(1998) 1 ΑΑΔ 1794
[*1794]24 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΙΡΗΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείουσα-Eνάγουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΩΝ ΛΤΔ.,
Εφεσίβλητης-Eναγομένης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8957)
Συμβάσεις — Σύναψη έγκυρης σύμβασης μεταξύ των μερών — Aπαραίτητη η ύπαρξη προσφοράς (offer) από το ένα μέρος, η οποία γίνεται αποδεκτή από το άλλο — Στην περίπτωση που δεν υπάρχει προσφορά αλλά πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση (invitation to treat), δεν εγείρεται θέμα αποδοχής με άμεσο επακόλουθο τη σύναψη σύμβασης — Το κατά πόσο υπάρχει πρόταση ή πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή για διαπραγμάτευση είναι θέμα πραγματικό που κρίνεται αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές προθέσεις των μερών — Το πώς τιτλοφορείται κάποια ενέργεια ή το λεκτικό που χρησιμοποιείται δεν είναι καθοριστικό για τη νομική της φύση — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία.
Λέξεις και Φράσεις — “Προσφορά” (offer) στο Άρθρο 2(2)(α) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και στην αγγλική νομολογία.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης της αγωγής της εφεσείουσας-ενάγουσας με την οποία επεδίωκε δήλωση και/ή διαγνωστική απόφαση ότι είχε συναφθεί έγκυρη σύμβαση μεταξύ αυτής και της εφεσίβλητης-εναγομένης και, ακολούθως, απόφαση για ειδικές αποζημιώσεις εκ £45.000, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, για παράβαση της εν λόγω σύμβασης εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Τα γεγονότα είναι εν συντομία τα εξής:
Η εφεσείουσα, ενώ εργοδοτείτο ως λογιστής της εφεσίβλητης, αποδέχθηκε προσφορά την οποία η εφεσίβλητη έκαμε προς τους υπαλλήλους της για αποχώρηση από την υπηρεσία έναντι συγκεκριμένης απο[*1795]ζημίωσης η οποία, στην περίπτωση της εφεσείουσας, ήταν £45.000.
Η εφεσίβλητη υποστήριξε τη θέση ότι δεν είχε συναφθεί καμιά έγκυρη σύμβαση μεταξύ αυτής και της εφεσείουσας, αφού το Σχέδιο Πλεονάζοντος Προσωπικού το οποίο αποφάσισε να υιοθετήσει δεν συνιστούσε προσφορά (offer) προς το προσωπικό αλλά απλώς πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση (invitation to treat) με όσα από τα μέλη του προσωπικού επιθυμούσαν να επωφεληθούν του Σχεδίου και ως εκ τούτου η αποδοχή που κοινοποιήθηκε από την εφεσείουσα δεν οδήγησε στη σύναψη σύμβασης.
Το βασικό ερώτημα, από την απάντηση του οποίου εξαρτάται και το αποτέλεσμα της έφεσης, είναι κατά πόσο υπήρξε προσφορά (offer) από πλευράς της εφεσίβλητης ή πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση (invitation to treat). Στην πρώτη περίπτωση, με την αποδοχή συνάπτεται έγκυρη σύμβαση (νοουμένου ότι συντρέχουν και τα άλλα αναγκαία στοιχεία της σύμβασης) ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, δεν εγείρεται θέμα αποδοχής, με άμεσο επακόλουθο τη σύναψη σύμβασης, αλλά πρόκειται απλώς για πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή, ανάλογα με την περίπτωση, πρόσκληση για διαπραγμάτευση με το ενδεχόμενο να συναφθεί, σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, έγκυρη σύμβαση.
Το κατά πόσο υπάρχει πρόταση ή πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή για διαπραγμάτευση είναι θέμα πραγματικό που κρίνεται αντικειμενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από τις υποκειμενικές προθέσεις των μερών.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Από τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, ιδιαίτερα, την Εγκύκλιο (Τεκμ. 5) του Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 1.3.1990, η οποία απευθύνεται προς όλο το προσωπικό και, αφού αναφέρεται στην ανάγκη προσαρμογής της εφεσίβλητης στα νέα δεδομένα, λόγω της δύσκολης οικονομικής της κατάστασης, κοινοποιεί στο προσωπικό την απόφασή της για σημαντική μείωσή του και, παράλληλα, την απόφασή της να αποζημιώσει τους επηρεαζομένους υπαλλήλους για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους και την απώλεια των θέσεών τους, εύκολα προκύπτει στα όμματα του αντικειμενικού παρατηρητή ότι η εφεσίβλητη, με τα όσα ανέφερε στις Εγκυκλίους της, δημιουργούσε, όπως και δημιούργησε, την εντύπωση ότι με το Σχέδιο που πρότεινε, πρόσφερε στους ενδιαφερομένους υπαλλήλους τη δυνατότητα να αποδεχθούν άμεσα τους προτεινόμενους όρους συνάπτοντας, με την αποδοχή τους, έγκυρη [*1796]και δεσμευτική σύμβαση μεταξύ αυτών και της εφεσίβλητης.
2. Υπάρχουν αρκετά σημεία που είναι χαρακτηριστικά της φύσεως του Σχεδίου ως προσφοράς και όχι απλώς ως πρόσκλησης για σύναψη σύμβασης ή πρόσκλησης για διαπραγμάτευση. (Τα σημεία αυτά εκτίθενται στην απόφαση του Εφετείου).
3. Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι η εφεσίβλητη έκαμε προσφορά (offer) η οποία όταν έγινε αποδεκτή από την εφεσείουσα οδήγησε σε δεσμευτική σύμβαση μεταξύ των μερών. Ως εκ τούτου, η άρνηση της εφεσίβλητης να της καταβάλει το ποσό της αποζημίωσης των £45.000 την καθιστούσε υπεύθυνη για παράβαση συμφωνίας.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, εις βάρος της εφεσίβλητης.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Gibson v. Manchester City Council [1978] 1 W.L.R. 520 ,
Gibson v. Manchester City Council [1979] 1 W.L.R. 294,
Smith v. Hughes [1871] L.R. 6 Q.B. 597,
McCutcheon v. David Macbrayne Ltd [1964] 1 Lloyd’s Rep. 16,
Centrovincial Estates plc v. Merchant Investors Assurance Co. Ltd. [1983] Com. L.R. p. 158,
Whittaker v. Campbell [1984] Q.B. p. 318,
Antclizo [1987] 2 Lloyd’s Rep. p. 130.
Έφεση.
Έφεση από την ενάγουσα κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Nικολαΐδης, Π.E.Δ., Γεωργίου, E.Δ.), που δόθηκε στις 29 Aπριλίου, 1993 (Aρ. Aγωγής 6613/90), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της ενάγουσας για δήλωση του Δικαστηρίου ότι είχε συναφθεί έγκυρη σύμβαση μεταξύ αυτής και της εναγομένης. Aκολούθως, εκδόθηκε απόφαση για ειδικές αποζημιώσεις εκ £45.000, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, συνέπεια παράβασης της σύμβασης εκ μέρους της εναγομένης.
[*1797]Π. Αγγελίδης, για την Eφεσείουσα.
Π. Πολυβίου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή της εφεσείουσας με την οποία επεδίωκε δήλωση και ή διαγνωστική απόφαση ότι είχε συναφθεί έγκυρη σύμβαση μεταξύ της και της εφεσίβλητης και, ακολούθως, απόφαση για ειδικές αποζημιώσεις εκ £45.000, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, συνεπεία μη εκπλήρωσης ή παράβασης της εν λόγω σύμβασης εκ μέρους της εφεσίβλητης.
Η εφεσείουσα στήριξε την απαίτησή της στον ισχυρισμό ότι, ενώ ήταν εργοδοτούμενη ως λογιστής της εφεσίβλητης, η τελευταία, κατά το Μάρτιο-Απρίλιο του 1990, πρόσφερε στους υπαλλήλους της την ευκαιρία να αποχωρήσουν από την υπηρεσία έναντι συγκεκριμένης αποζημίωσης η οποία, στην περίπτωση της εφεσείουσας, ήταν £45.000. Η προσφορά προς την εφεσείουσα έγινε με έγγραφο της εφεσίβλητης ημερομηνίας 1/3/1990. Η εφεσείουσα αποδέχθηκε την προσφορά προφορικά περί τα μέσα Μαρτίου του 1990 και κοινοποίησε την αποδοχή της στην εφεσίβλητη μέσω του Διευθυντή του Τμήματός της, με προορισμό το Διευθυντή Προσωπικού, η εφεσίβλητη, όμως, κατά παράβαση της σύμβασης που είχε συναφθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, αρνήθηκε να καταβάλει την αποζημίωση που συμφωνήθηκε.
Η εφεσίβλητη στήριξε την υπεράσπισή της στον ισχυρισμό ότι δεν είχε συναφθεί καμιά έγκυρη σύμβαση μεταξύ της και της εφεσείουσας. Κατά την εφεσίβλητη εκείνο το οποίο είχε συμβεί ήταν ότι αυτή είχε αποφασίσει να υιοθετήσει ένα Σχέδιο Πλεονάζοντος Προσωπικού το οποίο δεν συνιστούσε προσφορά (offer) προς το προσωπικό αλλά απλώς πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση (invitation to treat) με εκείνα τα μέλη του προσωπικού τα οποία επιθυμούσαν να επωφεληθούν του Σχεδίου, και, επομένως, η αποδοχή που κοινοποιήθηκε από την εφεσείουσα δεν οδήγησε στη σύναψη σύμβασης.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης οι συνήγοροι των διαδίκων [*1798]κατέθεσαν εκ συμφώνου αριθμό εγγράφων τα οποία αποτέλεσαν και την κυριότερη πηγή της μαρτυρίας στην υπόθεση. Θα αναφερθούμε στα πλέον σημαντικά από την ερμηνεία των οποίων θα εξαρτηθεί και η έκβαση της έφεσης.
Το Τεκμήριο 1 είναι Εγκύκλιος του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 10/10/1989, προς το Προσωπικό στην οποία αναφέρεται η ανάγκη υιοθέτησης μιας στρατηγικής για να ξεπεραστούν οι αδυναμίες και τα προβλήματα της εφεσίβλητης.
Το Τεκμήριο 2 είναι Εγκύκλιος του Πρώτου Εκτελεστικού Διευθυντή της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 26/1/1990, προς το προσωπικό και είναι συνταγμένη στο ίδιο πνεύμα με το Τεκμήριο 1 αλλά με συγκεκριμένη αναφορά στα προβλήματα που υπήρχαν στην εφεσίβλητη λόγω των ζημιών που παρουσίαζε.
Το Τεκμήριο 3 είναι και πάλιν Εγκύκλιος του Πρώτου Εκτελεστικού Διευθυντή της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 27/1/1995. Αναφέρει ότι, παρ’ όλον που επιτεύχθηκε αύξηση των εσόδων της εφεσίβλητης κατά 21%, εντούτοις υπάρχει ζημιά £5.500.000. Ακολούθως, αφού αναλύονται διάφορα στοιχεία, με την Εγκύκλιο ανακοινώνεται η ίδρυση Ομάδας Στρατηγικής Ανάπτυξης για να προβεί σε εισηγήσεις για τη μελλοντική πορεία της εφεσίβλητης.
Το Τεκμήριο 4 είναι άλλη Εγκύκλιος του Πρώτου Εκτελεστικού Διευθυντή, ημερομηνίας 16/2/1990, η οποία, αφού αναφέρεται σε πρόταση αναδιοργάνωσης της εφεσίβλητης, καταλήγει στο πρόβλημα, όπως αναφέρεται, του πλεονάζοντος προσωπικού και ανακοινώνει την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης όπως καταργηθεί αριθμός θέσεων ώστε να επέλθει σημαντική μείωση των μονίμων υπαλλήλων της εφεσίβλητης. Ανακοινώνει, επίσης, την απόφαση της εφεσίβλητης να δώσει στους υπαλλήλους που επηρεάζονται τη δυνατότητα να αποχωρήσουν από την εργασία τους αφού τους καταβληθούν οι ανάλογες αποζημιώσεις για την απώλεια των θέσεών τους.
Το Τεκμήριο 5 είναι Εγκύκλιος του Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 1/3/1990. Απευθύνεται προς όλο το προσωπικό και, αφού αναφέρεται στην ανάγκη προσαρμογής της εφεσίβλητης στα νέα δεδομένα λόγω της δύσκολης οικονομικής της κατάστασης, κοινοποιεί στο προσωπικό την απόφαση της για σημαντική μείωσή του και, παράλληλα, την απόφασή της να αποζημιώσει τους επηρεαζόμενους υπαλλήλους [*1799]για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους και την απώλεια των θέσεών τους. Στο ίδιο Τεκμήριο, αφού επισυνάπτεται και έγγραφο στο οποίο επεξηγείται με λεπτομέρεια ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης, αναφέρονται τα εξής:-
“Οι υπάλληλοι που επιθυμούν να επωφεληθούν των προνοιών του Σχεδίου πρέπει να απευθύνονται μέσω του Διευθυντή του Τμήματος τους προς το Διευθυντή Προσωπικού το αργότερο μέχρι τις 31/5/1990.”
Επίσης, σε αρκετά σημεία του Τεκμηρίου 5, γίνεται λόγος για προσφερόμενη αποζημίωση ή για πρόσθετη αποζημίωση. Σε άλλο σημείο, του ιδίου πάντοτε Τεκμηρίου 5, αναφέρονται τα εξής:-
“Υπαλλακτικά ο επηρεαζόμενος υπάλληλος μπορεί να επιλέξει κατά την αποδοχή του Σχεδίου τα οφελήματα που φαίνονται πιο κάτω. Διευκρινίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος επιλογής θα ισχύει για μία μόνο φορά και ότι η εν λόγω επιλογή θα είναι οριστική.”
Περαιτέρω, στην παράγραφο 10 της ίδιας Εγκυκλίου Τεκμήριο 5, αναφέρονται τα εξής:-
“Οι υπάλληλοι που επιθυμούν να επωφεληθούν των προνοιών του παρόντος Σχεδίου δεν δικαιούνται να αλλάξουν γνώμη μετά τις 31/5/1990.”
Το Τεκμήριο 6 είναι και πάλιν Εγκύκλιος του Πρώτου Εκτελεστικού Διευθυντή της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 8/3/1990, προς όλο το προσωπικό στην οποία γίνεται αναφορά στο Σχέδιο Αποζημίωσης για τερματισμό απασχόλησης και την ανάγκη εφαρμογής του το συντομότερο δυνατόν και σε καμιά περίπτωση αργότερα από τις 12/4/1990.
Το Τεκμήριο 7 είναι άλλη Εγκύκλιος του Πρώτου Εκτελεστικού Διευθυντή, ημερομηνίας 5/5/1990 προς το προσωπικό στην οποία διευκρινίζονται ορισμένα σημεία του Σχεδίου Πλεονάζοντος Προσωπικού.
Η Εγκύκλιος Τεκμήριο 8, ημερομηνίας 5/5/1990, αναφέρεται στην αναδιοργάνωση της δομής της εφεσίβλητης.
Η Εγκύκλιος Τεκμήριο 9, ημερομηνίας 16/5/1990, αναφέρε[*1800]ται, μεταξύ άλλων, και στην πρόοδο της εφαρμογής του Σχεδίου Πλεονάζοντος Προσωπικού.
Η Εγκύκλιος Τεκμήριο 10, ημερομηνίας 31/8/1990, αναφέρεται στην ολοκλήρωση του Σχεδίου και στο γεγονός ότι, μέσα στα πλαίσιά του, αποχώρησαν 141 υπάλληλοι ενώ, όπως αναμένεται, θα αποχωρήσει ακόμα ένας μικρός αριθμός υπαλλήλων μέχρι το 1990.
Η Εγκύκλιος Τεκμήριο 11 είναι απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 9/2/1990, στην οποία φαίνεται η απόφαση του Συμβουλίου να αποδεχθεί ως θέμα αρχής το Σχέδιο του Πλεονάζοντος Προσωπικού, όπως αυτό υποβλήθηκε στη συνάντηση αυτή.
Το Τεκμήριο 12 είναι επιστολή της εφεσίβλητης, ημερομηνίας 19/2/1990, η οποία απευθύνεται προς τον κ. Ανδρέα Γρηγορίου, Έφορο Φόρου Εισοδήματος, από τον οποίο ζητείται, ουσιαστικά, να γνωμοδοτήσει προς την εφεσίβλητη κατά πόσο το Γραφείο του θα θεωρήσει την αποζημίωση που θα πληρώσει στους υπαλλήλους της, βάσει του Σχεδίου, ως φορολογητέο εισόδημα ή όχι.
Το Τεκμήριο 13 είναι η απάντηση του κ. Γρηγορίου στην επιστολή Τεκμήριο 12. Με αυτή ο κ. Γρηγορίου γνωμοδοτεί, χωρίς περιστροφές, ότι η υπό αναφορά αποζημίωση δεν πρόκειται να θεωρηθεί ότι αποτελεί φορολογητέο εισόδημα το δε ποσό των αποζημιώσεων θα εκπέσει από το φορολογητέο εισόδημα της εφεσίβλητης. Η επιστολή αυτή φέρει ημερομηνία 1/3/1990 και, προφανώς, λήφθηκε λίγο πριν κυκλοφορήσει η Εγκύκλιος του Ανώτερου Εκτελεστικού Διευθυντή της εφεσίβλητης, Τεκμήριο 5.
Το κατά πόσο ήταν ορθό να αναζητηθεί και, προπαντός, να δοθεί, εκ των προτέρων, η άποψη του Εφόρου με τον πιο πάνω τρόπο είναι ερώτημα το οποίο δεν επιθυμούμε να σχολιάσουμε.
Το βασικό ερώτημα το οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της έφεσης, είναι κατά πόσο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εγκύκλιοι της εφεσίβλητης, ιδιαίτερα οι Εγκύκλιοι Τεκμήρια 4, 5, 6 και 7, δεν περιείχαν νομικώς όλα τα αναγκαία στοιχεία της προσφοράς ώστε η αποδοχή της από την εφεσείουσα να οδηγήσει στη σύναψη έγκυρης σύμβασης μεταξύ της και της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα να μην εγείρεται θέμα μη εκπλήρωσης ή παράβασης, [*1801]άρα και αποζημίωσης, είναι ορθό.
Το τι συνιστά προσφορά (offer) ορίζεται στο άρθρο 2(2)(α) του επισήμου κειμένου του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ως εξής:-
“(2) Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά, οι ακόλουθες λέξεις και εκφράσεις χρησιμοποιούνται με την ακόλουθη έννοια:
(α) πρόσωπο το οποίο δηλώνει σε άλλο τη βούλησή του για πράξη ή αποχή, με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του άλλου στην πράξη αυτή ή αποχή, θεωρείται ότι προβαίνει σε πρόταση.
Ο ορισμός αυτός αποδίδει την έννοια της προσφοράς όπως αυτή διαμορφώθηκε από την αγγλική νομολογία. Στον Chitty on Contracts (25th Ed., Vol. 1, para. 12), η προσφορά ορίζεται ως ακολούθως:-
“Offer defined. The offer is an expression of willingness to contract made with the intention (actual or apparent) that it shall become binding on the person making it as soon as it is accepted by the person to whom it is addressed. It may be made to an individual or to a specified group of persons or to the world at large. It may be made expressly (by words) or by conduct.”
Η βασική διάκριση που γίνεται από τη νομολογία είναι μεταξύ προσφοράς (offer) και πρόσκλησης για σύναψη σύμβασης ή πρόσκλησης για διαπραγμάτευση (invitation to treat). Στην πρώτη περίπτωση, με την αποδοχή συνάπτεται έγκυρη σύμβαση (νοουμένου ότι συντρέχουν και τα άλλα αναγκαία στοιχεία της σύμβασης όπως π.χ. πρόθεση νομικής δέσμευσης) ενώ, στη δεύτερη περίπτωση, δεν εγείρεται θέμα αποδοχής, με άμεσο επακόλουθο τη σύναψη σύμβασης, αλλά πρόκειται απλώς για πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή, ανάλογα με την περίπτωση, πρόσκληση για διαπραγμάτευση με το ενδεχόμενο να συναφθεί, σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, έγκυρη σύμβαση (βλέπε, μεταξύ άλλων, Gibson v. Manchester City Council [1978] 1 W.L.R. p. 520 (C.A.) και [1979] 1 W.L.R. p. 294 (H.L.).
Το κατά πόσο υπάρχει πρόταση ή πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή για διαπραγμάτευση είναι θέμα πραγματικό που [*1802]κρίνεται αντικειμενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από τις υποκειμενικές προθέσεις των μερών. Αν δύο πρόσωπα δημιουργούν με τις ενέργειες και την εν γένει συμπεριφορά τους την εντύπωση σε κάποιον ανεξάρτητο τρίτο ότι, με τις επαφές που είχαν, κατέληξαν σε μια άλφα σύμβαση, τότε η σύμβαση θεωρείται ως έγκυρη και δεσμευτική παρά τις τυχόν περί του αντιθέτου πραγματικές προθέσεις του ενός ή του άλλου (objective test of intention or agreement).
Όπως παρατηρεί ο Δικαστής Blackburn στην κλασσική υπόθεση Smith v. Hughes [1871] L.R. 6 Q.B. p. 597:-
“If, whatever a man’s real intention may be, he so conducts himself that a reasonable man would believe that he was assenting to the terms proposed by the other party, and that other party upon that belief enters into the contract with him, the man thus conducting himself would be equally bound as if he had intended to agree to the other party’s terms.”
Στην υπόθεση McCutcheon v. David Macbrayne Ltd. [1964] 1 Lloyd΄s Rep. p. 16, ο Λόρδος Reid είπε σχετικά τα εξής:-
“... The judicial task is not to discover the actual intentions of each party; it is to decide what each was reasonably entitled to conclude from the attitude of the other.”
Πάνω στο ίδιο ζήτημα χαρακτηριστικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Slade στην υπόθεση Centrovincial Estates plc v. Merchant Investors Assurance Co. Ltd. [1983] Com. L.R. p. 158:-
“It is a well-established principle of the English law of contract that an offer falls to be interpreted not subjectively by reference to what has actually passed through the mind of the offeror, but objectively, by reference to the interpretation which a reasonable man in the shoes of the offeree would place on the offer. It is an equally well-established principle that ordinarily an offer, when unequivocally accepted according to its precise terms, will give rise to a legally binding agreement as soon as acceptance is communicated to the offeror in the manner contemplated by the offer, and cannot thereafter be revoked without the consent of the other party.”
(Βλ., επίσης, Whittaker v. Campbell [1984] Q.B. p. 318 και The [*1803]Antclizo [1987] 2 Lloyd΄s Rep. p. 130.)
Επίσης, το πώς τιτλοφορείται κάποια ενέργεια ή το λεκτικό που χρησιμοποιείται δεν είναι καθοριστικό για τη νομική της φύση.
Όπως σημειώνει ο Chitty (πιο πάνω) στην παράγραφο 43:-
“Apart from this type of case, the wording of the statement is not conclusive: it may be an invitation to treat although it contains the word “offer”, while a statement may be an offer although it is expressed as an “acceptance”.
Έχουμε μελετήσει με προσοχή τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, ιδιαίτερα, το Τεκμήριο 5, την Εγκύκλιο δηλαδή της 1/3/1990 πάνω στην οποία στηρίζει, κατά κύριο λόγο, την υπόθεσή της η εφεσείουσα. Έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από την Εγκύκλιο αυτή, αλλά και από τις άλλες, εύκολα προκύπτει, στα όμματα του αντικειμενικού παρατηρητή, ότι η εφεσίβλητη, με τα όσα ανέφερε στις Εγκυκλίους της, δημιουργούσε, όπως και δημιούργησε, την εντύπωση ότι, με το Σχέδιο που πρότεινε, πρόσφερε στους ενδιαφερομένους υπαλλήλους τη δυνατότητα να αποδεχθούν άμεσα τους προτεινόμενους όρους συνάπτοντας, με την αποδοχή τους, έγκυρη και δεσμευτική σύμβαση μεταξύ τους και της εφεσίβλητης.
Τα πιο κάτω σημεία, είναι χαρακτηριστικά της φύσεως του Σχεδίου ως προσφοράς και όχι απλώς ως πρόσκλησης για σύναψη σύμβασης ή πρόσκλησης για διαπραγμάτευση.
(α) Σε κανένα μέρος του Σχεδίου που κυκλοφόρησε την 1/3/1990 (Τεκμήριο 5) δεν αναφέρεται ότι η εφεσίβλητη διατηρεί το δικαίωμα να αποφασίσει ποιων υπαλλήλων από εκείνους που θα εδήλωναν αποδοχή του Σχεδίου οι υπηρεσίες θα ετερματίζοντο.
(β) Από πολλά σημεία του ιδίου Σχεδίου προκύπτει καθαρά ότι αυτό συνιστά καθαρή πρόταση από την αποδοχή της οποίας εξαρτάται η αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία της εφεσίβλητης, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Σχέδιο. Τα ακόλουθα αποσπάσματα αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
[*1804]“Πέρα από τη χρηματική αποζημίωση, σε μέλη του προσωπικού που τερματίζουν την υπηρεσία τους με βάση το παρόν σχέδιο, . . . ”
“Υπαλλακτικά, ο επηρεαζόμενος υπάλληλος μπορεί να επιλέξει κατά την αποδοχή του Σχεδίου τα ωφελήματα που φαίνονται πιο κάτω. Διευκρινίζεται ότι άσκηση του δικαιώματος επιλογής θα ισχύει για μια μόνο φορά και ότι η εν λόγω επιλογή θα είναι οριστική.”
“Οι υπάλληλοι που επιθυμούν να επωφεληθούν των προνοιών του παρόντος σχεδίου δεν δικαιούνται να αλλάξουν γνώμη μετά τις 31.5.1990.”
“Στο προσωπικό που επιλέγει να επωφεληθεί των προνοιών του σχεδίου θα καταβληθούν τα ποσά που περιλαμβάνονται και στους δύο λογαριασμούς του Ταμείου Προνοίας, καθώς επίσης και Κατοχυρωμένο Ταμείο Προνοίας ανεξαρτήτως των χρόνων υπηρεσίας.”
“Εάν ο υπάλληλος αυτός αποφασίσει να τερματίσει τις υπηρεσίες του την 1/5/1990, ...”
“Τα χρόνια υπηρεσίας υπολογίζονται ως ακολούθως: Αφαιρούμε από την ημερομηνία κατά την οποία ο υπάλληλος αποφασίζει να τερματίσει τις υπηρεσίες του την ημερομηνία προσλήψεως ...”
(γ) Στην Εγκύκλιο της 8/3/1990, Τεκμήριο 6, γίνεται αναφορά στο Σχέδιο Αποζημίωσης και στην ανάγκη ταχείας εφαρμογής του το ταχύτερο και σε καμιά περίπτωση μετά τις 12/4/1990.
(δ) Η επιστολή της εφεσίβλητης προς τον Έφορο Φόρου Εισοδήματος αναφορικά με το φορολογητέο των πληρωτέων αποζημιώσεων και κατά πόσο αυτές εκπίπτονται από το φορολογητέο εισόδημά της, όπως και η σχετική απάντηση του Έφορου ημερομηνίας 1/3/1990, πείθουν τον αντικειμενικό παρατηρητή ότι, αργότερα την ίδια μέρα, πρόθεση της εφεσίβλητης ήταν, με το Τεκμήριο 5, να υποβάλει προς το προσωπικό της προσφορά και όχι πρόσκληση για σύναψη σύμβασης ή πρόσκληση για διαπραγμάτευση.
Ο επαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης πρόβαλε και το επι[*1805]χείρημα, που υιοθετήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι αν η εφεσίβλητη είχε απευθύνει προσφορά προς όλους ανεξαίρετα τους υπαλλήλους της - με δυνατότητα όλων να αποδεχθούν την προσφορά μετατρέποντάς την σε δεσμευτική σύμβαση - υπήρχε ο κίνδυνος, σε περίπτωση αποδοχής από όλους, η εφεσίβλητη να παραμείνει χωρίς προσωπικό. Το επιχείρημα είναι θεωρητικά ορθό. Όμως, από την όλη μαρτυρία, φαίνεται ότι, στην πραγματικότητα, η εφεσίβλητη δεν αντιμετώπιζε τέτοιο ενδεχόμενο.
Η έφεση επιτρέπεται.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας για το ποσό των £45.000 με τόκο προς 8% ετησίως από τις 29/11/1996 μέχρι τελικής αποπληρωμής.
Η εφεσίβλητη να καταβάλει τα έξοδα της δίκης πρωτόδικα και κατ’ έφεση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, εις βάρος της εφεσίβλητης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο