trustees, 13η Έκδοση, σελ. 250 κ.επ., Snell’s Equity, 19η Έκδοση, σελ. 291 κ.επ., Halsbury’s Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 48, παράγραφος 524 κ.επ., και Χρίστος Κληρίδης ν. Ηρόδοτου Σταυρίδη, ανωτέρω).  Με αναγνωρισμένη έκφανσή τους την περίπτωση κατά την οποία επιχειρείται η κατακράτηση περιουσίας για ίδιο όφελος με δόλια ή κατά συνείδηση απαράδεκτη εκμετάλλευση ή κατάχρηση νομοθετικών προνοιών ή άλλων θεμελειωδών αρχών δικαίου.  Με αποτέλεσμα τη χρησιμοποίηση του Νόμου ως εργαλείου για καταδολίευση. (Βλ. Rochefoucauld v. Boustead [1897] 1 Ch. 196, Bannister v. Bannister [1948] 2 All E.R. 133, Hodgson v. Marks [1971] 2 All E.R. 684).

Θα προσθέταμε και τα ακόλουθα σε σχέση με το Άρθρο 53 του Law of Property Act  του 1925.  Με την επιφύλαξη άλλων ρητών διατάξεων του Νόμου, σύμφωνα με το Άρθρο 53(1)(α) και (c), για τη δημιουργία ή τη διάθεση συμφέροντος σε ακίνητη ιδιοκτησία, απαιτείται έγγραφο.  Το ίδιο, σύμφωνα με το άρθρο 53(1)(b), στην περίπτωση δήλωσης εμπιστεύματος (declaration of trust).  Η προσθήκη στο άρθρο 53(2) πως δεν επηρεάζεται η δημιουργία ή η λειτουργία αποληγόντων, εξυπακουομένων ή εξ’ επαγωγής εμπιστευμάτων, δεν αφορά απλώς το Άρθρο 53(1)(b).  Αν ήταν μόνο αυτό ίσως δεν θα χρειαζόταν αφού το Άρθρο 53(1)(b) αναφέρεται σε δήλωση εμπιστεύματος.  Αναφέρεται και στις άλλες παραγράφους του άρθρου. Δεν μπορεί να υπάρξει παραλληλισμός με την περίπτωση του Άρθρου 65 ΙΕ.  Αυτό αναφέρεται μόνο στα εμπιστεύματα. Ήδη το Άρθρο 4 αφήνει στο χώρο του δικαίου που καλύπτει, κάθε φύσης εμπιστεύματα.  Δεν χρειαζόταν άλλη επιφύλαξη. Το Άρθρο 65 ΙΕ αποβλέπει στη ρύθμιση του τρόπου έγκυρης ίδρυσης ρητών εμπιστευμάτων.  Όπως το Άρθρο 53(1)(b) του Αγγλικού Νόμου.  Κατά τα άλλα, μένει άθικτη η βασική ρύθμιση του Άρθρου 4.

Μένει ένα τελευταίο θέμα.  Ο κ. Ευαγέλου εισηγείται πως, εν πάση περιπτώσει, δεν δημιουργήθηκε εξ επαγωγής εμπίστευμα αφού δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, Κεφ. 232.  Διαζευκτικά, πως ουσιαστικά διατάχθηκε ειδική εκτέλεση σύμβασης χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Κεφ. 232 ή, εφόσον δεν έχουμε πώληση εδώ, του Άρθρου 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, όπως εξηγήθηκαν στην υπόθεση Χριστοφίδη ν. Κοτζαναστάση [*1565](1993) 1 Α.Α.Δ. 718.  (Βλ. και Δάφνος Δρυάδης κ.ά. ν. Κώστα Καλησπέρα (1998) 1 A.A.Δ. 881).  Επικαλέσθηκε συναφώς τις υποθέσεις Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd και Πένταυκα ν. Πένταυκα (ανωτέρω).

Σε σχέση με την υπόθεση Πένταυκας εμφανίζει το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφάσισε πως “τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να προβαίνουν σε διανομή περιουσίας μεταξύ διαδίκων η οποία ανήκει αποκλειστικά στον ένα έστω και αν εφαρμόζονται οι αρχές δημιουργίας εμπιστεύματος”. Δεν λέχθηκε τέτοιο πράγμα.  Είναι επειδή δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή των κανόνων σε σχέση με τα εμπιστεύματα που κρίθηκε πως η περιουσία ανήκε αποκλειστικά στον εφεσείοντα. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η υπόθεση αυτή περιλαμβάνεται σε εκείνες στις οποίες επιβεβαιώθηκε η δικαιοδοσία ως προς τα εμπιστεύματα.

Σε σχέση με την υπόθεση Odysseos, η έμφαση τοποθετήθηκε στη φράση: 

“Τhe existence of a constructive trust cannot, in Cyprus, create an estate in land, unless there is compliance with the provisions of the Sale of Land (Specific Performance) Law, Cap. 232 as amended by Laws 50/70 and 96/72”.

Σε μετάφραση:

“Η ύπαρξη εξ επαγωγής εμπιστεύματος δεν μπορεί, στην Κύπρο, να δημιουργήσει δικαίωμα ιδιοκτησίας, εκτός αν υπάρχει συμμόρφωση προς τις πρόνοιες του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου Κεφ. 232, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 50/70 και 96/72”.

Αυτά όμως λέχθηκαν σε σχέση με ζωντανή συμβατική υποχρέωση της οποίας επιχειρείται η ειδική εκτέλεση.  Διευκρινίζεται στην ίδια υπόθεση αμέσως μετά:

“Consequently, a contract for the sale of land cannot be enforced either by the purchaser or an assignee in the absence of strict compliance with the provisions of Cap. 232.”

Σε μετάφραση:

“Συνεπώς, σύμβαση για την πώληση γης δεν μπορεί να επιβληθεί είτε από τον αγοραστή είτε από εκδοχέα στην απουσία [*1566]αυστηρής συμμόρφωσης προς τις πρόνοιες του Κεφ. 232.”

Εξού και η διάκριση στην οποία προέβη το Δικαστήριο στη συνέχεια, κατά την εξήγηση της υπόθεσης Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542.  Στην τελευταία, όπως αναφέρεται, ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της ακίνητης ιδιοκτησίας ήταν ήδη εμπιστευματοδόχος και δεν υπήρχε μεταξύ του και του αντιδίκου του σχέση πωλητή και αγοραστή.  Είναι σχετική προς τη διάκριση μεταξύ της συμβατικής αξίωσης και της αξίωσης στη βάση δημιουργηθέντος εμπιστεύματος και η υπόθεση Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 στη σελίδα 271.  Αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

“Μία από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για ειδική εκτέλεση, σύμφωνα με το Άρθρο 76 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, είναι ότι η σύμβαση πρέπει να είναι γραπτή. Η αξίωση στην αγωγή δεν είναι ειδική εκτέλεση της προφορικής σύμβασης του 1979.  Η βάση της αγωγής δεν είναι μια απλή συμφωνία, αλλά ένα καταπίστευμα.”

Δεν τίθεται εδώ ζήτημα επιδίωξης ειδικής εκτέλεσης οποιασδήποτε σύμβασης. Όπως ορθά έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και αν προηγήθηκε η συμφωνία των διαδίκων ως προς το πρακτέο, η κατάληξη ήταν πως η ίδια η εφεσείουσα δήλωσε πως θα κρατούσε πλέον το τεμάχιο 405 για την εφεσίβλητη. Που ήταν και η προϋπόθεση για τη μεταβίβαση στο όνομα της του τεμαχίου 422.  Χωρίς τη δέσμευση από το Άρθρο 65 ΙΕ, θα είχαμε ήδη ιδρυθέν ρητό εμπίστευμα. Κατά τις αρχές τις επιείκειας επιβάλλεται στην περίπτωση εξ επαγωγής εμπίστευμα. Διαφορετικά, όπως σημειώσαμε, ο νόμος θα μετατρεπόταν σε εργαλείο καταδολίευσης.  Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο