Γαβριήλ Aνδρέας Γιάννη κ.ά. ν. Γεώργιου Aγαπίου (1998) 1 ΑΑΔ 1868

(1998) 1 ΑΑΔ 1868

[*1868]14 Oκτωβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΙΑΝΝΗ ΓΑΒΡΙΗΛ,

2. ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΙΑΝΝΗ ΓΑΒΡΙΗΛ,

3. ΣΑΒΒΑΣ ΓΙΑΝΝΗ ΓΑΒΡΙΗΛ,

4. ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΓΑΒΡΙΗΛ,

5. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ,

Εφεσείοντες-Eναγόμενοι,

ν.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΓΑΠΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου-Eνάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Aρ. 9698)

 

Δεδικασμένο — Διακοπή της διαδικασίας (discontinuance) — Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.15, θ.1 — Απόρριψη της αγωγής μετά την απόσυρσή της από τον ενάγοντα — Επιφέρει τη λύση της διαφοράς και καθιστά το αγώγιμο δικαίωμα θέμα δεδικασμένο.

Δεδικασμένο — Η ταυτότητα συμφέροντος και η ταυτότητα διαδίκων συνιστούν προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου — Η δέσμευση που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση βαρύνει εκτός από τους διαδίκους και τους privies - διαδόχους των διαδίκων — Ποία πρόσωπα περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή.

Δεδικασμένο — Προδικαστική εξέταση υπεράσπισης δεδικασμένου — Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27, θ.1 και θ.2.

Στις 9.9.1994, ο εφεσίβλητος - ενάγων κίνησε αγωγή κατά των εφεσειόντων - εναγομένων για επέμβαση στο ακίνητό του, στη Λεμεσό, το οποίο συνόρευε με το ακίνητο των εφεσειόντων - εναγομένων, επικαλούμενος το ίδιο αγώγιμο δικαίωμα το οποίο αποτέλεσε βάση της αγωγής υπ’ αρ. 5661/90, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, η οποία είχε εγερθεί από τη σύζυγό του την κα Αγαπίου εναντίον της κας Γαβριήλ, τέταρτης εφεσείουσας στην έφεση.  Εκκρεμούσης της εκδίκασης της προηγούμενης αγωγής, η τέταρτη εφεσείουσα μεταβίβασε το κτήμα της στα τρία παιδιά της, τους εφεσείοντες 1, 2 και 3.

[*1869]Στις 11.2.1994, η κα Αγαπίου απέσυρε την αγωγή υπ’ αρ. 5661/90 χωρίς επιφύλαξη και το Δικαστήριο την απέρριψε άνευ όρων με έξοδα σε βάρος της.  Στις 28.6.1994 η ενάγουσα μεταβίβασε στο σύζυγό της, εφεσίβλητο - ενάγοντα στην παρούσα υπόθεση, το κτήμα της διά δωρεάς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσίβλητος (ενάγοντας) δεν κωλυόταν να προβάλει το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο επικαλείται, καθότι το επίδικο θέμα της αγωγής δεν συνιστούσε δεδικασμένο για δυο λόγους:

(α)   Τα μέρη, (οι διάδικοι), στις δύο αγωγές ήταν διαφορετικά, και

(β)   Η απόφαση του Δικαστηρίου της 11.2.1994 “......... δεν ήταν απόφαση επί της ουσίας και των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης ............”.

Οι εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση.  Υποστήριξαν ότι και οι δύο λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η υπεράσπιση του δεδικασμένου είναι εσφαλμένοι.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με τη Δ.15, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η απόρριψη της αγωγής μετά την απόσυρσή της από τον ενάγοντα, επιφέρει τη λύση της διαφοράς και καθιστά το αγώγιμο δικαίωμα θέμα δεδικασμένο.  Το δεδικασμένο θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας.  Αγώγιμο δικαίωμα θεωρείται ως δεδικασμένο εφόσον τα επίδικα θέματα της πρώτης και δεύτερης αγωγής είναι ταυτόσημα.  Στην προκείμενη περίπτωση το επίδικο θέμα των δύο αγωγών ήταν ταυτόσημο, επέμβαση στο κτήμα της ενάγουσας, στην αγωγή 5661/90, η οποία έγινε το 1985.

2.  Η ταυτότητα των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου. Παραγνωρίζεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι η δέσμευση που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση βαρύνει, εκτός από τους διαδίκους, και τους privies - διαδόχους των διαδίκων.  Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα των οποίων το συμφέρον στη διαδικασία ταυτίζεται με εκείνο των διαδίκων στην πρώτη αγωγή.  Η κατηγορία των privies (διαδόχων), για τους σκοπούς του δεδικασμένου, περιλαμβάνει προγόνους και κληρονόμους, διαδόχους κατά νόμο, και διαδόχους περιουσίας ή συμφέροντος.  Αν η δέσμευση δεν βάρυνε και τους διαδόχους, η αρχή του δεδικασμένου θα μπορούσε να παρακαμφθεί κατά βούληση.

[*1870]3.    Στην προκείμενη περίπτωση το συμφέρον του ενάγοντα (εφεσίβλητου) στη δεύτερη αγωγή, ταυτίζεται απόλυτα και αποκλειστικά με εκείνο της προκατόχου του, της ενάγουσας στην αγωγή 5661/90.  Η βλάβη την οποία επικαλέστηκε είναι εκείνη της προκατόχου του.  Η αιτία της αγωγής είναι η επέμβαση στο κτήμα που της ανήκε και η ζημία την οποία επιδιώκει να ανακτήσει είναι εκείνη την οποία υπέστη η προκάτοχός του.  Το αγώγιμο δικαίωμα είναι το ίδιο και η ταυτότητα συμφέροντος μεταξύ των διαδίκων είναι απόλυτη.  Επομένως, ισχύει δεδικασμένο το οποίο κωλύει τον εφεσίβλητο (ενάγοντα) να προβάλει το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο επικαλείται.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Kypreos v. Kypreos (1984) 1 C.L.R. 565,

Gilham v. Browning [1998] 2 All E.R. 68,

Eleftheriades v. Cyprus Hotels (1985) 1 C.L.R. 677,

Xατζηιωάννου v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844,

Buehler v. Richardson [1998] 2 All E.R. 960,

Nicolaides v. Yerolemi (1984) 1 C.L.R. 742,

Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,

Theori a.ο. v. Djoni a.ο. (1984) 1 C.L.R. 296,

Παμπορίδης v. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670,

Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner etc (No. 2) [1966] 2 All E.R. 536.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kορφιώτης, A.E.Δ.), που δόθηκε στις 24 Mαΐου, 1996 (Aρ. Aγωγής 5419/94), με την οποία κρίθηκε ότι το επίδικο θέμα της αγωγής δεν ήταν δεδικασμένο.

Α. Σοφοκλέους, για τους Eφεσείοντες.

[*1871]Α. Βρυωνίδης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η κα. Αγαπίου και η κα. Γαβριήλ, ήταν ιδιοκτήτριες δύο όμορων κτημάτων στη Λεμεσό, των τεμαχίων 152, Φ/Σχ. XL11/31, αρ. εγγραφής 6684, και 31, Φ/Σχ. 47/30, αρ. εγγραφής 7326 αντίστοιχα.  Το 1990, η πρώτη ενήγαγε τη δεύτερη για επέμβαση στο ακίνητό της η οποία σημειώθηκε το 1985, ή νωρίτερα.  Η αγωγή φέρει τα στοιχεία 5661/90, Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Εκκρεμούσης της εκδίκασης της αγωγής, η εναγόμενη, η κα. Γαβριήλ, μεταβίβασε το κτήμα στα τρία παιδιά της, τον Ανδρέα, το Γαβριήλ και το Σάββα, υπό την αίρεση της  επικαρπίας, την οποία επιφύλαξε υπέρ της και του συζύγου της, Ιωάννη Γαβριήλ.

Στις 11 Φεβρουαρίου 1994, η κα Αγαπίου απέσυρε την αγωγή χωρίς επιφύλαξη και το Δικαστήριο την απέρριψε άνευ όρων με έξοδα σε βάρος της. Στις 28 Ιουνίου 1994 η κα. Αγαπίου μεταβίβασε το κτήμα στο σύζυγό της, Γεώργιο Αγαπίου, δια δωρεάς.  Στις 9 Σεπτεμβρίου 1994, ο νέος ιδιοκτήτης ενήγαγε τους ιδιοκτήτες του συνοριακού κτήματος, τα παιδιά της κας Γαβριήλ, την ίδια και το σύζυγό της, επικαλούμενος το ίδιο αγώγιμο δικαίωμα το οποίο αποτέλεσε τη βάση της αγωγής της συζύγου του στην υπόθεση  5661/90.

Οι εναγόμενοι, η κα. Γαβριήλ, ο σύζυγος και τα παιδιά της,  πρόβαλαν την υπεράσπιση του δεδικασμένου,  με έρεισμα την απόφαση στην αγωγή 5661/90.

Με αίτησή τους θεμελιωμένη στη Δ.27, θ.1 και θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι εναγόμενοι ζήτησαν όπως το δικαστήριο επιληφθεί προδικαστικά της υπεράσπισης του δεδικασμένου.  Το αίτημα έγινε δεχτό και το Δικαστήριο επελήφθη του εξειδικευθέντος θέματος.  Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το επίδικο θέμα της αγωγής δεν ήταν δεδικασμένο και κατά συνέπεια  δεν παρεμβαλλόταν κώλυμα στην προβολή των διεκδικήσεων του ενάγοντα.  Στην απόφαση αυτή κατέληξε το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση ότι τα επίδικα θέματα των δύο αγωγών ήσαν τα ίδια. Έκρινε ότι η απόφαση στην αγωγή 5661/90 δεν κατέστησε το αντικείμενο της δεύτερης αγωγής 5419/94 θέμα δεδικασμέ[*1872]νο για δύο ανεξάρτητους αλλά  εξίσου βάσιμους λόγους:

(α)       Τα μέρη, (οι διάδικοι), στις δύο αγωγές ήσαν διαφορετικά, και

(β)       Η απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Φεβρουαρίου 1994, “....δεν ήταν απόφαση επί της ουσίας και των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης .....”

Οι εναγόμενοι εφεσίβαλαν την απόφαση. Υποστήριξαν ότι και οι δύο λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η υπεράσπιση του δεδικασμένου, είναι εσφαλμένοι. Ο ενάγοντας, (ο εφεσίβλητος), υποστήριξε την απόφαση και στα δύο σημεία με την επιχειρηματολογία ότι:  (α) οι διάδικοι στις δύο αγωγές ήταν διαφορετικοί, και (β) η απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 1994, δεν ήταν απόρροια της κρίσης της ουσίας της διαφοράς αλλά το επακόλουθο της απόσυρσής της, έστω χωρίς επιφύλαξη δικαιωμάτων.

Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι, η απόσυρση της αγωγής, μετά το στάδιο στο οποίο ο ενάγων θα μπορούσε να αποσύρει την αγωγή του δικαιωματικά, (Δ.15 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), και η συνακόλουθη απόρριψή της συνιστούσε πρώτο, λύση της διαφοράς η οποία σφραγίστηκε από δεδικασμένο, δεύτερο, κώλυμα για την επανέγερσή της όχι μόνο για τους διαδίκους αλλά και τους διαδόχους τους (privies), δηλαδή τα πρόσωπα των οποίων τα συμφέροντα ταυτίζονταν με τα δικά τους.

Οι θέσεις των εφεσειόντων είναι σωστές και στα δύο σημεία.  Όπως διαφωτίζει η νομολογία, η Δ.15, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, και προγενέστερα η Order 26,  των παλαιών Αγγλικών Θεσμών,  η οποία αποτέλεσε το πρότυπο, κατάργησε τον κανόνα του Αγγλικού Κοινού Δικαίου, και αντίστοιχο Κανόνα του Δικαίου της Επιείκειας, σύμφωνα με τον οποίο ο ενάγων εδικαιούτο να εγκαταλείψει, κατά βούληση, την αγωγή του πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης χωρίς συνέπειες. Μετά την εισαγωγή του προαναφερθέντος δικονομικού κανόνα, η απόρριψη της αγωγής μετά την απόσυρσή της από τον ενάγοντα, επιφέρει τη λύση της διαφοράς και καθιστά το αγώγιμο δικαίωμα θέμα δεδικασμένο. Αυτό είχαμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε στην Kypreos v. Kypreos (1984) 1 C.L.R. 565.

Στην πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου Gilham v. Browning [1998] 2 All E.R. 68 (C.A.), γίνεται ιστορική αναδρομή στο δικαίωμα που παρείχε το Αγγλικό Δίκαιο στον ενάγοντα, να εγκαταλείψει την αγωγή του κατά βούληση, την κατάχρηση της [*1873]δικαστικής διαδικασίας που μπορούσε να προκύψει από την άσκησή του και την κατάργησή του, μετά τη θέσπιση των περί Δικαιοσύνης Νόμων (Judicature Acts) του 1873 και 1875. Στις, Εleftheriades v. Cyprus Hotels (1985) 1 C.L.R. 677 (βλ αποφάσεις Λοΐζου, Δ., και Πική Δ.), και Χ”Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844, κρίθηκε με τον πλέον οριστικό τρόπο, ότι η εγκατάλειψη αγωγής και η κατά συνέπεια απόρριψή της, γεννά δεδικασμένο. Το δεδικασμένο  θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας. Αγώγιμο δικαίωμα θεωρείται ως δεδικασμένο εφόσον τα επίδικα θέματα της πρώτης και δεύτερης αγωγής είναι ταυτόσημα. (Βλ. Buehler v. Chronos Richardson [1998] 2 All E.R. 960 (C.A.).)

Στην προκείμενη  περίπτωση το επίδικο θέμα των δύο αγωγών ήταν ταυτόσημο, επέμβαση στο ακίνητο της κας Αγαπίου, η οποία έγινε το 1985.

Τώρα θα εξετάσουμε τον άλλο από τους δύο λόγους για τον οποίο κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να ισχύσει δεδικασμένο.  Ότι οι διάδικοι στις δύο αγωγές ήταν διαφορετικοί. Το αποτέλεσμα της δίκης είναι δεσμευτικό για τους διαδίκους.  Δεν βαρύνει τρίτους, εκτός αν η απόφαση είναι δηλωτική πραγματικής κατάστασης “judgment in rem”, όπως εναι η περίπτωση αποφάσεων καθοριστικών για την υπόσταση (status) προσώπου. (Βλ. Nicolaides v. Yerolemis (1984) 1 C.L.R. 742.)

Στην Pieris v. Republic (1983)3 C.L.R. 1054 (Ολομέλεια), είχαμε την ευκαιρία  να εξετάσουμε τη συνισταμένη του δεδικασμένου και να αναφερθούμε στις παραμέτρους της εφαρμογής του.  Εξίσου διαφωτιστικές, για τον προσδιορισμό και παραμέτρους του δεδικασμένου είναι και οι αποφάσεις του Εφετείου στη Theori and Another v. Djoni and Another (1984) 1 C.L.R. 296, και Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670. Η ταυτότητα των διαδίκων αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου. Παραγνωρίζεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι η δέσμευση που προκύπτει από τη δικαστική απόφαση βαρύνει, εκτός από τους διαδίκους και τους privies - διαδόχους των διαδίκων.  Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα των οποίων το συμφέρον στη διαδικασία ταυτίζεται με εκείνο των διαδίκων στην πρώτη αγωγή. Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4th ed. vol. 16, para 990, η κατηγορία των privies, (διαδόχων), για τους σκοπούς του δεδικασμένου περιλαμβάνει προγόνους και κληρονόμους, διαδόχους κατα νόμο, και διαδόχους περιουσίας ή συμφέροντος.  Οι [*1874]κατηγορίες των ατόμων οι οποίες ταυτίζονται για τους σκοπούς του δεδικασμένου, αναφέρονται στο ακόλουθο απόσπασμα:  (παρα. 990 (3))

“privies in estate or interest, for example testator and devisee, vendor and purchaser, landlord and tenant, a husband and his wife claiming under his title and e converso, successive incumbents of the same benefice, assignor and assignee of a bond, and the employee of a corporation defending an action of trespass at the cost of his employers and justifying under their title and the corporation itself.”

Η ταυτότητα συμφέροντος προσδιορίζεται με αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα που στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα σε συνδυασμό πάντοτε με το δίκαιο της ταύτισης. Πότε υπάρχει ταύτιση συμφέροντος μεταξύ διαδίκων ώστε η έκβαση προηγούμενης δικαστικής υπόθεσης να δημιουργεί δεδικασμένο, εξετάστηκε σε έκταση στην Carl-Zeiss-Stiftung v. Rayner etc (No. 2) [1966] 2 All E.R. 536 (Η.L.). Όπως υπογραμμίζεται, άν η δέσμευση δεν βάρυνε και τους διαδόχους, η αρχή του δεδικασμένου θα μπορούσε να παρακαμφθεί κατά βούληση.  Χαρακτηριστικά αναφέρεται: (σελ. 550)

“A party against whom a previous decision was pronounced may employ a servant or engage a third party to do something which infringes the right established in the earlier litigation, and so may raise the whole matter again in his interest.”

Η απαίτηση για την ταυτότητα διαδίκων ικανοποιείται: (σελ. 550)

“if there is privity between a party to the former litigation and a party to the present litigation.”

Στην προκείμενη περίπτωση το συμφέρον του ενάγοντα (εφεσίβλητου) στη δεύτερη αγωγή, ταυτίζεται απόλυτα και αποκλειστικά με εκείνο της προκατόχου του, της ενάγουσας στην αγωγή 5661/90.  Η βλάβη την οποία επικαλέστηκε είναι εκείνη της προκατόχου του. Η αιτία της αγωγής είναι η επέμβαση στο κτήμα που της ανήκε και η ζημία την οποία επιδιώκει να ανακτήσει είναι εκείνη την οποία υπέστη η προκάτοχός του.  Το αγώγιμο δικαίωμα είναι το ίδιο και η ταυτότητα συμφέροντος μεταξύ των δύο διαδίκων είναι απόλυτη. Μπορεί ακόμα να λεχθεί ότι η αγωγή του ενάγοντα πάσχει και για το λόγο ότι δεν επικαλείται ίδιο [*1875]αγώγιμο δικαίωμα.  Η μεταβίβαση κτήματος από τον Α στο Β,  δεν επάγεται τη μεταβίβαση και των δικαιωμάτων του Α για ζημία στο κτήμα ενώ τελούσε υπό την ιδιοκτησία του.  Και τα συμφέροντα και η θέση των εναγομένων-εφεσειόντων ταυτίζονται αποκλειστικά με εκείνα της προκατόχου τους της εναγομένης, Ανδρονίκης Γαβριήλ.  Οι παραβάσεις, οι οποίες τους αποδίδονται (επέμβαση),  είναι ίδιες με εκείνες της προκατόχου τους, και η ζημία η οποία διεκδικείται, είναι η ίδια με εκείνη που είχε, κατ’ ισχυρισμό, προκαλέσει. Επομένως, ισχύει δεδικασμένο το οποίο κωλύει τον εφεσίβλητο (ενάγοντα), να προβάλει το αγώγιμο δικαίωμα το οποίο επικαλείται.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο