Πανευρωπαϊκή Aσφαλιστική Eταιρεία Λτδ. ν. Xριστίνας Γλυκύ (1998) 1 ΑΑΔ 1639
print
Τίτλος:
Πανευρωπαϊκή Aσφαλιστική Eταιρεία Λτδ. ν. Xριστίνας Γλυκύ (1998) 1 ΑΑΔ 1639

(1998) 1 ΑΑΔ 1639

22 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,

ν.

XΡΙΣΤΙΝΑΣ ΓΛΥΚΥ,

Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9860)

 

Συμβάσεις — Eρμηνεία συμβάσεων — Ασφαλιστήριο έγγραφο — Ερμηνευτική αρχή contra preferentem — Εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που δεν είναι σαφές το περιεχόμενο της σύμβασης.

Η παρούσα υπόθεση αφορά θέμα ερμηνείας ασφαλιστηρίου εγγράφου και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η ασφαλιστική εταιρεία ήταν υπόχρεη να καλύψει την αξία του αυτοκινήτου της ενάγουσας όταν αυτό κλάπηκε στην Αγγλία.

Με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που υπογράφηκε στις 21.5.1993, μεταξύ των μερών, η παρεχόμενη ασφάλιση ήταν περιεκτική και κάλυπτε μεταξύ άλλων κινδύνων και την κλοπή μέσα στη γεωγραφική περιοχή της σύμβασης, που οριζόταν ως η Κύπρος.  Με πρόσθετη πράξη ημερ. 1.6.1992 και σε αντάλλαγμα πρόσθετου ασφαλίστρου, οι εφεσείοντες συμφώνησαν στην επέκταση κάλυψης του ασφαλιστηρίου και σε άλλες χώρες της Eυρώπης μεταξύ των οποίων και η Αγγλία, παρέχοντας την ελάχιστη κάλυψη που απαιτείτο για συμμόρφωση με τους νόμους που προνοούν για την υποχρεωτική ασφάλιση μηχανοκινήτων οχημάτων στις χώρες αυτές, ενώ κατά τα άλλα (για την Κύπρο) ίσχυαν οι όροι του ασφαλιστηρίου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε ασάφεια ως προς το περιεχόμενο της πρόσθετης πράξης, την οποία επέλυσε υπέρ του ασφαλισμένου, και εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για ποσό £21.500 πλέον τόκους και έξοδα.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν στην έφεση ότι οι αρχές που επικαλέσθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ισχύουν, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει ασάφεια ως προς τη σημασία και το έννομο αποτέλεσμα του υπό εξέταση κειμένου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι υπήρχαν δύο ερμηνείες για τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε με την πρόσθετη πράξη, είναι εσφαλμένο.  Το λεκτικό της σύμβασης είναι τόσο καθαρό που δεν επιτρέπει την οποιανδήποτε άλλη ενδεχόμενη ερμηνεία.  Ούτε η μετέπειτα συμπεριφορά των εφεσειόντων μπορεί να βοηθήσει ή να ληφθεί υπόψη για την ερμηνεία της σύμβασης.

2.  Η ερμηνευτική αρχή verba fortius accipitur contra preferentem, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει ασάφεια.  Η αρχή αυτή, η οποία εκτίθεται στο Αγγλικό Ασφαλιστικό Δίκαιο (MacGillivray on Insurance Law) και υιοθετήθηκε από τη δική μας νομολογία, εφαρμόζεται όπου υπάρχει ασάφεια στη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε σ’ ένα ασφαλιστήριο.  Σε τέτοια περίπτωση η σύμβαση ερμηνεύεται εντονότερα εναντίον του συμβαλλομένου μέρους που συνέταξε τη σύμβαση, δηλαδή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας.  Στην παρούσα υπόθεση όμως δεν υπάρχει ασάφεια και κατά συνέπεια δεν χωρεί η εφαρμογή της πιο πάνω αρχής.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Xenopoulos v. Thomas Nelson (Insurance) Ltd a.ο. (1982) 1 C.L.R. 674.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Aρέστης, Π.E.Δ., Παρπαρίνος, E.Δ.), που δόθηκε στις 23 Δεκεμβρίου, 1996 (Aρ. Aγωγής 4357/93), με την οποία καταδικάστηκαν να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των £21.500, ως αποζημίωση, πλέον τόκους και έξοδα δυνάμει ασφαλιστηρίου εγγράφου.

Α. Δικηγορόπουλος, για τους Eφεσείοντες.

Αιμ. Λεμονάρης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ..

ΝΙΚΟΛAΪΔΗΣ, Δ.:  Στις 21.5.1993 οι εφεσείοντες εναγόμενοι αποδεχόμενοι πρόταση της εφεσίβλητης ενάγουσας συμφώνησαν να καλύψουν το αυτοκίνητό της υπ’ αρ. εγγραφής ΒΑΝ 696 με περιεκτική κάλυψη, δυνάμει ασφαλιστηρίου για την περίοδο μεταξύ της  4.5.1992 και της 15.10.1992.

Με την πρόσθετη πράξη ημερ. 1.6.1992 και σε αντάλλαγμα πρόσθετου ασφαλίστρου, οι εφεσείοντες συμφώνησαν στην επέκταση της γεωγραφικής περιοχής που κάλυπτε το ασφαλιστήριο και σε ορισμένες άλλες χώρες της Ευρώπης.

Στις 28.6.1992 και ενώ η εφεσίβλητη βρισκόταν με την οικογένειά της στην Αγγλία, το αυτοκίνητο κλάπηκε.  Η εφεσίβλητη αξίωσε την πληρωμή της αξίας του, γιατί σύμφωνα με τον ισχυρισμό της η κλοπή ήταν ένας από τους καλυπτόμενους από την ασφαλιστική σύμβαση κινδύνους. 

Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να πληρώσουν και η εφεσίβλητη καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή. Με την απόφασή του το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες ήταν υπόχρεοι να πληρώσουν και εξέδωσε απόφαση εναντίον τους για ποσό £21.500 πλέον τόκους και έξοδα.

Η έφεση βασίζεται ουσιαστικά στο επιχείρημα ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη ως προς την ερμηνεία της πρόσθετης πράξης. Υποστηρίζεται ότι αφού σύμφωνα με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία δεν υπήρχε υποχρέωση για ασφαλιστική κάλυψη έναντι κλοπής στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Δικαστήριο δεν έπρεπε να επιδικάσει οποιοδήποτε ποσό.

Με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο που υπογράφηκε μεταξύ των μερών η παρεχόμενη ασφάλιση είναι περιεκτική και καλύπτει μεταξύ άλλων κινδύνων και την κλοπή μέσα στη γεωγραφική περιοχή της σύμβασης, που ορίζεται ως η Κύπρος. Με την πρόσθετη πράξη η ασφαλιστική κάλυψη έχει επεκταθεί.  Η πρόσθετη πράξη που όπως αναφέρει αποτελεί μέρος του ασφαλιστηρίου, προβλέπει:

ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΗΣ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ

Νοείται και συμφωνείται ότι από την 06 ημέραν του Ιουνίου 1992 μέχρι την 05ην  ημέραν του Ιουλίου 1992,

α) η Γεωγραφική περιοχή περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ελβετία, την Γαλλία, την Αγγλία, την Νορβηγία, την Δανία, την Γερμανία, το Λουξεμβούργο και Ισπανία,

β) το Ασφαλιστήριο αυτό παρέχει την ελάχιστη κάλυψη που απαιτείται για συμμόρφωση με τους νόμους που προνοούν για την υποχρεωτική ασφάλιση μηχανοκινήτων οχημάτων στις χώρες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) πιο πάνω.

Κατά τα άλλα ισχύουν οι όροι του Ασφαλιστηρίου αυτού.

Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από μια προσεκτική και λεπτομερή ανάλυση της νομικής θέσης κατέληξε ότι υπάρχει ασάφεια στη διατύπωση του εγγράφου και εφαρμόζοντας τις σχετικές αρχές και ιδίως την αρχή ότι αν υπάρχει αμφιβολία θα πρέπει η σύμβαση να ερμηνευθεί εναντίον του μέρους που συνέταξε το έγγραφο, κατέληξε ότι το συγκεκριμένο ασφαλιστήριο κάλυπτε τον κίνδυνο κλοπής και στο Ηνωμένο Βασίλειο, με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν να καλύψουν τη ζημιά.

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι οι αρχές που επικαλέστηκε το Δικαστήριο δεν ισχύουν, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει ασάφεια ως προς τη σημασία και το έννομο αποτέλεσμα του υπό εξέταση κειμένου.

Συνήθως οι συμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν ακριβείς εκφράσεις για να καθορίσουν την πρόθεσή τους, άνκαι πολλές φορές παραλείπουν να το πράξουν.  Ο υπέρτατος νόμος είναι ότι η καθαρή και σαφής διατύπωση επικρατεί οποιασδήποτε πρόθεσης, όμως αν οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν δεν είναι καθαρές και σαφείς, τότε η πρόθεση των μερών, όπως εκφράστηκε με τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε υπερισχύει (Takis Xenopoulos v. Thomas Nelson (Insurance) Ltd and Others (1982) 1 C.L.R. 674, 682). 

H πρόθεση των συμβαλλομένων θα πρέπει να συνάγεται από την γλώσσα της σύμβασης, το θέμα και τις περιστάσεις που υπήρχαν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης (Xenopoulos v. Thomas Nelson, ανωτέρω). 

Μόνο όταν υπάρχει ασάφεια υπεισέρχεται η ερμηνευτική αρχή verba fortius accipitur contra preferentem.  Η αρχή αυτή που εκτίθεται στον MacGillivray on Insurance Law, 2η Έκδοση, σελ.1029 και η οποία υιοθετήθηκε από τη νομολογία μας στην υπόθεση Xenopoulos v. Thomas Nelson, ανωτέρω, αναφέρει ότι όπου υπάρχει ασάφεια στη γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε σε ένα ασφαλιστήριο, η ασφαλιστική σύμβαση θα ερμηνεύεται εντονότερα εναντίον του συμβαλλομένου μέρους που συνέταξε τη σύμβαση, δηλαδή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας. 

Το σκεπτικό της απόφασης είναι ότι δεν μπορεί να επιτραπεί σ’ ένα συμβαλλόμενο μέρος που συντάσσει ένα έγγραφο, να χρησιμοποιεί αόριστες λέξεις, με την ελπίδα ότι η άλλη πλευρά θα τις αντιληφθεί με συγκεκριμένο τρόπο και ότι το Δικαστήριο που θα έχει τελικά το καθήκον της ερμηνείας της σύμβασης θα τους δώσει μία διαφορετική έννοια. 

Έτσι όπου η διατύπωση είναι ασαφής θα πρέπει να ερμηνεύεται με τέτοιο τρόπο που ένας επιμελής και εύλογος άνθρωπος στην άλλη πλευρά, δηλαδή στην πλευρά του προσώπου στο οποίο απευθύνεται η ασφαλιστική κάλυψη, θα την αντιλαμβανόταν.  Ο κανόνας αυτός όμως δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να δημιουργεί ασάφεια εκεί που δεν υπάρχει (βλέπε MacGillivray & Parkington on Insurance Law, 6η Έκδοση, σελ. 494, παραγρ. 1175).

Κι’ αυτό ακριβώς έγινε στην παρούσα υπόθεση.  Στην πρόσθετη πράξη ημερ. 1.6.1992 αναφέρεται σαφώς ότι το ασφαλιστήριο παρέχει την ελάχιστη κάλυψη που απαιτείται για συμμόρφωση με τους νόμους που προνοούν για την υποχρεωτική ασφάλιση μηχανοκινήτων οχημάτων στις χώρες για τις οποίες διευρύνθηκε η γεωγραφική περιοχή, ενώ κατά τα άλλα (για την Κύπρο) ισχύουν ο όροι του ασφαλιστηρίου.  Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε ασάφεια την οποία επέλυσε υπέρ του ασφαλισμένου. 

Εμείς αντίθετα πιστεύουμε οτι οι συμβαλλόμενοι εξέφρασαν την πρόθεσή τους με σαφήνεια και με μια τέτοια καθαρότητα που δεν αφήνονται περιθώρια για οποιανδήποτε αμφιβολία. 

Όπως προκύπτει από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στην πρόσθετη πράξη, πρόθεση των μελών ήταν όσον αφορά την Κύπρο να ισχύει το ασφαλιστήριο (“κατά τα άλλα ισχύουν οι όροι του Ασφαλιστηρίου αυτού”), ενώ για τις χώρες που προστέθηκαν, το ασφαλιστήριο συμφωνήθηκε να παρέχει μόνο την ελάχιστη κάλυψη που απαιτείτο για συμμόρφωση με τους νόμους της κάθε μιας από τις πιο πάνω χώρες. 

Θεωρούμε παρατραβηγμένη τη θέση που αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση ότι πιθανόν να υπήρχαν χώρες στις οποίες η ελάχιστη υποχρεωτική ασφάλιση θα ήταν κάτι περισσότερο από την πλήρη περιεκτική κάλυψη που παρείχε το αρχικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο και συνεπώς αυτούς τους επιπλέον κινδύνους ηθέλησε να καλύψει η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε.

Κατά τη γνώμη μας το λεκτικό της σύμβασης είναι τόσο καθαρό που δεν επιτρέπει την οποιανδήποτε άλλη ενδεχόμενη ερμηνεία και συνεπώς δεν είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η διατύπωση παρείχε “αρκετά ισχυρή δυνατότητα ως προς την ερμηνεία των δύο εγγράφων”. Θεωρούμε το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι υπάρχουν δύο ερμηνείες για τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, εσφαλμένο. Η μόνη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί είναι η ερμηνεία που δόθηκε πιο πάνω.  Ούτε η μετέπειτα συμπεριφορά των εφεσειόντων μπορεί να βοηθήσει, ή να ληφθεί υπ’ όψιν για την ερμηνεία της σύμβασης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο  εσφαλμένα  κατέληξε  στα  συμπεράσματα  που κατέληξε και συνεπώς η απόφασή του θα πρέπει να ανατραπεί.  Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ’ έφεση.

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο