Λοής Γεώργιος κ.ά. ν. Xριστιάνας Παύλου, μέσω του πατρός της Xριστάκη Παύλου ως πλησιέστερου συγγενούς και φυσικού κηδεμόνος (1998) 1 ΑΑΔ 1662

(1998) 1 ΑΑΔ 1662

[*1662]22 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΟΗΣ,

2. LOUIS GEORGE FASHIONS LTD,

Εφεσείοντες - Eναγόμενοι,

ν.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΠΑΥΛΟΥ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΑΥΛΟΥ ΩΣ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟΥ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΚΗΔΕΜΟΝΟΣ,

Εφεσίβλητης - Eνάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9307)

 

Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Eπιμερισμός ευθύνης — Οδηγός οχήματος οδηγώντας με ταχύτητα 39 μ.α.ω. (το κανονικό όριο ήταν 30 μ.α.ω.) κτύπησε βίαια πεζή η οποία είχε ήδη διασταυρώσει τα 3/4 λεωφόρου με οδικό φωτισμό μικρής έντασης — Ο οδηγός του οχήματος είχε τα μεγάλα φώτα του οχήματός του σε χαμηλή στάση — Δεν πρόσεξε την πεζή που διασταύρωνε φορώντας σκούρα ρούχα — Eπιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 60% για τον οδηγό και 40% για την πεζή — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αμέλεια — Eπιμερισμός ευθύνης — Συναρτάται με το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness), κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημιάς η οποία προκύπτει.

Eυρήματα Δικαστηρίου — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Ο α΄ εφεσείων κτύπησε βίαια με το όχημά του την εφεσίβλητη, ηλικίας 22 χρόνων, που διασταύρωνε τη Λεωφόρο Ελευθερίας στην Ανθούπολη από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του.  Το πλάτος της ασφαλτωμένης λεωφόρου ήταν 24΄6΄΄ και η εφεσίβλητη είχε καλύψει μια απόσταση 18΄4΄΄ προτού κτυπηθεί από το όχημα που οδηγούσε ο α΄εφεσείων. Ο οδικός φωτισμός ήταν χαμηλός. Η ταχύτητα του α΄ [*1663]εφεσείοντα, ήταν όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, 39 μ.α.ω. και το όχημά του είχε αφήσει 72΄ ίχνη φρένων. Το ανώτατο όριο ταχύτητος ήταν 30 μ.α.ω.  Τα φώτα που χρησιμοποιούσε ο εφεσείων α΄ ήταν τα μεγάλα σε χαμηλή στάση, αφού από απέναντι ερχόντουσαν άλλα αυτοκίνητα. Πριν από το σημείο της σύγκρουσης υπήρχε πινακίδα που προειδοποιούσε για την ύπαρξη Δημοτικού Σχολείου και διασταύρωσης πεζών.  Ο α΄εφεσείων δεν είδε την εφεσίβλητη που διασταύρωνε το δρόμο, προτού την κτυπήσει. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι αυτή φορούσε σκούρα ρούχα.  Μετά τη σύγκρουση το θύμα παρασύρθηκε από το όχημα του α΄εφεσείοντος σε μια απόσταση 80΄.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατένειμε την ευθύνη σε αναλογία 60% για τον οδηγό και 40% για την εφεσίβλητη.  Με την έφεση προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον καθορισμό της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων, καθορισμός που, όπως ισχυρίστηκαν οι εφεσείοντες, δεν εδικαιολογείτο από τα ευρήματα στα οποία το ίδιο κατέληξε.

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι:

1.  Ο συσχετισμός της ταχύτητας του α΄ εφεσείοντα με την προειδοποιητική πινακίδα για την ύπαρξη Δημοτικού Σχολείου και διάβασης πεζών από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ανεδαφικός.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι, ενώ στην ποινική υπόθεση η εφεσίβλητη ανέφερε ότι διεσταύρωνε με γοργό βήμα, στην πρωτόδικη διαδικασία ισχυρίστηκε ότι διεσταύρωνε με κανονικό βήμα.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη το γεγονός ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να έχει σωστή και επιβεβλημένη εποπτεία του δρόμου, στην προσπάθειά της να τον διασταυρώσει.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνέδεσε αποκλειστικά την ταχύτητα των 39 μ.α.ω. με την προειδοποίηση πινακίδας για την ύπαρξη Δημοτικού Σχολείου και διασταύρωσης πεζών.  Η ύπαρξη της πινακίδας, ανεξάρτητα από την ώρα του ατυχήματος και την απόστασή της από το σημείο σύγκρουσης, τόνιζε την υποχρέωση κάποιας αυξημένης προσοχής εκ μέρους οδηγών που χρησιμοποιούσαν το δρόμο.

2.  Όποιος και να ήταν ο ρυθμός με τον οποίο διασταύρωνε το δρόμο [*1664]η εφεσίβλητη, το δυστύχημα δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί, ενόψει της ταχύτητας του α΄εφεσείοντος.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης στην προσπάθειά της να διασταυρώσει και σε συνδυασμό με τα ρούχα που φορούσε, που καθιστούσαν την παρουσία της δυσδιάκριτη από μακριά, της κατένειμε ποσοστό 40% συντρέχουσας αμέλειας.

4.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει προσκομιστεί και δεν συντρέχουν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση του Εφετείου.  Τα 12΄ ίχνη φρένων πριν από το σημείο σύγκρουσης σε σχέση με την απόσταση σκέψης (thinking distance), επιβεβαιώνουν αναμφίβολα την παράλειψη του α΄εφεσείοντα να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία της εφεσίβλητης στο δρόμο και σε σχέση με την ταχύτητα που οδηγούσε στη συγκεκριμένη περιοχή, το εύρημα του Aνωτάτου Δικαστηρίου με το δικό του ποσοστό ευθύνης είναι αδιάβλητο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου v. Καψού (1997) 1(A) A.A.Δ. 164,

Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 86,

Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,

Χαραλάμπους v. Βασιλείου (1996) 1(B) A.A.Δ. 1355,

Αθανασίου v. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Αλεξάνδρου κ.ά. v. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 420,

Mylordis v. Police (1981) 2 C.L.R. 219.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρ[*1665]χιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολαΐδης, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου, 1994 (Aρ. Aγωγής 3433/87), με την οποία η ευθύνη κατανεμήθηκε σε αναλογία 60% στον εναγόμενο οδηγό και 40% στην ενάγουσα.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τους Eφεσείοντες.

Χρ. Κληρίδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση

Γύρω στις 6.35 μ.μ. της 25/2/87 ενώ ο α΄ εφεσείων οδηγούσε το υπ’ αριθμό NL 313 πετρελαιοκίνητο όχημα, τύπου Τογιότα βαν, που ανήκε στη β΄ εφεσείουσα, κατά μήκος της Λεωφόρου Ελευθερίας στην Ανθούπολη, κτύπησε βίαια την εφεσίβλητη, ηλικίας 22 χρόνων, που διεσταύρωνε το δρόμο από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την πορεία του. Οι γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συμφωνήθηκαν επί πλήρους ευθύνης σε £13.500 και η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που κατένειμε την ευθύνη σε αναλογία 60% για τον οδηγό και 40% για την εφεσίβλητη.

Το πλάτος της ασφαλτωμένης λεωφόρου ήταν 24΄6΄΄ και η εφεσίβλητη είχε καλύψει μια απόσταση 18΄4΄΄ προτού κτυπηθεί από το όχημα που οδηγούσε ο α΄ εφεσείων.  Ο οδικός φωτισμός ήταν μικρής έντασης. Η ταχύτητα του α΄ εφεσείοντος ήταν, σύμφωνα με τη δική του παραδοχή, 39 μ.α.ω. και το όχημα του είχε αφήσει 72΄ ίχνη φρένων.  Μετά τη σύγκρουση το θύμα παρασύρθηκε από το όχημα του α΄ εφεσείοντος σε μια απόσταση 80΄.

Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι προτού διασταυρώσει κοίταξε πρώτα προς τα δεξιά της και αφού πέρασαν δύο με τρία οχήματα που ερχόντουσαν από τα δεξιά της, κοίταξε ακολούθως προς τα αριστερά της.  Αντιλήφθηκε το όχημα του α΄ εφεσείοντος και υπελόγισε ότι ήταν πολύ μακριά, χωρίς να μπορεί να καθορίσει τη συγκεκριμένη απόσταση, αφού ήταν νύκτα, και ότι θα μπορούσε να διασταυρώσει με ασφάλεια.  Ενώ διεσταύρωνε με κα[*1666]νονικό βήμα κτυπήθηκε από το όχημα του α΄ εφεσείοντος.

Ο α΄ εφεσείων ανέφερε ότι οδηγούσε με ταχύτητα 39 μ.α.ω. (ενώ υπήρχε όριο ταχύτητας 30 μ.α.ω.) και είχε σε λειτουργία τα μεγάλα του φώτα σε χαμηλή στάση, αφού από απέναντι ερχόντουσαν άλλα αυτοκίνητα.  Σε κάποιο στάδιο αντιλήφθηκε μια μαύρη μάζα μπροστά του.  Χρησιμοποίησε αμέσως τα φρένα του και έστριψε αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση.  Το όχημά του κτύπησε διαδοχικά πάνω στο πεζοδρόμιο και σε ένα ηλεκτρικό πάσσαλο και ακολούθως αναποδογυρίστηκε. Ο α΄ εφεσείων δεν είδε καθόλου την εφεσίβλητη που διεσταύρωνε το δρόμο, προτού την κτυπήσει.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε χωρίς επιφυλάξεις τη μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης, μέρος της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και μέρος της μαρτυρίας του α΄ εφεσείοντος με ορισμένες επιφυλάξεις, για να καταλήξει στα ευρήματα του, που περιληπτικά είναι τα ακόλουθα.

Ο δρόμος ήταν σκοτεινός με κάποιο οδικό φωτισμό μικρής έντασης.  Ο α΄ εφεσείων οδηγούσε με ταχύτητα 39 μ.α.ω. έχοντας σε λειτουργία τα μεγάλα του φώτα στη χαμηλή στάση.  Από την αντίθετη πλευρά ερχόντουσαν αυτοκίνητα με αναμμένα φώτα.  Ο α΄ εφεσείων γνώριζε την περιοχή και το δρόμο γιατί είχε ζήσει προηγουμένως στο συνοικισμό της Ανθούπολης. Πριν από το σημείο της σύγκρουσης υπήρχε πινακίδα που προειδοποιούσε για την ύπαρξη Δημοτικού Σχολείου και διασταύρωσης πεζών.  Η εφεσίβλητη άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο από τα δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του α΄ εφεσείοντος, αφού κοίταξε και είδε ότι το όχημα του α΄ εφεσείοντος ερχόταν από μακριά και ότι μπορούσε να διασταυρώσει.  Όταν είχε καλύψει σχεδόν τα 3/4 της λεωφόρου κτυπήθηκε βίαια από το όχημα του α΄ εφεσείοντος, που την παρέσυρε σε μια απόσταση 80΄. Η παρουσία της εφεσίβλητης, που φορούσε μπλε φούστα, άσπρη μπλούζα και μπλε ζακέτα δεν μπορούσε να γίνει εύκολα αντιληπτή.

(β)       Η έφεση

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους που στην ουσία περιστρέφονται γύρω από την εισήγηση ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούν την κατανομή της ευθύνης σε αναλογία 60% - 40%.

[*1667]Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται.  Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι κατά γενικό κανόνα το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιον του.  (Ίδε Γεωργίου ν. Καψού (1997) 1(A) A.A.Δ. 164).  Η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν πρέπει να εξετάζεται μικροσκοπικά αλλά μέσα στο συνολικό της πλαίσιο με όλα τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να επιφέρει.  Ετσι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται το Δικαστήριο, που έχει την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να ενεργήσει ανάλογα.  (Ίδε Georghiades ν. Police (1985) 2 C.L.R. 86 και Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο σύνολο των πραγματικών γεγονότων.  (Ίδε Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1(B) A.A.Δ. 1355).  Όμως το Εφετείο έχει την ευχέρεια να επέμβει όταν διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα σημαντικό θέμα της διαδικασίας. (Ίδε Αθανασίου ν. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947) όπως επίσης και όταν ένα εύρημα δεν είναι εύλογα επιτρεπτό έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που έχει προσφερθεί. (Ίδε Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107.)

Στην προσπάθεια τους να ανατρέψουν τον σε βάρος τους καταμερισμό ευθύνης, οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι ο συσχετισμός της ταχύτητας του α΄ εφεσείοντος με την προειδοποιητική πινακίδα για την ύπαρξη Δημοτικού Σχολείου και διάβασης πεζών από το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ανεδαφικός, αφού το ατύχημα έγινε 100 μέτρα μακρυά από την πιο πάνω πινακίδα.  Η εισήγηση αυτή δεν έχει βαρύνουσα σημασία.  Και τούτο γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αποδέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του α΄ εφεσείοντος, δεν συνέδεσε αποκλειστικά την ταχύτητα των 39 μ.α.ω. με την προειδοποίηση πινακίδας για την ύπαρξη Δημοτικού Σχολείου και διασταύρωσης πεζών.  Η ύπαρξη της πινακίδας για το Δημοτικό Σχολείο και τη διασταύρωση, ανεξάρτητα από την ώρα του ατυχήματος και την απόσταση της από το σημείο της σύγκρουσης, [*1668]τόνιζε την υποχρέωση κάποιας αυξημένης προσοχής εκ μέρους οδηγών που χρησιμοποιούσαν το δρόμο εκείνο.

Αναφορικά με το ρυθμό με τον οποίο η εφεσίβλητη διεσταύρωνε το δρόμο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι, ενώ στην ποινική υπόθεση η εφεσίβλητη ανέφερε ότι διεσταύρωνε με γοργό βήμα, στην πρωτόδικη διαδικασία ισχυρίστηκε ότι διεσταύρωνε με κανονικό βήμα. Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να ευσταθήσει.  Υπάρχει ρητή αναφορά στη σχετική απόφαση για το τι είχε αναφέρει η εφεσίβλητη, τόσο στην ποινική υπόθεση όσο και στην πρωτόδικη διαδικασία, σχετικά με τον τρόπο που διεσταύρωνε.  Αυτό εξυπακούει ότι η τυχόν διαφορά, αν υπήρχε, είχε αξιολογηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Μπορεί να μην υπάρχει ρητή αναφορά στα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αν η εφεσίβλητη διεσταύρωνε με “γοργό” ή “κανονικό” βήμα. Όμως, όποιος και να ήταν ο ρυθμός το δυστύχημα δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί, έχοντας υπόψη την ταχύτητα του α΄ εφεσείοντος.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία της εφεσίβλητης μέσα στα ορθά πλαίσια και έχοντας την ευχέρεια να την παρακολουθήσει να καταθέτει με όρκο, κατέληξε στα συμπεράσματα του που δεν αντικρούονται με την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί.

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη το γεγονός ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να έχει σωστή και επιβεβλημένη εποπτεία του δρόμου στην προσπάθειά της να τον διασταυρώσει.  Ούτε αυτή η εισήγηση μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης στην προσπάθειά της να διασταυρώσει και σε συνδυασμό με τα ρούχα που φορούσε, που καθιστούσαν την παρουσία της δυσδιάκριτη από μακριά, της κατένειμε ποσοστό 40% συντρέχουσας αμέλειας.

(γ)       Η νομική πλευρά

Το κριτήριο αν ένας οδηγός είναι αμελής ή όχι εξαρτάται από τα ιδιάζοντα περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Το ερώτημα απαντάται πάντα μέσα στα πλαίσια της συμπεριφοράς και των αντιδράσεων ενός λογικού οδηγού.  Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Αλεξάνδρου, ανηλίκου, δια της μητρός του και πλησιεστέρας φίλης Μαρίας Αλεξάνδρου και Άλλης ν. Λεβέντη και Άλλου ((1996) 1(A) A.A.Δ. 420),

[*1669]“Ο επιμερισμός της ευθύνης συναρτάται με δύο παράγοντες:  Το μεμπτό της διαγωγής (blameworthiness), κρινόμενο υπό το πρίσμα του καθήκοντος επιμέλειας, και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της παραβίασης του καθήκοντος επιμέλειας και της ζημίας η οποία προκύπτει (causative potency).  Δυνητικά, η αμέλεια του οδηγού αυτοκινήτου έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από την αμέλεια του πεζού ή του ποδηλατιστή.  Ενώ η ευθύνη του οδηγού αυτοκινήτου και του πεζού μπορεί να είναι ίση σε έκταση, η δυνατότητα πρόκλησης ζημιάς είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση του αυτοκινητιστή.

Η κατανομή της ευθύνης γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά, με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία [βλ. Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25]. Εφόσον η καθοδήγηση ως προς το δίκαιο είναι ορθή, ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί κατεξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου [βλ. Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου ((1989) 1(E) A.A.Δ. 178)].”

Μετά από μια προσεκτική εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή, αφού δεν έχουν προβληθεί ισχυροί λόγοι που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την εγκυρότητά της.  Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει προσκομιστεί και δεν συντρέχουν λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέμβασή μας.  Το σύστημα διεύθυνσης του οχήματος του α΄ εφεσείοντος, τα φρένα, το χειρόφρενο και τα ελαστικά βρισκόντουσαν σε καλή κατάσταση.  Το βαθύ βούλωμα στο αριστερό εμπρόσθιο μέρος μπορούσε να αποδοθεί σε ένα πολύ βίαιο κτύπημα με πεζό.  Σύμφωνα με τον Εκτιμητή - Μηχανολόγο αυτοκινήτων Γ. Τζιηρκαλλή, ο α΄ εφεσείων θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση μόνο αν έτρεχε με ταχύτητα 20 μ.α.ω.  Όμως ο τελευταίος έτρεχε σύμφωνα με τη δική του παραδοχή με μια ταχύτητα 39 μ.α.ω. σε μια λεωφόρο στην οποία υπήρχε όριο ταχύτητας 30 μ.α.ω.  Ο                  α΄ εφεσείων δεν αντιλήφθηκε καθόλου την παρουσία της εφεσίβλητης στο δρόμο.  Είδε μόνο μια μαύρη μάζα ξαφνικά μπροστά του όταν ήταν ήδη πολύ κοντά και εφάρμοσε τα φρένα του.  Τα 12΄ ίχνη φρένων πριν από το σημείο σύγκρουσης σε σχέση με την απόσταση σκέψης (thinking distance) επιβεβαιώνουν αναμφίβολα την παράλειψη του α΄ εφεσείοντος να αντιληφθεί έγκαιρα την παρουσία της εφεσίβλητης στο δρόμο και σε σχέση με την ταχύτητα που οδηγούσε στη συγκεκριμένη περιοχή το εύρημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το δικό του ποσοστό ευθύνης είναι [*1670]αδιάβλητο.

Έχει τονιστεί ότι αμέλεια μπορεί να προκύψει όταν ένας οδηγός οδηγεί σε μια κατοικημένη περιοχή που δεν είναι αρκούντως φωτισμένη, με ταχύτητα που υπερβαίνει το όριο ταχύτητας και με τα μεγάλα φώτα του σε λειτουργία στη χαμηλή στάση σε βαθμό που δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί έγκαιρα ένα πρόσωπο που διασταυρώνει το δρόμο.  (Ιδε Mylordis v. The Police (1981)                    2 C.L.R. 219.)  Ο τρόπος οδήγησης του α΄ εφεσείοντος στην παρούσα υπόθεση κάτω από τις περιστάσεις δεν μπορούσε παρά να χαρακτηρισθεί ως αμελής.

Συνοψίζοντας καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν προβληθεί λόγοι που θα δικαιολογούσαν την επέμβαση μας στον καταμερισμό της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο