(1998) 1 ΑΑΔ 1718
[*1718]24 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΆΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ
ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 2)
ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ
(Χ”ΧΑΜΠΗΣ, Π. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.) ΣΤΗΝ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 36434/97 ΣΤΙΣ 19.3.98.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 10227)
Δικαιοδοσία Δικαστηρίου — Προνομιακά Εντάλματα — Certiorari — Έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο ακυρώθηκαν τα διατάγματα του Κακουργιοδικείου για αποκάλυψη από την Κατηγορούσα Αρχή μαρτυρικού υλικού προς την υπεράσπιση — Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το εν λόγω προνομιακό ένταλμα.
Δικαιοδοσία Δικαστηρίου — Κακουργιοδικείο — Διατάγματα για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού — Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να διατάξει την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων σε αίτηση της υπεράσπισης η οποία υπεβλήθη μετά την απάντηση ενοχής του κατηγορουμένου και πριν την έναρξη της δίκης — Εκτενής αναφορά στο εφαρμοστέο δικονομικό και νομικό πλαίσιο — Εφαρμοστέες αρχές του Κοινοδικαίου, του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών — Κατά πόσο οι συμφυείς εξουσίες του Κακουργιοδικείου του παρείχαν έρεισμα προς έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
[*1719]Δικαιοδοσία Δικαστηρίου — Σύμφυτη δικαιοδοσία — Eίναι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το Δικαστήριο και της αναγκαιότητας ύπαρξής της για τη λειτουργία του Δικαστηρίου ως Δικαστηρίου δικαίου.
Λέξεις και Φράσεις — “Δικαιοδοσία” στη σχετική Νομολογία.
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου – Δεν αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από τους νόμους και τους θεσμούς.
Μαρτυρία — Σχετικότητα μαρτυρίας — Αποφασίζεται στη διάρκεια της δίκης — Ποία δεδομένα προσδιορίζουν τη σχετικότητα μαρτυρίας.
Αρχή της ισότητας των όπλων — Η αποκάλυψη προς την υπεράσπιση μαρτυρικού υλικού το οποίο η Κατηγορούσα Αρχή είχε στη διάθεσή της πριν την έκδοση διαταγμάτων για αποκάλυψη, ισοδυναμεί με παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων.
Aνθρώπινα Δικαιώματα — Δίκαιη δίκη — Η έννοιά της συναρτάται με τη διεξαγωγή της δίκης — Kατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη δεν εξετάζεται προκαταρκτικά ή προληπτικά πριν από την έναρξη της δίκης αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης — Η έκδοση διαταγμάτων από το Κακουργιοδικείο για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού από την Κατηγορούσα Αρχή προς την υπεράσπιση, δεν διασφαλίζει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη.
Ποινική Δίκη — Yποχρέωση της Kατηγορούσας Aρχής για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού — Πρέπει να αντικρύζεται στα πλαίσια του δημοσίου συμφέροντος και την ανίχνευση και τιμωρία του εγκλήματος — Eφαρμοστέες αρχές του Kοινοδικαίου και της Aγγλικής Nομολογίας — Θέσπιση ειδικής Nομοθετικής Διάταξης και Kανονισμών για τη ρύθμιση του θέματος της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού στην Aγγλία.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκαν, με ένταλμα Certiorari, τα διατάγματα που εκδόθηκαν κατά πλειοψηφία, από το Κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στη Λευκωσία και τα οποία διέταζαν την Κατηγορούσα Αρχή να παραδώσει στους δικηγόρους του εφεσείοντα (Α. Κορέλλη) - ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορία για βιασμό κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα - διάφορα έγγραφα και τεκμήρια.
Η αίτηση για αποκάλυψη των εγγράφων και τεκμηρίων υπεβλήθη από την υπεράσπιση μετά την άρνηση ενοχής του εφεσείοντα και πριν [*1720]την ακρόαση της υπόθεσης.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα βάσει:
(α) Των αρχών του κοινοδικαίου.
(β) Των Άρθρων 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και των Άρθρων 6.1 και 6.3(β) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”).
(γ) Των συμφυών εξουσιών του.
Λόγοι έφεσης:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αναθεωρήσει την απόφαση του Κακουργιοδικείου.
Υποστηρίχθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα ότι:
α) Θέματα που ανάγονται στη διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβανομένης της αποκάλυψης στοιχείων που βρίσκονται στην κατοχή της Kατηγορούσας Αρχής, ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Το προνομιακό ένταλμα Certiorari περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας και όχι στην ορθότητα της δικαστικής απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.
β) Η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ήταν καθαρά διαδικαστικό θέμα του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου και συνεπώς δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έκδοσης προνομιακού εντάλματος. Επίσης, αντίθετα με την αρχή ότι δυνατότητα έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari υπάρχει μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν, η έκδοση προνομιακού εντάλματος στην προκείμενη περίπτωση όχι μόνο δεν αποσκοπούσε στην διασφάλιση δικαιωμάτων, αλλά έθιγε την αρχή της ισότητας των όπλων, το συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις για την υπεράσπιση της υπόθεσής του σύμφωνα με το Άρθρο 12.5(β) του Συντάγματος και γενικά το συνταγματικό του δικαίωμα να τύχει δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Ήταν η θέση του εφεσίβλητου ότι το Κακουργιοδικείο εκδίδοντας [*1721]το επίδικο διάταγμα υπερέβη την εξουσία και/ή δικαιοδοσία του καθότι -
(i) δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αυτής της φύσης ιδιαίτερα στην απουσία οιουδήποτε νομοθετικού και δικονομικού πλαισίου,
(ii) η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει νομική υποχρέωση να προβεί στις ενέργειες οι οποίες κατονομάζονται στο εν λόγω διάταγμα και, κατ’ ακολουθία, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή ή οιονδήποτε άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες σε σχέση με τις οποίες αυτό δεν υπέχει οιανδήποτε νομική υποχρέωση,
(iii) δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση είτε στο Σύνταγμα είτε στο Νόμο για έκδοση του σχετικού διατάγματος ούτε και υπήρχε δυνατότητα προώθησης της αίτησης της υπεράσπισης με βάση οποιοδήποτε δικονομικό κανόνα.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι στην απουσία ειδικής νομοθετικής πρόνοιας στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, το Σύνταγμα και ο Νόμος δεν παρείχαν στο Κακουργιοδικείο εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα. Το Κακουργιοδικείο είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα βάσει θεμελιακής αρχής του κοινοδικαίου και βάσει των Άρθρων 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και των Άρθρων 6.1 και 6.3(β) της Σύμβασης.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Καλλή, Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών, Αρτέμη, Νικολαΐδη, Κρονίδη, Ηλιάδη, Κραμβή και Γαβριηλίδη:
1. Λαμβανομένων υπόψη των λόγων για τους οποίους έχει επιδιωχθεί η έκδοση εντάλματος Certiorari και της εμβέλειας του εντάλματος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία.
2. Στην κρινόμενη περίπτωση, οι δικονομικοί κανόνες για την άσκηση των εξουσιών του Κακουργιοδικείου προδιαγράφονται από τον περί Ποινικής Δικονομίας Nόμο, Κεφ. 155. Η τήρηση τους ενέχει μεγάλη σημασία για την απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης. Η διασφάλιση του δικαιώματος του εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης, δεν μπορεί να μεταβάλει τους κανόνες της αντιδικίας. Η εξουσία του Κακουργιοδικείου να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιον του, [*1722]πρέπει να ασκείται με βάση τους δικονομικούς κανόνες. Οι συμφυείς εξουσίες του δεν αποτελούν μέσο και δεν παρέχουν ευχέρεια απόκλισης ή παράκαμψης των δικονομικών κανόνων. Η προληπτική - όπως την αποκάλεσε το Κακουργιοδικείο - άσκηση των εξουσιών του Κακουργιοδικείου για διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη, δεν θα έχει οποιοδήποτε πρακτικό όφελος για τον κατηγορούμενο, ενόψει της εξουσίας που διαθέτει να τον απαλλάξει και να τον αθωώσει, αν στο τέλος της δίκης φανεί ότι η μη αποκάλυψη σχετικού μαρτυρικού υλικού από την Κατηγορούσα Αρχή είχε καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη .
3. Στις αποφάσεις του κοινοδικαίου στις οποίες έκαμε αναφορά το Κακουργιοδικείο δεν χορηγήθηκε οποιοδήποτε διάταγμα για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού. Το θέμα της αποκάλυψης - στις υποθέσεις εκείνες - εξετάσθηκε στο στάδιο της έφεσης και όχι πριν από την έναρξη της δίκης όπως είναι η παρούσα περίπτωση. Οι σχετικές αποφάσεις είναι δηλωτικές ή αναγνωριστικές της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού.
Η Κυπριακή νομολογία είναι η ίδια με την Αγγλική επί του προκειμένου. Από την Αγγλική Νομολογία προκύπτουν, με ρητό και άμεσο τρόπο, οι πιο κάτω προτάσεις:
1) Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη δεν επεκτείνεται σε όλο το φάσμα του υλικού που βρίσκεται στο φάκελό της.
2) Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη εγείρεται μόνο σε σχέση με σχετική και ουσιώδη μαρτυρία ή με μαρτυρία η οποία είναι δυνατόν να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα τα οποία αναμένεται να εγερθούν ή τα οποία εγείρονται αναπάντεχα στη διάρκεια της δίκης.
Η δεύτερη πρόταση εγείρει το ζήτημα ότι το δικαστήριο δεν είναι σε θέση να κρίνει ποιά μαρτυρία είναι σχετική ή άσχετη στο προδικαστικό στάδιο της δίκης, αφού έχει στη διάθεσή του μόνο εκείνο το μέρος του μαρτυρικού υλικού που η Κατηγορούσα Αρχή θέλησε να θέσει υπόψη του κατά την προανάκριση. Η σχετικότητα είναι θέμα που αποφασίζεται κατά τη διάρκεια της δίκης. Στην κρινόμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο έχει ήδη επιληφθεί της σχετικότητας της μαρτυρίας η οποία καλύπτεται από τα επίδικα διατάγματα και έχει αποφανθεί καταφατικά. Το θέμα που εγείρεται είναι ότι σε περίπτωση που η κάθε πλευρά εγείρει θέμα σχετικότητας κάποιου εγγράφου, η οποιαδήποτε τοποθέτηση του Κακουργιοδικείου επί του [*1723]θέματος αυτού θα είναι τρωτή, εφόσο το Κακουργιοδικείο έχει ήδη δεσμευθεί εκ των προτέρων πάνω στο κρίσιμο ερώτημα της σχετικότητας. Το κατά πόσο κάποιο υλικό είναι σχετικό και απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης δεν πρέπει να αποφασίζεται με τρόπο γενικό, αόριστο και αφηρημένο και στην απουσία των δεδομένων που προσδιορίζουν τη σχετικότητα μιας μαρτυρίας. Τέτοια δεδομένα είναι:
(1) τα επίδικα θέματα της δίκης, και
(2) η γραμμή της υπεράσπισης.
Το δεύτερο δεδομένο ήταν εντελώς άγνωστο κατά το κρίσιμο στάδιο, στην παρούσα υπόθεση.
Η εμπλοκή του Κακουργιοδικείου στην κρίση θεμάτων τα οποία θα πρέπει να κριθούν στα πλαίσια της δίκης είναι ανεπιθύμητη, όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων και ιδιαίτερα το διάταγμα για την παράδοση τεκμηρίων (τα οποία ενδεχομένως να αλλοιωθούν στην κατοχή της υπεράσπισης) είναι δυνατό να οδηγήσει και σε άλλες επιπλοκές επιζήμιες στη σωστή απονομή της δικαιοσύνης, λόγω της μη επίτευξης της ισότητας των όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση. Σε τέτοια περίπτωση, η Κατηγορούσα Αρχή παροπλίζεται αποδεικτικού υλικού ή στερείται δυνατότητας να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία που είχε στη διάθεσή της πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Στην Αγγλία, εκτός από τις αρχές της νομολογίας, και η θέσπιση των Magistrates Courts (Advance Information) Rules 1985 με βάση εξουσίες που παρέχονται από την Criminal Law Act, 1977, καταδεικνύει ότι οι κανόνες του Κοινοδικαίου δεν παρέχουν στο Δικαστήριο εξουσία να χορηγήσει τα επίδικα διατάγματα.
Μετά τη θέσπιση της Criminal Procedure and Investigation Act 1996, οι κανόνες αποκάλυψης διέπονται αποκλειστικά από τις πρόνοιες της. Ο Νόμος αυτός απαιτεί και από τον κατηγορούμενο να αποκαλύψει στην Κατηγορούσα Αρχή την υπεράσπισή του.
Ενόψει των ανωτέρω, οι κανόνες του κοινοδικαίου δεν παρέχουν έρεισμα για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
4. Σύμφωνα με τη σχετική Νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δι[*1724]καιωμάτων, η οποία ταυτίζεται πλήρως με τη δική μας νομολογία ως προς τη διασφάλιση του δικαιώματος για “δίκαιη δίκη”, δεν είναι δυνατό κατ’ επίκληση των Άρθρων 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(3)(β) της Σύμβασης, να επιχειρείται προληπτική ή προκαταβολική διασφάλιση του δικαιώματος αυτού με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στην απουσία νομοθετικής ή δικονομικής εξουσιοδότησης.
5. Η θέση της υπεράσπισης ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδει με τις αποφάσεις Alan Ford (Αρ.2), Αστυνομία v. Φάντη και Δημοκρατία v. Ηρακλέους, δεν είναι ορθή.
6. Η εισήγηση που προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, ότι το Άρθρο 175 του Κεφ. 155 παρέχει εξουσιοδότηση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, δεν ευσταθεί. Το Άρθρο 175 στοχεύει στη ρύθμιση της πορείας της διαδικασίας. Το επίδικο θέμα στην κρινόμενη περίπτωση είναι διαφορετικό, αφού αφορά θέμα δικαιοδοσίας έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων.
7. Το Άρθρο 7(1) του Κεφ. 155 κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να “εφοδιαστεί με αντίγραφο των καταθέσεων και εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα”, δίνοντας έτσι στο δικαστήριο εξουσία να αποδώσει θεραπεία σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου ubi jus, ibi remedium (όπου υπάρχει δικαίωμα, υπάρχει θεραπεία).
8. Η έκταση του βαθμού της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού ρυθμίζεται από το Άρθρο 7 του Κεφ. 155, με τις επιταγές το οποίου η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίζεται ότι έχει συμμορφωθεί. Τα Άρθρα 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος, τα Άρθρα 6(1) και 3(β) της Σύμβασης και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν παρέχουν έρεισμα για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής να παραδώσει στην υπεράσπιση το υλικό το οποίο καλύπτεται από το πιο πάνω Άρθρο 7 ή οποιοδήποτε άλλο υλικό για να καταστεί η δίκη δίκαιη. Εναπόκειται στον κατηγορούμενο στο τέλος της δίκης να ισχυριστεί ότι το μη αποκαλυφθέν υλικό ήταν απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισής του και ότι η μη αποκάλυψη του τον έχει πράγματι επηρεάσει δυσμενώς (prejudice). Η θεραπεία του κατηγορουμένου σε τέτοια περίπτωση είναι η απαλλαγή του από το δικαστήριο.
H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.
[*1725]Β. Υπό Χρυσοστομή Δ., συμφωνούντος και του Κωνσταντινίδη, Δ.:
Το Κακουργιοδικείο έχει σύμφυτη δικαιοδοσία που απορρέει από το Άρθρο 35 του Συντάγματος να διασφαλίζει αποτελεσματικά το σεβασμό του ανθρώπινου δικαιώματος της αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού, όπως νομολογιακά καθορίστηκε, στον κατηγορούμενο. Η μη θέσπιση ειδικής προς τούτο νομοθεσίας δεν αδυνατίζει τη συνταγματική υποχρέωση του Δικαστηρίου να ελέγχει αποτελεσματικά την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και τη Σύμβαση. Η μη αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού στο στάδιο που ζητήθηκε, παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Σύμβασης, γιατί δεν παρέχονται “διευκολύνσεις” για την ετοιμασία της υπεράσπισης. Άρα η αποτελεσματική εξασφάλιση του δικαιώματος αυτού είναι επιβεβλημένη και το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα και ορθά τα εξέδωσε στο στάδιο της δίκης που τα εξέδωσε, όταν το μαρτυρικό υλικό ζητήθηκε από την υπεράσπιση και δεν δόθηκε από την κατηγορούσα αρχή. Το Δικαστήριο πρέπει, στο κατάλληλο στάδιο, να διατάξει την εφαρμογή του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος της προδικαστικής αποκάλυψης, προς αποφυγή ενδεχομένως διεξαγωγής άδικης δίκης. Η διαπίστωση κακοδικίας διαπιστώνεται βέβαια στο τέλος της δίκης με την τελική απόφαση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη νομολογία μας, αλλά το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων απορρέει επίσης και από τις αρχές του Κοινοδικαίου, που αναφέρθηκαν στην απόφαση.
Η έφεση επιτρέπεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442,
Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607,
Κωνσταντινίδης κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 847,
Περέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
R.C.K. Sports Ltd (Αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 618,
Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Aρ. 1) (1996) 1(A) A.A.Δ. 49,
[*1726]Theodosiadou a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 178,
Χαραλαμπίδης v. Μελωδία (Xαραλαμπίδου) (1997) 1(B) A.A.Δ. 724,
Αντωνίου v. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 1449, ημερ. 15.5.98,
Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ v. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109,
Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,
Georghiou v. Police (1966) 2 C.L.R. 18,
Isaias v. Police (1966) 2 C.L.R. 43,
Loizias v. Republic (1969) 2 C.L.R. 217,
R. v. Mills [1997] 3 All E.R. 780,
R. v. Brown [1997] 3 All E.R. 769,
R. v. Ward [1993] 2 All E.R. 577,
Λοΐζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363,
Πέγκερος v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,
Γενικός Εισαγγελέας v. Αρτεμίου κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 150,
Ορφανίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44,
Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 A.A.Δ. 1338,
Aστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,
Χ. v. United Kingdom, No. 5281/71, 42 C.D. 99 [1972],
Δημοκρατία v. Ford κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361,
Δημοκρατία v. Ηρακλέους (Aρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225,
Παναρέτου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1707,
[*1727]Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,
Aνθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
Γενικός Εισαγγελέας (Aρ. .2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 126,
Edwards v. United Kingdom A247B [1992],
R. v. Bryant and Dickson [1946] 31 Cr. App. R. 146,
Kamal Hassanein v. Hellenic Island κ.ά. (Aρ. 2) (1994) 1 A.A.Δ. 578,
Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50,
Theofanous v. Cosmos Insurance (1988) 1 C.L.R. 265,
Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252,
Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9,
Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194,
Aristidou v. Republic (1967) 2 C.L.R. 43,
Police v. Christophides a.o. (1984) 2 C.L.R. 33,
Pastella Marine Co. Ltd. v. National Iranian Tanker Co. Ltd (1987) 1 C.L.R. 583,
Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd a.o. (1983) 1(A) C.L.R. 348,
Σωτηριάδης v. Βασιλείου κ.ά. (Αρ. 1) (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 801.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα κατά της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Aρτεμίδης, Δ.), που δόθηκε στις 15 Mαΐου, 1998 (Aρ. Aίτησης 23/98), με την οποία έγινε αποδεκτή αίτηση του Γενικού Eισαγγελέα για έκδοση εντάλματος certiorari και ακυρώθηκαν τα διατάγματα που εξέδωσε το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας στις 19.3.98 στην Ποινική Yπόθεση Aρ. 36434/97.
Κ. Ταλαρίδης με Μ. Πική, για τον Eφεσείοντα.
[*1728]M. Mαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, με M. Σωτηρίου, ασκούμενη δικηγόρος, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την απόφαση αυτή συμφωνούν οι Δικαστές, Αρτέμης, Νικολαΐδης, Κρονίδης, Ηλιάδης, Κραμβής και Γαβριηλίδης.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων Α. Κορέλλης παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία. Αντιμετωπίζει κατηγορία για βιασμό κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Η έναρξη της δίκης ορίστηκε για τις 3.3.98. Στις 23.12.97 οι συνήγοροι του καταχώρισαν αίτηση δια κλήσεως με την οποία εζητείτο η έκδοση διατάγματος από το Κακουργιοδικείο ώστε η Κατηγορούσα Αρχή να παραδώσει στους δικηγόρους του εφεσείοντα διάφορα έγγραφα και τεκμήρια.
Η Κατηγορούσα Αρχή έφερε ένσταση στο πιο πάνω αίτημα. Μετά από ακροαματική διαδικασία η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου με απόφαση της, ημερ. 19.3.98, έκρινε νομικά βάσιμη την αίτηση και εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα (“τα επίδικα διατάγματα”):
“1. Όπως η Δημοκρατία παραδώσει στους δικηγόρους του κατηγορουμένου φωτοαντίγραφα των ακόλουθων εγγράφων:
(α) Των σχετιζομένων με τις επιστημονικές εξετάσεις με αριθμούς 1, 7, 8, 27, 29, 40, 41, 42, 43, 44, 46, 54, 55 και 56 στον ανακριτικό φάκελο.
(β) Του καταχωρηθέντος παραπόνου στο βιβλίο παραπόνων της Αστυνομίας, με αριθμό 9 στον ανακριτικό φάκελο.
(γ) Των επιστολών του δικηγόρου της παραπονούμενης προς τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, με αριθμούς 16, 20, 70 και 76 στον ανακριτικό φάκελο, καθώς και της επιστολής του Αρχηγού της Αστυνομίας προς το δικηγόρο της παραπονούμενης, έγγραφο χωρίς αρίθμηση στον ανακριτικό φάκελο.
(δ) Οιωνδήποτε άλλων περιεχομένων στον ανακριτικό φάκελο εγγράφων κρινομένων σχετικών.
[*1729]2. Όπως η Δημοκρατία επιτρέψει εκ μέρους του κατηγορουμένου:
(α) Την επιστημονική εξέταση του slip και των κολπικών επιχρισμάτων της παραπονούμενης, εφόσον
(ι) Τα εν λόγω τεκμήρια συνεχίζουν να υπάρχουν.
(ιι) Η εξέταση των τεκμηρίων θα γίνει ενόσω αυτά συνεχίσουν να ευρίσκονται στην κατοχή της Δημοκρατίας και στην παρουσία εκπροσώπων της.
(ιιι) Τα τεκμήρια δεν θα επηρεασθούν.
(β) Την επισκόπηση και λήψη φωτογραφιών οιωνδήποτε άλλων τεκμηρίων κρινομένων σχετικών, υπό τους ιδίους όρους που έχουμε αναφέρει ανωτέρω.”
Ο Γενικός Εισαγγελέας επεδίωξε την ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων με την καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari. Ο αδελφός Δικαστής ο οποίος επελήφθη της αίτησης έκαμε δεκτό το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής και ακύρωσε τα επίδικα διατάγματα. Έκρινε πως το Κακουργιοδικείο δεν είχε την εξουσία που ανέλαβε για να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα. Μεταφέρουμε μέρος του σκεπτικού της απόφασης του:
“Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος ειδικά, αλλά και κανένα άλλο νομοθέτημα, δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να δώσει στο Δικαστήριο οποιαδήποτε εξουσία, της φύσεως αυτής που ανέλαβε το Κακουργιοδικείο, θα το πρόβλεπε ρητά, όπως γίνεται σε άλλες περιπτώσεις και ιδιαίτερα στην πολιτική δίκη, όπου μάλιστα το Δικαστήριο επιλαμβάνεται των διαφορών στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και οι διάδικοι και το Δικαστήριο κινούνται με μεγαλύτερη ευχέρεια. Το Δικαστήριο δεν δικαιούται, κατά την άποψη μου, να αναλαμβάνει τέτοια δραστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δικαστηρίου οριοθετούνται από το Σύνταγμα και το νόμο. Δεν υπάρχει σύμφυτη ή εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου που προεκτείνεται για να καλύψει χώρο, στον οποίο μόνο ο νομοθέτης μπορεί να επέμβει. Διαφορετικά, με την επίκληση της ύπαρξης σύμφυτης εξουσίας τα Δικαστήρια θ’ αναλάμβαναν απεριόριστη δικαιοδοσία, και σε απροσδιόριστες περιπτώσεις, για την έκδοση διαταγμάτων. Η σύμφυτη εξουσία, όπως νομίζω είναι αντιληπτή στη θεωρία του δικαίου, είναι η παραδοσιακά ενυπάρχουσα εξουσία του Δικαστηρίου που καλύπτει κυρίως το πεδίο της δικονομι[*1730]κής λειτουργίας του, ώστε να καθίσταται αποτελεσματική μέσα στα υπάρχοντα νομοθετημένα πλαίσια.
.............................................................................................................
Η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου αποφάσισε πως είχε εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα, σύμφυτη της υποχρέωσης του να διασφαλίσει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προβλέπονται στο Σύνταγμα μας και στη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θεώρησε δε αυτή την εξουσία να γεννάται, ούτως ειπείν, από την αρχή του δικαίου ubi jus ubi remedium. Έτσι, το Δικαστήριο θεώρησε πως η θεραπεία που έχει σ’ αυτή την περίπτωση ο κατηγορούμενος είναι η έκδοση των υπό συζήτηση διαταγμάτων. Από το σημείο αυτό ξεκινά, κατά τη δική μου γνώμη, και το νομικό σφάλμα του Δικαστηρίου. Και μονολότι έγινε ευρύτατη αναφορά σε νόμους και τη δικαστική πρακτική της Αγγλίας και Καλιφόρνιας, εντούτοις η απόλυτα, κατά την άποψη μου, σχετική και εφαρμοστέα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας, διέλαθε της προσοχής όλων των ενδιαφερομένων. Έκαμα νύξη σ’ αυτή κατά την ενώπιον μου συζήτηση, και είχαν την ευκαιρία οι δικηγόροι να τη σχολιάσουν.
Υπάρχει θεραπεία για τον κατηγορούμενο, όταν διακριβωθεί στη δίκη πως παραβιάστηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα. Όπως έχει αποφασιστεί από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Alan Ford και Άλλων (Aρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232 τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης προς διαπίστωση της ενοχής του κατηγορουμένου. Εισήγηση για παραβίαση τους εντάσσεται μέσα στη διαδικασία για τη διακρίβωση της ευθύνης του κατηγορουμένου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτή (σελ. 243 της απόφασης). Αυτό δε που είναι σοβαρότερο, και αγγίζει απ’ ευθείας το ζήτημα που μας απασχολεί, το βρίσκουμε στις παραγράφους 3 και 4 της πιο πάνω απόφασης, στη σελίδα 244:
..............................................................................................................
Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο σ’ εκείνο το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη.”
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία έχουν ακυρωθεί τα επίδικα διατάγματα.
[*1731]Οι λόγοι έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης αμφισβητείται η δικαιοδοσία του πρωτόδικου δικαστηρίου. Υποστηρίχθηκε πως το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε προβαίνοντας στην θέωρηση θεμάτων τα οποία ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Αναθεωρόντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου το πρωτόδικο δικαστήριο υπερέβη και εξετράπη από τα όρια της δικαιοδοσίας του.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα εισηγήθηκαν πως θέματα που ανάγονται στην διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβανομένης της αποκάλυψης στοιχείων που βρίσκονται στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής, ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Το προνομιακό ένταλμα Certiorari περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας και όχι στην ορθότητα της δικαστικής απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.
Υποστήριξαν περαιτέρω ότι η διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ακύρωση αποφάσεων που αφορούν καθαρά διαδικαστικά θέματα και που δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων στην ουσία της υπόθεσης. Δυνατότητα έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari υπάρχει μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442, Σπύρος Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607 και Ανδρέας Κωνσταντινίδης κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 847). Η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ήταν καθαρά διαδικαστικό θέμα του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου και συνεπώς δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έκδοσης προνομιακού εντάλματος. Επίσης, αντίθετα με την πιο πάνω αρχή, η έκδοση προνομιακού εντάλματος στην προκείμενη περίπτωση όχι μόνο δεν αποσκοπούσε στην διασφάλιση δικαιωμάτων αλλά θίγει την αρχή της ισότητας των όπλων, το συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις για την υπεράσπιση της υπόθεσης του σύμφωνα με το άρθρο 12.5(β) του Συντάγματος και γενικά το συνταγματικό του δικαίωμα να τύχει δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 30.2.
Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης θα εξεταστεί σε συνάρτηση με τους λόγους για τους οποίους ο εφεσίβλητος επεδίωξε την έκδοση του εντάλματος Certiorari.
Ήταν η θέση του εφεσίβλητου ότι το Κακουργιοδικείο εκδίδο[*1732]ντας το επίδικο διάταγμα υπερέβη την εξουσία και/ή δικαιοδοσία του καθότι -
(ι) δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία να εκδόσει διάταγμα αυτής της φύσης ιδιαίτερα στην απουσία οιουδήποτε νομοθετικού και δικονομικού πλαισίου,
(ιι) η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει νομική υποχρέωση να προβεί στις ενέργειες τις οποίες κατονομάζονται στο εν λόγω διάταγμα και, κατ’ ακολουθία, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή ή οιονδήποτε άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες σε σχέση με τις οποίες αυτό δεν υπέχει οιανδήποτε νομική υποχρέωση,
(ιιι) δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση είτε στο Σύνταγμα είτε στο Νόμο για έκδοση του σχετικού διατάγματος ούτε και υπήρχε δυνατότητα προώθησης της αίτησης της Υπεράσπισης με βάση οποιοδήποτε δικονομικό κανόνα.
Η νομολογία μας σε πλήρη ταύτιση με την αντίστοιχη αγγλική νομολογία έχει πάγια υιοθετήσει τη θέση ότι το ένταλμα Certiorari παρέχει τη δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο με προοπτική την επέμβαση είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του πρακτικού προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας (Τζεννάρο Περέλλα (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Halsbury’s Laws of England, 3rd ed., Vol. 11, παραγ. 268, σελ. 142, Supreme Court Practice, 1988, σελ. 794).
Λαμβανομένων υπόψη των λόγων για τους οποίους έχει επιδιωχθεί η έκδοση εντάλματος Certiorari και της εμβέλειας του εντάλματος κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία.
Με τους υπόλοιπους λόγους της έφεσης υποστηρίζεται το σκεπτικό της απόφασης του Κακουργιοδικείου και βάλλεται εκείνο της εκκαλούμενης - πρωτόδικης απόφασης. Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι στην απουσία ειδικής νομοθετικής πρόνοιας στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, το Σύνταγμα και ο Νόμος δεν παρείχαν στο Κακουργιοδικείο εξουσία να εκδόσει τα επίδικα διατάγματα. Το Κακουργιοδικείο - συνεχίζει η εισήγηση - είχε εξουσία να εκδόσει τα επίδικα διατάγματα βάσει θεμελιακής αρχής του κοινοδικαίου, και βάσει των άρθρων [*1733]12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και των άρθρων 6.1 και 6.3(β) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”).
Το Κακουργιοδικείο μετά από ανασκόπιση της εξέλιξης του κοινοδικαίου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων έχει δικαίωμα προδικαστικής αποκάλυψης όλης της σχετικής μαρτυρίας δυνάμει των αρχών του κοινοδικαίου. Το ίδιο δικαίωμα του παρέχεται “τόσο από της απόψεως του άρθρου 6.1 και 6.3(β) της Σύμβασης όσο και από της απόψεως των άρθρων 12.5(β) και 30.2 του Συντάγματος”. Στο τελευταίο αυτό συμπέρασμα κατέληξε αφού έλαβε υπόψη τόσο την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή προσέγγιση στο άρθρο 6 της Σύμβασης όσο και τη γενικώτερη προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο “ρόλο του Δικαστηρίου όσον αφορά τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων περιλαμβανομένων εκείνων κατηγορούμενου προσώπου”.
Σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο η προδικαστική αποκάλυψη είναι σημαντική γιατί “αποσκοπεί ακριβώς στην κατά το δυνατό εκ των προτέρων αποφυγή κακοδικίας, που η εμπειρία του κοινοδικαίου επιβεβαιώνει ότι δυστυχώς μπορεί άλλως να συμβεί ακόμα και χωρίς πρόθεση ή και πρότερη συνειδητοποίηση, παρά στην εκ των υστέρων διόρθωση της όταν αυτή διαπιστώνεται επ’ εφέσει όταν πλέον είναι πολύ αργά και όταν ούτε μια νέα δίκη ούτε ο παραμερισμός της καταδίκης μπορούν να θεωρηθούν σαν ιδανικές λύσεις.”
Το νομικό μας σύστημα - κατέληξε το Κακουργιοδικείο - εδραζόμενο τόσο στο θεμελιακό χαρακτήρα του Συντάγματος όσο και στην σοφία και την κοινή λογική του κοινοδικαίου, παρέχει τη δυνατότητα στα Δικαστήρια, στα πλαίσια του συνταγματικού τους ρόλου αλλά και των συμφυών εξουσιών τους, να διασφαλίσουν, μέσω της προδικαστικής αποκάλυψης, ότι ο κίνδυνος κακοδικίας περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό, παρά να αναμένουν μέχρις ότου εκδηλωθεί η κακοδικία για να την αναγνωρίσουν, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με αποφυγή της ευθύνης τους στον κρίσιμο χρόνο αλλά και συνέργεια στην κακοδικία.
Όπως προκύπτει από την απόφαση του το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα βάσει των πιο κάτω κεφαλαίων:
(1) Των αρχών του κοινοδικαίου.
(2) Των άρθρων 12.5(β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και των άρ[*1734]θρων 6.1 και 6.3(β) της Σύμβασης.
(3) Των συμφυών εξουσιών του.
Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία ή εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα με βάσει οποιοδήποτε από τα πιο πάνω κεφάλαια.
Δικαιοδοσία - Έννοια.
Στην R.C.K. Sports Ltd (Αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 618, 623, έχει επιχειρηθεί ερμηνεία του όρου “δικαιοδοσία”:
“Η λέξη ‘δικαιοδοσία’ έχει πολλές αποχρώσεις ερμηνείας. Μερικοί τείνουν να πουν ότι, οποτεδήποτε δικαστήριο αποφασίσει εσφαλμένα, υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του. Η δήλωση αυτή είναι πολύ ευρεία και αποτελεί υπερβολή. Το δικαστήριο ασκεί την εξουσία του σύμφωνα με το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο.
Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται, σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιον του, για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το Νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.”
(Βλ. και Thompson v. Shiel [1840] 3 Ir. Eq. R. 135, Δημητρίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 256, 261).
Στην κρινόμενη περίπτωση το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο είναι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, και πιο συγκεκριμένα τα άρθρα 7 και 102. Το Κεφ. 155 προδιαγράφει με πάσα λεπτομέρεια το δικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η ποινική δίκη. Οι σχετικές με την προδικαστική αποκάλυψη πρόνοιες του είναι εκείνες των άρθρων 7 και 102 με τις οποίες η Κατηγορούσα Αρχή - όπως διατείνεται - έχει συμμορφωθεί. Το Κεφ. 155 δεν παρέχει εξουσία στο Κακουργιοδικείο για χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων. Επομένως το Κακουργιοδικείο έχει ενεργήσει έξω από το καθορισμένο δικονομικό πλαίσιο και έχει εκδώσει τα επίδικα διατάγματα χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση.
Έχει, ωστόσο, λεχθεί ότι το Κακουργιοδικείο είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα κατ’ επίκληση της συμφυούς εξουσίας [*1735]του. Τυγχάνει, επομένως, εξεταστέο το κατά πόσο οι συμφυείς εξουσίες παρέχουν έρεισμα στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Στη Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Aρ. 1) (1996) 1(A) A.A.Δ. 49, μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης η απόφαση του δικαστηρίου επιφυλάχθηκε. Ο συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, επικαλούμενος τις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου, ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου όπως δοθεί η ευκαιρία στο Γενικό Εισαγγελέα, είτε ως δικηγόρο του Εφόρου Αναπληρωματικής Εκλογής, μέσω του επανανοίγματος της υπόθεσης, είτε υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στη Theodosiadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 178, να επιχειρηματολογήσει περαιτέρω υπέρ των θέσεων του και κυρίως σε σχέση με τη δεσμευτικότητα προηγούμενων αποφάσεων του δικαστηρίου.
Ήταν δεκτό ότι οι δικονομικοί θεσμοί δεν παρείχαν έρεισμα στο αίτημα. Ο συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αναγνώρισε, επίσης, ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το επανάνοιγμα επιφυλαχθείσας απόφασης δεν παρείχε ευθέως έρεισμα στο αίτημα. Εισηγήθηκε, όμως, πως δικαιολογείται η επέκταση της δυνατότητας επανανοίγματος υπόθεσης, στην οποία η απόφαση επιφυλάχθηκε, εφ’ όσον πρόκειται για τη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου. Εγείρονται - όπως το έθεσε - σπουδαία πολιτειακά ζητήματα για τα οποία ο Γενικός Εισαγγελέας επιθυμεί να αναπτύξει πρόσθετη επιχειρηματολογία. Πρόκειται για θέμα δικονομικής υφής για το οποίο δεν μπορεί να ισχύουν αυστηροί κανόνες.
Ιδού πως αντιμετωπίσθηκε το αίτημα από το Ανώτατο Δικαστήριο (απόφαση Πική, Π.):
“... η υποβολή και το πλαίσιο της εκδίκασης εκλογικής αίτησης διέπονται από το Διαδικαστικό Κανονισμό. Οι διαδικαστικοί κανονισμοί σ’ αυτή, όπως και σ’ όλες τις διαδικασίες, θεσμοθετούν τους κανόνες για την άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Στην απουσία τους, δε θα υπήρχε σταθερό πλαίσιο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας. η άσκηση της θα επαφιόταν στη βούληση των δικαστών που επιλαμβάνονται της κάθε υπόθεσης, με αντίκτυπο την αβεβαιότητα στην πορεία απονομής της δικαιοσύνης. Η τήρηση των δικονομικών κανόνων ενέχει μεγάλη σημασία για την απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης. .............................................................................................................
Οι συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου συναρτώνται με τη διασφάλιση του χαρακτήρα του ως του φορέα απονομής της δικαι[*1736]οσύνης - (βλ. Bremer Vulkan v. South India Shipping [1981] 1 All E.R. 289, 295 (απόφαση του Λόρδου Diplock) και Corby DC v. Holst & Co. Ltd [1985] 1 All E.R. 321). Αποτελούν (οι συμφυείς εξουσίες) τους εφεδρικούς κανόνες για τη διασφάλιση της λειτουργικότητας του δικαστηρίου και την εκπλήρωση της αποστολής του να απονέμει το δίκαιο εις πάντας σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους...................................
Η εξουσία του δικαστηρίου να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιόν του, αναγόμενη στις συμφυείς εξουσίες του δικαστηρίου, δεν αποτελεί μέσο, ούτε παρέχει ευχέρεια απόκλισης ή παράκαμψης των δικονομικών κανόνων. Η διεξαγωγή της δίκης σύμφωνα με τους θεσμοθετημένους κανόνες αποτελεί το πρωταρχικό καθήκον του δικαστηρίου.
Όπως τονίζεται στην Abse v. Smith [1986] 1 All E.R. 350, ο καθορισμός των διαδικασιών για την πρόσφορη απονομή της δικαιοσύνης ανάγεται στη Δικαστική Εξουσία ως συλλογικό (κολλεγιακό) σώμα (collegiate body). Η τήρηρη των θεσμοθετημένων διαδικασιών ενέχει μεγάλη σημασία, όπως υποδεικνύεται στην ίδια απόφαση, για την απονομή της δικαιοσύνης. Η εκ των προτέρων γνώση της πρακτικής και διαδικασιών του δικαστηρίου, και γενικά η προκαθορισμένη πορεία της δικαιοσύνης, ώστε ο κάθε διάδικος να μπορεί με βεβαιότητα να ετοιμάζει και να παρουσιάζει την υπόθεσή του ενώπιον του δικαστηρίου, είναι ύψιστης σπουδαιότητας για την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης.”
(Βλ. και Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Xαραλαμπίδου) (1997) 1(B) A.A.Δ. 724 (απόφαση της Ολομέλειας και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1449/15.5.98).
Στην Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) έχει λεχθεί ότι “σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το δικαστήριο και της αναγκαιότητας ύπαρξής της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου τούτου, ούτε αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το νόμο και τους θεσμούς” (Βλ. και Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583, 587).
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, οι δικονομικοί κανόνες για την άσκηση των εξουσιών του Κακουργιοδικείου προδιαγράφονται από το Κεφ. 155. Η τήρηση τους ενέχει μεγάλη σημασία για την απρόσκοπτη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Η [*1737]σπουδαιότητα του θέματος - διασφάλιση του δικαιώματος του εφεσείοντα να τύχει δίκαιης δίκης - δεν μπορεί να μεταβάλει τους κανόνες της αντιδικίας. Η εξουσία του Κακουργιοδικείου να ρυθμίζει τη διαδικασία ενώπιον του πρέπει να ασκείται με βάση τους δικονομικούς κανόνες. Οι συμφυείς εξουσίες του - όπως και στην υπόθεση Μαυρογένη - δεν αποτελούν μέσο και δεν παρέχουν ευχέρεια απόκλισης ή παράκαμψης των δικονομικών κανόνων. Η αποστολή του Κακουργιοδικείου και η αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών του εκλπηρώνονται πλήρως με την εξουσία που διαθέτει να απαλλάξει και αθωώσει τον κατηγορούμενο αν στο τέλος της δίκης φανεί ότι η μη αποκάλυψη σχετικού μαρτυρικού υλικού από την Κατηγορούσα Αρχή είχε καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη. Επομένως με την αθώωση και απαλλαγή του κατηγορουμένου διασφαλίζεται τόσο η λειτουργικότητα του δικαστηρίου όσο και η εκπλήρωση της αποστολής του. Δεν υπάρχει, επομένως, πεδίο παράκαμψης των δικονομικών κανόνων και επίκλησης των συμφυών εξουσιών του δικαστηρίου. Η προληπτική - όπως την απεκάλεσε το Κακουργιοδικείο - άσκηση των εξουσιών του Κακουργιοδικείου για διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη δεν θα έχει οποιοδήποτε πρακτικό όφελος για τον κατηγορούμενο.
Οι αρχές του κοινοδικαίου.
Πρέπει να πούμε ευθύς εξ αρχής ότι συμφωνούμε με τις θέσεις που διατύπωσε το Κακουργιοδικείο σε σχέση με το δικαίωμα του κατηγορουμένου για προδικαστική αποκάλυψη. Ωστόσο το ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα στην απουσία της σχετικής δικονομικής ή νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι στις αποφάσεις στις οποίες έκαμε αναφορά το Κακουργιοδικείο δεν χορηγήθηκε οποιοδήποτε διατάγμα για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού. Όλες οι σχετικές αποφάσεις είναι απλώς δηλωτικές και αναγνωριστικές της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποκαλύψουν στην υπεράσπιση όλο το σχετικό υλικό. Προδιαγράφουν, επίσης, τις επιπτώσεις που απορρέουν από την παράλειψη αποκάλυψης του. Είναι όλες αποφάσεις του Αγγλικού Εφετείου και της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων. Το θέμα της αποκάλυψης εξετάσθηκε στο στάδιο της έφεσης και όχι πριν από την έναρξη της δίκης όπως είναι εδώ η περίπτωση.
Στο σημείο αυτό παρεμβάλλουμε ότι η δική μας νομολογία δεν διαφέρει σε τίποτε από την αγγλική επί του προκειμένου νομολογία. Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού προς την υπεράσπιση αναγνωρίστηκε στις υποθέσεις Georghiou v. Police (1966) 2 C.L.R. 18, Isaias v. Police (1966) 2 C.L.R. 43, και Loizias v. Republic (1969) 2 C.L.R. 217.
Στην πρώτη υπόθεση τονίσθηκε η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να θέσει υπόψη της υπεράσπισης την κατάθεση που είχε δώσει ο εφεσείων στην Αστυνομία εκτός αν π.χ. υπάρχει πρόθεση να την χρησιμοποιήσουν σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης και έχουν λόγο να την κρατήσουν μέχρι σε εκείνο το στάδιο. Κρίθηκε ότι η σχετική παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής δεν επηρέαζε την καταδίκη του εφεσείοντα.
Στην Isaias (πιο πάνω) ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην ακύρωση της καταδίκης ήταν οι αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας ορισμένων μαρτύρων και των καταθέσεων τους στην Αστυνομία, οι οποίες - καταθέσεις - δεν τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου δικαστηρίου - όπως έπρεπε - αλλά μόνο ενώπιον του Εφετείου. Θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για ουσιώδεις παρατυπίες οι οποίες επηρέαζαν δυσμενώς την υπεράσπιση.
Στην Loizias (πιο πάνω) η Κατηγορούσα Αρχή δεν αποκάλυψε την ύπαρξη κατάθεσης της παραπονουμένης - για βιασμό - η οποία ήταν ασυμβίβαστη με άλλη κατάθεση της προς την Αστυνομία. Κρίθηκε ότι επρόκειτο για παρατυπία η οποία επηρέαζε το θεμέλιο της δίκης. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Στην R. v. Mills [1997] 3 All E.R. 780 το ζήτημα της μη αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού εξετάστηκε κατ’ έφεση στη δικαστική επιτροπή της Βουλής των Λόρδων. Κρίθηκε ότι η μη αποκάλυψη αποτελεί ουσιώδη παρατυπία, η οποία, όμως, δεν καθιστά την καταδίκη ανασφαλή.
Στην R. v. Brown [1997] 3 All E.R. 769 (απόφαση της δικαστικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων) το μόνο επίδικο θέμα ήταν “κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή είχε νομική υποχρέωση να αποκαλύψει υλικό το οποίο είναι σχετικό μόνο με την αξιοπιστία των μαρτύρων υπεράσπισης”*.
Η δικαστική επιτροπή της Βουλής των Λόρδων εξέτασε το επί[*1739]δικο θέμα με το να θέσει τα πιο κάτω ερωτήματα:
“(1) Is it reasonable to distinguish material which may assist the defence case from material which relates only to the credibility of the defence witnesses; and (2) is it consistent with the general principle of fairness to say that the Crown is not under a legal duty to disclose material which is relevant only to a defence witness’s credibility?”
Σε ελληνική μετάφραση:
“(1) Είναι λογικό να διακρίνουμε το υλικό το οποίο μπορεί να βοηθήσει την υπόθεση της υπεράσπισης από το υλικό που σχετίζεται μόνο με την αξιοπιστία των μαρτύρων υπεράσπισης; (2) είναι συμβατό με την γενική αρχή της δίκαιης μεταχείρισης να λεχθεί ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν υπέχει νομική υποχρέωση να αποκαλύψει υλικό το οποίο είναι σχετικό με την αξιοπιστία ενός μάρτυρα υπεράσπισης;”
Στο πρώτο ερώτημα δόθηκε καταφατική απάντηση.
Στο δεύτερο ερώτημα δόθηκε αρνητική απάντηση η οποία οδήγησε και στην απόρριψη της έφεσης. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 777-778:
“As to the second question, the principle of fairness lies at the heart of all the rules of the common law about the disclosure of material by the prosecutor. But that principle has to be seen in the context of the public interest in the detection and punishment of crime. A defendant is entitled to a fair trial, but fairness does not require that his witnesses should be immune form challenge as to their credibility. Nor does it require that he be provided with assistance from the Crown in the investigation of the defence case or the selection, on grounds of credibilty, of the defence witnesses. The legal representation to which he is entitled, usually with the benefit of legal aid, has the responsibility of performing these functions on his behalf. To repeat the words of Diplock L.J. in Dallison v. Caffery [1964] 2 All E.R. 610 at 622 the duty of the prosecutor is to prosecute, not to defend. The important developments in the prosecutor’s duty of disclosure since he wrote these words have not altered the essential point that there is a difference between the functions of the prosecutor and those of the defence. The prosecutor’s duty is to prosecute the case fairly and openly in the public interest. It is not part of his duty to conduct the case for the defence.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Σε σχέση με το δεύτερο ερώτημα η αρχή της δίκαιης μεταχείρισης βρίσκεται στην καρδιά όλων των κανόνων του κοινοδικαίου για την αποκάλυψη υλικού από την Κατηγορούσα Αρχή. Ωστόσο αυτή η αρχή πρέπει να αντικρύζεται στα πλαίσια του δημόσιου συμφέροντος για την ανίχνευση και τιμωρία του εγκλήματος. Ένας κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, αλλά η δίκαιη μεταχείριση δεν απαιτεί όπως η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων του πρέπει να απολαμβάνει ασυλίας. Ούτε και απαιτεί όπως παρέχεται βοήθεια στον κατηγορούμενο από την Κατηγορούσα Αρχή κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης της υπεράσπισης ή την επιλογή, πάνω σε λόγους αξιοπιστίας, των μαρτύρων υπεράσπισης. Η νομική εκπροσώπιση στην οποία δικαιούται, συνήθως με το ευεργέτημα της νομικής αρωγής έχει την ευθύνη να εκτελέσει αυτές τις λειτουργίες εκ μέρους του. Για να επαναλάβουμε τα λόγια του Diplock L.J. στην Dallison v. Caffery [1964] 2 All E.R. 610, 622, το καθήκον της Κατηγορούσας Αρχής είναι να διώκει ποινικά, και όχι να υπερασπίζει. Οι σημαντικές εξελίξεις στην υποχρέωση του κατήγορου για αποκάλυψη, αφότου λέχθηκαν τα πιο πάνω, δεν έχουν μεταβάλει το βασικό σημείο ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα καθήκοντα του κατήγορου και της υπεράσπισης. Το καθήκον του κατήγορου είναι να παρουσιάσει την υπόθεση του με δίκαιο τρόπο και με διαφάνεια προς το δημόσιο συμφέρον. Δεν αποτελεί μέρος του καθήκοντος του να διευθύνει την υπόθεση της υπεράσπισης.”
Στην R. v. Ward [1993] 2 All E.R. 577 (απόφαση του Εφετείου) και πάλιν η υποχρέωση για αποκάλυψη εξετάσθηκε στο στάδιο της έφεσης. Τονίσθηκε (βλ. σελ. 598) ότι “η υποχρέωση για αποκάλυψη εγείρεται σε σχέση με μαρτυρία η οποία είναι ή δυνατόν να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα τα οποία αναμένεται να εγερθούν, ή τα οποία εγείρονται αναπάντεχα, στη διάρκεια της δίκης. Αν η μαρτυρία είναι ή δυνατόν να είναι ουσιώδης με αυτή την έννοια, τότε η μη αποκάλυψη της δυνατόν να αποτελέσει ουσιώδη παρατυπία.”*.
Μετά από εκτεταμένη αναφορά στο μη αποκαλυφθέν υλικό κρί[*1741]θηκε ότι επρόκειτο για σχετικό υλικό το οποίο έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί. Η μη αποκάλυψη του ισοδυναμούσε με ουσιώδη παρατυπία η οποία από μόνη της οδήγησε στην ακύρωση της καταδίκης.
Έχουμε ήδη επισημάνει ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε απόφαση του κοινοδικαίου στην οποία είχαν εκδοθεί διατάγματα παρόμοια με τα επίδικα, και ότι οι σχετικές αποφάσεις είναι δηλωτικές ή αναγνωριστικές της υποχρέωσης της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού. Εκτός από την πιο πάνω επισήμανση θεωρούμε ότι από την Αγγλική Νομολογία προκύπτουν, με ρητό και άμεσο τρόπο, οι πιο κάτω προτάσεις:
(1) Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη δεν επεκτείνεται σε όλο το φάσμα του υλικού που βρίσκεται στο φάκελο της (Βλ. Brown, πιο πάνω).
(2) Η σχετική υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη εγείρεται μόνο σε σχέση με μαρτυρία η οποία είναι σχετική και με μαρτυρία η οποία είναι ουσιώδης ή δυνατόν να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα τα οποία αναμένεται να εγερθούν ή τα οποία εγείρονται αναπάντεχα στη διάρκεια της δίκης (Βλ. Ward και Brown, πιο πάνω).
Η δεύτερη πρόταση εγείρει το ακόλουθο ζήτημα:
Στο προδικαστικό στάδιο της δίκης το δικαστήριο έχει στη διάθεση του μόνο εκείνο το μέρος του μαρτυρικού υλικού που η Κατηγορούσα Αρχή θέλησε να θέσει υπόψη του κατά την προανάκριση. Δεν είναι, επομένως, σε θέση να κρίνει ποιά μαρτυρία είναι σχετική ή άσχετη. Η σχετικότητα είναι ζήτημα που αποφασίζεται στη διάρκεια της δίκης.
Εγείρεται, όμως, και ένα άλλο πολύ σοβαρό ζήτημα αρχής το οποίο έχει σχέση με την σωστή και δίκαιη διεξαγωγή της ποινικής δίκης.
Το κατά πόσο ένα κομμάτι μαρτυρίας είναι σχετικό ή ουσιώδες είναι ζήτημα που αποφασίζεται στη διάρκεια της δίκης και στο στάδιο που επιχειρείται η παρουσίαση του. Στην κρινόμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο έχει ήδη επιληφθεί της σχετικότητας της μαρτυρίας (βλ. σελ. 35-37 της απόφασης του) η οποία καλύπτεται από τα επίδικα διατάγματα και έχει αποφανθεί καταφατικά. Έχει με άλλα λόγια προδεσμεύσει και προδικάσει την κρίση του πάνω στην σχετικότητα της μαρτυρίας σε εκείνο το προκαταρκτικό στάδιο της διαδικασίας. Έχει αποφανθεί προκαταβολικά επί της σχετικότητας της μαρτυρίας. Εγείρεται λοιπόν το εξής θέμα:
Αν στο στάδιο της δίκης ένα από τα μέρη επιχειρήσει να παρουσιάσει οποιοδήποτε από τα έγγραφα ή αντικείμενα τα οποία καλύπτονται από τα επίδικα διατάγματα και το άλλο μέρος προβάλει ένσταση - όπως έχει το δικαίωμα να το πράξει δυνάμει των κανόνων της απόδειξης - ότι το σχετικό έγγραφο είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα ποιάς αντιμετώπισης θα τύχει η ένσταση από το Κακουργιοδικείο εφόσο προκαταβολικά έχει ήδη δεσμευθεί πάνω στο κρίσιμο ερώτημα της σχετικότητας; Η οποιαδήποτε τοποθέτηση του επί της ενστάσεως θα είναι τρωτή.
Το ανεπιθύμητο της εμπλοκής του Κακουργιοδικείου στην κρίση θεμάτων τα οποία θα πρέπει να κριθούν στα πλαίσια της δίκης έχει επισημανθεί και σχολιαστεί και στην εκκαλούμενη απόφαση.* Επικροτούμε τα σχετικά σχόλια.
Περαιτέρω: Από την αγγλική Νομολογία προκύπτει έμμεσα αλλά σαφώς και η εξής πρόταση:
Η υποχρέωση για αποκάλυψη και η έκταση της αποκάλυψης βαρύνει την κατηγορούσα αρχή. Το δε δικαστήριο, είτε στην πρωτόδικη διαδικασία, ή στην κατ’ έφεση διαδικασία, εξετάζει κατά πόσο η υποχρέωση έχει εκπληρωθεί και αν όχι κατά πόσο αποτελεί ουσιώδη παρατυπία ικανή να οδηγήσει σε παραμερισμό της καταδίκης.
[*1743]Η χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων και ιδιαίτερα το διάταγμα για την παράδοση τεκμηρίων είναι δυνατό να οδηγήσει και σε άλλες επιπλοκές επιζήμιες στη σωστή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα:
Σύμφωνα με τους ισχύοντες αποδεικτικούς κανόνες για να γίνει δεκτό σαν μαρτυρία ένα αντικείμενο και να έχει αποδεικτική αξία δεν πρέπει να υπάρχει κενό στον κρίκο της αλυσίδας των μαρτύρων οι οποίοι ήλθαν σε επαφή με το αντικείμενο από τη στιγμή της ανεύρεσης του μέχρι την στιγμή της παρουσίασης του (Βλ. Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Πέγκερος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, 159).
Λόγω της παράδοσης των αντικειμένων στην υπεράσπιση προκύπτουν δύο καίρια ζητήματα:
(1) Για να αντιμετωπιστεί το εμφανές κενό στον προσδιορισμό της ταυτότητας των αντικειμένων θα πρέπει η Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει σαν μάρτυρες όλους εκείνους οι οποίοι, σαν αποτέλεσμα των επίδικων διαταγμάτων, έλαβαν στην κατοχή τους ή έκαμαν χρήση του αντικείμενου με οποιονδήποτε τρόπο. Με άλλα λόγια με τα επίδικα διατάγματα έχει επιφορτισθεί η Κατηγορούσα Αρχή με την υποχρέωση να καλέσει μάρτυρες τους οποίους δεν ήταν στις προθέσεις της να καλέσει για τη σωστή παρουσίαση της υπόθεσης της και οι οποίοι ενδεχομένως να μην είναι συνεργάσιμοι.
(2) Αν η υπεράσπιση στη διάρκεια της επιστημονικής εξέτασης, άθελα έστω, κατέστρεψε το αντικείμενο ή αλλοίωσε τη μορφή του εγείρεται πρόβλημα προσδιορισμού της ταυτότητας του αντικειμένου από τους μάρτυρες οι οποίοι ήλθαν σε επαφή με το αντικείμενο και ήταν σε θέση να το αναγνωρίσουν πριν από την καταστροφή ή αλλοίωση του.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο - καταστροφής ή αλλοίωσης ενός αντικειμένου σχετικού με την απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής - θα έχει σαρωτικές επιπτώσεις πάνω στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, και ενώ τα επίδικα διατάγματα στόχευαν στο να καταστήσουν την δίκη δίκαιη θα φέρουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα.
Η έννοια της δίκαιης δίκης, καθώς έχει νομολογηθεί, απαιτεί σεβασμό προς την αρχή της “ισότητας των όπλων” δηλαδή την αρχή της διαδικαστικής ισότητας ανάμεσα στα μέρη (Eur. Court H.R., Delcourt judgment of 17 January 1970, Series A No. 11, p.15, para. 28; Monnell and Morris judgment of 2 March 1987, Series A No. 115, p.23, para. 62).
Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6 (3) (β) της Σύμβασης είναι η επίτευξη ισότητας όπλων ανάμεσα στην Κατηγορούσα Αρχή και την υπεράσπιση (Βλ. Jespers, 8403 (Belgium) Report 27, D.R. 61 και Law of the European Convention on Human Rights των Harris, O’ Boyle και Warbrick, σελ. 255).
Ο J.E.S. Fawcett στο βιβλίο του “The application of the European Convention on Human Rights”, υποδεικνύει:
“Η αρχή της ισότητας των όπλων αποτελεί έκφραση του κανόνα audi alteram partem και εξυπακούει ότι στο κάθε μέρος πρέπει να δίδεται ίση ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του, τόσο πάνω στα γεγονότα, όσο και πάνω στο Νόμο, και να σχολιάσει την υπόθεση που παρουσίασε ο αντίδικος του. Η ευκαιρία πρέπει να είναι ίση ανάμεσα στους διαδίκους και να περιορίζεται μόνο από το καθήκον του δικαστηρίου να αποτρέψει υπερβολική παράταση ή καθυστέρηση της διαδικασίας.”*
Ωστόσο με τα επίδικα διατάγματα δεν επιτυγχάνεται η ισότητα των όπλων, η οποία αποτελεί εγγενές στοιχείο της δίκαιης δίκης. Εφόσο με την παράδοση αντικειμένων και την τυχόν αλλοίωση τους η Κατηγορούσα Αρχή παροπλίζεται αποδεικτικού υλικού ή στερείται της δυνατότητας να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία πλήττεται καίρια η αρχή της ισότητας των όπλων.
Τί άλλο παρά παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων θα επιφέρει ο παροπλισμός αποδεικτικού υλικού ή η στέρηση της Κατηγορούσας Αρχής από τη δυνατότητα να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία που είχε - πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων - στη διάθεση της;
Το ότι οι κανόνες του Κοινοδικαίου δεν παρέχουν στο δικαστήριο την εξουσία να χορηγήσει τα επίδικα διατάγματα δεν καταφαί[*1745]νεται μόνο από την ανάλυση της σχετικής αγγλικής νομολογίας και των αρχών οι οποίες προκύπτουν από την ανάλυση αυτή, αλλά προκύπτει και από το γεγονός ότι στην Αγγλία κρίθηκε σκόπιμο να θεσπισθούν κανονισμοί οι οποίοι ρυθμίζουν το θέμα της αποκάλυψης. Έτσι θεσπίστηκαν οι Magistrates Courts (Advance Information) Rules 1985 με βάσει εξουσίες που παρέχονται από την Criminal Law Act, 1977 (άρθρο 48(ι)).
Οι κανονισμοί αυτοί προβλέπουν για υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να εφοδιάσει τον κατηγορούμενο, κατόπιν αιτήματος του, με αντίγραφα των εγγράφων που περιέχουν πληροφορίες για τα γεγονότα ή θέματα τα οποία προτίθεται να παρουσιάσει σαν μαρτυρία (βλ. Καν. 4). Αν το δικαστήριο κρίνει ότι το σχετικό αίτημα δεν έχει ικανοποιηθεί θα αναβάλλει την διαδικασία μέχρι τη συμμόρφωση της Κατηγορούσας Αρχής εκτός αν ικανοποιηθεί ότι η υπόθεση του κατηγορουμένου δεν θα επηρεασθεί δυσμενώς από τη μη συμμόρφωση της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Καν. 7).
Στον Archbold 1995, παρα. 4-287, υποδεικνύεται ότι το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να διατάξει όπως τα έγγραφα δοθούν εκ των προτέρων (Βλ. και R. v. Dunmow Justices ex. p. Nash, The Times, May 17, 1993). Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται:
“... it is to be doubted whether rule 4 is enforceable by mandamus, since the justices have no power to direct that advance information be given: in default of compliance, their power is to adjourn the proceedings (see also R. v. Dunmow Justices, ex p. Nash, The Times, May 17, 1993, D.C.). The Divisional Court also considered whether the Crown was in breach of its common law duty of disclosure in this case.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“... είναι αμφίβολο κατά πόσο ο Καν. 4 μπορεί να εφαρμοσθεί με διάταγμα Mandamus, εφόσο οι δικαστές δεν έχουν εξουσία να διατάξουν όπως δοθούν πληροφορίες προκαταβολικά: σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η εξουσία τους είναι να αναβάλουν τη διαδικασία (Βλ. R. v. Dunmow Justices, ex p. Nash, The Times, May 17, 1993, D.C.). Το Divisional Court εξέτασε επίσης κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή είχε παραβιάσει το καθήκο της δυνάμει του Κοινοδικαίου στην υπόθεση αυτή.”
Μετά τη θέσπιση της Criminal Procedure and Investigation Act 1996 οι κανόνες αποκάλυψης διέπονται αποκλειστικά από τις [*1746]πρόνοιες της (Βλ. Brown, πιο πάνω, σελ. 771). Ο Νόμος του 1996 ρυθμίζει με πάσα λεπτομέρεια ζητήματα που σχετίζονται με την προδικαστική αποκάλυψη. Περιέχει πρόνοιες για σταδιακή αποκάλυψη. Απαιτεί και από τον κατηγορούμενο να αποκαλύψει στην Κατηγορούσα Αρχή την υπεράσπιση του.
Τα διδάγματα που προκύπτουν από τα κρατούντα στην Αγγλία είναι τα πιο κάτω:
(1) Οι κανόνες του κοινοδικαίου θεωρήθηκαν ανεπαρκείς για τη διασφάλιση του δικαιώματος για προδικαστική αποκάλυψη.
(2) Ακόμη και μετά τη θέσπιση των Κανονισμών του 1985 τα δικαστήρια στην Αγγλία και παρά τους κανόνες του κοινοδικαίου δεν είχαν εξουσία να εκδώσουν τα διατάγματα όπως τα επίδικα (Βλ. Archbold, πιο πάνω, παραγ. 4-287).
(3) Ακόμη και με το Νόμο του 1996 και παρά την πείρα και τους κανόνες του κοινοδικαίου δεν έχει θεσπισθεί νομοθεσία για πλήρη και προκαταβολική αποκάλυψη όλου του υλικού. Έχει νομοθετηθεί η σταδιακή αποκάλυψη.
(4) Η πιο σημαντική όμως καινοτομία αφορά στην υποχρέωση του κατηγορουμένου να αποκαλύψει την υπεράσπιση του, επιτυγχανόμενης έτσι της πλήρους κατίσχυσης της αρχής της ισότητας των όπλων.
Η θέσπιση λοιπόν ειδικής Νομοθετικής Διάταξης και Κανονισμών για τη ρύθμιση του ζητήματος της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού ενισχύει περαιτέρω την άποψη ότι οι Κανόνες του Κοινοδικαίου δεν είναι ικανοί να θεμελιώσουν δικαιοδοσία ή εξουσία για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Υπό το φως των όσων έχουμε αναφέρει πιο πάνω έχουμε την άποψη ότι οι κανόνες του κοινοδικαίου δεν παρέχουν έρεισμα για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Είναι, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, δηλωτικοί και αναγνωριστικοί του δικαιώματος για αποκάλυψη. Προδιαγράφουν, επίσης, τις επιπτώσεις που προκύπτουν από την μη αποκάλυψη σχετικού υλικού.
Δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 12.5(β), 30.2 και 35 του
Συντάγματος και του άρθρου 6.3(β) της Σύμβασης.
Στη Χαραλαμπίδη ν. Μελωδία (Xαραλαμπίδου) (πιο πάνω) την [*1747]Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απασχόλησε αίτηση για συνέχιση της ακρόασης Πολιτικής Αγωγής από το ένα από τα δύο μέλη του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο άρχισε την ακρόαση, λόγω του διορισμού του Πρόεδρου του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου στη θέση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αίτηση βασιζόταν - όπως και στην κρινόμενη περίπτωση - στα άρθρα 30 και 35 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 6 της Σύμβασης. Βασιζόταν επίσης,
(α) στα άρθρα 155.2 και 163 του Συντάγματος,
(β) στα άρθρα 31 και 63 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν.14/60, όπως έχει τροποποιηθεί),
(γ) στις πρόνοιες της Δ.48 θ.1-12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας,
(δ) στις εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. απόφαση Πική, Π.) απέρριψε την αίτηση. Έκρινε ότι: “Καμιά από τις συνταγματικές ή νομοθετικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται η αίτηση δεν παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση του διατάγματος το οποίο επιδιώκεται. Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & Άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150 και Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, δεν παρέχεται εξουσία για τη χορήγηση θεραπείας μέσω εναρκτήριας πρωτογενούς αίτησης ή οποιουδήποτε άλλου διαβήματος έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας και των εξουσιών του Δικαστηρίου. Οι ‘εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου’, τις οποίες επικαλείται ο αιτητής, δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία ή τις εξουσίες του Δικαστηρίου, ούτε έχουν ως λόγο την επέκτασή τους. Οι σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου είναι εκείνες που εξυπακούονται από τη φύση της λειτουργίας του - Δικαστήριο της δικαιοσύνης - χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και της αποτροπής της κατάχρησης των ενώπιον του διαδικασιών.”.
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αρτεμίου κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 150 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας επικαλούμενος την πρακτική του Δικαστηρίου, τις συμφυείς εξουσίες του, τα άρθρα 28, 30, 35, 152, 153, 155, 163 και 179 του Συντάγματος και τις διατάξεις των Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 1988 ζήτησε την έκδοση διαταγμάτων της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για εκδίκα[*1748]ση των ποινικών εφέσεων υπ’ αριθμό 5292 και 5176 υπό της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή τουλάχιστον από επτά από τους δεκατρείς Δικαστές.
Κρίθηκε ότι σύμφωνα με το Νόμο δεν χωρεί Πρωτογενής Εναρκτήρια Αίτηση ή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέτρο για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Κρίθηκε επίσης (βλ. απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - με την οποία συμφώνησαν οι Δικαστές Κούρρης, Νικήτας, Αρτεμίδης, Αρτέμης και Κωνσταντινίδης) ότι οι αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα “αποβλέπουν στην άσκηση δικαιοδοσίας η οποία δεν υφίσταται και στερούνται, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί, ερείσματος”.
Στη Χαραλαμπίδης (πιο πάνω) το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι το άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης διασφαλίζουν το δικαίωμα για διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εντός ευλόγου χρόνου. Ωστόσο αυτή η διασφάλιση δεν στάθηκε ικανή να οδηγήσει στη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας. Ομοίως και στην παρούσα υπόθεση η διασφάλιση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη από το άρθρο 12.5(β) και 30 του Συντάγματος και από το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν είναι ικανή να οδηγήσει στη χορήγηση της επίδικης θεραπείας εφόσο δεν παρέχεται τέτοια εξουσία από το Νόμο ο οποίος καθορίζει το σχετικό δικονομικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή της ποινικής δίκης ή από οποιοδήποτε άλλο Νόμο. Η χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων θα ισοδυναμούσε, όπως και στην Αρτεμίου (πιο πάνω) με την άσκηση δικαιοδοσίας η οποία δεν υφίσταται.
Στη Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 A.A.Δ. 1338, το επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά έπραξε να εξετάσει και να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρξε παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στα πλαίσια αίτησης για απόρριψη της αγωγής λόγω καθυστέρησης προώθησης της. Η αίτηση βασιζόταν, ανάμεσα σ’ άλλα, στα άρθρα 30, 33, 34 και 35 του Συντάγματος και στα άρθρα 6, 13 και 14 της Σύμβασης. Το Εφετείο (απόφαση Χρυσοστομή, Δ.), αφού έκαμε αναφορά στις υποθέσεις Φάντη (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, κατέληξε:
“Ενόψει της νομολογίας που παραθέσαμε, γίνεται φανερό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει το θέμα της κατ’ ισχυρισμό παρέκκλισης από τα θέσμια της δίκαιης δίκης μέσα στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μπο[*1749]ρεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Τα δικαιώματα κατοχυρώνονται για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης και όχι για την παρεμπόδιση της. Επομένως ούτε και εμείς θα το εξετάσουμε. Κρίνουμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στο θέμα αυτό είναι άκυρη και θα πρέπει να παραμεριστεί, για να γίνει κατορθωτή η εξέταση του, αν εγερθεί εκ νέου, μέσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας.”
Εφόσον ισχυρισμός για παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης δεν μπορεί να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια αίτησης για απόρριψη της υπόθεσης, αλλά μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, είναι αυτονόητο πως το ζήτημα της διασφάλισης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη δεν μπορεί - χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση - να εξετάζεται προκαταρκτικά ή προληπτικά πριν από την έναρξη της δίκης αλλά στο τέλος της δίκης μέσα στα πλαίσια του συνόλου της δίκης. Με βάση απαρασάλευτη θέση της νομολογίας το ζήτημα της δίκαιης δίκης μπορεί ευχερώς και αποτελεσματικώς να εξεταστεί από το Κακουργιοδικείο στο τέλος της δίκης και μετά από θεώρηση της δίκης στο σύνολο της και όχι προληπτικά και μάλιστα χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε πλήρη ταύτιση με τις αρχές του Κοινοδικαίου έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 6.3(β) της Σύμβασης αναγνωρίζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να έχει στη διάθεση του για σκοπούς της υπεράσπισης του ή για σκοπούς μείωσης της ποινής του όλα τα σχετικά στοιχεία που είχαν συλλεγεί ή μπορούσαν να είχαν συλλεγεί από τις αρμόδιες αρχές στη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης (Βλ. Jespers, 8403/78 (Belgium) Report 27 D.R. 61). Ωστόσο, όπως έχουμε υποδείξει και στην περίπτωση του κοινοδικαίου, οι αποφάσεις αυτές είναι αναγνωριστικές του δικαιώματος. Δεν αναγνωρίζουν ότι παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στην απουσία νομοθετικής ή δικονομικής εξουσιοδότησης. Αυτή η θέση καταφαίνεται από την υπόθεση Jespers, η οποία αποτέλεσε και την κύρια βάση για τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου που σχετίζονται με το άρθρο 6(3) (β) της Σύμβασης. Στο αρχικό μέρος της απόφασης πράγματι αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρόσβασης στον αστυνομικό φάκελο. Στη συνέχεια, όμως, και σε σχέση με μαρτυρικό υλικό για το οποίο υπήρχε παράπονο ότι δεν τέθηκε στη διάθεση της υπεράσπισης, η Επιτροπή παρατήρησε:
“Ούτε ο αιτητής ούτε ο δικηγόρος του ήταν σε θέση να δώσουν στην Επιτροπή την παραμικρή μαρτυρία ότι ο συγκεκριμένος φάκελος περιλάμβανε υλικό του οποίου το περιεχόμενο δυνατόν να [*1750]ήταν αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης (‘whose content might have been necessary for the preparation of the defence’)”. Κρίθηκε, μετά από εξέταση και του υπόλοιπου υλικού που δεν είχε αποκαλυφθεί, ότι δεν είχε σημειωθεί παραβίαση του άρθρου 6(1) και (3) (β) της Σύμβασης.
Σύμφωνα λοιπόν με την υπόθεση Jespers εναπόκειται στον κατηγορούμενο να αποδείξει ότι το μη αποκαλυφθέν υλικό ήταν αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του. Μπορεί όμως το δικαστήριο σε εκείνο το αρχικό στάδιο της δίκης να αποφανθεί κατά πόσο κάποιο υλικό είναι αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης;
Για τους πιο κάτω λόγους δίνουμε αρνητική απάντηση στο ερώτημα:
Το διάταγμα για την παράδοση του επίδικου υλικού αναπόφευκτα προϋποθέτει και κρίση ότι το υλικό είναι σχετικό και αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Όπως έχουμε ήδη υποδείξει πιο πάνω (βλ. σελ. 15-16) η σχετικότητα είναι ζήτημα που αποφασίζεται στη διάρκεια της δίκης. Προσθέτουμε ότι δεν είναι δυνατή κρίση αναφορικά με το κατά πόσο κάποιο υλικό είναι αναγκαίο για την ετοιμασία της υπεράσπισης στο στάδιο πριν από την έναρξη της δίκης και στο στάδιο κατά το οποίο η γραμμή της υπεράσπισης του κατηγορουμένου δεν ήταν γνωστή. Πρέπει επί του προκειμένου να τονίσουμε με έμφαση ότι το κατά πόσο κάποιο υλικό είναι σχετικό και απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης δεν μπορεί να αποφασίζεται με τρόπο αόριστο, γενικό και αφηρημένο και στην απουσία των δεδομένων που προσδιορίζουν την σχετικότητα μιας μαρτυρίας. Τέτοια δεδομένα είναι:
(1) τα επίδικα θέματα της δίκης, και
(2) η γραμμή της υπεράσπισης.
Το δεύτερο δεδομένο ήταν εντελώς άγνωστο κατά το κρίσιμο στάδιο.
Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η σχετική Νομολογία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι σταθερή. Αυτό καταδεικνύεται από την απόφαση στην X v. The United Kingdom, No. 5281/71, 42 C.D. 99 [1972]. Στην υπόθεση εκείνη ο κατηγορούμενος παραπονείτο ότι δεν του είχε δοθεί ειδοποίηση για την πρόθεση της Κατηγορούσας Αρχής να παρουσιάσει ορισμένη μαρτυρία. Η Επιτροπή εξέτασε το παράπονο δυνάμει του άρθρου 6(1) της Σύμβασης, η οποία παρέχει στο κάθε κατηγορούμενο πρόσωπο το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, και δυνάμει του άρθρου 6(3)(β) της Σύμβασης - αντίστοιχου του άρθρου 12.5(β) του Συντάγματος - το οποίο παρέχει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να έχει επαρκή χρόνο και διευκολύνσεις για την ετοιμασία της υπεράσπισης του. Η Επιτροπή έκρινε:
“These provisions do not require that the prosecuting authorities should give an accused person notice of all the evidence which may be given during his trial, and that, in any event, the applicant who was represented by leading and junior counsel was in a position to challenge this evidence during the course of the trial.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Αυτές οι πρόνοιες δεν απαιτούν όπως η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να δίνει στον κατηγορούμενο ειδοποίηση για όλη τη μαρτυρία που δυνατόν να δοθεί στη διάρκεια της δίκης του, και ότι εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής που εκπροσωπείτο από ένα έμπειρο και ένα νεαρό δικηγόρο ήταν σε θέση να αντικρούσει την μαρτυρία στη διάρκεια της δίκης.”
Στο Law of the European Convention on Human Rights (πιο πάνω), σελ. 255, υποδεικνύεται, με αναφορά στην Χ. v. United Kingdom (πιο πάνω), ότι το άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης δεν απαιτεί όπως η Κατηγορούσα Αρχή αποκαλύψει στην υπεράσπιση πριν από τη δίκη όλη τη μαρτυρία την οποία σκοπεύει να παρουσιάσει στο Δικαστήριο*.
Περαιτέρω: Το Κακουργιοδικείο προχώρησε στη χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων για να διασφαλίσει το δικαίωμα του εφεσείοντα για “δίκαιη δίκη”. Ωστόσο το κατά πόσο μια δίκη είναι δίκαιη κρίνεται με βάση την θεώρηση της δίκης στο σύνολό της και όχι με βάση μια απομονωμένη θεώρηση μιας συγκεκριμένης πτυχής της δίκης ή ενός συγκεκριμένου επεισοδίου. Είναι με βάση την αξιολόγηση της δίκης στο σύνολο της που πρέπει να απαντάται το ερώτημα κατά πόσο η δίκη ήταν δίκαιη ή όχι (Βλ. Nielsen v. Denmark (Application No. 343/57 Yearbook of the European Convention on Human Rights, 1961, Vol. 4, pp.548, 550)).
[*1752]Αυτή η θέση βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση με την δική μας νομολογία (Βλ. Δημοκρατία ν. Alan Ford κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, 244: “Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται - από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος και το άρθρο 6(3) της Σύμβασης - αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο σ’ εκείνο το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη - (βλ. Can Case (Series A, Vol. 96) και Case of Barbera (Series A, Vol. 146))”.
Όπως έχει λεχθεί στην Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361, 388 (απόφαση Τριανταφυλλίδη, Π.):
“Η θεμελίωση της παραβίασης των προνοιών του άρθρου 6 της Σύμβασης σχετικά με την ‘δίκαιη δίκη’ δεν μπορεί να αποφασιστεί με τρόπο αφηρημένο, αλλά αποτελεί ζήτημα το οποίο πρέπει να εξεταστεί υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης (Βλ. την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση X and Y v. The Federal Republic of Germany, Application No. 1013/61, Yearbook, 1962, Vol. 5, pp. 158, 164)· και γι’ αυτό το σκοπό, η δίκη ενός κατηγορουμένου πρέπει να εξεταστεί στο σύνολο της (βλ. την απόφαση της Επιτροπής στην X. v. Austria, Application No. 1418/62, Yearbook, 1963, Vol. 6, pp. 222, 250)”.
Με βάση λοιπόν την πιο πάνω ερμηνεία του και την ανάλυση του από ευπαίδευτους συγγραφείς, το άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης δεν είναι τόσο απόλυτο στην εμβέλεια του.
Από τη νομολογία της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προκύπτει σαφώς ότι η παραβίαση του άρθρου 6(3)(β) της Σύμβασης είναι ζήτημα που δεν μπορεί - χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση - να εξετάζεται προκαταρκτικά, προληπτικά ή προκαταβολικά. Εξετάζεται πάντοτε στο τέλος της δίκης. Σε κάθε περίπτωση εναπόκειται στον κατηγορούμενο, ο οποίος ισχυρίζεται παραβίαση του άρθρου 6(3)(β) της Σύμβασης, να καταδείξει, στο τέλος της δίκης, ότι κάτω από όλες τις περιστάσεις μια συγκεκριμένη “διευκόλυνση” ήταν απαραίτητη για την επαρκή προπαρασκευή της υπεράσπισης του (Βλ. Jespers (πιο πάνω) και Eur. Court H.R., Bricmont judgment of 7 July 1989, Series A, No. 158, pp.31-32, paras. 90-93).
Περαιτέρω παραβίαση του άρθρου 6(3)(β) από μόνη της δεν καθιστά τη δίκη μη δίκαιη. Ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεασθεί δυσμενώς (actual prejudice) (Βλ. Law of [*1753]the European Convention on Human Rights (πιο πάνω), σελ. 255).
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, κρίνουμε πως δεν είναι δυνατό κατ’ επίκληση των άρθρων 12.5 (β), 30.2 και 35 του Συντάγματος και του άρθρου 6 (3) (β) της Σύμβασης να επιχειρείται προληπτική ή προκαταβολική διασφάλιση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στην απουσία νομοθετικής ή δικονομικής εξουσιοδότησης.
Μαζί με τους λόγους της έφεσης που στόχευαν στην υποστήριξη της απόφασης του Κακουργιοδικείου έχει υποβληθεί και λόγος έφεσης που σχετίζεται με την ερμηνεία της Ford (Aρ. 2) (πιο πάνω). Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι τα επίδικα διατάγματα αντίκεινται στην απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ford (Αρ. 2). Η απόφαση του Δικαστηρίου - συνεχίζει η εισήγηση - αποτελεί παρερμηνεία και έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση Alan Ford (Αρ. 2) και τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Φάντη (πιο πάνω) και Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Aρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225.
Διαφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις της υπεράσπισης. Η πρωτόδικη απόφαση συνάδει πλήρως με τα όσα έχουν αποφασιστεί στην Ford (Αρ. 2) (πιο πάνω). Η παραβίαση του άρθρου 30.3 του Συντάγματος και του άρθρου 6.3 της Σύμβασης αποτιμάται στο τέλος της δίκης και στο πλαίσιο του συνόλου της. Περαιτέρω η πρωτόδικη απόφαση συνάδει με τα όσα έχουν αποφασιστεί στη Φάντη (πιο πάνω) (απόφαση πλειοψηφίας): “Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος είναι συνυφασμένα με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με την κατάργηση της.”.
Η υπόθεση Ηρακλέους (πιο πάνω) δεν προωθεί καθόλου τις θέσεις της υπεράσπισης γιατί το μόνο ερώτημα που τέθηκε σε εκείνη την υπόθεση και το οποίο έχει ως εξής, δεν έχει σχέση με τα επίδικα θέματα της παρούσας έφεσης:
“Το ερώτημα που πρέπει ν’ απαντήσουμε αφορά αποκλειστικά το Άρθρο 113.2 και αν οι πρόνοιές του περιορίζουν τις εξουσίες του ποινικού δικαστηρίου ως προς το στάδιο της δίκης κατά το οποίο ισχυρισμοί για παραβιάσεις των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, βάσει του Άρθρου 30.2, μπορεί να εξεταστούν.”
Έχουμε περαιτέρω - αντίθετα με τη θέση του Κακουργιοδικείου - την άποψη ότι η υπόθεση Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ [*1754]ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 δεν παρέχει έρεισμα για τη χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων. Στην περίπτωση εκείνη, αντίθετα με ότι συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, ο συγκεκριμένος διάδικος θα έμενε εντελώς χωρίς θεραπεία αν δεν μεσολαβούσε η επέμβαση του Δικαστηρίου. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο. Ο κατηγορούμενος μπορεί να αθωωθεί από το Κακουργιοδικείο στο τέλος της δίκης ή από το Εφετείο κατ’ έφεση αν διαπιστωθεί ότι λόγω παράβασης του δικαιώματος του για αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού από την Κατηγορούσα Αρχή η δίκη του είχε καταστεί μη δίκαιη.
Έχουν προβληθεί ακόμη δύο λόγοι έφεσης:
(1) Ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, δεν παρείχε στο Κακουργιοδικείο εξουσία για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων είναι εσφαλμένη γιατί το δικαστήριο είχε εξουσία να εκδόσει τα επίδικα διατάγματα στα πλαίσια ρύθμισης της ενώπιον του διαδικασίας βάσει του άρθρου 175 του Κεφ. 155. Το άρθρο 175 του Κεφ. 155 προνοεί ότι σε κάθε δίκη, “το δικαστήριο έχει εξουσία να ρυθμίζει κατά την ελεύθερη του κρίση την πορεία της διαδικασίας με οποιοδήποτε τρόπο ο οποίος ήθελε φανεί επιθυμητός ο οποίος δεν είναι ασυμβίβαστος με τις πρόνοιες του Νόμου αυτού”. Καμιά νομοθετική πρόνοια του Κεφ. 155 δεν είναι ασυμβίβαστη με την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
(2) Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία να διατάξει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε γιατί σύμφωνα με τη γενική αρχή του δικαίου ubi jus, ibi remedium (όπου υπάρχει δικαίωμα, υπάρχει θεραπεία) το δικαστήριο έχει δικαίωμα να αποδώσει θεραπεία σε περιπτώσεις όπου δημιουργείται δικαίωμα. Το άρθρο 7(1) του Κεφ. 155 κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να “εφοδιαστεί με αντίγραφο των καταθέσεων και εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα”, δίνοντας στο δικαστήριο εξουσία να αποδώσει θεραπεία σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή δικαίου.
Έχουμε την άποψη, αντίθετα με την εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων του εφεσείοντα, ότι το άρθρο 175 του Κεφ. 155 δεν παρέχει εξουσιοδότηση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Έχοντας υπόψη το λεκτικό του άρθρου 175 κρίνουμε πως στοχεύ[*1755]ει κυρίως στη ρύθμιση θεμάτων που σχετίζονται με τη σειρά με την οποία το κάθε μέρος της διαδικασίας θα διαδραματίσει το ρόλο του. Το επίδικο θέμα στην κρινόμενη περίπτωση είναι θέμα δικαιοδοσίας έκδοσης διαταγμάτων και δεν έχει σχέση με την πορεία της διαδικασίας. Το δικαστήριο λειτουργεί με βάσει εξουσία που του παρέχεται από το Νόμο ή τους Δικονομικούς Κανονισμούς. Η εξουσία για ρύθμιση της διαδικασίας δεν παρέχει εξουσιοδότηση για έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Διαφωνούμε και με την πιο πάνω θέση της υπεράσπισης η οποία προβάλλεται με τον πιο πάνω λόγο (2). Όπως έχουμε ήδη υποδείξει (βλ. σελ. 19) περίπου παρόμοια διάταξη στην Αγγλία δεν στάθηκε ικανή να οδηγήσει στην έκδοση διατάγματος προς την Κατηγορούσα Αρχή. Περαιτέρω η Κατηγορούσα Αρχή διατείνεται ότι έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του άρθρου 7 και το Κακουργιοδικείο στην απουσία νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν είχε εξουσία στο στάδιο εκείνο της δίκης να διερευνήσει κατά πόσο είχε σημειωθεί συμμόρφωση με το άρθρο 7 του Κεφ. 155 και να προχωρήσει στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
Τελικά θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα όσα έχουν νομολογηθεί από τα δικαστήρια της Πολιτείας της Καλιφόρνιας των Η.Π.Α. και από άλλα δικαστήρια της ίδιας χώρας δεν μπορούν να έχουν οποιαδήποτε δεσμευτική ή καθοδηγητική ή πειστική έστω αξία, επειδή το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στις Η.Π.Α. είναι διαφορετικό από το δικό μας. Περαιτέρω η σχετική νομολογία έχει σαν βάθρο νομοθετικές ή δικονομικές διατάξεις διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μας.
Συμπέρασμα:
Η διαδικασία μιας ποινικής δίκης οριοθετείται από τον Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155. Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφονται από τις διατάξεις του Κεφ. 155 και όχι έξω από αυτά. Η έκταση του βαθμού της προδικαστικής αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού ρυθμίζεται από το άρθρο 7 του ιδίου Νόμου με τις επιταγές του οποίου η Κατηγορούσα Αρχή, καθώς ισχυρίζεται, έχει συμμορφωθεί. Τα άρθρα 12.5 (β), 30.2 και 35 του Συντάγματος, το άρθρο 6(1) και (3)(β) της Σύμβασης και οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου δεν παρέχουν έρεισμα για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής να παραδώσει στην υπεράσπιση όλο το υλικό το οποίο καλύπτεται από το πιο πάνω άρθρο 7 ή [*1756]οποιοδήποτε άλλο υλικό για να καταστεί η δίκη δίκαιη. Εναπόκειται στον κατηγορούμενο στο τέλος της δίκης να ισχυριστεί ότι μη αποκαλυφθέν υλικό ήταν απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του (Βλ. Jespers, πιο πάνω) και ότι η μη αποκάλυψη του τον έχει πράγματι επηρεάσει δυσμενώς (prejudice) (Βλ. Law of the European Convention on Human Rights (πιο πάνω) σελ. 255). Σε τέτοια περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μένει χωρίς θεραπεία. Το δικαστήριο έχει εξουσία να προχωρήσει στην απαλλαγή του.
Η έννοια της δίκαιης δίκης συναρτάται με την διεξαγωγή της. Χωρίς νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση δεν είναι δυνατή η λήψη προληπτικών μέτρων για την διασφάλιση του συνταγματικού δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Μια τέτοια πορεία συνεπάγεται την υιοθέτηση μέτρων - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - πέρα και έξω από το Νόμο και τους Δικονομικούς Κανόνες, ενώ τα δικαστήρια πρέπει να λειτουργούν αποκλειστικά μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφονται από το Νόμο και τους Δικονομικούς Κανόνες. Πρωτοβουλία για έκδοση διαταγμάτων χωρίς νομοθετική ή δικονομική κάλυψη όχι μόνο αντιβαίνει προς το Νόμο αλλά συμβάλλει στην εκτροπή και εκτροχιασμό της ποινικής διαδικασίας με συνέπειες αρνητικές για την ορθή απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Όπως έχει πρόσφατα τονιστεί, (βλ. Παναρέτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1707), η πορεία της διαδικασίας δεν είναι ιδιωτική υπόθεση των διαδίκων και η τήρηση των θεσμών δεν είναι θέμα επιλογής. Είναι ανάγκη να ασκεί το Δικαστήριο, στην ευθύνη του οποίου εμπίπτει η πορεία της διαδικασίας, τον οφειλόμενο έλεγχο ώστε να αντιμετωπίζεται η μη συμμόρφωση προς τους θεσμούς αλλά και να μη εκτρέπεται η διαδικασία από την κατεύθυνση της.
Δεν υπάρχει νομοθετική ή δικονομική εξουσιοδότηση για ενασχόληση πριν από τη δίκη με το τί αποτελεί αποκαλύψιμο, ουσιαστικό, σχετικό ή άσχετο. Η πορεία που έχει υιοθετηθεί από το Κακουργιοδικείο δεν διασφαλίζει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Αντίθετα πλήττει την αρχή της ισότητας των όπλων και συμβάλλει μόνο στην καθυστέρηση παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Σε πλήρη ταύτιση με την πρωτόδικη απόφαση κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα.
Η έφεση απορρίπτεται.
[*1757]ΔIKAΣTHPIO: (Αυτή είναι η απόφαση της μειοψηφίας. Με αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Κωνσταντινίδης).
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Λευκωσία, κατηγορία για βιασμό κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Μετά την άρνηση ενοχής, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση. Πριν από την ακρόαση και συγκεκριμένα στις 23.12.97, ο Εφεσείων με αίτηση του δια κλήσεως, ζήτησε από το Κακουργιοδικείο προδικαστική αποκάλυψη από την Κατηγορούσα Αρχή, εγγράφων και τεκμηρίων που αφορούν την υπόθεση.
Η αίτηση σκοπούσε στην εξασφάλιση της ισότητας των όπλων και στην αποτροπή παραβίασης των εχεγγύων για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και βασίστηκε στα Άρθρα 12.4, 12.5(β) και (δ), 30.2, 30.3(γ) και 35 του Συντάγματος, στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δια την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, Ν. 39/62, που στη συνέχεια θα αναφέρεται “η Σύμβαση”, στα άρθρα 3 και 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, στο άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και στη συμφυή εξουσία του Δικαστηρίου.
Η Εισαγγελία έφερε ένσταση και αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου να επιληφθεί της αίτησης, αφού δεν υπάρχει εκ του νόμου υποχρέωση στη Δημοκρατία να προβεί στην αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού προς την Υπεράσπιση, στο βαθμό, στην έκταση και για τα ζητήματα που ζητούσε ο Εφεσείων με την αίτησή του και ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει ούτε δικονομική εξουσία στο Δικαστήριο να επιληφθεί της αίτησης και να απονέμει την αιτούμενη θεραπεία, αφού τέτοια αίτηση δεν προβλέπεται από το Νόμο Κεφ. 155 ή από οποιαδήποτε άλλη νομοθετική διάταξη.
Στις 19.3.98 το Κακουργιοδικείο κατά πλειοψηφία αποφάσισε την αποκάλυψη και εξέδωσε τα ακόλουθα διατάγματα:
“1. Όπως η Δημοκρατία παραδώσει στους δικηγόρους του κατηγορουμένου φωτοαντίγραφα των ακόλουθων εγγράφων:
(α) Των σχετιζομένων με τις επιστημονικές εξετάσεις, με αριθμούς 1, 7, 8, 27, 29, 40, 41, 42, 43, 44, 46, 54, 55 και 56 στον ανακριτικό φάκελο.
[*1758](β) Του καταχωρηθέντος παραπόνου στο βιβλίο παραπόνων της Αστυνομίας, με αριθμό 9 στον ανακριτικό φάκελο.
(γ) Των επιστολών του δικηγόρου της παραπονουμένης προς τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, με αριθμούς 16, 20, 70 και 76 στον ανακριτικό φάκελο, καθώς και της επιστολής του Αρχηγού της Αστυνομίας προς το δικηγόρο της παραπονουμένης, έγγραφο χωρίς αρίθμηση στον ανακριτικό φάκελο.
(δ) Οιωνδήποτε άλλων περιεχομένων στον ανακριτικό φάκελο εγγράφων κρινομένων σχετικών.
2. Όπως η Δημοκρατία επιτρέψει εκ μέρους του κατηγορουμένου:
(α) Την επιστημονική εξέταση του slip και των κολπικών επιχρισμάτων της παραπονουμένης, εφόσον
(ι) Τα εν λόγω τεκμήρια συνεχίζουν να υπάρχουν.
(ιι) Η εξέταση των τεκμηρίων θα γίνει ενόσω αυτά συνεχίσουν να ευρίσκονται στην κατοχή της Δημοκρατίας και στην παρουσία εκπροσώπων της.
(ιιι) Τα τεκμήρια δεν θα επηρεασθούν.
(β) Την επισκόπηση και λήψη φωτογραφιών οιωνδήποτε άλλων τεκμηρίων κρινομένων σχετικών, υπό τους ιδίους όρους που έχουμε αναφέρει ανωτέρω.”
Η Δικαστής Ε. Κολατσή διαφώνησε με την απόφαση της πλειοψηφίας κρίνοντας ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, δεδομένου ότι η αίτηση της Υπεράσπισης στερείτο νομικού υπόβαθρου.
Η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου με την εμπεριστατωμένη απόφαση της ανάλυσε πολλά νομικά ζητήματα και προσέγγισε τα θέματα που εγέρθηκαν αναλύοντας τις πρόνοιες των άρθρων 7 και 102 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και ευρύτερα ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων, με τις πρόνοιες των άρθρων 30.2, 12.5 και 35 του Συντάγματος, των άρθρων 6.1, 6.3(α) και (β) της Σύμβασης και στις αρχές του κοινοδικαίου επί του θέματος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου [*1759]να έχει δίκαιη δίκη και αναφέρθηκε και σε σχετική νομολογία.
Τα άρθρα 30.2 και 30.3(α) και (γ) του Συντάγματος προβλέπουν:
“2. Έκαστος κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.
Αι αποφάσεις των δικαστηρίων δέον να είναι ητιολογημέναι και ν’ απαγγέλλωνται εν δημοσία συνεδριάσει, πλην όμως ο τύπος και το κοινόν δύνανται ν’ αποκλεισθώσιν εξ ολοκλήρου ή μέρους της δίκης τη αποφάσει του δικαστηρίου, οσάκις απαιτή τούτο το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή των δημοσίων ηθών ή το συμφέρον των ανηλίκων ή η προστασία της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων ή υπό ειδικάς συνθήκας, καθ’ ας κατά την κρίσιν του δικαστηρίου η δημοσιότης θα ηδύνατο να επηρεάση δυσμενώς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:
(α) να πληροφορηθή τους λόγους, δι’ ους καλείται να εμφανισθή ενώπιον του δικαστηρίου,
.......................................................................................................
(γ) να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεων και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω,
......................................................................................................”
Οι πρόνοιες των άρθρων 6.1 και 6.3(α) και (β) της Σύμβασης που καλύπτουν τα ίδια δικαιώματα με τις δικές μας συνταγματικές πρόνοιες, προνοούν τα ακόλουθα:
“1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβη[*1760]τήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και το κοινόν, καθ’ όλην ή μέρος της διάρκειας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
2. ...................................................................................................
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:
(α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
(β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.
......................................................................................................”
Για το θέμα της δικαιοδοσίας με βάση τις ανασκοπηθείσες αρχές του κοινοδικαίου που έχουν εφαρμογή και στην Κύπρο, η απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου κατάληξε στις σελ. 22 και 23 ως ακολούθως:
“Γιατί λοιπόν είναι τόσο σημαντική η προδικαστική αποκάλυψη; Διότι αποσκοπεί ακριβώς στην κατά το δυνατό εκ των προτέρων αποφυγή κακοδικίας, που η εμπειρία του κοινοδικαίου επιβεβαιώνει ότι δυστυχώς μπορεί άλλως να συμβεί ακόμα και χωρίς πρόθεση ή και πρότερη συνειδητοποίηση, παρά στην εκ των υστέρων διόρθωση της όταν αυτή διαπιστώνεται επ’ εφέσει όταν πλέον είναι πολύ αργά και όταν ούτε μια νέα δίκη ούτε ο παραμερισμός της καταδίκης μπορούν να θεωρηθούν σαν ιδανικές λύσεις. Από αυτή την άποψη, θα ήταν και αντιφατικό για τα Δικαστήρια από τη μια να αναγνωρίζουν τη δυνατότητα κακοδικίας αν δεν γίνει σωστή αποκάλυψη και από την άλλη να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα προδικαστικής αποκάλυψης και να κρίνουν το πράγμα [*1761]μόνο εκ των υστέρων υπό μορφή έφεσης. Αρνούμαστε να πιστεύουμε ότι το νομικό μας σύστημα, εδραζόμενο τόσο στη θεμελιακότητα του Συντάγματος όσο και στη σοφία και την κοινή λογική του κοινοδικαίου, δεν παρέχει τη δυνατότητα στα Δικαστήρια, στα πλαίσια του συνταγματικού τους ρόλου αλλά και των συμφυών εξουσιών τους, να διασφαλίσουν, μέσω της προδικαστικής αποκάλυψης, ότι ο κίνδυνος κακοδικίας περιορίζεται στο ελάχιστο δυνατό, παρά να αναμένουν μέχρις ότου εκδηλωθεί η κακοδικία για να την αναγνωρίσουν, αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με αποφυγή της ευθύνης τους στον κρίσιμο χρόνο αλλά και συνέργεια στην κακοδικία. Η έγκαιρη αποκάλυψη της πλήρους αλήθειας σε καθεστώς συνειδητής διαφάνειας δεν μπορεί παρά να είναι προς το ύψιστο δημόσιο συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.
Μετά από την ανασκοπηθείσα εξέλιξη του κοινοδικαίου, μόνο μια μπορεί ασφαλώς να είναι η κατάληξη μας. Το κοινοδίκαιο, όπως εξελίχθηκε και όπως έχει εφαρμογή στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία, διέπει το θέμα επί τη βάσει των προαναφερθεισών αρχών. Ούτε, όπως προαναφέραμε, μπορεί το άρθρο 7 να θεωρηθεί σαν αποκλειστικό του κοινοδικαίου. Μάλιστα οι ίδιες οι υποθέσεις Georghiou v. The Police, Isaias v. The Police και Loizias v. The Republic, στο βαθμό στον οποίο αναγνώρισαν την ανάγκη έστω και περιορισμένης έκτασης αποκάλυψης, συνιστούν άποψη του κοινοδικαίου και δεν υπήρξε εισήγηση ότι το άρθρο 102 (το οποίο ερύθμιζε τότε την έκταση της επιβαλλόμενης από το Νόμο αποκάλυψης) απέκλειε την καθιέρωση περιπτώσεων αποκάλυψης πέραν του άρθρου 102. Το ίδιο ισχύει για την υπόθεση Police v. Christofides, στην οποία η ουσιαστική εξέταση του θέματος έγινε με αναφορά στο κοινοδίκαιο, η τότε αντίληψη του οποίου και εκρίθη ότι καθόριζε τα όρια της αποκάλυψης πέραν του τι προβλέπετο στο Νόμο 42/74 (όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 44/83). Έχουμε πάντα κατά νου την αρχή ότι το κοινοδίκαιο δεν μπορεί βέβαια να αντίκειται προς τα νομοθετήματα αλλά σίγουρα μπορεί και πρέπει να πληρώνει τα κενά και τις ελλείψεις τους. Όπως παρατήρησε και ο Steyn L.J. στην R. v. Brown, σελίς 1604:
“That the Courts do and must make law in the gaps left by Parliament is nowadays accepted as an uncontroversial reality.”
Το πιο συγκεκριμένο ερώτημα, βέβαια, αφορά την έκταση του [*1762]δικαιώματος για προδικαστική αποκάλυψη. Τι έχουν υποχρέωση οι διωκτικές αρχές να αποκαλύψουν στον κατηγορούμενο από το σύνολο του υλικού που έχει συσσωρευθεί κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης; Σε συντομία, η απάντηση, όπως προκύπτει από τη νομολογία, είναι όλο το σχετικό με την υπόθεση μαρτυρικό υλικό το οποίο μπορεί να βοηθήσει τον κατηγορούμενο στην προετοιμασία και την επί δικαστηρίω παρουσίαση της υπεράσπισης του ώστε να τύχει δίκαιης δίκης. Στην R. v. Ward το Δικαστήριο, εξετάζοντας το θέμα, υιοθέτησε το κριτήριο της σχετικότητας στο οποίο είχε αναφερθεί ο Lawton L.J. στην R. v. Hennessey, ανωτέρω, ήτοι “all relevant evidence of help to an accused”.”
Kαι στις σελ. 35 και 48 της απόφασης, σχετικά με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου όσον αφορά το Σύνταγμα, τη Σύμβαση και το άρθρο 7 του Κεφ. 155, το Κακουργιοδικείο κατάληξε ως εξής:
Σελ. 35:
“Λαμβανομένης υπόψη τόσο της αντίστοιχης ευρωπαϊκής προσέγγισης στο Άρθρο 6 της Σύμβασης όσο και της γενικότερης προσέγγισης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο ρόλο του Δικαστηρίου όσον αφορά τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, περιλαμβανομένων εκείνων κατηγορουμένου προσώπου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τόσο από της απόψεως του Άρθρου 6.1 και 6.3(β) της Σύμβασης, όσο και από της απόψεως των Άρθρων 12.5(β) και 30.2 του Συντάγματος, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα προδικαστικής αποκάλυψης όλης της σχετικής μαρτυρίας η οποία βρίσκεται στην κατοχή των διωκτικών αρχών. Η έκταση του δικαιώματος αυτού είναι ουσιαστικά ταυτόσημη με την αντίστοιχη θέση του κοινοδικαίου, με ιδιαίτερη αναφορά στο κριτήριο της σχετικότητας, όπως προκύπτει ευθέως από την παρατεθείσα ευρωπαϊκή νομολογία η οποία και παραπέμπει σε όλη τη μαρτυρία που είναι σχετική.”
Και στη σελ. 48:
“Όσον αφορά το “Α” και “Β” της αίτησης, όμως, με τη διάγνωση της έκτασης των υπό κρίση δικαιωμάτων του κατηγορουμένου για αποκάλυψη οδηγούμαστε στο θέμα της έκδοσης των σχετικών διαταγμάτων. Δεν συμφωνούμε με την άποψη ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αφού δεν υπάρχει προς τούτο θεσμική δικονομική πρόνοια. Σίγουρα, όσον αφορά το [*1763]κοινοδίκαιο δεν τίθεται τέτοιο θέμα αφού η όλη ιδέα της προδικαστικής αποκάλυψης αντικρύζεται ακριβώς στη νομολογία στα πλαίσια επιδιωκόμενου διατάγματος για αποκάλυψη, το πράγμα αγόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου για το σκοπό αυτό (ίδε R. v. Davies, R. v. Keane). Η δε δικαιοδοσία του Δικαστηρίου πηγάζει από τις συμφυείς εξουσίες του. Είναι με αυτό το δεδομένο που το όλο θέμα συζητήθηκε. Αλλά και δυνάμει του άρθρου 7 δεν μπορούμε να δούμε πως θα ήταν διαφορετικό. Η απουσία ρητής δικονομικής πρόνοιας ουδόλως μειώνει τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να διατάξει συμμόρφωση με τη νομοθετική υποχρέωση, η οποία άλλως πως θα ήταν κενή ουσίας. Δοθέντος του δικαιώματος, η έκδοση διατάγματος ακολουθεί με λογική και αναγκαία συνέπεια, τόσο με βάση την αρχή ubi jus ibi remedium, όσο και με βάση τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, αλλά και ιδιαίτερα με βάση τη θεμελιακή υποχρέωση των Δικαστηρίων δυνάμει του Άρθρου 35 του Συντάγματος.”
Σαν αποτέλεσμα της έκδοσης των προαναφερθέντων διαταγμάτων η Δημοκρατία ζήτησε άδεια από Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (πρωτόδικο Δικαστήριο), την οποία και πήρε, για την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση των διαταγμάτων που εκδόθηκαν κατά πλειοψηφία από το Κακουργιοδικείο στις 19.3.98. Σαν επακόλουθο, η ισχύς των διαταγμάτων αυτών αναστάληκε μέχρις αποπεράτωσης της διαδικασίας.
Στις 20.3.98 η Δημοκρατία καταχώρησε την αίτηση για έκδοση του εντάλματος Certiorari. Οι λόγοι πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η αίτηση είναι οι ακόλουθοι:
α) Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας εκδίδοντας το εν λόγω διάταγμα (Παράρτημα Α) και/ή απόφαση (Παράρτημα Β) υπερέβη την εξουσία και/ή δικαιοδοσία του καθότι-
(ι) δεν είχε οποιαδήποτε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αυτής της φύσης ιδιαίτερα στην απουσία οιουδήποτε νομοθετικού και δικονομικού πλαισίου,
(ιι) η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει νομική υποχρέωση να προβεί στις ενέργειες οι οποίες κατονομάζονται στο εν λόγω διάταγμα και, κατ’ ακολουθία, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να διατάξει την Κατηγορούσα Αρχή ή οιονδήποτε άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες σε [*1764]σχέση με τις οποίες αυτό δεν υπέχει οιανδήποτε νομική υποχρέωση,
(ιιι) δεν υπάρχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση είτε στο Σύνταγμα είτε στο Νόμο για έκδοση του σχετικού διατάγματος ούτε και υπήρχε δυνατότητα προώθησης της αίτησης της Υπεράσπισης με βάση οποιοδήποτε δικονομικό κανόνα.
(β) Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ενήργησε με νομικό σφάλμα εμφανές στην ίδια την απόφαση ημερομηνίας 19.3.98 (Παράρτημα Β) και/ή στο διάταγμα ημερομηνίας 19.3.98 (Παράρτημα Α) καθότι η απόφαση για έκδοση του διατάγματος προκύπτει από την εσφαλμένη νομικά θέση ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει νομική υποχρέωση εν πάση περιπτώσει να προβεί στις ενέργειες που κατονομάζονται στο διάταγμα.”
Οι δικηγόροι του εφεσείοντα έφεραν ένσταση και υποστήριξαν τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα διατάγματα με βάση τις επί του θέματος αρχές του Κοινοδικαίου και των προαναφερθέντων άρθρων του Συντάγματος και της Σύμβασης, η οποία (δικαιοδοσία) υπάρχει σαν εγγενής-σύμφυτη και διασφαλίζει τα δικαιώματα αυτά.
Στην υπό κρίση αίτηση όπως ορθά διατύπωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το μοναδικό ζήτημα που είχε να αποφασίσει, ήταν κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα. Γιατί, αν είχε τέτοια εξουσία, οι απόψεις του που άπτονται ερμηνείας νόμου, καθώς και η άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δεν ελέγχονται με ένταλμα Certiorari.
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα επίμαχα διατάγματα και τούτο διότι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155, ειδικά, αλλά και κανένα άλλο νομοθέτημα, δεν παρέχουν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία και το Κακουργιοδικείο, όπως είπε, δεν δικαιούται να αναλαμβάνει τέτοια δραστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου, πρόσθεσε, οριοθετούνται από το Σύνταγμα και το νόμο. Δεν υπάρχει σύμφυτη-εγγενής εξουσία του Δικαστηρίου που να προεκτείνεται για να καλύψει χώρο στον οποίο μόνο ο νομοθέτης μπορεί να επέμβει. Τέλος καταλήγει ότι το νομικό σφάλμα της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου [*1765]έγκειται εις το ότι θεώρησε ότι είχε εξουσία να εκδώσει τα διατάγματα, σύμφυτη της υποχρέωσης του να διασφαλίσει τα δικαιώματα του εφεσείοντα και θεώρησε ότι η εξουσία αυτή γεννάται, ούτως ειπείν, από την αρχή ubi jus ibi remedium, ενώ σύμφωνα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Alan Ford και Άλλων (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. σελ. 232, τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης προς διαπίστωση της ενοχής κατηγορουμένου προσώπου και εισήγηση για παραβίαση τους εντάσσεται μέσα στη δικαιοδοσία για τη διακρίβωση της ευθύνης κατηγορουμένου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτήν. Ακολούθως, στις σελ. 12 και 13 της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει ως ακολούθως:-
“... Αυτό δε που είναι σοβαρότερο, και αγγίζει απ’ ευθείας το ζήτημα που μας απασχολεί, το βρίσκουμε στις παραγράφους 3 και 4 της πιο πάνω απόφασης, στη σελ. 244:
‘3. Η νομολογία των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - της Επιτροπής και του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - υποστηρίζει ότι εξασφαλίσεις που παρέχονται από το Άρθρο 6.3 της Σύμβασης, που αποτέλεσαν το πρότυπο για τη στοιχειοθέτηση των δικαιωμάτων που εγγυάται το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά εχέγγυο για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Η τήρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο σ’ εκείνο το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη - (βλ. Can Case A. Vol. 96) και Case Barbera (Series A. Vol. 146).
4. Όμοια υπήρξε και η προσέγγιση των Αμερικανικών και Καναδικών Δικαστηρίων στον προσδιορισμό του σκοπού ο οποίος προάγεται με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (διαδίκου) για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης, στον καθορισμό του πλαισίου μέσα στο οποίο ασκούνται, καθώς και στις επιπτώσεις που επάγονται παραβιάσεις τους.’
Το Δικαστήριο προχωρεί στην υπόθεση Ford και επισημαίνει τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη δίκη η παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος κατηγορουμένου. Οι επιπτώσεις αυτές κρίνονται με βάση τις περιστάσεις της παραβίασης και το [*1766]μέγεθος της. Αν π.χ. η παράβαση καθιστά μη δίκαιη τη δίκη δυνατό να διαταχθεί επανεκδίκαση, ή ακόμη και η απαλλαγή του κατηγορουμένου. Ανάλογη είναι και η νομολογία της Αγγλίας, όπως φαίνεται από τις αποφάσεις στις οποίες έγινε αναφορά από τους δικηγόρους του κατηγορουμένου.”
Με αυτό το σκεπτικό το αίτημα της Δημοκρατίας έγινε αποδεκτό και ακυρώθηκαν τα διατάγματα.
Σαν αποτέλεσμα καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Οι λόγοι της έφεσης είναι πολλοί και στρέφονται όλοι ενάντια στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Κακουργιοδικείο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα. Παράλληλα γίνεται η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να ακυρώσει τα διατάγματα.
Οι δικηγόροι και από τις δυο πλευρές επανάλαβαν τις θέσεις που υιοθέτησαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έχουν προαναφερθεί, με πολλή ικανότητα και εμβρίθεια και πρόσφεραν στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου πολύτιμη, κατά τη γνώμη μας, βοήθεια στην αντιμετώπιση του τόσο σημαντικού και σοβαρού θέματος που εγείρεται στην παρούσα διαδικασία.
Ο κ. Μιχάλης Πικής, δικηγόρος του Εφεσείοντα, αναφέρθηκε στις αρχές του Κοινοδικαίου και στις πρόνοιες του Συντάγματος, της Σύμβασης και του Κεφ. 155, που διέπουν το θέμα της αποκάλυψης και της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, και έκαμε ευρεία αναφορά στην Αγγλική, Ευρωπαϊκή και Κυπριακή νομολογία. Ο κ. Ταλαρίδης, που εμφανίζεται και αυτός για τον εφεσείοντα, υποστήριξε τις ίδιες θέσεις με τον κ. Πική, και αναφέρθηκε ειδικά στη νομολογία της Καλιφόρνιας και στις αρχές του κοινοδικαίου που εφαρμόζονται επί του θέματος.
Η κα. Μαλαχτού, υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επανάλαβε τη θέση της ότι το Κακουργιοδικείο εστερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα.
Και από τις δυο πλευρές έχουν αναπτυχθεί πολλά και ενδιαφέροντα επιχειρήματα και έγιναν εισηγήσεις που στην πορεία θα μας απασχολήσουν.
Ο πρώτος λόγος της έφεσης είναι ότι “το Δικαστήριο έσφαλε [*1767]προβαίνοντας στην θεώρηση θεμάτων τα οποία ανάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του εκδικάζοντος την υπόθεση Δικαστηρίου. Αναθεωρώντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη και εξετράπη από τα όρια της δικαιοδοσίας του”.
Επομένως το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία να ακυρώσει τα διατάγματα του Κακουργιοδικείου.
Το προνομιακό ένταλμα Certiorari είναι διορθωτικού χαρακτήρα και περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διαδικασίας ενώπιον κατωτέρων Δικαστηρίων, προς το σκοπό όπως ενεργούν μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας τους και τηρούν το Νόμο. Με άλλα λόγια, με το προνομιακό ένταλμα Certiorari ελέγχεται η νομιμότητα της δικαστικής απόφασης και όχι η ορθότητά της. (Βλ., μεταξύ άλλων, In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Γεώργιος Aνθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Γενικός Εισαγγελέας (Aρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 126, Σπύρος Καρατζαφέρης (1993) 1 Α.Α.Δ. 607).
Στην υπόθεση Τζενάρο Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, στη σελ. 701 εξετάστηκε και πάλι η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος Certiorari και λέχθηκαν τα ακόλουθα από το Νικολάου, Δ.:
“... Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του “πρακτικού” της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας.”
Η διαδικασία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ακύρωση αποφάσεων που αφορούν καθαρά διαδικαστικά θέματα και δεν επηρεάζουν τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων στην ουσία της υπόθεσης. Δυνατότητα έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari υπάρχει μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442 και [*1768]Σπύρος Καρατζαφέρης (ανωτέρω)).
Πέραν των αρχών που διατυπώθηκαν στις πιο πάνω αποφάσεις, είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι στην υπόθεση Ανδρέας Κωνσταντινίδης κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 847, αναφέρθηκε ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση προνομιακού εντάλματος με σκοπό την υπαγόρευση στο πρωτόδικο Δικαστήριο του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει επί θέματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τα διατάγματα του Κακουργιοδικείου για δυο λόγους:
α) Διότι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος ειδικά, αλλά και κανένα άλλο νομοθέτημα δεν παρέχουν στο Κακουργιοδικείο τέτοια εξουσία. Το Δικαστήριο δεν δύναται να αναλαμβάνει τέτοια δραστική εξουσία χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Επίσης αποφάνθηκε ότι οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Δικαστηρίου οριοθετούνται από το Σύνταγμα και το νόμο και απέρριψε τη θέση του Κακουργιοδικείου ότι είχε σύμφυτη ή εγγενή εξουσία να εκδώσει τα διατάγματα.
β) Διότι η έκδοση τους αντίκειται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Alan Ford (Aρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, όπου αποφασίστηκε ότι η διακρίβωση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.3 του Συντάγματος και αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης κατηγορουμένου, εντάσσονται μέσα στη διαδικασία για τη διακρίβωση της ευθύνης του κατηγορουμένου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτή.
Από το λόγο της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα διατάγματα του Κακουργιοδικείου ακυρώθηκαν γιατί θεωρήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν είχε δικαιοδοσία να τα εκδώσει. Επομένως με βάση τις προαναφερθείσες αρχές έκδοσης του προνομιακού εντάλματος Certiorari, δεν μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να τα εκδώσει. Η εισήγηση του κ. Πική, ότι το ένταλμα Certiorari σε ποινικές υποθέσεις εκδίδεται μόνο μετά από καταδικαστική απόφαση και ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα να καταχωρήσει την αίτηση που καταχώρησε σ’ αυτό το στάδιο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η Δημοκρατία διετάχθη να προβεί σε αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού και η Ει[*1769]σαγγελία υποστηρίζει τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδώσει τα διατάγματα. Επομένως η καταχωρηθείσα αίτηση είναι το μόνο και το ορθό διάβημα που λήφθηκε για την ακύρωση τους. Οποιαδήποτε άλλη θέση θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα.
Κατά τη γνώμη μας δυο θέματα χρήζουν απάντησης, από τα οποία και θα εξαρτηθεί η τύχη της παρούσας έφεσης.
1. Είχε το Κακουργιοδικείο εξουσία, σύμφυτη ή άλλη που απορρέει από το Νόμο, με βάση θεμελιακές επί του θέματος αρχές του Κοινοδικαίου, το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, τα άρθρα 12.5, 30.2 και 30.3 της Σύμβασης και τα άρθρα 7 και 175 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα;
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθά ότι τα επίδικα διατάγματα αντίκεινται στις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Alan Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, Αστυνομία ν. Φάντη και Άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και Δημοκρατίας ν. Ηρακλέους (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225, δεδομένου ότι οποιαδήποτε διάγνωση για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη διαγιγνώσκεται μέσα στα πλαίσια της δίκης;
Η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του Κακουργιοδικείου να εκδώσει τα διατάγματα είναι έξω από την εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari και επομένως το θέμα δεν πρέπει και δεν θα μας απασχολήσει. Θα περιοριστούμε στον έλεγχο της νομιμότητας της δικαστικής απόφασης. (Βλ., μεταξύ άλλων, In re Kakos (ανωτέρω), Tζεννάρο Περέλλα (Aρ. 2) (ανωτέρω)).
Το Κακουργιοδικείο με βάση το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το άρθρο 6 της Σύμβασης, τις αρχές του Κοινοδικαίου και του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, που κατοχυρώνουν το ανθρώπινο δικαίωμα της δίκαιης δίκης, άντλησε δικαιοδοσία και εξέδωσε τα διατάγματα. Ο λόγος που το οδήγησε στην έκδοση ήταν η διαπίστωση πως η Κατηγορούσα Αρχή με βάση τις συνταγματικές επιταγές και τις πρόνοιες της σύμβασης είχε καθήκον αποκάλυψης. Το καθήκον αποκάλυψης από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής απορρέει από το δικαίωμα της δίκαιης δίκης όπως αυτό προνοείται στο άρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης, που τυγχάνουν της [*1770]ίδιας ερμηνείας και εφαρμογής. Η παράγραφος (3)(β) του άρθρου 30 του Συντάγματος προνοεί:
“3. Έκαστος έχει το δικαίωμα:
..................................................................................................
(β) να προβάλη τους ισχυρισμούς αυτού ενώπιον του δικαστηρίου και να έχη χρόνον επαρκή δια την προπαρασκευήν τούτων,
.................................................................................................”
Το δε άρθρο 6 παράγραφος 3(β) της Σύμβασης προνοεί ότι:
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:
(α) .............................................................................................
(β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.”
Στο αγγλικό κείμενο της Σύμβασης, που είναι και το αυθεντικό μαζί με το Γαλλικό, η παράγραφος (3) υποπαράγραφος (β) του άρθρου 6 διατυπώνεται ως ακολούθως:
“3. Everyone charged with a criminal offence has the following minimum rights:
...................................................................................................
(b) to have adequate time and facilities for the preparation of his defence;
(c) .............................................................................................
(d) ............................................................................................”
Τα δικαιώματα αυτά που προνοούνται από τη Σύμβαση, είναι τα ελάχιστα και επομένως δεν είναι εξαντλητικά.
Έχει νομολογηθεί από την Επιτροπή και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, πως άρνηση από μέρους των διωκτικών αρχών να αποκαλύψουν στον κατηγορούμενο υλικό που έχουν στην κατοχή τους το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει, αν επέλεγε, καταλήγει αναποφεύκτως σε παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη. Στην [*1771]υπόθεση Κaufman v. Belgium (Appplication N. 10938/84, 50 DR 98) η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι:
“everyone who is a party to ...... proceedings should have a reasonable opportunity of presenting his case to the court under conditions which do not place him at a substantial disadvantage vis-a-vis his opponent ....”
Επίσης στην υπόθεση Jespers v. Belgique Appl. No. 8404/78 όπου η Επιτροπή ασχολήθηκε ειδικά με την παροχή “διευκολύνσεων” που προνονούνται στο άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης, ανάφερε τα ακόλουθα στις σελ. 87 και 88 της απόφασής της:
“As regards the interpretation of the term “facilities”, the Commission notes firstly that in any criminal proceedings brought by a state authority, the prosecution has at its disposal, to back the accusation, facilities deriving from its powers of investigation supported by judicial and police machinery with considerable technical resources and means of coercion. It is in order to establish equality, as far as possible, between the prosecution and the defence that national legislation in most countries entrusts the preliminary investigation to a member of the judiciary or, if it entrusts the investigation to the Public Prosecutor’s Department, instructs the latter to gather evidence in favour of the accused as well as evidence against him. It is also, and above all, to establish that same equality that the “rights of the defence”, of which Article 6, paragraph 3 of the Convention gives a non-exhaustive list, have been instituted. The Commission has already had occasion to point out that the so-called “equality of arms” principle could be based not only on Article 6, paragraph 1 but also on Article 6, paragraph 3, especially sub-paragraph (b) (Applications Nos. 524/59 and 617/59, Ofner and Hopfinger, Report of the Commission para. 46; Applications Nos. 596/59 and 789/60, Pataki and Dunshirn against Austria, Report of the Commission, para. 36).
56. In particular, the Commission takes the view that the “facilities” which everyone charged with a criminal offence should enjoy include the opportunity to acquaint himself, for the purposes of preparing his defence, with the results of investigations carried out throughout the proceedings. Furthermore, the Commission has already recognised that although a right of access to the prosecution file is not expressly guaranteed by the Convention, such a right can be inferred from Article 6, paragraph 3(b) (see, by implication: Application No. 1816/63, Yearbook 7, p. 205, 211; [*1772]Application No. 7412/76, Haase against the Federal Republic of Germany, Report of the Commission, paras. 115-117, D.R. 11, p. 78, 108). It matters little, moreover, by whom and when the investigations are ordered or under whose authority they are carried out. In view of the diversity of legal systems existing in the states parties to the convention the Commission cannot restrict the scope of the term “facilities” to acts carried out during certain specified phases of the proceedings, e.g. the preliminary investigation. Close scrutiny of the position of the Public Prosecutor’s Department and of any obligations of impartiality imposed on it by national law would therefore be superfluous in the instant case. Any investigations it causes to be carried out in connection with criminal proceedings and the findings thereof consequently form part of the “facilities” within the meaning of Article 6, paragraph 3(b) of the Convention.
57. In the above-mentioned provision, the word “facilities” (French “facilités”) is qualified by the adjective “adequate” (French “nécessaire”). Despite the slight difference in meaning between the adjective in the French text and the one in the English text it is clear that the facilities which must be granted to the accused are restricted to those which assist or may assist him in the preparation of his defence.
58. In short, Article 6, paragraph 3(b) recognises the right of the accused to have at his disposal, for the purposes of exonerating himself or of obtaining a reduction in his sentence, all relevant elements that have been or could be collected by the competent authorities. The Commission considers that, if the element in question is a document, access to that document is a necessary “facility” (“facilité necessaire”) if, as in the present case, it concerns acts of which the defendant is accused, the credibility of testimony, etc.
1. The “special folder” kept by the Public Prosecutor’s Office.
59. The parties do not dispute that, in a criminal case, the Public Prosecutor’s Department can legitimately keep a file containing personal notes and internal correspondence ....................................
The Commission stresses that if the “special folder” contains relevant items which could enable the accused to exonerate himself or have his sentence reduced, failure to make those items available to the defence for inspection would constitute a [*1773]refusal of facilities necessary for the preparation of the defence and, therefore, a violation of the right guaranteed in Article 6, paragraph 3(b).
και στη σελ. 91 παρ. 70:-
“70. In its interpretation of Article 6(3)(b) (see para. 55 above) the Commission pointed out that that provision was designed, in particular, to help establish between the prosecuting authority and the defendant the equality necessary for a fair trial, and that consequently the principle of the “equality of arms” was grounded in it.”
Από την πιο πάνω ανάλυση και ερμηνεία του άρθρου 6(3)(β) της Σύμβασης γίνεται καθαρό πως είναι ανθρώπινο δικαίωμα ενός κατηγορουμένου να τυγχάνει αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού από τις διωκτικές αρχές, στοιχείο το οποίο είναι αναγκαίο για την επίτευξη της “ισότητας των όπλων” και την εξασφάλιση της δίκαιης δίκης.
Επίσης το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης στην απόφασή του της 18.3.97 στην υπόθεση Foucher v. France (10/1996/629/812) ασχολήθηκε με την ερμηνεία του άρθρου αυτού και ανάφερε, μεταξύ άλλων, πως η αρχή της ισότητας των όπλων εξασφαλίζεται με το να δίδεται σε έκαστο μέρος εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του υπό συνθήκες που δεν τον θέτουν σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του και κατάληξε ως ακολούθως στη σελ. 2 της απόφασης:
“Αs applicant had not had access to his file and had been prevented from obtaining a copy of the documents in it, he had been unable to prepare an adequate defence and had not been afforded equality of arms.”
Στο ίδιο εύρημα κατάληξε και η Επιτροπή. Το Δικαστήριο διατυπώνει το εύρημα της Επιτροπής στη σελ. 7 της απόφασης ως ακολούθως:
“27. Τhe Commission too considered that denying the applicant access to the case file, when he was not even represented by a lawyer, constituted a substantial impairment of the right to a fair trial in view of the breach of the principle of equality of arms and the restriction in the rights of the defence which it [*1774]entailed.”
Kαι στην παράγραφο 34 το Δικαστήριο καταλήγει:
“34. Τhe Court reiterates in this connection that according to the principle of equality of arms, as one of the features of the wider concept of a fair trial, each party must be afforded a reasonable opportunity to present his case in conditions that do not place him at a disadvantage vis-a-vis his opponent (see in particular the Bulut v. Austria judgment of 22 February 1995, Reports of Judgments and Decisions 1996, p. ...., §47).
To βάρος της αποκάλυψης ουσιώδους μαρτυρίας (material) εναντίον ή υπέρ του κατηγορουμένου, το φέρουν οι διωκτικές αρχές και παράλειψη να το πράξουν καθιστά τα δίκη άδικη (Βλ. Edwards v. United Kingdom A247B (1992)).
Παρόλο που η Σύμβαση θέτει υποχρεώσεις μόνο στις χώρες που την προσυπογράφουν ή και προβαίνουν σε κυρώσεις, εντούτοις στην Κύπρο η Σύμβαση όπως και όλες οι άλλες συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες, σύμφωνα με το Άρθρο 169.3 του Συντάγματος καθίστανται νόμος της Κυπριακής Δημοκρατίας και μάλιστα έχουν αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου. Ενόψει του άρθρου 35 του Συντάγματος τα δικαιώματα κατοχυρώνονται και εξασφαλίζεται η θεραπεία για παραβάσεις του και δεν χρειάζεται νομοθεσία προς τούτο, όπως θα επεξηγηθεί σε κατοπινό στάδιο.
Πέραν του Συντάγματος και της Σύμβασης, η υποχρέωση των διοικητικών αρχών για προδικαστική αποκάλυψη μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος του κατηγορουμένου για “ισότητα των όπλων” και διεξαγωγής δίκαιης δίκης, είναι βαθιά εμπεδωμένη και στις αρχές του Κοινοδικαίου, όπως αυτές εφαρμόζονται στην Αγγλία και σε άλλες χώρες της Κοινοπολιτείας συμπεριλαμβανομένης και της Πολιτείας της Καλιφόρνιας των Η.Π.Α. σε σχετική νομολογία της οποίας αναφέρθηκε ο κ. Ταλαρίδης. Οι αρχές του Κοινοδικαίου αποτελούν μέρος του δικαϊκού συστήματος της Κύπρου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60 και ειδικότερα όσον αφορά θέματα Ποινικής Δικονομίας με βάση το άρθρο 3 του Κεφ. 155.
Η πορεία του Κοινοδικαίου πάνω στο θέμα αυτό ήταν εξελικτική. Στην Αγγλία σημειώνεται η έναρξη της πορείας με την υπόθεση R. v. Bryant and Dickson [1946] 31 Cr. App. R. 146, η [*1775]οποία ήταν περιοριστική και η οποία ανατράπηκε ενόψει της εξελικτικής πορείας στην απόφαση του House of Lords στην R. v. Mills [1997] 3 All E.R. 789. Στη σελίδα 796 ο Lord Hutton είπε τα εξής:-
“...... the rule in R. v. Bryant can no longer be regarded as laying down the proper practice.
The rule was formulated by the Court of Appeal in 1946, a considerable time before recent developments in the common law relating to disclosure, and it is difficult to reconcile the rule with the emphasis which the modern cases place on the duty of the prosecution to disclose all relevant material which may assist the defence, subject to the exception, expressly recognised in the modern cases, of the public interest immunity.”.
Στην Κύπρο η αποκάλυψη ήταν αρχικά περιορισμένη στην αποκάλυψη της κατάθεσης του κατηγορουμένου (Βλ. Georghiou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 18).
Στην εξελικτική πορεία, θεωρείται σημαντική η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην απόφαση R. v. Ward [1993] 2 All E.R. 577. Στην υπόθεση αυτή το Εφετείο μετά από 18 χρόνια ακύρωσε την καταδίκη της εφεσείουσας για φόνο εκ προμελέτης δώδεκα ατόμων κατά τη διάρκεια τρομοκρατικής ενέργειας καθώς επίσης και την καταδίκη της σε φυλάκιση 30 χρόνων σε άλλες κατηγορίες, γιατί υπήρξε ουσιαστική παρατυπία (material irregularity) λόγω παραβίασης της υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής για αποκάλυψη σχετικής μαρτυρίας (επιστημονικής) που είχε υποχρέωση να αποκαλύψει.
Η έφεση επετράπη για τους ακόλουθους λόγους που αναφέρονται στις σελίδες 577 και 578 της απόφασης:-
“(1) The prosecution’s duty at common law to disclose to the defence all relevant material, ie evidence which tended either to weaken the prosecution case or to strengthen the defence case, required the police to disclose to the prosecution all witness statements and the prosecution to supply copies of such witness statements to the defence or to allow them to inspect the statements and make copies unless there were good reasons for not doing so. Furthermore, the prosecution were under a duty, which continued during the pre-trial period and throughout the trial, to disclose to the defence all relevant scientific material, [*1776]whether it strengthened or weakened the prosecution case or assisted the defence case and whether or not the defence made a specific request for disclosure. Pursuant to that duty the prosecution were required to make available the records of all relevant experiments and tests carried out by expert witnesses. Furthermore, an expert witness who had carried out or knew of experiments or tests which tended to cast doubt on the opinion he was expressing was under a clear obligation to bring the records of such experiments and tests to the attention of the solicitor who was instructing him so that they might be disclosed to the other party. On the facts, the non-disclosure of notes of some interviews by the police to the Director of Public Prosecutions, the non-disclosure of certain material by the Director of Public Prosecutions, and prosecuting counsel to the defence and the non-disclosure by forensic scientists employed by the Crown of the results of certain tests carried out by them which threw doubt on the scientific evidence put forward by the Crown at the trial cumulatively amounted to a material irregularity which, on its own, undoubtedly required the appellant’s conviction to be quashed. Furthermore, the fresh scientific evidence available to the court was such that the scientific case against the appellant was insupportable and that further rendered her conviction unsafe and unsatisfactory .........).”.
Πέραν από τους πιο πάνω λόγους είναι πιστεύουμε σημαντικό να αναφέρουμε αποσπάσματα της απόφασης του Glidewell LJ που καταδεικνύουν τις συνέπειες της μη αποκάλυψης με βάση τις αρχές του Κοινοδικαίου, όπως εξελίχθηκε. Στη σελίδα 598 αναφέρει:-
“It is now settled law, in this court at least, that the failure of the prosecution to disclose to the defence evidence which ought to have been disclosed is an ‘irregularity in the course of the trial’ within the meaning of s. 2(1)(c) - (Εννοεί το Criminal Appeal Act 1968) - We refer in this connection to R. v. Maguire [1992] 2 All ER 433 at 446, [1992] QB 936 at 957, where, after a reference to earlier authorities, the judgment continues:
‘The court has now consistently taken the view that a failure to disclose what is known or possessed and which ought to have been disclosed, is an “irregularity in the course of the trial”. Why there was no disclosure is an irrelevant question, and if it be asked how the irregularity was “in the course of the trial” it can be answered that the duty of disclosure is a continuing one.’
[*1777]It follows that if the irregularity is ‘material’, then for this reason alone the appeal must be allowed unless the proviso applies. In the sentence immediately following the passage which we have quoted from R. v. Maguire the court said:
‘If categorisation is necessary we are content to categorise a failure to disclose as a “procedural” irregularity, and because that which was not disclosed ought to have been disclosed, we would expect the irregularity to be one which usually satisfied the adjective “material”.’
We share this expectation. The obligation to disclose only arises in relation to evidence which is or may be material in relation to the issues which are expected to arise, or which unexpectedly do arise, in the course of the trial. If the evidence is or may be material in this sense, then its non-disclosure is likely to constitute a material irregularity. The proviso makes it plain that ‘material’ means something less than ‘crucial’, because it contemplates that although there may have been a material irregularity, yet a verdict of ‘guilty’ can be upheld on the ground that it involves no miscarriage of justice.”.
και στις σελίδες 601 και 602:-
“Τo return, however, to the position in 1974, Mr Mansfield submits, rightly, that paras 443 and 443a of Archbold (38th edn, 1973) were by no means exhaustive. They were merely aspects of the defendant’s elementary common law right to a fair trial which depends upon the observance by the prosecution, no less than the court, of the rules of natural justice. No authority is needed for this proposition but it is illustrated by the decision of the Divisional Court in R. v. Leyland Magistrates, ex p Hawthorn [1979] 1 All ER 209, [1979] QB 283. On the broad basis of this right, the defendant is plainly entitled (subject to statutory limitations on disclosure, and the possibility of public interest immunity, which we discuss below) to be supplied with police evidence of all relevant interviews with him. We would adopt the words of Lawton LJ in R.v Hennessey [1978] 68 Cr App R 419 at 426 where he said that the courts must -
‘keep in mind that those who prepare and conduct prosecutions owe a duty to the Courts to ensure that all relevant evidence of help to an accused is either led by them or made available to the defence. We have no reason to think that [*1778]this duty is neglected; and if ever it should be, the appropriate disciplinary bodies can be expected to take action. The judges for their part will ensure that the Crown gets no advantage from neglect of duty on the part of the prosecution.’
That statement reflects the position in 1974 no less than today. We would emphasise that ‘all relevant evidence of help to an accused’ is not limited to evidence which will obviously advance the accused’s case. It is of help to the accused to have the opportunity of considering all the material evidence which the prosecution have gathered, and from which the prosecution have made their own selection of evidence to be led. We believe that in practice the importance of disclosing unused material has been much more clearly recognised by prosecutors since the publication of the Attorney General’s guidelines. The current Code of Conduct of the Bar of England and Wales (1991) Annexe H ‘Written standards for the conduct of professional work, Standards applicable to criminal cases’, para 1.2, reflecting the words of Lawton LJ which we have quoted, provides:
‘Prosecuting counsel should bear in mind at all times whilst he is instructed that he is responsible for the presentation and general conduct of the case and that it is his duty to ensure that all relevant evidence is either presented by the prosecution or made available to the defence.’
........................................................................................................
..... Quite apart from statutory limitations on the disclosure of information, the common law has always recognised that the public interest might require relevant evidence to be withheld from the defendant. Obvious examples are evidence dealing with matters of national security, or disclosing the identity of an informant.”.
Στη σελίδα 628 καταλήγει ως ακολούθως:-
“What are the lessons to be learnt from this miscarriage of justice? The law is of necessity concerned with practical affairs, and it cannot effectively guard against all the failings of those who play a part in the criminal justice system. But that sombre realism does not relieve us, as judges, from persevering in the task to ensure that the law, practice and methods of trial should be developed so as to reduce the risk of conviction of the innocent to an absolute minimum. At the same time we are [*1779]very much alive to the fact that, although the avoidance of the conviction of the innocent must unquestionably be the primary consideration, the public interest would not be served by a multiplicity of rules which merely impede effective law enforcement. .................................................................................
........................................................................................................
The new rules are helpful. But it is a misconception to regard them as exhaustive: they do not in any way supplant or detract from the prosecution’s general duty of disclosure in respect of scientific evidence. That duty exists irrespective of any request by the defence. It is also not limited to documentation on which the opinion or findings of an expert is based. It extends to anything which may arguably assist the defence. It is therefore wider in scope than the rule. Moreover, it is a positive duty, which in the context of scientific evidence obliges the prosecution to make full and proper inquiries from forensic scientists in order to ascertain whether there is discoverable material. Given the undoubted inequality as between prosecution and defence in access to forensic scientists, we regard it as of paramount importance that the common law duty of disclosure, as we have explained it, should be appreciated by those who prosecute and defend in criminal cases. And, if difficulties arise in a particular case, the court must be the final judge.”.
Για τις αρχές του Κοινοδικαίου επί της υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής για αποκάλυψη ασχολήθηκε και πάλιν η Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων στην υπόθεση R. v. Brown [1997] 3 All E.R. 769. Στην υπόθεση αυτή ο Λόρδος Hope στη σελίδα 773 αναφέρει τα εξής:-
“The common law duty of disclosure
The rules of disclosure which have been developed by the common law owe their origin to the elementary right of every defendant to a fair trial. If a defendant is to have a fair trial he must have adequate notice of the case which is to be made against him. Fairness also requires that the rules of natural justice must be observed. In this context, as Lord Taylor of Gosforth CJ observed in R. v. Keane [1994] 2 All ER 478 at 483, [1994] 1 WLR 746 at 750, the great principle is that of open justice. It would be contrary to that principle for the prosecution to withhold from the defendant material which might undermine their case against him or which might assist his defence. These are the rules upon which ss 3 and 7 of the 1996 Act - εννοεί το Criminal Procedure and Investigation Act [*1780]1996 - have been based. But they had already found their expression in decisions by the courts. It is necessary to mention only a few of them in order to identify the extent of the duty of disclosure, and to trace its development, as background to the issue which arises in this case.”.
Eπίσης στις σελίδες 775 και 776:-
“I agree with the view which was taken in the Court of Appeal that the phrase ‘an issue in the case’ must be given a broad interpretation. The same may be said of the phrase ‘all relevant evidence of help to an accused’ in the passage from Lawton LJ’s judgment in R. v. Hennessey [1978] 68 Cr App R 419 at 426 which was adopted in R. v. Ward [1993] 2 All ER 577 at 601, [1993] 1 WLR 619 at 645. But the common law rules are concerned essentially with the disclosure of material which has been gathered by the police and the prosecution in the course of the investigation process for use in the case to be made for the Crown. In the course of that process issues of fact will have been identified which may assist or undermine the Crown case. The prosecution is not obliged to lead evidence which may undermine the Crown case but fairness requires that material in its possession which may undermine the Crown case is disclosed to the defence. The investigation process will also require an inquiry into material which may affect the credibility of potential Crown witnesses. Here again, the prosecution is not obliged to lead the evidence of witnesses who are likely in its opinion to be regarded by the judge or jury as incredible or unreliable. Yet fairness requires that material in its possession which may cast doubt on the credibility or reliability of those witnesses whom it chooses to lead must be disclosed. The question whether one or more of the Crown witnesses is credible or reliable is frequently one of the most important ‘issues’ in the case although the material which bears upon it may be, as Steyn LJ (at 1607) observed, collateral.”.
Και τέλος, στις σελίδες 778 και 779 καταλήγει:-
“I would be inclined to attach less weight to the practical problems than that which was given to them by the Court of Appeal. If fairness demands disclosure, then a way of ensuring that disclosure will be made must be found. But it is a fact that in many cases, other than those to which the special rules apply relating to alibi, the defence does not disclose the identity of its [*1781]witnesses until a late stage. It would place a substantial burden on the Crown for it to be expected to retain, and be ready to disclose at short notice, material which might possible relate to the credibility only of those whom the defence might possibly wish to call as its witnesses. It would also be unreasonable to expect the prosecutor to reveal information relating to the credibility of defence witnesses previously unknown to the Crown whose credibility did not require to be investigated until their identity was made known to the prosecutor. Yet, if there was a legal duty which required the disclosure of information relating to the credibility of the defence witnesses, there would be no answer to such a demand.
........................................................................................................
Fairness, so far as the preparation of the defence case and the selection of the defence witnesses are concerned, is preserved by the existing rules of disclosure and by ensuring that the defendant has adequate time and facilities for the preparation of his defence. That right, which is to be found also in art 6.3(b) of the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms (Rome, 4 November 1950; TS71 (1953); Cmd 8969), has for long been part of our law relating to the conduct of criminal trials. The investigation for which the defence are responsible extends to all matters which may affect the credibility of the defence witnesses. The preparation of the defence case is not complete until this has been done. Once it has been completed, the defence can be assumed to be in possession of all that is needed to decide which witnesses to lead and which to reject on grounds of credibility. It is unnecessary to extend the duty of disclosure by the prosecutor any further to ensure that the defendant has a fair trial.”.
Με την παράθεση της πιο πάνω νομολογίας που δεν είναι η μόνη, καταδεικνύεται σαφέστατα πως πέραν από το Σύνταγμα και τη Σύμβαση ακόμα και με βάση τις αρχές του Κοινοδικαίου υπάρχει το δικαίωμα και η υποχρέωση για προδικαστική αποκάλυψη σχετικού μαρτυρικού υλικού στον κατηγορούμενο για εξασφάλιση της “ισότητας των όπλων”, και κατ΄ επέκταση της αποφυγής της παραβίασης του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Στην Αγγλία το θέμα της προδικαστικής αποκάλυψης ρυθμίζεται νομοθετικά με τη θέσπιση του Criminal Procedure and Investigation Act 1996, το οποίο και πάλιν κατοχυρώνει το προδικαστικό δικαίωμα της αποκάλυψης σε συνάρτηση με το δικαίωμα μη αποκάλυψης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Όμως στην Κύπρο οι νομοθετικές αυτές πρόνοιες δεν έχουν ισχύ και έτσι παραμέ[*1782]νουν σε μας ισχυρές οι αρχές του Κοινοδικαίου, αφού ο κύπριος νομοθέτης δεν έκρινε σκόπιμο να προβεί σε δικές μας νομοθετικές ρυθμίσεις.
Επίσης θα πρέπει σ’ αυτό το στάδιο να αναφερθεί πως το άρθρο 7 του Κεφ. 155 δεν είναι εξαντλητικό και δεν αντιτίθεται στις αρχές του Κοινοδικαίου οι οποίες τουναντίον το συμπληρώνουν. Καταλήγοντας σ’ αυτή τη θέση, λάβαμε υπόψη μας τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50, σχετικά με το ζήτημα της εξάντλησης θέματος με νομοθεσία κατ’ αποκλεισμό του κοινοδικαίου. Το άρθρο 7 δεν εξαντλεί το θέμα και δεν αποκλείει το ευρύτερο περιεχόμενο του κοινοδικαίου. Το άρθρο 3 του Κεφ. 155, που επικαλέστηκε η Δημοκρατία, αναφέρεται στο Νόμο και στους Κανόνες Πρακτικής που σχετίζονται με την Ποινική Δικονομία “for the time being in force in England”. Το κοινοδίκαιο εισάγεται ρητά ως εφαρμοστέος νόμος με το άρθρο 29 του Ν. 14/60 και με τη διαπίστωση του περιεχομένου του εφαρμόζεται ως ισχύον νόμος (Βλ. Kamal Hassanein v. Hellenic Island κ.ά. (Aρ. 2) (1994) 1 A.A.Δ. 578, Theofanous v. Cosmos Insurance (1988) 1 C.L.R. 265, Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 A.A.Δ. 252, Azinas and Another v. Police (1981) 2 C.L.R. 9).
Το δικαίωμα για αποκάλυψη που επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος, στηρίχτηκε κατ’ ευθείαν και στο Σύνταγμα και στη Σύμβαση και δεν ήταν η εισήγηση της Δημοκρατίας πως το άρθρο 7 του Κεφ. 155 θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι εξαντλεί το ζήτημα παρά τις πρόνοιες του Συντάγματος και της Σύμβασης. Με την κατάληξη μας αυτή δεν παραλείψαμε να λάβουμε υπόψη και τις αποφάσεις στις υποθέσεις Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, Aristidou v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 43 και Police v. Christophides and Another (1984) 2 C.L.R. 33.
Στην Christophides (ανωτέρω) το ζήτημα δεν εξετάστηκε με αναφορά στο Σύνταγμα ή στη Σύμβαση, αλλά στο Κοινοδίκαιο, όπως ήταν τότε αντιληπτό στην αγγλική νομολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του έκρινε πως η κατηγορούσα αρχή όφειλε να θέσει στη διάθεση του κατηγορουμένου γραπτή κατάθεση. Επιφυλάχθηκε νομικό σημείο με βάση το άρθρο 148 του Κεφ. 155 και το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε της ουσίας του διατυπωθέντος ερωτήματος, που ήταν αν η κατηγορούσα αρχή είχε καθήκον να θέσει στη διάθεση της υπεράσπισης την κατάθεση. Αν ετίθετο θέμα έλλειψης εξουσίας για μη έκδοση τέτοιων οδηγιών από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα αναμε[*1783]νόταν να μην εξεταστεί η ουσία. Η απόφαση του Εφετείου στηρίχτηκε στο γεγονός ότι, όπως ήταν τότε αντιληπτό το Κοινοδίκαιο, δεν υπήρχε καθήκον αποκάλυψης. Η επικρατήσασα, όμως, αντίληψη αναφορικά με το περιεχόμενο του κοινοδικαίου στο θέμα με βάση τη νεώτερη αγγλική νομολογία, όπως διατυπώθηκε σε προγενέστερο στάδιο της απόφασης, που ανάτρεψε την προηγούμενη, ουσιαστικά αφαιρεί και το υπόβαθρο της Christophides (ανωτέρω). (Βλ. Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker (1987) 1 C.L.R. 583).
Μέσα σ’ αυτό το νομικό πλαίσιο καταδεικνύεται ξεκάθαρα η ύπαρξη του ανθρώπινου δικαιώματος της αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού του κατηγορούμενου, προδικαστικά και κατά τη διάρκεια της δίκης, και δεν είναι επιτρεπτή η παραβίαση του χωρίς το Δικαστήριο να έχει την εξουσία να την αποτρέψει. Σε αντίθετη περίπτωση το Δικαστήριο το μόνο που θα μπορεί να πράξει είναι να διαπιστώσει με την τελική του απόφαση, μετά την ακροαματική διαδικασία, την παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Τέτοια θέση κατά τη γνώμη μας δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή.
Εφόσον υπάρχει δικαίωμα και αντίστοιχα καθήκον αποκάλυψης, το Δικαστήριο έχει εξουσία να τη διατάξει. Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει ρητή διάταξη στο δικό μας Νόμο, όπως δεν υπήρχε κατά τη διαμόρφωση της νομολογίας που συζητήθηκε ούτε στην Αγγλία, ούτε στις ΗΠΑ ή στον Καναδά. Οι διάφορες δικονομικές ρυθμίσεις στις χώρες εκείνες δεν είναι στοιχείο αφ’ εαυτού διαφοροποιητικό, αφού η δυνατότητα για προδικαστική παρέμβαση του Δικαστηρίου στηρίχτηκε στις συμφυείς του εξουσίες. Και ακριβώς είναι αυτές τις συμφυείς εξουσίες που επικαλέστηκε και ο κατηγορούμενος.
Γι’ αυτές τις συμφυείς εξουσίες το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ενδιατρίψει σε αριθμό υποθέσεων.
Στην υπόθεση Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, που είναι απόφαση του Εφετείου, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, ανάφερε τα ακόλουθα σχετικά στις σελ. 355 και 356:
“The administration of justice in Cyprus is modelled on the administration of justice under the common law judicial system, subject to this clarification: The autonomy and separateness of the Judiciary in Cyprus is entrenched by a written constitution. [*1784]A Court of law has inherent power to control proceedings before it - R. v. Bloomsbury [1976] 1 All E.R. 897 (CA) - as well as restrain abuse of the judicial process - Castanho v. Brown & Root (U.K.) Ltd, and Another [1981] 1 All E.R. 143 (HL). .............................................................................................
.......................................................................................................
Associated with the power to restrain abuse, is the undoubted power of the Court to control proceedings before it.
The Supreme Court has inherent power not only to restrain abuse of process but also to secure obedience to the law - Hammersmith v. Magnum Automated Forecourts [1978] 1 All E.R. 401 (CA). Its power may be exercised whenever the justice of the case so requires - A-G v. Chaudry [1971] 3 All E.R. 946 (CA).”
Το περιεχόμενο και η εμβέλεια της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου δεν εξετάστηκε μόνο στην πιο πάνω υπόθεση, αλλά και σε αριθμό άλλων υποθέσεων. Ιδιαιτέρως στις Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1(B) A.A.Δ. 724, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 1449, ημερ. 15.5.98, Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583, Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.α. (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 801, Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 44, Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Aρ. 1) (1996) 1(A) A.A.Δ. 49.
Δεν υπάρχει Κυπριακή Νομολογία που να αποκλείει την εξουσία για έκδοση της συζητούμενης διαταγής.
Η υπόθεση Christophides (ανωτέρω) ήδη σχολιάστηκε και διατυπώθηκε η θέση μας επ’ αυτής. Άλλη υπόθεση που χρήζει ιδιαίτερου σχολίου, είναι η Kouppis v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 361. Ο κατηγορούμενος στην υπόθεση εκείνη είχε θέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου θέμα κάλυψης από τη Δημοκρατία των εξόδων του για την κλήση εμπειρογνωμόνων. Επικαλέστηκε το άρθρο 12.5 του Συντάγματος αναφορικά με “διευκολύνσεις”. Το Κακουργιοδικείο δεν απέρριψε το αίτημα με αναφορά στην έλλειψη εξουσίας για εξέταση και επίλυση τέτοιου θέματος. Έκρινε πως το ζήτημα των εξόδων των εμπειρογνωμόνων δεν περιλαμβανόταν στα δικαιώματα που διασφαλίζει το Σύνταγμα. Και γι’ αυτό θεώρησε πως δεν υπήρχε εξουσία, στην απουσία νομοθετικής ρύθμισης, για έκδοση οδηγιών. Η απόφαση της πλειοψηφίας κατά την έφεση δεν ανατρέπει αυτή τη θέση. [*1785]Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Χατζηαναστασίου, Δ., στην σελ. 427, “... In the absence of any legislation, I think the trial Court reached a correct view of Article 12.5 of the Constitution, that in the absence of any law it could not authorise at that stage payment of funds for legal assistance to the appellant.”
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, ειπώθηκε πως τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης, αποτελούν εχέγγυα για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και η άσκηση τους εντάσσεται μέσα στη διαδικασία για τη διακρίβωση της ευθύνης του κατηγορούμενου στην κατηγορία και όχι έξω από αυτή. Τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώνονται για την εξασφάλιση δίκαιης δίκης και όχι για την παρεμπόδιση της και η τήρησή της αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης για να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. (Βλ. επίσης, Νίκος Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 A.A.Δ. 1338).
Όμως στην υπό κρίση υπόθεση το θέμα δεν είναι αν υπήρξε ή όχι δίκαιη δίκη αφού ακόμα δεν διεξήχθη, αλλά κατά πόσο το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα διατάγματα προληπτικά, έτσι που να αποφευχθεί ενδεχομένως με την έγκαιρη αποκάλυψη η πιθανή παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Μπροστά σ’ αυτές τις τόσο σημαντικές επιταγές το Δικαστήριο μένει παθητικός παρατηρητής και δεν έχει τη δύναμη να επιβάλει την τήρησή τους; Και η εξουσία του περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση της παράβασης και όχι στην αποτροπή, ελλείψει ρητών νομοθετικών προς τούτο διατάξεων; Είναι γεγονός όπως ήδη έχουμε αναφέρει, πως δεν υπάρχουν ρητές νομοθετικές διατάξεις που να δίδουν εξουσία στο Δικαστήριο να επιβάλλει την αποκάλυψη. Είναι επίσης γεγονός, πως όλες οι αποφάσεις οι οποίες αναφέρθηκαν στο Δικαστήριο, αφορούσαν περιπτώσεις που διαπιστώθηκε παράβαση μετά την καταδίκη και τούτο είναι φυσικό, αφού στα δικαστικά όργανα της Σύμβασης ο παραπονούμενος απευθύνεται, μετά που θα εξαντλήσει τα τοπικά ένδικα μέσα και δεδομένου ότι η προσφυγή του στρέφεται εναντίον του κράτους στο οποίο εκδικάστηκε η υπόθεσή του. Όμως από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι το ανθρώπινο δικαίωμα αποκάλυψης πριν από τη δίκη ή κατά τη διάρκειά της, υπάρχει και ας μη ξεχνούμε πως στην Κύπρο η Σύμβαση θεωρείται ημεδαπός νόμος με αυξημένη μάλιστα ισχύ έναντι των άλλων νόμων και πέραν τούτου, έχουμε και τις πρόνοιες του άρθρου 35 του Συντάγματος.
[*1786]Το Άρθρο 35 του Συντάγματος, όπως λέχθηκε από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Πική στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 225, εναποθέτει στις δικαστικές αρχές την αποτελεσματική διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Οι αρμοδιότητες τους εκτείνονται, όπως είναι αυτονόητο στη διεξαγωγή της δίκης, περιλαμβανομένης της διαδικασίας που ακολουθείται για την αποτελεσματική διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οποιοσδήποτε περιορισμός στην εξουσία του Δικαστηρίου να διασφαλίζει αποτελεσματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αντίθετο με τις διατάξεις του Άρθρου 35 και θα καθιστούσαν τις συνταγματικές επιταγές γράμμα κενό.
Επίσης στην υπόθεση Αστυνομία ν. Φάντη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 160, στη σελίδα 174 ο Κωνσταντινίδης, Δ., εκδίδοντας την απόφαση της μειοψηφίας, ανάφερε τα ακόλουθα:-
“Το Άρθρο 35 του Συντάγματος ορίζει ότι “αι νομοθετικαί εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσιν την αποτελεσματικήν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητος αυτής.” Το Δικαστήριο ελέγχει την τήρηση του Συντάγματος στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας και αποφαίνεται ως προς την επίπτωση από τυχόν παραβίασή του. Η μή θέσπιση νόμου ως προς ζητήματα που σχετίζονται με τη συνταγματική επιταγή, την τήρηση και τις συνέπειές της, δεν διαγράφει το συνταγματικό δικαίωμα ούτε αδυνατίζει τη συνταγματική υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίζει με τρόπο αποτελεσματικό το σεβασμό του μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του.”
Γίνεται επομένως φανερό πως το Κακουργιοδικείο έχει δικαιοδοσία που είναι σύμφυτη και απορρέει από το Άρθρο 35 του Συντάγματος να διασφαλίζει με τρόπο αποτελεσματικό το σεβασμό του ανθρώπινου δικαιώματος της αποκάλυψης μαρτυρικού υλικού, όπως νομολογιακά καθορίστηκε, στον κατηγορούμενο και η μη θέσπιση ειδικής προς τούτο νομοθεσίας, δεν αδυνατίζει τη συνταγματική υποχρέωση του Δικαστηρίου να ελέγχει αποτελεσματικά την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και τη Σύμβαση. Η μη αποκάλυψη του μαρτυρικού υλικού στο στάδιο που ζητήθηκε, παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Σύμβασης, γιατί δεν παρέχονται “διευκολύνσεις” για την ετοιμασία της υπεράσπισης. Άρα η αποτελεσματική εξασφάλιση του δικαιώματος αυτού είναι επιβε[*1787]βλημένη και το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει τα επίδικα διατάγματα και ορθά τα εξέδωσε στο στάδιο της δίκης που τα εξέδωσε, όταν το μαρτυρικό υλικό ζητήθηκε από την Υπεράσπιση και δεν δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Ας μη μας διαφεύγει ότι είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα το δικαίωμα της προδικαστικής αποκάλυψης και το Δικαστήριο δεν πρέπει να κωφεύει στο κατάλληλο στάδιο να εφαρμόσει τέτοιες επιταγές προς αποφυγή ενδεχομένως διεξαγωγής άδικης δίκης. Η διαπίστωση κακοδικίας διαπιστώνεται βέβαια στο τέλος της δίκης με την τελική απόφαση του Δικαστηρίου, όπως προνοεί η νομολογία μας, αλλά το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Η εξουσία αυτή του Δικαστηρίου απορρέει επίσης και από τις αρχές του Κοινοδικαίου που προαναφέρθηκαν.
Θεωρούμε την απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου πολύ αξιόλογη και δεν συμμεριζόμαστε τους χαρακτηρισμούς που έγιναν γι’ αυτή, ούτε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε από την Κατηγορούσα Αρχή ενώπιον μας.
Για τους λόγους που αναφέραμε, καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα ανατρέπαμε την ακύρωση των επίδικων διαταγμάτων.
H έφεση επιτρέπεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο