G.A.P. Navigation Ltd. ν. Merzario Marrittima SRL (1998) 1 ΑΑΔ 1624

(1998) 1 ΑΑΔ 1624

[*1624]22 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

G.A.P. NAVIGATION LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

MERZARIO MARRITTIMA SRL,

Eφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9960)

 

Πολιτική Δικονομία — Έγγραφη αποκάλυψη εγγράφων (Discovery on oath of documents) — Δ.28(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών — Εφαρμοστέες αρχές.

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή κατά των εφεσειόντων-εναγομένων και ισχυρίστηκαν ότι, με βάση γραπτή συμφωνία ημερ. 1.12.90, οι τελευταίοι ενεργούσαν ως ναυτιλιακοί πράκτορες σύμφωνα με το εγχειρίδιο λογιστικής (accounting manual) των εφεσιβλήτων και/ή τις οδηγίες τους και ότι μετά το 1992, δεν τους παρείχαν λογαριασμούς δαπανών ή καταλόγους φορτίων ή άλλα έγγραφα που θα διευκόλυναν τον ακριβή απολογισμό των μεταξύ τους λογαριασμών και/ή δεν πλήρωσαν τα οφειλόμενα ποσά.  Ισχυρίστηκαν επίσης ότι αδυνατούσαν να υπολογίσουν επακριβώς τα ποσά που τους όφειλαν οι εφεσείοντες με δικούς τους λογαριασμούς και ισχυρίζονταν ότι τους οφείλετο το ποσό των 697.988,87 Δολαρίων Aμερικής.

Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων, ισχυρίστηκαν ότι το οφειλόμενο ποσό ήταν κατά πολύ χαμηλότερο και ανταπαίτησαν ειδικές αποζημιώσεις για ψευδείς παραστάσεις και παράβαση συμφωνίας αντιπροσωπείας και γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας αντιπροσωπείας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε αίτηση των εφεσιβλήτων δυνάμει της Δ.28, θθ. 1 και 2 και της Δ.48, θ.8(1)(z) για έκδοση διατάγματος για ένορκη αποκάλυψη από τους εφεσείοντες όλων των εγγράφων των σχετικών με τις πράξεις που διενεργήθηκαν και αφορούσαν τη συνεργασία των διαδίκων για την περίοδο από 1.12.90 μέχρι τέλους του 1992.  [*1625]Η παρούσα έφεση στοχεύει στην ακύρωση της πιο πάνω ενδιάμεσης  απόφασης. 

Τα κύρια επιχειρήματα των εφεσειόντων ήταν ότι ενόψει του αγώγιμου δικαιώματος που επικαλούντο οι εφεσίβλητοι εναντίον τους, η αποκάλυψη όχι μόνο δεν ήταν αναγκαία για τη δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά, αντίθετα, θα τους προκαλούσε αδικία διότι αν εδίδοντο τα έγγραφα, ουσιαστικά αποφασίζετο και η ουσία της αγωγής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αποκάλυψη εγγράφων υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Το διάταγμα δεν εκδίδεται αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι δεν είναι αναγκαίο για τη δίκαιη επίλυση της αιτίας αγωγής ή ενός επιδίκου θέματος ή για εξοικονόμηση εξόδων.  Η αποκάλυψη δεν επιτρέπεται για σκοπούς “ψαρέματος” μαρτυρίας.  Ο χρόνος που διατάσσεται δεν προσδιορίζεται περιοριστικά στην Δ.28, αλλά συνήθως γίνεται μετά την ολοκλήρωση των έγγραφων προτάσεων, γιατί τότε διαφαίνονται τα επίδικα θέματα.

2.  Για να εξεταστεί το θέμα αποκάλυψης που επιζητείται, πρέπει να προηγηθεί η απόδειξη της συμφωνίας που αποτελεί το αναγκαίο υπόβαθρο της αγωγής.  Διαφορετικά είναι πρόωρο να καταχωρηθεί τέτοια αίτηση και η αποκάλυψη θεωρείται ότι σ’ αυτό το στάδιο δεν είναι αναγκαία ούτε εξοικονομεί έξοδα, τουναντίον τα επαυξάνει.

3.  Η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα και ως εκ τούτου το διάταγμα αποκάλυψης ακυρούται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, εναντίον των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, εναντίον των εφεσιβλήτων.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Compagnie Financiere v. Peruvian Guano Co. [1882] 11 Q.B.D. 55,

Board v. Thomas Hedley & Co Ltd [1951] 2 All E.R. 431,

Bughanan-Michaelson v. Rubinstein [1965] 1 All E.R. 599.

 

[*1626]Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαδοπούλου, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 23 Aπριλίου, 1997 (Aρ. Aγωγής 3844/94), με την οποία διατάχθηκαν οι εναγόμενοι όπως προβούν σε ένορκη αποκάλυψη, εντός 45 ημερών, όλων των εγγράφων των σχετικών με τις πράξεις που διενεργήθηκαν και αφορούν τη συνεργασία των διαδίκων την περίοδο από 1.12.90 μέχρι Δεκέμβριο 1992.

Α. Τριανταφυλλίδης, για τους Eφεσείοντες.

Ν. Ιωάννου, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Χρυσοστομής

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 23.4.97, με την οποία εγκρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η αίτηση των εφεσιβλήτων ημερ. 6.11.96 για έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τους εφεσείοντες όπως προβούν σε ένορκη αποκάλυψη, εντός 45 ημερών, όλων των εγγράφων των σχετικών με τις πράξεις που διενεργήθηκαν και αφορούν τη συνεργασία των διαδίκων την περίοδο μεταξύ 1.12.90 μέχρι Δεκέμβριο 1992.

Από τις έγγραφες προτάσεις προκύπτουν οι ακόλουθοι ισχυρισμοί, τους οποίους και διατύπωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ακολούθως:

Οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες ισχυρίζονται ότι με βάση γραπτή συμφωνία ημερ. 1.12.90, οι εφεσείοντες-εναγόμενοι συμφώνησαν με τους εφεσίβλητους και οι εφεσείοντες ενεργούσαν ως ναυτιλιακοί πράκτορες σύμφωνα με το εγχειρίδιο λογιστικής (accounting manual) των εφεσιβλήτων και/ή τις οδηγίες τους και ότι κατά ή περί το 1992 και μετά οι εφεσείοντες δεν συμμορφώνοντο και δεν ενεργούσαν σύμφωνα με τις λογιστικές διαδικασίες των εφεσιβλήτων ή δεν παρείχαν λογαριασμούς δαπανών ή καταλόγους φορτίων των πλοίων (freight manifests) ή άλλα έγγραφα που θα διευκόλυναν τον ακριβή απολογισμό των μεταξύ τους λογαριασμών και/ή δεν υπέβαλαν τους κατάλληλους λογαριασμούς και/ή δεν πλήρωσαν τα οφειλόμενα ποσά. Προβάλ[*1627]λουν επίσης τον ισχυρισμό ότι οι εφεσίβλητοι αδυνατούν να υπολογίσουν με ακρίβεια τα ποσά που τους οφείλουν οι εφεσείοντες με δικούς τους λογαριασμούς και ισχυρίζονται ότι τους οφείλεται ποσό 697.988,87 Δολαρίων Αμερικής.

Οι εφεσείοντες αρνούνται ότι ήσαν αντιπρόσωποι, όπως ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι, και ισχυρίζονται ότι ουδέποτε οι εφεσίβλητοι τους παρέδωσαν εγχειρίδιο λογιστικής ή οδηγίες αναφορικά με τον τρόπο που θα έπρεπε να έδιδαν λογαριασμό.  Αρνούνται γενικά τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων και διαζευκτικά προβάλλουν ότι τα τυχόν οφειλόμενα ποσά δεν μπορεί να είναι πολύ περισσότερα των 250.000 δολαρίων εφόσον οι εφεσίβλητοι σε γραπτές επικοινωνίες τους με τους εφεσείοντες προσδιόριζαν το υπόλοιπο την 31.7.94 ότι ήτο 250.000 δολάρια.  Ανταπαιτούν ειδικές αποζημιώσεις Λ.Κ.300.000 για παράβαση συμφωνίας αντιπροσωπείας, ειδικές αποζημιώσεις για ψευδείς παραστάσεις Λ.Κ. 100.000 και γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας αντιπροσωπείας.

Επίσης τα γεγονότα όπως διευκρινιστικά αναφέρονται στην αίτηση, είναι τα ακόλουθα:

“(α) Η βάση της αγωγής βασίζεται σε ένα συμβόλαιο ημερομηνίας 1.12.90 εις το οποίο γίνεται αναφορά εις το Εγχειρίδιον Λογιστικής (Accounting Manual) των Εναγόντων και/ή τις οδηγίες των.  Είναι ανάγκη να εδραιωθεί ότι οι Εναγόμενοι έχουν αντίγραφο αυτού του εγχειριδίου ή εάν όχι που βρίσκεται τώρα.

 (β) Το κλητήριο ένταλμα καλεί τους εναγόμενους όπως υποβάλουν λογαριασμό στους ενάγοντες δια όλα τα χρήματα που οι εναγόμενοι έχουν εισπράξει δια και εκ μέρους των εναγόντων.  Είναι συνεπώς αναγκαίο οι εναγόμενοι να αποκαλύψουν στην ένορκη αποκάλυψη τους όλους τους σχετικούς καταλόγους φορτίων των πλοίων (freight manifests) ή άλλα λογιστικά έγγραφα σχετικά με τις συναλλαγές που διεξήγαγαν, δια και εκ μέρους των εναγόντων, και τα οποία μέχρι σήμερα, οι εναγόμενοι παρέλειψαν να αποκαλύψουν.

 (γ) Η εξαιτούμενη αποκάλυψη είναι ουσιώδης δια την δίκαιη ρύθμιση των επιδίκων θεμάτων καθώς χωρίς οι εναγόμενοι να προβούν στην εξαιτούμενη αποκάλυψη, οι ενάγοντες θα στερηθούν δικαιοσύνης ή τρόπου προσαγωγής [*1628]μαρτυρίας προς υποστήριξη της υποθέσεως τους, ενώπιον του Δικαστηρίου.”

Η αίτηση βασίζεται στη Δ.28 θθ. 1 και 2 και τη Δ.48 θ.8(1)(z) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διατάξεων.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι έφεραν ένσταση στην αίτηση και βασίστηκαν στη Δ.28 θθ.1-15 και Δ.48 θθ.1-4, 8 και 9 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Με την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, ισχυρίζονται συνοπτικά ότι δεν είναι πρακτικά εφικτό να συμπεριληφθούν τα έγγραφα σε μια ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων και δεν μπορεί να είναι τόσο γενική γιατί τούτο είναι πρακτικά αδύνατο και θα προκαλέσει αδικία στους εφεσείοντες-εναγόμενους. Εξάλλου αναφέρουν ότι απέστειλαν στους εφεσίβλητους-ενάγοντες όσες καταστάσεις λογαριασμών εδικαιούντο να λάβουν.  Τέλος προβάλλουν τη θέση ότι η αποκάλυψη δεν είναι αναγκαία, ότι θα προκαλέσει αδικία στους εφεσείοντες-εναγόμενους, καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής και πρόκληση υψηλών εξόδων και θα υποβοηθούσε ουσιαστικά την αποκρυστάλλωση του αγώγιμου δικαιώματος των εφεσιβλήτων-εναγόντων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, στα νομικά επιχειρήματα που υποβλήθηκαν ενώπιον του και διευκρίνισε ότι η ένορκη αποκάλυψη η οποία ζητείται, παρόλο που είναι γενική, εντούτοις ουσιαστικά με την αίτηση περιορίζεται στο εγχειρίδιο λογιστικής και στους καταλόγους φορτίων των πλοίων ή άλλων λογιστικών εγγράφων σχετικά με τις συναλλαγές των διαδίκων και κατάληξε ως ακολούθως:

“Έχοντας υπόψη όλα όσα νομολογιακά εφαρμόζονται και με δεδομένο ότι η αποκάλυψη αυτή θα βοηθήσει στη δίκαιη επίλυση της διαφοράς με ταυτόχρονη εξοικονόμηση εξόδων καταλήγω ότι δικαιολογείται η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος.”

Η Δ.28(1) προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

“1. Any party may, without filing any affidavit, apply to the Court or a Judge for an order directing any other party to any cause or matter to make discovery on oath of the documents which are or have been in his possession or power relating to any matter in question therein. ................: provided that [*1629]discovery shall not be ordered when and so far as the Court or Judge shall be of opinion that it is not necessary either for disposing fairly of the cause or matter or for saving costs.”

Η Δ.28(1) είναι πανομοιότυπη με τη Δ.31 κ.12 των Αγγλικών Θεσμών, πριν από την τροποποίηση του 1962 και έχει τύχει ερμηνείας από τα Δικαστήρια.

Η αποκάλυψη εγγράφων στοχεύει στη λήψη πληροφοριών και στην παρουσίαση εγγράφων που είναι σχετικά με τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων για το σκοπό προετοιμασίας  για την ακρόαση και μπορεί να ζητηθεί από οποιονδήποτε από τους διαδίκους.  Σχετικά είναι τα έγγραφα που περιέχουν πληροφορίες που μπορεί άμεσα ή έμμεσα να βοηθήσουν το μέρος που ζητά την αποκάλυψη είτε να προωθήσει την υπόθεση του είτε να βλάψει την υπόθεση του αντιδίκου του, αλλά δεν επιτρέπεται η αποκάλυψη για σκοπούς “ψαρέματος” μαρτυρίας (Βλ. Compagnie Financiere v. Peruvian Guano Co. [1882] 11 Q.B.D. 55, Board v. Thomas Hedley & Co Ltd [1951] 2 All E.R. 431) Ο χρόνος που διατάσσεται η αποκάλυψη των εγγράφων δεν προσδιορίζεται περιοριστικά στη Δ.28, αλλά συνήθως γίνεται μετά την ολοκλήρωση των έγγραφων προτάσεων, γιατί τότε διαφαίνονται τα επίδικα θέματα.  Η αποκάλυψη υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το διάταγμα δεν εκδίδεται αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι δεν είναι αναγκαίο για τη δίκαιη επίλυση της αιτίας αγωγής ή ενός επίδικου θέματος ή για εξοικονόμηση εξόδων (Βλ. μεταξύ άλλων, Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 13, σελ. 2 κ. επέκ.).

Δεν θα επεκταθούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το νομικό υπόβαθρο που διέπει την αποκάλυψη εγγράφων, ούτε θα αναφερθούμε γενικά στη νομολογία που διέπει το θέμα. Αντίθετα θα περιοριστούμε στους λόγους της έφεσης όπως συνοψίστηκαν ενώπιον μας. Οι λόγοι αυτοί συνίστανται στη θέση ότι ενόψει του αγώγιμου δικαιώματος που επικαλούνται οι εφεσίβλητοι εναντίον των εφεσειόντων, η αποκάλυψη όχι μόνο δεν ήταν αναγκαία για τη δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά, τουναντίον, προκαλεί αδικία στους εφεσείοντες και τούτο διότι αν δοθούν τα έγγραφα ουσιαστικά αποφασίζεται και η ουσία της αγωγής. Δεύτερον, ότι οι εφεσίβλητοι πρέπει να αποδείξουν πρώτα ότι έγινε η συμφωνία όπως ισχυρίζονται και μάλιστα με βάση το εγχειρίδιο λογιστικής και μετά να ζητήσουν αποκάλυψη.  Με τον τρόπο που επιζητείται η αποκάλυψη ιδοσυναμεί με “ψάρεμα” μαρτυρίας.

[*1630]Προς τεκμηρίωση της θέσης αυτής ο δικηγόρος των εφεσειόντων αναφέρθηκε κυρίως στην υπόθεση Bughanan-Michaelson v. Rubinstein [1965] 1 All E.R. 599.  Στην υπόθεση αυτή ο ενάγων ζήτησε από τη μια διαχειρίστρια της περιουσίας αποβιώσαντος που ενάγετο με άλλους εναγομένους, να καταχωρήσει ένορκη δήλωση και να δηλώσει πότε και σε ποιον έδωσε ορισμένα έγγραφα που παραδέκτηκε ότι ήταν στην κατοχή της.  Τα έγγραφα αυτά ήταν σχετικά μόνο με το ποσό που ο ενάγων θα εδικαιούτο να πάρει αν απεδείκνυε την προφορική σύμβαση πάνω στην οποία βασιζόταν και η οποία όμως δεν ήταν παραδεκτή από τους εναγόμενους.  Το Αγγλικό Εφετείο βάσει των Αγγλικών Θεσμών Δ.24 θ.8 αποφάνθηκε επιτρέποντας την έφεση, ότι η αίτηση ήταν πρόωρη, αφού δεν ήταν αναγκαία στο στάδιο εκείνο της αγωγής και δεν ήταν αναγκαία για εξοικονόμηση εξόδων.  Ειδικότερα στη σελ. 600 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα από τον Willmer, L.J.:

“The question argued below, and the question on which the ruling of this court appears to be desired, is whether the second defendant (who is sued only in her representative capacity) can be required to state on affidavit what she has done in her personal capacity with these documents. That, no doubt, is an interesting question, but it seems to me that at the present stage it is a completely academic question. The documents to which the application relates are documents which, as I see it, would be relevant only to the amount which the plaintiff might be entitled to recover if, but only if, he proves the contract which he has sought to set up.  Only if he proves that contract will he show that the defendants (or any of them) are accountable parties.”

Και στη σελ. 601 από τον Harman, L.J.:

“........ and it is also quite clear that, unless he can establish this extremely shadowy contract which he says existed between him and the testator, or one of the testator’s companies on this point, he has no right (and never can have any right) to make the second defendant disclose what she has done with these documents.  Let him first establish that he has such a right, and then (if that ever happens) it may be that she should be compelled to comply; till then it is a wholly academic question.”

Το Αγγλικό Εφετείο εξέφρασε επίσης δυσμενή σχόλια για την πρόωρη καταχώρηση της αίτησης.

[*1631]Οι αρχές που αναφέρθηκαν στην υπόθεση Buchanan (ανωτέρω), που μας βρίσκουν σύμφωνους, εφαρμόζονται πλήρως και στην παρούσα υπόθεση.  Η ισχυριζόμενη από τους εφεσίβλητους συμφωνία της 1.12.90 με τους εφεσείοντες, δεν είναι παραδεκτή από αυτούς και ιδιαίτερα ότι η συμφωνία αυτή διέπεται από το εγχειρίδιο λογιστικής των εφεσιβλήτων, το οποίο οι εφεσείοντες αρνούνται επίσης ότι οι εφεσίβλητοι τους το παρέδωσαν.  Είναι επί της συμφωνίας αυτής που βασίζεται η αξίωση των εφεσιβλήτων, επομένως πρέπει, πρώτα να αποδειχθεί η συμφωνία αυτή και μετά να εξετασθεί το θέμα της αποκάλυψης που επιζητείται.  Χωρίς να υπάρξει το αναγκαίο υπόβαθρο είναι πρόωρο να καταχωρηθεί μια τέτοια αίτηση και η αποκάλυψη θεωρείται ότι σ’ αυτό το στάδιο δεν είναι αναγκαία ούτε και εξοικονομεί έξοδα, τουναντίον τα επαυξάνει.

Ενόψει της κατάληξης αυτής, δεν κρίνουμε αναγκαίο να προχωρήσουμε και στον άλλο λόγο έφεσης που αφορά τον ισχυρισμό για “ψάρεμα” μαρτυρίας.

Κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα και το διάταγμα αποκάλυψης επομένως ακυρούται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, εναντίον των εφεσιβλήτων.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, εναντίον των εφεσιβλήτων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο