(1998) 1 ΑΑΔ 1894
[*1894]22 Οκτωβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΛΙΘΟΓΡΑΦΕΙΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,
2. ΧΑΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,
3. ΜΑΡΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,
Eφεσείοντες,
ν.
TIBA PUBLISHING CO LTD,
Eφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 9441)
Σύμβαση — Παράβαση ουσιώδους όρου συμφωνίας — Σε σχέση με το χρόνο εκτύπωσης περιοδικού το οποίο οι ενάγοντες ανέλαβαν να εκτυπώσουν για λογαριασμό των εναγομένων — Οι εναγόμενοι ήταν δικαιολογημένοι να τερματίσουν τη συμφωνία — Ο τερματισμός δεν συνιστούσε παράνομο τερματισμό — Το εύρημα ότι η συμφωνία τερματίστηκε “χωρίς εκατέρωθεν απαιτήσεις” δεν αίρει το παράνομο της παράβασης — Το συμπέρασμα ότι δεν έγινε παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των εναγομένων οδηγεί και στην κατάρρευση της αιτίας αγωγής και της οποιασδήποτε αξίωσης των εναγόντων η οποία θεμελιώθηκε πάνω σ’ αυτή.
Αιτιολογία δικαστικής απόφασης — Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με τμήμα μαρτυρίας ή με επιχείρημα συνηγόρου — Δεν συνιστά επαρκή λόγο για ακύρωση της απόφασης — Οι αρχές αυτές τυγχάνουν εφαρμογής τόσο σε ποινικές όσο και σε πολιτικές αποφάσεις — Papadopoulos v. Police 21 C.L.R. 120, Khadar & Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132 και Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, παρετέθησαν προς στήριξη της πιο πάνω άποψης.
Eυρήματα Δικαστηρίου — Αξιοπιστία μαρτύρων — Δικαιοδοσία πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογεί τη μαρτυρία και να καταλήγει σε ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων — Εναπόκειται στο διάδικο, ο οποίος τα αμφισβητεί, να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα — Δεν υπάρχει [*1895]προκαθορισμένος τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Πολιτική Δικονομία — Έγγραφες προτάσεις — Καθορίζουν τα επίδικα θέματα — Η απόφαση πρέπει να περιέχει την ετυμηγορία του Δικαστηρίου επί των επιδίκων θεμάτων.
Πολιτική Δικονομία — Μαρτυρία — Επίδικα θέματα — Απόσυρση ανταπαίτησης στο στάδιο που έδιδε μαρτυρία μάρτυρας υπεράσπισης — Κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι η δοθείσα μαρτυρία ήταν εκτός δικογραφημένων ισχυρισμών και να την απορρίψει.
Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 3.3.1987, με τους εφεσίβλητους-εναγόμενους (“οι εφεσίβλητοι”), οι εφεσείοντες-ενάγοντες (“οι εφεσείοντες”), ανέλαβαν να εκτυπώσουν ένα περιοδικό για λογαριασμό των εφεσιβλήτων έναντι ποσού Λ.Κ.2.200.-.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν αγωγή και ισχυρίσθηκαν στην έκθεση απαίτησης ότι οι εφεσίβλητοι παρέβησαν και/ή τερμάτισαν την πιο πάνω συμφωνία παράνομα. Οι εφεσίβλητοι, με την υπεράσπισή τους, ισχυρίσθηκαν ότι ο όρος στη συμφωνία για την εκτύπωση και παράδοση του περιοδικού στις 14.4.1987 ήταν ουσιώδης. Οι εφεσείοντες δεν τήρησαν τον εν λόγω όρο και ζήτησαν παράταση χρόνου να το παραδώσουν στις 15.4.1987, παράταση την οποία αποδέχθηκαν οι εφεσίβλητοι. Στις 15.4.1987 και πάλι κατά παράβαση της συμφωνίας, οι εφεσείοντες δεν παρέδωσαν το περιοδικό, όπως ούτε και τις επόμενες μέρες, όπως υποσχέθηκαν. Αντίθετα, στις 22.4.1987, σταμάτησαν τις εργασίες της εκτύπωσης προκειμένου να προβούν στην εκτύπωση άλλου περιοδικού και ανάφεραν στους εφεσίβλητους ότι δεν θα εκτύπωναν το περιοδικό τους, προτού ολοκληρωθεί η εκτύπωση του άλλου περιοδικού και ότι θα χρειαζόταν μία επιπλέον εβδομάδα για να αποπερατώσουν τις εργασίες για το επίδικο περιοδικό. Τότε οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και αποτάθηκαν σε άλλο τυπογραφείο για συμπλήρωση της εκτύπωσης και μείωση της ζημιάς τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες παράβηκαν ριζικά τη συμφωνία σε σχέση με το χρόνο παράδοσης του περιοδικού που ανέλαβαν να εκτυπώσουν, για το λόγο ότι δεν προλάβαιναν να συμπληρώσουν την εκτύπωσή του, γεγονός το οποίο παραδέχθηκαν τόσο στη Μ.Υ. 1 όσο και στο Μ.Υ. 2. Επομένως, η συμφωνία τερματίστηκε από τους εφεσίβλητους, αλλά όχι παράνομα. Οι εφεσίβλητοι ήταν δικαιολογημένοι να τερματίσουν τη συμφωνία λόγω παράβασης ουσιώδους όρου από μέρους των εφεσειόντων.
[*1896]Η αγωγή απορρίφθηκε “εφόσον εστηρίζετο πάνω σε ισχυρισμό των εναγόντων για παράνομο τερματισμό της συμφωνίας από μέρους των εναγομένων ο οποίος δεν ευσταθεί”.
Λόγοι έφεσης:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να κάμει ευρήματα “επί ουσιωδών επιδίκων θεμάτων και συνεπώς η απόφαση του είναι τρωτή”.
2. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ. 2, χωρίς σύγκρισή της με όσα αντίθετα λέχθηκαν στη μαρτυρία για τους εφεσείοντες, αποτελεί σφάλμα.
3. Το εύρημα για παράβαση συμφωνίας συγκρούεται με το εύρημα ότι η συμφωνία τερματίστηκε χωρίς εκατέρωθεν απαιτήσεις. Τέτοια συμφωνία “αίρει το παράνομο της παράβασης, αν υπήρξε παράβαση”.
Με τον ίδιο λόγο έφεσης βάλλεται και η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προβεί σε εύρημα ως προς την εκτελεσθείσα εργασία “η οποία ήταν επίδικο θέμα και να επιδικάσει στους ενάγοντες την αξία της”.
4. Η απόσυρση της ανταπαίτησης στο στάδιο που έδινε μαρτυρία η Μ.Υ. 1 “σημαίνει απόσυρση των παραγρ. 4-21 της έκθεσης υπεράσπισης”. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι “όλη η δοθείσα μαρτυρία ήταν εκτός δικογραφημένων ισχυρισμών και να την απορρίψει”.
5. Η χρήση της μαρτυρίας του Μ.Υ. 2 “ως μέτρο κρίσης για τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων αποτελεί εσφαλμένο τρόπο αξιολόγησης της ενώπιόν του μαρτυρίας.
6. Δεδομένης της αποδοχής της μαρτυρίας της Μ.Υ. 1 ότι “συμφωνήθηκε τερματισμός της συμφωνίας χωρίς εκατέρωθεν απαιτήσεις, το εύρημα περί ριζικής παράβασης από τους ενάγοντες είναι αδικαιολόγητο”.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ενόψει των συμπερασμάτων που μπορούν να συναχθούν από τη μαρτυρία του Μ.Υ. 2, τον οποίο το Δικαστήριο θεώρησε ως ανεξάρτητο μάρτυρα χωρίς κανένα συμφέρο στην υπόθεση, δεν παρί[*1897]στατο ανάγκη για διατύπωση ευρημάτων σε σχέση με τα θέματα που υποδεικνύονται στο λόγο 1) της έφεσης γιατί δεν αποτελούν επίδικα θέματα.
Η παράλειψη αναφοράς στο Μ.Ε. 2 στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας δεν είναι αρκετός λόγος για να ακυρωθεί η καταδίκη του εφεσείοντα. Επίσης, η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναφερθεί σε κάθε επιχείρημα του συνήγορου, δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα, ενόψει των ευρημάτων και των συμπερασμάτων που έχουν εξαχθεί, ότι το Δικαστήριο δεν τα είχε κατά νου ή δεν τα μελέτησε. Οι αρχές αυτές, παρόλο ότι διατυπώθηκαν σε ποινικές υποθέσεις, τυγχάνουν εφαρμογής και σε πολιτικές υποθέσεις.
2. Ο λόγος 2 της έφεσης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις αρχές που ρυθμίζουν την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας των πρωτόδικων Δικαστηρίων. Αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Δεν έχει εντοπιστεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην παρούσα υπόθεση.
3. Δεν υπάρχει αρχή δικαίου που να υποστηρίζει τη θέση που προβλήθηκε στο λόγο 3) της έφεσης.
Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έγινε παράβαση συμφωνίας από μέρους των εφεσιβλήτων αναπόφευκτα οδηγεί και στην κατάρρευση της αιτίας αγωγής των εφεσειόντων και της οποιασδήποτε αξίωσης η οποία είχε θεμελιωθεί πάνω σ’ αυτή.
4. Ο λόγος 4 της έφεσης δεν βρίσκει έρεισμα στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Όπου τα γεγονότα - όπως είναι εδώ η περίπτωση - τα οποία σχετίζονται με την υπεράσπιση, σχετίζονται και με την ανταπαίτηση, δεν είναι ανάγκη να επαναλαμβάνονται στην ανταπαίτηση. Η απόσυρση της ανταπαίτησης δεν καθιστά τη σχετική μαρτυρία εκτός των εγγράφων προτάσεων.
5. Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν υπάρχει προκαθορισμένος τύπος αξιολόγησης της μαρτυρίας. Εφόσον οι λόγοι αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Υ. 2 έναντι εκείνης της άλλης πλευράς είναι έγκυροι, δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο στη χρησιμοποίηση της μαρτυρίας του σαν μέτρο κρίσης της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων.
[*1898]6. Η αποδοχή του τερματισμού της συμφωνίας από τους εφεσείοντες και η συμφωνία των εφεσιβλήτων να μην υποβάλουν απαιτήσεις, δεν αναιρούν το γεγονός της παράβασης της συμφωνίας από τους εφεσείοντες.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Πετεινός (1992) 1 Α.Α.Δ. 1467,
Βασιλείου κ.ά. v. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125,
Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,
Papadopoulos v. Police, 21 C.L.R. 120,
Khadar a.o. v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132,
Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,
Charalambides v. Hadjisoteriou & Son a.o. (1975) 1 C.L.R. 269,
Γιαννή κ.ά. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,
Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,
Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(B) A.A.Δ. 614,
Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους (1997) 1(A) A.A.Δ. 396,
Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246,
Mylonas a.o. v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77,
Sakellarides v. Papasavva a.o. (1966) 1 C.L.R. 261,
Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207,
Glannibanta [1876] 1 P.D. 283,
Khoo Sit Hoh v. Lim Thean Tong [1912] A.C. 323,
Yuill v. Yuill [1945] P. 15,
[*1899]Watt v. Thomas [1945] A.C. 484,
S.S. Hontestroom v. S.S. Sagaporack [1927] A.C. 37,
Bauer v. Διογένης Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γεωργίου, E.Δ.), που δόθηκε στις 20 Iανουαρίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 3549/87), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή τους εναντίον των εναγομένων για τερματισμό συμφωνίας.
Ι. Αβρααμίδης, για τους Eφεσείοντες.
Ν. Παναγιώτου, για τους Eφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες-ενάγοντες (“οι εφεσείοντες”) ασχολούνται, ανάμεσα σ’ άλλα, με την λιθογραφία και εκτύπωση περιοδικών. Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 3.3.87 με τους εφεσίβλητους-εναγόμενους (“οι εφεσίβλητοι”) οι εφεσείοντες ανέλαβαν να εκτυπώσουν το περιοδικό “Al-Siasa and Al-Ektesad” για λογαριασμό των εφεσιβλήτων έναντι ποσού Λ.Κ.2,200.
Ήταν η θέση των εφεσειόντων, στην έκθεση απαίτησης, ότι οι εφεσίβλητοι “παρέβησαν ή/και τερμάτισαν την πιο πάνω συμφωνία παρανόμως, εζήτησαν διακοπήν της διαδικασίας εκδόσεως και παρέλαβαν την εκτελεσθείσαν εργασίαν”. Με σχετική αγωγή τους αξίωσαν αποζημιώσεις “δια ζημιάς τας οποίας υπέστησαν λόγω καταργήσεως ή/και ακυρώσεως ή/και παραβάσεως” της πιο πάνω συμφωνίας.
Η εκδοχή των εφεσιβλήτων, όπως είχε τεθεί στην υπεράσπιση τους, ήταν ως εξής:
Ήταν όρος της συμφωνίας (ρητός και/ή σιωπηρός) ότι η εκτύπωση του περιοδικού και η παράδοσή του θα συμπληρωνόταν στις 14.4.1987. Ο όρος αυτός ήταν ουσιώδης και τονίστηκε επανειλημ[*1900]μένα από τους εφεσιβλήτους προς τους εφεσείοντες. Περιπλέον οι εφεσείοντες γνώριζαν ότι αν δεν παραδιδόταν το περιοδικό μέχρι τις 14.4.1987, οι εφεσίβλητοι θα υφίσταντο γενικές και ειδικές ζημίες, γεγονότα τα οποία έθεσαν υπόψη των εφεσειόντων. Κατά παράβαση της συμφωνίας τους οι εφεσείοντες δεν παρέδωσαν το περιοδικό στις 14.4.1987 και υποσχέθηκαν να το παραδώσουν την επομένη, δηλαδή στις 15.4.1987, παράταση την οποία αποδέχθηκαν οι εφεσίβλητοι. Στις 15.4.1987 και πάλι κατά παράβαση της συμφωνίας, οι εφεσείοντες δεν παρέδωσαν το περιοδικό στις 16.4.1987, πράγμα το οποίο δεν έπραξαν, όπως και δεν έπραξαν στις 17.4.1987 ή στις 21.4.1987 ή στις 22.4.1987, όπως διαδοχικά υποσχέθηκαν. Αντίθετα, στις 22.4.1987, ενώ προέβαιναν στην εκτύπωση, ξαφνικά σταμάτησαν τις εργασίες της εκτύπωσης προκειμένου να προβούν στην εκτύπωση άλλου περιοδικού. Οι εφεσείοντες ανάφεραν, επίσης, ρητά στους εφεσίβλητους ότι δεν σκόπευαν να συμπληρώσουν την εκτύπωση του περιοδικού, προτού ολοκληρωθεί η εκτύπωση του περιοδικού “Η Ενημέρωση” και ότι μετά θα χρειαζόταν μία επιπλέον εβδομάδα για να αποπερατώσουν τις εργασίες για το επίδικο περιοδικό. Τότε οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν τη συμφωνία και ζήτησαν να τους παραδοθεί η μέχρι τότε εργασία για να αποταθούν σε άλλο τυπογραφείο προκειμένου να συμπληρώσουν την εκτύπωση και να μειώσουν τη ζημιά τους. Οι εφεσίβλητοι αποτάθηκαν στο τυπογραφείο “PRINTCO LTD” και κατέβαλαν για την εκτύπωση του περιοδικού το ποσό των £1,300. Το περιοδικό κυκλοφόρησε τελικά στις 11.5.1987.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού συνόψισε την μαρτυρία των δύο πλευρών προσδιόρισε ως πιο κάτω την ουσία της διαφοράς:
“Η ουσία της διαφοράς έγκειται στο τι έγινε στις 23.4.1987. Οι εκδοχές των διαδίκων είναι πράγματι διαφορετικές σε πολλά άλλα σημεία, αλλά κατά τη δική μου αντίληψη για να απαντηθεί το ερώτημα του ποιός παρέβηκε την επίδικη συμφωνία, καθοριστικά είναι τα γεγονότα όπως πραγματικά εξελίχθηκαν στις 23.4.1987. Σύμφωνα με τους Ενάγοντες και το μάρτυρά τους Χάρη Κυριακίδη, την ημέρα εκείνη και κατόπιν επεισοδίου που προκλήθηκε από Άραβα υπάλληλο των Εναγομένων, οι Εναγόμενοι ουσιαστικά ζήτησαν και πήραν όλη την εργασία που ετοιμάστηκε μέχρι εκείνη τη στιγμή και την πήραν στο τυπογραφείο ‘PRINTCO LTD’. Η θέση των Εναγόντων είναι ότι είχαν εξηγήσει στους Εναγομένους ότι το περιοδικό τους θα εκτυπωνόταν μετά την εκτύπωση του περιοδικού “Η Ενημέρωση”, πράγμα που οι τελευταίοι δεν αποδέχθηκαν, δημιουργήθηκε επεισόδιο, πήραν την εργασία που ήδη εκτελέστηκε και έφυγαν.
[*1901]Η ΜΥ1 στη δική της εκδοχή, ουσιαστικά λέει ότι ο κ. Χάρης Κυριακίδης στις 23.4.1987, με απολογητικό ύφος εξήγησε στη μάρτυρα ότι είχε κάμει λάθος στον προγραμματισμό του και στους υπολογισμούς του και ότι δεν ήταν σε θέση να τους παραδώσει έγκαιρα το περιοδικό, του οποίου η εκτύπωση είχε ήδη καθυστερήσει. Οι Εναγόμενοι μέσω της ΜΥ1 και με τη βοήθεια του Χάρη Κυριακίδη, αποτάθηκαν στην ‘PRINTCO LTD’ για να εκτελέσει και αποπερατώσει την τυπογραφική εργασία που υπολείπετο. Πράγματι, σύμφωνα με τη ΜΥ1, έτσι έγινε και έχοντας υπόψη το ποσό των £500 που είχε ήδη πληρωθεί από τους Εναγομένους στους Ενάγοντες, έφυγαν από το τυπογραφείο των Εναγόντων με την αντίληψη ότι δε θα υπήρχαν οποιεσδήποτε απαιτήσεις, είτε από τη μια, είτε από την άλλη πλευρά.”
Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο η διαφορά ανάμεσα στις αντίστοιχες εκδοχές έγκειται στο πως έγινε η επαφή με τον Μ.Υ.2 - Λυμπουρή -Διευθυντή τότε της “PRINTCO LTD”. Παρέθεσε πρώτα την εκδοχή του μάρτυρα των εφεσειόντων - Χάρη Κυριακίδη - σύμφωνα με την οποία ήταν ο Μ.Υ.2 - Λυμπουρής - που του είχε ζητήσει να βοηθήσει τους εφεσίβλητους στην εκτύπωση του περιοδικού τους. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη μαρτυρία του Μ.Υ.2 - Λυμπουρή - ο οποίος απάντησε ως εξής σε σχέση με τα γεγονότα της 23.4.1987:
“Για την ημέρα δεν είμαι βέβαιος, όμως θυμούμαι την περίπτωση. Με είχε πάρει ο κ. Κυριακίδης, ο συνάδελφός μου στο τηλέφωνο, να βοηθήσω σε μια περίπτωση για μια δουλειά που δεν πρόφτανε να παραδώσει για να την τελειώσω και του είπα εντάξει, φέρτην να δούμε, να κάμουμε ότι μπορούμε.”
Το πρωτόδικο δικαστήριο συνέχισε ως πιο κάτω:
“Ο μάρτυρας αυτός αντεξετάστηκε για πολλή ώρα. Αντεξετάστηκε με επιμονή, με πείσμα και με αποφασιστικότητα. Δεν του υποβλήθηκε όμως ούτε μια ερώτηση για το καίριο σημείο που κατά την άποψή μου περιέχει η απάντησή του, ότι δηλαδή τον πήρε τηλέφωνο ο κ. Χάρης Κυριακίδης και όχι το αντίθετο και ότι ο Χάρης Κυριακίδης του ζήτησε τη βοήθεία του σε μια περίπτωση για κάποια εργασία που ο ίδιος δεν πρόφταινε να εκτελέσει. Γι’ αυτό το σημείο δεν υποβλήθηκε ούτε υποβολή, ούτε ερώτηση στο μάρτυρα, παρόλο που ο ίδιος επανέλαβε τη φράση αυτή και σε άλλες περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής του.
[*1902]Εδώ πιστεύω ότι έγκειται και η ουσία της υπόθεσης. Ο κ. Λυμπουρής πράγματι ήταν ανεξάρτητος μάρτυρας, χωρίς κανένα συμφέρον στην υπόθεση και μου έκαμε εξαιρετική εντύπωση. Πρόκειται για άτομο ώριμο, προσγειωμένο και μετρημένο, που απάντησε με ειλικρίνεια και με σαφήνεια σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως ορθή. Η μαρτυρία του αυτή συνηγορεί με τη μαρτυρία που έδωσε η ΜΥ1 και καταρρίπτει κάθετα και διαμετρικά την εκδοχή την οποία έδωσε ο ΜΕ1 Χάρης Κυριακίδης.
Χρησιμοποιώντας τη μαρτυρία του ΜΥ2 Κώστα Λυμπουρή ως μέτρο κρίσης για τη μαρτυρία των υπολοίπων μαρτύρων, πρέπει να πω ότι δέχομαι τη μαρτυρία της ΜΥ1 και συνεπώς την εκδοχή της και απορρίπτω τη μαρτυρία του ΜΕ1 και συνεπώς τη δική του εκδοχή.
Πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσω ότι η μαρτυρία της ΜΥ1 Μάγδας Παναγιώτου ήταν και από μόνη της ιδιαίτερα αξιόπιστη και πειστική. Η εκδοχή της όμως ενισχύεται με καθοριστικό τρόπο από τη μαρτυρία του ΜΥ2.”
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων του το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν οι εφεσίβλητοι που παρέβηκαν και/ή τερμάτισαν τη συμφωνία ημερομηνίας 3.3.1987, όπως ισχυρίσθηκαν οι εφεσείοντες στην έκθεση απαίτησης τους, αλλά έγινε ακριβώς το αντίθετο. Οι εφεσείοντες παρέβηκαν ριζικά τη συμφωνία σε σχέση με το χρόνο παράδοσης του περιοδικού που ανέλαβαν να εκτυπώσουν για το λόγο ότι δεν προλάβαιναν να συμπληρώσουν την εκτύπωσή του, γεγονός το οποίο παραδέχθηκαν τόσο στη ΜΥ1 όσο και στο ΜΥ2. Επομένως - συνέχισε το πρωτόδικο Δικαστήριο - η συμφωνία τερματίστηκε από τους εφεσίβλητους, αλλά όχι παράνομα. Οι εφεσίβλητοι ήταν δικαιολογημένοι στον τερματισμό της συμφωνίας που έγινε στις 23.4.1987 λόγω παράβασης ουσιώδους όρου από μέρους των εφεσειόντων.
Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής “εφόσον - όπως το έθεσε - στηρίζεται πάνω σε ισχυρισμό των εναγόντων για παράνομο τερματισμό της συμφωνίας από μέρους των εναγομένων ο οποίος δεν ευσταθεί.”
Η έφεση.
Με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες πα[*1903]ραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να κάμει ευρήματα “επί ουσιωδών επιδίκων θεμάτων και συνεπώς η απόφαση του είναι τρωτή”. Τα ουσιώδη επίδικα θέματα συγκεκριμενοποιούνται ως πιο κάτω στην αγόρευση των εφεσειόντων:
(1) Το περιεχόμενο της αρχικής συμφωνίας και κατά πόσο συμφωνήθηκαν και εκτελέστηκαν “έξτρα” εργασίες και ποιός ήταν ο χρόνος εκτέλεσης της συμφωνίας και πως οι καθυστερήσεις των εφεσιβλήτων στην παράδοση των μακέττων τον επηρέασαν καθώς επίσης και ποιά ήταν η εκτελεσθείσα εργασία για την ετοιμασία του περιοδικού.
(2) Η αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Ε.2 ότι οι εφεσίβλητοι παρέδιδαν ύλη στο εργαστήριο Laser και έκαμναν αλλαγές στις μακέττες “μέχρι και την Αγία Τρίτη 14.4.1987”.
Τα επίδικα θέματα καθορίζονται σε κάθε υπόθεση από τις έγγραφες προτάσεις (Βλ. Χριστάκης Πετεινός (1992) 1 Α.Α.Δ. 1467, 1474). Η απόφαση πρέπει να περιέχει την ετυμηγορία του Δικαστηρίου πάνω στα επίδικα θέματα (Βλ. Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, 1129).
Αιτία της αγωγής, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ήταν η παράνομη παράβαση και/ή ο παράνομος τερματισμός της επίδικης συμφωνίας. Οι εφεσίβλητοι με την υπεράσπιση τους ισχυρίσθηκαν ότι ο τερματισμός της συμφωνίας από μέρους τους ήταν νόμιμος. Επομένως το μόνο επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν παράνομος, όπως διατείνονται οι εφεσείοντες ή νόμιμος όπως ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έχοντας ενώπιον του δύο εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές, σε σχέση με το πιο πάνω επίδικο θέμα, θεώρησε ότι η ουσία της διαφοράς έγκειται στο τί έλαβε χώραν στις 23.4.1987. Δέχθηκε επί του προκειμένου την εκδοχή του Μ.Υ.2 τον οποίο θεώρησε ως ανεξάρτητο μάρτυρα, αφού, όμως, εξήγησε λεπτομερώς (βλ. σελ. 4 της παρούσας απόφασης) τους λόγους που το οδήγησαν σε εκείνη την κατάληξη.
Έχουμε την άποψη πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο εντόπισε την ουσία της υπόθεσης στο τί έλαβε χώραν στις 23.4.1987 μεταξύ του Χάρη Κυριακίδη και του Μ.Υ.2 - Λυμπουρή - λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που μπορεί να εξαχθούν από την αποδοχή της μιας ή της άλλης εκδοχής.
[*1904]Αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 - Λυμπουρή - ενισχύει την εκδοχή της Μ.Υ.1. Και όχι μόνο αυτό. Οδηγεί και στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είχαν αποδεχθεί ότι δεν ήταν σε θέση να συμπληρώσουν την εκτύπωση μέσα στη συμφωνηθείσα προθεσμία και ότι - πρόσθετα - δέχθηκαν να βοηθήσουν τους εφεσίβλητους να συνεργασθούν με άλλο τυπογραφείο για να εκτελέσει και αποπερατώσει την εργασία που υπολείπετο. Αυτή η στάση των εφεσειόντων φανερώνει ότι αποδέκτηκαν τον τερματισμό της συμφωνίας εφόσον οι εφεσείοντες βοήθησαν στην ανάληψη της εργασίας απο άλλο τυπογραφείο. Ενόψει των συμπερασμάτων που μπορούν να συναχθούν από τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 - Λυμπουρή - θεωρούμε ότι δεν παρίστατο ανάγκη για διατύπωση ευρημάτων σε σχέση με τα θέματα που υποδεικνύονται στους πιο πάνω δύο λόγους της έφεσης γιατί δεν αποτελούσαν επίδικα θέματα.
Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στη σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Οι λόγοι της έφεσης δεν ευσταθούν.
Στο στάδιο των προφορικών αγορεύσεων, και σε σχέση με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσης, υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απασχολήθηκε καθόλου με τη μαρτυρία του Μ.Ε.2 Γ. Παού, επειδή δεν υπάρχει καν σχολιασμός της μαρτυρίας του.
Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο συνόψισε τη μαρτυρία της κάθε πλευράς χωρίς όμως να αναφερθεί στα ονόματα των μαρτύρων. Είναι γεγονός ότι στο στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας δεν έκαμε αναφορά στη μαρτυρία του Μ.Ε.2. Έχει νομολογηθεί ότι η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να “αναφερθεί σε ουσιαστική μαρτυρία στην απόφαση του δεν είναι αρκετός λόγος για να ακυρωθεί η καταδίκη του εφεσείοντα (Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 54 και Papadopoulos v. Police, 21 C.L.R. 120, 123). Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου ν’ αναφερθεί σε κάθε επιχείρημα που είχε προβάλει ο συνήγορος δεν ήταν ένδειξη “ούτε μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ενόψει των ευρημάτων και των συμπερασμάτων που έχουν εξαχθεί ότι το Δικαστήριο δεν τα είχε κατά νού ή δεν τα μελέτησε” (Βλ. Αθηνής, πιο πάνω, σελ. 54 και Khadar and Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132, 243, 244). Παρόλο ότι οι πιο πάνω αρχές έχουν διατυπωθεί σε ποινικές υποθέσεις θεωρούμε ότι τυγχάνουν εφαρμογής και σε πολιτικές υποθέσεις.
[*1905]Στην κρινόμενη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 και του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με το μόνο επίδικο θέμα - της παράβασης της συμφωνίας - η παράλειψη σχολιασμού της μαρτυρίας του πιο πάνω μάρτυρα δεν κλονίζει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης υποστηρίχθηκε ότι αποτελεί σφάλμα η υιοθέτηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 - Λυμπουρή - χωρίς σύγκριση της με όσα αντίθετα λέχθηκαν στη μαρτυρία για τους εφεσείοντες.
Ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις αρχές που ρυθμίζουν την επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας των πρωτόδικων δικαστηρίων. Όπως έχει πάγια νομολογηθεί στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχή στο πρώτοδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172, 176, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη, Πολιτική Έφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους, Πολιτική Έφεση 9117/18.4.97).
Στην Αθανασίου (πιο πάνω) έγινε αναφορά σε απόσπασμα από την υπόθεση Whitehouse v. Jordan [1981] 1 W.L.R. 246 στο οποίο υπογραμμίζεται ότι το πλεονέκτημα που αποκτά το πρωτόδικο δικαστήριο με το να παρακολουθήσει και να ακούσει τους μάρτυρες πρέπει πάντοτε να γίνεται σεβαστό από το Εφετείο.
Εναπόκειται στο διάδικο ο οποίος αμφισβητεί τα ευρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία να πείσει το Εφετείο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Βλ. Mylonas and Others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papa Savva and Another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και Imam v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208).”
[*1906]Σχετικές με το πιο πάνω πλεονέκτημα είναι και οι υποθέσεις The Glannibanta [1876] 1 P.D. 283, 287, Khoo Sit Hoh v. Lim Thean Tong [1912] A.C. 323, Yuill v. Yuill [1945] P. 15, Watt v. Thomas [1945] A.C. 484 και S.S. Hontestroom v. S.S. Sagaporack [1927] A.C. 37, 47.
Στις πιο πάνω υποθέσεις έχει τονιστεί ότι το Εφετείο βρίσκεται σε θέση μειονεκτική έναντι του πρωτόδικου δικαστηρίου επειδή δεν έχει παρακολουθήσει τους μάρτυρες. Εκτός αν καταδειχθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να κάμει χρήση ή έχει κάμει κακή χρήση του πλεονεκτήματος του με το να παραλείψει π.χ. να λάβει υπόψη αντιφάσεις ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα, το Εφετείο δεν πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη ανατροπής των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο με το να δει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες.
Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αναφερθεί με κάθε λεπτομέρεια στις αντίστοιχες εκδοχές παραθέτοντας μάλιστα και εκτενή αποσπάσματα από τη μαρτυρία του κύριου μάρτυρα των εφεσειόντων - Χάρη Κυριακίδη.
Έχουμε λάβει υπόψη τους λόγους που οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο στην κρίση του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας με οδηγό τις πιο πάνω αρχές και τους λόγους τους οποίους έχουν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες για ανατροπή του σχετικού ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου. Δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας. Επαναλαμβάνουμε πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και δεν προϋποθέτει ανακεφαλαίωση της ολότητας της μαρτυρίας (Βλ. Bauer v. Διογένης Ηροδότου & Υιών Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, 332). Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.
Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες διατείνονται ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου για παράβαση συμφωνίας συγκρούεται με το εύρημα ότι η συμφωνία τερματίστηκε χωρίς εκατέρωθεν απαιτήσεις. Τέτοια συμφωνία - συνεχίζει η εισήγηση τους - “αίρει το παράνομο της παράβασης, αν υπήρξε παράβαση”.
Δεν υπάρχει αρχή δικαίου η οποία υποστηρίζει την πιο πάνω θέση. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι ήταν με την εντύπωση ότι “δε θα υπήρχαν οποιεσδήποτε απαιτήσεις είτε από τη μια, είτε από την άλλη πλευρά” δεν αποτελεί γεγονός το οποίο “αίρει το παράνομο της παράβασης”. Δεν αποστερεί τους εφεσίβλητους του δικαιώματος να προβάλουν την παράβαση των εφεσειόντων όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αξίωση των τελευταίων. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον ίδιο λόγο της έφεσης βάλλεται και η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προβεί σε εύρημα ως προς την εκτελεσθείσα εργασία “η οποία ήταν επίδικο θέμα και να επιδικάσει στους ενάγοντες την αξία της”.
Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, αιτία της αγωγής ήταν η παράβαση της συμφωνίας και/ή ο παράνομος τερματισμός της. Η εκτελεσθείσα εργασία αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος της αξίωσης των εφεσειόντων. Είχε θεμελιωθεί πάνω στην εν λόγω αιτία αγωγής. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για μη παράβαση της συμφωνίας από μέρους των εφεσιβλήτων αναπόφευκτα οδηγεί και στην κατάρρευση της αιτίας αγωγής των εφεσειόντων και της οποιασδήποτε αξίωσης η οποία είχε θεμελιωθεί πάνω σ’ αυτή.
Η απόσυρση της ανταπαίτησης στο στάδιο που έδινε μαρτυρία η Μ.Υ.1 έδωσε την αφορμή για ένα ακόμη λόγο έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι η απόσυρση της ανταπαίτησης “σημαίνει απόσυρση των παραγ. 4-21 της έκθεσης υπεράσπισης”. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει ότι “όλη η δοθείσα μαρτυρία ήταν εκτός δικογραφημένων ισχυρισμών και να την απορρίψει”.
Ο πιο πάνω λόγος της έφεσης δεν βρίσκει έρεισμα στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Όπου τα γεγονότα - όπως είναι εδώ η περίπτωση - τα οποία σχετίζονται με την υπεράσπιση, σχετίζονται και με την ανταπαίτηση δεν είναι ανάγκη να επαναλαμβάνονται στην ανταπαίτηση. Μπορούν να ενσωματωθούν “δι’ αναφοράς” (Βλ. Annual Practice, 1960, σελ. 504*, επεξήγηση της Δ.21 θ.10 η οποία αντιστοιχεί με τη δική μας Δ.21 θ.7Α).
Αυτό είναι που έχει συμβεί στην κρινόμενη περίπτωση. Τα όσα αναφέρονται στις πιο πάνω παραγ. 4-21 ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την υπεράσπιση. Η απόσυρση της ανταπαίτησης δεν καθιστά τη σχετική μαρτυρία εκτός των εγγράφων προτάσεων. Ο σχε[*1908]τικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε την αξιοπιστία της Μ.Υ.1 με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2. Υποστήριξαν: Η χρήση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 “ως μέτρο κρίσης για τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων αποτελεί εσφαλμένο τρόπο αξιολόγησης της ενώπιον του μαρτυρίας. Η κρίση ότι και οι δύο μάρτυρες για τους ενάγοντες ήταν αναξιόπιστοι χωρίς ανάλυση και συσχετισμό της μαρτυρίας τους επί των επιδίκων θεμάτων με τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 αποτελεί σφάλμα λογικής και νοητική επεξεργασία της μαρτυρίας αυθαίρετη δυνάμενη να οδηγήσει σε αυθαίρετα συμπεράσματα”.
Έχουμε ήδη υποδείξει ότι το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένος τύπος αξιολόγησης της μαρτυρίας. Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε με κάθε λεπτομέρεια τους λόγους οι οποίοι το οδήγησαν στην προτίμηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 έναντι εκείνης των μαρτύρων των εφεσειόντων (βλ. σελ. 4). Οι λόγοι εκείνοι υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο για τους λόγους που υποδεικνύονται πιο πάνω (βλ. σελ. 7-8). Εφόσον οι λόγοι αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 έναντι εκείνης της άλλης πλευράς είναι έγκυροι δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο στη χρησιμοποίηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 σαν μέτρο κρίσης της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων. Σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 αυτή κρίθηκε “και από μόνη της ιδιαίτερα αξιόπιστη και πειστική”. Η εκδοχή της όμως - όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο - “ενισχύεται με καθοριστικό τρόπο από τη μαρτυρία του Μ.Υ.2”.
Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι δεδομένης της αποδοχής από το πρωτόδικο δικαστήριο της μαρτυρίας της Μ.Υ.1 ότι “συμφωνήθηκε τερματισμός της συμφωνίας χωρίς εκατέρωθεν απαιτήσεις, το εύρημα περί ριζικής παράβασης από τους ενάγοντες είναι αδικαιολόγητο”.
Διαφωνούμε με την πιο πάνω θέση γιατί αγνοεί τους λόγους τερματισμού της συμφωνίας. Η συμφωνία τερματίσθηκε λόγω της παράλειψης των εφεσειόντων να εκτελέσουν την επίδικη εργασία μέσα στη συμφωνηθείσα προθεσμία. Η αποδοχή του τερματισμού της συμφωνίας από τους εφεσείοντες και η συμφωνία των εφεσιβλήτων να μην υποβάλουν απαιτήσεις δεν αναιρούν το γεγονός [*1909]της παράβασης της συμφωνίας από τους εφεσείοντες.
Υπό το φως των πιο πάνω καταλήξεων μας η έφεση πρέπει ν’ απορριφθεί με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο