Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Φιφής Iακωβίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1819

(1998) 1 ΑΑΔ 1819

[*1819]29 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων-Αποζημιούσα Αρχή,

ν.

ΦΙΦΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗ,

Εφεσίβλητης-Απαιτήτριας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9965)

 

Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Αποζημιώσεις — Επηρεασμός απαλλοτριωθέντος κτήματος από σχέδιο ρυμοτομίας — Κατά πόσο λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της αξίας του απαλλοτριωθέντος κτήματος στην ελεύθερη αγορά.

Αναγκαστική απαλλοτρίωση — Aπαλλοτρίωση μέρους ιδιοκτησίας ακινήτου — Αποζημιώσεις — Καθορισμός — Επαύξηση της αξίας της γης — Ποια δεδομένα λαμβάνονται υπόψη — Ουσιαστική ημερομηνία για καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης είναι η ημερομηνία της δημοσίευσης της Γνωστοποίησης — Ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος του 1962 (Ν. 15/62), Άρθρο 10(α).

Το μέρος του κτήματος της εφεσίβλητης που απαλλοτριώθηκε και που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 6,9% τεμαχίου στην Πάφο, ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης κατά ½ μερίδιο εξ αδιαιρέτου, επηρεάζετο από δεσμευτική ρυμοτομία που δεν προσβλήθηκε από την εφεσίβλητη μετά τη δημοσίευσή της το 1982, όπως προβλέπεται από το Άρθρο 12(2) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.

Καθορίζοντας την αποζημίωση η οποία ήταν πληρωτέα στην εφεσίβλητη για την απαλλοτρίωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η “αλληλοεξάρτηση των δυσμενών επιπτώσεων και της υπεραξίας εκμηδενίζονται έτσι ώστε να μη συμβάλλουν στην επαύξηση της αξίας του απαλλοτριωθέντος”.

Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση από την εφεσείουσα - απαλλοτριούσα αρχή.

[*1820]Οι λόγοι της έφεσης προσβάλλουν ως λανθασμένη την προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά τις επιπτώσεις δεσμευτικής ρυμοτομίας που επηρέαζε ολόκληρο το απαλλοτριωθέν μέρος του κτήματος καθώς και τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για τον καθορισμό των επιπτώσεων αυτών.  Προσβάλλουν επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε επαύξηση στην αξία της ιδιοκτησίας της εφεσίβλητης από την απαλλοτρίωση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Κατά τον υπολογισμό της επαύξησης ή μείωσης της αξίας περιουσίας που κατέχεται από τον ιδιοκτήτη μαζί με το απαλλοτριωθέν μέρος λαμβάνονται υπόψη τα υφιστάμενα δεδομένα κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. Η διαπίστωση της επαύξησης ή της μείωσης της αξίας της υπόλοιπης περιουσίας είναι θέμα πραγματικό.  Τα δεδομένα που λαμβάνονται υπ’ όψη για το σκοπό αυτό είναι τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του κτήματος που υφίστανται κατά το χρόνο της γνωστοποίησης και τα, κατά τον ίδιο χρόνο, ευλόγως προβλεπτά.

2.  Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η οποιαδήποτε επαύξηση στην αξία του εναπομείναντος κτήματος εκμηδενίστηκε από τη δυσμενή επίδραση που επήλθε ένεκα της απαλλοτρίωσης, είναι εσφαλμένη.  Καμιά δυσμενή επίδραση δεν έχει υποστεί το κτήμα της εφεσίβλητης, αντίθετα, από τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το Δικαστήριο υπήρξε επαύξηση στην αξία του εναπομείναντος κτήματος.  Τα στοιχεία αυτά συνίστανται στα εξής πραγματικά γεγονότα:  Το κτήμα της εφεσίβλητης, πριν τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης δεν είχε καθόλου ικανοποιητική πρόσβαση στη Λεωφόρο Αθηνών, ενώ με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης αποκτά πρόσβαση σ’ αυτή 75 ποδών. Το κτήμα, πριν τη γνωστοποίηση, είχε πρόσβαση σε δευτερεύοντα δρόμο πλάτους 18 ποδών, ενώ λόγω της απαλλοτρίωσης εφάπτεται τώρα δρόμου πλάτους 38 ποδών, γεγονός που συμβάλλει στην καλύτερη οικιστική και εμπορική αξιοποίησή του.

     Με τα γεγονότα αυτά που αποδείχθηκαν με μαρτυρία, εξάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης υπήρξε ευμενής επίδραση στο εναπομείναν κτήμα με συνέπεια την υπεραξία του.  Στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται θέμα καθορισμού ποσοστού της υπεραξίας.  Γιατί το κλάσμα μόνο του 1% θα ήταν αρκετό να αποσβέσει την όποια αξία του απαλλοτριωθέντος μέρους.

3.  Η ρυμοτομία αποτελεί τη συμβολή του ατόμου στο ευρύτερο κοινω[*1821]νικό σύνολο με υφιστάμενη υποχρέωση αναπροσαρμογής ιδιωτικών σχεδίων ανάπτυξης έτσι ώστε να συνάδουν με το ευρύτερο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης ή του χωριού ανάλογα.

4.  Σύμφωνα με τη νομολογία, ο μελλοντικός αγοραστής ή ακόμη και τα άτομα τα οποία έχουν σκοπό να αναπτύξουν τη γη, θα θεωρούσαν ως δεδομένο πως η έκταση που θα ήταν διαθέσιμη για ανάπτυξη δεν θα περιελάμβανε το μέρος της γης που επηρεάζεται από το σχέδιο ρυμοτομίας.  Ενόψει των ανωτέρω, η εφεσίβλητη δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε αποζημίωση.  Η πρωτόδικη απόφαση ότι η εφεσίβλητη δικαιούται σε αποζημιώσεις £7.641 για την απαλλοτριωθείσα έκταση από το κτήμα της, παραμερίζεται.

Η έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Δημητρίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1985) 1 Α.Α.Δ. 217,

Μεσαρίτης v. Δημοκρατίας (1988) 1 Α.Α.Δ. 534,

Δημοκρατία v. Ττοφή κ.ά. (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1735,

Νικολαΐδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 1 A.A.Δ. 1362,

Christodoulides v. Mayor of Famagusta (1963) 2 C.L.R. 35,

Demades & Sons Ltd v. Republic (1977) 1 C.L.R. 189,

Κυπριανίδη v. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1(A) A.A.Δ. 586.

Έφεση.

Έφεση από την αποζημιούσα αρχή κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Παμπαλλή, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 8 Aπριλίου, 1997 (Aρ. Παραπομπής 88/88), με την οποία καθορίστηκε ότι η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης από το κτήμα της απαιτήτριας ανήρχετο στο ποσό των £7.641.

Χρ. Α. Ιωαννίδης με Στ. Χαραλάμπους, για τον Eφεσείοντα.

Λ. Κυθραιώτης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*1822]ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αριθμό 1730, ημερομηνίας 20.11.87 η εφεσείουσα (Απαλλοτριούσα Αρχή) εξέφρασε την πρόθεση της όπως απαλλοτριώσει μέρος του τεμαχίου 1680, Φ/Σ LI/11.2.V1, στην Πάφο, ιδιοκτησίας, κατά 1/2 μερίδιο εξ αδιαιρέτου, της εφεσίβλητης.  Στις 19.2.88 εκδόθηκε διάταγμα απαλλοτρίωσης με αριθμό 198, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Στις 13.9.88 η εφεσείουσα πληροφόρησε την εφεσίβλητη ότι η προσφορά της για την αξία του απαλλοτριωθέντος μέρους του κτήματος της ήταν μηδενική.

Η εφεσίβλητη με Ειδοποίηση Παραπομπής, ημερομηνίας 2.12.88, προσέφυγε στο Δικαστήριο για τον καθορισμό της αποζημίωσης, με την οποία απαιτούσε το ποσό των £12.500,= πλέον τόκους προς 9% ετησίως από τις 20.11.87.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την ακρόαση της παραπομπής, άκουσε τη μαρτυρία δύο εμπειρογνωμόνων-εκτιμητών, ενός για κάθε πλευρά.

Στη μακροσκελή απόφαση του το Δικαστήριο κατέληξε, αφού προέβηκε σε εκτενή ανάλυση και κριτική της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων-εκτιμητών, ότι η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης από το κτήμα της εφεσίβλητης ανήρχετο στο ποσό των £7.641,=.

Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση από την εφεσείουσα-απαλλοτριούσα αρχή.

Στην ειδοποίηση έφεσης προβάλλονται έξι λόγοι έφεσης.  Οι λόγοι έφεσης διαπλέκονται μεταξύ τους και στην ουσία προβάλλουν δύο κύριους λόγους.  Οι μεν λόγοι υπ’ αριθμό 1, 2, 5 και 6 προσβάλλουν ως λανθασμένη την προσέγγιση του Δικαστηρίου όσον αφορά τις επιπτώσεις δεσμευτικής ρυμοτομίας που επηρέαζε ολόκληρο το απαλλοτριωθέν μέρος του κτήματος καθώς και τη μέθοδο που χρησιμοποίησε για τον καθορισμό των επιπτώσεων αυτών.  Οι δε λόγοι 3 και 4 προσβάλλουν σαν λανθασμένο το εύρημα του Δικαστηρίου ότι “η αλληλοεξάρτηση των δυσμενών επιπτώσεων και της υπεραξίας εκμηδενίζονται έτσι ώστε να μη συμβάλλουν στην επαύξηση της αξίας του απαλλοτριωθέντος.”.

[*1823]

Θα ασχοληθούμε πρώτα με τους λόγους έφεσης 3 και 4.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση του εκτιμητή της εφεσίβλητης και αναφέρει στην απόφασή του:-

“Στην προκειμένη περίπτωση δέχομαι τη θέση του κ. Μουζούρη, ότι η αλληλοεξάρτηση των δυσμενών επιπτώσεων και της υπεραξίας εκμηδενίζονται έτσι ώστε να μην συμβάλλουν στην επαύξηση της αξίας του απαλλοτριωθέντος.”.

Ας δούμε όμως ποιές ήσαν οι δυσμενείς επιπτώσεις όπως τις διαγράφει το Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία του εκτιμητή της εφεσίβλητης.  Η πρώτη συνίστατο στον ισχυρισμό ότι το κτήμα της εφεσίβλητης έχασε την πρόσβαση του στη λεωφόρο Αθηνών.  Τούτο όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία, δεν υποστηρίζεται.  Αντίθετα το κτήμα της εφεσίβλητης ουδέποτε είχε πρόσβαση στη λεωφόρο.  Μόνο κατά ένα πολύ μικρό μέρος (“μύτη”) εφάπτετο της λεωφόρου η δε πρόσβαση του ήταν στην πάροδο της οδού Χριστόδουλου Σώζου.  Με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης το κτήμα της εφεσίβλητης εφάπτεται της λεωφόρου σε μεγάλο μέρος του. Η δημιουργία πεζοδρομίου και χώρου πρασίνου δεν επηρεάζει την πρόσοψη του στη λεωφόρο.

Η δεύτερη δυσμενής επίδραση, κατά τον εκτιμητή της εφεσίβλητης, συνίστατο στο γεγονός ότι με τη δημιουργία δρόμου διπλής κατεύθυνσης με διαχωριστική νησίδα, ταχείας κυκλοφορίας και η απαγόρευση στάθμευσης οχημάτων, δεν προσφέρει κανένα πλεονέκτημα στο κτήμα, αλλά αντίθετα δημιουργεί δυσμενείς συνέπειες.

Κατά τον υπολογισμό της επαύξησης ή μείωσης της αξίας περιουσίας που κατέχεται από τον ιδιοκτήτη μαζί με το απαλλοτριωθέν μέρος λαμβάνονται υπ’ όψη τα κατά το χρόνο της δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης υφιστάμενα δεδομένα (Βλέπε άρθρο 10 του Νόμου 15/62 όπως τροποποιήθηκε).  Η διαπίστωση της επαύξησης ή της μείωσης της αξίας της υπόλοιπης περιουσίας είναι θέμα πραγματικό. Τα δεδομένα που λαμβάνονται υπόψη για το σκοπό αυτό είναι τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του κτήματος που υφίστανται κατά το χρόνο της γνωστοποίησης και τα, κατά τον ίδιο χρόνο, ευλόγως προβλεπτά. (Βλέπε: Άρθρο 10 του Νόμου αρ. 15/62 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 25/83.  Βίας Δημητρίου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1985) 1 ΑΑΔ 217, Μεσαρίτης ν. Δημοκρατίας [*1824](1988) 1 Α.Α.Δ. 534, Δημοκρατία ν. Χριστοφή Κυριάκου Ττοφή και Άλλοι (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1735 και Σάββας Α. Νικολαΐδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1998) 1 A.A.Δ. 1362.)

Στην παρούσα υπόθεση η επιβολή απαγόρευσης στάθμευσης στη λεωφόρο δεν ήταν απόλυτα προβλεπτή.  Ήταν απλώς ενδεχόμενη.  Ακόμα θα λέγαμε ότι δεν είναι σε κάθε περίπτωση επιβολής απαγόρευσης στάθμευσης οχημάτων, που επέρχεται δυσμενής επίδραση.  Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του κτήματος και η επιτρεπόμενη από το συγκεκριμένο τοπικό σχέδιο, ανάπτυξη.  Η επιβολή τέτοιων όρων δεν είναι αναπόδραστα αρνητική σε κάθε περίπτωση.

Καταλήγουμε, κατά συνέπεια, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η οποιαδήποτε επαύξηση στην αξία του εναπομείναντος κτήματος εκμηδενίσθηκε από τη δυσμενή επίδραση που επήλθε ένεκα της απαλλοτρίωσης. Καμιά δυσμενή επίδραση δεν έχει υποστεί το κτήμα της εφεσίβλητης, αντίθετα, από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, υπήρξε επαύξηση στην αξία του εναπομείναντος κτήματος. Τα στοιχεία αυτά συνίστανται στα εξής πραγματικά γεγονότα.  Το κτήμα της εφεσίβλητης, πριν τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, δεν είχε καθόλου ικανοποιητική πρόσβαση στη λεωφόρο Αθηνών (εφάπτετο μόνο μια “μύτη” όπως αναφέρει) ενώ με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης αποκτά πρόσβαση σ’ αυτή 75 ποδών.  Το κτήμα, πριν τη γνωστοποίηση, είχε πρόσβαση στο δευτερεύοντα δρόμο, της οδού Χριστόδουλου Σώζου, που είχε πλάτος 18 ποδών, ενώ λόγω της απαλλοτρίωσης εφάπτεται τώρα δρόμου πλάτους 38 ποδών, γεγονός που συμβάλλει στην καλύτερη οικιστική και εμπορική αξιοποίησή του.

Με τα γεγονότα αυτά, που τέθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου με μαρτυρία μπορούμε να οδηγηθούμε σε ασφαλές συμπέρασμα ότι με τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης υπήρξε ευμενής επίδραση στο εναπομείναν κτήμα με συνέπεια την υπεραξία του.  Στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται θέμα καθορισμού του ποσοστού της υπεραξίας.  Γιατί και κλάσμα μόνο του 1% θα ήταν αρκετό να αποσβέσει την όποια αξία του απαλλοτριωθέντος μέρους.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε σε έκταση με το κύριο θέμα, που αποτέλεσε και τους λόγους έφεσης αρ. 1, 2, 5 και 6.  Πρόκειται για το θέμα της ρυμοτομίας που επηρέαζε ολόκληρο το μέρος της απαλλοτρίωσης.  Ολόκληρο το μέρος του κτήματος της εφεσίβλητης που απαλλοτριώθηκε επηρεάζετο από δεσμευτι[*1825]κή ρυμοτομία που δεν προσβλήθηκε από την εφεσίβλητη μετά τη δημοσίευση του το 1982 όπως προβλέπεται από το άρθρο 12(2) του Κεφ. 96.

Είναι αποδεκτό γεγονός ότι τα 418 τ.μ. που απαλλοτριώθηκαν αντιστοιχούν σε ποσοστό 6,9% (τοις εκατό) του τεμαχίου 1680 ή 6,9‰ (τοις χιλίοις) ολόκληρης της έκτασης γης που κατέχεται από την εφεσίβλητη ομού με το τεμάχιο αυτό.

Το Δικαστήριο στην απόφαση του θέτει κατ’ αρχή τις σωστές νομικές βάσεις για να αντιμετωπίσει το θέμα. Αναφέρει στην απόφαση του:-

“Το ερώτημα που έθεσε ο κ. Συμεού ότι κανένας λογικός αγοραστής δεν θα πλήρωνε για την αξία της δεσμευτικής ρυμοτομίας, είναι εύλογο και κατανοητό.  Ουσιαστικά το δέχθηκε και ο κ. Μουζούρης, έστω και με δυσκολία φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να πει ότι η ρυμοτομία δεν αλλάζει την αξία του κτήματος “εφόσο ο προτιθέμενος αγοραστής θα έπαιρνε αποζημίωση”.

Από αυτό προκύπτει αβίαστα ότι και ο εκτιμητής της απαιτήτριας αποδέχεται ότι η υποχρεωτική ρυμοτομία αφαιρεί ή μειώνει την αξία του κτήματος στην ελεύθερη αγορά.  Άλλωστε αυτή η ελεύθερη αγορά είναι η παράμετρος καθορισμού της αξίας ενός κτήματος για σκοπούς καταβολής αποζημίωσης με βάση το 10(α) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου (Ν.15/62), βλέπε επίσης την υπόθεση ΕΣΚΑΛ ν. Δημοκρατίας (άνω).”.

Ακολούθως όμως το Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα από άλλη σκοπιά και περιέπεσε σε ένα λαβύρινθο σκέψεων και απαντήσεων σε ερωτήματα που το ίδιο έθεσε, που δεν εδράζονται ούτε στη νομοθεσία, ούτε στη νομολογία αλλά ούτε και σε γνωστή ή παραδεκτή μέθοδο εκτίμησης ακινήτων. Η λανθασμένη αυτή προσέγγιση του Δικαστηρίου το οδήγησε σε μαθηματικές εξισώσεις άγνωστες στην επιστήμη της εκτίμησης ακινήτων με συνέπεια να καταλήξει σχεδόν στο ίδιο ποσό είτε υπήρχε ή όχι δεσμευτική ρυμοτομία.

Η ρυμοτομία αποτελεί τη συμβολή του ατόμου στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο με υφιστάμενη υποχρέωση αναπροσαρμογής ιδιωτικών σχεδίων ανάπτυξης έτσι ώστε να συνάδουν με το ευρύτερο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης ή του χωριού ανάλογα.

[*1826]

Το ύψος της αποζημίωσης με βάση το άρθρο 10(α) του Νόμου αρ. 15/62 ισούται με το ποσό το οποίο η ιδιοκτησία θα απέφερε εάν επωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο της δημοσίευσης της Γνωστοποίησης.  Ο οιοσδήποτε περιορισμός είτε είναι υπαρκτός (όπως στην παρούσα υπόθεση) είτε θα επιβληθεί στο μέλλον λαμβάνεται υπ’ όψη από τον προτιθέμενο αγοραστή (Βλέπε: Eleni Christodoulides v. The Mayor of Famagusta (1963) 2 C.L.R. 35, Demades & Sons Ltd. v. Republic of Cyprus (1977) 1 C.L.R. 189).  Είναι εύλογο να υποτεθεί ότι ένας μελλοντικός αγοραστής που ενδιαφέρεται για τη γη όταν κάμνει προσφορά να την αγοράσει, ή ακόμη και οι ίδιοι οι απαιτητές αν είχαν σκοπό να αναπτύξουν οι ίδιοι τη γη, θα θεωρούσαν ως δεδομένο πως η έκταση που θα ήταν διαθέσιμη για ανάπτυξη δεν θα περιελάμβανε το μέρος της γης που επηρεάζεται από το σχέδιο ρυμοτομίας (Βλέπε: Demades v. Republic (πιο πάνω)).

Το θέμα αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στις πιο πάνω υποθέσεις αλλά και σε αριθμό άλλων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έχει νομολογιακά επιλυθεί. Στην τελευταία απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μαντώ Κυπριανίδη ν. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1(A) A.A.Δ. 586 έχει αποφασισθεί ότι κατά τον καθορισμό της αξίας ενός ακινήτου, το γεγονός ότι τούτο επηρεάζεται από δεσμευτικό σχέδιο ρυμοτομίας λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της αξίας του στην ελεύθερη αγορά.  Επικύρωσε δε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου που δεν επιδίκασε αποζημιώσεις για μέρος του απαλλοτριωθέντος κτήματος, σε ποσοστό 15% του όλου ακινήτου, επειδή τούτο επηρεάζετο από δεσμευτική ρυμοτομία.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση γίνεται δεκτή.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Δεν επιδικάζεται οποιαδήποτε αποζημίωση.  Η απαλλοτριωθείσα ακίνητη περιουσία να εγγραφεί στο όνομα της Δημοκρατίας.  Δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση.

H έφεση επιτρέπεται χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο